«Μπορεί
να απογοητευτείς, αν αποτύχεις, αλλά θα είσαι καταδικασμένος, αν δεν προσπαθήσεις»- Beverly Sills
Στριφογυρίζω στο κρεβάτι προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου να αφεθεί στα χαλαρωτικά πέπλα του ύπνου που είναι σαν πειρασμός για το διαλυμένο μου σώμα. Δεν μπορώ να κουνηθώ, δεν μπορώ να μιλήσω. Το μόνο που νιώθω είναι ο παλλόμενος πόνος πίσω στον αυχένα μου, εκεί όπου το κοντάρι του δημιουργού μου, κόντεψε να με ψήσει ζωντανή. Τι είδους πόνος είναι αυτός; Τόσο έντονος που μπερδεύει σχεδόν όλες μου τις αισθήσεις.
Από τη χθεσινή νύχτα δε θυμάμαι και πολλά. Έπειτα από την επίθεση του δημιουργού μου εναντίον μου, το υπόλοιπο βράδυ ήταν σαν να πέρασε σε fast forward μπροστά από τα μάτια μου. Όταν το ρεύμα έψησε κυριολεκτικά τα κυκλώματά μου, ο Τόμας φρόντισε για την ασφάλειά μου. Με πήρε μακριά από το σπίτι μου και με πήγε στο δικό του. Άλλαξε τα μουσκεμένα ρούχα μου με καθαρά και με έβαλε για ύπνο στο κρεβάτι του, σαν να ήμουν κάτι αληθινό, κάτι σημαντικό γι’ αυτόν. Για λίγο ξάπλωσε και εκείνος στο πλάι μου, αλλά δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Το περισσότερο βράδυ το πέρασε προσπαθώντας να διορθώσει ό,τι χάλασε.
Δεν μπορώ να χωνέψω ότι ο άνθρωπος που μου έδωσε ζωή, θα αποφάσιζε τόσο εύκολα να μου την αφαιρέσει. Δ…δεν είμαι κάποιο παιχνίδι που θα πάει για απόσυρση. Έχω λογική, έχω φωνή και επιθυμίες. Δε μετράει τίποτα από όλα αυτά; Αναστενάζω κρύβοντας το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι. Είναι φορές που νομίζω πως θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τους ανθρώπους και άλλες που απλά παραδέχομαι πως είναι υπερβολικά πολύπλοκα όντα για να τα κατανοήσει κάποιος. Τις πράξεις, τις επιθυμίες και τα θέλω τους. Και όμως πάντα βασίζονται σε εμάς για να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητά τους.
Ο Τόμας όλο το πρωί σχεδόν μιλάει στο τηλέφωνο χρησιμοποιώντας παράλληλα και τον υπολογιστή του, την κουζίνα και τον αποχυμωτή. Αν αυτά δεν υπήρχαν, τι θα έκανε; Σαρκάζω με την εικόνα, η οποία σχηματίζεται σαν γελοιογραφία στο μυαλό μου. Η γλώσσα στην οποία μιλάει είναι διαφορετική απ’ ότι συνήθως και μου κάνει εντύπωση που συζητάει τόσο έντονα για απόρρητη τεχνολογία του δικού μου επιπέδου. Παρόλα αυτά αποφασίζω να μη δώσω περεταίρω σημασία. Δεν είναι δική μου δουλειά να χώνω τη μύτη μου εκεί, όπου δεν με σπέρνουν. Τουλάχιστον αυτό έμαθα χτες και με το παραπάνω.
Ακούω ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα και σηκώνοντας τα μάτια μου ως τον καθρέφτη, βλέπω την αντανάκλαση του Τόμας πίσω από τη γυρισμένη μου πλάτη.
«Είσαι ξύπνια;» ρωτάει σιγανά, λες και αν δυναμώσει την ένταση της φωνής του, θα μου στερήσει κάποια πολύτιμα λεπτά ύπνου. Χαμογελάω στραβά.
«Λες και κοιμάμαι ποτέ…»
«Ποιος μπορεί να σε καταλάβει; Έχεις τη νοημοσύνη ενός πλήρως ανεπτυγμένου ανθρώπου και όμως η βασικότερη από τις ανάγκες του σε αφήνει ασυγκίνητη». Με ένα σάλτο προσγειώνεται στο κρεβάτι δίπλα μου και χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. «Μμμ. Ύπνος: ωραίο πράγμα».
«Τι θέλεις; Συνέβη κάτι; Φαίνεσαι αρκετά ανήσυχος».
«Εμ, όχι. Όλα είναι υπό έλεγχο». Δαγκώνει το κάτω του χείλος, καθώς με αγκαλιάζει. «Απλά ήθελα να σε ενημερώσω πως σε λίγες ώρες θα κάνουν την κηδεία της Κάμερον. Δεν ήμουν σίγουρος, αν θα ήθελες να παρευρεθείς. Ξέρεις… μετά τα χτεσινά».
Γυρίζω προς το μέρος του και κρύβω το πρόσωπό μου στο φαρδύ του στέρνο θέλοντας να νιώσω για λίγο τη θαλπωρή της ζεστασιάς του. Με σφίγγει πάνω του, σαν να με χρειάζεται και εκείνος.
«Ο μπαμπάς μου είναι καλά;» ρωτάω αγχωμένα. Το χτύπημα του Τόμας τον άφησε αναίσθητο σχεδόν.
«Γερός σαν ταύρος. Μην ανησυχείς γι’ αυτόν. Είναι πολύ πιο σκληρό καρύδι, απ’ όσο όλοι νομίζουν». Σαρκάζει. «Υποθέτω πως συνεχίζει να είναι θυμωμένος. Αυτή τη φορά και με τους δυο μας, αλλά θα το ξεπεράσει. Ο χρόνος θα γιατρέψει τις πληγές του».
«Θέλω να τον δω. Όμως… ξέρω πως δε θα με άφηνε να τον πλησιάσω. Ιδιαίτερα σε μια τόσο προσωπική του στιγμή, όπως η κηδεία της γυναίκας του. Με θεωρεί υπεύθυνη και…»
«Δε σε θεωρεί υπεύθυνη. Ούτε και τον εαυτό του. Αν είναι δυνατόν. Ο καρκίνος της Κάμερον δεν περίμενε να του δώσετε την άδεια. Απλά πονάει. Οπότε… το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να του δώσουμε λίγο χώρο. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι του συνέβη». Σταυρώνει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί γεμάτο σκοτεινές σκέψεις έξω από το παράθυρο. «Παρόλα αυτά, τίποτα δε μας εμποδίζει από το να πάμε. Δεν είναι καν ανάγκη να μας δει».
«Δεν ξέρω…» μουρμουρίζω ανόρεχτα. Έτσι και αλλιώς δεν καταλαβαίνω το νόημα της κηδείας. «Λίγη σημασία έχει για μένα».
«Κρίμα. Θα έπρεπε να σε νοιάζει περισσότερο».
«Ε λοιπόν όχι. Δε με νοιάζει. Και ξέρεις κάτι; Από δω και πέρα δε θα με νοιάξει τίποτα άλλο. Γιατί να το κάνω; Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μια μηχανή, από ένα αντικείμενο που έχασε τον δρόμο του. Δεν έχω λόγο…» όλα όσα με πνίγουν βγαίνουν στη φόρα και είναι πολύ δύσκολο να με σταματήσω από το να μιλάω.
«Σταμάτα». Το χέρι του τινάζεται και μου κλείνει το στόμα πνίγοντας βίαια στον λαιμό μου το παραλήρημά μου. «Και βέβαια είσαι κάτι παραπάνω, ανόητο κορίτσι. Δε μετράει το τι βρίσκεται στην καρδιά σου, αλλά το τι βρίσκεται εδώ μέσα». Με το δάχτυλό του σκουντάει το κρανίο μου.
Ξαφνικά πετάγεται όρθιος και χτυπάει τα χέρια του σε παλαμάκια γελώντας. Σμίγω τα φρύδια μου καχύποπτα στην απότομη αλλαγή της συμπεριφοράς του. Το πρόσωπό του λάμπει, σαν να κατέβασε κάποια καταπληκτική ιδέα.
