Μεγάλη ζημιά του κάνανε στα αλήθεια του Ρωμανού τα κάλλη της Αναστασίας. Αυτός, που μέχρι πρότινος έκανε σαν το κοκοράκι με τις γυναίκες, τώρα καιγότανε διαρκώς για χάρη μιας μονάχα, κι όλα τ’ άλλα αργυρώνητα θελκτικά κορμιά που είχε αγκαλιάσει του φαίνονταν πια αποκρουστικά, χυδαία μπρος σ’ αυτό της Λάκαινας παρθένας, που άξιζε όλα τα χρήματα του κόσμου – ή μάλλον όχι, τέτοια ομορφιά ήτανε πάνω από κάθε χρήμα…
«Ο Νικόλαος Χαλκούτζης, ο αδελφός του τουρμάρχη[1] Νικήτα Χαλκούτζη, δίνει απόψε συμπόσιο στον οίκο του» είπε ο Μηνάς, καθώς γυμνάζονταν μια μέρα οι τρεις τους στους κήπους του Μεγάλου Παλατιού. «Θα καλέσει, έμαθα, πολλούς άρχοντες, τις πιο διαλεχτές εταίρες κι αυλητρίδες, και αρχοντόπουλα της ηλικίας μας» πρόσθεσε, χαμογελώντας πονηρά προς τον Ρωμανό, διότι είχε από καιρό αντιληφθεί ότι ο νεαρός διάδοχος είχε θαυμαστές και στο ίδιον φύλο. «Τι λέτε, πάμε;»
«Να πάτε μόνοι σας» του απάντησε αμέσως άκεφα ο Ρωμανός, νύσσοντας άσκοπα τη νευρή του τόξου του. «Εγώ δεν έχω όρεξη…»
«Πάλι δεν έχεις όρεξη;» τον κοίταξε ο Μηνάς απορημένος, σηκώνοντας το φρύδι του. «Τι έπαθες ξαφνικά; Εσύ πετούσες τη σκούφια σου για τέτοια!»
«Είπα κι ελάλησα, Μηνά! Παράτα με!» αντέκοψε σκασμένος, και μες στη φούρκα του έπιασε ένα βέλος και το έριξε πενήντα μέτρα μακριά.
«Καλά, καλά, μη θυμώνεις» σχολίασε ο φίλος του. «Καμιά γυναίκα θα σου ’χει αρνηθεί εσένα, το μαντεύω, κι είσαι σαν λέων βρυχώμενος… Ο έρωτας με έρωτα περνάει όμως, αδελφέ, να ξέρεις!»
Γύρισε το κεφάλι αλλού ο Ρωμανός, δε μίλησε. Η αύρα του Βοσπόρου, προαναγγελία φθινοπωριάτικη, έφτασε στην παρειά του χάδι και την εισέπνευσε, για να τη βγάλει ύστερα στενάζοντας βαθιά. Ο δικός του ο έρωτας πώς θα περνούσε άραγε, που εκείνος ήταν πρίγκιπας κι εκείνη καπηλίδα; Και σε ποιον να το ξομολογηθεί; Στον Μηνά, ούτε λόγος… Στις αδελφές, στη μάνα; Με τίποτα! Μήπως στον πατέρα; Μα και τούτου φοβόταν βέβαια την αντίδραση… Ω, κανείς δεν ήταν ικανός να τον ακούσει, κανείς δε θα μπορούσε να τον καταλάβει! Ανυπεράσπιστος και μόνος γινόταν παρανάλωμα του πόθου του, και δεν του τον ξεθύμαινε καμιά περιστασιακή αγκάλη, κανένα δυνατό πιοτό. Τις νύχτες έμενε πολλές φορές ξάγρυπνος, κι όταν πια το στρώμα του γινότανε μαρτύριο, σηκωνόταν κι έβγαινε νυχοπατώντας στους εξώστες. Έβλεπε τον Κεράτιο να παφλάζει ήρεμα τα νερά του, στραφτάλιζαν αυτά δεχόμενα το φως του φεγγαριού, άλλοτε περσότερο, άλλοτε λειψό, μα τα δικά του σωθικά τα έδερνε μόνιμη φουρτούνα. «Θα πάρω την απόφαση να μιλήσω του πατέρα… Κάποια επιχειρήματα θα βρω για να τον πείσω… Τη θέλω γυναίκα μου την Αναστασώ, Θεέ μου, δε βαστώ άλλο», έλεγε κάποτε στον εαυτό του, μα συνέχεια δείλιαζε. Κι έτσι διάβαιναν οι μέρες…
«Τι καλό έχουμε σήμερα, μητέρα;» ρώτησε την Ελένη η πριγκίπισσα Άννα, ένα μεσημέρι που η βασιλική οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από την τράπεζα για να αριστήσει. Το είχε συνήθεια ιερή και απαράβατη γαρ ο Κωνσταντίνος ένα τουλάχιστον γεύμα της ημέρας να το απολαμβάνει μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
«Οπτό δελφάκι[2], κόρη μου, κοπτά[3] μοσχαρίσια και λαγό κρασάτο, που έπιασε ο αδελφός σου στο κυνήγι» αποκρίθηκε η βασίλισσα χαμογελώντας στον μοναχογιό της. «Οι μάγειροί μας έβαλαν όλη τους την τέχνη πάλι, είμαι βέβαιη…»
«Μόνο λαγούς έπιασες, Ρωμανέ;» παρενέβη η Θεοδώρα. «Εσύ συνήθως γυρνούσες βαρυφορτωμένος από τη θήρα! Δεν πρόφταιναν να σφάζουν αγριόχοιρους και πέρδικες οι δούλοι, για να τα παραθέσει ο πατέρας στα επίσημα γεύματα και τα συμπόσια!»
«Ναι… δεν έχουμε πολλή τύχη τελευταία…» δικαιολογήθηκε αφηρημένα ο πρίγκιπας. Άντε να της εξηγούσε πώς όχι πλέον δε μπορούσε να αγρέψει όπως πριν, αλλά από κυνηγός είχε γίνει ο ίδιος θήραμα, πιασμένος στα δίχτυα μιας πεντάμορφης λαϊκής κοπέλας, μιας άλλης πέρδικας γραμμένης…
«Θα ανακάμψεις, γιε μου. Ακόμα κι οι καλύτεροι αθλητές χρειάζονται πού και πού ανάπαυλα» μίλησε τώρα ο πατέρας του, με ένα μειδίαμα όλο νόημα στο σοβαρό και ιλαρό του πρόσωπο ταυτόχρονα. «Ας κάνουμε όμως την προσευχή μας τώρα, να ευχαριστήσουμε τον Θεό για τα αγαθά που μας δίνει»
Στάθηκαν όλοι όρθιοι τριγύρω απ’ το μακρύ ελεφαντένιο και σκαλιστό με ανάγλυφα τραπέζι, το σκεπασμένο με βελούδινο τραπεζομάντηλο που απέληγε σε ωχροκίτρινα κρόσσια, με τα χέρια σταυρωμένα και τα κεφάλια ελαφρώς κλιτά, όπως ταίριαζε στην ιερότητα της στιγμής. Ο Κωνσταντίνος είπε το «Πάτερ ημών», το «Χριστέ ο Θεός ημών, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου…», και ύστερα με το νεύμα του καθίσανε μάνα, πατέρας και τα έξι τέκνα στα θρονιά τους. Έριξε ένα στοργικό βλέμμα πάνω τους ο Πορφυρογέννητος και καμάρωσε. Πέντε δροσερά κλωνάρια και ένα παλικάρι σαν το κυπαρίσσι, όλα τους ξεχωριστά και χαριτωμένα, που ’χανε μοιάσει πολύ σε κείνον και την αγαπημένη του συμβία. Η μεγαλύτερη πριγκίπισσα, η Ζωή, ήτανε τώρα είκοσι δύο χρόνων, ολάκερη καστανή σαν τον πατέρα της. Η Θεοδώρα, στα είκοσι αυτή, ξανθή σαν την Ελένη, όπως κι η μικρή δωδεκάχρονη Αγάθη κι ο Ρωμανός, ενώ η δεκαεννιάχρονη Θεοφανώ και η δεκατετράχρονη Άννα ήτανε πάλι καστανές. Όλες όμως είχαν κληρονομήσει τα σμαραγδένια μάτια της μητέρας τους, τα μάτια αυτά που φεγγοβολούσαν και κοίταζαν με αγάπη τον καθένα. Τα αγαπούσε όλα εξίσου και τα τιμούσε ο αυτοκράτορας· την Αγάθη, μάλιστα, παρά το νεαρότατο της ηλικίας της, ήδη είχε αρχίσει να της αναθέτει καθήκοντα γραφειοκρατικά, και να μηνύει στους σεκρέτες και τους άρχοντες τα παραγγέλματά του όταν εκείνος ασθενούσε. «Οι υιοί και αι θυγατέρες σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου», αυτά τα λόγια των Ψαλμών του έρχονταν στο μυαλό, και επιβεβαιώνονταν απόλυτα κοιτώντας τα…
Νίφτηκαν στα χρυσά χέρνιβα που τους είχαν φέρει, σπογγίστηκαν με τα απαλά μεταξωτά μάκτρα, κι έπειτα ήρθε ο επί της τραπέζης και τους παρέθεσε τα προδόρπια, αυγοτάραχο, κάππαρη, άσπρο μοσχοβολιστό ψωμί και τυριά, για να ακολουθήσει κατόπιν το κυρίως, με τα κρέατα τα εκλεκτά να κείτονται λαχταριστά μέσα σε μεγάλες, βαριές στρογγυλές πιατέλες.
«Μμμ! Φαίνονται τόσο ωραία όλα!» αναφώνησε η Άννα, κι η Αγάθη συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Γευτήκαν όλοι με πολλή όρεξη τα πλούσια φαγιά μες στα χρυσά κι εφυαλωμένα πιάτα, που θα ντρεπόσουν σήμερα να τα λερώσεις, κι όταν κόντευαν να τελειώσουν και να τους φέρουν το δούλκιον, το γλυκό, ο Κωνσταντίνος, πίνοντας πρώτα μια γουλιά κρασί από τον κύλικά του, ξερόβηξε, σημάδι πως είχε να πει κάτι σπουδαίο.
