Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 5)

Ο επιθεωρητής Γκρέις βάδιζε νευρικά πάνω κάτω μέσα στο γραφείο του. Η Χλόη Βαμβοπούλου, η βασική ύποπτος της υπόθεσης της δολοφονίας του Κωνσταντίνου Αβαούζου, τους είχε ξεφύγει εδώ και τριάντα έξι ώρες από το κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος.
Έπρεπε να τη βρουν πρώτοι εκείνοι και άμεσα, πριν τους προλάβει το Μαύρο Ρόδο ή ακόμα χειρότερα, ο Ρίκι.
Ανησυχούσε για την κοπέλα, η οποία βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο.
Βγήκε από το γραφείο φορτσάτος και προχώρησε προς την αίθουσα συσκέψεων του τμήματος για να συναντήσει τους υπόλοιπους που δούλευαν πάνω στην υπόθεση. Οι συνάδερφοί του τον χαιρέτησαν, αλλά εκείνος τους αγνόησε.
«Είχαμε καμία εξέλιξη;»
«Φοβάμαι πως όχι, επιθεωρητά», του απάντησε μία νεαρή αρχιφύλακας που άκουγε στο όνομα Ναόμι Μπρέιβ.
«Ο Ρίκι έκανε καμία κίνηση;»
«Ο πομπός του δείχνει απλά πως περιπλανιέται στην πόλη και οι δικοί μας που τον παρακολουθούν αναφέρουν πως δεν έχει βρει ακόμα την κοπέλα», απάντησε ο αρχιφύλακας Ρέι Κινγκ και επικεντρώθηκε ξανά στην οθόνη του υπολογιστή που είχε μπροστά του.
«Η αδερφή της κοπέλας και η φίλης της έχουν κάνει καμία κίνηση για να επικοινωνήσουν μαζί της;»
«Όχι. Φαίνεται πως η Βαμβοπούλου έχει εξαφανιστεί από τον χάρτη, επιθεωρητά. Ούτε οι δικοί μας την έχουν βρει».
Ο Γκρέις ήταν έτοιμος να εκραγεί. «Ούτε και οι άντρες με τις δυνάμεις;»
«Ούτε και αυτοί, επιθεωρητά», απολογήθηκε ο Κινγκ και άρχισε να πληκτρολογεί κάτι στα γρήγορα.
Η πόρτα άνοιξε, φανερώνοντας την επιθεωρήτρια Μπρέντα Τζόουνς. «Υπήρξε καμία πρόοδος;» ρώτησε και στάθηκε με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από στήθος της, πλάι στον επιθεωρητή Γκρέις.
«Μόλις έκανα κι εγώ την ίδια ερώτηση και πήρα αρνητική απάντηση», είπε και έφυγε από την αίθουσα συσκέψεων για να γυρίσει πίσω στο γραφείο του.
Η Τζόουνς τον ακολούθησε και πρόλαβε να κρατήσει την πόρτα λίγο πριν κλείσει.
«Είναι σπάνιο να σε βλέπω τόσο συναισθηματικά φορτισμένο σε μία υπόθεση».
«Ναι, είναι. Απλά με τρώει το δίκιο και το κακό είναι πως δεν μπορώ να το διεκδικήσω, Μπρέντα", απάντησε ο Γκρέις και στήριξε τους αγκώνες του στην ξύλινη επιφάνεια του γραφείου.
«Δεν πιστεύεις πως η Βαμβοπούλου διέπραξε τον φόνο, παρόλο που όλα τα στοιχεία οδηγούν σε αυτήν».
«Όχι, δεν το έκανε η Χλόη. Την ξέρω αρκετά ώστε να μπορώ να το πω αυτό με σιγουριά. Κι εσύ, Μπρέντα, δεν πρέπει να συμφωνείς και πολύ με την έρευνα, σωστά;»
«Μπορείς να το πεις και διαίσθηση, Τόνι», δήλωσε η Τζόουνς με ένα μειδίαμα και τον άφησε μόνο με τις σκέψεις του.
Ακούστηκαν δύο χτύποι στην πόρτα και ο επιθεωρητής Γκρέις είπε να περάσουν. Την εμφάνισή του έκανε ο Άγγελος.
