«Χτίσε τα δικά σου όνειρα, αλλιώς κάποιος άλλος θα σε προσλάβει για να χτίσει τα δικά του».
«Ο κύριος Γιογκασάκι σαν οικοδεσπότης θα καθίσει πρώτος στο τραπέζι και έπειτα εσείς με τους υπόλοιπους καλεσμένους. Μόλις καθίσετε, απλώνετε την πετσέτα που βρίσκεται κοντά στο σερβίτσιο σας και ποτέ δεν τη δένετε πάνω σας, ούτε τη στερεώνεται στο ρούχο σας. Φροντίζετε να σκουπίζετε σε αυτή διακριτικά τα χείλη σας κάθε φορά που ετοιμάζεστε να πιείτε από το ποτήρι σας. Στην περίπτωση που χαλάσει το μακιγιάζ σας και επιθυμείτε να το διορθώσετε, λέτε συγγνώμη και σηκώνεστε. Δίχως να αναφέρετε τον λόγο, ούτε και να ζητήσετε την άδεια». Η δασκάλα των καλών τρόπων πίνει δυο γουλιές νερό από το ποτήρι της και με ξανακοιτάζει. «Την πετσέτα θα πρέπει να την ακουμπήσετε ξανά στο τραπέζι, μόνο όταν τελειώσει το γεύμα, οπότε την τοποθετείτε στα αριστερά του πιάτου σας φροντίζοντας, αν την έχετε λερώσει να την ακουμπήσετε με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη φαίνονται οι λεκέδες.
»Κατά τη διάρκεια του δείπνου για να μην πάρετε το ποτήρι ή το ψωμί του διπλανού σας να θυμάστε ότι τα δικά σας ποτήρια βρίσκονται στα δεξιά και το ψωμί στ’ αριστερά. Τα μαχαιροπίρουνα είναι τοποθετημένα στο τραπέζι με τη σειρά που θα χρησιμοποιηθούν. Το σετ που θα χρησιμοποιηθεί τελευταίο τοποθετείται κοντά στο πιάτο. Για πρώτο πιάτο χρησιμοποιείτε αυτό που βρίσκεται πάνω πάνω και συνεχίζετε με τα επόμενα για κάθε έδεσμα που ακολουθεί. Το μαχαίρι το πιάνετε με το δεξί σας χέρι και το πιρούνι με το αριστερό και όχι το αντίθετο. Όμως στην περίπτωση που δε χρησιμοποιείτε καθόλου μαχαίρι, μπορείτε να πιάσετε το πιρούνι σας με το δεξί. Στο τέλος του δείπνου τοποθετείτε τα μαχαιροπίρουνα μέσα στο πιάτο. Επίσης για να πιείτε το κρασί σας καλό θα είναι να το κρατάτε από το πόδι του ποτηριού και όχι από το ίδιο το ποτήρι».
Η δασκάλα καλών τρόπων χτυπάει απότομα τον τόμο του Savoir Vivre πάνω στο γραφείο κάνοντάς με να τιναχτώ έντρομη από την ονειροπόλησή μου. Τραβάω απρόθυμα το βλέμμα μου από τον ήλιο, καθώς δύει και την κοιτάζω βαριεστημένα. Η μεσήλικη γυναίκα σφίγγει τα χείλη της προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της και πιέζει τον εαυτό της να μου χαρίσει ένα χαμόγελο. Ανταποδίδω στο ελάχιστο.
«Δεσποινίς Μία, με παρακολουθείτε;» ρωτάει ανυπόμονα. «Αν δεν έχετε όρεξη τουλάχιστον δώστε βάση στο μάθημα. Μισή ώρα έμεινε ακόμα. Έπειτα μπορείτε να ξεκουραστείτε με την ησυχία σας. Ο πατέρας σας έκανε κατανοητό πως το αποψινό δείπνο είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον σας».
«Ναι, ναι… Κάτι πήρε το αυτί μου» απαντάω νιώθοντας πως το μίσος χρωματίζει τις νότες της φωνής μου. «Έχεις δίκιο. Ας τελειώνουμε με αυτή τη χαζομάρα. Έτσι και αλλιώς εσύ δε μου φταις σε τίποτα».
«Υπέροχα» ξεφυσάει κάπως ανακουφισμένη. «Εμ, θα μπορούσατε να μου πείτε τι δεν πρέπει να κάνετε κατά τη διάρκεια του δείπνου;»
«Δεν πρέπει… να ανακατεύω ή να μυρίζω το φαγητό, πριν ξεκινήσει το γεύμα, να ανοιγοκλείνω το στόμα μου όταν μασάω, να πίνω με γεμάτο στόμα, να μιλάω με γεμάτο στόμα…» σηκώνω το βλέμμα μου ως το ταβάνι και τρίβω δήθεν σκεπτική το σαγόνι μου. «να σκουπίζω με την ψίχα του ψωμιού το φαγητό από το πιάτο μου, να δείξω ότι δε μου άρεσε η μερίδα που μου σέρβιραν ή να σχολιάσω οτιδήποτε δυσμενώς. Να επαινώ υπερβολικά το φαγητό, να κουνάω τα μαχαιροπίρουνα και να τσιμπάω από διάφορες πιατέλες».
Η δασκάλα μου με κοιτάζει απογοητευμένη και δεν μπορώ, να πνίξω ένα χαμόγελο.
«Τι μόνο αυτά;» ξεφωνίζει τρίβοντας το μέτωπό της κουρασμένα. «Τέλος πάντων. Τουλάχιστον θυμάστε τα βασικά. Επίσης κρατείστε καλά στο πίσω μέρος του μυαλού σας πως είναι αγενές να μιλάτε ακατάπαυστα ή αντίθετα να μένετε σιωπηλή και αγέλαστη. Ειδικά το τελευταίο».
«Αυτό ήταν σκληρό. Γιατί εγώ δε γελάω;» την πειράζω σκάζοντάς της το πιο λαμπερό μου χαμόγελο. Νεύει καταφατικά δίχως να έχει πιάσει το χιούμορ μου. Σοβαρεύω και μορφάζω.
«Ελπίζω να ακούσω τα καλύτερα για τη συμπεριφορά σας στο δείπνο, δεσποινίς Μία». Σηκώνεται από την καρέκλα της και μου υποκλίνεται ελαφρά. Ανταποδίδω. «Ο πατέρας σας περιμένει πολλά απόψε».
Αλίμονο. Σαρκάζω τρίζοντας παράλληλα τα δόντια μου από θυμό βλέποντάς την να φεύγει. Με ένα σάλτο πέφτω στο κρεβάτι και θάβω το πρόσωπό μου στα αφράτα μαξιλάρια. Έπειτα γυρνάω ανάσκελα κοιτάζοντας για λίγο το ταβάνι και μετά πάλι μπρούμυτα θέλοντας να χαθώ κάτω από τα σκεπάσματα. Να κάνω τη γη να με καταπιεί και να μη με αφήσει να πάρω μέρος σε αυτό το μαρτυρικό δείπνο.
Ένας χρόνος έχει περάσει από την ξεχασμένη μου ζωή στη Σκωτία, τον θάνατο του δημιουργού μου και τη μεταφορά μου στο Τόκιο. Τη χώρα που βρίσκεται το νέο μου σπίτι. Οι πρώτες εβδομάδες ήταν το κάτι άλλο για μένα. Εντελώς αντίθετη σε ό,τι με διέταζαν, σε ό,τι προσπαθούσαν να με προσαρμόσουν, υπέμενα καθημερινά τον πόνο που μου προκαλούσε το κολάρο. Και ο Τόμας δε διστάζει να χρησιμοποιεί το ηλεκτροσόκ για να με συνετίσει. Ακόμα και τώρα που αποδέχομαι κάθε καινούριο καπρίτσιο του, με βασανίζει δίχως έλεος. Κάποιες φορές πιστεύω πως θέλει να τσεκάρει τις αντοχές μου, ενώ κάποιες άλλες… απλά δεν τον καταλαβαίνω. Πλέον απλά έχω αποδεχτεί τη θέση και το μέλλον μου.
Με θλίψη αγγίζω το κομψό αλλά θανατηφόρο περιδέραιο στο λαιμό μου και αναστενάζω. Τα θέλω μου έχουν παραγκωνιστεί από τα δικά του. Είμαι το παιχνίδι εκείνου και του πατέρα του. Του διάσημου νευροχειρουργού Σον Γιογκασάκι. Εκείνος δε μου δίνει πολύ σημασία, δεν τον ενδιαφέρει καν η παρουσία μου μέσα στο σπίτι. Το μόνο που θέλει είναι να μάθω να σέβομαι και να μιλάω σαν την ελίτ που συναναστρέφεται. Απ’ όταν φανέρωσε στον Τύπο πως υιοθέτησε ένα κορίτσι, το οποίο έμεινε ορφανό, όταν πέθαναν οι γονείς του… έχει φέρει στο σπίτι κάθε είδος δασκάλου που με λίγα λόγια θα με μάθει να συμπεριφέρομαι κατά τα λεγόμενά του. Από τον αριστοκρατικό του κόσμο έως διοίκηση επιχειρήσεων.
Και όλα αυτά είναι τόσο κουραστικά και χρονοβόρα, ενώ πολύ απλά θα μπορούσαν να τα περάσουν με ένα μικροτσίπ στον εγκέφαλό μου. Όμως όχι… δεν θυμάμαι να έκαναν ποτέ κάτι που να μη με φέρει σε δύσκολη θέση ή έστω να ακούσουν τη δική μου γνώμη. Είμαι κάτι ασήμαντο που θα παίξει το ρόλο του σημαντικού στη δική τους ιστορία. Είμαι καθαρά ένα αντικείμενο προς πώληση για τα συμφέροντά τους και αυτό με σκοτώνει.
«Πρόσεχε! Η πολλή σκέψη θα σου κάψει τον εγκέφαλο» ακούω την σαρκαστική φωνή του Τόμας και έπειτα το στρώμα δίπλα μου να βουλιάζει.
Ανοίγω τα μάτια και τον κοιτάζω αδιάφορα, πριν χασμουρηθώ και γυρίσω στο πλάι με την πλάτη μου να τον αντικρίζει. Ξαπλώνει πίσω μου στηρίζοντας τον κορμό του στον διπλωμένο του αγκώνα, ενώ με το άλλο χέρι διατρέχει τις καμπύλες του σώματός μου. Δεν αντιδράω στο προκλητικό του παιχνίδι.