«Έχω να σας κάνω μια ανακοίνωση. Κυρίως αφορά τον Ρωμανό, δηλαδή» είπε και στράφηκε στο γιο του.
«Τι με αφορά, πατέρα;» απόρησε ο πρίγκιπας, που τόση ώρα λιβάνιζε τη μερίδα του, βάζοντας στο στόμα μονάχα μικρές ανόρεχτες μπουκιές με το περόνι του.
«Στα ονομαστήριά σου, Ρωμανέ, που εγγίζουν, σκοπεύω να διοργανώσω καλλιστεία, ώστε να προβείς στην εκλογή νύφης. Τι λες, δεν είναι πια καιρός;»
«Μικρός είμαι ακόμα, πατέρα, μόλις δεκαεπτά… Από τώρα παντρειές; Θέλω να ζήσω τη ζωή μου!»
«Εμένα τη μάνα σου στα δεκατέσσερα χρόνια μου μού την έδωσε ο συγχωρεμένος ο παππούς σου, κι αυτή ήταν μόλις εννέα» απάντησε ο Κωνσταντίνος, πιάνοντας για μια στιγμή το χέρι της Ελένης, που ρόδισαν τα λευκά της μάγουλα και χαμογέλασε μισοκρυφά, μισοφανερά, με κόσμια συστολή. «Κι όπως βλέπεις, μια χαρά την έζησα τη ζωή μου… Έχω φτάσει στο μεσοστράτι της κι ακόμα παραπέρα, και με περιβάλλουν έξι παιδιά μαλάματα και μια γυναίκα εξαίρετη! Τι άλλο να ζητήσει ένας συνετός άνδρας, παρά ευτεκνίας απόλαυση, όπως το λέει κι ο ιερός λόγος, κι έναν άξιο διάδοχο, αν τύχει να ’ναι και βασιλέας; Εγώ τα έχω όλα αυτά, κι εσύ το ίδιο πρέπει να επιδιώξεις, Ρωμανέ, παιδί μου, όσο είσαι ακόμα νέος και ακμαίος. Να νυμφευτείς νωρίς και να αποκτήσεις υιό, ή καλύτερα ακόμα, υιούς, που θα συνεχίσουν τη γενιά μας και θα λαμπρύνουνε τον θρόνο της Ρωμανίας…»
Ο Ρωμανός δε μίλησε, δεν άνοιξε το στόμα του για να αντιλέξει τίποτα. Γεύτηκε κάνα δυο τηγανιτούς πλακούντες μελωμένους μήπως πάει κάτω το φαρμάκι, όμως η κατήφεια στην ψυχή του δε γλύκαινε με τίποτα, ούτε απαλειφόταν.
«Είχες πει πως θα μ’ άφηνες να διαλέξω μόνος μου τη νύφη μου» παραπονέθηκε αργότερα στον Κωνσταντίνο. «Το υποσχέθηκες…»
«Μα μόνος σου θα τη διαλέξεις, γιε μου. Δε θα σε πιέσω εγώ ή η μητέρα σου να δώσεις το μήλο σε όποιο απ’ τα κορίτσια που θα παραστούν μπροστά σου κρίνεις πιο όμορφο και πιο κατάλληλο για γαμετή σου…»
«Ξέρεις τι εννοώ, πατέρα. Όταν λέω μόνος, εννοώ μόνος μου… Ενώ εσύ τώρα χειραγωγείς την επιλογή μου!»
Αναστέναξε μέσα του ο Κωνσταντίνος, καθώς είδε τον Ρωμανό να του γυρίζει τα νώτα και να φεύγει. Δε μπορούσε να τον αφήσει ξεχαλίνωτο να βρει κυριολεκτικά όποια γυναίκα ήθελε, έβλεπε κάποιες συναναστροφές του που δεν του άρεσαν καθόλου, και ως εκ τούτου υποψιαζόταν και ανησυχούσε σοβαρά μήπως του πάρει τα μυαλά καμιά ξεδιάντροπη του γλεντοκόπου εφήβου… Για αυτό φοβέρισε τον τραγόπαπα τον Χοιρινά και τον ανάγκασε να φορέσει το μοναχικό ράσο, για να προφυλάξει το παιδί του όσο ήταν ακόμα καιρός. Και τώρα που το προξενιό με την Εδβίγη, ανιψιά του ρήγα των Γερμανών Όθωνα, έδειχνε να ναυαγεί, η μόνη ασφαλής κι εγγυημένη λύση για να βρεθεί γρήγορα αντάξια σύζυγος, να νοικοκυρευτεί ο γιος του και να συμμαζευτεί, ήταν τα καλλιστεία, όπου θα συμμετείχαν οι πιο όμορφες, ευγενικές και σεμνές παρθένες της αυτοκρατορίας. Η Ελένη σίγουρα θα έκανε την πιο προσεγμένη επιλογή ανάμεσά τους, ώστε να δει ο Ρωμανός τις καλύτερες, και τότε πια ποιος λόγος θα υπήρχε να μη διαλέξει μία απ’ αυτές για να γίνει κόρη τους και η επόμενη αυγούστα;
Όπερ και εγένετο. Δώδεκα αρχοντοπούλες από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, δεκατριών με δεκαεπτά ετών, υπήρξαν οι τυχερές αυτής της διαλογής κατά πώς όριζε η τάξη, και ανήμερα της γιορτής του νεαρού πρίγκιπα, την πρώτη Οκτωβρίου, ήρθαν στο Παλάτι για τον διαγωνισμό. Καθόντουσαν στα σελλία που τους είχαν υποδείξει και ψιλοκουβέντιαζαν ζωηρά μεταξύ τους, ενθουσιασμένες και με πολύ τρακ ταυτόχρονα, όσο ξένες κι αν ήταν ανάμεσό τους πρωτύτερα, η κοινή αγωνία και προσμονή της στιγμής τις είχε προς το παρόν ενώσει. Ποια θα διάλεγε άραγε ο απαστράπτων ως ήλιος από ομορφιά, καθώς είχαν ακούσει τις κυράδες της Αυλής να λένε, διάδοχος, ποια να ήταν η τυχερή που θα γινόταν σύζυγός του και μελλοντική αυτοκράτειρα; «Αχ, μακάρι να ’μαι εγώ», η μύχια σκέψη ολωνών τους…
«Ο πολυχρονεμένος μας βασιλεύς, η αυγούστα και ο νεαρός συμβασιλέας!» χτύπησε ξαφνικά με δύναμη τα χέρια του ο αρμόδιος ευνούχος, και τα κορίτσια όπως ήταν δασκαλεμένα σηκώθηκαν μεμιάς και παρατάχθηκαν σε μια ευθεία γραμμή, ενώ στη μεγάλη αίθουσα εισερχόταν επιβλητικός ο Κωνσταντίνος με τη συνοδεία της Ελένης και τον Ρωμανό δίπλα τους, ντυμένο μπλε πλουμιστή δαλματική, έναν ελαφρύ μανδύα ριγμένο στους φαρδιούς του ώμους και στα πόδια του φανταχτερά τα κόκκινα τσαγγία, απρόθυμο εντελώς για αυτό που πήγαινε να κάνει, βαρύθυμο. Οι κοπέλες τον είδαν, σώπασαν κι έσκυψαν ταπεινά το κεφάλι τους, μα στα στήθια τους οι καρδιές φτεροκοπούσαν γρήγορα, οι πιο γοητευμένες πνίξανε κι έναν ονειροπόλο στεναγμό. Θεέ Μεγαλοδύναμε, στα αλήθεια είναι πάγκαλος ο γιος του βασιλιά μας!
«Ας αρχίσει η διαδικασία» έδωσε το παράγγελμα τελικά ο Κωνσταντίνος κοιτώντας τον Ρωμανό, κι η Ελένη του εγχείρισε το χρυσό μήλο και με μια μαλακή κίνηση τον προέτρεψε να προχωρήσει πιο μπροστά για να παρατηρήσει τα κορίτσια. Υπάκουσε εκείνος, αλλά τα μέσα του, νους και καρδιά, πυρωμένα από τη φωτιά του έρωτα, κόχλαζαν, αναδεύονταν, έτοιμα να εκραγούν, κι ένας βρόγχος δενόταν υπόκωφα γύρω από τον λαιμό του, κάνοντάς τον να ασφυκτιά. Δώδεκα ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν, μα αυτός ατένιζε στο κενό, δεν πρόσεχε και δεν έβλεπε καμιανής το πρόσωπο, παρά μονάχα της Αναστασώς τη θεϊκή μορφή, που όριζε κάθε ώρα και στιγμή τον λογισμό του…
«Λοιπόν, γιε μου; Αποφάσισες; Ποια διαλέγεις;» τον ρώτησε διακριτικά η Ελένη, καθώς συνέχιζε να παραμένει αμίλητος και άπραγος. Στράφηκε τότε ο πρίγκιπας προς τη μάνα του, φρεσκοβγαλμένος θαρρείς από ύπνωση, την κοίταξε μια δυο στιγμές αναποφάσιστα στα μάτια, και στο τέλος έριξε τη βόμβα:
«Καμία, μητέρα. Και δε χωρατεύω…»
Παγωμάρα έπεσε ξάφνου στην τεράστια αίθουσα, οι υποψήφιες κράτησαν έκπληκτες την ανάσα τους, προσπαθώντας να μαντέψουν μήπως δεν άκουσαν καλά. Τι είχε μόλις πει ο Ρωμανός;
«Γιε μου, τι λες;» του ψιθύρισε εξίσου σαστισμένη η βασίλισσα, πιάνοντας το χέρι του που δονείτο από την ένταση. «Τι είναι αυτό που λαλήσανε τα χείλη σου; Τούτες οι κόρες είναι εδώ για να γίνει μία απ’ αυτές η συνευνή σου…»
«Δε θέλω να πάρω καμιά τους για γυναίκα μου, μητέρα! Η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού!» ξέσπασε τώρα ο ερωτευμένος έφηβος, χωρίς να νοιάζεται πλέον για τους τύπους, τους κανόνες ευγενείας, για οτιδήποτε, κι η φωνή του αντήχησε πέφτοντας με ορμή πάνω στις μαρμάρινες κολόνες και τους τοίχους. «Απολύστε τες! Ο διαγωνισμός τελείωσε!» διέταξε έπειτα.