«Επιθεωρητή Γκρέις», χαιρέτησε τον μεγαλύτερο άντρα, ο οποίος απάντησε με ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού του και του έκανε νόημα να καθίσει σε μία από τις δύο καρέκλες που υπήρχαν στον χώρο.
Ο νεαρός προτίμησε να μείνει όρθιος και άρχισε την αναφορά του.
«Κύριε, λυπάμαι, αλλά δεν την έχουμε βρει ακόμα και το ρετιρέ της Ισμήνης Κορραίου δεν έχει τίποτα που μπορεί να φανεί χρήσιμο στην έρευνα».
«Άγγελε, οι δυο μας είμαστε, δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν τέτοιες τυπικότητες. Και σε παρακαλώ, κάθισε, θέλω να σου πω κάτι και να το βάλεις καλά στον νου σου».
Ο Άγγελος κάθισε στην άκρη της μιας καρέκλας. «Σας ακούω, επιθεωρητά».
«Όπως γνωρίζεις, όλα τα στοιχεία οδηγούν στην ενοχοποίηση της κοπέλας που κυνηγάμε, τη Χλόη Βαμβοπούλου».
«Ναι».
«Τον φόνο, όμως, δεν τον διέπραξε αυτή. Η κοπέλα, μπορεί να έχει ξανασκοτώσει αλλά το μετανιώνει πικρά μέχρι και σήμερα».
«Φαινόταν πως δεν το έκανε αυτή, επιθεωρητά», τον διέκοψε ο νεαρός.
«Ναι, γι’ αυτό πρέπει να τη βρούμε εμείς πριν τον Ρίκι ή το Μαύρο Ρόδο ή οποιονδήποτε άλλο που την αναζητεί! Αν τη βρει κάποιος άλλος, πολύ φοβάμαι πως η κατάληξη της Χλόης δεν θα είναι καλή, Άγγελε».
«Δεν νομίζω να εννοείτε αυτό που σκέφτομαι...»
«Πολύ φοβάμαι πως αυτό είναι. Ακόμα και φυλακή να πάει, θα βρούνε τρόπο να τη βγάλουν από τη μέση», ο επιθεωρητής πήρε μία βαθιά ανάσα και συνέχισε, «και η μόνη λύση είναι να την βάλουμε σε πρόγραμμα προστασίας και να βρούμε στοιχεία που την απενοχοποιούν».
«Για ποιον λόγο μου τα λέτε όλα αυτά;» απόρησε ο νεαρός με τα καστανά μάτια.
«Επειδή θέλω να τη βρεις εσύ, αν δεν το έχεις ήδη κάνει, Άγγελε. Που, δηλαδή, την έχεις βρει. Είσαι από τους καλύτερους της Στρατιωτικής Ακαδημίας, δεν νομίζω πως θα το άφηνες έτσι αυτό».
«Επιθεωρητά».
«Πρέπει να τη βοηθήσουμε! Να τη σώσουμε! Την ξέρω αρκετά για να μπορώ να πω πως αυτό που είχε μέχρι τώρα μόνο ζωή δεν ήταν!»
«Επιθεωρητά Γκρέις, σας παρακαλώ ηρεμήστε!» προσπάθησε να τον καθησυχάσει ο νεαρός.
«Συγγνώμη, παραφέρθηκα».
«Σας καταλαβαίνω αλλά μην ανησυχείτε, είμαι σίγουρος πως η Χλόη θα βρεθεί από εμάς πριν κάνει κίνηση ο Ρίκι».
«Σε παρακαλώ, αν τη δεις, πες της πως θα κάνω τα πάντα για να την αθωώσω», είπε χαμηλόφωνα ο επιθεωρητής Γκρέις και ο Άγγελος έγνεψε θετικά.
Ακόμα δεν καταλάβαινε πώς ο Γκρέις είχε καταφέρει να μάθει ποιος είχε βρει την κοπέλα, αλλά δεν το σχολίασε. Θα ρωτούσε τα Φαντάσματα αργότερα μέσα στο βράδυ.