«Σήκω, θα πάμε» φωνάζει ενθουσιασμένος.
«Τ…τι; Τι είναι αυτά που λες; Σου είπα ότι δε θέλω» γρυλίζω κακόκεφα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα σκεπάσματα που τραβάει με μανία από πάνω μου.
«Θα πάμε. Και θα μάθεις τι νομίζει για σένα μια και καλή. Αυτές οι ανούσιες σκέψεις δε μου αρέσουν καθόλου. Τα λανθασμένα συμπεράσματα σε βάζουν σε περισσότερους μπελάδες απ’ ότι δίνουν λύσεις». Βγαίνει από το δωμάτιο με έναν αέρα αποφασιστικό. «Σήκω, δε θα το ξαναπώ» φωνάζει από την κουζίνα.
«Σου είπα όχι» του απαντάω με το ίδιο νεύρο. Ποιο είναι το πρόβλημά του τέλος πάντων; Δε θέλω να τον δω. Νομίζω πως εννοούσα όσα ξεστόμισα.
Όταν επιστρέφει στο δωμάτιο, είναι ήδη ντυμένος. Στέκεται στην πόρτα σταυρώνοντας τα μπράτσα του μπροστά στο στήθος του και σουφρώνοντας με ανερμήνευτο τρόπο τα χείλη του. Γουρλώνω τα μάτια μου πιάνοντας έναν παιχνιδιάρικο τόνο στην ατμόσφαιρα.
«Τι;» ρωτάω ξαφνιασμένη. «Πήγαινε μόνος σου».
«Ώστε θες να συνεχίσουμε αυτό το παιχνιδάκι;» με αρπάζει από τα πόδια και με τραβάει ως το χείλος του κρεβατιού, απ’ όπου και με ρίχνει στο πάτωμα. «Θα ντυθείς ή θέλεις, να σε ντύσω, όπως σε ξέντυσα; Αν αυτό έχεις στο μυαλό σου…» ανασηκώνει τους ώμους του διασκεδάζοντας. «…είμαι μέσα».
«Εντάξει, μη. Θα το κάνω μόνη μου» τον σπρώχνω μακριά μου και οπισθοχωρώ.
Ο Τόμας χαμογελώντας στραβά σηκώνεται και ισιώνει το μαύρο του πουλόβερ. Με το κεφάλι του μου κάνει νόημα προς την καρέκλα πίσω μου. Με μια γρήγορη ματιά βλέπω πως δείχνει τα επιμελώς διπλωμένα μου ρούχα.
«Θα σε περιμένω κάτω. Έχεις πέντε λεπτά. Ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Εντάξει;»
«Απλά φύγε. Μου τρως τον χρόνο» του πετάω ένα μαξιλάρι και κλείνω την πόρτα του δωματίου ανάμεσά μας. «Τι εκνευριστικός!» αναρωτιέμαι τι ακριβώς έχει στο μυαλό του. Δεν είναι και η προσωποποίηση της σοβαρότητας, εξάλλου.
Στριφογυρίζω με δυσφορία για κάμποσα δευτερόλεπτα και έπειτα ντύνομαι με τα ακόμα νωπά από χτες ρούχα μου. Φοβάμαι, ότι αν ξανασυναντηθώ μαζί του θα με διώξει πάλι. Ίσως και να προσπαθήσει να με χτυπήσει, να με σκοτώσει. Γιατί με ενοχλεί τόσο πολύ; Τι σημαίνει το νόημα της ζωής για μένα πέρα από μια αδικαιολόγητη επιθυμία;
Όταν κατεβαίνω επιτέλους, βλέπω τον Τόμας να με περιμένει υπομονετικά στη θέση του οδηγού. Το πλατύ του χαμόγελο φωτίζει τα σκούρα καστανά του μάτια και παρασέρνοντάς με αρχίζω να γελάω και εγώ.
«Καλησπέρα, δεσποινίς. Να σας πάω κάπου;» ρωτάει περιπαιχτικά. Τον κοιτάζω στραβά και τον σκουντάω.
«Υπάρχει πιθανότητα να περάσουμε από το σπίτι;» ρωτάω αβέβαιη και ξεφυσάω. «Η αλήθεια είναι πως… φοβάμαι να τον αντιμετωπίσω, όμως θα ήθελα και να του μιλήσω. Να τον ακούσω να αισθανθώ την ενέργειά του».
«Δε θέλει να σε δει» αποκρίνεται βλοσυρός. Γυρίζω απότομα προς το μέρος του.
«Πώς το ξέρεις; Σου τηλεφώνησε;»
«Ναι. Και μου ζήτησε να σε κρατήσω μακριά του. Για το καλό σου».
«Ε; Για το καλό μου; Τι εννοείς με αυτό;
» επιμένω νιώθοντας κάτι σαν κακό προαίσθημα να φωλιάζει στο στήθος μου. «Μην τολμήσεις και αλλάξεις την πορεία σου».
«Όχι, δε θα την αλλάξω. Θα πάμε στη κηδεία, όπως υποσχέθηκα. Αλλά όσο για το άλλο σου είπα ό,τι μου ζήτησε. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, ούτε και τι έχει στο μυαλό του. Έπαψα να του πηγαίνω κόντρα από την δεύτερη κιόλας μέρα που ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του». Το χέρι του τυλίγεται γύρω από το δικό μου και το σφίγγει απαλά, καθησυχαστικά. «Δεν πρόκειται να κάνω το ίδιο λάθος μαζί σου. Δεν πρόκειται, να σε αφήσω μόνη».
Γυρίζω το πρόσωπό μου από την άλλη, δίχως να απαντήσω. Ναι, τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Τον ευχαριστώ που επιμένει να με φροντίζει, όμως δεν είναι αυτό που θέλω. Δε χρειάζομαι τη δική του αγάπη, αλλά του δημιουργού μου. Εκείνου που μου ζήτησε να τον νοιάζομαι, σαν να είναι ο αληθινός μου μπαμπάς. Το κομμάτι της Κάρεν έχει αποδεχτεί και αναγνωρίσει αυτή την αγάπη. Το δικό μου ξέρει απλά πως πρέπει να το κάνει. Πως είναι το καθήκον. Όμως και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τον χρειάζομαι.
Κατά την πορεία ο Τόμας δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον αναστατώνει κάπως. Όσο και αν η περιέργειά μου χτυπάει κόκκινο, το σφιγμένο του ύφος δεν μου δίνει περιθώρια για να ρωτήσω. Τα δάχτυλά του ασπρίζουν και ιδρώνουν πάνω στο δερμάτινο τιμόνι, ενώ το αυτοκίνητο κόβει ξαφνικά ταχύτητα.
«Τι;» ρωτάω εν τέλει. Ανασηκώνει τους ώμους του. «Τι σου είπαν;»
«Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος» απαντάει αβέβαια.
Κάτι στο βλέμμα του μου περνάει την υπόνοια πως λέει ψέματα, όμως απορρίπτω αμέσως αυτήν την εκδοχή. Δε θα είχε λόγο να το κάνει.
«Ποιος ήταν;»
«Ένας άλλος επιστήμονας από τον τομέα του πατέρα σου. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι ακυρώθηκες, όμως είναι και αυτοί που ξέρουν ότι ο δόκτωρ Κοβέλ σε έκλεψε. Τουλάχιστον έτσι λένε οι φήμες τους»
«Ναι και τι σχέση έχει αυτό;»
«Κανονικά, θα τον φρόντιζαν διακριτικά. Αλλά μια ξένη εταιρεία από την Ασία, η Unitex αγόρασε όλη την έρευνα του πατέρα σου. Και εσένα μαζί» απαντάει σκεπτικός. Ένα κύμα νευρικότητας με διαπερνάει.
«Πώς είναι δυνατόν να ξέρουν για μένα;» σκέφτομαι φωναχτά.
