Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 15)

ΛΕΡΝΙΑΡ

Ο ΑΝΤΡΕ ΠΕΤΑΞΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΆΙΣΛΙΝ το δερματόδετο βιβλίο. Είχε στραμμένο το σώμα του προς τη φωτιά και έστεκε σιωπηλός. Το βιβλίο χτύπησε πάνω στο σώμα της και ύστερα κύλησε στο πάτωμα. Τα χέρια της ήταν ακόμη δεμένα με εκείνο το σχοινί που την απέτρεπε από το να χρησιμοποιήσει μαγεία. Η κοπέλα το παρατήρησε κουρασμένη. Απόρησε πόσες μέρες είχαν περάσει. Αισθανόταν πως ήταν μια αιωνιότητα. Θα έλεγε κανείς πως είχε αποκτήσει αντοχές από τη φυλάκισή της  και μετά. Αλλά δεν ήταν έτσι. Τώρα είχε αναμνήσεις, καινούριες και παλιές. Αυτή τη φορά υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να κάνει. Δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει σε ένα μέρος σαν κι αυτό. Ο κυνηγός γύρισε προς το μέρος της κι εκείνη στραβοκατάπιε.
«Πώς βρέθηκε αυτό στα χέρια σου;»
Φαινόταν να αναγνωρίζει το βιβλίο.
Η Άισλιν καθάρισε την βραχνιασμένη της φωνή. «Μου το έδωσε ο Κίλιαν».
Το πρόσωπο του Αντρέ έμοιαζε έκπληκτο. «Σου έδωσε το ημερολόγιό του; Τι αδύναμος που είναι» μονολόγησε προβληματισμένος.
Η κοπέλα κοίταξε επίμονα το χειρόγραφο.
«Ημερολόγιο;»
Η αλήθεια ήταν πως θα μπορούσε να ήταν ημερολόγιο. Απλώς δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Τα μάτια του Αντρέ έπεσαν βαριά επάνω της.
«Καλύτερα να μην το διαβάσεις. Η ιστορία του δεν είναι και πολύ όμορφη» της είπε απόμακρα.
Η Άισλιν χαμογέλασε και κράτησε τα μάτια της προσηλωμένα στο βιβλίο. Τώρα που ήξερε τι ήταν ένιωθε την ανάγκη να το διαβάσει. Κι ας είχε λυπηρή αρχή, πικρή μέση, και άσχημο τέλος. Της το είχε δώσει όταν εκείνη είχε διαλέξει να πάει στο Μέινλοουν με τον Ίθαν. Τον είχε διώξει, και όμως, είχε επιλέξει να της αφήσει ένα κομμάτι του. Πραγματικά, δεν ήταν ο ίδιος Κίλιαν που είχε γνωρίσει τότε. Εκείνος θα είχε εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ούτε ίχνος πίσω του. Κάτι είχε αλλάξει μέσα στον άντρα και πίστευε πως θα καταλάβαινε πολλά, αν διάβαζε αυτό που της είχε αφήσει.
Θέλεις να το διαβάσεις;
Η σκέψη αυτή δεν ήταν δική της.
Βαριανάσανε τρομαγμένη και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της από κάθε φωνή. Η χροιά αυτή δεν ανήκε στην «καλή» Άισλιν, εκείνη που της κρατούσε συντροφιά όσο δεν είχε τις αναμνήσεις της. Η καρδιά της ξεκίνησε να πάλλεται γρηγορότερα και οι παλάμες τις ίδρωσαν. Μήπως οι αναμνήσεις της είχαν φέρει πιο κοντά στην επιφάνεια εκείνη την τρομακτική έκδοση του εαυτού της; Που ήταν εκείνη η «καλή» φωνή που επενέβαινε στις σκέψεις της; Έκλεισε τα μάτια της και πίεσε το μυαλό της να σωπάσει.
Θέλεις να το διαβάσεις; επανέλαβε η εφιαλτική και αποκρουστική φωνή στο κεφάλι της. Αν το θες, μπορείς. Έχεις τη δύναμη! τσίριξε τόσο δυνατά που το σώμα της Άισλιν τραντάχτηκε.
Φύγε. της απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
Ένα ανατριχιαστικό γέλιο αντήχησε στο κεφάλι της.
