Το άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 8 - Μέρος 2ο) - Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε

ΚΟΛΑΣΗ
Προτού ανοίξουν τις πόρτες του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, ο Μιχαήλ στράφηκε προς την Αντέιρα λέγοντας :
«Ένα πράγμα να έχεις στο μυαλό σου, πως η Κόλαση είναι για τον καθένα διαφορετική. Ενσαρκώνει διαφορετικές εικόνες και ρόλους, ψευδαισθήσεις, που μπορούν να μετατραπούν σε βιώματα βασανιστικά. Έχε το νου σου σε ετοιμότητα και να θυμάσαι, πως όσο πιο φωτεινή είναι η ψυχή σου και οι σκέψεις σου, τόσο πιο μακριά διώχνεις το σκοτάδι» τελείωσε και η Αντέιρα, σχεδόν κράτησε την αναπνοή της. Οι πόρτες άνοιξαν και το χάος τους συστήθηκε.
Αφόρητη ζέστη και η μυρωδιά του θειαφιού, έκαναν επίθεση στα ρουθούνια τους. Η διαδρομή προς τα Τάρταρα, ξεκινούσε με έναν πέτρινο λαβύρινθο. Η Αντέιρα, η οποία γνώριζε πως φοβόταν το σκοτάδι, αδυνατούσε να δει σε ακτίνα μεγαλύτερη του ενός μέτρου. Γύρω της ξεπετάγονταν πέτρινα τείχη με ανάγλυφες επιγραφές στα λατινικά. Κοντοστάθηκε για λίγο να τις ψηλαφίσει, μα ο Αλάστορας την τράβηξε για να προχωρήσουν. Όσο πιο βαθιά έμπαιναν στον κολασμένο τόπο, τόσο περισσότερο τους τύλιγε το σκοτάδι, σαν να είχε υλική υπόσταση και να μπορούσε να τους βλάψει. Το οξυγόνο έμοιαζε να λιγοστεύει, ενώ από το βάθος ακούγονταν κραυγές.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Αντέιρα.
«Τα βασανιστήρια των ψυχών» απάντησε ο Μιχαήλ.
«Όμως, οι λυγμοί τους είναι τραγικοί, δεν αντέχω να τους ακούω. Ίσως να μπορούσαμε να τις βοηθήσουμε» συνέχισε η κοπέλα, η οποία τώρα άκουγε κλάματα, που όμως ήταν σαν να ανήκαν σε παιδιά. Με τα δυο της χέρια, έκλεισε τα αυτιά της και κάθισε στο πάτωμα. Βρίσκονταν μονάχα λίγα βήματα μακριά από την είσοδο και εκείνη είχε κιόλας επηρεαστεί.
Μπροστά της προέβαλε από το πουθενά, μία εικόνα που έμοιαζε με το πατρικό της σπίτι, στα χρόνια της παιδικής της ηλικίας. Η ίδια βρισκόταν στο εσωτερικό του σπιτιού και παρακολουθούσε την αδερφή της, που ήταν ξαπλωμένη στην αιώρα, με τον πατέρα της κοντά, να περιποιείται τον κήπο με ζήλο. Η μικρή φαινόταν ανέμελη , να παίζει με μία ξανθιά κούκλα, την αγαπημένη της. Η Αντέιρα κινήθηκε προς τα έξω πλησιάζοντας την μικρή, η οποία σταμάτησε το παιχνίδι της απότομα. Το σκηνικό γύρω της άλλαζε και ο κυανός ουρανός, έδωσε τη θέση του σε ένα αρρωστημένο χρώμα της άμμου. Ο κήπος του σπιτιού της, έδειχνε τώρα εγκαταλελειμμένος, ενώ η Αμέλια κοιτούσε την κούκλα της με τρόμο. Τα ξανθιά της μαλλιά, ήταν ανακατεμένα και τα χαρακτηριστικά της διαστρεβλωμένα. Η Αντέιρα την πέταξε μακριά, προς την μεριά του πατέρα της που εξακολουθούσε να είναι σκυμμένος και να ξεχορταριάζει τον κήπο, σαν να μην είχε αντιληφθεί την παρουσία των κοριτσιών ή την ξαφνική αλλαγή του περιβάλλοντος ολόγυρά του. «Μπαμπά;» του φώναξε απεγνωσμένα η Αντέιρα, μα μόλις γύρισε το κεφάλι του, άφησε να της ξεφύγει μία κραυγή. Τα μάτια του ήταν ολόλευκα και το χαμόγελό του σατανικό. Κινήθηκε με μένος, προς το μέρος των παιδιών και η Αντέιρα προσπάθησε να τραβήξει την μικρή της αδερφή μακριά, μα αυτό στάθηκε αδύνατο. Το πλάσμα της άρπαξε τα πόδια και εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να καλεί σε βοήθεια, τη στιγμή που ένα εκτυφλωτικό φως, έσβησε την εικόνα και το πρόσωπο του Μιχαήλ, βρέθηκε να την κοιτάζει θυμωμένα.