«Γιατί είσαι σπίτι; Ποτέ δεν εμφανίζεσαι πριν τις οχτώ» ρωτάω σφυρίζοντας μέσα από τα δόντια μου.
«Είπα να δώσω ρεπό στον εαυτό μου. Ήμουν κουρασμένος και με το αποψινό πάρτι…»
«Από τι κουράστηκες; Από το να κάθεσαι;» τον ειρωνεύομαι σαρκάζοντας ελαφρά. Με τσιμπάει. «Όσο για το αποψινό πάρτι… είναι κάτι για τα μάτια του κόσμου. Δεν είναι ανάγκη να παρευρεθείς».
«Ω, και να χάσω την παράσταση της μικρής μου αδερφής; Όχι δεν το νομίζω. Εξάλλου το αποψινό θα έχει πολύ περισσότερη πλάκα απ’ οτιδήποτε άλλο» με χτυπάει ελαφρά στον πισινό. «Σήκω σιγά σιγά. Οι καλεσμένοι δε θ’ αργήσουν να φτάσουν. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις έτσι;»
«Αν με θεωρείς τόσο χαζή, γιατί σπαταλάς τον χρόνο μου με δασκάλους και ανούσια μαθήματα, ενώ υπάρχει πιο σύντομος και αποτελεσματικός τρόπος;»
«Είπες ότι θες να ζήσεις σαν άνθρωπος. Οπότε θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι και σαν αυτόν» γελάει. «Δε συνηθίζεται να τους ανοίγουν το κεφάλι και να τους βάζουν τις πληροφορίες μέσα».
«Άντε καλά» μορφάζω αποδοκιμαστικά σφίγγοντας νευρικά το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι μου.
Όσες φορές και αν έχω επαναλάβει τα μαθήματα, όσο και αν έχω διαβάσει οτιδήποτε έχει πέσει στα χέρια μου, πάντα θα υπάρχει κάτι που θα ξεχάσω. Κάτι που θα με ρεζιλέψει. Τόσο δύσκολη είναι η απόκτηση της γνώσης; Από τότε που ξεκίνησε η εντατική εκπαίδευσή μου, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι πως οι άλλοι τα καταφέρνουν.
«Μην αργήσεις. Αλλιώς έχω κάτι υποψίες για το τι μπορεί να συμβεί» φεύγει κουνώντας πάνω από τον ώμο του το τηλεχειριστήριο που ελέγχει το κολάρο μου.
Το πιάνω με τα χέρια μου και το τραβάω ενστικτωδώς, σαν ζώο που δεν αντέχει την αιχμαλωσία. Μακάρι να μπορούσα να ξεφύγω απ’ όλα αυτά. Έστω για λίγο. Δεν ζητάω πολλά. Μόνο μερικές ώρες έξω στην πόλη. Ίσως αν το ζητούσα… παρόλο που ήδη γνωρίζω πως η απάντηση θα είναι όχι. Δίχως δεύτερη σκέψη.
Παραμένω ξαπλωμένη και χαμένη στον κόσμο μου ως τις οχτώ παρά, ώσπου η Μάκινο η προσωπική μαγείρισσα του κύριου Γιογκασάκι και οικονόμος του σπιτιού χτυπάει σιγανά την πόρτα του δωματίου μου φωνάζοντας το όνομά μου.
«Δεσποινίς Μία… Ο πατέρας σας επιθυμεί να προσέλθετε στο σαλόνι».
«Σε πέντε θα είμαι εκεί» απαντάω γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια μου για τον τρόπο που προσφώνησε τον Σον Γιογκασάκι.
Δεν είναι πατέρας μου. Δε θα γίνει ποτέ ο πατέρας μου και ό,τι αν κάνει, όσος χρόνος και αν περάσει, δεν υπάρχει περίπτωση να αντικαταστήσει τον Πίτερ Κοβέλ. Σφυρίζοντας με θυμηδία σηκώνομαι μ’ ένα σάλτο από το κρεβάτι και πλησιάζω το ολοκαίνουριο φόρεμα που μου έστειλαν σήμερα το πρωί.
Ετοιμάζομαι εντελώς μηχανικά παραβλέποντας τις μικρολεπτομέρειες. Την άλυτη κορδέλα του φορέματος, τα ατίθασα μαλλιά, το μηδαμινό μακιγιάζ και την αυθάδεια που έχει χρωματίσει ξεκάθαρα το πρόσωπό μου.
Η Μάκινο μου χτυπάει ξανά μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα και μπαίνει μέσα απρόσκλητη έχοντας στο πρόσωπό της ένα απολογητικό χαμόγελο.
«Είπα ότι θα έρθω σε λίγο» αναστατώνομαι κοιτάζοντάς την αρκετά εκνευρισμένη.
«Το γνωρίζω αυτό δεσποινίς Μία. Απλά υπέθεσα ότι μπορεί να με χρειαζόσασταν» μου χαμογελάει καλοσυνάτα. «Κάνω λάθος;»
«Όχι, δεν κάνεις. Και μάλλον θα εκτιμούσα τη βοήθειά σου περισσότερο απ’ όσο μπορώ να παραδεχτώ» απαντάω ντροπιασμένη. «Θα είναι θαύμα, αν καταφέρω, να εκπληρώσω τις προσδοκίες του κύριου Γιογκασάκι».
Η Μάκινο ξέρει ότι δεν ανήκω στο είδος της. Από την αρχή που μεταφέρθηκα σ’ αυτό το σπίτι έχει γίνει κάτι σαν την κηδεμόνα μου. Με φροντίζει, όταν τη χρειάζομαι και με διδάσκει τη ζωή που έχει κάθε κορίτσι της ηλικίας μου. Πόσο ζηλεύω τη δική της ελευθερία και όσα περισσότερα μαθαίνω, τόσα περισσότερα θέλω, να γνωρίσω. Μ’ ένα στοργικό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό της φροντίζει με περίσσιο ενδιαφέρον τις ατέλειές μου.
Όταν έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσω το πεπρωμένο μου, διαπιστώνω πως ήδη αρκετοί καλεσμένοι έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο σαλόνι. Οι γυναίκες συζητώντας ανά κλίκες, κουτσομπολεύοντας και οι άντρες έχοντας πλευρίσει τον Σον και τον Τόμας. Με την ενισχυμένη μου ακοή καταλαβαίνω πως μιλούν για δουλειές και συγκεκριμένα του δικού μου επιπέδου. Φορώντας το πιο ψεύτικο χαμόγελο που έχω και προσπαθώντας να μη σκοντάψω πουθενά με τα ψηλοτάκουνα, κατεβαίνω τη σκάλα με τον αέρα κυριαρχίας που μου δίδαξαν.
Πολλά μάτια είναι στραμμένα πάνω μου. Μου ρίχνουν βλέμματα παγωμένα και αυστηρά παλεύοντας να βρουν το παραμικρό ψεγάδι στην αυτοκυριαρχία μου και να την γκρεμίσουν. Ο Σον Γιογκασάκι έρχεται στο πλάι μου και μου απλώνει το μπράτσο του.
«Μην είσαι τόσο νευρική» ψιθυρίζει κοντά στ’ αυτί μου. «Εκεί που πρέπει να συγκεντρωθείς, είναι οι γυναίκες. Δύσκολα τις εντυπωσιάζεις και ακόμα πιο δύσκολα τις κάνεις να πουν κάποιον καλό λόγο εκτός του εαυτού τους».
«Μπορώ να τα βγάλω πέρα. Ακόμα και να τις βάλω στη θέση τους, αν θες» απαντάω ζωηρά με μια ξαφνική διάθεση να καβγαδίσω με τον οποιοδήποτε.
«Δε σοβαρολογείς, έτσι;» ρωτάει ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Δε θα κάνεις καμιά ανοησία; Το να αναστατώσεις τους καλεσμένους μου με τη συμπεριφορά σου, δεν είναι κάτι που θα εκτιμήσω ιδιαίτερα. Δείξε ανωτερότητα».
Σκάει ένα μικρό χαμόγελο, σαν να το διασκεδάζει. Πρώτη φορά τον βλέπω τόσο ανάλαφρο και φιλικό. Συνήθως πάντα είναι απότομος και εχθρικός. Δαγκώνω δυνατά το εσωτερικό των χειλιών μου για να σταματήσω των ειρμό των σκέψεων που ρέουν απρόσκλητες στο μυαλό μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο παρόν.
Μετά την πρώτη επαφή όλη η πίεση αποχωρεί από το κορμί μου αφήνοντάς με εντελώς ήρεμη στο δείπνο και την υπόλοιπη ώρα της δεξίωσης. Παρόλα αυτά νιώθω πως υπάρχει μια ανεπιθύμητη ένταση ανάμεσα στις γυναίκες. Γέρνω στο πλάι και σκουντάω ελαφρά τον Τόμας στον ώμο.
«Τι έχουν;» ρωτάω γεμάτη περιέργεια.
«Ζηλεύουν. Τι άλλο;» σαρκάζει. «Ακόμα και στην ελίτ υπάρχουν κάποιες τάξεις. Και εσύ σαν κόρη του πετυχημένου νευροχειρουργού Σον Γιογκασάκι, έχεις μια πολύ υψηλή θέση ανάμεσά τους.
«Δε θα με λιντσάρουν ή τίποτα άλλο, έτσι;» αγχώνομαι κοιτάζοντάς τες στραβά.
«Ανάλογα με το πόσο επικίνδυνη θα γίνεις για εκείνες και τα παιδιά τους. Όταν έχεις όλον τον κόσμο στα πόδια σου, αυτό που θες είναι περισσότερη δύναμη για να ηγηθείς στους υπόλοιπους» ψιθυρίζει αφήνοντας την υπόνοια για κάτι άγριο και παράλληλα πολύ ενδιαφέρον.
Αποστρέφω το βλέμμα μου από τις αιθέριες παρουσίες τους και το στρέφω ολόγυρα στο δωμάτιο. Οι συζητήσεις και το σάκε ρέουν ανάλαφρα ανάμεσα στους καλεσμένους κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμα πιο άνετη και ζεστή. Ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου και δεν νομίζω να είναι πια ψεύτικο.
Νιώθω ένα σκούντημα στο μπράτσο μου και γυρίζοντας αντικρίζω τη Μάκινο. Ανέκφραστη μέσα στο επαγγελματικό της ύφος μου βάζει διακριτικά ένα χαρτί στο χέρι και φεύγει. Μου φάνηκε ασυνήθιστα νευρική για το συνήθη ήρεμο και χαρωπό χαρακτήρα της. Ανοίγω το σημείωμα οπισθοχωρώντας προς τον τοίχο απαρατήρητη από τα αδιάκριτα βλέμματα.
«Κολυμπάς;»- Σ.Γ
Τ… τι εννοεί; Κοιτάζω με σφιγμένο στομάχι ολόγυρα τις εκφράσεις των προσώπων τους και ο μοναδικός που με παρατηρεί επίμονα, είναι ένας νεαρός άντρας. Μου κλείνει προκλητικά το μάτι και μου κάνει νόημα, σαν να θέλει να του τηλεφωνήσω. Γυρίζω την κάρτα ανάποδα και βρίσκω γραμμένο με καλλιτεχνικά γράμματα έναν αριθμό τηλεφώνου.
Στενεύω αυθόρμητα τα μάτια μου προσπαθώντας να καταλάβω τι σκοπό έχει, αν απλά θέλει να παίξει μαζί μου ή γνωρίζει τι είμαι. Όμως καθώς τον παρατηρώ, ο Τόμας μπαίνει μπροστά κρύβοντάς τον απ’ το οπτικό μου πεδίο. Και δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος. Με γρήγορες δρασκελιές έρχεται προς το μέρος μου και αρπάζει το σημείωμα που κρατάω δίχως κουβέντες. Κοιτάζοντάς με άγρια το τσαλακώνει και το βάζει στην τσέπη του. Τι συνέβη έτσι στα ξαφνικά και για ποιο λόγο εκείνος θύμωσε;
«Μην ανακατεύεσαι στα πόδια μου» γρυλίζει επιθετικά. «Μείνε μακριά από το πεδίο του» λέει προσπερνώντας με.
Επιστρέφω το βλέμμα μου στον άγνωστο Σ.Γ, αλλά η προηγούμενη θέση του έχει καταληφθεί από κάποιον άλλον. Τι μπορεί να ήθελε; Αναρωτιέμαι με την περιέργεια να στριφογυρίζει ενοχλητικά μέσα στο μυαλό μου.
Η δεξίωση τελειώνει χωρίς άλλες εκπλήξεις και οι καλεσμένοι αρχίζουν σιγά σιγά να αποχωρούν. Μόλις κλείνει η πόρτα πίσω από τον τελευταίο, τρέχω στο μπάνιο του προσωπικού και ξερνάω όλο το σούσι και το σάκε που κατακάθισε στο τεχνητό στομάχι μου για τα μάτια του κόσμου. Έπειτα από μερικά ανήσυχα χτυπήματα στην πόρτα επιστρέφω στο σαλόνι. Πέφτω στον καναπέ εξουθενωμένη με τη μπαταρία μου να έχει χτυπήσει κόκκινο. Ακόμα και σαν μηχανή δεν έχω αντοχές γι’ αυτά τα πράγματα.
Ο Τόμας διασχίζει αστραπιαία το σαλόνι, δίχως να μου δώσει την παραμικρή σημασία, παρόλο που του φωνάζω. Πεισμωμένη στην αδιάφορη αντίδρασή του και περίεργη να μάθω περισσότερα για εκείνον τον περίεργο άντρα πηδάω από τον καναπέ και μπαίνω μπροστά του.
«Ποιος ήταν αυτός;» ρωτάω δαγκώνοντας παιχνιδιάρικα τα χείλη μου. «Γιατί μου έστειλε αυτό το μήνυμα;»
«Επειδή είναι ηλίθιος» απαντάει απότομα και παραμερίζοντάς με μια σπρωξιά μπαίνει στο γραφείο του πατέρα του.
Τον ακολουθώ και ξανά μπαίνω μπροστά του θέλοντας να τον κάνω να με προσέξει. Μόνο για μια στιγμή. Ο Σον Γιογκασάκι μας ρίχνει μια αδιάφορη ματιά από το μίνι-μπαρ και κάθεται πίσω από το γραφείο του τρίβοντας κουρασμένα τους κροτάφους του.
«Αυτό και αν ήταν σκληρό» μουρμουρίζει μορφάζοντας.
«Τι θες Μια;» ρωτάει θυμωμένος ο Τόμας σταυρώνοντας τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του. «Δεν έχω χρόνο για τις ανοησίες σου».
«Ε… απλά άκουσέ με. Μόνο δυο λεπτά» του φωνάζω ξαφνιάζοντάς τον. «Έκανα, ό,τι θέλατε απόψε και το δείπνο πήγε καλύτερα απ’ όσο περιμέναμε. Έτσι… σκεφτόμουν… αναρωτιόμουν, αν μπορούσα να βγω έξω στην πόλη. Μια μικρή βόλτα».
«Φυσικά και όχι. Κοίτα… πήγαινε στο δωμάτιό σου, εντάξει;» με σπρώχνει άγρια.
«Μα μόνο για λίγο. Δε θα προσπαθήσω να το σκάσω, ούτε θα κάνω καμιά ανοησία. Ένας γρήγορος περίπατος. Δεν αντέχω άλλο μέσα στο σπίτι». Σφίγγω τις γροθιές μου με ένταση. «Έτσι και αλλιώς το κολάρο μου έχει GPS. Πάντα θα ξέρεις πού βρίσκομαι».
«Είπα όχι. Υπάρχουν άλλα πράγματα που με απασχολούν. Δεν μπορώ να ασχοληθώ και μαζί σου, Μία. Φύγε, δε θα το ξαναπώ» με απειλεί βγάζοντας το τηλεχειριστήριο από την τσέπη του.
«Όχι, άφησέ την» τον διακόπτει ο κύριος Γιογκασάκι. «Θα την προσέχω εγώ».
«Μα…» αντιδράει έκπληκτος ο Τόμας. «Για ποιο λόγο να βγει; Ένα αντικείμενο είναι μόνο. Δεν έχει ανάγκη από καθαρό αέρα». Υποθέτω πως ότι πίστευε νωρίτερα για τα δικαιώματά μου, ήταν μόνο για να με παγιδέψει.
«Και λοιπόν; Είμαι περίεργος για το πώς μπορεί να συμπεριφερθεί μόνη της. Δίχως να έχει κάποιον να την διατάζει» χαμογελάει πονηρά. «Τη χρειάζεσαι για το πείραμά σου».
«Τη χρειάζομαι δίχως τη νοημοσύνη της. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να διαγράψω το μυαλό της. Θέλω ένα αντικείμενο που εκτελεί εντολές, όχι κάτι που μπορεί να σκέφτεται».
«Θα έπρεπε» λέει ψυχρά στον γιο του και στρέφεται προς το μέρος μου. «Κρατάς χαμηλό προφίλ, δεν απομακρύνεσαι σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου και επιστρέφεις σπίτι σε δυο ώρες. Αν δεν υπακούσεις θα τιμωρηθείς με τον αυστηρότερο τρόπο».
Τα λόγια του με ανατριχιάζουν από την κορυφή ως τα νύχια και δαγκώνομαι για να μην το δείξω. Υποκλίνομαι βιαστικά με σεβασμό και νεύοντας καταφατικά στις εντολές του, βγαίνω με βεβιασμένο βήμα από το δωμάτιο. Γλιστράω έξω από το σπίτι χωρίς να πάρω ούτε το παλτό μου. Τι φυλακή είναι αυτή; Τι σκοπό έχουν για μένα; Περπατώντας μπροστά από τις βιτρίνες των μαγαζιών διακρίνω την αντανάκλαση δυο αντρών που δεν ενδιαφέρονται για τα ρούχα. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο ολοκληρωτικά πάνω μου. Στενεύω τα μάτια μου θυμωμένα και τους χαμογελάω προκλητικά. Μπορούν να ανταγωνιστούν μια μηχανή;
Το βάζω στα πόδια. Γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Οι άντρες του Τόμας με ακολουθούν, όμως σύντομα με χάνουν. Υποθέτω πως όπου και να πάω, θα καταφέρουν να με βρουν με τη συσκευή εντοπισμού. Διασχίζω με ελιγμούς τους εκνευρισμένους ανθρώπους που μου φωνάζουν και τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μου κορνάρουν. Η βιασύνη μου με οδηγεί σε ένα πάρκο και από εκεί σε ένα στενό που καταλήγει σε ένα μικρό περιφραγμένο γήπεδο. Γελώντας περνάω κάτω από το συρματόπλεγμα και κρύβομαι στα σκοτάδια του.
Κοιτάζω χαρούμενη τον γεμάτο αστέρια ουρανό. Όλες οι αναμνήσεις με πλημμυρίζουν με μιας. Της Κάρεν και της Ρουθ, της ζωής μου πίσω στην Σκωτία. Νιώθω πως… επέστρεψα επιτέλους στο σπίτι.
«Έι… τι είναι αυτό;» ακούω κάποιον να ρωτάει πίσω μου και τινάζομαι αναστατωμένη.
Σηκώνομαι όρθια και αντικρίζω δυο ψηλά αγόρια με αλαζονικά βλέμματα στο πρόσωπό τους. Και οι δύο φορούν χοντρά μπουφάν και κρατούν ποδήλατα, ενώ ένας τρίτος τους πλησιάζει χτυπώντας στο έδαφος μια μπάλα του μπάσκετ. Οι τρείς τους παρατηρούν την αμφίεσή μου από την κορυφή ως τα νύχια με ανασηκωμένα φρύδια. Δαγκώνομαι αγχωμένη. Τα ρούχα μου είναι πολύ λεπτά για το κρύο της νύχτας και δε φανερώνω κανένα σημάδι πως κρυώνω ή πως αναπνέω.
«Από που ξέφυγες εσύ;» με ρωτάει εκείνος με τη μπάλα γέρνοντας μπροστά. «Πλουσιοκόριτσο φαίνεσαι. Τι κάνεις στη δική μας γειτονιά;»
«Απλά περνούσα. Θα φύγω» υποκλίνομαι βιαστικά και οπισθοχωρώ.
Το αγόρι με την μπάλα με αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει τόσο απότομα που χάνω τον βηματισμό μου και πέφτω. Τα αγόρια με τα ποδήλατα μπαίνουν ταυτόχρονα μπροστά σταματώντας την πτώση μου και φυλακίζοντάς με μέσα σε ένα ζευγάρι δυνατά μπράτσα.
«Έι… τι νομίζεις, ότι κάνεις;» γρυλίζω σπρώχνοντάς τους μακριά μου.
«Απλά προσπαθούσα να είμαι ευγενικός. Πρέπει να σε ζεστάνουμε κάπως, αλλιώς θα κρυώσεις. Και δεν είναι σωστό να αφήσουμε ένα όμορφο κορίτσι σαν και εσένα να αρρωστήσει». Γελάει εκείνος με τη μπάλα και χαϊδεύοντας το πιγούνι μου με τα δάχτυλά του, τυλίγει το χέρι του γύρω από τον σβέρκο μου.
Ξεσπάω σε γέλια και τον σπρώχνω. Τόσο δυνατά που χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Οι άλλοι δύο προσπαθούν μάταια να εγκλωβίσουν τα μπράτσα μου.
«Μου σπας τα νεύρα…» λέω θυμωμένα. «Έχω δυο ώρες μόνο και δεν πρόκειται να χαλάσεις τη βόλτα μου, ακόμα και αν χρειαστεί να σου ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Το’ πιασες;»
«Χα χα χα! Νόμιζα ότι στις γατούλες σαλονιού έκοβαν τα νύχια» σουφρώνει τα χείλη του ανακτώντας την ισορροπία του. «Πολύ ενδιαφέρον».
«Μήπως ήρθες για τον Ανζάι;» ρωτάει ένας από τους δυο πίσω μου. «Δε θέλω να μπλέκομαι με τα κορίτσια του» με αφήνει και οπισθοχωρεί.
Ανζάι; Ποιος είναι ο Ανζάι; Και τι εννοεί με τα κορίτσια του;
«Ναι είναι» λέει μια άγνωστη φωνή πίσω μου και ένα νέο ζευγάρι χέρια με φυλακίζει σε μια σφιχτή αγκαλιά. «Σου ζήτησα να μην έρθεις, να με βρεις, Μία».
Ε; Πώς γνωρίζει το όνομά μου; Σφίγγομαι. Καταλαβαίνοντας τις προθέσεις μου τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και φεύγει σέρνοντάς με μαζί του. Δεν μπορώ να δω καθαρά το πρόσωπό του χωμένο που είναι μέσα στο κασκόλ του. Το βλέμμα του όμως είναι ευγενικό, χωρίς κακία. Τα μάτια του στενεύουν, σαν να χαμογελούν, όταν συναντούν τα δικά μου. Παρόλα αυτά τον σπρώχνω ενοχλημένη, μόλις βγαίνουμε από το οπτικό τους πεδίο.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάω σηκώνοντας τα χέρια μου αμυντικά ανάμεσά μας. «Και από πού με γνωρίζεις;»
«Όλη η Ιαπωνία σε γνωρίζει. Ο Σον Γιογκασάκι δε συνηθίζει να κάνει φιλανθρωπίες» στενεύει τα μάτια του καχύποπτα. Έτσι στα ξαφνικά και με αρπάζει από το μπράτσο. «Σε ακολουθούν;»
«Α, αυτό… ναι. Από την ώρα που βγήκα. Στο πάρκο με έχασαν, όμως οι φίλοι σου…»
«Δεν είναι φίλοι μου» απαντάει ξερά και αρχίζει να προχωράει σέρνοντάς με πάλι μαζί του. «Είναι κάτι πολύ παραπάνω, αλλά δεν έχει σημασία».
«Π… πού με πηγαίνεις;» ρωτάω διστακτικά. Δεν τον εμπιστεύομαι ακόμα. «Ανζάι».
Γυρίζει προς το μέρος μου και μου σκάει ένα καθησυχαστικό, λαμπρό χαμόγελο.
«Πάμε κάπου ζεστά. Είπες ότι έχεις δυο ώρες, ώσπου να επιστρέψεις. Δε θα ήθελες να τις περάσεις έξω στο κρύο, έτσι;» βγάζει το κασκόλ του και το τυλίγει γύρω από τους ώμους μου. Έπειτα γλιστρώντας το χέρι του στο δικό μου, με οδηγεί βιαστικά μακριά.
Οι σωματοφύλακές μου με χάνουν για μια ακόμη φορά, όταν ο Ανζάι μας περνάει μέσα από στενά σοκάκια και μυστικές αυλές. Καταλήγουμε σε μα μικρή καφετέρια, αρκετά μακριά από τη γειτονιά μου και το πάρκο. Νομίζω πως μόλις καταπάτησα τον πρώτο κανόνα του κύριου Γιογκασάκι.
«Εκείνα τα αγόρια γιατί σε φοβόντουσαν;» ρωτάω γεμάτη περιέργεια τυλίγοντας τα χέρια μου στη κούπα με τη ζεστή σοκολάτα μου. «Και… πόσα κορίτσια έχεις;»
«Ε… κορίτσια;» σαστίζει. «Δεν νομίζω ότι εννοούσαν αυτό που κατάλαβες, όμως δε με φοβούνται, αλλά με σέβονται, γιατί είμαι καλύτερος. Στο μπάσκετ, στους καβγάδες…» ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και χαμογελάει. «Όταν ζεις σχεδόν στον δρόμο, η δύναμη είναι το μεγαλύτερο όπλο».
«Και όμως είσαι τυχερός. Έχεις την ελευθερία σου, ενώ εγώ που έχω πολλά περισσότερα…» αποστρέφω το πρόσωπό μου. «Κάποιες φορές απλά θα επιθυμούσα να μη με είχε επιλέξει ο Γιογκασάκι».
Ο Ανζάι με κοιτάζει για λίγο αμίλητος και ανέκφραστος. Ανταποδίδω νιώθοντας περίεργα ανάλαφρη. Είναι η πρώτη μου φορά που βρίσκομαι κοντά σε κάποιον άγνωστο και είναι τόσο ωραίο αυτό το συναίσθημα. Δαγκώνω τα χείλη μου θέλοντας να απορρίψω τις αρνητικές σκέψεις που γεμίζουν το μυαλό μου. Τι θα γίνει, αν μάθει τι πραγματικά είμαι; Αν με θεωρήσει τέρας;
Η Κάρεν τον βρίσκει όμορφο και δύσκολα πνίγω ένα χαμόγελο. Έχει ατίθασα μακριά, μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, ενώ ένα στρογγυλεμένο σημάδι σαν τατουάζ είναι ζωγραφισμένο πάνω από το αριστερό φρύδι και κάτω από το δεξί του μάτι. Αχ… η Κάρεν, η Ρουθ και η Μία. Τόσες ζωές παγιδευμένες μέσα σ’ ένα σώμα. Ο Ανζάι δε χρειάζεται να μπει στον κόσμο μου. Έτσι και αλλιώς δύσκολα θα τον ξανασυναντήσω.
Η πόρτα της καφετέριας ανοίγει και μέσα μπαίνουν οι άντρες του Τόμας. Με κοιτάζουν αυστηρά πίσω από τα μαύρα τους γυαλιά. Υποθέτω πως είναι ώρα. Τραβώντας το κασκόλ του Ανζάι από τους ώμους μου σηκώνομαι. Υποκλίνομαι βαθιά σαστίζοντάς τον.
«Γ… γιατί…»
«Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες εκεί πίσω, όμως πρέπει να φύγω τώρα» λέω χαμογελώντας του. Κοιτάζει τους σωματοφύλακες και έπειτα εμένα με ανήσυχο βλέμμα. «Θα είμαι καλά» φεύγω νιώθοντας ένα ενοχλητικό σφίξιμο στο στομάχι.
Όταν επιστρέφω στο σπίτι, είναι πολύ αργότερα από την προσυμφωνημένη ώρα και τα πνεύματα δεν είναι καθόλου ήρεμα. Ο Τόμας με περιμένει στην πόρτα με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και ο κύριος Γιογκασάκι στο γραφείο του. Αμίλητος και συνοφρυωμένος. Υποκλίνομαι μπροστά του.
«Άργησα… λυπάμαι πολύ» ψελλίζω φοβισμένη στη θέα του τηλεχειριστηρίου.
«Δε θα περίμενα κάτι λιγότερο» σηκώνεται όρθιος και έρχεται μπροστά μου. «Σου είπα, ότι θα σε τιμωρήσω».
Το κολάρο για μια ακόμη φορά δείχνει στο έπακρο τις ικανότητές του. Η υψηλή τάση του διαπερνάει στο δέρμα μου και με ψήνει εσωτερικά κάνοντάς με να χτυπιέμαι σαν επιληπτική. Φωνάζω από τον πόνο. Τον μόνο πόνο που μπορώ να νιώσω. Προσπαθώ να συρθώ μακριά από την μήνη του, το δίχως έλεος βλέμμα του.
«Σε παρακαλώ, σταμάτα» τραυλίζω με σπασμένη φωνή και κοιτάζω τον Τόμας για βοήθεια.
Οι αισθήσεις μου αργοπεθαίνουν, καθώς η μπαταρία μου αδειάζει με απίστευτα γρήγορο ρυθμό.
«Εσύ το επέλεξες» λέει ο Τόμας καγχάζοντας και ανεβάζει την τάση.
«Και θα το επέλεγα ξανά» ψιθυρίζω κάνοντας τον κύριο Γιογκασάκι να στενέψει από έκπληξη τα μάτια του. «Άφησέ με να ζήσω. Άσε με να γίνω το κορίτσι, που όλοι νομίζουν πως υιοθέτησες. Είναι το μόνο που θέλω».
Το ηλεκτροσόκ σταματάει αφήνοντάς με ξέπνοη και εξαντλημένη. Ο Σον Γιογκασάκι γονατίζει στο πλάι μου και σηκώνει το κεφάλι μου από τα μαλλιά.
«Θέλεις να γίνεις άνθρωπος ε;» μουρμουρίζει με ενδιαφέρον. «Εντάξει. Δε θα σου φέρω αντίρρηση, αλλά…» σαρκάζει παιχνιδιάρικα. «Θα πρέπει να κάνεις και εσύ κάτι για εμάς».
Χάνω τις αισθήσεις μου ολοκληρωτικά, πριν απαντήσω.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
«Ο κύριος Γιογκασάκι σαν οικοδεσπότης θα καθίσει πρώτος στο τραπέζι και έπειτα εσείς με τους υπόλοιπους καλεσμένους. Μόλις καθίσετε, απλώνετε την πετσέτα που βρίσκεται κοντά στο σερβίτσιο σας και ποτέ δεν τη δένετε πάνω σας, ούτε τη στερεώνεται στο ρούχο σας. Φροντίζετε να σκουπίζετε σε αυτή διακριτικά τα χείλη σας κάθε φορά που ετοιμάζεστε να πιείτε από το ποτήρι σας. Στην περίπτωση που χαλάσει το μακιγιάζ σας και επιθυμείτε να το διορθώσετε, λέτε συγγνώμη και σηκώνεστε. Δίχως να αναφέρετε τον λόγο, ούτε και να ζητήσετε την άδεια». Η δασκάλα των καλών τρόπων πίνει δυο γουλιές νερό από το ποτήρι της και με ξανακοιτάζει. «Την πετσέτα θα πρέπει να την ακουμπήσετε ξανά στο τραπέζι, μόνο όταν τελειώσει το γεύμα, οπότε την τοποθετείτε στα αριστερά του πιάτου σας φροντίζοντας, αν την έχετε λερώσει να την ακουμπήσετε με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη φαίνονται οι λεκέδες.
»Κατά τη διάρκεια του δείπνου για να μην πάρετε το ποτήρι ή το ψωμί του διπλανού σας να θυμάστε ότι τα δικά σας ποτήρια βρίσκονται στα δεξιά και το ψωμί στ’ αριστερά. Τα μαχαιροπίρουνα είναι τοποθετημένα στο τραπέζι με τη σειρά που θα χρησιμοποιηθούν. Το σετ που θα χρησιμοποιηθεί τελευταίο τοποθετείται κοντά στο πιάτο. Για πρώτο πιάτο χρησιμοποιείτε αυτό που βρίσκεται πάνω πάνω και συνεχίζετε με τα επόμενα για κάθε έδεσμα που ακολουθεί. Το μαχαίρι το πιάνετε με το δεξί σας χέρι και το πιρούνι με το αριστερό και όχι το αντίθετο. Όμως στην περίπτωση που δε χρησιμοποιείτε καθόλου μαχαίρι, μπορείτε να πιάσετε το πιρούνι σας με το δεξί. Στο τέλος του δείπνου τοποθετείτε τα μαχαιροπίρουνα μέσα στο πιάτο. Επίσης για να πιείτε το κρασί σας καλό θα είναι να το κρατάτε από το πόδι του ποτηριού και όχι από το ίδιο το ποτήρι».
Η δασκάλα καλών τρόπων χτυπάει απότομα τον τόμο του Savoir Vivre πάνω στο γραφείο κάνοντάς με να τιναχτώ έντρομη από την ονειροπόλησή μου. Τραβάω απρόθυμα το βλέμμα μου από τον ήλιο, καθώς δύει και την κοιτάζω βαριεστημένα. Η μεσήλικη γυναίκα σφίγγει τα χείλη της προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της και πιέζει τον εαυτό της να μου χαρίσει ένα χαμόγελο. Ανταποδίδω στο ελάχιστο.
«Δεσποινίς Μία, με παρακολουθείτε;» ρωτάει ανυπόμονα. «Αν δεν έχετε όρεξη τουλάχιστον δώστε βάση στο μάθημα. Μισή ώρα έμεινε ακόμα. Έπειτα μπορείτε να ξεκουραστείτε με την ησυχία σας. Ο πατέρας σας έκανε κατανοητό πως το αποψινό δείπνο είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον σας».
«Ναι, ναι… Κάτι πήρε το αυτί μου» απαντάω νιώθοντας πως το μίσος χρωματίζει τις νότες της φωνής μου. «Έχεις δίκιο. Ας τελειώνουμε με αυτή τη χαζομάρα. Έτσι και αλλιώς εσύ δε μου φταις σε τίποτα».
«Υπέροχα» ξεφυσάει κάπως ανακουφισμένη. «Εμ, θα μπορούσατε να μου πείτε τι δεν πρέπει να κάνετε κατά τη διάρκεια του δείπνου;»
«Δεν πρέπει… να ανακατεύω ή να μυρίζω το φαγητό, πριν ξεκινήσει το γεύμα, να ανοιγοκλείνω το στόμα μου όταν μασάω, να πίνω με γεμάτο στόμα, να μιλάω με γεμάτο στόμα…» σηκώνω το βλέμμα μου ως το ταβάνι και τρίβω δήθεν σκεπτική το σαγόνι μου. «να σκουπίζω με την ψίχα του ψωμιού το φαγητό από το πιάτο μου, να δείξω ότι δε μου άρεσε η μερίδα που μου σέρβιραν ή να σχολιάσω οτιδήποτε δυσμενώς. Να επαινώ υπερβολικά το φαγητό, να κουνάω τα μαχαιροπίρουνα και να τσιμπάω από διάφορες πιατέλες».
Η δασκάλα μου με κοιτάζει απογοητευμένη και δεν μπορώ, να πνίξω ένα χαμόγελο.
«Τι μόνο αυτά;» ξεφωνίζει τρίβοντας το μέτωπό της κουρασμένα. «Τέλος πάντων. Τουλάχιστον θυμάστε τα βασικά. Επίσης κρατείστε καλά στο πίσω μέρος του μυαλού σας πως είναι αγενές να μιλάτε ακατάπαυστα ή αντίθετα να μένετε σιωπηλή και αγέλαστη. Ειδικά το τελευταίο».
«Αυτό ήταν σκληρό. Γιατί εγώ δε γελάω;» την πειράζω σκάζοντάς της το πιο λαμπερό μου χαμόγελο. Νεύει καταφατικά δίχως να έχει πιάσει το χιούμορ μου. Σοβαρεύω και μορφάζω.
«Ελπίζω να ακούσω τα καλύτερα για τη συμπεριφορά σας στο δείπνο, δεσποινίς Μία». Σηκώνεται από την καρέκλα της και μου υποκλίνεται ελαφρά. Ανταποδίδω. «Ο πατέρας σας περιμένει πολλά απόψε».
Αλίμονο. Σαρκάζω τρίζοντας παράλληλα τα δόντια μου από θυμό βλέποντάς την να φεύγει. Με ένα σάλτο πέφτω στο κρεβάτι και θάβω το πρόσωπό μου στα αφράτα μαξιλάρια. Έπειτα γυρνάω ανάσκελα κοιτάζοντας για λίγο το ταβάνι και μετά πάλι μπρούμυτα θέλοντας να χαθώ κάτω από τα σκεπάσματα. Να κάνω τη γη να με καταπιεί και να μη με αφήσει να πάρω μέρος σε αυτό το μαρτυρικό δείπνο.
Ένας χρόνος έχει περάσει από την ξεχασμένη μου ζωή στη Σκωτία, τον θάνατο του δημιουργού μου και τη μεταφορά μου στο Τόκιο. Τη χώρα που βρίσκεται το νέο μου σπίτι. Οι πρώτες εβδομάδες ήταν το κάτι άλλο για μένα. Εντελώς αντίθετη σε ό,τι με διέταζαν, σε ό,τι προσπαθούσαν να με προσαρμόσουν, υπέμενα καθημερινά τον πόνο που μου προκαλούσε το κολάρο. Και ο Τόμας δε διστάζει να χρησιμοποιεί το ηλεκτροσόκ για να με συνετίσει. Ακόμα και τώρα που αποδέχομαι κάθε καινούριο καπρίτσιο του, με βασανίζει δίχως έλεος. Κάποιες φορές πιστεύω πως θέλει να τσεκάρει τις αντοχές μου, ενώ κάποιες άλλες… απλά δεν τον καταλαβαίνω. Πλέον απλά έχω αποδεχτεί τη θέση και το μέλλον μου.
Με θλίψη αγγίζω το κομψό αλλά θανατηφόρο περιδέραιο στο λαιμό μου και αναστενάζω. Τα θέλω μου έχουν παραγκωνιστεί από τα δικά του. Είμαι το παιχνίδι εκείνου και του πατέρα του. Του διάσημου νευροχειρουργού Σον Γιογκασάκι. Εκείνος δε μου δίνει πολύ σημασία, δεν τον ενδιαφέρει καν η παρουσία μου μέσα στο σπίτι. Το μόνο που θέλει είναι να μάθω να σέβομαι και να μιλάω σαν την ελίτ που συναναστρέφεται. Απ’ όταν φανέρωσε στον Τύπο πως υιοθέτησε ένα κορίτσι, το οποίο έμεινε ορφανό, όταν πέθαναν οι γονείς του… έχει φέρει στο σπίτι κάθε είδος δασκάλου που με λίγα λόγια θα με μάθει να συμπεριφέρομαι κατά τα λεγόμενά του. Από τον αριστοκρατικό του κόσμο έως διοίκηση επιχειρήσεων.
Και όλα αυτά είναι τόσο κουραστικά και χρονοβόρα, ενώ πολύ απλά θα μπορούσαν να τα περάσουν με ένα μικροτσίπ στον εγκέφαλό μου. Όμως όχι… δεν θυμάμαι να έκαναν ποτέ κάτι που να μη με φέρει σε δύσκολη θέση ή έστω να ακούσουν τη δική μου γνώμη. Είμαι κάτι ασήμαντο που θα παίξει το ρόλο του σημαντικού στη δική τους ιστορία. Είμαι καθαρά ένα αντικείμενο προς πώληση για τα συμφέροντά τους και αυτό με σκοτώνει.
«Πρόσεχε! Η πολλή σκέψη θα σου κάψει τον εγκέφαλο» ακούω την σαρκαστική φωνή του Τόμας και έπειτα το στρώμα δίπλα μου να βουλιάζει.
Ανοίγω τα μάτια και τον κοιτάζω αδιάφορα, πριν χασμουρηθώ και γυρίσω στο πλάι με την πλάτη μου να τον αντικρίζει. Ξαπλώνει πίσω μου στηρίζοντας τον κορμό του στον διπλωμένο του αγκώνα, ενώ με το άλλο χέρι διατρέχει τις καμπύλες του σώματός μου. Δεν αντιδράω στο προκλητικό του παιχνίδι.
«Γιατί είσαι σπίτι; Ποτέ δεν εμφανίζεσαι πριν τις οχτώ» ρωτάω σφυρίζοντας μέσα από τα δόντια μου.
«Είπα να δώσω ρεπό στον εαυτό μου. Ήμουν κουρασμένος και με το αποψινό πάρτι…»
«Από τι κουράστηκες; Από το να κάθεσαι;» τον ειρωνεύομαι σαρκάζοντας ελαφρά. Με τσιμπάει. «Όσο για το αποψινό πάρτι… είναι κάτι για τα μάτια του κόσμου. Δεν είναι ανάγκη να παρευρεθείς».
«Ω, και να χάσω την παράσταση της μικρής μου αδερφής; Όχι δεν το νομίζω. Εξάλλου το αποψινό θα έχει πολύ περισσότερη πλάκα απ’ οτιδήποτε άλλο» με χτυπάει ελαφρά στον πισινό. «Σήκω σιγά σιγά. Οι καλεσμένοι δε θ’ αργήσουν να φτάσουν. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις έτσι;»
«Αν με θεωρείς τόσο χαζή, γιατί σπαταλάς τον χρόνο μου με δασκάλους και ανούσια μαθήματα, ενώ υπάρχει πιο σύντομος και αποτελεσματικός τρόπος;»
«Είπες ότι θες να ζήσεις σαν άνθρωπος. Οπότε θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι και σαν αυτόν» γελάει. «Δε συνηθίζεται να τους ανοίγουν το κεφάλι και να τους βάζουν τις πληροφορίες μέσα».
«Άντε καλά» μορφάζω αποδοκιμαστικά σφίγγοντας νευρικά το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι μου.
Όσες φορές και αν έχω επαναλάβει τα μαθήματα, όσο και αν έχω διαβάσει οτιδήποτε έχει πέσει στα χέρια μου, πάντα θα υπάρχει κάτι που θα ξεχάσω. Κάτι που θα με ρεζιλέψει. Τόσο δύσκολη είναι η απόκτηση της γνώσης; Από τότε που ξεκίνησε η εντατική εκπαίδευσή μου, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι πως οι άλλοι τα καταφέρνουν.
«Μην αργήσεις. Αλλιώς έχω κάτι υποψίες για το τι μπορεί να συμβεί» φεύγει κουνώντας πάνω από τον ώμο του το τηλεχειριστήριο που ελέγχει το κολάρο μου.
Το πιάνω με τα χέρια μου και το τραβάω ενστικτωδώς, σαν ζώο που δεν αντέχει την αιχμαλωσία. Μακάρι να μπορούσα να ξεφύγω απ’ όλα αυτά. Έστω για λίγο. Δεν ζητάω πολλά. Μόνο μερικές ώρες έξω στην πόλη. Ίσως αν το ζητούσα… παρόλο που ήδη γνωρίζω πως η απάντηση θα είναι όχι. Δίχως δεύτερη σκέψη.
Παραμένω ξαπλωμένη και χαμένη στον κόσμο μου ως τις οχτώ παρά, ώσπου η Μάκινο η προσωπική μαγείρισσα του κύριου Γιογκασάκι και οικονόμος του σπιτιού χτυπάει σιγανά την πόρτα του δωματίου μου φωνάζοντας το όνομά μου.
«Δεσποινίς Μία… Ο πατέρας σας επιθυμεί να προσέλθετε στο σαλόνι».
«Σε πέντε θα είμαι εκεί» απαντάω γρυλίζοντας μέσα από τα δόντια μου για τον τρόπο που προσφώνησε τον Σον Γιογκασάκι.
Δεν είναι πατέρας μου. Δε θα γίνει ποτέ ο πατέρας μου και ό,τι αν κάνει, όσος χρόνος και αν περάσει, δεν υπάρχει περίπτωση να αντικαταστήσει τον Πίτερ Κοβέλ. Σφυρίζοντας με θυμηδία σηκώνομαι μ’ ένα σάλτο από το κρεβάτι και πλησιάζω το ολοκαίνουριο φόρεμα που μου έστειλαν σήμερα το πρωί.
Ετοιμάζομαι εντελώς μηχανικά παραβλέποντας τις μικρολεπτομέρειες. Την άλυτη κορδέλα του φορέματος, τα ατίθασα μαλλιά, το μηδαμινό μακιγιάζ και την αυθάδεια που έχει χρωματίσει ξεκάθαρα το πρόσωπό μου.
Η Μάκινο μου χτυπάει ξανά μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα και μπαίνει μέσα απρόσκλητη έχοντας στο πρόσωπό της ένα απολογητικό χαμόγελο.
«Είπα ότι θα έρθω σε λίγο» αναστατώνομαι κοιτάζοντάς την αρκετά εκνευρισμένη.
«Το γνωρίζω αυτό δεσποινίς Μία. Απλά υπέθεσα ότι μπορεί να με χρειαζόσασταν» μου χαμογελάει καλοσυνάτα. «Κάνω λάθος;»
«Όχι, δεν κάνεις. Και μάλλον θα εκτιμούσα τη βοήθειά σου περισσότερο απ’ όσο μπορώ να παραδεχτώ» απαντάω ντροπιασμένη. «Θα είναι θαύμα, αν καταφέρω, να εκπληρώσω τις προσδοκίες του κύριου Γιογκασάκι».
Η Μάκινο ξέρει ότι δεν ανήκω στο είδος της. Από την αρχή που μεταφέρθηκα σ’ αυτό το σπίτι έχει γίνει κάτι σαν την κηδεμόνα μου. Με φροντίζει, όταν τη χρειάζομαι και με διδάσκει τη ζωή που έχει κάθε κορίτσι της ηλικίας μου. Πόσο ζηλεύω τη δική της ελευθερία και όσα περισσότερα μαθαίνω, τόσα περισσότερα θέλω, να γνωρίσω. Μ’ ένα στοργικό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό της φροντίζει με περίσσιο ενδιαφέρον τις ατέλειές μου.
Όταν έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσω το πεπρωμένο μου, διαπιστώνω πως ήδη αρκετοί καλεσμένοι έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο σαλόνι. Οι γυναίκες συζητώντας ανά κλίκες, κουτσομπολεύοντας και οι άντρες έχοντας πλευρίσει τον Σον και τον Τόμας. Με την ενισχυμένη μου ακοή καταλαβαίνω πως μιλούν για δουλειές και συγκεκριμένα του δικού μου επιπέδου. Φορώντας το πιο ψεύτικο χαμόγελο που έχω και προσπαθώντας να μη σκοντάψω πουθενά με τα ψηλοτάκουνα, κατεβαίνω τη σκάλα με τον αέρα κυριαρχίας που μου δίδαξαν.
Πολλά μάτια είναι στραμμένα πάνω μου. Μου ρίχνουν βλέμματα παγωμένα και αυστηρά παλεύοντας να βρουν το παραμικρό ψεγάδι στην αυτοκυριαρχία μου και να την γκρεμίσουν. Ο Σον Γιογκασάκι έρχεται στο πλάι μου και μου απλώνει το μπράτσο του.
«Μην είσαι τόσο νευρική» ψιθυρίζει κοντά στ’ αυτί μου. «Εκεί που πρέπει να συγκεντρωθείς, είναι οι γυναίκες. Δύσκολα τις εντυπωσιάζεις και ακόμα πιο δύσκολα τις κάνεις να πουν κάποιον καλό λόγο εκτός του εαυτού τους».
«Μπορώ να τα βγάλω πέρα. Ακόμα και να τις βάλω στη θέση τους, αν θες» απαντάω ζωηρά με μια ξαφνική διάθεση να καβγαδίσω με τον οποιοδήποτε.
«Δε σοβαρολογείς, έτσι;» ρωτάει ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Δε θα κάνεις καμιά ανοησία; Το να αναστατώσεις τους καλεσμένους μου με τη συμπεριφορά σου, δεν είναι κάτι που θα εκτιμήσω ιδιαίτερα. Δείξε ανωτερότητα».
Σκάει ένα μικρό χαμόγελο, σαν να το διασκεδάζει. Πρώτη φορά τον βλέπω τόσο ανάλαφρο και φιλικό. Συνήθως πάντα είναι απότομος και εχθρικός. Δαγκώνω δυνατά το εσωτερικό των χειλιών μου για να σταματήσω των ειρμό των σκέψεων που ρέουν απρόσκλητες στο μυαλό μου και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο παρόν.
Μετά την πρώτη επαφή όλη η πίεση αποχωρεί από το κορμί μου αφήνοντάς με εντελώς ήρεμη στο δείπνο και την υπόλοιπη ώρα της δεξίωσης. Παρόλα αυτά νιώθω πως υπάρχει μια ανεπιθύμητη ένταση ανάμεσα στις γυναίκες. Γέρνω στο πλάι και σκουντάω ελαφρά τον Τόμας στον ώμο.
«Τι έχουν;» ρωτάω γεμάτη περιέργεια.
«Ζηλεύουν. Τι άλλο;» σαρκάζει. «Ακόμα και στην ελίτ υπάρχουν κάποιες τάξεις. Και εσύ σαν κόρη του πετυχημένου νευροχειρουργού Σον Γιογκασάκι, έχεις μια πολύ υψηλή θέση ανάμεσά τους.
«Δε θα με λιντσάρουν ή τίποτα άλλο, έτσι;» αγχώνομαι κοιτάζοντάς τες στραβά.
«Ανάλογα με το πόσο επικίνδυνη θα γίνεις για εκείνες και τα παιδιά τους. Όταν έχεις όλον τον κόσμο στα πόδια σου, αυτό που θες είναι περισσότερη δύναμη για να ηγηθείς στους υπόλοιπους» ψιθυρίζει αφήνοντας την υπόνοια για κάτι άγριο και παράλληλα πολύ ενδιαφέρον.
Αποστρέφω το βλέμμα μου από τις αιθέριες παρουσίες τους και το στρέφω ολόγυρα στο δωμάτιο. Οι συζητήσεις και το σάκε ρέουν ανάλαφρα ανάμεσα στους καλεσμένους κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμα πιο άνετη και ζεστή. Ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου και δεν νομίζω να είναι πια ψεύτικο.
Νιώθω ένα σκούντημα στο μπράτσο μου και γυρίζοντας αντικρίζω τη Μάκινο. Ανέκφραστη μέσα στο επαγγελματικό της ύφος μου βάζει διακριτικά ένα χαρτί στο χέρι και φεύγει. Μου φάνηκε ασυνήθιστα νευρική για το συνήθη ήρεμο και χαρωπό χαρακτήρα της. Ανοίγω το σημείωμα οπισθοχωρώντας προς τον τοίχο απαρατήρητη από τα αδιάκριτα βλέμματα.
«Κολυμπάς;»- Σ.Γ
Τ… τι εννοεί; Κοιτάζω με σφιγμένο στομάχι ολόγυρα τις εκφράσεις των προσώπων τους και ο μοναδικός που με παρατηρεί επίμονα, είναι ένας νεαρός άντρας. Μου κλείνει προκλητικά το μάτι και μου κάνει νόημα, σαν να θέλει να του τηλεφωνήσω. Γυρίζω την κάρτα ανάποδα και βρίσκω γραμμένο με καλλιτεχνικά γράμματα έναν αριθμό τηλεφώνου.
Στενεύω αυθόρμητα τα μάτια μου προσπαθώντας να καταλάβω τι σκοπό έχει, αν απλά θέλει να παίξει μαζί μου ή γνωρίζει τι είμαι. Όμως καθώς τον παρατηρώ, ο Τόμας μπαίνει μπροστά κρύβοντάς τον απ’ το οπτικό μου πεδίο. Και δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος. Με γρήγορες δρασκελιές έρχεται προς το μέρος μου και αρπάζει το σημείωμα που κρατάω δίχως κουβέντες. Κοιτάζοντάς με άγρια το τσαλακώνει και το βάζει στην τσέπη του. Τι συνέβη έτσι στα ξαφνικά και για ποιο λόγο εκείνος θύμωσε;
«Μην ανακατεύεσαι στα πόδια μου» γρυλίζει επιθετικά. «Μείνε μακριά από το πεδίο του» λέει προσπερνώντας με.
Επιστρέφω το βλέμμα μου στον άγνωστο Σ.Γ, αλλά η προηγούμενη θέση του έχει καταληφθεί από κάποιον άλλον. Τι μπορεί να ήθελε; Αναρωτιέμαι με την περιέργεια να στριφογυρίζει ενοχλητικά μέσα στο μυαλό μου.
Η δεξίωση τελειώνει χωρίς άλλες εκπλήξεις και οι καλεσμένοι αρχίζουν σιγά σιγά να αποχωρούν. Μόλις κλείνει η πόρτα πίσω από τον τελευταίο, τρέχω στο μπάνιο του προσωπικού και ξερνάω όλο το σούσι και το σάκε που κατακάθισε στο τεχνητό στομάχι μου για τα μάτια του κόσμου. Έπειτα από μερικά ανήσυχα χτυπήματα στην πόρτα επιστρέφω στο σαλόνι. Πέφτω στον καναπέ εξουθενωμένη με τη μπαταρία μου να έχει χτυπήσει κόκκινο. Ακόμα και σαν μηχανή δεν έχω αντοχές γι’ αυτά τα πράγματα.
Ο Τόμας διασχίζει αστραπιαία το σαλόνι, δίχως να μου δώσει την παραμικρή σημασία, παρόλο που του φωνάζω. Πεισμωμένη στην αδιάφορη αντίδρασή του και περίεργη να μάθω περισσότερα για εκείνον τον περίεργο άντρα πηδάω από τον καναπέ και μπαίνω μπροστά του.
«Ποιος ήταν αυτός;» ρωτάω δαγκώνοντας παιχνιδιάρικα τα χείλη μου. «Γιατί μου έστειλε αυτό το μήνυμα;»
«Επειδή είναι ηλίθιος» απαντάει απότομα και παραμερίζοντάς με μια σπρωξιά μπαίνει στο γραφείο του πατέρα του.
Τον ακολουθώ και ξανά μπαίνω μπροστά του θέλοντας να τον κάνω να με προσέξει. Μόνο για μια στιγμή. Ο Σον Γιογκασάκι μας ρίχνει μια αδιάφορη ματιά από το μίνι-μπαρ και κάθεται πίσω από το γραφείο του τρίβοντας κουρασμένα τους κροτάφους του.
«Αυτό και αν ήταν σκληρό» μουρμουρίζει μορφάζοντας.
«Τι θες Μια;» ρωτάει θυμωμένος ο Τόμας σταυρώνοντας τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του. «Δεν έχω χρόνο για τις ανοησίες σου».
«Ε… απλά άκουσέ με. Μόνο δυο λεπτά» του φωνάζω ξαφνιάζοντάς τον. «Έκανα, ό,τι θέλατε απόψε και το δείπνο πήγε καλύτερα απ’ όσο περιμέναμε. Έτσι… σκεφτόμουν… αναρωτιόμουν, αν μπορούσα να βγω έξω στην πόλη. Μια μικρή βόλτα».
«Φυσικά και όχι. Κοίτα… πήγαινε στο δωμάτιό σου, εντάξει;» με σπρώχνει άγρια.
«Μα μόνο για λίγο. Δε θα προσπαθήσω να το σκάσω, ούτε θα κάνω καμιά ανοησία. Ένας γρήγορος περίπατος. Δεν αντέχω άλλο μέσα στο σπίτι». Σφίγγω τις γροθιές μου με ένταση. «Έτσι και αλλιώς το κολάρο μου έχει GPS. Πάντα θα ξέρεις πού βρίσκομαι».
«Είπα όχι. Υπάρχουν άλλα πράγματα που με απασχολούν. Δεν μπορώ να ασχοληθώ και μαζί σου, Μία. Φύγε, δε θα το ξαναπώ» με απειλεί βγάζοντας το τηλεχειριστήριο από την τσέπη του.
«Όχι, άφησέ την» τον διακόπτει ο κύριος Γιογκασάκι. «Θα την προσέχω εγώ».
«Μα…» αντιδράει έκπληκτος ο Τόμας. «Για ποιο λόγο να βγει; Ένα αντικείμενο είναι μόνο. Δεν έχει ανάγκη από καθαρό αέρα». Υποθέτω πως ότι πίστευε νωρίτερα για τα δικαιώματά μου, ήταν μόνο για να με παγιδέψει.
«Και λοιπόν; Είμαι περίεργος για το πώς μπορεί να συμπεριφερθεί μόνη της. Δίχως να έχει κάποιον να την διατάζει» χαμογελάει πονηρά. «Τη χρειάζεσαι για το πείραμά σου».
«Τη χρειάζομαι δίχως τη νοημοσύνη της. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να διαγράψω το μυαλό της. Θέλω ένα αντικείμενο που εκτελεί εντολές, όχι κάτι που μπορεί να σκέφτεται».
«Θα έπρεπε» λέει ψυχρά στον γιο του και στρέφεται προς το μέρος μου. «Κρατάς χαμηλό προφίλ, δεν απομακρύνεσαι σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου και επιστρέφεις σπίτι σε δυο ώρες. Αν δεν υπακούσεις θα τιμωρηθείς με τον αυστηρότερο τρόπο».
Τα λόγια του με ανατριχιάζουν από την κορυφή ως τα νύχια και δαγκώνομαι για να μην το δείξω. Υποκλίνομαι βιαστικά με σεβασμό και νεύοντας καταφατικά στις εντολές του, βγαίνω με βεβιασμένο βήμα από το δωμάτιο. Γλιστράω έξω από το σπίτι χωρίς να πάρω ούτε το παλτό μου. Τι φυλακή είναι αυτή; Τι σκοπό έχουν για μένα; Περπατώντας μπροστά από τις βιτρίνες των μαγαζιών διακρίνω την αντανάκλαση δυο αντρών που δεν ενδιαφέρονται για τα ρούχα. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο ολοκληρωτικά πάνω μου. Στενεύω τα μάτια μου θυμωμένα και τους χαμογελάω προκλητικά. Μπορούν να ανταγωνιστούν μια μηχανή;
Το βάζω στα πόδια. Γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Οι άντρες του Τόμας με ακολουθούν, όμως σύντομα με χάνουν. Υποθέτω πως όπου και να πάω, θα καταφέρουν να με βρουν με τη συσκευή εντοπισμού. Διασχίζω με ελιγμούς τους εκνευρισμένους ανθρώπους που μου φωνάζουν και τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μου κορνάρουν. Η βιασύνη μου με οδηγεί σε ένα πάρκο και από εκεί σε ένα στενό που καταλήγει σε ένα μικρό περιφραγμένο γήπεδο. Γελώντας περνάω κάτω από το συρματόπλεγμα και κρύβομαι στα σκοτάδια του.
Κοιτάζω χαρούμενη τον γεμάτο αστέρια ουρανό. Όλες οι αναμνήσεις με πλημμυρίζουν με μιας. Της Κάρεν και της Ρουθ, της ζωής μου πίσω στην Σκωτία. Νιώθω πως… επέστρεψα επιτέλους στο σπίτι.
«Έι… τι είναι αυτό;» ακούω κάποιον να ρωτάει πίσω μου και τινάζομαι αναστατωμένη.
Σηκώνομαι όρθια και αντικρίζω δυο ψηλά αγόρια με αλαζονικά βλέμματα στο πρόσωπό τους. Και οι δύο φορούν χοντρά μπουφάν και κρατούν ποδήλατα, ενώ ένας τρίτος τους πλησιάζει χτυπώντας στο έδαφος μια μπάλα του μπάσκετ. Οι τρείς τους παρατηρούν την αμφίεσή μου από την κορυφή ως τα νύχια με ανασηκωμένα φρύδια. Δαγκώνομαι αγχωμένη. Τα ρούχα μου είναι πολύ λεπτά για το κρύο της νύχτας και δε φανερώνω κανένα σημάδι πως κρυώνω ή πως αναπνέω.
«Από που ξέφυγες εσύ;» με ρωτάει εκείνος με τη μπάλα γέρνοντας μπροστά. «Πλουσιοκόριτσο φαίνεσαι. Τι κάνεις στη δική μας γειτονιά;»
«Απλά περνούσα. Θα φύγω» υποκλίνομαι βιαστικά και οπισθοχωρώ.
Το αγόρι με την μπάλα με αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει τόσο απότομα που χάνω τον βηματισμό μου και πέφτω. Τα αγόρια με τα ποδήλατα μπαίνουν ταυτόχρονα μπροστά σταματώντας την πτώση μου και φυλακίζοντάς με μέσα σε ένα ζευγάρι δυνατά μπράτσα.
«Έι… τι νομίζεις, ότι κάνεις;» γρυλίζω σπρώχνοντάς τους μακριά μου.
«Απλά προσπαθούσα να είμαι ευγενικός. Πρέπει να σε ζεστάνουμε κάπως, αλλιώς θα κρυώσεις. Και δεν είναι σωστό να αφήσουμε ένα όμορφο κορίτσι σαν και εσένα να αρρωστήσει». Γελάει εκείνος με τη μπάλα και χαϊδεύοντας το πιγούνι μου με τα δάχτυλά του, τυλίγει το χέρι του γύρω από τον σβέρκο μου.
Ξεσπάω σε γέλια και τον σπρώχνω. Τόσο δυνατά που χάνει την ισορροπία του και πέφτει. Οι άλλοι δύο προσπαθούν μάταια να εγκλωβίσουν τα μπράτσα μου.
«Μου σπας τα νεύρα…» λέω θυμωμένα. «Έχω δυο ώρες μόνο και δεν πρόκειται να χαλάσεις τη βόλτα μου, ακόμα και αν χρειαστεί να σου ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Το’ πιασες;»
«Χα χα χα! Νόμιζα ότι στις γατούλες σαλονιού έκοβαν τα νύχια» σουφρώνει τα χείλη του ανακτώντας την ισορροπία του. «Πολύ ενδιαφέρον».
«Μήπως ήρθες για τον Ανζάι;» ρωτάει ένας από τους δυο πίσω μου. «Δε θέλω να μπλέκομαι με τα κορίτσια του» με αφήνει και οπισθοχωρεί.
Ανζάι; Ποιος είναι ο Ανζάι; Και τι εννοεί με τα κορίτσια του;
«Ναι είναι» λέει μια άγνωστη φωνή πίσω μου και ένα νέο ζευγάρι χέρια με φυλακίζει σε μια σφιχτή αγκαλιά. «Σου ζήτησα να μην έρθεις, να με βρεις, Μία».
Ε; Πώς γνωρίζει το όνομά μου; Σφίγγομαι. Καταλαβαίνοντας τις προθέσεις μου τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και φεύγει σέρνοντάς με μαζί του. Δεν μπορώ να δω καθαρά το πρόσωπό του χωμένο που είναι μέσα στο κασκόλ του. Το βλέμμα του όμως είναι ευγενικό, χωρίς κακία. Τα μάτια του στενεύουν, σαν να χαμογελούν, όταν συναντούν τα δικά μου. Παρόλα αυτά τον σπρώχνω ενοχλημένη, μόλις βγαίνουμε από το οπτικό τους πεδίο.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάω σηκώνοντας τα χέρια μου αμυντικά ανάμεσά μας. «Και από πού με γνωρίζεις;»
«Όλη η Ιαπωνία σε γνωρίζει. Ο Σον Γιογκασάκι δε συνηθίζει να κάνει φιλανθρωπίες» στενεύει τα μάτια του καχύποπτα. Έτσι στα ξαφνικά και με αρπάζει από το μπράτσο. «Σε ακολουθούν;»
«Α, αυτό… ναι. Από την ώρα που βγήκα. Στο πάρκο με έχασαν, όμως οι φίλοι σου…»
«Δεν είναι φίλοι μου» απαντάει ξερά και αρχίζει να προχωράει σέρνοντάς με πάλι μαζί του. «Είναι κάτι πολύ παραπάνω, αλλά δεν έχει σημασία».
«Π… πού με πηγαίνεις;» ρωτάω διστακτικά. Δεν τον εμπιστεύομαι ακόμα. «Ανζάι».
Γυρίζει προς το μέρος μου και μου σκάει ένα καθησυχαστικό, λαμπρό χαμόγελο.
«Πάμε κάπου ζεστά. Είπες ότι έχεις δυο ώρες, ώσπου να επιστρέψεις. Δε θα ήθελες να τις περάσεις έξω στο κρύο, έτσι;» βγάζει το κασκόλ του και το τυλίγει γύρω από τους ώμους μου. Έπειτα γλιστρώντας το χέρι του στο δικό μου, με οδηγεί βιαστικά μακριά.
Οι σωματοφύλακές μου με χάνουν για μια ακόμη φορά, όταν ο Ανζάι μας περνάει μέσα από στενά σοκάκια και μυστικές αυλές. Καταλήγουμε σε μα μικρή καφετέρια, αρκετά μακριά από τη γειτονιά μου και το πάρκο. Νομίζω πως μόλις καταπάτησα τον πρώτο κανόνα του κύριου Γιογκασάκι.
«Εκείνα τα αγόρια γιατί σε φοβόντουσαν;» ρωτάω γεμάτη περιέργεια τυλίγοντας τα χέρια μου στη κούπα με τη ζεστή σοκολάτα μου. «Και… πόσα κορίτσια έχεις;»
«Ε… κορίτσια;» σαστίζει. «Δεν νομίζω ότι εννοούσαν αυτό που κατάλαβες, όμως δε με φοβούνται, αλλά με σέβονται, γιατί είμαι καλύτερος. Στο μπάσκετ, στους καβγάδες…» ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και χαμογελάει. «Όταν ζεις σχεδόν στον δρόμο, η δύναμη είναι το μεγαλύτερο όπλο».
«Και όμως είσαι τυχερός. Έχεις την ελευθερία σου, ενώ εγώ που έχω πολλά περισσότερα…» αποστρέφω το πρόσωπό μου. «Κάποιες φορές απλά θα επιθυμούσα να μη με είχε επιλέξει ο Γιογκασάκι».
Ο Ανζάι με κοιτάζει για λίγο αμίλητος και ανέκφραστος. Ανταποδίδω νιώθοντας περίεργα ανάλαφρη. Είναι η πρώτη μου φορά που βρίσκομαι κοντά σε κάποιον άγνωστο και είναι τόσο ωραίο αυτό το συναίσθημα. Δαγκώνω τα χείλη μου θέλοντας να απορρίψω τις αρνητικές σκέψεις που γεμίζουν το μυαλό μου. Τι θα γίνει, αν μάθει τι πραγματικά είμαι; Αν με θεωρήσει τέρας;
Η Κάρεν τον βρίσκει όμορφο και δύσκολα πνίγω ένα χαμόγελο. Έχει ατίθασα μακριά, μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, ενώ ένα στρογγυλεμένο σημάδι σαν τατουάζ είναι ζωγραφισμένο πάνω από το αριστερό φρύδι και κάτω από το δεξί του μάτι. Αχ… η Κάρεν, η Ρουθ και η Μία. Τόσες ζωές παγιδευμένες μέσα σ’ ένα σώμα. Ο Ανζάι δε χρειάζεται να μπει στον κόσμο μου. Έτσι και αλλιώς δύσκολα θα τον ξανασυναντήσω.
Η πόρτα της καφετέριας ανοίγει και μέσα μπαίνουν οι άντρες του Τόμας. Με κοιτάζουν αυστηρά πίσω από τα μαύρα τους γυαλιά. Υποθέτω πως είναι ώρα. Τραβώντας το κασκόλ του Ανζάι από τους ώμους μου σηκώνομαι. Υποκλίνομαι βαθιά σαστίζοντάς τον.
«Γ… γιατί…»
«Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες εκεί πίσω, όμως πρέπει να φύγω τώρα» λέω χαμογελώντας του. Κοιτάζει τους σωματοφύλακες και έπειτα εμένα με ανήσυχο βλέμμα. «Θα είμαι καλά» φεύγω νιώθοντας ένα ενοχλητικό σφίξιμο στο στομάχι.
Όταν επιστρέφω στο σπίτι, είναι πολύ αργότερα από την προσυμφωνημένη ώρα και τα πνεύματα δεν είναι καθόλου ήρεμα. Ο Τόμας με περιμένει στην πόρτα με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και ο κύριος Γιογκασάκι στο γραφείο του. Αμίλητος και συνοφρυωμένος. Υποκλίνομαι μπροστά του.
«Άργησα… λυπάμαι πολύ» ψελλίζω φοβισμένη στη θέα του τηλεχειριστηρίου.
«Δε θα περίμενα κάτι λιγότερο» σηκώνεται όρθιος και έρχεται μπροστά μου. «Σου είπα, ότι θα σε τιμωρήσω».
Το κολάρο για μια ακόμη φορά δείχνει στο έπακρο τις ικανότητές του. Η υψηλή τάση του διαπερνάει στο δέρμα μου και με ψήνει εσωτερικά κάνοντάς με να χτυπιέμαι σαν επιληπτική. Φωνάζω από τον πόνο. Τον μόνο πόνο που μπορώ να νιώσω. Προσπαθώ να συρθώ μακριά από την μήνη του, το δίχως έλεος βλέμμα του.
«Σε παρακαλώ, σταμάτα» τραυλίζω με σπασμένη φωνή και κοιτάζω τον Τόμας για βοήθεια.
Οι αισθήσεις μου αργοπεθαίνουν, καθώς η μπαταρία μου αδειάζει με απίστευτα γρήγορο ρυθμό.
«Εσύ το επέλεξες» λέει ο Τόμας καγχάζοντας και ανεβάζει την τάση.
«Και θα το επέλεγα ξανά» ψιθυρίζω κάνοντας τον κύριο Γιογκασάκι να στενέψει από έκπληξη τα μάτια του. «Άφησέ με να ζήσω. Άσε με να γίνω το κορίτσι, που όλοι νομίζουν πως υιοθέτησες. Είναι το μόνο που θέλω».
Το ηλεκτροσόκ σταματάει αφήνοντάς με ξέπνοη και εξαντλημένη. Ο Σον Γιογκασάκι γονατίζει στο πλάι μου και σηκώνει το κεφάλι μου από τα μαλλιά.
«Θέλεις να γίνεις άνθρωπος ε;» μουρμουρίζει με ενδιαφέρον. «Εντάξει. Δε θα σου φέρω αντίρρηση, αλλά…» σαρκάζει παιχνιδιάρικα. «Θα πρέπει να κάνεις και εσύ κάτι για εμάς».
Χάνω τις αισθήσεις μου ολοκληρωτικά, πριν απαντήσω.
Ηλιάνα Κλεφτάκη