Και θα μείνεις άπραγη; Δε θα μάθεις τι είναι αυτό που άφησε για εσένα ο Κίλιαν; Αυτή τη φορά έκλαιγε. Δε θα βοηθήσεις τον Ίθαν; Δε θα σκοτώσεις τον Κέζελθ; Δε θα αποτρέψεις τον πόλεμο; Σε κάθε ερώτηση η φωνή της γινόταν πιο δυνατή, πιο υστερική.
Οι παλμοί της κοπέλας αύξαναν ρυθμό εντατικά. Η συνείδησή της παραγκωνιζόταν από μια εκκωφαντική εκδοχή της, την οποία δεν ένιωθε ούτε οικεία, ούτε ασφαλή.
Θα τα κάνω όλα, αλλά χωρίς εσένα. αποφάσισε με κομμένη την ανάσα.
Έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε τον Κίλιαν. Ένιωσε τα χείλη της ζεστά, όπως τότε, στο όνειρο. Τα χείλη του άντρα ήταν απαλά και παθιασμένα πάνω στα δικά της. Ήταν πραγματικά μαγική εκείνη η στιγμή. Η μόνη στιγμή, κατά την οποία δεν είχε σημασία τίποτε άλλο, ούτε ο πόλεμος, ούτε οι καταστάσεις, ούτε το παρελθόν ή το μέλλον. Επίσης, ήταν η πρώτη φορά που ο Κίλιαν την είχε διεκδικήσει. Της είχε αποκαλύψει πόσα ένιωθε για εκείνη, ακόμη κι αν τα συναισθήματά του δεν είχαν καμία σημασία. Ακόμη κι αν δεν την έβλεπε ποτέ ξανά.
Αναστέναξε και κοίταξε το ημερολόγιό του. Απορούσε αν είχε γράψει κάτι που να την αφορούσε.
Έχεις τη δύναμη. Της ψιθύρισε η φωνή και οι τρίχες του αυχένα της σηκώθηκαν. Την έχεις! ούρλιαξε δυνατά.
Έκλεισε τα μάτια της και χωρίς να το θέλει βρέθηκε μέσα στο βιβλίο. Κοίταζε ένα μεγάλο τραπέζι, όπου βρισκόταν τοποθετημένο ένα υπερμέγεθες πιάτο με χρυσαφένιες τηγανίτες. Το μικρό κορίτσι που είχε γνωρίσει, η Φιέρα, καθόταν σε μια καρέκλα και κοίταζε επίμονα κάτι. Η Άισλιν γύρισε για να δει και κοκάλωσε. Είχε έρθει αντιμέτωπη την πλάτη του Κίλιαν. Ήταν λίγο μεγαλύτερος από δέκα χρονών. Τα μάτια της Άισλιν επέστρεψαν στο γλυκό κορίτσι. Ήταν λίγο μικρότερο από όσο το θυμόταν και τα μαλλιά του κοντύτερα, μα ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία. Είχαν μεσολαβήσει χρόνια από τη στιγμή που παρακολουθούσε η Άισλιν μέχρι την γνωριμία της με τη Φιέρα. Κι όμως ,φαινόταν σαν να είχε πάψει να μεγαλώνει, σαν να είχε παγώσει τον χρόνο.
Τα μάτια του κοριτσιού ήταν βαθειά και κοίταζαν ανήσυχα τον αδερφό της. Ο Κίλιαν έκατσε απέναντί της στο τραπέζι και ξεκίνησε να καταβροχθίζει τηγανίτες. Τα μάτια της Φιέρας στρέφονταν μια προς εκείνον, μια προς την άδεια καρέκλα δίπλα του. Ο Κίλιαν το πρόσεξε. Σταμάτησε να τρώει και την κοίταξε τρυφερά.
«Σχεδόν ξέχασα» είπε γλυκά. «Χρόνια πολλά, Φιέρα!»
Της χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο που δεν είχε δει ποτέ ξανά η Άισλιν. Αυτό ήταν κάτι που δεν έγραφε στο βιβλίο. Μάλλον, η μαγεία της επέτρεπε να δει τις αναμνήσεις του, αυτούσιες. Η Άισλιν δάκρυσε και κάθισε στην άδεια καρέκλα που στεναχωρούσε το κορίτσι. Ήθελε τόσο πολύ να μπορούσε να γεμίσει το κενό που είχε αφήσει ο πατέρας τους. Την έθλιβε που ήταν η μέρα των γενεθλίων της, εκείνη που ο πατέρας της θα οδηγούταν στην αυτοκτονία. Καταλάβαινε, βέβαια. Ήταν η μέρα που η γυναίκα του είχε πεθάνει. Αλλά και πάλι...