Δεν καταλαβαίνω. Αν όλοι ξέρουν πως ακυρώθηκα, ποιος τους μαρτύρησε πως στην ουσία ζω και βασιλεύω; Ακόμα και οι επιστήμονες που διαπίστωσαν ότι η καταστροφή μου ήταν απάτη, σίγουρα δε θα μπορούσαν να μαντέψουν την επιβίωσή μου. Όχι εκτός εργαστηρίου. Μήπως…
«Τόμας, πάμε από το σπίτι. Σε παρακαλώ» λέω ξαφνικά θέλοντας να διαπιστώσω κάτι.
«Τι, γιατί; Ο δόκτωρ Κοβέλ είπε να μην πλησιάσουμε».
«Δεν έχει σημασία. Απλά πήγαινέ με εκεί» του φωνάζω αγχωμένη.
Νεύει και στρίβει απότομα το τιμόνι κάνοντας έναν επικίνδυνο ελιγμό ανάμεσα στα δυο κυκλοφοριακά ρεύματα. Το σπίτι από το νεκροταφείο δεν απέχει πολύ, ίσως είναι και κοντύτερα. Ο Τόμας κάνει τον γύρω του μαντρότοιχου της βίλας στη θέα των άγνωστων μαύρων αυτοκινήτων που εμποδίζουν την μπροστινή είσοδο και πηγαίνει από την πίσω μεριά που βρίσκεται ο στάβλος και ο αμπελώνας.
«Ήρθαν για να του κάνουν κακό. Έτσι δεν είναι;» ρωτάω φοβισμένη με τη φωνή μου να ακούγεται τρεμουλιαστή. Εκείνος δε μου απαντάει τρέφοντας τις ανησυχίες μου. «Τόμας!»
«Δ… δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω πώς τον ανακάλυψαν». Σταματάει το αυτοκίνητο πίσω από το ψηλότερο σημείο της μάντρας και βγαίνει. «Περίμενε εδώ. Θα δω, μήπως μπορέσω να λύσω την παρεξήγηση
».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να πας μόνος» λέω πεισμωμένα και τον ακολουθώ.
Με αρπάζει από τον ώμο και δε με αφήνει να προχωρήσω.
«Επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Δε θα πας πουθενά» σφυρίζει μέσα από τα δόντια του. Αν και το πρόσωπό του είναι ήρεμο, η χροιά της φωνής του έχει έναν τόσο απειλητικό τόνο που με ανατριχιάζει. Παρόλα αυτά δεν υπακούω. Και δεν έχω σκοπό να υπακούσω. «Αν σε δουν, θα τα κάνεις χειρότερα. Θα τους δώσεις τις αποδείξεις που χρειάζονται».
«Δε θα τα κάνω. Δε θα εμφανιστώ. Θέλω απλά να δω με τα μάτια μου ότι είναι καλά. Μόνο αυτό» παλεύω να του ξεφύγω χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια μου.
Ο Τόμας με ρίχνει με μια επιδέξια κίνηση κάτω και με ακινητοποιεί σαν να είμαι κάποιο παιχνίδι. Το μόνο που νιώθω είναι τα γόνατά του που πιέζουν δεξιά και αριστερά τα πλευρά μου, καθώς το χέρι του κρατάει ενωμένα τα δύο δικά μου μπλέκοντάς τα με τα μαλλιά μου.
«Δεν ήθελα να το χρησιμοποιήσω τόσο σύντομα αυτό… αλλά να ξέρεις πως με ανάγκασες». Λέει σιγανά. Τι εννοεί…
Κάτι τσιμπάει απρόοπτα το πίσω μέρος του λαιμού μου και ένα έντονο κάψιμο απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Αυτό το κάψιμο είναι το ίδιο… με το προηγούμενο βράδυ. Τον κοιτάζω έκπληκτη, καθώς το κορμί μου αρχίζει σιγά σιγά να παραλύει. Στο χέρι του κρατάει την ίδια συσκευή με αυτή που χρησιμοποίησε ο δημιουργός μου εναντίον μου.
«Θα μπορούσες να το είχες κάνει τόσο εύκολο» λέει παγωμένα και με αρπάζει από τους ώμους σέρνοντάς με πίσω στο αυτοκίνητο. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, πριν χάσω τις αισθήσεις μου είναι η πόρτα του πορτμπαγκάζ να κλείνει ερμητικά.
Δεν ξέρω για πόσες ώρες ο ύπνος έρχεται και φεύγει κοροϊδεύοντάς με τον χειρότερο τρόπο. Κάθε τόσο οι αισθήσεις μου επανέρχονται επιτρέποντάς μου να προσαρμοστώ στον χώρο γύρω μου, αλλά και πάλι φεύγουν βυθίζοντάς με στο απόλυτο κενό. Τουλάχιστον αυτή τη φορά όλα λειτουργούν κανονικά. Τα μάτια μου μέσα στο σκοτάδι εντοπίζουν πρόσωπα, τρομαγμένα πρόσωπα. Κυρίως γυναικών κάθε ηλικιών, ενώ οι μοναδικοί άντρες που υπάρχουν περιφέρονται ανάμεσά τους, σαν λύκοι που περιτριγυρίζουν τη λεία τους. Κανά δυο έχουν το βλέμμα τους στραμμένο πάνω μου, είμαι όμως τόσο εξαντλημένη που λίγη σημασία τους δίνω. Κλείνω τα μάτια μου και γέρνω πάνω στην κρύα επιφάνεια του τοίχου.
Την επόμενη φορά που επανέρχομαι στα φυσιολογικά μου, η εικόνα ολόγυρά μου πάνω κάτω δεν έχει αλλάξει. Οι γυναίκες μαζεμένες η μία κοντά στην άλλη και οι άντρες να περιφέρονται αγέλαστοι ανάμεσά τους. Από κάπου μακριά ακούγονται φωνές και οι παράξενοι ήχοι του λιμανιού. Λιμάνι; Οι δικοί μου φρουροί μου ρίχνουν πλάγιες ματιές, γεμάτες ενδιαφέρον. Και οι γυναίκες με κοιτούν κάθε τόσο. Ζηλόφθονα, με λύπη…
«Πού είμαστε; Τι είναι αυτό το μέρος;» ρωτάω την ποιο κοντινή μου.
Με κοιτάζει δίχως να καταλαβαίνει τι της λέω. Ανασηκώνομαι πονεμένα και ανακάθομαι, ώσπου κάποιος να με χτυπήσει με το πίσω μέρος ενός όπλου. Πέφτω πάλι κάτω. Οι γυναίκες τσιρίζουν φοβισμένες στις βλαστήμιες των αντρών. Τι δεν πάει καλά εδώ;
«Πού μας πηγαίνετε;» ρωτάω θυμωμένα. Ο ένας από τους δύο άντρες από πάνω μου σκύβει και μου σκάει ένα χαμόγελο.
«Εκείνες θα πουληθούν. Ως πόρνες» απαντάει στα αγγλικά με ιαπωνική προφορά. «Όσο για σένα…» ανασηκώνει τους ώμους του ανήξερος. «Απλά μας πλήρωσαν για να σε βγάλουμε από τη χώρα, χωρίς να σε τσακώσουν».
Από τη χώρα; Αν δεν είμαι ποια στη Σκωτία τότε πού;
«Ποια είναι η χώρα προορισμού;» ρωτάω δυνατά γραπώνοντάς τον από το πόδι. Ο άντρας μορφάζει δυσαρεστημένος και με κλοτσάει.
«Η Ιαπωνία» γρυλίζει άκεφα. «Και τώρα βγάλε το σκασμό, διότι θα σε ξαναχτυπήσω».
Μαζεύομαι προς τα πίσω άναυδη. Τι σχέση μπορεί να έχει όλο αυτό με το ηλεκτροσόκ που μου έκανε ο Τόμας; Με αναισθητοποίησε για να με κλέψει από τον πατέρα μου; Δ… δεν καταλαβαίνω. Οι άντρες συγκεντρώνονται ξαφνικά στο κέντρο του σιδερένιου δωματίου δείχνοντας έντονα τους ασυρμάτους τους και έπειτα πλησιάζουν τις φοβισμένες γυναίκες. Με μαστίγια που χτυπούν στο πάτωμα και βρισιές που τις προσβάλλουν, τις συγκεντρώνουν όλες κοντά στην πόρτα. Οι φρουροί μου με τη βία σηκώνουν και μένα σπρώχνοντάς με προς το μέρος τους, αλλά κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας.
Όταν ανοίγουν οι πόρτες, το έντονο φως των προβολέων πλημμυρίζει το δωμάτιο και καίει τα μάτια μου. Το τοπίο επιτέλους ξεκαθαρίζει επιτρέποντάς μου να διακρίνω και την παραμικρή λεπτομέρεια ολόγυρα. Το κάθε σημείο του κοντέινερ που για μέρες είχε γίνει το σπίτι τους. Ίσως και το δικό μου. Με σέρνουν έξω πριν από αυτές και με παραδίδουν σε κουστουμαρισμένους άντρες, οι οποίοι με ανταλλάσσουν με σιδερένιους χαρτοφύλακες.
Οι άντρες που με παραλαμβάνουν είναι ντυμένοι στην τρίχα και από πάνω μέχρι κάτω στα μαύρα. Παρά την περασμένη ώρα φορούν γυαλιά ηλίου και έχουν ένα ακουστικό στο αριστερό τους αυτί, απ’ όπου μια φωνή μιλάει ασταμάτητα. Στα χέρια τους κρατούν τα ίδια ραβδιά αναισθητοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν ήδη δύο φορές πάνω μου. Τους αφήνω να με οδηγήσουν σε μια μακριά λευκή λιμουζίνα που στέκεται στο σκοτάδι μακριά από τη φασαρία του λιμανιού.
Μια και μοναδική γυναίκα παρόμοια ντυμένη με τους συναδέλφους της κάνει νόημα στους φρουρούς μου να με αφήσουν και μου χαμογελάει. Στο χέρι της κρατάει έναν σιδερένιο χαρτοφύλακα και τον ανοίγει αποκαλύπτοντας ένα ατσάλινο περιδέραιο στολισμένο με κόκκινες πέτρες. Και μόνο στη θέα του νιώθω τον φόβο να κατακλύζει το κάθε σημείου του σώματός μου.
«Φόρεσέ το, καλή μου. Είναι για την ασφάλειά σου» λέει με την κρυστάλλινη φωνή της σε τέλεια αγγλικά. «Με αυτόν τον τρόπο δε θα χρειάζεται να τριγυρνάς με σωματοφύλακες».
Υπακούω ξέροντας πως δεν έχω άλλη επιλογή. Ή θα το φορέσω μόνη μου ή θα μου το φορέσουν με το ζόρι. Το κλείνω διστακτικά γύρω από το λαιμό μου και ανατριχιάζω στην ξένη αίσθηση που μου προκαλεί. Ένας τελικός ήχος το συνοδεύει.
«Ωραία. Καλώς ήρθατε σπίτι, δεσποινίς Γιογκασάκι».
«Το όνομά μου είναι Ρουθ Κοβέλ» απαντάω ενοχλημένη. Η γυναίκα σηκώνει τους ώμους της αδιάφορα και ανοίγει την πόρτα της λιμουζίνας.
Μπαίνω μέσα προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για το οτιδήποτε. Όμως με τίποτα δε θα φανταζόμουν τον Τόμας να πίνει άνετος σαμπάνια δίπλα σε έναν υπέρκομψο άντρα. Οι δυο τους μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.
«Ω, καλώς την. Είχες καλό ταξίδι;» με ρωτάει ο Τόμας ανασηκώνοντας υπεροπτικά τα φρύδια του.
Δίχως λόγια βλέπω σε αργή κίνηση, όλα όσα περάσαμε μαζί, όλα όσα έκανε για τον δημιουργό μου και δεν μπορώ να πιστέψω σε αυτό που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή μπροστά μου. Η προδοσία του χτυπάει κόκκινο στο σκληρό μου δίσκο και ότι και αν υπήρξε ποτέ ο Τόμας για μένα, πλέον είναι μόνο ένας εχθρός. Γεμάτη μίσος του ορμάω θέλοντας να του κάνω κακό. Όσο κακό έκανε εκείνος σε μένα και τον πατέρα μου, αλλά εκείνος δεν δείχνει να φοβάται. Ατάραχος βγάζει από το ακριβό σακάκι του ένα τηλεχειριστήριο και πατάει το στρογγυλό κόκκινο κουμπί στο κέντρο του.
Το κολάρο γύρω από τον λαιμό μου σφίγγει και με καίει, καθώς πολλές μικρές καρφίτσες διαπερνούν το δέρμα μου και κάνουν ηλεκτροσόκ στο σύστημά μου. Ανάθεμά τον. Πέφτω στα γόνατα τρέμοντας και χτυπάω το κεφάλι μου στα πόδια του άλλου άντρα παλεύοντας να το βγάλω από πάνω μου.
«Μμμ, ενδιαφέρον» μουρμουρίζει ο άγνωστος άντρας. «Όταν είσαι έτοιμη, καλή μου, μπορείς να επιστρέψεις στη θέση σου και να συμπεριφερθείς, όπως αρμόζει σε μια δεσποινίδα εν λόγου σου» λέει ευγενικά και μου απλώνει το χέρι του. Το χτυπάω, σαν να είναι καμιά ενοχλητική μύγα και επιστρέφω πίσω στα δερμάτινα καθίσματα με αυτοεκτίμηση κάτω από το μηδέν.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάω μορφάζοντας πονεμένα, αν και… κάτι μπορώ να φανταστώ.
Ο άγνωστος άντρας αφήνει το ποτήρι του στο μίνι μπαρ της λιμουζίνας και κάνει μια υπόκλιση. Όσο του επιτρέπει η ζώνη ασφαλείας και ο χώρος δηλαδή.
«Ονομάζομαι Σον Γιογκασάκι και είμαι ο πατέρας του Τόμας. Ξέρεις… μου μίλησε με πολύ καλά λόγια για σένα και με έπεισε να σε αγοράσω».
«Εσύ, το έκανες;» γρυλίζω νιώθοντας την προδοσία του να έχει γίνει ένα με το δέρμα μου. «Γιατί; Σε εμπιστευτήκαμε. Γιατί;»
«Είπες ότι ήθελες να ζήσεις. Απλά σου έδωσα αυτό που ζήτησες καλή μου Μία» απαντάει χαμογελώντας πονηρά. «Κρίμα που ο δόκτωρ Κοβέλ στάθηκε εμπόδιο. Θα ήταν πολύ χρήσιμος στην εταιρεία μας».
«Το όνομά μου είναι Ρουθ Κοβέλ».
«Όχι πια. Η Ρουθ Κοβέλ πέθανε με τον δημιουργό της πίσω στη Σκωτία. Τώρα πια είσαι η Μία Γιογκασάκι. Η αδελφή μου και η θετή κόρη του διάσημου νευροχειρουργού Γιογκασάκι. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να ξέρει ο υπόλοιπος κόσμος». Το χέρι του Τόμας απλώνεται ξαφνικά γύρω από τον λαιμό μου και με τραβάει κοντά του με μια ισχύ που δεν έχω νιώσει ποτέ ως τώρα. «Όταν αλλάξω τις ρυθμίσεις σου, δε θα υπάρχει καμιά ανάμνηση της Ρουθ ή της Κάρεν».
«Τι θες από μένα;»
«Θα δεις. Προς το παρόν θα σε αφήσω να ζήσεις τις εμπειρίες που θες. Με ένα αντίτιμο φυσικά» χαμογελάει σαρδόνια και με φιλάει κοντά στο αυτί. «Θα κάνεις ό,τι λέω. Σύμφωνοι;»
«Άντε χάσου» φτύνω τις λέξεις με μίσος.
«Μη γίνεσαι αγενής, καλή μου. Αλλιώς θα πρέπει να σε διδάξω πώς να φέρεται μια κυρία» απαντάει ο Σον παίζοντας στο χέρι το δικό του τηλεχειριστήριο του κολάρου μου.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Στριφογυρίζω στο κρεβάτι προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου να αφεθεί στα χαλαρωτικά πέπλα του ύπνου που είναι σαν πειρασμός για το διαλυμένο μου σώμα. Δεν μπορώ να κουνηθώ, δεν μπορώ να μιλήσω. Το μόνο που νιώθω είναι ο παλλόμενος πόνος πίσω στον αυχένα μου, εκεί όπου το κοντάρι του δημιουργού μου, κόντεψε να με ψήσει ζωντανή. Τι είδους πόνος είναι αυτός; Τόσο έντονος που μπερδεύει σχεδόν όλες μου τις αισθήσεις.
Από τη χθεσινή νύχτα δε θυμάμαι και πολλά. Έπειτα από την επίθεση του δημιουργού μου εναντίον μου, το υπόλοιπο βράδυ ήταν σαν να πέρασε σε fast forward μπροστά από τα μάτια μου. Όταν το ρεύμα έψησε κυριολεκτικά τα κυκλώματά μου, ο Τόμας φρόντισε για την ασφάλειά μου. Με πήρε μακριά από το σπίτι μου και με πήγε στο δικό του. Άλλαξε τα μουσκεμένα ρούχα μου με καθαρά και με έβαλε για ύπνο στο κρεβάτι του, σαν να ήμουν κάτι αληθινό, κάτι σημαντικό γι’ αυτόν. Για λίγο ξάπλωσε και εκείνος στο πλάι μου, αλλά δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Το περισσότερο βράδυ το πέρασε προσπαθώντας να διορθώσει ό,τι χάλασε.
Δεν μπορώ να χωνέψω ότι ο άνθρωπος που μου έδωσε ζωή, θα αποφάσιζε τόσο εύκολα να μου την αφαιρέσει. Δ…δεν είμαι κάποιο παιχνίδι που θα πάει για απόσυρση. Έχω λογική, έχω φωνή και επιθυμίες. Δε μετράει τίποτα από όλα αυτά; Αναστενάζω κρύβοντας το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι. Είναι φορές που νομίζω πως θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τους ανθρώπους και άλλες που απλά παραδέχομαι πως είναι υπερβολικά πολύπλοκα όντα για να τα κατανοήσει κάποιος. Τις πράξεις, τις επιθυμίες και τα θέλω τους. Και όμως πάντα βασίζονται σε εμάς για να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητά τους.
Ο Τόμας όλο το πρωί σχεδόν μιλάει στο τηλέφωνο χρησιμοποιώντας παράλληλα και τον υπολογιστή του, την κουζίνα και τον αποχυμωτή. Αν αυτά δεν υπήρχαν, τι θα έκανε; Σαρκάζω με την εικόνα, η οποία σχηματίζεται σαν γελοιογραφία στο μυαλό μου. Η γλώσσα στην οποία μιλάει είναι διαφορετική απ’ ότι συνήθως και μου κάνει εντύπωση που συζητάει τόσο έντονα για απόρρητη τεχνολογία του δικού μου επιπέδου. Παρόλα αυτά αποφασίζω να μη δώσω περεταίρω σημασία. Δεν είναι δική μου δουλειά να χώνω τη μύτη μου εκεί, όπου δεν με σπέρνουν. Τουλάχιστον αυτό έμαθα χτες και με το παραπάνω.
Ακούω ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα και σηκώνοντας τα μάτια μου ως τον καθρέφτη, βλέπω την αντανάκλαση του Τόμας πίσω από τη γυρισμένη μου πλάτη.
«Είσαι ξύπνια;» ρωτάει σιγανά, λες και αν δυναμώσει την ένταση της φωνής του, θα μου στερήσει κάποια πολύτιμα λεπτά ύπνου. Χαμογελάω στραβά.
«Λες και κοιμάμαι ποτέ…»
«Ποιος μπορεί να σε καταλάβει; Έχεις τη νοημοσύνη ενός πλήρως ανεπτυγμένου ανθρώπου και όμως η βασικότερη από τις ανάγκες του σε αφήνει ασυγκίνητη». Με ένα σάλτο προσγειώνεται στο κρεβάτι δίπλα μου και χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. «Μμμ. Ύπνος: ωραίο πράγμα».
«Τι θέλεις; Συνέβη κάτι; Φαίνεσαι αρκετά ανήσυχος».
«Εμ, όχι. Όλα είναι υπό έλεγχο». Δαγκώνει το κάτω του χείλος, καθώς με αγκαλιάζει. «Απλά ήθελα να σε ενημερώσω πως σε λίγες ώρες θα κάνουν την κηδεία της Κάμερον. Δεν ήμουν σίγουρος, αν θα ήθελες να παρευρεθείς. Ξέρεις… μετά τα χτεσινά».
Γυρίζω προς το μέρος του και κρύβω το πρόσωπό μου στο φαρδύ του στέρνο θέλοντας να νιώσω για λίγο τη θαλπωρή της ζεστασιάς του. Με σφίγγει πάνω του, σαν να με χρειάζεται και εκείνος.
«Ο μπαμπάς μου είναι καλά;» ρωτάω αγχωμένα. Το χτύπημα του Τόμας τον άφησε αναίσθητο σχεδόν.
«Γερός σαν ταύρος. Μην ανησυχείς γι’ αυτόν. Είναι πολύ πιο σκληρό καρύδι, απ’ όσο όλοι νομίζουν». Σαρκάζει. «Υποθέτω πως συνεχίζει να είναι θυμωμένος. Αυτή τη φορά και με τους δυο μας, αλλά θα το ξεπεράσει. Ο χρόνος θα γιατρέψει τις πληγές του».
«Θέλω να τον δω. Όμως… ξέρω πως δε θα με άφηνε να τον πλησιάσω. Ιδιαίτερα σε μια τόσο προσωπική του στιγμή, όπως η κηδεία της γυναίκας του. Με θεωρεί υπεύθυνη και…»
«Δε σε θεωρεί υπεύθυνη. Ούτε και τον εαυτό του. Αν είναι δυνατόν. Ο καρκίνος της Κάμερον δεν περίμενε να του δώσετε την άδεια. Απλά πονάει. Οπότε… το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να του δώσουμε λίγο χώρο. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι του συνέβη». Σταυρώνει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί γεμάτο σκοτεινές σκέψεις έξω από το παράθυρο. «Παρόλα αυτά, τίποτα δε μας εμποδίζει από το να πάμε. Δεν είναι καν ανάγκη να μας δει».
«Δεν ξέρω…» μουρμουρίζω ανόρεχτα. Έτσι και αλλιώς δεν καταλαβαίνω το νόημα της κηδείας. «Λίγη σημασία έχει για μένα».
«Κρίμα. Θα έπρεπε να σε νοιάζει περισσότερο».
«Ε λοιπόν όχι. Δε με νοιάζει. Και ξέρεις κάτι; Από δω και πέρα δε θα με νοιάξει τίποτα άλλο. Γιατί να το κάνω; Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μια μηχανή, από ένα αντικείμενο που έχασε τον δρόμο του. Δεν έχω λόγο…» όλα όσα με πνίγουν βγαίνουν στη φόρα και είναι πολύ δύσκολο να με σταματήσω από το να μιλάω.
«Σταμάτα». Το χέρι του τινάζεται και μου κλείνει το στόμα πνίγοντας βίαια στον λαιμό μου το παραλήρημά μου. «Και βέβαια είσαι κάτι παραπάνω, ανόητο κορίτσι. Δε μετράει το τι βρίσκεται στην καρδιά σου, αλλά το τι βρίσκεται εδώ μέσα». Με το δάχτυλό του σκουντάει το κρανίο μου.
Ξαφνικά πετάγεται όρθιος και χτυπάει τα χέρια του σε παλαμάκια γελώντας. Σμίγω τα φρύδια μου καχύποπτα στην απότομη αλλαγή της συμπεριφοράς του. Το πρόσωπό του λάμπει, σαν να κατέβασε κάποια καταπληκτική ιδέα.
«Σήκω, θα πάμε» φωνάζει ενθουσιασμένος.
«Τ…τι; Τι είναι αυτά που λες; Σου είπα ότι δε θέλω» γρυλίζω κακόκεφα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα σκεπάσματα που τραβάει με μανία από πάνω μου.
«Θα πάμε. Και θα μάθεις τι νομίζει για σένα μια και καλή. Αυτές οι ανούσιες σκέψεις δε μου αρέσουν καθόλου. Τα λανθασμένα συμπεράσματα σε βάζουν σε περισσότερους μπελάδες απ’ ότι δίνουν λύσεις». Βγαίνει από το δωμάτιο με έναν αέρα αποφασιστικό. «Σήκω, δε θα το ξαναπώ» φωνάζει από την κουζίνα.
«Σου είπα όχι» του απαντάω με το ίδιο νεύρο. Ποιο είναι το πρόβλημά του τέλος πάντων; Δε θέλω να τον δω. Νομίζω πως εννοούσα όσα ξεστόμισα.
Όταν επιστρέφει στο δωμάτιο, είναι ήδη ντυμένος. Στέκεται στην πόρτα σταυρώνοντας τα μπράτσα του μπροστά στο στήθος του και σουφρώνοντας με ανερμήνευτο τρόπο τα χείλη του. Γουρλώνω τα μάτια μου πιάνοντας έναν παιχνιδιάρικο τόνο στην ατμόσφαιρα.
«Τι;» ρωτάω ξαφνιασμένη. «Πήγαινε μόνος σου».
«Ώστε θες να συνεχίσουμε αυτό το παιχνιδάκι;» με αρπάζει από τα πόδια και με τραβάει ως το χείλος του κρεβατιού, απ’ όπου και με ρίχνει στο πάτωμα. «Θα ντυθείς ή θέλεις, να σε ντύσω, όπως σε ξέντυσα; Αν αυτό έχεις στο μυαλό σου…» ανασηκώνει τους ώμους του διασκεδάζοντας. «…είμαι μέσα».
«Εντάξει, μη. Θα το κάνω μόνη μου» τον σπρώχνω μακριά μου και οπισθοχωρώ.
Ο Τόμας χαμογελώντας στραβά σηκώνεται και ισιώνει το μαύρο του πουλόβερ. Με το κεφάλι του μου κάνει νόημα προς την καρέκλα πίσω μου. Με μια γρήγορη ματιά βλέπω πως δείχνει τα επιμελώς διπλωμένα μου ρούχα.
«Θα σε περιμένω κάτω. Έχεις πέντε λεπτά. Ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Εντάξει;»
«Απλά φύγε. Μου τρως τον χρόνο» του πετάω ένα μαξιλάρι και κλείνω την πόρτα του δωματίου ανάμεσά μας. «Τι εκνευριστικός!» αναρωτιέμαι τι ακριβώς έχει στο μυαλό του. Δεν είναι και η προσωποποίηση της σοβαρότητας, εξάλλου.
Στριφογυρίζω με δυσφορία για κάμποσα δευτερόλεπτα και έπειτα ντύνομαι με τα ακόμα νωπά από χτες ρούχα μου. Φοβάμαι, ότι αν ξανασυναντηθώ μαζί του θα με διώξει πάλι. Ίσως και να προσπαθήσει να με χτυπήσει, να με σκοτώσει. Γιατί με ενοχλεί τόσο πολύ; Τι σημαίνει το νόημα της ζωής για μένα πέρα από μια αδικαιολόγητη επιθυμία;
Όταν κατεβαίνω επιτέλους, βλέπω τον Τόμας να με περιμένει υπομονετικά στη θέση του οδηγού. Το πλατύ του χαμόγελο φωτίζει τα σκούρα καστανά του μάτια και παρασέρνοντάς με αρχίζω να γελάω και εγώ.
«Καλησπέρα, δεσποινίς. Να σας πάω κάπου;» ρωτάει περιπαιχτικά. Τον κοιτάζω στραβά και τον σκουντάω.
«Υπάρχει πιθανότητα να περάσουμε από το σπίτι;» ρωτάω αβέβαιη και ξεφυσάω. «Η αλήθεια είναι πως… φοβάμαι να τον αντιμετωπίσω, όμως θα ήθελα και να του μιλήσω. Να τον ακούσω να αισθανθώ την ενέργειά του».
«Δε θέλει να σε δει» αποκρίνεται βλοσυρός. Γυρίζω απότομα προς το μέρος του.
«Πώς το ξέρεις; Σου τηλεφώνησε;»
«Ναι. Και μου ζήτησε να σε κρατήσω μακριά του. Για το καλό σου».
«Ε; Για το καλό μου; Τι εννοείς με αυτό;
» επιμένω νιώθοντας κάτι σαν κακό προαίσθημα να φωλιάζει στο στήθος μου. «Μην τολμήσεις και αλλάξεις την πορεία σου».
«Όχι, δε θα την αλλάξω. Θα πάμε στη κηδεία, όπως υποσχέθηκα. Αλλά όσο για το άλλο σου είπα ό,τι μου ζήτησε. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, ούτε και τι έχει στο μυαλό του. Έπαψα να του πηγαίνω κόντρα από την δεύτερη κιόλας μέρα που ξεκίνησα να δουλεύω μαζί του». Το χέρι του τυλίγεται γύρω από το δικό μου και το σφίγγει απαλά, καθησυχαστικά. «Δεν πρόκειται να κάνω το ίδιο λάθος μαζί σου. Δεν πρόκειται, να σε αφήσω μόνη».
Γυρίζω το πρόσωπό μου από την άλλη, δίχως να απαντήσω. Ναι, τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Τον ευχαριστώ που επιμένει να με φροντίζει, όμως δεν είναι αυτό που θέλω. Δε χρειάζομαι τη δική του αγάπη, αλλά του δημιουργού μου. Εκείνου που μου ζήτησε να τον νοιάζομαι, σαν να είναι ο αληθινός μου μπαμπάς. Το κομμάτι της Κάρεν έχει αποδεχτεί και αναγνωρίσει αυτή την αγάπη. Το δικό μου ξέρει απλά πως πρέπει να το κάνει. Πως είναι το καθήκον. Όμως και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Τον χρειάζομαι.
Κατά την πορεία ο Τόμας δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον αναστατώνει κάπως. Όσο και αν η περιέργειά μου χτυπάει κόκκινο, το σφιγμένο του ύφος δεν μου δίνει περιθώρια για να ρωτήσω. Τα δάχτυλά του ασπρίζουν και ιδρώνουν πάνω στο δερμάτινο τιμόνι, ενώ το αυτοκίνητο κόβει ξαφνικά ταχύτητα.
«Τι;» ρωτάω εν τέλει. Ανασηκώνει τους ώμους του. «Τι σου είπαν;»
«Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος» απαντάει αβέβαια.
Κάτι στο βλέμμα του μου περνάει την υπόνοια πως λέει ψέματα, όμως απορρίπτω αμέσως αυτήν την εκδοχή. Δε θα είχε λόγο να το κάνει.
«Ποιος ήταν;»
«Ένας άλλος επιστήμονας από τον τομέα του πατέρα σου. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι ακυρώθηκες, όμως είναι και αυτοί που ξέρουν ότι ο δόκτωρ Κοβέλ σε έκλεψε. Τουλάχιστον έτσι λένε οι φήμες τους»
«Ναι και τι σχέση έχει αυτό;»
«Κανονικά, θα τον φρόντιζαν διακριτικά. Αλλά μια ξένη εταιρεία από την Ασία, η Unitex αγόρασε όλη την έρευνα του πατέρα σου. Και εσένα μαζί» απαντάει σκεπτικός. Ένα κύμα νευρικότητας με διαπερνάει.
«Πώς είναι δυνατόν να ξέρουν για μένα;» σκέφτομαι φωναχτά.
Δεν καταλαβαίνω. Αν όλοι ξέρουν πως ακυρώθηκα, ποιος τους μαρτύρησε πως στην ουσία ζω και βασιλεύω; Ακόμα και οι επιστήμονες που διαπίστωσαν ότι η καταστροφή μου ήταν απάτη, σίγουρα δε θα μπορούσαν να μαντέψουν την επιβίωσή μου. Όχι εκτός εργαστηρίου. Μήπως…
«Τόμας, πάμε από το σπίτι. Σε παρακαλώ» λέω ξαφνικά θέλοντας να διαπιστώσω κάτι.
«Τι, γιατί; Ο δόκτωρ Κοβέλ είπε να μην πλησιάσουμε».
«Δεν έχει σημασία. Απλά πήγαινέ με εκεί» του φωνάζω αγχωμένη.
Νεύει και στρίβει απότομα το τιμόνι κάνοντας έναν επικίνδυνο ελιγμό ανάμεσα στα δυο κυκλοφοριακά ρεύματα. Το σπίτι από το νεκροταφείο δεν απέχει πολύ, ίσως είναι και κοντύτερα. Ο Τόμας κάνει τον γύρω του μαντρότοιχου της βίλας στη θέα των άγνωστων μαύρων αυτοκινήτων που εμποδίζουν την μπροστινή είσοδο και πηγαίνει από την πίσω μεριά που βρίσκεται ο στάβλος και ο αμπελώνας.
«Ήρθαν για να του κάνουν κακό. Έτσι δεν είναι;» ρωτάω φοβισμένη με τη φωνή μου να ακούγεται τρεμουλιαστή. Εκείνος δε μου απαντάει τρέφοντας τις ανησυχίες μου. «Τόμας!»
«Δ… δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω πώς τον ανακάλυψαν». Σταματάει το αυτοκίνητο πίσω από το ψηλότερο σημείο της μάντρας και βγαίνει. «Περίμενε εδώ. Θα δω, μήπως μπορέσω να λύσω την παρεξήγηση
».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να πας μόνος» λέω πεισμωμένα και τον ακολουθώ.
Με αρπάζει από τον ώμο και δε με αφήνει να προχωρήσω.
«Επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Δε θα πας πουθενά» σφυρίζει μέσα από τα δόντια του. Αν και το πρόσωπό του είναι ήρεμο, η χροιά της φωνής του έχει έναν τόσο απειλητικό τόνο που με ανατριχιάζει. Παρόλα αυτά δεν υπακούω. Και δεν έχω σκοπό να υπακούσω. «Αν σε δουν, θα τα κάνεις χειρότερα. Θα τους δώσεις τις αποδείξεις που χρειάζονται».
«Δε θα τα κάνω. Δε θα εμφανιστώ. Θέλω απλά να δω με τα μάτια μου ότι είναι καλά. Μόνο αυτό» παλεύω να του ξεφύγω χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια μου.
Ο Τόμας με ρίχνει με μια επιδέξια κίνηση κάτω και με ακινητοποιεί σαν να είμαι κάποιο παιχνίδι. Το μόνο που νιώθω είναι τα γόνατά του που πιέζουν δεξιά και αριστερά τα πλευρά μου, καθώς το χέρι του κρατάει ενωμένα τα δύο δικά μου μπλέκοντάς τα με τα μαλλιά μου.
«Δεν ήθελα να το χρησιμοποιήσω τόσο σύντομα αυτό… αλλά να ξέρεις πως με ανάγκασες». Λέει σιγανά. Τι εννοεί…
Κάτι τσιμπάει απρόοπτα το πίσω μέρος του λαιμού μου και ένα έντονο κάψιμο απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Αυτό το κάψιμο είναι το ίδιο… με το προηγούμενο βράδυ. Τον κοιτάζω έκπληκτη, καθώς το κορμί μου αρχίζει σιγά σιγά να παραλύει. Στο χέρι του κρατάει την ίδια συσκευή με αυτή που χρησιμοποίησε ο δημιουργός μου εναντίον μου.
«Θα μπορούσες να το είχες κάνει τόσο εύκολο» λέει παγωμένα και με αρπάζει από τους ώμους σέρνοντάς με πίσω στο αυτοκίνητο. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, πριν χάσω τις αισθήσεις μου είναι η πόρτα του πορτμπαγκάζ να κλείνει ερμητικά.
Δεν ξέρω για πόσες ώρες ο ύπνος έρχεται και φεύγει κοροϊδεύοντάς με τον χειρότερο τρόπο. Κάθε τόσο οι αισθήσεις μου επανέρχονται επιτρέποντάς μου να προσαρμοστώ στον χώρο γύρω μου, αλλά και πάλι φεύγουν βυθίζοντάς με στο απόλυτο κενό. Τουλάχιστον αυτή τη φορά όλα λειτουργούν κανονικά. Τα μάτια μου μέσα στο σκοτάδι εντοπίζουν πρόσωπα, τρομαγμένα πρόσωπα. Κυρίως γυναικών κάθε ηλικιών, ενώ οι μοναδικοί άντρες που υπάρχουν περιφέρονται ανάμεσά τους, σαν λύκοι που περιτριγυρίζουν τη λεία τους. Κανά δυο έχουν το βλέμμα τους στραμμένο πάνω μου, είμαι όμως τόσο εξαντλημένη που λίγη σημασία τους δίνω. Κλείνω τα μάτια μου και γέρνω πάνω στην κρύα επιφάνεια του τοίχου.
Την επόμενη φορά που επανέρχομαι στα φυσιολογικά μου, η εικόνα ολόγυρά μου πάνω κάτω δεν έχει αλλάξει. Οι γυναίκες μαζεμένες η μία κοντά στην άλλη και οι άντρες να περιφέρονται αγέλαστοι ανάμεσά τους. Από κάπου μακριά ακούγονται φωνές και οι παράξενοι ήχοι του λιμανιού. Λιμάνι; Οι δικοί μου φρουροί μου ρίχνουν πλάγιες ματιές, γεμάτες ενδιαφέρον. Και οι γυναίκες με κοιτούν κάθε τόσο. Ζηλόφθονα, με λύπη…
«Πού είμαστε; Τι είναι αυτό το μέρος;» ρωτάω την ποιο κοντινή μου.
Με κοιτάζει δίχως να καταλαβαίνει τι της λέω. Ανασηκώνομαι πονεμένα και ανακάθομαι, ώσπου κάποιος να με χτυπήσει με το πίσω μέρος ενός όπλου. Πέφτω πάλι κάτω. Οι γυναίκες τσιρίζουν φοβισμένες στις βλαστήμιες των αντρών. Τι δεν πάει καλά εδώ;
«Πού μας πηγαίνετε;» ρωτάω θυμωμένα. Ο ένας από τους δύο άντρες από πάνω μου σκύβει και μου σκάει ένα χαμόγελο.
«Εκείνες θα πουληθούν. Ως πόρνες» απαντάει στα αγγλικά με ιαπωνική προφορά. «Όσο για σένα…» ανασηκώνει τους ώμους του ανήξερος. «Απλά μας πλήρωσαν για να σε βγάλουμε από τη χώρα, χωρίς να σε τσακώσουν».
Από τη χώρα; Αν δεν είμαι ποια στη Σκωτία τότε πού;
«Ποια είναι η χώρα προορισμού;» ρωτάω δυνατά γραπώνοντάς τον από το πόδι. Ο άντρας μορφάζει δυσαρεστημένος και με κλοτσάει.
«Η Ιαπωνία» γρυλίζει άκεφα. «Και τώρα βγάλε το σκασμό, διότι θα σε ξαναχτυπήσω».
Μαζεύομαι προς τα πίσω άναυδη. Τι σχέση μπορεί να έχει όλο αυτό με το ηλεκτροσόκ που μου έκανε ο Τόμας; Με αναισθητοποίησε για να με κλέψει από τον πατέρα μου; Δ… δεν καταλαβαίνω. Οι άντρες συγκεντρώνονται ξαφνικά στο κέντρο του σιδερένιου δωματίου δείχνοντας έντονα τους ασυρμάτους τους και έπειτα πλησιάζουν τις φοβισμένες γυναίκες. Με μαστίγια που χτυπούν στο πάτωμα και βρισιές που τις προσβάλλουν, τις συγκεντρώνουν όλες κοντά στην πόρτα. Οι φρουροί μου με τη βία σηκώνουν και μένα σπρώχνοντάς με προς το μέρος τους, αλλά κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας.
Όταν ανοίγουν οι πόρτες, το έντονο φως των προβολέων πλημμυρίζει το δωμάτιο και καίει τα μάτια μου. Το τοπίο επιτέλους ξεκαθαρίζει επιτρέποντάς μου να διακρίνω και την παραμικρή λεπτομέρεια ολόγυρα. Το κάθε σημείο του κοντέινερ που για μέρες είχε γίνει το σπίτι τους. Ίσως και το δικό μου. Με σέρνουν έξω πριν από αυτές και με παραδίδουν σε κουστουμαρισμένους άντρες, οι οποίοι με ανταλλάσσουν με σιδερένιους χαρτοφύλακες.
Οι άντρες που με παραλαμβάνουν είναι ντυμένοι στην τρίχα και από πάνω μέχρι κάτω στα μαύρα. Παρά την περασμένη ώρα φορούν γυαλιά ηλίου και έχουν ένα ακουστικό στο αριστερό τους αυτί, απ’ όπου μια φωνή μιλάει ασταμάτητα. Στα χέρια τους κρατούν τα ίδια ραβδιά αναισθητοποίησης που χρησιμοποιήθηκαν ήδη δύο φορές πάνω μου. Τους αφήνω να με οδηγήσουν σε μια μακριά λευκή λιμουζίνα που στέκεται στο σκοτάδι μακριά από τη φασαρία του λιμανιού.
Μια και μοναδική γυναίκα παρόμοια ντυμένη με τους συναδέλφους της κάνει νόημα στους φρουρούς μου να με αφήσουν και μου χαμογελάει. Στο χέρι της κρατάει έναν σιδερένιο χαρτοφύλακα και τον ανοίγει αποκαλύπτοντας ένα ατσάλινο περιδέραιο στολισμένο με κόκκινες πέτρες. Και μόνο στη θέα του νιώθω τον φόβο να κατακλύζει το κάθε σημείου του σώματός μου.
«Φόρεσέ το, καλή μου. Είναι για την ασφάλειά σου» λέει με την κρυστάλλινη φωνή της σε τέλεια αγγλικά. «Με αυτόν τον τρόπο δε θα χρειάζεται να τριγυρνάς με σωματοφύλακες».
Υπακούω ξέροντας πως δεν έχω άλλη επιλογή. Ή θα το φορέσω μόνη μου ή θα μου το φορέσουν με το ζόρι. Το κλείνω διστακτικά γύρω από το λαιμό μου και ανατριχιάζω στην ξένη αίσθηση που μου προκαλεί. Ένας τελικός ήχος το συνοδεύει.
«Ωραία. Καλώς ήρθατε σπίτι, δεσποινίς Γιογκασάκι».
«Το όνομά μου είναι Ρουθ Κοβέλ» απαντάω ενοχλημένη. Η γυναίκα σηκώνει τους ώμους της αδιάφορα και ανοίγει την πόρτα της λιμουζίνας.
Μπαίνω μέσα προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για το οτιδήποτε. Όμως με τίποτα δε θα φανταζόμουν τον Τόμας να πίνει άνετος σαμπάνια δίπλα σε έναν υπέρκομψο άντρα. Οι δυο τους μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.
«Ω, καλώς την. Είχες καλό ταξίδι;» με ρωτάει ο Τόμας ανασηκώνοντας υπεροπτικά τα φρύδια του.
Δίχως λόγια βλέπω σε αργή κίνηση, όλα όσα περάσαμε μαζί, όλα όσα έκανε για τον δημιουργό μου και δεν μπορώ να πιστέψω σε αυτό που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή μπροστά μου. Η προδοσία του χτυπάει κόκκινο στο σκληρό μου δίσκο και ότι και αν υπήρξε ποτέ ο Τόμας για μένα, πλέον είναι μόνο ένας εχθρός. Γεμάτη μίσος του ορμάω θέλοντας να του κάνω κακό. Όσο κακό έκανε εκείνος σε μένα και τον πατέρα μου, αλλά εκείνος δεν δείχνει να φοβάται. Ατάραχος βγάζει από το ακριβό σακάκι του ένα τηλεχειριστήριο και πατάει το στρογγυλό κόκκινο κουμπί στο κέντρο του.
Το κολάρο γύρω από τον λαιμό μου σφίγγει και με καίει, καθώς πολλές μικρές καρφίτσες διαπερνούν το δέρμα μου και κάνουν ηλεκτροσόκ στο σύστημά μου. Ανάθεμά τον. Πέφτω στα γόνατα τρέμοντας και χτυπάω το κεφάλι μου στα πόδια του άλλου άντρα παλεύοντας να το βγάλω από πάνω μου.
«Μμμ, ενδιαφέρον» μουρμουρίζει ο άγνωστος άντρας. «Όταν είσαι έτοιμη, καλή μου, μπορείς να επιστρέψεις στη θέση σου και να συμπεριφερθείς, όπως αρμόζει σε μια δεσποινίδα εν λόγου σου» λέει ευγενικά και μου απλώνει το χέρι του. Το χτυπάω, σαν να είναι καμιά ενοχλητική μύγα και επιστρέφω πίσω στα δερμάτινα καθίσματα με αυτοεκτίμηση κάτω από το μηδέν.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάω μορφάζοντας πονεμένα, αν και… κάτι μπορώ να φανταστώ.
Ο άγνωστος άντρας αφήνει το ποτήρι του στο μίνι μπαρ της λιμουζίνας και κάνει μια υπόκλιση. Όσο του επιτρέπει η ζώνη ασφαλείας και ο χώρος δηλαδή.
«Ονομάζομαι Σον Γιογκασάκι και είμαι ο πατέρας του Τόμας. Ξέρεις… μου μίλησε με πολύ καλά λόγια για σένα και με έπεισε να σε αγοράσω».
«Εσύ, το έκανες;» γρυλίζω νιώθοντας την προδοσία του να έχει γίνει ένα με το δέρμα μου. «Γιατί; Σε εμπιστευτήκαμε. Γιατί;»
«Είπες ότι ήθελες να ζήσεις. Απλά σου έδωσα αυτό που ζήτησες καλή μου Μία» απαντάει χαμογελώντας πονηρά. «Κρίμα που ο δόκτωρ Κοβέλ στάθηκε εμπόδιο. Θα ήταν πολύ χρήσιμος στην εταιρεία μας».
«Το όνομά μου είναι Ρουθ Κοβέλ».
«Όχι πια. Η Ρουθ Κοβέλ πέθανε με τον δημιουργό της πίσω στη Σκωτία. Τώρα πια είσαι η Μία Γιογκασάκι. Η αδελφή μου και η θετή κόρη του διάσημου νευροχειρουργού Γιογκασάκι. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να ξέρει ο υπόλοιπος κόσμος». Το χέρι του Τόμας απλώνεται ξαφνικά γύρω από τον λαιμό μου και με τραβάει κοντά του με μια ισχύ που δεν έχω νιώσει ποτέ ως τώρα. «Όταν αλλάξω τις ρυθμίσεις σου, δε θα υπάρχει καμιά ανάμνηση της Ρουθ ή της Κάρεν».
«Τι θες από μένα;»
«Θα δεις. Προς το παρόν θα σε αφήσω να ζήσεις τις εμπειρίες που θες. Με ένα αντίτιμο φυσικά» χαμογελάει σαρδόνια και με φιλάει κοντά στο αυτί. «Θα κάνεις ό,τι λέω. Σύμφωνοι;»
«Άντε χάσου» φτύνω τις λέξεις με μίσος.
«Μη γίνεσαι αγενής, καλή μου. Αλλιώς θα πρέπει να σε διδάξω πώς να φέρεται μια κυρία» απαντάει ο Σον παίζοντας στο χέρι το δικό του τηλεχειριστήριο του κολάρου μου.
Ηλιάνα Κλεφτάκη