«Ρωμανέ… Στάσου, παιδί μου!» ψέλλισε μάταια το παρακάλι η Ελένη, με τις κοπέλες να έχουν γίνει κατακόκκινες από το σοκ και την προσβολή, μια δυο μάλιστα, οι πιο ευαίσθητες, βάλανε σιγανά τα κλάματα, και τον Κωνσταντίνο να έχει καταντροπιαστεί από τη συμπεριφορά του γιου του και να ’χει γίνει δέκα φορές πιο άσπρος απ’ όσο ήτανε εκ του φυσικού του. Ο Ρωμανός, όμως, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα, επέστρεψε στις χούφτες της μάνας του το χρυσό μήλο και αποχώρησε όσο πιο γοργά τον βάσταγαν τα σκέλια του, ποτήρι ολοπόρφυρο γιομάτο από τον πόθο, που είχε πλέον ξεχειλίσει και δεν ήταν μπορετό να τον συγκρατήσει, μήτε να τον δαμάσει…
Σούσουρο γίνηκε στην Αυλή με την έκβαση των καλλιστείων, και η απάντηση του διαδόχου όπως κυλούσε από στόμα σε στόμα όλο και πλούτιζε σε αποδοκιμαστικούς σχολιασμούς. «Τς τς τς… Ακούς εκεί, Ευδοξία μου, να πει ότι θέλει άλλη το κακομαθημένο! Εγώ, χρυσή μου, αν ήμουν η πολυχρονεμένη μας αυγούστα Ελένη, θα του τον είχα κόψει τον βήχα επιτόπου!» έλεγε με στόμφο μια πατρικία ζωστή, σύζυγος του στρατηγού του Θρακώου θέματος, που η μοναχοκόρη της μάλιστα θεωρείτο φαβορί. Και η Ευδοξία, η γυναίκα του πρωτοασηκρήτη, με την τσουχτερή γλωσσίτσα της συμπλήρωνε: «Σίγουρα επίτηδες το έκανε, φίλη μου Κοσμώ, και λέει ψέματα για να συνεχίσει να απολαμβάνει ανενόχλητος τα γλέντια, τα ξεφαντώματα και τις κοκότες… Τι θαρρείς, δεν τον έχω δει κι εγώ που είναι κώλος και βρακί – Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!- μ’ εκείνον τον Μηνά του λογοθέτη τάδε; Όλο αλιτήριους και έκφυλους συναναστρέφεται ο νεαρός συμβασιλέας… Κρίμα, κρίμα στον βασιλιά μας, τον λυπάμαι τον άμοιρο για τον υιό που έβγαλε…»
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Τέτοιο αλλόκοτο και αγενές φέρσιμο εκ μέρους του Ρωμανού, χώρια από σκανδαλώδες και ανεπίτρεπτο που ήταν, είχε ανακινήσει και τους φόβους που τον διακατείχαν, όταν αποφάσιζε να κάνει τον διαγωνισμό. Έτσι, μια μέρα, έπιασε το παλικάρι και με αυστηρό τόνο του ζήτησε εξηγήσεις:
«Γιε μου, τι συνέβη στα καλλιστεία; Ποιος ήταν ο λόγος που ντρόπιασες τόσες όμορφες και ευγενικές κοπέλες, το άνθος των παρθένων της Ρωμανίας που φέραμε για χάρη σου, και μαζί μ’ αυτές εμένα και τη μητέρα σου; Σε ρωτάω, και μη διανοηθείς να σιωπήσεις ή να μου γυρίσεις την πλάτη και να με αποπέμψεις, διότι θα υποστείς τιμωρία…»
Δίστασε λίγο ο Ρωμανός, έσκυψε κάπως το κεφάλι αμήχανα, μην ξέροντας τι να αποκριθεί, θέλοντας να γίνει αόρατος. Μα στη στιγμή, η γνώμη του άλλαξε. Δεν είχε ν’ απολογηθεί για τίποτα, τον είχε απλώς κυριεύσει ο έρωτας, ο παντοδύναμος τοξοβόλος θεός που υποτάσσει πάντοτε σχεδόν τα πεπληγμένα θύματά του, και αν ήθελε κοντά του την Αναστασώ για πάντα, έπρεπε τώρα να το διεκδικήσει…
«Λοιπόν; Σ’ ακούω» επανέλαβε ο Κωνσταντίνος, σταυρώνοντας τα μπράτσα μπρος στο στήθος του. Εκείνος τον κοίταξε στα μάτια, προστάζοντας τον εαυτό του να δείξει παρρησία.
«Πατέρα… Θυμάσαι εκείνο το ταξίδι που μ’ έστειλες το θέρος, το ταξίδι αυτό που εγώ ο ίδιος σου γύρεψα να πάω;»
«Ναι. Παρακάτω»
«Ε λοιπόν, στη Λακωνία, είδα μια κόρη που μου ’κλεψε την καρδιά, και που για χάρη της απέρριψα όλες τις άλλες που μου φέρατε και δεν καταδέχτηκα μήτε στο ελάχιστο να τις εξετάσω, γιατί καμιά δεν είναι τόσο ωραία όσο εκείνη!..»
«Ποια είναι λοιπόν αυτή η κόρη που σε θάμπωσε τόσο, και ποιο το όνομα κι η γενιά της;»
Πήρε μια ανάσα ο Ρωμανός. «Αναστασώ τη λένε, κι ο πατέρας της ο Κρατερός είναι ξενοδόχος και ταβερνιάρης. Στο πανδοχείο του στη Σπάρτη καταλύσαμε, κι εκεί τη γνώρισα κι εγώ και την αγάπησα…»
Γροθιά στο στομάχι και κεραμίδα μαζί στο κούτελο ένιωσε τα λόγια του γιου του ο αυτοκράτορας. Όλο το αίμα τού ανέβηκε στο κεφάλι, βάφοντας ως και τα γένια του κόκκινα, κι ένα τρέμουλο οργής πήρε να τον συνταράζει. Οι χειρότερες υποψίες του έβγαιναν αληθινές…
«Τι λες, αθεόφοβε κι αναιδέστατε; Σε πλάνεψε μια θυγατέρα καπήλου, μια πληβεία;»
«Δεν είμαι πλανεμένος, ούτε γητεμένος, σου μιλάω λογικά… Την αγαπώ και θέλω να την κάνω γυναίκα μου, αυτή την πληβεία!»
«Αυτό αποκλείεται!» άστραψε και βρόντηξε ο Πορφυρογέννητος. «Βγαλ’ το μια και καλή από το νου σου, Ρωμανέ! Γαμετή ρακένδυτη και απ’ τα χαμαιτυπεία δε θα λάβεις στον αιώνα εσύ, ο γιος του βασιλιά!»
«Εσύ κάποτε έλεγες πως θες να με βλέπεις ευτυχισμένο» ξεσπάθωσε με τη σειρά του ο πρίγκιπας. «Πως ό, τι θέλω εγώ θα ’ναι και δικό σου θέλημα! Πού πήγαν αυτές οι υποσχέσεις, πατέρα; Γιατί τις λησμόνησες;»
«Αν τα θελήματά σου είναι καλά! Το να θες όμως να νυμφευτείς μια… μια ταβερνιάρισσα, που δεν ξέρεις από πού κρατά η σκούφια της, αυτό είναι άνω ποταμών!»
«Εγώ αυτήν αγαπώ κι αυτή θα πάρω! Και μόνο έτσι θα είμαι ευτυχισμένος, με καμιά άλλη!»
«Δε θα την πάρεις, διάολε!» κοπάνησε το χέρι του ο Κωνσταντίνος, και σύγκαιρα ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό που βλαστήμησε.
«Θα το κάνω, πατέρα! Τέτοια ομορφιά αξίζει να φορέσει την πορφύρα!»
«Όσο ζω εγώ, δε θα το στεφανωθείς το ανάρμοστο αίσθημά σου, ούτε θα τη στέψεις πλάι σου αυγούστα! Κατάλαβες, νεαρέ; Εκτός αν θες να περιμένεις μέχρι να πεθάνω, για να μη δούνε τέτοια αισχύνη και οι δικοί μου οφθαλμοί…»
Τέτοια κι άλλα παρόμοια διαμείφθηκαν επανειλημμένα μεταξύ Ρωμανού και Κωνσταντίνου. Ακλόνητος και με πείσμονα εμμονή ο πρώτος στην επιθυμία του, ανυποχώρητος όμως κι αμετάθετος ο δεύτερος στην άρνησή του. Μα αφού ο πορφυρογέννητος γιος είδε κι απόειδε πως δε μπορούσε με τίποτα να μεταπείσει τον πατέρα του, εγκατέλειψε πια με απογοήτευση κάθε προσπάθεια, και στην καρδιά του άρχισε να μπαίνει το μαράζι. Του κάκου προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν οι κολλητοί του, του κάκου κι ο συνονόματός του πρωτεξάδελφος - ο Ρωμανός ο Μωσηλές, παιδί του Κωνσταντίνου Λεκαπηνού και κάμποσα χρόνια μεγαλύτερός του, που πάντα τον νοιαζόταν γιατί είχε και την αυτοκράτειρα θεία του Ελένη σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό- επιχειρούσε με λόγια να τον συνετίσει:
«Σύνελθε, ξάδελφε! Είναι δυνατόν να έχεις τέτοιο πάθος για μια κόρη του όχλου, να θλίβεσαι και να στεναχωριέσαι για χάρη της; Συμμορφώσου και άσε τον σεβαστό βασιλιά πατέρα σου να κάνει για σένα τη σοφότερη επιλογή συζύγου μεταξύ των νέων και ευγενέστερων δεσποινών του βασιλείου, όπως σου αρμόζει!»
«Παράτα μας κι εσύ, εξυπνάκια! Σάμπως ξέρεις τι πάει να πει έρωτας; Σε βόλεψε από μικρό ο παππούς μας με την Ευφροσύνη Κουρκούαινα[4] κι ησύχασες!» του πέταξε επιθετικά ο νεαρός πρίγκιπας.
«Δε σου επιτρέπω να πιάνεις στο στόμα σου την Ευφροσύνη!» αντέδρασε θιγμένος εκείνος. «Την πήρα με προξενιό, ναι, αλλά την αγαπώ γιατί είναι μια γυναίκα άξια, σεμνή και έντιμη, και πάνω απ’ όλα ευγενής και αμέμπτου ηθικής… Μάζεψε τα μυαλά σου λοιπόν και φρόντισε να κάνεις κι εσύ το ίδιο, ως πρίγκιπας και διάδοχος, και ξέχνα τα εφήμερα καρδιοχτύπια για τυχάρπαστες παρδαλές!»
«Η Αναστασώ δεν είναι παρδαλή! Είναι η ωραιότερη και πιο αγνή κοπέλα στον κόσμο, κι αν δεν την πάρω, θα σκοτωθώ!»
«Τι να σου πω, καημένε» ανασήκωσε τους ώμους ο Μωσηλές απηυδημένος. «Είσαι άξιος της μοίρας σου! Αλλά βέβαια, τι να περιμένει κανείς από έναν έφηβο που η μόνη του ευχαρίστηση είναι να κυνηγά και να γλεντοκοπάει στις επαύλεις των αρχόντων με θαυματοποιούς και γύναια, αντί να φροντίζει για το πώς θα γίνει σωστός ηγεμόνας…»
Έδωσε τόπο στην οργή ο Ρωμανός, δεν απάντησε στις αιχμηρές ειρωνείες του ξαδέλφου του. Άλλωστε τα ’χε κόψει όλα αυτά πλέον, χαρά και ηδονή καμιά δεν του προσέφεραν, ένιωθε κενός, δυστυχισμένος, και τη λύπη αυτή του την αύξανε η στάση του κύρη του. Ήτανε μέρες που αρνούνταν παντελώς να φάει, τριγυρνούσε άσκοπα στους φαρδιούς διαδρόμους σέρνοντας βαριά τα βήματά του, αμίλητος και σκυθρωπός, οι στεναγμοί του οι χαμηλοί διαπότιζαν πατώματα, ταβάνια και κολόνες, για να απομονωθεί ύστερα πάλι στο κουβούκλι του. Το πρόσωπό του χλόμιαζε, και στον ως τότε λαμπερό ουρανό των ματιών του στρογγυλοκάθισε γκρίζο και μελαγχολικό ένα αόρατο παχύ σύννεφο. Τόσο πολύ ανησύχησε με την κατάσταση του παιδιού της η Ελένη, που έφερε τον αρχίατρο του Παλατιού να τον κοιτάξει, αλλά τούτος αποφάνθηκε πως το βασιλόπουλο τίποτα σωματικό δεν είχε.
«Γιε μου, φως των οφθαλμών μου, ήλιε μου, τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε λίγο μετά εναγωνίως, βαστώντας τη μια της την παλάμη ακουμπισμένη κοντά στο αριστερό πλευρό του στήθους του, και την άλλη στην παρειά του, όπου είχαν φουντώσει τα αξύριστα γένια. «Μίλησέ μου, δε μπορώ να σε βλέπω έτσι κατηφή και ανόρεχτο… Πες μου τον πόνο σου, μήπως μπορώ εγώ να σ’ τον γιατρέψω…»
«Αχ, μάνα μου γλυκιά!» στέναξε ο Ρωμανός. «Ο πόνος που έχω δε γιατρεύεται, ούτε με φάρμακα, ούτε με τίποτα άλλο, γιατί είναι ο πόνος της αγάπης… Θυμάσαι τι σου αποκρίθηκα στα καλλιστεία, όταν με ρώτησες ποια κοπέλα προτιμούσα;»
Έγνεψε ναι η βασίλισσα με το κεφάλι, κι ο γιος της τής αφηγήθηκε ξανά όσα είπε στον άντρα της. «Μητέρα, σε παρακαλώ, κάνε κάτι» την ικέτεψε στο τέλος πιάνοντας με θέρμη τα κρινένια χέρια της στα δικά του. «Εσύ με νιώθεις, είμαι σίγουρος… Μεσίτεψε στον πατέρα, κάνε ο τι μπορείς για να του αλλάξεις γνώμη, να μ’ αφήσει να νυμφευτώ την ποθητή μου!»
«Ησύχασε, Ρωμανέ μου. Κάτι θα κάνω… Δε θέλω να μου χτικιάσεις, λιόντα μου!» τον βεβαίωσε η Ελένη και τον αγκάλιασε με σπλάχνος. Δυσκολεύτηκε αρκετά, πάντως, και δείλιασε αρχικά να κάνει την τόσο ευαίσθητη αυτή νύξη στον Κωνσταντίνο, μια που τον έβλεπε μπαρουτιασμένο μ’ αυτό το θέμα. Έπειτα, όμως, το πήρε απόφαση. Για κείνη πάνω απ’ όλα ήταν το καλό κι η ευτυχία του παιδιού της, και κομμάτια να γίνονταν το καθεστώς και τα πρέπει…
«Κωνσταντίνε» τον προσφώνησε με τόνο σοβαρό μια νύχτα, όταν το αντρόγυνο αποσύρθηκε όπως όλοι στην κάμαρή τους για ύπνο. «Έχω να σου πω, κάτι σημαντικό…»
«Τι είναι, γυναίκα; Μηχανορραφεί μήπως κανείς εναντίον μας;»
«Όχι, άνδρα μου, δόξα τω Θεώ που στερεώνει τον θρόνο σου… Για τον Ρωμανό μας πρόκειται…»
«Για αυτήν την ανυπόδητη Λάκαινα θες μου πεις λοιπόν;» έσφιξε τη γροθιά ο Κωνσταντίνος. «Την καπήλισσα που του πήρε τα μυαλά; Μα τον Θεό τον Ύψιστο, αν ξανακούσω άλλη μια κουβέντα, θα-»
«Την αγαπά, Κωνσταντίνε» τον έκοψε η γυναίκα του γραπώνοντας τον ώμο του. «Λιώνει στην κυριολεξία για κείνη, δεν τον βλέπεις; Ρεύει το παλικάρι μας, φοβάμαι μη μας αρρωστήσει…»
«Να αρρωστήσει; Τι λες, Ελένη; Τόσο ανόητος και μαλθακός μας βγήκε πια;!»
«Μη βρίζεις το ίδιο σου το τέκνο, Κωνσταντίνε, αμαρτία! Δώσε τόπο στην οργή, και σκέψου: προτιμάς να ευτυχήσει παίρνοντας την κόρη που ποθεί, ας είναι ταπεινή, ή να τον νυμφεύσεις με το ζόρι με μία ευγενική ομήλικη που δε θέλει;»
«Τι θα πει δε θέλει; Θα θελήσει! Αυτό είναι το θεμιτό και το ορθό για τον επόμενο κληρονόμο των ρωμαϊκών σκήπτρων και της θεοδώρητης βασιλείας μας!»
«Για σένα, τουλάχιστον, μπορεί αυτό να είναι το σημαντικότερο. Για μένα, όμως, που είμαι μάνα και τον γέννησα και τον πονάω, κι αυτόν και τις θυγατέρες μας, πιο ψηλά από τη δόξα του γένους που υποτίθεται ότι πρέπει να υπηρετήσει, βάζω την ευτυχία του. Και το ίδιο θα ’πρεπε να κάνεις κι εσύ, βασιλιά μου, αν θες να λέγεσαι πατέρας πρώτα απ’ όλα…»
Ο Κωνσταντίνος ζάρωνε τώρα τα φρύδια προβληματισμένος, έτριβε το πιγούνι με τη χούφτα του τη ζερβή και ξεφυσούσε ανεπαίσθητα. Κατάλαβε η Ελένη ότι μάλλον τον είχε ήδη βάλει σε δεύτερες σκέψεις, και άδραξε την ευκαιρία να ρίξει το τελευταίο χαρτί της επιχειρηματολογίας της:
«Έλα, άντρα μου, μην τα πολυλογιάζεις και μου σκοτίζεσαι… Στο κάτω-κάτω της γραφής, μια γυναίκα του αναλογεί του γιου μας, κι αφού τη διάλεξε κιόλας η καρδιά του, ας την πάρει. Πού ξέρεις, μπορεί ν’ αποδειχτεί θαυμάσιο κορίτσι, παρά την καταγωγή της, όχι μόνο στο σώμα αλλά και στο πνεύμα… Ο Κύριος και Θεός μας, ο παντεπόπτης και καρδιογνώστης, σίγουρα γνωρίζει ποιους βούλεται να συναρμόσει, ας πιστέψουμε κι εμείς λοιπόν στερρά στη βούλησή Του…»
Κι έτσι, για να μην τα πολυλογούμε, ο αυτοκράτορας, με μισή καρδιά είναι η αλήθεια, διέταξε να γίνει το θέλημα του γιου του, και μια γαλέρα γοργοτάξιδη κίνησε σύντομα απ’ τη Βασιλεύουσα, να πάει να φέρει τη βασιλική νύφη, την όμορφη δεκαπεντάχρονη καπηλοπούλα Αναστασώ από τη Σπάρτη, τη μόνη εκλεκτή και ποθεινή του ευθαλούς γόνου των Μακεδόνων, του δεκαεπτάχρονου πρίγκιπα και συμβασιλέως Ρωμανού…
[1] Ανώτερος βαθμός στρατιωτικού, διοικητής της τούρμας ή μέρους, αντίστοιχου κατά προσέγγιση του σημερινού συντάγματος ή ταξιαρχίας
[2] Ψητό «γαλαθηνό» γουρουνόπουλο δηλαδή, του γάλακτος
[3] Κεφτέδες
[4] Κόρη του Ιωάννη Κουρκούα. Τον Ρωμανό Μωσηλέ παντρεύτηκε περί το 942.
Λίνα Δώρου
«Ο Νικόλαος Χαλκούτζης, ο αδελφός του τουρμάρχη[1] Νικήτα Χαλκούτζη, δίνει απόψε συμπόσιο στον οίκο του» είπε ο Μηνάς, καθώς γυμνάζονταν μια μέρα οι τρεις τους στους κήπους του Μεγάλου Παλατιού. «Θα καλέσει, έμαθα, πολλούς άρχοντες, τις πιο διαλεχτές εταίρες κι αυλητρίδες, και αρχοντόπουλα της ηλικίας μας» πρόσθεσε, χαμογελώντας πονηρά προς τον Ρωμανό, διότι είχε από καιρό αντιληφθεί ότι ο νεαρός διάδοχος είχε θαυμαστές και στο ίδιον φύλο. «Τι λέτε, πάμε;»
«Να πάτε μόνοι σας» του απάντησε αμέσως άκεφα ο Ρωμανός, νύσσοντας άσκοπα τη νευρή του τόξου του. «Εγώ δεν έχω όρεξη…»
«Πάλι δεν έχεις όρεξη;» τον κοίταξε ο Μηνάς απορημένος, σηκώνοντας το φρύδι του. «Τι έπαθες ξαφνικά; Εσύ πετούσες τη σκούφια σου για τέτοια!»
«Είπα κι ελάλησα, Μηνά! Παράτα με!» αντέκοψε σκασμένος, και μες στη φούρκα του έπιασε ένα βέλος και το έριξε πενήντα μέτρα μακριά.
«Καλά, καλά, μη θυμώνεις» σχολίασε ο φίλος του. «Καμιά γυναίκα θα σου ’χει αρνηθεί εσένα, το μαντεύω, κι είσαι σαν λέων βρυχώμενος… Ο έρωτας με έρωτα περνάει όμως, αδελφέ, να ξέρεις!»
Γύρισε το κεφάλι αλλού ο Ρωμανός, δε μίλησε. Η αύρα του Βοσπόρου, προαναγγελία φθινοπωριάτικη, έφτασε στην παρειά του χάδι και την εισέπνευσε, για να τη βγάλει ύστερα στενάζοντας βαθιά. Ο δικός του ο έρωτας πώς θα περνούσε άραγε, που εκείνος ήταν πρίγκιπας κι εκείνη καπηλίδα; Και σε ποιον να το ξομολογηθεί; Στον Μηνά, ούτε λόγος… Στις αδελφές, στη μάνα; Με τίποτα! Μήπως στον πατέρα; Μα και τούτου φοβόταν βέβαια την αντίδραση… Ω, κανείς δεν ήταν ικανός να τον ακούσει, κανείς δε θα μπορούσε να τον καταλάβει! Ανυπεράσπιστος και μόνος γινόταν παρανάλωμα του πόθου του, και δεν του τον ξεθύμαινε καμιά περιστασιακή αγκάλη, κανένα δυνατό πιοτό. Τις νύχτες έμενε πολλές φορές ξάγρυπνος, κι όταν πια το στρώμα του γινότανε μαρτύριο, σηκωνόταν κι έβγαινε νυχοπατώντας στους εξώστες. Έβλεπε τον Κεράτιο να παφλάζει ήρεμα τα νερά του, στραφτάλιζαν αυτά δεχόμενα το φως του φεγγαριού, άλλοτε περσότερο, άλλοτε λειψό, μα τα δικά του σωθικά τα έδερνε μόνιμη φουρτούνα. «Θα πάρω την απόφαση να μιλήσω του πατέρα… Κάποια επιχειρήματα θα βρω για να τον πείσω… Τη θέλω γυναίκα μου την Αναστασώ, Θεέ μου, δε βαστώ άλλο», έλεγε κάποτε στον εαυτό του, μα συνέχεια δείλιαζε. Κι έτσι διάβαιναν οι μέρες…
«Τι καλό έχουμε σήμερα, μητέρα;» ρώτησε την Ελένη η πριγκίπισσα Άννα, ένα μεσημέρι που η βασιλική οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από την τράπεζα για να αριστήσει. Το είχε συνήθεια ιερή και απαράβατη γαρ ο Κωνσταντίνος ένα τουλάχιστον γεύμα της ημέρας να το απολαμβάνει μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
«Οπτό δελφάκι[2], κόρη μου, κοπτά[3] μοσχαρίσια και λαγό κρασάτο, που έπιασε ο αδελφός σου στο κυνήγι» αποκρίθηκε η βασίλισσα χαμογελώντας στον μοναχογιό της. «Οι μάγειροί μας έβαλαν όλη τους την τέχνη πάλι, είμαι βέβαιη…»
«Μόνο λαγούς έπιασες, Ρωμανέ;» παρενέβη η Θεοδώρα. «Εσύ συνήθως γυρνούσες βαρυφορτωμένος από τη θήρα! Δεν πρόφταιναν να σφάζουν αγριόχοιρους και πέρδικες οι δούλοι, για να τα παραθέσει ο πατέρας στα επίσημα γεύματα και τα συμπόσια!»
«Ναι… δεν έχουμε πολλή τύχη τελευταία…» δικαιολογήθηκε αφηρημένα ο πρίγκιπας. Άντε να της εξηγούσε πώς όχι πλέον δε μπορούσε να αγρέψει όπως πριν, αλλά από κυνηγός είχε γίνει ο ίδιος θήραμα, πιασμένος στα δίχτυα μιας πεντάμορφης λαϊκής κοπέλας, μιας άλλης πέρδικας γραμμένης…
«Θα ανακάμψεις, γιε μου. Ακόμα κι οι καλύτεροι αθλητές χρειάζονται πού και πού ανάπαυλα» μίλησε τώρα ο πατέρας του, με ένα μειδίαμα όλο νόημα στο σοβαρό και ιλαρό του πρόσωπο ταυτόχρονα. «Ας κάνουμε όμως την προσευχή μας τώρα, να ευχαριστήσουμε τον Θεό για τα αγαθά που μας δίνει»
Στάθηκαν όλοι όρθιοι τριγύρω απ’ το μακρύ ελεφαντένιο και σκαλιστό με ανάγλυφα τραπέζι, το σκεπασμένο με βελούδινο τραπεζομάντηλο που απέληγε σε ωχροκίτρινα κρόσσια, με τα χέρια σταυρωμένα και τα κεφάλια ελαφρώς κλιτά, όπως ταίριαζε στην ιερότητα της στιγμής. Ο Κωνσταντίνος είπε το «Πάτερ ημών», το «Χριστέ ο Θεός ημών, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου…», και ύστερα με το νεύμα του καθίσανε μάνα, πατέρας και τα έξι τέκνα στα θρονιά τους. Έριξε ένα στοργικό βλέμμα πάνω τους ο Πορφυρογέννητος και καμάρωσε. Πέντε δροσερά κλωνάρια και ένα παλικάρι σαν το κυπαρίσσι, όλα τους ξεχωριστά και χαριτωμένα, που ’χανε μοιάσει πολύ σε κείνον και την αγαπημένη του συμβία. Η μεγαλύτερη πριγκίπισσα, η Ζωή, ήτανε τώρα είκοσι δύο χρόνων, ολάκερη καστανή σαν τον πατέρα της. Η Θεοδώρα, στα είκοσι αυτή, ξανθή σαν την Ελένη, όπως κι η μικρή δωδεκάχρονη Αγάθη κι ο Ρωμανός, ενώ η δεκαεννιάχρονη Θεοφανώ και η δεκατετράχρονη Άννα ήτανε πάλι καστανές. Όλες όμως είχαν κληρονομήσει τα σμαραγδένια μάτια της μητέρας τους, τα μάτια αυτά που φεγγοβολούσαν και κοίταζαν με αγάπη τον καθένα. Τα αγαπούσε όλα εξίσου και τα τιμούσε ο αυτοκράτορας· την Αγάθη, μάλιστα, παρά το νεαρότατο της ηλικίας της, ήδη είχε αρχίσει να της αναθέτει καθήκοντα γραφειοκρατικά, και να μηνύει στους σεκρέτες και τους άρχοντες τα παραγγέλματά του όταν εκείνος ασθενούσε. «Οι υιοί και αι θυγατέρες σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου», αυτά τα λόγια των Ψαλμών του έρχονταν στο μυαλό, και επιβεβαιώνονταν απόλυτα κοιτώντας τα…
Νίφτηκαν στα χρυσά χέρνιβα που τους είχαν φέρει, σπογγίστηκαν με τα απαλά μεταξωτά μάκτρα, κι έπειτα ήρθε ο επί της τραπέζης και τους παρέθεσε τα προδόρπια, αυγοτάραχο, κάππαρη, άσπρο μοσχοβολιστό ψωμί και τυριά, για να ακολουθήσει κατόπιν το κυρίως, με τα κρέατα τα εκλεκτά να κείτονται λαχταριστά μέσα σε μεγάλες, βαριές στρογγυλές πιατέλες.
«Μμμ! Φαίνονται τόσο ωραία όλα!» αναφώνησε η Άννα, κι η Αγάθη συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού. Γευτήκαν όλοι με πολλή όρεξη τα πλούσια φαγιά μες στα χρυσά κι εφυαλωμένα πιάτα, που θα ντρεπόσουν σήμερα να τα λερώσεις, κι όταν κόντευαν να τελειώσουν και να τους φέρουν το δούλκιον, το γλυκό, ο Κωνσταντίνος, πίνοντας πρώτα μια γουλιά κρασί από τον κύλικά του, ξερόβηξε, σημάδι πως είχε να πει κάτι σπουδαίο.
«Έχω να σας κάνω μια ανακοίνωση. Κυρίως αφορά τον Ρωμανό, δηλαδή» είπε και στράφηκε στο γιο του.
«Τι με αφορά, πατέρα;» απόρησε ο πρίγκιπας, που τόση ώρα λιβάνιζε τη μερίδα του, βάζοντας στο στόμα μονάχα μικρές ανόρεχτες μπουκιές με το περόνι του.
«Στα ονομαστήριά σου, Ρωμανέ, που εγγίζουν, σκοπεύω να διοργανώσω καλλιστεία, ώστε να προβείς στην εκλογή νύφης. Τι λες, δεν είναι πια καιρός;»
«Μικρός είμαι ακόμα, πατέρα, μόλις δεκαεπτά… Από τώρα παντρειές; Θέλω να ζήσω τη ζωή μου!»
«Εμένα τη μάνα σου στα δεκατέσσερα χρόνια μου μού την έδωσε ο συγχωρεμένος ο παππούς σου, κι αυτή ήταν μόλις εννέα» απάντησε ο Κωνσταντίνος, πιάνοντας για μια στιγμή το χέρι της Ελένης, που ρόδισαν τα λευκά της μάγουλα και χαμογέλασε μισοκρυφά, μισοφανερά, με κόσμια συστολή. «Κι όπως βλέπεις, μια χαρά την έζησα τη ζωή μου… Έχω φτάσει στο μεσοστράτι της κι ακόμα παραπέρα, και με περιβάλλουν έξι παιδιά μαλάματα και μια γυναίκα εξαίρετη! Τι άλλο να ζητήσει ένας συνετός άνδρας, παρά ευτεκνίας απόλαυση, όπως το λέει κι ο ιερός λόγος, κι έναν άξιο διάδοχο, αν τύχει να ’ναι και βασιλέας; Εγώ τα έχω όλα αυτά, κι εσύ το ίδιο πρέπει να επιδιώξεις, Ρωμανέ, παιδί μου, όσο είσαι ακόμα νέος και ακμαίος. Να νυμφευτείς νωρίς και να αποκτήσεις υιό, ή καλύτερα ακόμα, υιούς, που θα συνεχίσουν τη γενιά μας και θα λαμπρύνουνε τον θρόνο της Ρωμανίας…»
Ο Ρωμανός δε μίλησε, δεν άνοιξε το στόμα του για να αντιλέξει τίποτα. Γεύτηκε κάνα δυο τηγανιτούς πλακούντες μελωμένους μήπως πάει κάτω το φαρμάκι, όμως η κατήφεια στην ψυχή του δε γλύκαινε με τίποτα, ούτε απαλειφόταν.
«Είχες πει πως θα μ’ άφηνες να διαλέξω μόνος μου τη νύφη μου» παραπονέθηκε αργότερα στον Κωνσταντίνο. «Το υποσχέθηκες…»
«Μα μόνος σου θα τη διαλέξεις, γιε μου. Δε θα σε πιέσω εγώ ή η μητέρα σου να δώσεις το μήλο σε όποιο απ’ τα κορίτσια που θα παραστούν μπροστά σου κρίνεις πιο όμορφο και πιο κατάλληλο για γαμετή σου…»
«Ξέρεις τι εννοώ, πατέρα. Όταν λέω μόνος, εννοώ μόνος μου… Ενώ εσύ τώρα χειραγωγείς την επιλογή μου!»
Αναστέναξε μέσα του ο Κωνσταντίνος, καθώς είδε τον Ρωμανό να του γυρίζει τα νώτα και να φεύγει. Δε μπορούσε να τον αφήσει ξεχαλίνωτο να βρει κυριολεκτικά όποια γυναίκα ήθελε, έβλεπε κάποιες συναναστροφές του που δεν του άρεσαν καθόλου, και ως εκ τούτου υποψιαζόταν και ανησυχούσε σοβαρά μήπως του πάρει τα μυαλά καμιά ξεδιάντροπη του γλεντοκόπου εφήβου… Για αυτό φοβέρισε τον τραγόπαπα τον Χοιρινά και τον ανάγκασε να φορέσει το μοναχικό ράσο, για να προφυλάξει το παιδί του όσο ήταν ακόμα καιρός. Και τώρα που το προξενιό με την Εδβίγη, ανιψιά του ρήγα των Γερμανών Όθωνα, έδειχνε να ναυαγεί, η μόνη ασφαλής κι εγγυημένη λύση για να βρεθεί γρήγορα αντάξια σύζυγος, να νοικοκυρευτεί ο γιος του και να συμμαζευτεί, ήταν τα καλλιστεία, όπου θα συμμετείχαν οι πιο όμορφες, ευγενικές και σεμνές παρθένες της αυτοκρατορίας. Η Ελένη σίγουρα θα έκανε την πιο προσεγμένη επιλογή ανάμεσά τους, ώστε να δει ο Ρωμανός τις καλύτερες, και τότε πια ποιος λόγος θα υπήρχε να μη διαλέξει μία απ’ αυτές για να γίνει κόρη τους και η επόμενη αυγούστα;
Όπερ και εγένετο. Δώδεκα αρχοντοπούλες από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, δεκατριών με δεκαεπτά ετών, υπήρξαν οι τυχερές αυτής της διαλογής κατά πώς όριζε η τάξη, και ανήμερα της γιορτής του νεαρού πρίγκιπα, την πρώτη Οκτωβρίου, ήρθαν στο Παλάτι για τον διαγωνισμό. Καθόντουσαν στα σελλία που τους είχαν υποδείξει και ψιλοκουβέντιαζαν ζωηρά μεταξύ τους, ενθουσιασμένες και με πολύ τρακ ταυτόχρονα, όσο ξένες κι αν ήταν ανάμεσό τους πρωτύτερα, η κοινή αγωνία και προσμονή της στιγμής τις είχε προς το παρόν ενώσει. Ποια θα διάλεγε άραγε ο απαστράπτων ως ήλιος από ομορφιά, καθώς είχαν ακούσει τις κυράδες της Αυλής να λένε, διάδοχος, ποια να ήταν η τυχερή που θα γινόταν σύζυγός του και μελλοντική αυτοκράτειρα; «Αχ, μακάρι να ’μαι εγώ», η μύχια σκέψη ολωνών τους…
«Ο πολυχρονεμένος μας βασιλεύς, η αυγούστα και ο νεαρός συμβασιλέας!» χτύπησε ξαφνικά με δύναμη τα χέρια του ο αρμόδιος ευνούχος, και τα κορίτσια όπως ήταν δασκαλεμένα σηκώθηκαν μεμιάς και παρατάχθηκαν σε μια ευθεία γραμμή, ενώ στη μεγάλη αίθουσα εισερχόταν επιβλητικός ο Κωνσταντίνος με τη συνοδεία της Ελένης και τον Ρωμανό δίπλα τους, ντυμένο μπλε πλουμιστή δαλματική, έναν ελαφρύ μανδύα ριγμένο στους φαρδιούς του ώμους και στα πόδια του φανταχτερά τα κόκκινα τσαγγία, απρόθυμο εντελώς για αυτό που πήγαινε να κάνει, βαρύθυμο. Οι κοπέλες τον είδαν, σώπασαν κι έσκυψαν ταπεινά το κεφάλι τους, μα στα στήθια τους οι καρδιές φτεροκοπούσαν γρήγορα, οι πιο γοητευμένες πνίξανε κι έναν ονειροπόλο στεναγμό. Θεέ Μεγαλοδύναμε, στα αλήθεια είναι πάγκαλος ο γιος του βασιλιά μας!
«Ας αρχίσει η διαδικασία» έδωσε το παράγγελμα τελικά ο Κωνσταντίνος κοιτώντας τον Ρωμανό, κι η Ελένη του εγχείρισε το χρυσό μήλο και με μια μαλακή κίνηση τον προέτρεψε να προχωρήσει πιο μπροστά για να παρατηρήσει τα κορίτσια. Υπάκουσε εκείνος, αλλά τα μέσα του, νους και καρδιά, πυρωμένα από τη φωτιά του έρωτα, κόχλαζαν, αναδεύονταν, έτοιμα να εκραγούν, κι ένας βρόγχος δενόταν υπόκωφα γύρω από τον λαιμό του, κάνοντάς τον να ασφυκτιά. Δώδεκα ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν, μα αυτός ατένιζε στο κενό, δεν πρόσεχε και δεν έβλεπε καμιανής το πρόσωπο, παρά μονάχα της Αναστασώς τη θεϊκή μορφή, που όριζε κάθε ώρα και στιγμή τον λογισμό του…
«Λοιπόν, γιε μου; Αποφάσισες; Ποια διαλέγεις;» τον ρώτησε διακριτικά η Ελένη, καθώς συνέχιζε να παραμένει αμίλητος και άπραγος. Στράφηκε τότε ο πρίγκιπας προς τη μάνα του, φρεσκοβγαλμένος θαρρείς από ύπνωση, την κοίταξε μια δυο στιγμές αναποφάσιστα στα μάτια, και στο τέλος έριξε τη βόμβα:
«Καμία, μητέρα. Και δε χωρατεύω…»
Παγωμάρα έπεσε ξάφνου στην τεράστια αίθουσα, οι υποψήφιες κράτησαν έκπληκτες την ανάσα τους, προσπαθώντας να μαντέψουν μήπως δεν άκουσαν καλά. Τι είχε μόλις πει ο Ρωμανός;
«Γιε μου, τι λες;» του ψιθύρισε εξίσου σαστισμένη η βασίλισσα, πιάνοντας το χέρι του που δονείτο από την ένταση. «Τι είναι αυτό που λαλήσανε τα χείλη σου; Τούτες οι κόρες είναι εδώ για να γίνει μία απ’ αυτές η συνευνή σου…»
«Δε θέλω να πάρω καμιά τους για γυναίκα μου, μητέρα! Η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού!» ξέσπασε τώρα ο ερωτευμένος έφηβος, χωρίς να νοιάζεται πλέον για τους τύπους, τους κανόνες ευγενείας, για οτιδήποτε, κι η φωνή του αντήχησε πέφτοντας με ορμή πάνω στις μαρμάρινες κολόνες και τους τοίχους. «Απολύστε τες! Ο διαγωνισμός τελείωσε!» διέταξε έπειτα.
«Ρωμανέ… Στάσου, παιδί μου!» ψέλλισε μάταια το παρακάλι η Ελένη, με τις κοπέλες να έχουν γίνει κατακόκκινες από το σοκ και την προσβολή, μια δυο μάλιστα, οι πιο ευαίσθητες, βάλανε σιγανά τα κλάματα, και τον Κωνσταντίνο να έχει καταντροπιαστεί από τη συμπεριφορά του γιου του και να ’χει γίνει δέκα φορές πιο άσπρος απ’ όσο ήτανε εκ του φυσικού του. Ο Ρωμανός, όμως, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα, επέστρεψε στις χούφτες της μάνας του το χρυσό μήλο και αποχώρησε όσο πιο γοργά τον βάσταγαν τα σκέλια του, ποτήρι ολοπόρφυρο γιομάτο από τον πόθο, που είχε πλέον ξεχειλίσει και δεν ήταν μπορετό να τον συγκρατήσει, μήτε να τον δαμάσει…
Σούσουρο γίνηκε στην Αυλή με την έκβαση των καλλιστείων, και η απάντηση του διαδόχου όπως κυλούσε από στόμα σε στόμα όλο και πλούτιζε σε αποδοκιμαστικούς σχολιασμούς. «Τς τς τς… Ακούς εκεί, Ευδοξία μου, να πει ότι θέλει άλλη το κακομαθημένο! Εγώ, χρυσή μου, αν ήμουν η πολυχρονεμένη μας αυγούστα Ελένη, θα του τον είχα κόψει τον βήχα επιτόπου!» έλεγε με στόμφο μια πατρικία ζωστή, σύζυγος του στρατηγού του Θρακώου θέματος, που η μοναχοκόρη της μάλιστα θεωρείτο φαβορί. Και η Ευδοξία, η γυναίκα του πρωτοασηκρήτη, με την τσουχτερή γλωσσίτσα της συμπλήρωνε: «Σίγουρα επίτηδες το έκανε, φίλη μου Κοσμώ, και λέει ψέματα για να συνεχίσει να απολαμβάνει ανενόχλητος τα γλέντια, τα ξεφαντώματα και τις κοκότες… Τι θαρρείς, δεν τον έχω δει κι εγώ που είναι κώλος και βρακί – Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!- μ’ εκείνον τον Μηνά του λογοθέτη τάδε; Όλο αλιτήριους και έκφυλους συναναστρέφεται ο νεαρός συμβασιλέας… Κρίμα, κρίμα στον βασιλιά μας, τον λυπάμαι τον άμοιρο για τον υιό που έβγαλε…»
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Τέτοιο αλλόκοτο και αγενές φέρσιμο εκ μέρους του Ρωμανού, χώρια από σκανδαλώδες και ανεπίτρεπτο που ήταν, είχε ανακινήσει και τους φόβους που τον διακατείχαν, όταν αποφάσιζε να κάνει τον διαγωνισμό. Έτσι, μια μέρα, έπιασε το παλικάρι και με αυστηρό τόνο του ζήτησε εξηγήσεις:
«Γιε μου, τι συνέβη στα καλλιστεία; Ποιος ήταν ο λόγος που ντρόπιασες τόσες όμορφες και ευγενικές κοπέλες, το άνθος των παρθένων της Ρωμανίας που φέραμε για χάρη σου, και μαζί μ’ αυτές εμένα και τη μητέρα σου; Σε ρωτάω, και μη διανοηθείς να σιωπήσεις ή να μου γυρίσεις την πλάτη και να με αποπέμψεις, διότι θα υποστείς τιμωρία…»
Δίστασε λίγο ο Ρωμανός, έσκυψε κάπως το κεφάλι αμήχανα, μην ξέροντας τι να αποκριθεί, θέλοντας να γίνει αόρατος. Μα στη στιγμή, η γνώμη του άλλαξε. Δεν είχε ν’ απολογηθεί για τίποτα, τον είχε απλώς κυριεύσει ο έρωτας, ο παντοδύναμος τοξοβόλος θεός που υποτάσσει πάντοτε σχεδόν τα πεπληγμένα θύματά του, και αν ήθελε κοντά του την Αναστασώ για πάντα, έπρεπε τώρα να το διεκδικήσει…
«Λοιπόν; Σ’ ακούω» επανέλαβε ο Κωνσταντίνος, σταυρώνοντας τα μπράτσα μπρος στο στήθος του. Εκείνος τον κοίταξε στα μάτια, προστάζοντας τον εαυτό του να δείξει παρρησία.
«Πατέρα… Θυμάσαι εκείνο το ταξίδι που μ’ έστειλες το θέρος, το ταξίδι αυτό που εγώ ο ίδιος σου γύρεψα να πάω;»
«Ναι. Παρακάτω»
«Ε λοιπόν, στη Λακωνία, είδα μια κόρη που μου ’κλεψε την καρδιά, και που για χάρη της απέρριψα όλες τις άλλες που μου φέρατε και δεν καταδέχτηκα μήτε στο ελάχιστο να τις εξετάσω, γιατί καμιά δεν είναι τόσο ωραία όσο εκείνη!..»
«Ποια είναι λοιπόν αυτή η κόρη που σε θάμπωσε τόσο, και ποιο το όνομα κι η γενιά της;»
Πήρε μια ανάσα ο Ρωμανός. «Αναστασώ τη λένε, κι ο πατέρας της ο Κρατερός είναι ξενοδόχος και ταβερνιάρης. Στο πανδοχείο του στη Σπάρτη καταλύσαμε, κι εκεί τη γνώρισα κι εγώ και την αγάπησα…»
Γροθιά στο στομάχι και κεραμίδα μαζί στο κούτελο ένιωσε τα λόγια του γιου του ο αυτοκράτορας. Όλο το αίμα τού ανέβηκε στο κεφάλι, βάφοντας ως και τα γένια του κόκκινα, κι ένα τρέμουλο οργής πήρε να τον συνταράζει. Οι χειρότερες υποψίες του έβγαιναν αληθινές…
«Τι λες, αθεόφοβε κι αναιδέστατε; Σε πλάνεψε μια θυγατέρα καπήλου, μια πληβεία;»
«Δεν είμαι πλανεμένος, ούτε γητεμένος, σου μιλάω λογικά… Την αγαπώ και θέλω να την κάνω γυναίκα μου, αυτή την πληβεία!»
«Αυτό αποκλείεται!» άστραψε και βρόντηξε ο Πορφυρογέννητος. «Βγαλ’ το μια και καλή από το νου σου, Ρωμανέ! Γαμετή ρακένδυτη και απ’ τα χαμαιτυπεία δε θα λάβεις στον αιώνα εσύ, ο γιος του βασιλιά!»
«Εσύ κάποτε έλεγες πως θες να με βλέπεις ευτυχισμένο» ξεσπάθωσε με τη σειρά του ο πρίγκιπας. «Πως ό, τι θέλω εγώ θα ’ναι και δικό σου θέλημα! Πού πήγαν αυτές οι υποσχέσεις, πατέρα; Γιατί τις λησμόνησες;»
«Αν τα θελήματά σου είναι καλά! Το να θες όμως να νυμφευτείς μια… μια ταβερνιάρισσα, που δεν ξέρεις από πού κρατά η σκούφια της, αυτό είναι άνω ποταμών!»
«Εγώ αυτήν αγαπώ κι αυτή θα πάρω! Και μόνο έτσι θα είμαι ευτυχισμένος, με καμιά άλλη!»
«Δε θα την πάρεις, διάολε!» κοπάνησε το χέρι του ο Κωνσταντίνος, και σύγκαιρα ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό που βλαστήμησε.
«Θα το κάνω, πατέρα! Τέτοια ομορφιά αξίζει να φορέσει την πορφύρα!»
«Όσο ζω εγώ, δε θα το στεφανωθείς το ανάρμοστο αίσθημά σου, ούτε θα τη στέψεις πλάι σου αυγούστα! Κατάλαβες, νεαρέ; Εκτός αν θες να περιμένεις μέχρι να πεθάνω, για να μη δούνε τέτοια αισχύνη και οι δικοί μου οφθαλμοί…»
Τέτοια κι άλλα παρόμοια διαμείφθηκαν επανειλημμένα μεταξύ Ρωμανού και Κωνσταντίνου. Ακλόνητος και με πείσμονα εμμονή ο πρώτος στην επιθυμία του, ανυποχώρητος όμως κι αμετάθετος ο δεύτερος στην άρνησή του. Μα αφού ο πορφυρογέννητος γιος είδε κι απόειδε πως δε μπορούσε με τίποτα να μεταπείσει τον πατέρα του, εγκατέλειψε πια με απογοήτευση κάθε προσπάθεια, και στην καρδιά του άρχισε να μπαίνει το μαράζι. Του κάκου προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν οι κολλητοί του, του κάκου κι ο συνονόματός του πρωτεξάδελφος - ο Ρωμανός ο Μωσηλές, παιδί του Κωνσταντίνου Λεκαπηνού και κάμποσα χρόνια μεγαλύτερός του, που πάντα τον νοιαζόταν γιατί είχε και την αυτοκράτειρα θεία του Ελένη σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό- επιχειρούσε με λόγια να τον συνετίσει:
«Σύνελθε, ξάδελφε! Είναι δυνατόν να έχεις τέτοιο πάθος για μια κόρη του όχλου, να θλίβεσαι και να στεναχωριέσαι για χάρη της; Συμμορφώσου και άσε τον σεβαστό βασιλιά πατέρα σου να κάνει για σένα τη σοφότερη επιλογή συζύγου μεταξύ των νέων και ευγενέστερων δεσποινών του βασιλείου, όπως σου αρμόζει!»
«Παράτα μας κι εσύ, εξυπνάκια! Σάμπως ξέρεις τι πάει να πει έρωτας; Σε βόλεψε από μικρό ο παππούς μας με την Ευφροσύνη Κουρκούαινα[4] κι ησύχασες!» του πέταξε επιθετικά ο νεαρός πρίγκιπας.
«Δε σου επιτρέπω να πιάνεις στο στόμα σου την Ευφροσύνη!» αντέδρασε θιγμένος εκείνος. «Την πήρα με προξενιό, ναι, αλλά την αγαπώ γιατί είναι μια γυναίκα άξια, σεμνή και έντιμη, και πάνω απ’ όλα ευγενής και αμέμπτου ηθικής… Μάζεψε τα μυαλά σου λοιπόν και φρόντισε να κάνεις κι εσύ το ίδιο, ως πρίγκιπας και διάδοχος, και ξέχνα τα εφήμερα καρδιοχτύπια για τυχάρπαστες παρδαλές!»
«Η Αναστασώ δεν είναι παρδαλή! Είναι η ωραιότερη και πιο αγνή κοπέλα στον κόσμο, κι αν δεν την πάρω, θα σκοτωθώ!»
«Τι να σου πω, καημένε» ανασήκωσε τους ώμους ο Μωσηλές απηυδημένος. «Είσαι άξιος της μοίρας σου! Αλλά βέβαια, τι να περιμένει κανείς από έναν έφηβο που η μόνη του ευχαρίστηση είναι να κυνηγά και να γλεντοκοπάει στις επαύλεις των αρχόντων με θαυματοποιούς και γύναια, αντί να φροντίζει για το πώς θα γίνει σωστός ηγεμόνας…»
Έδωσε τόπο στην οργή ο Ρωμανός, δεν απάντησε στις αιχμηρές ειρωνείες του ξαδέλφου του. Άλλωστε τα ’χε κόψει όλα αυτά πλέον, χαρά και ηδονή καμιά δεν του προσέφεραν, ένιωθε κενός, δυστυχισμένος, και τη λύπη αυτή του την αύξανε η στάση του κύρη του. Ήτανε μέρες που αρνούνταν παντελώς να φάει, τριγυρνούσε άσκοπα στους φαρδιούς διαδρόμους σέρνοντας βαριά τα βήματά του, αμίλητος και σκυθρωπός, οι στεναγμοί του οι χαμηλοί διαπότιζαν πατώματα, ταβάνια και κολόνες, για να απομονωθεί ύστερα πάλι στο κουβούκλι του. Το πρόσωπό του χλόμιαζε, και στον ως τότε λαμπερό ουρανό των ματιών του στρογγυλοκάθισε γκρίζο και μελαγχολικό ένα αόρατο παχύ σύννεφο. Τόσο πολύ ανησύχησε με την κατάσταση του παιδιού της η Ελένη, που έφερε τον αρχίατρο του Παλατιού να τον κοιτάξει, αλλά τούτος αποφάνθηκε πως το βασιλόπουλο τίποτα σωματικό δεν είχε.
«Γιε μου, φως των οφθαλμών μου, ήλιε μου, τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε λίγο μετά εναγωνίως, βαστώντας τη μια της την παλάμη ακουμπισμένη κοντά στο αριστερό πλευρό του στήθους του, και την άλλη στην παρειά του, όπου είχαν φουντώσει τα αξύριστα γένια. «Μίλησέ μου, δε μπορώ να σε βλέπω έτσι κατηφή και ανόρεχτο… Πες μου τον πόνο σου, μήπως μπορώ εγώ να σ’ τον γιατρέψω…»
«Αχ, μάνα μου γλυκιά!» στέναξε ο Ρωμανός. «Ο πόνος που έχω δε γιατρεύεται, ούτε με φάρμακα, ούτε με τίποτα άλλο, γιατί είναι ο πόνος της αγάπης… Θυμάσαι τι σου αποκρίθηκα στα καλλιστεία, όταν με ρώτησες ποια κοπέλα προτιμούσα;»
Έγνεψε ναι η βασίλισσα με το κεφάλι, κι ο γιος της τής αφηγήθηκε ξανά όσα είπε στον άντρα της. «Μητέρα, σε παρακαλώ, κάνε κάτι» την ικέτεψε στο τέλος πιάνοντας με θέρμη τα κρινένια χέρια της στα δικά του. «Εσύ με νιώθεις, είμαι σίγουρος… Μεσίτεψε στον πατέρα, κάνε ο τι μπορείς για να του αλλάξεις γνώμη, να μ’ αφήσει να νυμφευτώ την ποθητή μου!»
«Ησύχασε, Ρωμανέ μου. Κάτι θα κάνω… Δε θέλω να μου χτικιάσεις, λιόντα μου!» τον βεβαίωσε η Ελένη και τον αγκάλιασε με σπλάχνος. Δυσκολεύτηκε αρκετά, πάντως, και δείλιασε αρχικά να κάνει την τόσο ευαίσθητη αυτή νύξη στον Κωνσταντίνο, μια που τον έβλεπε μπαρουτιασμένο μ’ αυτό το θέμα. Έπειτα, όμως, το πήρε απόφαση. Για κείνη πάνω απ’ όλα ήταν το καλό κι η ευτυχία του παιδιού της, και κομμάτια να γίνονταν το καθεστώς και τα πρέπει…
«Κωνσταντίνε» τον προσφώνησε με τόνο σοβαρό μια νύχτα, όταν το αντρόγυνο αποσύρθηκε όπως όλοι στην κάμαρή τους για ύπνο. «Έχω να σου πω, κάτι σημαντικό…»
«Τι είναι, γυναίκα; Μηχανορραφεί μήπως κανείς εναντίον μας;»
«Όχι, άνδρα μου, δόξα τω Θεώ που στερεώνει τον θρόνο σου… Για τον Ρωμανό μας πρόκειται…»
«Για αυτήν την ανυπόδητη Λάκαινα θες μου πεις λοιπόν;» έσφιξε τη γροθιά ο Κωνσταντίνος. «Την καπήλισσα που του πήρε τα μυαλά; Μα τον Θεό τον Ύψιστο, αν ξανακούσω άλλη μια κουβέντα, θα-»
«Την αγαπά, Κωνσταντίνε» τον έκοψε η γυναίκα του γραπώνοντας τον ώμο του. «Λιώνει στην κυριολεξία για κείνη, δεν τον βλέπεις; Ρεύει το παλικάρι μας, φοβάμαι μη μας αρρωστήσει…»
«Να αρρωστήσει; Τι λες, Ελένη; Τόσο ανόητος και μαλθακός μας βγήκε πια;!»
«Μη βρίζεις το ίδιο σου το τέκνο, Κωνσταντίνε, αμαρτία! Δώσε τόπο στην οργή, και σκέψου: προτιμάς να ευτυχήσει παίρνοντας την κόρη που ποθεί, ας είναι ταπεινή, ή να τον νυμφεύσεις με το ζόρι με μία ευγενική ομήλικη που δε θέλει;»
«Τι θα πει δε θέλει; Θα θελήσει! Αυτό είναι το θεμιτό και το ορθό για τον επόμενο κληρονόμο των ρωμαϊκών σκήπτρων και της θεοδώρητης βασιλείας μας!»
«Για σένα, τουλάχιστον, μπορεί αυτό να είναι το σημαντικότερο. Για μένα, όμως, που είμαι μάνα και τον γέννησα και τον πονάω, κι αυτόν και τις θυγατέρες μας, πιο ψηλά από τη δόξα του γένους που υποτίθεται ότι πρέπει να υπηρετήσει, βάζω την ευτυχία του. Και το ίδιο θα ’πρεπε να κάνεις κι εσύ, βασιλιά μου, αν θες να λέγεσαι πατέρας πρώτα απ’ όλα…»
Ο Κωνσταντίνος ζάρωνε τώρα τα φρύδια προβληματισμένος, έτριβε το πιγούνι με τη χούφτα του τη ζερβή και ξεφυσούσε ανεπαίσθητα. Κατάλαβε η Ελένη ότι μάλλον τον είχε ήδη βάλει σε δεύτερες σκέψεις, και άδραξε την ευκαιρία να ρίξει το τελευταίο χαρτί της επιχειρηματολογίας της:
«Έλα, άντρα μου, μην τα πολυλογιάζεις και μου σκοτίζεσαι… Στο κάτω-κάτω της γραφής, μια γυναίκα του αναλογεί του γιου μας, κι αφού τη διάλεξε κιόλας η καρδιά του, ας την πάρει. Πού ξέρεις, μπορεί ν’ αποδειχτεί θαυμάσιο κορίτσι, παρά την καταγωγή της, όχι μόνο στο σώμα αλλά και στο πνεύμα… Ο Κύριος και Θεός μας, ο παντεπόπτης και καρδιογνώστης, σίγουρα γνωρίζει ποιους βούλεται να συναρμόσει, ας πιστέψουμε κι εμείς λοιπόν στερρά στη βούλησή Του…»
Κι έτσι, για να μην τα πολυλογούμε, ο αυτοκράτορας, με μισή καρδιά είναι η αλήθεια, διέταξε να γίνει το θέλημα του γιου του, και μια γαλέρα γοργοτάξιδη κίνησε σύντομα απ’ τη Βασιλεύουσα, να πάει να φέρει τη βασιλική νύφη, την όμορφη δεκαπεντάχρονη καπηλοπούλα Αναστασώ από τη Σπάρτη, τη μόνη εκλεκτή και ποθεινή του ευθαλούς γόνου των Μακεδόνων, του δεκαεπτάχρονου πρίγκιπα και συμβασιλέως Ρωμανού…
[1] Ανώτερος βαθμός στρατιωτικού, διοικητής της τούρμας ή μέρους, αντίστοιχου κατά προσέγγιση του σημερινού συντάγματος ή ταξιαρχίας
[2] Ψητό «γαλαθηνό» γουρουνόπουλο δηλαδή, του γάλακτος
[3] Κεφτέδες
[4] Κόρη του Ιωάννη Κουρκούα. Τον Ρωμανό Μωσηλέ παντρεύτηκε περί το 942.
Λίνα Δώρου