Η Άισλιν προχώρησε βαθύτερα στις αναμνήσεις. Είδε τον πόνο που είχε κομματιάσει τον Κίλιαν και είχε αφήσει τη Φιέρα πιο μόνη από ποτέ. Ο θάνατος του πατέρα τους, άφησε ένα σκοτάδι στα μάτια του αδερφού της. Όσο ο καιρός περνούσε, γινόταν πιο απόμακρος, πιο σκυθρωπός. Έμοιαζε όλο και περισσότερο στον Κίλιαν που ήξερε η Άισλιν.
Αλλά από ένα σημείο και μετά, ξεκίνησε να μετατρέπεται σε ένα τέρας. Τα μάτια του δεν έβλεπαν πια. Η ελπίδα και το φως ήταν μόνο παραμύθια που καθησύχαζαν όσους δεν μπορούσαν να δουν. Για εκείνον, που είχε χάσει τα πάντα, δεν υπήρχε ελπίδα. Είχε χάσει τη μητέρα του, το στήριγμά του. Ο πατέρας του είχε φροντίσει να του αποδείξει πόσο αδύναμοι ήταν οι άνθρωποι, και πόσο μόνοι. Η Φιέρα ήταν το μόνο του φως. Αλλά δεν μπορούσε να δει πια. Αν την κοίταζε, ο πάγος που είχε σχηματιστεί στην καρδιά του θα έλιωνε, μα δεν σήκωνε τα μάτια του για να την αντικρύσει. Κρυβόταν μέσα σε ένα δωμάτιο μόνος και άδειος.
Η Άισλιν βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο μαζί του. Κανένα φως δε φώτιζε τα πρόσωπά τους. Ο Κίλιαν επαναλάμβανε λέξεις στη γλώσσα της μαγείας και προσπαθούσε να τις απομνημονεύσει. Βρίσκονταν μέσα στο παλάτι. Ο Κέζελθ είχε αναλάβει ανεπιτυχώς τον ρόλο του πατέρα. Δεν ήταν ποτέ εκεί. Δεν τους έδινε ούτε στάλα αγάπης. Είχαν μια ζωή πολυτέλειας χωρίς κανένα νόημα. Όχι, ο Κίλιαν είχε βρει το νόημα της μαύρης μαγείας. Αφού πρώτα η καρδιά του είχε καταναλωθεί από την απογοήτευση που αισθανόταν.
Ο Κέζελθ άνοιξε τη πόρτα και το φως του διαδρόμου ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Η Άισλιν τον κοίταξε έκπληκτη. Τα μάτια του ήταν πρασινοκίτρινα, όπως τα θυμόταν, μα τα μαλλιά του ήταν ξανθά και κυμάτιζαν ελαφρά γύρω από το κεφάλι του. Μερικές τούφες, μάλιστα, έπεφταν στο πρόσωπό του. Ήταν όμορφος. Κοίταξε απογοητευμένα τον Κίλιαν και αναστέναξε.
«Κίλιαν, φεύγω. Το παλάτι θα είναι άδειο» του είπε ενημερωτικά.
Εκείνος δεν έπαψε να μουρμουρίζει λέξεις στην γλώσσα της μαγείας. Ο Κέζελθ έσπρωξε με δύναμη τη πόρτα κι εκείνη άνοιξε διάπλατα. Ο κρότος που δημιούργησε η κίνησή του ανάγκασε τον Κίλιαν να σωπάσει. Μα ακόμη και έτσι δεν γύρισε τα μάτια του προς τον Κέζελθ.
«Πρέπει να προσέχεις τη Φιέρα!» του φώναξε εξοργισμένα.
Ο Κίλιαν χαμογέλασε, χωρίς ίχνος φωτός να λάμπει στα μάτια του. Η έκφρασή του ήταν πιο τρομακτική από ποτέ. Έμοιαζε με άψυχο κουφάρι, ικανό να μείνει άδειο και ακίνητο για μέρες, μήνες, χρόνια.
«Μάλιστα άρχοντά μου».
Ο Κέζελθ έφυγε και η Άισλιν εγκατέλειψε το δωμάτιο του Κίλιαν και αναζήτησε τη Φιέρα. Δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να δει κάτι που δεν ανήκε στις αναμνήσεις του Κίλιαν. Όμως, η δύναμή της ήταν ισχυρότερη από ότι παλιότερα. Ήξερε πως ήταν το ξόρκι που είχε χρησιμοποιήσει ο Ίθαν για να επαναφέρει τις μαγικές της ικανότητες. Είχε αγρυπνήσει κάθε απόθεμα δύναμης που κρυβόταν μέσα της. Έτσι, ίσως και να μπορούσε να δει πώς ένιωθε η Φιέρα όσο ο αδερφός της έχανε τον εαυτό του. Στο τέλος του διαδρόμου άκουσε τη φωνή της. Βιάστηκε προς την κλειστή πόρτα, την άνοιξε και μπήκε μέσα.
Η Φιέρα βρισκόταν εκεί. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκεπασμένη με τα μεταξένια σεντόνια της. Η Άισλιν κάθισε στην άκρη του στρώματος και την παρατήρησε θλιμμένα. Αισθάνθηκε μια περίεργη ενέργεια στο δωμάτιο. Οι τρίχες του κορμιού της σηκώθηκαν στον αέρα και η ανάσα της έγινε γρήγορη.
Τι δύναμη είναι αυτή για να αντιδρώ έτσι μέσα σε μια ανάμνηση;
«Φιέρα, με ακούς;» Η φωνή προερχόταν από την ντουλάπα.
Η Άισλιν αναρίγησε τρομαγμένη.
«Ο Κίλιαν δε σε αγαπάει».
Αυτή ήταν μια διαφορετική φωνή. Και οι δύο έμοιαζαν παιδικές.
«Ναι, πρέπει να φύγεις από το παλάτι, αλλιώς ο Κέζελθ θα σου κάνει κακό» είπε μια τρίτη παιδική φωνή.
Η Άισλιν κοίταξε το σκοτεινό δωμάτιο αγχωμένη. Ήταν σίγουρη πως θα το ήξερε αν υπήρχαν παιδιά εκεί.
«Κάνετε λάθος. Ο Κίλιαν με αγαπάει. Κι εσείς τον αγαπούσατε!» φώναξε δυνατά η Φιέρα. Ακουγόταν θυμωμένη. «Και ο Κέζελθ δεν ήταν εκείνος που σας έδωσε φωνή για να μου μιλάτε;» απαίτησε να μάθει.
Σηκώθηκε όρθια και περπάτησε μέχρι την ντουλάπα. Τα κουκλάκια της βρίσκονταν στο χαλί. Τα συμμάζεψε και τα πέταξε ανάμεσα από τα ξύλινα φύλλα. Την έκλεισε καλά και ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι της. Η Άισλιν κατάλαβε. Ήταν τα μαγεμένα κουκλάκια της που της μιλούσαν. Αλλά ακόμη είχε αυτή την περίεργη αίσθηση ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Και τα κουκλάκια του παιδιού έλεγαν περίεργα πράγματα…
«Μόνο εμάς έχεις» οι φωνές τους συνέχιζαν να ενοχλούν το παιδί και η Άισλιν θύμωνε.
«Δεν σε αγαπάει κανείς».
Η Φιέρα έκλεισε τα μάτια της και κάλυψε τα αυτιά με τα χέρια της.
«Πάνω στον ουρανό, μέσα στα σύννεφα. Κρύβω φυλαχτό, να το βρεις. Πάνω εκεί ψηλά, κρύβω μια καρδιά. Μαζί με αυτήν να κοιμηθείς» τραγουδούσε ένα νανούρισμα, σε μια προσπάθεια να σταματήσει να ακούει τα κουκλάκια της.
Η Άισλιν ένιωθε την ανάγκη να αγκαλιάσει το παιδί, μα ήξερε πως δεν μπορούσε. Κοίταξε την πόρτα και ευχήθηκε πως ο Κίλιαν θα ερχόταν σύντομα. Μόλις η Φιέρα έπαψε να τραγουδάει, η ματιά της Άισλιν προσηλώθηκε στην ντουλάπα. Οι φωνές είχαν σταματήσει. Η Φιέρα σηκώθηκε και έτρεξε προς τα κουκλάκια της. Άνοιξε το φύλλο της ντουλάπας και τα είδε. Η Άισλιν την ακολούθησε και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Όλα, ένα προς ένα είχαν χωρισμένα τα κεφάλια από τα σώματά τους και ήταν σωριασμένα στον πάτο του επίπλου. Η κοπέλα κοίταξε το παιδί τρομαγμένη. Είχε «σκοτώσει» τα κουκλάκια της; Τα είχε αποκεφαλίσει όσο τραγουδούσε το νανούρισμα; Το παιδί ξεκίνησε να κλαίει με αναφιλητά.
Επιτέλους άνοιξε η πόρτα του υπνοδωματίου. Η Άισλιν κοίταξε γεμάτη προσμονή μα τα μάτια της σκοτείνιασαν.
«Γεια σου Φιέρα» είπε ένας νέος άντρας με μυτερή κορυφή μαλλιών και γουρλωτά μάτια.
Το παιδί έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε.
«Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι;» τη ρώτησε με ένα πελώριο τρομακτικό χαμόγελο.
Η Φιέρα ένευσε και σκούπισε τα δάκρυά της.
«Ωραία, θα σε κάνω να κοιμηθείς βαθιά και όταν θα ξυπνήσεις εσύ κι εγώ θα είμαστε δεμένοι για πάντα».
Η Φιέρα χοροπήδησε χαρούμενη. «Εντάξει».
Ο Άντρας σχημάτισε μια μπάλα από μαύρες φλόγες. Η Άισλιν κοιτούσε με κομμένη την ανάσα.
Αυτό δεν είναι καλό, σκέφτηκε πανικόβλητη.
Οδήγησε το χέρι του στο στέρνο του παιδιού, στο σημείο όπου βρισκόταν η καρδιά του. Η κοπέλα ανατρίχιασε. Είδε το παιδί να χάνει το χρώμα του. Η καρδιά του έπαψε να πάλλεται.
«Θα τα πούμε αργότερα, Φιέρα» είπε ο νεαρός άντρας και εξαφανίστηκε, σαν να ήταν σύννεφο καπνού.
Ο Κίλιαν πόνεσε πολύ για τον χαμό της. Έγινε ακόμη πιο μοναχικός. Και η Άισλιν ακολούθησε τις αναμνήσεις του μέχρι που την οδήγησαν σε εκείνη. Ο Κίλιαν την κοίταζε και λίγη ελπίδα σχηματίστηκε μέσα του για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Δεν ήταν ελπίδα για εκείνον, αλλά για την Άισλιν. Ήθελε να την γνωρίσει. Έβλεπε σε εκείνη την ίδια του τη μοναξιά και ήθελε να τη βοηθήσει.
Η Άισλιν τα είχε καταλάβει όλα λάθος, τότε. Νόμιζε πως δεν τον είχε απασχολήσει. Μα ήταν το αντίθετο. Του είχε προσελκύσει τόσο την προσοχή, που τον τρόμαζε. Μοιράζονταν το ίδιο σκοτάδι, αλλά εκείνος ήθελε να τη γιατρέψει από αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε το παραμικρό, μετά από καιρό. Και η στιγμή που έφυγε ήταν η τελευταία του ανάμνηση στο ημερολόγιο. Την κοίταξε, ενώ μιλούσε με τον Ίθαν και χαμογέλασε. Σκέφτηκε πώς θα ήταν τα πράγματα αν ήταν εκείνος στη θέση του Ίθαν, μαζί της. Η καρδιά του βάρυνε λίγο περισσότερο και έφυγε.
Η Άισλιν ανοιγόκλεισε μπερδεμένα τα βλέφαρά της. Είχε βγει έξω από το ημερολόγιο. Τα μάτια της γούρλωσαν, αντικρίζοντας τον κυνηγό. Την κοίταζε πεινασμένα και στεκόταν ακριβώς μπροστά της. Έσκυψε προς το μέρος της και έφερε τα χείλη του στο αυτί της. Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπό της.
«Γιατί μυρίζω τόση πολύ μαγεία, ενώ είσαι δεμένη; Συνειδητοποιείς τι μου κάνεις, Άισλιν;»
Η ανάσα του ήταν βαριά. Δυσκολευόταν να ελέγξει το ένστικτό του. Τα δάχτυλά του είχαν ξεσκίσει τη πολυθρόνα στα δεξιά και τα αριστερά της. Η καρδιά της πετάρισε τρομοκρατημένη. Εγκλωβίστηκε στα μάτια του, τα οποία ήταν κοφτερά σαν πάγος και κράτησε την ανάσα της.


Ράνια Ταλαδιανού