Υποσυνείδητο.
Εκεί κρύβονται ενδόμυχες επιθυμίες.
Εκεί ξαποσταίνουν τα ραγισμένα όνειρα.
Εκεί απωθούνται οι μνήμες που αιμορραγούν.
Κάτω από τη συνείδηση.
Έτοιμα να βγουν στην επιφάνεια.
Έτοιμα κατασπαράξουν κάθε θραύσμα ευτυχίας.
Έτοιμα να ανοίξουν παλιές πληγές.
Εκεί κρύβονται ενδόμυχες επιθυμίες.
Εκεί ξαποσταίνουν τα ραγισμένα όνειρα.
Εκεί απωθούνται οι μνήμες που αιμορραγούν.
Κάτω από τη συνείδηση.
Έτοιμα να βγουν στην επιφάνεια.
Έτοιμα κατασπαράξουν κάθε θραύσμα ευτυχίας.
Έτοιμα να ανοίξουν παλιές πληγές.
Ο Άνταμ συνειδητοποιεί ότι δε μου παίρνει κουβέντα σχετικά με τον πραγματικό λόγο της επίσκεψής μου. Θέλω να του μιλήσω, μα το στόμα μου έχει σφραγίσει. Για να λύσει το μυστήριο, με παρασέρνει στο δωμάτιο με τους καθρέπτες. Ονομάζεται «Speculum Interiorem», το οποίο στα λατινικά σημαίνει «Εσωτερικός καθρέπτης». Η οικογένεια Ίνκουμπο το έχει στην κατοχή της από την πρώτη γενιά μεταλλάξεων και το καταραμένο δωμάτιο μεταβιβάζεται στους απόγονους φύλακες σαν κειμήλιο. Η λειτουργία του βασίζεται σε ένα πλήθος από κρυμμένους προβολείς, οι οποίοι έχουν τον τρόπο να παράγουν τις εικόνες του υποσυνειδήτου, οι οποίες ενεργοποιούνται και μεταδίδονται από τον εγκέφαλο με τη βοήθεια ενός παράξενου μείγματος αέρα. Για αυτό, το δωμάτιο παραμένει πάντοτε κλειστό και διαθέτει αυτόνομο σύστημα εξαερισμού και ανεφοδιασμού. Υπάρχουν συγκεκριμένες εργασίες για τους Αναλώσιμους, ώστε να διατηρούν τέτοια μέρη προηγμένης τεχνολογίας.
Ακολουθώ διστακτικά, δίχως διάθεση για αυτό που έπεται, αλλά και χωρίς αντοχές για ομιλία. Κλεινόμαστε μέσα στον ασφυκτικό χώρο. Κάθε γωνιά έχει και έναν νέο καθρέπτη. Σχηματίζουν έναν κύκλο και καλύπτουν μέχρι και την οροφή. Είναι σαν να έχουμε εγκλωβιστεί στο εσωτερικό ενός διαμαντιού. Οι αντανακλάσεις με ζαλίζουν. Όπου και αν στρέψω το κεφάλι, υπάρχει κίνηση, η δική μου κίνηση. Η οσμή του δωματίου είναι αναζωογονητική. Ξυπνά μέσα μου μνήμες και αισθήματα, τα οποία θέλω να κρατώ καταπιεσμένα πίσω από τείχη και κλειστές πόρτες.
«Το μισώ αυτό το δωμάτιο».
«Πάψε, θα τρίζουν τα κόκαλα των προγονών μου» αστειεύεται ανάλαφρα.
Σβήνει τα φώτα και βολεύεται πίσω από τους καθρέπτες, μέσα από μια σχισμή που διαγράφεται αχνά σαν σκιά. Τραβά τον καθρέπτη και τον ανακατευθύνει, ώστε ο κύκλος να κλείσει και το σόου να αρχίσει. Και έτσι απλά, ο εαυτός μου ξεκινά να σηκώνεται στις ανακλάσεις, και ας είμαι ακόμη καθισμένος στην καρέκλα μου.
«Ίντιθ» ψιθυρίζει, πριν να πέσει στα γόνατα ηττημένα. Ο Ήχος μοιάζει να ταξιδεύει στο δωμάτιο, μιμούμενος τη χροιά μου, από κάθε κατεύθυνση. «Δεν πρέπει να νιώθω τίποτα» επαναλαμβάνει ο νοητός Νόρμαν, ενώ κρύβει το κεφάλι του σε απόγνωση. Δε θέλω να βλέπω την αλήθεια που κρύβω. Καγχάζω και του ζητώ να ανοίξει τον κύκλο, μα είναι πολύ αργά και ο Άνταμ δεν πρόκειται να με λυπηθεί. Σαν σωστός φίλος, θα με αναγκάσει να υπομείνω όσα υπάρχουν μέσα μου, για να βρει έναν τρόπο να με βοηθήσει.
Τους πολλαπλούς εαυτούς μου, πλησιάζουν άλλες τόσες εκδοχές της. Σε άλλους κατοπτρισμούς με φιλούν, σε άλλους τη διώχνω, σε άλλους καταρρέουμε αγκαλιά… Και τότε, όλες οι εικόνες παγώνουν για να ζωντανέψει μονάχα μία. Μία, στην οποία εγώ είμαι γυμνός και το φτερό μου ξεδιπλώνεται. Εκείνη είναι εξίσου εκτεθειμένη. Κρύβεται στην αγκαλιά μου σαν να φοβάται και από τη σπονδυλική της στήλη εξέχουν ασημένια καρφιά.
«Υποσχέθηκες» με κατηγορεί.
Και βρισκόμαστε πίσω στην αρχή. Εκεί που ξεκίνησαν όλα. Οι μορφές μας μικραίνουν, για να χωρέσουν στα παιδικά μας κορμιά. Η Ίντιθ έχει κατάξανθα μαλλιά, τα οποία φτάνουν μέχρι τη μέση, και εγώ χρειάζομαι επειγόντως κούρεμα. Παίζουμε κάτι παράξενο, το οποίο είχα ξεχάσει.
«Αυτό είναι κουτσό».
«Δεν το καταλαβαίνω» μουρμουρίζει η μπερδεμένη μικρή μορφή μου.
«Διάβασα για αυτό. Ζωγραφίζουμε στο πάτωμα κάτι τέτοιο» μου δείχνει κάτι άνισα και κακοσχηματισμένα τετράγωνα, τα οποία έχει σχεδιάσει σε ένα μεγάλο χαρτόνι «και μετά χοροπηδάμε μέσα σε αυτά, στηριζόμενοι στο ένα πόδι».
«Και περνούσαν καλά, κάνοντας κάτι τόσο περίεργο;» ρωτώ ξινισμένα.
«Τα παιδιά τότε δεν είχαν τεχνολογία».
Κοιτάζω πίσω από τον ώμο μου ταυτόχρονα με εκείνη. Μια διάφανη οθόνη καταλαμβάνει τον μισό τοίχο και περιμένει να την αγγίξουμε για να ξεκινήσει άλλο ένα ταξίδι. Μου αρέσουν οι περιπέτειές μας στους φανταστικούς κόσμους της οθόνης. Αυτά είναι διασκεδαστικά παιχνίδια. Όχι το κουτσό.
«Μου αρέσει η δράση».
«Μα όταν παίζουμε όπως όλα τα άλλα παιδιά, δεν κουνιόμαστε ούτε λίγο» παραπονιέται.
Έρχεται κοντά μου και μου δίνει ένα φιλί στα χείλη. Ακουμπάω το στόμα μου με απορία. Τη ρωτώ τι ήταν αυτό και γελά.
«Όταν μεγαλώσουμε θα σε παντρευτώ. Ήθελα να είμαι η πρώτη που θα φιλήσεις. Αλλά αν θέλεις να μείνουμε για πάντα μαζί, υποσχέσου μου».
«Τι να υποσχεθώ;»
Κάνει μια διαδρομή επάνω στο χαρτόνι. Μου θυμίζει το αγαπημένο της ζώο, το καγκουρό. Μου το είχε δείξει σε ένα βιβλίο ζωολογίας, τονίζοντας πως είχε μια θήκη για να βολεύει το παιδί του και να το κουβαλάει με ασφάλεια –ποιος ξέρει αν υπάρχει στην άγρια φύση ή αν έχει εκλείψει τώρα πια. Ήταν… ανθρώπινο. Έτσι έλεγε η Ίντιθ. Μόλις καταφέρνει να φτάσει στην άλλη άκρη, στρέφεται προς το μέρος μου και χαμογελά πλατιά. Ακολουθώ με μισή καρδιά. Η διαδρομή αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μου. Φαίνεται σαν να το διασκεδάζω περισσότερο από όσο πίστευα.
«Είναι… διαφορετικό».
«Υποσχέσου ότι θα με βοηθήσεις να αλλάξω τον κόσμο. Ότι δε θα είναι έτσι για πάντα» μου ζητά, τείνοντας το χέρι προς την οθόνη.
«Σου το υπόσχομαι».
Οι απειράριθμες ανακλάσεις ζωντανεύουν ξανά. Δείχνουν την όλο και πιο σκοτεινή πορεία της ζωής μου. Το χαμόγελό μου σβήνει. Οι δολοφονίες βαραίνουν την ψυχή μου. Ο έρωτάς μου με την Ίντιθ πρέπει να διακοπεί, όπως ορίζει η κοινωνία μας. Απογοήτευση. Απομόνωση. Θυμός.
Και ξαφνικά, επανεμφανίζεται στο πλάνο. Είναι ακόμη πιο όμορφη. Τα χρόνια δεν της αφήνουν σημάδια. Γελά και στέκεται κοντά μου. Αναγνωρίζω αυτή την ανάμνηση. Είναι η ανάμνηση, αφότου τράβηξα την αμπούλα μακριά από το στόμα της Έλιας.
«Ήξερα ότι δεν έχεις πεθάνει».
Χαμογελά και μου δίνει ένα φιλί στα χείλη, αντιγράφοντας εκείνη τη στιγμή. Παίρνω το ίδιο αποχαυνωμένο βλέμμα. Η σιλουέτα της εξαϋλώνεται πίσω μου. Όλες οι εκδοχές μου με παρακολουθούν. Δεν αντέχω την οπτική επαφή, νιώθω να συρρικνώνομαι. Πώς γίνεται να με βλέπουν;
«Για εκείνη… Μα αν το έκανα για την Ίντιθ, γιατί την απωθώ ξανά;»
«Ο κόσμος δε θα αλλάξει».
«Πρέπει να αλλάξει».
«Δε θα είμαι εγώ αυτός που θα το κάνει».
Ξεκινούν να εναντιώνονται ο ένας στον άλλο. Δεν έχω δει κάτι παρόμοιο να συμβαίνει. Έχω μπει απειράριθμες φορές σε αυτό το δωμάτιο. Πώς γίνεται να εκπλήσσομαι τώρα;
«Γίνεσαι μαλακός, Νόρμαν, και θα το πληρώσεις ακριβά».
«Θα έχω κάτι από εκείνη, από εμάς. Την Έλια. Μπορώ να ζήσω με αυτό. Βασικά, θα είμαι πιο ευτυχισμένος από ότι ήμουν μέχρι τώρα».
«Και πώς θα ζήσει; Κλεισμένη σε ένα κλουβί για το υπόλοιπο της ζωής της;» Ο εαυτός μου στον καθρέπτη που βρίσκεται αντικριστά μου εξαγριώνεται με τους υπόλοιπους.
«Έχω τον Χένρι. Θα βρει τρόπο να επιτρέψει τον εγκλιματισμό της στον κόσμο».
«Τον Χένρι που επέτρεψε σε έναν κακοποιό να εκμεταλλεύεται τα θύματά του για να σώσει το τομάρι μου και τη ζωή της εγγονής του. Εκείνον που οδήγησε σε αυτό;» ωρύεται.
Οι άλλοι σωπαίνουν απότομα και ο έξω φρενών άντρας γίνεται διάφανος, μέχρι που ξεπλένεται από την εικόνα της κουζίνας του σπιτιού μου. Η Ίντιθ είναι τρομαγμένη και το χέρι μου τραβιέται από την πλάτη της. Το έντρομο βλέμμα μου συναντά τα κόκκινα ρυάκια και σύντομα βλέπει πως ο εχθρός μου, εκείνος τον οποίο ευνόησε ο Χένρι, για να με καλύψει, τράβηξε ένα ένα τα καρφιά της Ίντιθ.
«Αυτό ονομάζεται κάρμα» επανέρχεται η πικραμένη μου μορφή. «Σκότωσε το παιδί πριν να είναι αργά. Και ξέχνα αυτή την καημένη γυναίκα, δε φταίει σε τίποτα».
Ένα στερνό δάκρυ κυλά στο πρόσωπό μου. Κρύβω τον αποστάτη και αναμένω, μέχρι να σιωπήσουν οι καθρέφτες. Έπειτα, οι εικόνες χάνονται πίσω από την πραγματική αντανάκλαση. Εκείνη, όπου ένας σκυφτός άντρας, ατενίζει ανέκφραστα τον περίγυρό του, κρατώντας μέσα του μια ανεκδιήγητη έκρηξη.
Ο Άνταμ επιστρέφει στο δωμάτιο. Τα χείλη του κυρτώνουν προς τα κάτω και το κόκκινο των ματιών του φλέγεται από οργή. Επαναλαμβάνει το όνομα «Άρθουρ Λούπιν» μέσα από τα δόντια του. Στέκεται στο πλευρό μου, χωρίς να με κοιτάξει. Σφίγγει την πλάτη της καρέκλας, ίσως κάνοντας εικόνα πως στραγγαλίζει τον λύκο.
«Θα έχει πολύ άσχημα ξεμπερδέματα αυτός ο αχρείος».
Γυρνώ να τον κοιτάξω κουρασμένα. Δεν έχω αντοχές. Θέλω απλά να δώσω ένα τέλος σε όσα ξεκίνησα. Πρέπει να κρατήσω τη γυναίκα που αγαπώ ασφαλή, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να βρεθώ στο Ολύμπιο.
«Έχω καταχραστεί την εξουσία που μου δίνεται. Έχω καταδικάσει τα θύματα του Λούπους σε κακοποίηση. Έχω κάθε λόγο να παρουσιαστώ στο τμήμα παρέκκλισης και να μεταφερθώ στο Ολύμπιο. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποτρέψω το αιματηρό ντόμινο».
«Δε θα το έλεγα, Νόρμαν. Μπορείς πάντα να κάνεις τον θηρευτή θήραμά σου. Μην ξεχνάς πως αυτός είναι ένα ζώο, ενώ εσύ ένας άγγελος. Ποιος νομίζεις ότι επικρατεί έναντι του άλλου;»
«Πες ό,τι έχεις να πεις και σταμάτα να φιλοσοφείς» τον διατάζω, όσο σηκώνομαι και βγαίνω από το δωμάτιο σαν κυνηγημένος.
«Είναι ημέρα κατάταξης αύριο. Θα πας εκεί, θα σταθείς στο πλευρό του Χένρι και θα κερδίσεις την εμπιστοσύνη του. Όποιος είναι στις υπηρεσίες του, έχει να λέει ότι είναι γενναιόδωρος άνθρωπος. Θα περιμένεις μέχρι να εκλεχθεί, το οποίο αναμένεται να γίνει σε έξι μήνες, και τότε θα του ζητήσεις να σου επιτρέψει να σκοτώσεις τον Λούπους».
Γυρνώ να τον κοιτάξω, έκπληκτος από τη συμβουλή του. Μου ζητά να διαφθαρώ σε σημείο ανεπανόρθωτο, για να σκοτώσω έναν άλλο φύλακα; Έχει προηγούμενα μαζί του; Αδειάζω το ουίσκι που έχω αφήσει στο τραπέζι του σαλονιού.
«Και η Ίντιθ; Ποιος θα την προστατεύει για έξι μήνες;»
«Εσύ». Βλέποντας ότι δυσανασχετώ, συμπληρώνει «Αν δε φοβάσαι ότι θα ενδώσει στη σαγήνη μου, μπορώ να φιλοξενήσω ένα όμορφο θηλυκό, για όσο χρειαστεί».
«Να μου λείπει».
Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι το βασανισμένο της πρόσωπο και την κατεστραμμένη της ραχοκοκαλιά. Το μίσος σκαρφαλώνει από το στομάχι μέχρι το κεφάλι μου. Τον αποστρέφομαι. Άνοιξε έναν πόλεμο και ήμουν έτοιμος να σηκώσω μια λευκή σημαία –ή κάτι παρόμοιο που είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο.
Όχι, η σημαία θα είναι κόκκινη και ποτισμένη με το αίμα του.
Ράνια Ταλαδιανού