«Αντέιρα! Σύνελθε και όλο αυτό δεν είναι αληθινό. Σε προειδοποίησα για τις παραισθήσεις της Κόλασης. Στην περίπτωση που σου συμβεί ξανά, σκέψου κάτι όμορφο» της είπε ο Μιχαήλ.
«Εμένα για παράδειγμα» πετάχτηκε ο Αλάστορας.
«Είπα όμορφο, όχι την Κόλαση του Μποτιτσέλι συγκεντρωμένη σε ένα πρόσωπο» του απάντησε ο Μιχαήλ δυσανασχετώντας.
Η διαδρομή συνεχίστηκε, με την κατάβαση να γίνεται όλο και πιο απότομη, μέχρι τη στιγμή που μπροστά τους, φάνηκε μία πέτρινη καμάρα. Στάθηκαν για λίγο εκεί, καθώς το θέαμα που ξεπηδούσε μέσα από τους πιο σκιερούς εφιάλτες, ήταν εκθαμβωτικά απόκοσμο. Στο βάθος, σε κάτι που έμοιαζε με το ουράνιο στερέωμα της αβύσσου, κρεμόταν μία πύρινη σφαίρα πνιγμένη μέσα στην ομίχλη και το αιωρούμενο θειάφι. Το φως της, δεν είχε σε καμία περίπτωση τη λάμψη του ήλιου. Ήταν σχετικά αδύναμο και αρρωστιάρικο, μεγαλώνοντας απλώς τις σκιές που σέρνονταν στα έγκατα του κόσμου. Σκιές θλιβερές, μοναχικές και καμπουριαστές, ποτισμένες με ντροπή και κατάρα που βάραινε τις πλάτες τους.
«Ποια είναι αυτά τα πλάσματα;» ψιθύρισε η Αντέιρα, καθώς κοιτούσε τις μορφές που έμοιαζαν με μία μακρινή απεικόνιση του ανθρώπινου είδους.
«Αυτές είναι οι ψυχές των ανθρώπων, που διέπραξαν ασυγχώρητες αμαρτίες κατά την διάρκεια της ζωής τους. Ο λόγος που περπατούν αργά και σκυφτά, είναι γιατί ζουν η καθεμία τον δικό της εφιάλτη, μία επίπλαστη πραγματικότητα, ανάλογα με το αμάρτημα» απάντησε ο Αλάστορας και συνέχισε «Μπορούμε να κινηθούμε ανάμεσά τους, δεν θα μας αντιληφθούν ούτως ή άλλως»
Οι δαίμονες, ή αλλιώς οι έκπτωτοι άγγελοι, βρίσκονταν ένα επίπεδο κάτω από τις ψυχές. Οι τρείς τους συνέχισαν να προχωρούν, με τον φρικιαστικό ήλιο να ρίχνει από πάνω τους το ζοφερό του φως. Ακόμη μία καμάρα φάνηκε να ξεπροβάλλει, χωρίζοντας το επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν με το επόμενο.
«Προχώρα! Μην κωλυσιεργείς!» ακούστηκε μία βαθιά φωνή.
Οι τρεις τους έσκυψαν ελαφρώς, ενώ ο Μιχαήλ, έσβησε το αμυδρό φως που εξέπεμπε το σώμα του. Στον πέτρινο διάδρομο μπροστά τους, φάνηκε ένα υπερμεγέθες και απόκοσμο πλάσμα, μεταξύ δράκοντα, ανθρώπου και παραμορφωμένου αγγέλου. Στα χέρια του, βαστούσε κατά πώς φάνηκε, μία γυναίκα που σφάδαζε και χτυπιόταν ανελέητα. Η Αντέιρα κουνήθηκε ελαφρώς από την θέση της, προκειμένου να κατορθώσει να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της, όταν άκουσε τον Μιχαήλ να σιγομουρμουρίζει ένα «γαμώτο».
«Τι συμβαίνει Μιχαήλ;» τον ρώτησε αναστατωμένη. «Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» συνέχισε τις απανωτές ερωτήσεις και οι άλλοι δύο αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Η Κάϊλα» ξεστόμισε ο Αλάστορας και η Αντέιρα έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της για να μην ουρλιάξει.
«Τι με κοιτάτε; Κουνηθείτε και πρέπει να την σώσουμε» ξεκίνησε να λέει η κοπέλα, έχοντας ένα τρέμουλο στη φωνή της, το οποίο από στιγμή σε στιγμή θα μετατρεπόταν σε λυγμό.
«Λυπάμαι Αντέιρα, αλλά προέχει να παραδοθεί το σπαθί στον προορισμό του.Σου υπόσχομαι όμως, πως όταν αυτό γίνει θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να την βγάλουμε από εδώ μέσα» της απάντησε καθησυχαστικά ο Μιχαήλ και οι τρείς τους διέσχισαν τον διάδρομο που οδηγούσε στις αίθουσες των αρχηγών, τρέχοντας και κόβοντας δρόμο, μέχρι που η τελευταία και πιο απόκοσμη καμάρα τους καλωσόρισε. Πάνω της, ήταν σμιλευμένα, τα κεφάλια των τεσσάρων δυνατότερων, δαιμονικών υπάρξεων, ενώ η μορφή του Εωσφόρου, βρισκόταν στην κορυφή της. Η Αντέιρα έμεινε να κοιτάζει την όψη του, χαραγμένη στο μαύρο μάρμαρο. Τότε, ένιωσε την πραγματικότητα να την εγκαταλείπει εκ νέου και την ίδια να βρίσκεται σε έναν τόπο, που παρά την αστείρευτη ομορφιά του, έδειχνε ταραγμένος, σαν να περίμενε ένα μεγάλο γεγονός να λάβει χώρα.
Πάνω από το κεφάλι της, το ουράνιο στερέωμα έμοιαζε ανταριασμένο, καθώς μαύρα σύννεφα έσμιγαν επικίνδυνα μεταξύ τους. Εκείνη γυρνούσε το βλέμμα της ολόγυρα, μέχρι που σταμάτησε στη θωριά ενός γιγάντιου Αγγέλου. Ημίγυμνου, με ένα φωτεινό φωτοστέφανο να κοσμεί το κεφάλι του και δύο τεράστια, λευκά φτερά να ξεπροβάλλουν από την πλάτη του περήφανα. Τα χέρια του τα έσφιγγε μανιασμένα σε μπουνιές και τα υπέροχα, κυανά του μάτια έμοιαζαν ποτισμένα με μίσος. Ακριβώς απέναντι από τον πανέμορφο άγγελο, εμφανίστηκε ένας άλλος που του έμοιαζε. Υπέροχα, καστανά μαλλιά ξεχύνονταν στην πλάτη του και το ίδιο κυανό φωτοστέφανο κοσμούσε την κεφαλή του. Οι δυό τους αλληλοκοιτάζονταν με θυμό και η καρδιά της Αντέιρα βούλιαξε στην θλίψη, καθώς οι δύο άγγελοι της ήταν γνωστοί. Στην μία πλευρά στεκόταν ο Αρχιστράτηγος του ουρανού, Μιχαήλ και στην άλλη, ο Αρχάγγελος Εωσφόρος, όπως ήταν τότε γνωστός πριν από την πτώση του. Οι δυό τους ξεκίνησαν να λογομαχούν έντονα, με τον Εωσφόρο να ουρλιάζει πως αδικήθηκε με το να παραμένει ένας απλός δούλος του Θεού και τον Μιχαήλ, να παλεύει να τον συνετίσει δίχως αποτέλεσμα. Γύρω από τους δύο μονομάχους, φάνηκαν στρατιές Αγγέλων, οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, υποστηρίζοντας ο καθένας τον δικό του αρχηγό.
Ο Μιχαήλ οργισμένος, πρόταξε ένα δόρυ και ο Εωσφόρος ανταποκρίθηκε κραδαίνοντας ένα σπαθί. Το σπαθί που τώρα κουβαλούσαν στα Τάρταρα. Οι δύο Αρχάγγελοι ξεκίνησαν να πολεμούν, ενώ γύρω τους χόρευαν επικίνδυνα οι βροντές και οι κεραυνοί. Η Αντέιρα έστεκε μουσκεμένη, να παρακολουθεί το θλιβερό θέαμα των δύο πανέμορφων πλασμάτων, να πολεμούν λυσσασμένα. Η μάχη θα συνεχιζόταν αιώνια, αν ένας κεραυνός δεν χτυπούσε το σώμα του Εωσφόρου και μία φοβερή φωνή δεν ακουγόταν, σχεδόν μέσα στην ίδια της την ψυχή.
«Με πρόδωσες, όπως πρόδωσες και τα αδέρφια σου, προκαλώντας δυσαρμονία στην αγκαλιά του Παραδείσου. Τον θρόνο σου θέλησες να ανυψώσεις πιο πάνω και από τον ουρανό, πιο πάνω και από εμένα, έχοντας υποκλιθεί στην αλαζονεία της καρδιάς σου. Η πόρτα όμως της χαράς και της αιώνιας δόξας στο πλάι μου, θα κλείσει για πάντα και εσύ στα Τάρταρα θα σέρνεσαι, μαζί με τους ακολούθους σου» είπε η φωνή και ο φοβερός Αρχάγγελος καμπούριασε πληγωμένα. Η Αντέιρα στη θέα του πόνου που εξέφραζαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, έτρεξε προς την μεριά του, μα ευθύς κατάλαβε πως ήταν απλώς ένα όραμα. Ο Αρχάγγελος συνέχισε να σφαδάζει και ταυτόχρονα να καλεί να τον ακολουθήσουν όσοι πίστευαν σε εκείνον και επιζητούσαν μελλοντική δικαίωση. Αφήνοντας το σώμα του να καταρρεύσει στο κενό, πήρε μαζί του και μία στρατιά αγγέλων, οι οποίοι έπεφταν κατά εκατοντάδες, όπως οι σταγόνες της βροχής. Ο Μιχαήλ φάνηκε σαστισμένος, εξαιτίας αυτής της συμφοράς και ξεκίνησε να ουρλιάζει την περιβόητη φράση «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού». Και οι ουρανοί σκίστηκαν στα δύο και η πλάση όλη θρήνησε τον αιώνιο χαμό του πρώτου και πιο αγαπημένου παιδιού του Θεού. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της κοπέλας, η οποία ευθύς θυμήθηκε τα λόγια του φύλακά της. Στο μυαλό της ξεπήδησαν όμορφες σκέψεις, χτίζοντας έναν δικό τους Παράδεισο μέσα στη σκοτεινιά της Κολάσεως, κάνοντας το φριχτό όραμα της Πτώσης να υποχωρήσει. Το πρόσωπο του Μιχαήλ στο παρόν φάνηκε ξανά μπροστά της.
«Τι ήταν αυτό που είδες;» την ρώτησε ταραγμένος.
«Την πιο φοβερή αγγελική πτώση, που διαδραματίστηκε ποτέ» του απάντησε θλιμμένα.
ΜΑΪΑΜΙ


Το μοναδικό φως που αυτή τη στιγμή φώτιζε τον μικροσκοπικό χώρο, ήταν μία λάμπα που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κρεβάτι της. Η Αμέλια κοιτούσε με αγωνία το κινητό της, καθώς η αδερφή της δεν είχε δώσει κανένα απολύτως σημαδι ζωής, καμία ανταπόκριση. Προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της, πως όλα τα άσχημα σημάδια ήταν εντελώς τυχαία, πήρε στα χέρια της την πετσέτα της και κατευθύνθηκε στα κοινόχρηστα μπάνια του ορόφου της. Με τους περισσότερους φοιτητές να κοιμούνται, θα απολάμβανε τουλάχιστον ένα ήρεμο, αν και ολιγόλεπτο ντους.
Το αρρωστιάρικο φως των λουτρών, άνοιξε με δυσκολία τρεμοπαίζοντας. Η Αμέλια κοίταξε για λίγο τον εαυτό της, μέσα από τον καθρέπτη των νιπτήρων, απλά για να διαπιστώσει, πως οι μαύροι κύκλοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα κάτω από τα μάτια της. «Χρειάζομαι ύπνο» σκέφτηκε, μα την στιγμή που ήταν έτοιμη να πάρει το βλέμμα της από το κάτοπτρο,μία αχνή σκιά φάνηκε να διασχίζει τον χώρο πίσω της. Γύρισε έντρομη το βλέμμα της, μα η ησυχία και η ακινησία είχαν εκ νέου επιστρέψει. «Για όλα φταίνε τα ξενύχτια και η εξεταστική» προσπάθησε να αυτοκαθησυχαστεί και με μία δρασκελιά, μπήκε στο ντους και άφησε να κυλήσει πάνω της το ζεστό νερό, κλείνοντας τα μάτια της. Μολαταύτα, τη στιγμή που τα άνοιξε ξανά, μία δυνατή κραυγή ξέφυγε από μέσα της. Τη θέση του ζεστού νερού που κυλούσε λίγο πριν στο κορμί της, είχε τώρα πάρει το καθαρό αίμα.
Πνιγμένη στην παραζάλη του αποκρουστικού θεάματος, πετάχτηκε έξω, ενώ το σκηνικό γύρω της θύμιζε ταινία τρόμου για γερά νεύρα. Η σκιά φάνηκε εκ νέου να περνά μέσα από τον καθρέπτη και η Αμέλια λαχανιασμένη, ντύθηκε γρήγορα, προσπαθώντας να σκουπίσει άτσαλα τα αίματα που κοσμούσαν το ξεθωριασμένο πάτωμα. Εν συνεχεία, έτρεξε στο δωμάτιό της, προσπαθώντας να θυμηθεί σε ποιόν όροφο έμενε το παράξενο αγόρι του αναγνωστηρίου, που άκουγε στο όνομα Μπράντον, καθώς τώρα φάνταζε ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας της. Φορώντας ένα ζευγάρι παλιές σαγιονάρες, βγήκε στον διάδρομο κινούμενη νευρικά προς τις σκάλες, με προορισμό το δωμάτιο με τον αριθμό τριάντα τρία. Φτάνοντας, του χτύπησε πολλές φορές την πόρτα, ευχόμενη να είναι μέσα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, εκείνη υποχώρησε και στο κατώφλι φάνηκε ένας Μπράντον αναμαλλιασμένος από τον ύπνο. Η Αμέλια έπεσε στην αγκαλιά του, αιφνιδιάζοντάς τον με την κίνησή της, ενώ ρυάκια δακρύων αυλάκωναν το πρόσωπό της.
«Τι σου συμβαίνει; Πες μου» την προέτρεψε το αγόρι ευγενικά, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.
«Νομίζω πως κάποιος θέλει να μου κάνει κακό. Κάποιος που δεν είναι…ανθρωπος» συνέχισε εκείνη με τρεμάμενη φωνή. «Τον βλέπω μέσα από τους καθρέπτες, σαν μία θολή σκιά. Το νερό έγινε ξαφνικά αίμα καθώς έκανα μπάνιο» συνέχισε μέσα από αναφιλητά.
«Σου δημιουργεί οράματα για να σε τρελάνει. Το αίμα δεν ήταν αληθινό, αλλά αποκύημα μίας φαντασίας, που ο ίδιος είχε βάλει στο μυαλό σου» απάντησε ήρεμα το αγόρι.
«Εσύ, πώς τα ξέρεις όλα αυτά; Και επίσης, ποιος είναι αυτός που με στοιχειώνει;» τον ρώτησε η κοπέλα.
« Αυτό δυστυχώς δεν το γνωρίζω, όσο για τα συμπτώματα, είχα ακριβώς τα ίδια γιατί ήμουν ιδιαίτερος. Αντιλαμβανόμουν και ακόμη αντιλαμβάνομαι πράγματα, που oι άλλοι δεν μπορούν και εξαιτίας αυτού, είχα γίνει στόχος. Ωστόσο, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να σε κυνηγά εσένα τόσο έντονα. Υπάρχει κάτι που μπορείς να θυμηθείς, ώστε να μας βοηθήσει να βρούμε το γιατί;» ρώτησε το αγόρι, μα η Αμέλια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Το μόνο που γνωρίζω, είναι πως η αδερφή μου δεν απαντά στα τηλέφωνα από εχθές. Επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, δούλευε μαζί με έναν λογιστή που διέθετε ένα πολύ παράξενο επίθετο. Τον έλεγαν Λύαμ Χελ και ήταν τόσο χαρισματικός, που τελείωνε τη δουλειά του στις τρείς ώρες, πράγμα…»
«Απίθανο για τα ανθρώπινα δεδομένα» την συμπλήρωσε ο Μπράντον. «Όσο διάνοια και αν είναι ένας λογιστής, με τέτοιο φόρτο εργασίας, πιθανότατα θα τελείωνε στις πέντε ώρες»
«Επομένως θεωρείς πως ο Λύαμ, δεν ήταν άνθρωπος;» συνέχισε η Αμέλια.
«Αν κρίνω από το φανταχτερό του επίθετο, μάλλον για κάτοικο του κάτω κόσμου τον κόβω» της απάντησε ο Μπράντον και εκείνη ανατρίχιασε.
Όλο αυτό, έμοιαζε με ζωντανό εφιάλτη και η ίδια αδυνατούσε να δεχτεί την ύπαρξη αυτών των πλασμάτων. Ήταν αδιανόητο.
«Αν σήμερα τον δω στον ύπνο μου πάλι, τι να κάνω;» πρόφερε ξεροκαταπίνοντας.
«Προσπάθησε να μάθεις ποιος είναι και έλα να με συναντήσεις στη βιβλιοθήκη κατά τις οχτώ το απόγευμα που θα έχει ησυχία» τελείωσε και η κοπέλα τον καληνύχτισε.
Με βήμα ασταθές, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Το κλειδί έτρεμε στα χέρια της, ενώ άνοιξε την πόρτα με δυσκολία, για να αντικρύσει το χάος. Τα πράγματά της ήταν ανακατεμένα και πεταμένα σε στοίβες. Εκείνη έκατσε στο κρεβάτι της, βυθισμένη στην απόγνωση και κλοτσώντας ταυτόχρονα με μανία, ό,τι έβρισκε γύρω της. «Γιατί; Τι σου έκανα;» φώναξε και έγειρε στο πλάϊ, για να αποκοιμηθεί λίγα λεπτά αργότερα.


«Βρέθηκε ξανά σε εκείνο το αποκρουστικό μέρος. Οι σκιές χόρευαν γύρω της ρυθμικά, χορούς σκοτεινούς και εκείνη κατευθυνόταν πάλι μέσα από το φιδογυριστό μονοπάτι, σε εκείνη την αίθουσα. Ωστόσο, αυτή τη φορά είχε έρθει αποφασισμένη να πάρει απαντήσεις και να δει επιτέλους το αποκρουστικό πρόσωπο του δαίμονα που την κυνηγούσε. Η ενέργεια την έλκυε σαν μαγνήτης και η Αμέλια είχε αφεθεί πλήρως. Η στιγμή ζύγωνε επικίνδυνα και στο βάθος, φάνηκε η απόκοσμη αίθουσα με τους τέσσερις πέτρινους θρόνους. Από στιγμή σε στιγμή, θα έκανε την εμφάνισή του και το πλάσμα. Τα βήματά της συνεχίστηκαν, οδηγώντας την στο κέντρο της αίθουσας, με το γιγαντόσωμο πλάσμα να παραμένει άφαντο. Άξαφνα, ένιωσε έναν οξύ πόνο στην πλάτη και ένα απόκοσμο γέλιο να αντηχεί ολόγυρά της. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκε ξανά στο δωμάτιό της».


Τινάχτηκε ιδρωμένη και ανακάθισε στο κρεβάτι της. Το πλάσμα έπαιζε μαζί της και εκείνη είχε γίνει θύμα του εμπαιγμού του. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ρολόι, αποφάσισε να ξεκινήσει διάβασμα, παίρνοντας ταυτόχρονα μία φωτογραφία της αδερφής της αγκαλιά. «Εύχομαι τουλάχιστον να είσαι καλά. Μου λείπεις και σε αγαπώ πολύ» ψιθύρισε, αφήνοντας ένα τελευταίο δάκρυ να κυλήσει.
Η ώρα ήταν εφτά και μισή και η Αμέλια ντύθηκε σαν σίφουνας, για να κατευθυνθεί προς το αναγνωστήριο. Απόψε θα έβρισκε όλες τις απαντήσεις που ζητούσε, ο κόσμος να χαλούσε. Δεν άντεχε άλλο αυτό το βασανιστήριο. Το βήμα της καθώς πλησίαζε, γινόταν όλο και ταχύτερο, όταν άξαφνα παρατήρησε πλήθος κόσμου, αποτελούμενου από φοιτητές και καθηγητές να πηγαινοέρχονται νευρικά, ενώ άλλοι έκλαιγαν και φώναζαν. Η Αμέλια πέρασε ανάμεσα από το συγκεντρωμένο πλήθος, προκειμένου να διαπιστώσει αυτό που φοβόταν εδώ και μερικά δευτερόλεπτα, αντικρύζοντας όλη αυτή την αναταραχή. Μέσα στο αναγνωστήριο και συγκεκριμένα στο θεολογικό τμήμα, κειτόταν αιμόφυρτος και άγρια στραγγαλισμένος, ο Μπράντον. Μώλωπες στόλιζαν το χλωμό του δέρμα και τα άψυχα μάτια του, δήλωναν το σοκ που είχε προηγηθεί. Η Αμέλια έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα, για να μην καταλήξει να αδειάσει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού της. Ζαλισμένη υποχώρησε, ακούγοντας γύρω της φωνές, πως δεν βρέθηκε κανένα ίχνος DNA ή δαχτυλικών αποτυπωμάτων, που να υποδεικνύουν τον δολοφόνο, ρίχνοντας φως στην υπόθεση. «Φυσικά» σκέφτηκε «αφού εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με άνθρωπο» τελείωσε την σκέψη και ανασκουμπώθηκε. Θα τον αντιμετώπιζε, θα αντιμετώπιζε όλη αυτή την τρέλα και ας αντέκειτο στην λογική της.
Τρέχοντας σχεδόν και ασθμαίνοντας, πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο δωμάτιό της. Με αποφασιστικότητα, άνοιξε την πόρτα και ταυτόχρονα, πάτησε τον διακόπτη της μικρής λάμπας, η οποία φαινόταν να μην υπακούει. «Τι στο καλό; Ώρα που βρήκε να μας αφήσει και αυτή» σκέφτηκε η κοπέλα, όταν άκουσε έναν απότομο γδούπο και είδε την πόρτα να κλείνει με φόρα πίσω της. Ένιωσε μία αύρα, μία σατανική αύρα να καιροφυλακτεί στο σκοτάδι. Ο ήχος από σιγανό σούρσιμο, γινόταν όλο και πιο έντονος πλησιάζοντάς την απειλητικά. Το σώμα της άρχισε να ιδρώνει, εξαιτίας του φόβου και της αγωνίας, ενώ μία καυτή και βρωμερή ανάσα, την έκανε να μορφάσει αηδιασμένη.
«Ποιος είσαι; Φανερώσου επιτέλους! Είμαι άοπλη και είμαι απλά μία κοπέλα, απέναντι σε ένα φρικιό! Δεν μπορώ να σου κάνω κακό, αν και πολύ θα το ήθελα, επομένως αφού πρόκειται να πεθάνω σαν το σκυλί στο αμπέλι, τουλάχιστον θα ήθελα να αντικρύσω το πρόσωπο του δολοφόνου μου» τελείωσε, παλεύοντας να μην φανεί λιπόψυχη.
Ένα ξέσαρκο χέρι, χάιδεψε τον λαιμό της στο σκοτάδι και ένα σατανικό γέλιο πλημμύρισε τον χώρο. Η μικρή λάμπα ανέκτησε το φως της, για να δώσει μορφή σε αυτό που στεκόταν μπροστά της και το οποίο αδυνατούσε να περιγράψει με λέξεις. Ένα μυώδες πλάσμα, με λιπόσαρκα χέρια που κατέληγαν σε γαμψά νύχια, με πρόσωπο σε τέτοιο βαθμό παραμορφωμένο, που αν μπορούσε να το χαρακτηρίσει, θα ανέφερε μονάχα μία λέξη. Την λέξη Κόλαση. Τα μάτια του, έμοιαζαν με τις μαύρες τρύπες του χάους, δίχως χρώμα, δίχως ζωντάνια και φυσικά δίχως συναίσθημα.
«Καλησπέρα Αμέλια, το όνομά μου είναι Ασμοδαίος και ειλικρινά νιώθω γοητευμένος από την ομορφιά σου» πρόφερε μειλίχια.
«Εγώ πάλι νιώθω αηδιασμένη από τη θωριά σου!Τι είναι πάλι αυτό το Ασμοδαίο;Μία καινούργια ονομασία για τον Εωσφόρο; Έλεος πια!Με πόσα διαφορετικά ονόματα αποκαλείσαι;» ρώτησε εκείνη θυμωμένη και ο Ασμοδαίος γέλασε στριγκά.
«Δεν είμαι ο χλιαρός αδερφός μου, αγαπούλα μου. Δεν είμαι ο Εωσφόρος, αλλά ο ισχυρότερος από τους τέσσερις Πρίγκιπες της Κολάσεως» μούγκρισε το πλάσμα και η Αμέλια τον κοίταξε με ειρωνία.
«Τότε, συγχώρεσέ με που δεν υποκλίθηκα στην μεγαλειότητά σου, αλλά έχω πάθει λουμπάγκο, οπότε μία άλλη φορά» του έφτυσε με μίσος η Αμέλια και ο Ασμοδαίος προέταξε το χέρι του και την άρπαξε από τον λαιμό.
«Με ειρωνεύεσαι θνητό μίασμα; Ο Πατέρας, σας έκανε τόσο ευάλωτους, τόσο απαλούς και τρωτούς, που με μία κίνηση σπάνε τα κόκκαλά σας, τόσο….ανθρώπους» είπε ο δαίμονας και γέλασε ηχηρά.
«Τον Θεό να μην τον πιάνεις στο στόμα σου» του είπε εκείνη και ο Ασμοδαίος, άξαφνα σοβάρεψε και την πέταξε με φόρα στον τοίχο.
Ένιωσε τα οστά της πλάτης της να διαμαρτύρονται, εξαιτίας της απότομης σύγκρουσης με το τσιμέντο, αλλά το πλάσμα την άρπαξε ξανά.
«Δυστυχώς για εσένα, δεν ήρθα για να σε σκοτώσω. Όχι ακόμη δηλαδή. Ήρθα για να σε πάρω και να πάμε ένα ταξιδάκι στα έγκατα της γης. Εκεί που βρίσκεται και η αδερφούλα σου» σύριξε και η Αμέλια πάγωσε. «Η καημένη νομίζει πως δεν την έχω αντιληφθεί, ωστόσο η μυρωδιά της ανθρώπινης σάρκας, δεν περνά ποτέ απαρατήρητη. Μολαταύτα, δεν είναι μόνη της. Έχει αυτόν τον Άγγελο μαζί της. Το καλύτερο και το πιο υπάκουο πιόνι του Πατέρα, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ» μούγκρισε και η Αμέλια φωτίστηκε από θαυμασμό.
«Και τι κάνει εκεί κάτω;» τον ρώτησε, μα η φωνή της κόπηκε, καθώς η λαβή του δαίμονα έκλεισε πιο σφιχτά γύρω από τον λαιμό της.
«Παρά το γεγονός πως δεν απαντώ ποτέ σε ερωτήσεις, θα σου πω μονάχα αυτό, πως η αδερφή σου είναι αθεράπευτα ερωτευμένη με τον Εωσφόρο. Τον μεγάλο αδερφό όλων. Ωστόσο, εκείνος την εγκατέλειψε και η καρδούλα της ράγισε σε πολλά και μικρά κομματάκια» συνέχισε ειρωνικά.
«Ο Λύαμ Χελ» σκέφτηκε αμέσως η Αμέλια. «Τώρα εξηγούνται όλα, καημένη Αντέιρα. Πού είχε μπλέξει;» μονολόγησε, μα ένα γερό σκούντημα, την επανέφερε στο εφιαλτικό εδώ και τώρα.
«Τέρμα οι ερωτήσεις και οι κουβέντες» κατέληξε ο Ασμοδαίος και κλείνοντας της γερά το στόμα, άνοιξε το μικροσκοπικό παράθυρο και ξεχύθηκαν στην αγκαλιά του ερέβους.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη