Summer Solstice (Κεφάλαιο 6)

ΣΕΛΕΣΤ

Διπλώνω τα μπράτσα κάτω από το κεφάλι μου και αφήνω το βλέμμα μου να χαθεί στις ζωηρές σκιές που ζωντανεύει το λιχνάρι στους τοίχους της καμπίνας. Το ελαφρύ αναπήδημα του πλοίου κουνά την αιώρα μου και βαραίνει τα βλέφαρά μου, ενώ η απαλή μουσική από την φλογέρα των ναυτών υφαίνουν αργά τα όνειρά μου.

Ένας μήνας έχει περάσει από την επίσκεψη των πριγκίπων του Στάρενιθ στο Κρέομορ, μα δεν έχει έρθει καμία είδηση. Υποθέτω, πως ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δεν ενδιαφέρεται για κάποια σαν και εμένα. Αυτό με χαροποιεί, διότι δεν θα είμαι υποχρεωμένη, να τον παντρευτώ και να αντικρίζω καθημερινά την απέχθειά του για τα άτομα της δικής μου κοινωνικής τάξης. Μπορεί να με θεωρούν πριγκίπισσα στο δικό μου νησί, όμως στη χώρα του υπάρχουν εκατοντάδες ευγενείς της δικής μου κοινωνικής τάξης. Οι γονείς μου το γνωρίζουν και ελπίζω να μην είχαν αποθέσει όλες τους τις ελπίδες στον Γκασπάρντ. Βασίζονταν σε αυτόν τον γάμο για πολλούς λόγους, κυρίως πολιτικούς. Βέβαια γοήτευσα τον άρχοντα Τζένσεν Ντίτσελχοφ∙ δεν είναι ο σπουδαιότερος μέσα στους σπουδαιότερος, όμως, όπως και εγώ, είναι σημαντικός για τον δικό του μικρό τόπο.

Ο Τζένσεν ζήτησε το χέρι μου το ίδιο βράδυ που μας επισκέφτηκε. Περίμενα οι γονείς μου να δεχτούν αμέσως αλλά δεν το έκαναν. Προφανώς δεν είναι στα άμεσα σχέδιά τους να μου πουν το γιατί. Υποτίθεται, πως ο σκοπός είναι να παντρευτώ, όσο νωρίς γίνεται. Για να πω την αλήθεια, δε με ενόχλησε, που η πρότασή του πάγωσε για λίγο, ωσότου του δώσουν την τελική απάντηση. Τόσο πολύ ελπίζουν για τον Γκασπάρντ; Και γιατί τον Γκασπάρντ; Είναι στην ηλικία μου. Για έναν άντρα ο γάμος μετράει μετά την ηλικία των είκοσι πέντε και εκείνος είναι μόνο δεκαοχτώ. Επίσης είναι ο τρίτος στη σειρά διαδοχής για τον θρόνο, οπότε η πολιτική του στήριξη απέναντι στο Κρέομορ θα είναι σχεδόν μηδαμινή.

Το Κιούρεαν είναι μια από τις τρεις περιφέρεις, που ανήκει στην Μπουργκότζια και έχει τη μεγαλύτερη δύναμη σε στρατό σε όλη την Μπουργκότζια. Το Κρέομορ είναι η μόνη περιφέρεια που διαπραγματεύεται για τα αγαθά των άλλων χωρών που θα σταλθούν στην Μπουργκότζια και αν ο οίκος μας ενωθεί με εκείνον των Ντίτσελχοφ, τότε θα αποκτήσουμε και στρατό. Ο Τζένσεν μπορεί, να το εξασφαλίσει αυτό. Δεν είναι ο ομορφότερος άντρας στον κόσμο, το σώμα του είναι γεμάτο ουλές από ξεχασμένες πληγές, είναι αλαζόνας και πολλές φορές γίνεται κυνικός. Όμως είναι τίμιος και πιστός σε αυτό που θεωρεί σωστό. Δεν γνωρίζω, γιατί επέλεξε να ζητήσει το δικό μου χέρι∙ ίσως να μην ενδιαφέρεται για μένα και ο γάμος μας είναι μια πρόφαση, για να έχει κέρδη από το εμπόριο. Γι’ αυτό που είμαι απόλυτα σίγουρη είναι ότι δε θα αφήσει την οικογένειά μου και εμένα να πάθουμε κακό. Τουλάχιστον όχι, όσο είμαστε χρήσιμοι γι’ αυτόν.

Οι δυσάρεστες σκέψεις επισκιάζουν τα όνειρά μου, ώσπου εν τέλει συνειδητοποιώ πως ο ύπνος θα είναι μια άπιαστη επιθυμία για μένα απόψε. Σηκώνομαι από την κουκέτα μου και τρίβω κουρασμένα το πρόσωπό μου. Ίσως ο καθαρός αέρας με βοηθήσει να καθαρίσω το μυαλό μου. Πριν βγω, ρίχνω μια ματιά στο γαλήνιο πρόσωπο της μητέρας μου και χαμογελάω. Είμαστε οι δυο μας πάλι. Πριν προλάβω να κάνω βήμα παραπάνω, ο Σιρκάν με αρπάζει από το μπράτσο και με σταματά, καθώς στέκεται φρουρός έξω από την πόρτα μου.

«Για που το έβαλες;» ρωτά, στενεύοντας τα μάτια του αυστηρά. «Δεν είναι αυτό μέρος, για να κάνεις βόλτες, Σελέστ

».

«Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ήλπιζα ότι ένας περίπατος στο κατάστρωμα θα με ηρεμούσε» απαντάω προβληματισμένη. «Τα πράγματα πήραν μια εντελώς διαφορετική τροπή από αυτήν που σκεφτόμασταν το βράδυ της ενηλικίωσής μου. Έχω την ανάγκη να ακούσω μια εναλλακτική συμβουλη. Ειλικρινά, το αβέβαιο και η πλήρη άγνοια για το τι θα αντιμετωπίσουμε με τρομάζουν πολύ περισσότερο, απ’ ΄όσο θέλω να πιστεύω».

«Ο πόλεμος και ο γάμος σου δεν είναι πράγματα που πρέπει να σε απασχολούν. Θα φροντίσουν άλλοι και για τα δύο. Όσο για το μυστικό μέρος, όπου σε τραβολογά η αρχόντισσα Ράινα… δεν έχω ιδέα». Μου χαμογελάει καθησυχαστικά και μου νεύει, να προχωρήσω. «Άσε με να σε συνοδεύσω τουλάχιστον. Μια όμορφη γυναίκα όπως εσύ, δεν είναι σωστό, να τραβά την προσοχή του πληρώματος».

Η νύχτα είναι σκοτεινότερη από τις άλλες και ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια μας μοιάζει μαγευτικός. Τα εκατομμύρια αστέρια του λαμποκοπούν με μια περηφάνια, που δεν έχω ξαναδεί. Σαν να γιορτάζουν κάτι, ένα μυστικό που μόνα εκείνα ξέρουν. Το πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά και περιμένει το πρώτο φως της αυγής, για να συνεχίσει το ταξίδι του προς το Νησί των Θαυμάτων, όπως το φωνάζουν. Θα φτάναμε νωρίτερα, αλλά αλλάξαμε την πορεία μας, όταν μπροστά μας φούντωσε η καταιγίδα, που μαινόταν κοντά στο νησί.

Με αργά βήματα πηγαίνω προς την πρύμνη και γέρνω πάνω από το στολίδι του πλοίου: τη γοργόνα που παίζει με την άρπα της. Σηκώνω το πρόσωπό μου και κοιτάζω πάλι ψηλά στον ουρανό. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι κάνει τη θάλασσα, να αφρίζει στα πλάγια του πλοίου, καθώς τα κύματά της το χαϊδεύουν ανυπόμονα. Το βλέμμα μου βυθίζεται και χάνεται στα χιλιάδες χρώματα των αστεριών και παρασύρεται μακριά από τη μαγεία, που αφήνουν στην ψυχή μου οι αστερισμοί.

«Φοβάμαι Σιρκάν. Φοβάμαι, ότι δε θα γίνω ευτυχισμένη και…»

«Ό,τι και αν συμβεί, εγώ θα είμαι μαζί σου. Είμαι ο σωματοφύλακάς σου. Κανένας δε θα το αλλάξει αυτό», λέει με ειλικρίνεια ο Σιρκάν και με χτυπάει καθησυχαστικά στην πλάτη γέρνοντας πάνω στην κουπαστή.

Το επόμενο πρωί μας βρίσκει στην ίδια θέση και μορφάζω από το μάγκωμα στο πλάι του λαιμού μου, καθώς απομακρύνω το κεφάλι μου από τον ώμο του Σιρκάν. Το πλήρωμα αρχίζει να τρέχει πάνω κάτω στο κατάστρωμα καθώς ο καπετάνιος φωνάζει διαταγές. Σηκώνομαι όρθια και κοιτάζω τον κόκκινο δίσκο του ήλιου, που ξεπροβάλλει από τη θάλασσα ευθεία μπροστά μας. Διακρίνονται οι πράσινες πλαγιές του νησιού, ενώ καπνός σηκώνεται από το κέντρο του χωριού. Οι ναύτες μαζεύουν την άγκυρα και κατεβάζουν τα πανιά στα ψηλά κατάρτια και ο άνεμος σπρώχνει το πλοίο μας όλο και κοντύτερα στον προορισμό του.

Το πλοίο αγκυροβολεί μακριά από την παραλία και με βάρκες οι ναύτες μεταφέρουν το εμπόρευμα στο νησί. Πηδάω στο νερό πριν τραβήξουν τη βάρκα μας στην χρυσαφένια άμμο και χαμογελάω έκπληκτη με την ομορφιά τούτου του τόπου. Το Νησί των Θαυμάτων, όπως το αποκαλούν. Γεννήθηκα και πέρασα τα περισσότερα καλοκαίρια μου σε αυτό το νησί, όμως κάθε φορά που το βλέπω, είναι τόσο όμορφο, όπως στην πρώτη μου επίσκεψη. Η παραλία εκτείνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι, και τα ξύλινα σπίτια κυκλώνονται από ψηλούς φοίνικες.

Το σπίτι μας εδώ είναι λιτό και φτωχό, όπως τα περισσότερα τριγύρω, αντίθετα με το σπίτι μας στο Κρέομορ. Είναι ένα απλό. χτισμένο με ξύλο και λάσπη λίγο πιο έξω από το χωριό και κοντά στις πρώτες συστάδες δέντρων του δάσους. Οι παππούδες μου δεν ζουν πια, οπότε δεν έχω ιδέα, σε τι κατάσταση θα το βρούμε, όμως δεν πρέπει να έχει και πολύ σημασία αυτό τώρα. Δεν ήρθαμε εδώ για αναψυχή και σύντομα θα ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας για την κρυψώνα της Κρήνης του Σύμπαντος.

«Έι… αυτό είναι δικό μου» ακούω κάποιον να φωνάζει. Όταν γυρίζω ανήσυχη προς το μέρος του, βλέπω τον καπετάνιο του πλοίου να χειρονομεί απέναντι σε ένα μικρό παιδί που τρέχει μακριά.

Πηγαίνω βιαστικά κοντά του και τον σταματάω, πριν στείλει τους άντρες του στο κατόπι του αγοριού. Δε χρειάζεται, να χρησιμοποιήσουν βία σε ένα μικρό παιδί.

«Πόσα σου έκλεψε;» τον ρωτάω εκνευρισμένα.

«Συγγνώμη;» σαστίζει και με κοιτάζει, λες και του έφαγαν την γλώσσα.

«Είπα…»

«Μην ανησυχείτε δεσποινίς Κίλμπορν. Εγώ θα φροντίσω για την αμοιβή του». Με διακόπτει ένας άγνωστος άντρας και υποκλίνεται προς το μέρος της μητέρας μου και το δικό μου.

Καστανά, σγουρά μαλλιά κυκλώνουν ένα αριστοκρατικό, ντελικάτο και παράλληλα άγριο πρόσωπο. Μάτια, διαφορετικά το ένα με το άλλο, γυαλίζουν λαμπερά μέσα στις κόγχες τους, καθώς με παρατηρούν σιωπηρά από την κορυφή ως τα νύχια∙ σαν να με εγκρίνουν. Είναι όμορφα και ταυτόχρονα τόσο ιδιαίτερα. Το ένα γαλάζιο και το άλλο καστανό. Έχει ένα μοτίβο από φακίδες στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο κάνοντάς τον να μοιάζει χαριτωμένος. Τα χείλη του είναι καλοσχηματισμένα και περιβάλλονται από πυκνά γένια, ενώ το αριστερό του αυτί είναι γεμάτο σκουλαρίκια.

Υπάρχει κάτι το μαγευτικό πάνω του, που αιχμαλωτίζει το βλέμμα μου, απαγορεύοντάς μου να το στρέψω μακριά του. Νιώθω περίεργα, έτσι όπως στέκομαι απέναντί του, σαν να πρόκειται να με ξεγυμνώσει πρώτα από την ψυχή μου και έπειτα από τα ρούχα μου. Αλλά όσο και αν με τρομάζει, ξέρω, πως πέρα από το αυστηρό παρουσιαστικό του είναι δίκαιος και καλός. Σμίγω τα φρύδια μου προσπαθώντας να καταλάβω, από πού τον γνωρίζω. Εκείνος ξέρει ποια είμαι, ίσως να με θυμάται από κάπου. Όμως από πού;

Είναι ντυμένος με μια λινή, πουκαμίσα, η οποία φαίνεται περισσότερο βρώμικη παρά καθαρή και είναι ανοιχτή μπροστά, αποκαλύπτοντας το φαρδύ, γυμνασμένο στέρνο του. Τα μανίκια είναι διπλωμένα ως τους αγκώνες του, κάνοντας αισθητά τα τατουάζ στα χέρια του. Μαύρο, δερμάτινο παντελόνι και ψηλές, καφέ μπότες με κορδόνια. Γύρω από τη μέση του έχει δεμένο ένα γαλάζιο φουλάρι και μια ζώνη, που συγκρατεί το βαρύ σπαθί του. Ποιος είναι αυτός ο άντρας τέλος πάντων;

«Δε με θυμάσαι;» ρωτάει, ξαφνικά απογοητευμένος. «Ήλπιζα ότι το χρώμα των ματιών μου θα σε βοηθούσε να με αναγνωρίσεις. Πολύ κρίμα». Βγάζει ένα κάλυμμα ματιού από την τσέπη του και το φοράει, κρύβοντας το γαλάζιο του μάτι.

«Μπράιντεν;» μουρμουρίζω αβέβαιη και, όταν μου χαμογελάει φιλικά, δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξή μου. «Τι σου συνέβη;»

Με τον Μπράιντεν γίναμε φίλοι πολλά χρόνια πριν, αλλά δεν είχαμε την πολυτέλεια να βλεπόμαστε συχνά Συναντιόμασταν σε χορούς κατά περιόδους, όμως κυρίως αλληλογραφούσαμε. Δεν τον είδα, να μεγαλώνει και να αφήνει πίσω του το κορμί του αγοριού, που είχα γνωρίσει. Είναι ολόκληρος άντρας πλέον. Ένας πολύ γοητευτικός και τρομακτικός ταυτόχρονα άντρας.

«Άλλαξα μονοπάτι στη ζωή μου μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Δεν μου άρεσε ο τρόπος, που ο πατέρας μου αντιμετώπιζε τα πράγματα και τον κόσμο» απαντά, εκνευρισμένος με μια ενοχλητική ανάμνηση. «Τώρα, δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν και παλεύω γι’ αυτά που εγώ θεωρώ σωστά. Προς το παρόν προστατεύω το νησί, για λογαριασμό της οικογένειάς σου».

«Κύριε, είμαστε έτοιμοι να αναχωρήσουμε» τον ενημερώνει ένας από τους άντρες του πλησιάζοντάς τον και νεύει προς το μέρος μου.

Θα ξεκινήσουμε τώρα αμέσως; Το ταξίδι με το πλοίο ήταν αρκετά κουραστικό και αν μη τι άλλο θα εκτιμούσα ένα πιάτο φαγητό και λίγη ξεκούραση, πριν συνεχίσουμε στην αποστολή μας. Δεκαοχτώ χρόνια περίμενα, για να μάθω για την κληρονομιά μου. Δε θα με πείραζε να καθυστερήσουμε μερικές ώρες παραπάνω.

Η μητέρα μου έχει μείνει αρκετά πίσω και γέρνει αδύναμα πάνω στον κορμό ενός φοίνικα. Τα μάτια της είναι κλειστά και στο μέτωπό της γυαλίζουν μικροσκοπικές σταγόνες ιδρώτα. Ο Σιρκάν μου κάνει ένα καθησυχαστικό νόημα και την πλησιάζει βιαστικά. Της προσφέρει νερό από το φλασκί του και την αφήνει να στηριχτεί πάνω του. Ανησυχώ λίγο για εκείνη∙ χτες το βράδυ είχε πυρετό. Αν δεν ήταν τόσο πεισματάρα, δε θα τρέχαμε από δω και από κει. Χρειάζεται ξεκούραση, για να αναρρώσει.

«Μπορούμε να ξεκινήσουμε λίγο αργότερα ή αύριο νωρίς το πρωί; Είναι αργά−» ξεκινώ, όμως, το διακριτικό βήξιμο της μητέρας μου με σταματά.

«Δεν κάναμε τόσο ταξίδι, για να απολαύσουμε την εξοχή καλή μου». Λέει χτυπώντας με παιχνιδιάρικα στον ώμο. «Αν ξεκινήσουμε τώρα αμέσως, θα έχουμε φτάσει στις σπηλιές, ώσπου να πέσει η νύχτα. Θα ξεκουραστούμε εκεί».

«Είσαι σίγουρα καλά;» την ρωτάω ανήσυχη και αγγίζω το μάγουλό της. Δεν καίει τόσο πολύ, αλλά δεν είναι και στα καλύτερά του.

«Φυσικά και είμαι. Απλά είμαι πολύ μεγάλη πια, για να το ζορίζω με τέτοιου είδους δραστηριότητες». Μου χαμογελάει, σαν να το διασκεδάζει. «Επίσης, θα έχουμε δύο ικανότατους άντρες μαζί μας. Δε θα είμαστε μόνες».

Ελπίζω να έχει δίκιο. Δεν της φέρνω καμία αντίρρηση και υπακούω, ακολουθώντας τον Μπράιντεν, που δείχνει τον δρόμο. Ώσπου να διασχίσουμε ολόκληρο το δάσος και να φτάσουμε στους πρόποδες του βουνού, έχει πέσει το σκοτάδι. Ο Μπράιντεν προπορεύεται μπροστά κρατώντας έναν πυρσό και έχει τυλιγμένα τα δάχτυλά του γύρω από τον καρπό μου τραβώντας με μαζί του. Ο Σιρκάν είναι πίσω με την μητέρα μου και ακόμα πιο πίσω είναι μερικοί ναύτες, που κουβαλούν τον εξοπλισμό της κατασκήνωσής μας.

«Είναι ανάγκη να φτάσουμε στον ναό όλοι μαζί; Η μητέρα μου δε φαίνεται καλά. Χρειάζεται ξεκούραση» ρωτώ σιωπηλά, για να μη μας ακούσουν.

«Εγώ μπορώ μόνο να σας πάω ως εκεί. Τα υπόλοιπα είναι δική της δουλειά. Δεν επιτρέπεται η είσοδος στα άτομα που δεν έχουν γεννηθεί τη μέρα της αλλαγής των ηλιοστάσιων».

«Ας περιμένουμε μέχρι το πρωί τότε!» ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου θυμωμένη και γυρίζω πίσω.

Η μητέρα μου μορφάζει, σαν να θέλει να μου φέρει αντίρρηση, και καταρρέει στην αγκαλιά του Σιρκάν. Τα μάτια της κλείνουν κουρασμένα και εκείνη χάνει τις αισθήσεις της. Ο Σιρκάν κουνά το κεφάλι του με σφιγμένα χείλη και την σηκώνει στα χέρια του. Πρέπει να σταματήσουμε οπωσδήποτε. Κοιτάζω παρακλητικά τον Μπράιντεν, ο οποίος νεύει συγκαταβατικά ξεφυσώντας παραδομένος.

«Υπάρχουν μερικές σπηλιές εδώ κοντά. Είναι λίγα μέτρα πιο πάνω στο βουνό. Μπορείς, να την κουβαλήσεις ως εκεί;» ρωτά τον σωματοφύλακά μου. «Θα σας δείξω τον δρόμο».

Λες και ο καιρός θύμωσε με την τροπή των πραγμάτων, στέλνει μια δυνατή μπόρα, να μας τιμωρήσει. Τα ρούχα μας δεν αργούν να γίνουν ένα με το σώμα μας, ενώ το κρύο πέφτει τσουχτερό πάνω στο δέρμα μας περονιάζοντας τα κόκαλα. Σφίγγομαι στο πανωφόρι μου νιώθοντας ρίγη να με ταράζουν από την κορυφή ως τα νύχια, αυτή όμως που με ανησυχεί είναι η μητέρα μου. Ο πυρετός της είναι ήδη άσχημος και το κρύο θα τον επιδεινώσει ακόμα περισσότερο.

Ο Μπράιντεν μας πηγαίνει στις σπηλιές και ο Σιρκάν ξαπλώνει τη μητέρα μου στις κρύες πέτρες. Βγάζω αμέσως το σακάκι μου και την σκεπάζω, θέλοντας να την ζεστάνω λίγο, ώσπου οι άντρες να ανάψουν φωτιά. Όμως δε βοηθάει. Την αγκαλιάζω σφιχτά. Το σώμα της ζεματάει από τον αρρωστημένο πυρετό. Μέρες τώρα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση, απλά σήμερα ξέσπασε άσχημα. Θυμώνω με τον εαυτό μου, που δεν έδωσα την απαραίτητη προσοχή νωρίτερα και θυμώνω μαζί της, που δεν πρόσεξε καλύτερα τον εαυτό της. Δεν είναι κανένα παιδί.

«Θα γίνει καλά. Μην ανησυχείς Σελέστ». Λέει ο Σιρκάν τρίβοντας καθησυχαστικά τον ώμο μου. «Η αρχόντισσα Ράινα είναι πολύ πιο δυνατή και πεισματάρα, απ’ όσο νομίζεις. Θα παλέψει και θα το ξεπεράσει».

«Τι γνώμη έχεις για την Κρήνη του Σύμπαντος; Γι’ αυτό το αντικείμενο τέλος πάντων, που λένε, ότι έχει την ικανότητα, να ανατρέψει την ισορροπία ολόκληρου του κόσμου. Αξίζει να θυσιαστεί η μητέρα μου για χάρη του;» ρωτάω τον Μπράιντεν, κοιτάζοντας τον με μάτια γεμάτα θυμό.

Ήταν ανόητο αυτό που συνέβη σήμερα και σίγουρα θα μπορούσαμε, να το είχαμε αποφύγει. Τώρα όχι μόνο θα καθυστερήσουμε, για να ξεκουραστεί η μητέρα μου, αλλά ποιος ξέρει, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στην υγεία της. Σφίγγω τις γροθιές μου, θέλοντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Τα νεύρα δεν βοηθούν σε μια ήδη τεταμένη κατάσταση. Ελπίζω να γίνει γρήγορα καλά.

Μένω κοντά της για αρκετές ώρες, μέχρι που τα μάτια μου με τσούζουν και τα βλέφαρά μου χαμηλώνουν. Η φωτιά με ζεσταίνει γεμίζοντας με θαλπωρή το κουρασμένο μου κορμί και επιτρέποντας σε όλη την ένταση των τελευταίων ωρών να το κυριεύσει, όμως, δεν πρόκειται, να κοιμηθώ, αν η μητέρα μου δεν ανοίξει τα μάτια της. Τραβάω τα γόνατά μου κοντά στο στήθος μου και ακουμπάω το πρόσωπό μου πάνω τους. Τα ρούχα μου παραμένουν βρεγμένα και παραδέχομαι πως κρυώνω, αλλά ντρέπομαι να γδυθώ, ενώ τόσοι άντρες βρίσκονται ολόγυρα.

Ο Μπράιντεν καθαρίζει ένα μήλο παρακολουθώντας με αμίλητος από το άνοιγμα της σπηλιάς. Δεν μπορώ να ερμηνεύσω με ακρίβεια το βλέμμα του. Από τη μια μοιάζει με καθησυχαστικό και από την άλλη έχει κάτι… που με προβληματίζει. Σαν να με λυπάται, σαν να λυπάται την θέση στην οποία βρίσκομαι. Η μητέρα μου βήχει ξαφνικά τραβώντας μου την προσοχή και γονατίζω στο πλάι της παίρνοντας το κεφάλι της στα χέρια μου.




Ηλιάνα Κλεφτάκη