***
Ο Άγγελος την είχε παραδώσει στα Φαντάσματα να την πάνε σπίτι γύρω στις τρεις το μεσημέρι, με τη δικαιολογία ότι είχε δουλειά. Όχι ότι η Χλόη δεν τον πίστευε, προς Θεού, ολόκληρος διπλός πράκτορας ήταν, αλλά την ενοχλούσε που της συμπεριφερόταν λες και ήταν κάποιο τρίχρονο. Παρόλα αυτά, δεν άνοιξε το στοματάκι της για να πετάξει μία από τις συνηθισμένες της σπόντες. Έμεινε ήσυχη και το κατάπιε, καθώς είχε να ασχοληθεί με πιο σοβαρά πράγματα.
Ακούμπησε τα βιβλία μαλακά πάνω στο γραφείο του δωματίου, το οποίο της είχε παραχωρηθεί και έκατσε στην καρέκλα. Έβγαλε την πένα και χρησιμοποιώντας τη δύναμή της, εμφάνισε ένα τετράδιο, ένα μολύβι, μία σβηστήρα και ένα στυλό. Είχε φτάσει η ώρα να πιάσει δουλειά.
Κάποιος χτύπησε ελαφρά την ανοιχτή πόρτα και η Χλόη γύρισε να δει ποιος ήταν.
«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε το Φάντασμα με τα γαλάζια μάτια.
«Ναι, φυσικά»,, «Λοιπόν, πώς μπορώ να φανώ χρήσιμη;»
«Ήθελα να μιλήσουμε», ξεκίνησε εκείνος και την πλησίασε.
«Για εκείνο το βράδυ, δύο χρόνια πριν, σωστά;» μάντεψε η κοπέλα.
«Ναι».
«Τι σύμπτωση! Κι εγώ ήθελα να σου μιλήσω για τότε!»
«Ωραία, ξεκίνα».
«Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να μην πεις στους άλλους δύο για τον Σμαραγδένιο Δράκο. Δεν θέλω να μάθουν πως είμαι η κάτοχός του, καθώς κι εγώ η ίδια προσπαθώ να το ξεχάσω μετά από εκείνο το βράδυ», είπε η κοπέλα και ανατρίχιασε στη θύμηση του νεκρού Χατζόπουλου. Του μοναδικού ανθρώπου που την είχε βγάλει τόσο εκτός εαυτού, ώστε να αναγκαστεί να τον σκοτώσει.
«Θα σεβαστώ την επιθυμία σου και δεν θα πω κουβέντα, αλλά είσαι σίγουρη πως δεν μπορείς να κάνεις έστω μία παραχώρηση και να τον χρησιμοποιήσεις για να βρούμε το Μαύρο Ρόδο;»
Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά. «Φοβάμαι πως δεν γίνεται. Θα πρέπει να βασιστείτε μόνο στη δύναμη των λέξεων που κατέχω, προς το παρόν».
«Φοβάσαι μη χάσεις ξανά τον έλεγχο του Δράκου;» τη ρώτησε το Φάντασμα.
«Δεν είναι μόνο αυτό. Η συγκεκριμένη δύναμη έχει αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη στα χέρια μου. Δεν θέλω να πάρω και άλλες ζωές στον λαιμό μου».
«Γι’ αυτό είμαστε εμείς τα Φαντάσματα και ο Άγγελος εδώ, Χλόη, για να σε βοηθήσουμε και να σε σταματήσουμε αν χρειαστεί. Σε παρακαλώ, μη διστάσεις να μου μιλήσεις αν χρειαστείς κάτι».
Η Χλόη τον κοίταξε με απορία. Μπορεί, πλέον, να ήταν σύμμαχοι αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει από πού πήγαζε όλο αυτό το ενδιαφέρον του για το άτομό της. «Εντάξει», αρκέστηκε να απαντήσει και γύρισε πίσω στη στήλη με τα βιβλία, παίρνοντας το πρώτο στα χέρια της.
«Μπορώ να βοηθήσω κάπως με τα βιβλία;»
«Μπορώ να το κάνω και μόνη μου, ευχαριστώ πάντως».
«Επιμένω, θέλω να βοηθήσω», δήλωσε και στάθηκε δίπλα της.
Η κοπέλα αναστέναξε και εμφάνισε ένα δεύτερο τετράδιο και ένα δεύτερο στυλό και του τα έδωσε μαζί με το δεύτερο βιβλίο της στήλης.
«Παρατήρησα πως μερικές λέξεις και φράσεις του κειμένου είναι υπογραμμισμένες. Για αρχή, καλό θα ήταν να τις βρούμε και να τις σημειώσουμε κάπου ξεχωριστά».
«Εντάξει», της απάντησε και παίρνοντας τα πράγματα στην αγκαλιά του, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, αφήνοντας την κοπέλα μόνη.
Η Χλόη έπιασε το μολύβι και άνοιξε το τετράδιο και το βιβλίο στην πρώτη σελίδα και αναρωτήθηκε τι εκπλήξεις της επιφύλασσε η ιστορία την οποία επρόκειτο να μάθει. Αλήθεια, τη γνώριζε ή θα της ήταν κάτι εντελώς άγνωστο;
Προσπέρασε την πρώτη σελίδα, καθώς δεν είχε καμία λέξη υπογραμμισμένη, όπως και η δεύτερη και η τρίτη. Την πρώτη λέξη τη βρήκε στη σελίδα με το νούμερο τριάντα και την αντέγραψε σε μία λευκή σελίδα του τετραδίου.
Ήταν η λέξη "πλάση", υπογραμμισμένη με πράσινο φωσφορούχο μαρκαδόρο.
Στην ίδια σελίδα υπήρχε και μία υπογραμμισμένη φράση, τα λόγια ενός από τους χαρακτήρες του βιβλίου. "Καλύτερα να πάω να καθαρίσω το δωμάτιο, μιας που περιμένουμε επισκέψεις"
.
Το σημείωσε και αυτό.
Είχε περάσει μία ώρα και η Χλόη είχε σημειώσει γύρω στις είκοσι λέξεις και πέντε φράσεις, αλλά ακόμα δεν είχε φτάσει στη μέση του βιβλίου. Συν, ότι έλειπαν και κάποιες σελίδες, πέρα από εκείνη που είχε βρει ο Άγγελος το μεσημέρι.
Σηκώθηκε από την άβολη καρέκλα και προχώρησε προς την κουζίνα, καθώς το στομάχι της έβγαζε έναν απειλητικό ήχο, σημάδι πως έπρεπε να βάλει κάτι στο στόμα της. Άνοιξε τα ντουλάπια και το ψυγείο, αλλά το μόνο φαγώσιμο που βρήκε ήταν ένα γιαούρτι, το οποίο είχε λήξει. Γύρισε πίσω στο γραφείο και έπιασε την πένα της. Εμφάνισε μία μακαρονάδα και ξαναπήγε στην κουζίνα για να τη φάει.
«Καλή όρεξη», της είπε το Φάντασμα κι εκείνη έγνεψε ένα ευχαριστώ.
«Θες;», τον ρώτησε, αφού κατάπιε τη μπουκιά.
«Όχι, ευχαριστώ. Τελείωσα με το βιβλίο και βρήκα περίπου δέκα λέξεις και φράσεις. Δυστυχώς, πρέπει να φύγω, οπότε το τρίτο βιβλίο είναι όλο δικό σου».
«Έγινε. Μπορείς να αφήσεις το τετράδιο και το βιβλίο πάνω στο γραφείο, φεύγοντας;»
«Φυσικά».
Αφού τελείωσε το γεύμα της, η κοπέλα έπιασε ξανά δουλειά με τα βιβλία και μετά από δύο ώρες, έκανε την εμφάνισή του ο Άγγελος.
Ο νεαρός έπεσε φαρδύς πλατ
ύς σε έναν από τους δύο καναπέδες, με το πρόσωπό του χωμένο στα μαξιλάρια.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς το δωμάτιο της Χλόης. Τη βρήκε σκυμμένη πάνω από ένα βιβλίο.
«Χλόη», είπε αλλά η κοπέλα ήταν απορροφημένη στο διάβασμα και δεν τον άκουσε.
«Χλόη!» ξαναείπε λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά, αλλά και πάλι εκείνη δεν γύρισε. Ήταν τόσο αφοσιωμένη στο βιβλίο, ώστε ο Άγγελος βρήκε την ευκαιρία να την παρατηρήσει λίγο καλύτερα. Το πράσινο βλέμμα της σκάναρε προσεκτικά μία-μία τις σελίδες και όπου έβρισκε κάτι υπογραμμισμένο το σημείωνε σε ένα τετράδιο που είχε από δίπλα. Ο ήχος της σελίδας που γύριζε και ο ήχος του μολυβιού να γλιστράει πάνω στο χαρτί ήταν εκκωφαντικοί, αν έπαιρνε κανείς υπόψη τη νεκρική σιγή που επικρατούσε μέσα στο σπίτι.
Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε ακριβώς από πάνω της, αλλά η Χλόη δε
ν φαινόταν να τον έχει καταλάβει. Ο κόσμος του βιβλίου είχε καταφέρει να κερδίσει την αμέριστη προσοχή της. Λάθος: ο κόσμος της Ισμήνης το είχε καταφέρει αυτό.
Το χέρι του νεαρού έπεσε βαρύ πάνω στον ώμο της κοκκινομάλλας, τρομάζοντάς την. Μόνο τότε γύρισε να τον αντικρίσει, οι παλμοί της καρδιάς της να έχουν εκτοξευθεί.
«Άγγελε! Με- με τρόμαξες, πού να σε πάρει! Τώρα ήρθες;»
Ο νεαρός χαμογέλασε πονηρά. «Έχει δέκα λεπτά. Σε φώναξα δύο-τρεις φορές και στέκομαι από πάνω σου εδώ και τρία λεπτά, αλλά εσύ βρίσκεσαι αλλού».
«Ναι, με συγχωρείς, αλλά οι λέξεις και οι φράσεις είναι αρκετές και προσπαθώ να τις αποκωδικοποιώ ταυτόχρονα», απάντησε η Χλόη και με ένα νεύμα έδειξε το τετράδιο.
«Μάλιστα...», έκανε ο Άγγελος και από την τσέπη του παντελονιού του έβγαλε πέντε διπλωμένες σελίδες, «σου έφερα τις σελίδες που έλειπαν από τα βιβλία».
Εκείνη τις άρπαξε από το κράτημά του και τις επεξεργάστηκε. «Είναι δύο από κάθε βιβλίο, μαζί με αυτή που βρήκες το μεσημέρι».
«Αχά».
«Έλα να με βοηθήσεις να τις βάλω στη σειρά!», τον πρόσταξε, μάζεψε τα βιβλία και τα τετράδια και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όπου και τα άπλωσε στο τραπέζι.
«Μάλιστα, στρατηγέ!», αναφώνησε ο νεαρός και χαιρέτησε στρατιωτικά, κερδίζοντας ένα βλέμμα απαξίωσης από την Χλόη.
«Λοιπόν, καλύτερα να πάρεις το δεύτερο βιβλίο». Έτεινε προς το μέρος του ένα σκούρο καφέ βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο. «Έχει τις λιγότερες σελίδες και υπογραμμισμένες λέξεις-φράσεις. Και προσπάθησε να βγάλεις κάποιο νόημα». Του έδωσε το τετράδιο, στο οποίο είχε σημειώσει τις λέξεις του βιβλίου το Φάντασμα προηγουμένως, και ένα στυλό.
«Δεν είναι δίκαιο να πάρω το μικρό κι εσύ να φορτωθείς τα υπόλοιπα!», παραπονέθηκε και της πήρε το πιο χοντρό βιβλίο από τα χέρια.
«Ξέρεις, δεν με ενοχλεί», του απάντησε και προσπάθησε να του πάρει πίσω το βιβλίο, αλλά το κράτημά του ήταν πιο δυνατό από το δικό της. «Άγγελε, άστο! Έχω να τελειώσω μία δουλειά!»
«Καλά, λιγότερη δουλειά για μένα».
Η κοπέλα άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα που είχε μείνει, συνειδητοποιώντας πως δεν υπήρχαν άλλα υπογραμμισμένα κομμάτια, κι έτσι έπιασε να ταιριάξει τις κομμένες σελίδες και να σημειώσει τις δικές τους λέξεις ή φράσεις.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου