Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 4 - Καλώς ήλθες, Θεοεπίλεκτε Αυγούστα - μέρος 2)

Ο γάμος του Ρωμανού και της Αναστασίας – Θεοφανούς πια θα γινότανε την Κυριακή μετά τα Φώτα, όπως όρισε ο Κωνσταντίνος. Κι ενώ ο πρίγκιπας έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, οι αδελφές του δε μπορούσες να πεις πως είχαν ίδια γνώμη, ειδικά η Θεοδώρα.

«Μα αν είναι δυνατόν!» μουρμούριζε, πηγαίνοντας πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, μες στη μεγάλη κάμαρη όπου περνούσαν τις ώρες τους συχνά οι πέντε βασιλοπούλες. Και τόσο πολύ έδειχνε τη δυσφορία της, που ακόμα κι η υπομονετική Ζωή κάποια στιγμή αγανακτούσε.

«Κάτσε πια σ’ ένα μέρος, καημένη Θεοδώρα! Με ζάλισες!» την πρόσταζε, σηκώνοντας το κεφάλι της από το κέντημά της. «Ή έστω σταμάτα να γκρινιάζεις…»

«Πώς να μην γκρινιάζω, Ζωή;» αντέτεινε η δευτερότοκη πριγκίπισσα. «Πώς να μη γκρινιάζω, που θα πρέπει να ανεχτούμε για νύφη μας αυτή την παρακατιανή τη Λάκαινα; Κι η μάνα μας – Κύριε των δυνάμεων! – πήγε και της έδωσε το όνομα της αγαπημένης μας αδελφής, της σεβαστής μας θείας και της αγίας πρώτης συζύγου του πάππου μας[1]… Θεοφανώ, λέει, γιατί ο Θεός τη φανέρωσε στον Ρωμανό! Άκουσον άκουσον!»

Και μ’ αυτά τα λόγια έδειχνε την τριτότοκη κόρη του αυτοκράτορα, την πριγκίπισσα Θεοφανώ, μία κοπέλα ήσυχη, λίγο χλομή και από παιδί φιλάσθενη, έτσι που κάνανε μεγάλη αντίθεση τα σκούρα της μαλλιά με το λευκό της δέρμα, όταν τα άφηνε λεύτερα.


«Ακούς εκεί, μια ταβερνιάρισσα!» συνέχιζε η Θεοδώρα το τροπάρι. «Ποιος ξέρει με τι μέσα τύλιξε τον αδελφό μας! Κάτι τέτοιες θαρρείς πως δεν είναι γυναίκες, μα λάμιες και ξωτικιές μεταμορφωμένες…»

«Μη βλασφημείς, Θεοδώρα!» ύψωσε τη φωνή αυστηρά η Ζωή στη μικρότερη αδελφή της. «Όλοι πλάσματα του Θεού είμαστε… εκτός από τον μακαρίτη…»

Αυτό το τελευταίο η κοπέλα το είπε σιγά, και σκοτείνιασε το βλέμμα της. Δεκάξι χρόνων, ο Κωνσταντίνος είχε αποφασίσει να δώσει την κανακάρα του σ έναν πατρίκιο, ονόματι Σεβαστιανός, που την περνούσε πολλά χρόνια, ήταν όμως επιφανής και από τους πιο κοντινούς στον βασιλιά πατέρα της. Πριν καν τον παντρευτεί, η Ζωή το διαισθάνθηκε πως δε θα περνούσε καλά με τον σύζυγό της, κι οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν από τον πρώτο κιόλας καιρό του γάμου της. Ο Σεβαστιανός ήταν άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, οξύθυμος και κρυφομέθυσος. Μπορεί μπροστά στον πεθερό και την πεθερά του να φορούσε το καλύτερο προσωπείο ευγένειας και σεβασμού, πίσω τους όμως βασάνιζε σκληρά την κόρη τους. Την έδερνε πολύ και την έβριζε, όταν το πιοτί τον κυβερνούσε, κακοποιούσε το σώμα και την ψυχή της στο συζυγικό κρεβάτι, που η Ζωή με το παρθενικό μυαλό της το ονειρευότανε πιο πριν παράδεισο. Και υπέφερε σιωπηλά η πριγκίπισσα, και προσευχόταν στον Θεό να τη λυτρώσει απ’ αυτό το τέρας…

Τέσσερα έτη βάσταξε το μαρτύριό της, και μετά ξάφνου ο Σεβαστιανός πέθανε, προδομένος απ’ τη σκληρή καρδιά του. Τότε η χήρα πια Ζωή έπεσε κλαίγοντας στην ποδιά της μάνας της, και της διηγήθηκε χαρτί και καλαμάρι όσα βάσανα υπέμεινε από κείνον. Η Ελένη συνταράχτηκε, σπάραξε η καρδιά της με τα αναφιλητά του σπλάχνου της, κι η Θεοδώρα με τη Θεοφανώ απόμειναν κι αυτές πετρωμένες, άμα τους τα εξιστόρησε ξανά η αδελφή τους. Από τότε έκλεισε η ψυχή της, στέγνωσε, και δεν ήθελε με τίποτα να ξανακούσει για γάμο. Ο μόνος που της υποσχόταν κάτι ήταν ο ουράνιος Νυμφίος, ο Χριστός, και σ’ αυτόν στάλαζε αργά ο πόθος μέσα της να αφιερωθεί…

«Αμ το άλλο;» πρόσθεσε η Θεοδώρα, βγάζοντάς την από τις μαύρες θύμησες. «Γιατί να παντρευτεί ο Ρωμανός πρώτος απ’ όλες μας; Εγώ έφτασα στα είκοσι, η Θεοφανώ δεκαεννιά, κι ακόμα γαμπρό ο πατέρας δε μας βρήκε… Ενώ τον γιόκα του αμέσως να τον στεφανώσει με τη λαϊκή!»

«Μη μιλάς έτσι για τον αδελφό μας» την ορμήνεψε υπομονετικά η Ζωή ωστόσο. «Να χαίρεσαι με τη χαρά του, κι όταν έρθει η ώρα που όρισε ο Θεός, θα παντρευτείς κι εσύ. Δε γεροντοκόριασες κιόλας… Κι ο πατέρας είμαι σίγουρη πως τα ζυγιάζει για να πάρει σωστή απόφαση, να μην πάθεις κι εσύ ό, τι έπαθα κι εγώ, αδελφούλα…»

«Θα γεροντοκοριάσω όμως, αν δεν το αποφασίσει σύντομα» μουρμούρισε πάλι η Θεοδώρα μέσα από τα δόντια της, και πλησίασε το πιο κοντινό παράθυρο, που έβλεπε στο Μεσοκήπιον. «Κι αυτός ο Ιωάννης, ούτε ματιά δε μου ρίχνει…»

Είχε λόγους δηλαδή η νεαρή πριγκίπισσα να αδημονεί και να θέλει όσο πιο γρήγορα να ντυθεί νύφη· λίγους μήνες πιο πριν, κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής γιορτής, είχε δει στην Αγία Σοφία τον μάγιστρο Ιωάννη Κουρκούα Τσιμισκή, τον γιο του στρατηγού Θεοφύλακτου και μικρανεψιό του Ιωάννη Κουρκούα, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Τριάντα ενός χρόνων ήτανε τότε ο Τσιμισκής, ξανθός, λίγο κοκκινογένης, όχι πολύ ψηλός, μα το μπόι που του έλειπε το αναπλήρωνε η αρρενωπή στρατιωτική κορμοστασιά του, τα πλατιά στήθη και οι φαρδιοί ώμοι που τα έσκεπαν ταιριαστά το λωρίκι[2] κι η πανοπλία. Αυτά είδε η εικοσάχρονη Θεοδώρα απ’ τον γυναικωνίτη, τα γαλανά της μάτια έλαμψαν και σκίρτησαν τα στήθια της. Ω, αυτός ο άντρας της έπρεπε μονάχα! Κι από τη μέρα εκείνη τον έβαλε γερά στο νου της, τον συλλογιζόταν με το φως του ήλιου και τη μαρμαρυγή των άστρων, κι άρχισε να ποθεί να γίνει συνευνή του…

Μα το όνειρό της έμελλε να μείνει προς το παρόν απραγματοποίητο. Ο Πορφυρογέννητος δεν το ’χε σκοπό να παντρέψει σύντομα τη δεύτερη θυγατέρα του, κι αυτό όχι μόνο λόγω των κακοπαθημάτων της πρώτης που τα ’χε καλά πληροφορηθεί κι έφριξε, αλλά κυρίως για κάτι άλλο που τον είχε κάνει πιο πολύ ακόμα να τρομάξει: ο Σεβαστιανός, ανακάλυψε μετά τον θάνατό του ότι εξύφαινε και συνωμοσία εναντίον του, το φίδι το κολοβό! Για αυτό δε μπορούσε ακόμα να εμπιστευτεί κανέναν, και άφηνε τη Θεοδώρα εν αγνοία του να βράζει στο ζουμί της. Όσο για τη Θεοφανώ, το ασθενικό κορίτσι, λίγες πιθανότητες υπήρχαν να βρεθεί κανένας να την πάρει – οι άντρες θέλανε γυναίκες γερές, να τους γεννούν παιδιά, κι όχι μία που έμοιαζε με χτικιάρα, ας ήταν και πριγκίπισσα…

«Εσύ, Άννα, τι λες;» στράφηκε στην τέταρτη αδελφή, που διάβαζε έναν κώδικα. «Έχω δίκιο, ή δεν έχω;»

Η Άννα σήκωσε τα σμαραγδένια μάτια της από το βιβλίο, κούνησε αμήχανα τους ώμους. Ήτανε φύση ήσυχη κι αυτή, μια προέκταση θα έλεγες της Θεοφανούς, με την οποία έμοιαζε και στα σουσούμια, μόλο που ’χε περισσότερη υγεία.

«Εγώ θαρρώ πως ο Ρωμανός… την αγαπά τη μνηστή του, Θεοδώρα…» ακούστηκε τώρα δειλή η γλυκιά φωνούλα της Αγάθης. «Εξάλλου, δε μου φαίνεται κακιά…»

«Αχ, μικρή μου Αγάθη» μειδίασε με κάποιον οίκτο η μεγαλύτερη αδελφή της και πήγε κοντά της. «Είσαι τόσο παιδί ακόμα, κι ας άρχισες να δένεις τα μαλλιά σου!» της είπε, χαϊδεύοντας τα απαλά ρόδινα μάγουλά της. «Πώς γίνεται να την αγαπά, να την αγάπησε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη; Δεν υπήρχαν άραγε τόσες όμορφες κι ευγενικές κοπέλες στη Βασιλεύουσα, τόσες κόρες αξιωματούχων στο Παλάτι μας που θα μπορούσε να διαλέξει; Τι λες να της βρήκε τόσο ξεχωριστό της καπηλίδας; Όχι, σίγουρα τον πλάνεψε, με πονηριά περίσσια μάλιστα…»

«Εγώ δεν το νομίζω αυτό» αντιπρότεινε με θάρρος η μικρή πριγκίπισσα. «Κι αν είμαι παιδί όπως λες, αδελφή, βλέπω όμως τον αδελφό μου ευτυχισμένο, κι αυτό μου φτάνει για να δεχτώ τη Θεοφανώ… Ό, τι κάνει τον Ρωμανό χαρούμενο, κάνει κι εμένανε…»

«Είναι που του ’χεις αδυναμία, Αγάθη, και δε μπορείς να δεις καθαρά» αναστέναξε βαριεστημένα η Θεοδώρα. «Κι η μάνα μας ακόμη τη συμπαθεί απροκάλυπτα, λες και της έχει κάνει μάγια η λεγάμενη… Εγώ όμως δε θα τη συμπαθήσω ποτέ, την ξυπόλητη!» Κι έσφιγγε τις γροθιές της με πείσμα η καχύποπτη αδελφή του Ρωμανού, σαν να ’λιωνε μέσα τους την ανεπιθύμητη μέλλουσα νύφη της…

Η Θεοφανώ ωστόσο δεν είχε ακόμα νιώσει πολύ καλά την αντιπάθεια της κουνιάδας της, ούτε ήξερε τι διαμειβόταν μεταξύ των οσονούπω ανδραδελφών της. Αυτή περνούσε ζωή και κότα πλέον στο ιδιαίτερο δώμα της στο Παλάτι, και η πολυτέλεια που την περιτριγύριζε ολούθε την είχε ενθουσιάσει, συνέπαιρνε το εφηβικό μυαλό της. Πόσο διαφορετικά και καινούρια ήταν όλα! Θυμόταν την πρώτη φορά που της είχανε φέρει να φάει κρέας, μέρα καθημερινή – δεν καθόταν ακόμα στην τράπεζα με την Ελένη και τις κόρες της, αφού δεν είχε στεφανωθεί τον Ρωμανό. Κοιτούσε το πινάκι της καλά-καλά, νόμιζε ότι της έκαναν φάρσα.

«Άντε, κόρη μου, τι το κοιτάς; Φάε! Κρέας είναι, όχι πέτρα» την παρότρυνε γλυκά η Ευφροσύνη, η μεσόκοπη παραμάνα του Ρωμανού και των πέντε πριγκιπισσών, έμπιστη πολύ της αυτοκράτειρας, που το είχε αγαπήσει και το κορίτσι από τη Σπάρτη μαζί με τα έξι πορφυρογέννητα αδέλφια σαν παιδί της, από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο σπιτικό του βασιλιά κι αφέντη της.

«Συμπάθα με, κυρά, μα ξαφνιάστηκα… Στο σπίτι μου κρεοφαγούσαμε μια φορά το μήνα, και στις μεγάλες σχόλες…» απάντησε ειλικρινά η κοπέλα, κι η Ευφροσύνη χαμογέλασε με κατανόηση.

«Τώρα, θυγατέρα, ξέχνα τα πια αυτά. Θα τρως καλά εδώ που βρέθηκες, συνέχεια» της είπε. Το αναπάντεχο γεύμα μοσχοβολούσε, κι η Θεοφανώ το τσίμπησε με πολλή όρεξη.

«Να μπορούσα να στείλω και του πατέρα λίγο! Πολύ θα του άρεσε!» σκέφτηκε μόλις απόφαγε, κοιτώντας πέρα από το παραθύρι της με νοσταλγία. Σιγά – σιγά, όμως, τέτοιες σκέψεις θα ’κανε όλο και λιγότερο. Τα αγαθά που απολάμβανε ήταν δικά της, μόνο δικά της, και αφού δεν υπήρχε περίπτωση να τα μοιραστεί με τον Κρατερό, δεν ήταν ανάγκη να τον έχει και στο νου της…

Η αυγούστα Ελένη φρόντιζε η ίδια και για τη μόρφωσή της. Στρατολόγησε τη συνετή Ευφροσύνη αλλά και άλλες έμπιστες θεράπαινές της να μάθουν στη διαλεχτή του γιου της τα βασιλικά της καθήκοντα, και ανέθεσε σ’ έναν επιφανή γραμματικό της πνευματικού περίγυρου του συζύγου της να της μάθει γραφή, ανάγνωση κι αριθμητική, αφού δεν είχε ποτέ καθόλου το προνόμιο η νεαρή Σπαρτιάτισσα να μορφωθεί ως παιδί. Είχε όμως κοφτερό μυαλό, και άρπαζε κι αφομοίωνε γρήγορα ό, τι της μάθαινε ο δάσκαλός της, που βλέποντας τόση πρόοδο της κοπέλας τόσο σύντομα, δεν έπαυε να την παινεύει στη βασίλισσα. «Η νύφη σου, δέσποινά μου, είναι χιλιάδες φορές καλύτερη μαθήτρια απ’ όσα μικρά αγόρια πέρασαν ποτέ από τα χέρια μου», της έλεγε, και καμάρωνε περήφανη η Ελένη, γιατί ήταν πλέον ακόμα πιο βέβαιη ότι ο Θεός φώτισε πράγματι τον λατρεμένο της Ρωμανό να προτιμήσει την κόρη ετούτη για γυναίκα του.

Όσο για το παλικάρι το ίδιο, δεν έβλεπε την ώρα να τελεστεί ο γάμος. Όλες του οι ατασθαλίες θαρρείς πως ήταν πια μακρινό παρελθόν για κείνον, είχε ξεχάσει τελείως το πιοτό και κάθε αμαρτωλή διασκέδαση. Ως και στα κυνήγια του πήγαινε μόνο για να συντροφεύει τους φίλους του, να μην του παραπονιούνται πως τους εγκατέλειπε, και πάλι ανυπομονούσε να γυρίσει πίσω, να πάει να βρει τη Θεοφανώ του και να την αγκαλιάσει, να γευτεί μια στιγμή τα χείλη της, δυο στιγμές, όσο ήταν βολετό. Τώρα μόνο αυτή υπήρχε, μόνο σ’ αυτήν ήταν δοσμένος ο νους και η καρδιά του. Και περίμενε την ώρα που, καθαρός ολότελα καιρό απ’ τη βρομιά ανίερων ερώτων, έχοντας έτσι τηρήσει απόλυτα και τη νηστεία του σαρανταήμερου των Χριστουγέννων, θα της δινότανε ολόκληρος, και θα γινόντουσαν οι δυο τους σάρκα μία, στο θεμιτό και άσπιλο νυφιάτικο κρεβάτι…

Ανήμερα της εορτής της Γεννήσεως έστεψε ο Ρωμανός αυγούστα την καλή του μες στην Αγιά-Σοφιά. Ήρθε η Θεοφανώ και στάθηκε απέναντί του και απέναντι στον βασιλιά πατέρα του φορώντας το μαφόρι, όπως επέβαλλε η τάξη, με όλο το κουβούκλιον ξοπίσω της, και όσην ώρα διάβαζε την ευχή ο νέος πατριάρχης Πολύευκτος – ήτανε μοναχός πιο πριν στη νήσο Πρώτη, και διαδέχτηκε τον Θεοφύλακτο Λεκαπηνό όταν αυτός πέθανε από υδρωπικία, έχοντας πέσει από το άλογό του καθώς ίππευε, τον Απρίλιο του 956 – τον κοίταζε με αναγερμένα τα μαύρα της μάτια κάτω από τα ματόκλαδα, κι ο Ρωμανός την έβλεπε και ταραζόταν γλυκά, ίδρος ψιλός είχε ποτίσει τον λαιμό του. Κι όταν αποτέλεψε την ευχή του στεψίματος ο Πολύευκτος και του ’δωσε το στέμμα, κι οι γυναίκες βγάλανε της κοπέλας το μαφόρι, την πλησίασε ο νεαρός συμβασιλέας, έσκυψε εκείνη λίγο το κεφάλι, και με χέρια τρεμάμενα της έβαλε στην κεφαλή το αυτοκρατορικό διάδημα, φέρνοντας έπειτα τα χείλη του στο μέτωπό της, ενώ μετά ο πεθερός της τής κρέμασε σ’ αυτό και τα πρεπενδούλια, τα αυτοκρατορικά σκουλαρίκια. Του χαμογέλασε τότε η Θεοφανώ, γλυκά, κι ο Ρωμανός ένιωσε πως το πλήθος που επευφημούσε και ζητωκραύγαζε τον ίδιο και τη νέα μικρή αυγούστα, τη μνηστή του, είχε χαθεί, κι απέμεναν μόνο οι δυο τους, να κοιτάζονται με παθιασμό στα μάτια. «Σ’ αγαπώ, Θεοφανώ» της είπε ο πρίγκιπάς της, κι η φωνή του μόλις ακουγόταν μες στις φωνές του κόσμου. Μα η Σπαρτιάτισσα τη διάκρινε, κι απάντησε: «Κι εγώ, Ρωμανέ, κι εγώ…»

Κι έφτασε η μέρα η μεγάλη του στεφανώματος, Κυριακή μετά τα Φώτα, ένδεκα του Γενάρη. Πιο πριν είχε τελεστεί η πρόκυψη· ο Ρωμανός, η Θεοφανώ, ο Κωνσταντίνος κι η Ελένη είχαν σταθεί πάνω σε μια εξέδρα, με παραπετάσματα χρυσομέταξα ριγμένα ομπρός τους, και μόλις δόθηκε η διαταγή «ανατείλατε» αυτά σηκώθηκαν και τους έδειξαν στο πλήθος από τα γόνατα και πάνω, στο φως των λαμπάδων που έκαιγαν τριγύρω. Κι οι κράχτες των Δήμων κι ο λαός ευφήμησαν, μακάρισαν τον βασιλέα τους τον καλό και τη βασίλισσα την όμορφη και συνετή, και τον πορφυρογέννητο γιο το παλικάρι που έπαιρνε μια τόσο εκθαμβωτική νύφη, κι η ίδια η μικρή Λάκαινα κοίταζε, άκουγε αχόρταγα και τα λόγια που ξεχώριζε ευφραίνανε τα αυτιά της. Είχε και τον Ρωμανό να της πιάνει απαλά το δεξί χέρι, και να της χαμογελά αχνά, κι ο ήλιος του χειμώνα έμοιαζε ξάφνου να ’χει δυναμώσει, να ’χει κατέβει και να ’ρθε πλάι της, στο πρόσωπό του…

Με το που σήμανε ο όρθρος, ξύπνησαν οι θεράπαινες του παλατιού τη Θεοφανώ και την ετοίμασαν. Της χτένισαν τα μαύρα τα μαλλιά με εκατό βουρτσιές, τα άλειψαν δαφνόλαδο, τα βάψανε στις άκρες με κινά, όπως και τα νύχια και τα χείλια της, τα πλέξανε κοτσίδες και ρίξανε απάνω τους μακρύ λευκό πέπλο με χρυσή κλωστή στην ούγια του και στην κορφή το στέμμα, ενώ το σώμα της το αγγελικό το έντυσε ένα πάλλευκο μεταξωτό φουστάνι, με παντού λαμπερά χρυσά και κόκκινα πλουμίδια και πολύτιμες πέτρες ραμμένες πάνω του, και πανωφόρι πορφυρό, για το κρύο και τη μεγαλοπρέπεια κυρίως της ώρας τούτης, που θα γινόταν η σύζυγος του νεαρού συμβασιλέα. Τα ’χε υφάνει όλα αυτά με μαστοριά περισσή και μ’ ένα μεγάλο επιτελείο γυναικών να τη βοηθάει η Ραχήλ Βρίγγα, μια πρωτεξαδέλφη του πραιπόζιτου Ιωσήφ, που χάρη στον ξάδελφό της είχε αποκτήσει μια τόσο σημαντική θέση στο Ιερό Παλάτι, ως αρχιράφτρα των βασιλικών ενδυμάτων. Ύστερα ανέβασαν την κοπέλα στην άμαξα που θα την πήγαινε στην εκκλησιά την Υπεραγία Θεοτόκο του Φάρου, εκεί όπου θα τελείτο το μυστήριο, με όλο το οψίκιο[3] κατόπι της. Και καθώς διάβαιναν τη Μέση Οδό, είχε βγει ο λαός ο Κωνσταντινουπολίτης, είχε μαζωχτεί δεξιά ζερβά της πλατιάς στράτας και τηρούσε, κι έριχνε ροδοπέταλα και ροδόσταμο και καρπούς στο πέρασμα της αυτοκρατορικής νύφης και μακάριζε, μα τέντωνε σύγχρονα τον λαιμό, μήπως λάχει να δει έστω μισό πόντο απ’ την περίφημη θαμπωτική μορφή της. Αλλά η έφηβη κόρη ήταν καθισμένη μες στο φορείο της, καλυμμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια με το αραχνοΰφαντο νυφιάτικο πέπλο, σαν το χρυσελεφάντινο ξόανο της Αθηνάς στον Παρθενώνα, παρατηρούσε μες από την ασφάλειά του τον κόσμο και της φαινόταν πως ζει ένα όνειρο. Εκείνη, η θυγατέρα του πανδοχοταβερνιάρη, να μην πατάει το ποδάρι της στη γη και οι όχλοι, στους οποίους κάποτε ανήκε, να τη θαυμάζουν και να την προσκυνούνε… Σαν ψέμα το ’νιωθε ακόμα, ακόμα τώρα που πλησίαζε η ώρα να σταθεί στο πλευρό του Ρωμανού της και ν’ ακούσει μαζί του το «καὶ ἒσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» απ’ το στόμα του πατριάρχη…

Ο Ρωμανός την καρτερούσε στη μπροστινή θύρα του ναού, ανάμεσα στον πατέρα και τη μάνα του, ντυμένος πορφυρά σηρικά, διάλιθα, με τη χρυσή κορώνα στο ξανθό του το κεφάλι. Έγινε η θεία λειτουργία, και μόλις ο πατριάρχης απέλυσε, μπήκε το ζευγάρι μέσα για να τελεστεί ο γάμος του. Ήταν εκεί άρχοντες της Αυλής κι αρχόντισσες όλων των βαθμών και των αξιωμάτων, με τα γιορτινά τους τα φορέματα, επίσημοι και ιλαροί, καμάρωναν τον νεαρό δεσπότη τους. Ήταν κι οι πέντε αδελφές του οι πριγκίπισσες, της Θεοφανούς οι κουνιάδες, που στέκονταν μαζί με τους γονείς τους φορώντας στην κορφή τους τα ψηλά προπολώματα[4]. Η Ζωή σοβαρή, σαν αγία παρθενομάρτυς, η Θεοδώρα αγέλαστη, ανέκφραστα εχθρική, η Θεοφανώ ωχρή όπως πάντα, που στηριζόταν ελαφρά στο μπράτσο της μητέρας της μην τύχει και ζαλιστεί, κι η Άννα με την Αγάθη κοριτσίστικα σεμνές, κοιτούσαν όλες τους τον αδελφό και τη νύφη τους καθώς προχώρησαν τον διάδρομο και στάθηκαν μπροστά στον γέρο ιεράρχη. Με την άκρη του ματιού της τις αντίκρισε και η Λάκαινα, αγέρωχα, περιφρονητικά σχεδόν, κι όταν το βλέμμα της αντάμωσε της Θεοδώρας, το ’νιωσε πως ένας πόλεμος επρόκειτο ν’ αρχίσει μεταξύ τους. Της αντιγύρισε τη ματιά παρόμοια εκείνη, μισοσουφρώνοντας τα χείλη κι ανασηκώνοντας το πιγούνι, κι ορκίστηκε πως δε θα την άφηνε ποτέ να ξεχάσει ποια ήταν κι από πού τους είχε έρθει να κατσικωθεί στο πλάι του αδελφού της, που είχε πέσει, ο πανέξυπνος, με τα μούτρα μες στα δίχτυα της… Κακός σύμβουλος και μαυλιστής το κρασί και το υπογάστριο, μα την αλήθεια! Αν ήταν άντρας και μπορούσε, θα του το ’λεγε κατάμουτρα του μικρού, έλα όμως που ο Θεός την έκανε γυναίκα και η βασιλική ανατροφή της τής έδωσε μια αιδώ, η οποία δε θα της επέτρεπε ποτέ να βγουν τέτοια λόγια από το στόμα της…

Ο πατριάρχης ετοιμαζόταν τώρα να βάλει στις κεφαλές του Ρωμανού και της Θεοφανούς τα χρυσά γαμήλια στέφανα. Τότε ένας φόβος ξαφνικός, παράλογος τη συνεπήρε την κοπέλα, μήπως δεν αναφωνήσει ο γέροντας το χρυσόνομα που της είχε δώσει με χαρά η αυγούστα Ελένη, μην ξεχαστεί και ξεστομίσει τ’ άλλο, το ταπεινό της φτώχειας, με το οποίο τη φώναζαν ξεδιάντροπα οι θαμώνες του καπηλειού να τους χορέψει, που το ’χε πετάξει ολότελα με καταφρόνια απ’ τη στιγμή που πρωτομπήκε στο Παλάτι, σαν άπλυτο κι ακάθαρτο σκουτί... «Θεέ μου, κάνε να μην πει Αναστασία, κάνε να μην το πει!» παρακαλούσε επίμονα, νιώθοντας τα μάτια όλου του αρχοντολογιού απάνω της...

«Στέφεται ο δούλος του Θεού Ρωμανός τη δούλην του Θεού Θεοφανώ, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» πρόφερε δυνατά ο γεραρός Πολύευκτος, και η καρδιά της μικρής νύφης πήγε ξανά στη θέση της. Ένα μειδίαμα ικανοποίησης ζωγραφίστηκε στα τρυφερά κοκκινισμένα χείλη της, άστραψε περήφανο το φλογερό μαυράδι των χαμηλωμένων της ματιών και σαΐτεψαν κρυφά με πόθο τον ωραίο της νυμφίο. Δεν ήταν πια η άσημη κόρη του καπήλου, ούτε θα κατέληγε σύνευνη άντρα τιποτένιου, να μοιραστεί τη μοίρα των γονιών της. Άνδρας της γινόταν τώρα ο μοναχογιός του αυγούστου Κωνσταντίνου, ο μελλοντικός αυτοκράτορας, που θα την έκανε κάποτε στο πλάι του - ήλπιζε όχι πολύ αργά- βασίλισσα, αυγούστα Θεοφανώ, δέσποινα πάσης της Ρωμανίας...

Μετά το στεφάνωμα, η γαμήλια πομπή κατευθύνθηκε προς την παστάδα, που ’χε στηθεί στο ανάκτορο της Μαγναύρας. Στάθηκαν πρώτα στον Χρυσοτρίκλινο, κι εκεί οι δήμοι έψαλλαν τους προσήκοντες ύμνους, αφού ήχησε το χρυσό όργανο, ενώ ο λαός επαναλάμβανε και πολυχρόνιζε: «Ὁ σωτὴρ ἡμῶν, τοὺς δεσπότας φύλαξον. Πνεῦμα τὸ πανάγιον, τὰς Αὐγούστας σκέπασον. Κύριε, ζωὴν αὐτῶν διὰ τὴν ζωὴν ἡμῶν. Βασιλεῦ νεόνυμφε, Θεὸς διαφυλάξῃ σε. Ἔντιμε, ἐνάρετε, Τριὰς κατακοσμήσῃ σε καὶ χαρὰν παρέξῃ σοι Θεὸς ὁ ἐπουράνιος, εὐλογῶν τὸν γάμον σου, ὡς μόνος ὑπεράγαθος…» Και όταν πια πλησίασαν το νυμφικό δωμάτιο, το απελατικό του πρώτου ήχου: «Δι’ ἡμᾶς ἐμετρίασας ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας τὴν ἒννομον συνάφειαν ὡς Θεός ἐπισφραγίζων…»[5]

Δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά τα λόγια η Θεοφανώ, συνηθισμένη στην απλή γλώσσα του λαού από μικρή, σημασία όμως έχει το τι ένιωθε. Και ένιωθε μεγάλη, τρανή, σπουδαία, δίπλα στον πορφυρογέννητο σύζυγό της, που δε σταματούσε να της χαμογελάει και να της σφίγγει τη μέση με το μπράτσο του όλο πάθος, κι εκείνη ανταπέδιδε με θέρμη, τόσο που κάποιες «ευυπόληπτες» δέσποινες σκανδαλίστηκαν. «Μα τόσο πολύ δε μπορούν να κρατηθούν οι νεόνυμφοι; Είπαμε, νιάτα κι ομορφιά και δύναμη, αλλά…» ψουψούριζαν, χωρίς ωστόσο διόλου να τις παίρνουνε χαμπάρι οι δύο ερωτευμένοι νέοι.

«Άκου, αγάπη μου» της ψιθύρισε ο Ρωμανός κάποια στιγμή. «Τώρα θα πουν εγκώμια για μένα αλλά και για σένα, τη νέα αυγούστα…»

Τέντωσε το αυτί η Θεοφανώ, κι άκουγε τους κράκτες των Πρασίνων και των Βενέτων να τους καλωσορίζουν και τον λαό να την πολυχρονίζει:

«Καλῶς ἦλθες, ὁ δεσπότης τῶν Ῥωμαίων. Καλῶς ἦλθες, ὁ δεσπότης, σὺν τῇ Αὐγούστῃ. Καλῶς ἦλθες, θεοεπίλεκτε Αὐγοῦστα… Καλῶς ἦλθες, θεοσκέπαστε Αὐγοῦστα… Καλῶς ἦλθες, Ρωμανέ, χαρὰ Ρωμαίων. Καλῶς ἦλθες, ἡ εὐγένεια τῆς πορφύρας, ἡ ποθουμένη παρὰ πάντας… σὺ ἐνυμφεύθης ἐκ Θεοῦ τῇ πορφύρᾳ…»

Άκουγε και ζαλιζόταν, μέθαγε, το πνεύμα των δεκάξι σχεδόν χρόνων της όλο ήταν μαγεμένο. Αυγούστα, αυγούστα, αυγούστα… Θεοεπίλεκτος αυγούστα, διαλεγμένη απ’ τον Θεό, και θεοσκέπαστος… Η ευγένεια της πορφύρας, αυτοί που όλοι την ποθούσαν να ’ρθει, που ο Θεός της έδωσε να παντρευτεί τον διάδοχο… Ποια, αυτή, η κόρη του Κρατερού του κάπελα και της Βανθώς της καπήλισσας, δυο μισερών Λακώνων, που πριν λίγο καιρό δεν είχε παρά μόνο τους φτωχούς ξυπόλητους ρεσπέρηδες και τεχνίτες της Σπάρτης να τη διεκδικήσουν για γυναίκα τους, και τώρα!..

«Δεν ξέρω για τις προγόνους μου, αλλά για σε δεν ψεύδονται καθόλου τα άκτα των Δήμων, καλή μου. Πράγματι σε διάλεξε ο Θεός για μένα» της είπε τρυφερά εκείνος, απλώνοντας την παλάμη του να χαϊδέψει την παρειά της, και τόλμησε να της δώσει ένα βαθύ φιλί στο στόμα, εκεί μπροστά σε όλους. Οι καθωσπρέπει αυλικές κυράδες ανασάλεψαν πάλι, κάποιες αποδοκίμασαν κουνώντας τα κεφάλια τους, μα το ευτυχές νεαρό αντρόγυνο ξανά δεν έδωσε δεκάρα. Οι πρώτες σπίθες είχανε μπει από καιρό, έμελλε μόνο να ολοκληρωθεί σε μερικές ώρες η πυρκαγιά της ταιριαστής τους ένωσης, που άλλη σαν κι αυτή μακαρίζανε οι Δήμοι τώρα στα παστικά άσματα πως δεν είχαν τάχα ξαναδεί. Με θαλερά κλωνιά τους παρομοίαζαν τον γαμπρό το παλικάρι και τη νύφη την κοπελούδα, με δέντρα, με τον ήλιο τον λαμπρό και το αργυρό φεγγάρι, κι ένα τους κείνον μ’ αετό κι εκείνη με την πέρδικα:

Ω νεανία πάγκαλε, τρισμάκαρ συ νυμφίε
τοιαύτην την πανέμνοστον νεάνιδα πώς εύρες;
Ως αετός οξυδερκής την πέρδικα θηράται,
ούτως την κόρην ήγγισα και ενηγκαλισάμην

Ο παστός ήταν δωμάτιο μεγάλο, πολυτελές, έκοψε την ανάσα της Θεοφανούς. Πολυέλαιοι ασημένιοι, χρυσάφι παντού, λίθοι αστραφτεροί άπειρων καρατίων, αλουργίδες βαμμένες με βαφή από την Τύρο, τριαντάφυλλα σκορπισμένα και κάθε λογής άλλα λουλούδια. Πήγαινε να τ’ αγγίξει και το μετάνιωνε, μήπως ήταν από ατμό και αστερόσκονη και εξαφανίζονταν μόλις τα έπιανε το χέρι της. Ο Ρωμανός ψιλογέλασε καταδεχτικά με το θάμβος της, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην κόγχη του θαλάμου, όπου θ’ απέθεταν τα στέμματά τους στο νυφικό κρεβάτι, ενώ τα στέφανα θα τα κρέμαγαν αργότερα οι κουβικουλάριοι στο βασιλική κλίνη στο πενταπύργιο της Μαγναύρας. Ακτολόγησαν ξανά οι Δήμοι, κι έπειτα ο μεν νιόγαμπρος πρίγκιπας κατέβηκε στο τρίκλινο των δεκαεννιά ακκουβίτων με τον αυτοκράτορα πατέρα του και όλους τους συγγενείς και άρχοντες για το γαμήλιο συμπόσιο, η δε νιόπαντρη γυναίκα του ακολούθησε την πεθερά, τις κουνιάδες της και τις λοιπές αρχόντισσες στην χωριστή τους τράπεζα, έχοντας λάβει από τον αγαπημένο της πιστευτικά τη γλυκιά υπόσχεση ότι θα έρθει να τη βρει αμέσως μετά την ευωχία.

Βαρυφορτωμένα τα χρυσελεφάντινα θεόρατα τραπέζια, με κρέατα μοσχοβολιστά, ψάρια μαλακόσαρκα και άλλα πεντανόστιμα βυζαντινά εδέσματα, λιγωτικά επιδόρπια μελάτα και φρούτα του χειμώνα ζουμερά, ποτά και έξαρχος ανάμεσά τους το καλό κόκκινο κρασί της μυροβόλου νήσου, να χοχλακίζει στις κούπες των αυτοκρατορικών γλεντιστών σαν αυτό με το οποίο έκανε το θάμα του ο Χριστός να γεμίσουν τα πιθάρια το νερό στο γάμο της Κανά. Αυλητάδες και κιθαρωδοί παίζανε σκοπούς, και κάπου – κάπου πλέκανε οι συμποσιαστές τραγούδι παινετικό για το ζευγάρι. Ο Κωνσταντίνος ήτανε συγκρατημένος, μια καλή ματιά στο πρόσωπό του να ’ριχνες και θα καταλάβαινες πως προτιμούσε να γινόταν αλλιώς αυτή η χαρά του παιδιού του, άλλη να ’τανε στο πόστο της νύφης που έφτιαξε, κάποια σεμνή αρχοντοπούλα. Μα ο γιος του έλαμπε, δεκαοκτώ χρόνων παρά τρεις μήνες το σφιχτό κορμί του, σαν αρχάγγελος, δεν έσβηνε στιγμή το χαμόγελο απ’ τα χείλη του. Κι ενώ τόσα καλούδια είχαν μπροστά τους, αυτός μόλις που έτρωγε, γιατί συλλογιόταν πως σε λίγο τον περίμενε η πιο τρανή χαρά, πιο τρανή κι από το πλούσιο δείπνο, το σμίξιμο με την ποθητή του…

«Εις υγείαν του νυμφίου! Πολλά έτη!» αναφώνησε ο μάγιστρος Ρωμανός Μωσηλές, ο πρωτεξάδελφός του, υψώνοντας τον κύλικά του.

«Πολλά, πολλά!» επανέλαβαν οι υπόλοιποι άνδρες και τον μιμήθηκαν, τσούγκρισαν κι ο ήχος από τα πολύτιμα μέταλλα κουδούνισε σ’ όλο το παλάτι. Ανάλογο τσιμπούσι, αν και πιο λιτό, κάνανε την ίδια ώρα κι οι γυναίκες. Η Θεοφανώ, δίπλα στην αυγούστα Ελένη, «καμάρωνε» ως έπρεπε και δεν είχε βάλει πάνω από δυο τρεις μπουκιές στο στόμα της. Δεν πεινούσε, άλλωστε, το στομάχι της πεταλούδιζε κι είχε σφιχτεί, όσο λογιζόταν αυτό που την περίμενε στη νυφική την κάμαρη, στην αγκαλιά του Ρωμανού. Το πρόσμενε, το φανταζόταν, και έπιαναν ρίγη το κορμάκι της, κι αδημονούσε…

Κάποτε η βασίλισσα έκανε νόημα σιωπηλό στην Ευφροσύνη, κι εκείνη σηκώθηκε κι έγνεψε με τη σειρά της στη Θεοφανώ. Ταράχτηκε η καρδιά της, χοροπήδησε στα στήθια. «Ήρθε η ώρα» σκέφτηκε με λαχτάρα, προσκύνησε την πεθερά της και ακολούθησε τις πατρικίες ζωστές και τις δούλες, που ξόμπλιαζαν λιανοτράγουδα χαμογελώντας με νόημα. Της έβγαλαν τελετουργικά τα λευκά φορέματα, το μακρύ πέπλο και τα χρυσά κοσμήματα που της είχανε φορέσει, της έλυσαν τα κορακάτα της μαλλιά και την έντυσαν ύστερα μ’ έναν άσπρο μονοκόμματο χιτώνα, σαν μακρύ πουκάμισο.

«Μη φοβηθείς, κόρη μου» της είπε η Ευφροσύνη, πιάνοντας στοργικά τα χέρια της, ότι τα ’νιωσε λίγο κρύα. «Ο άντρας σου είναι παλικάρι, και σ’ αγαπάει πολύ… Θα σε προσέξει…»

«Δε φοβάμαι, Ευφροσύνη» τη διαβεβαίωσε ήρεμα η κοπέλα. «Τον αγαπώ κι εγώ τον Ρωμανό και θέλω να γίνει… Απλά είμαι περίεργη να δω πώς θα ’ναι…»

«Μα εσύ είσαι τολμηρή, κυρά μου! Μην το πεις αυτό σε καμιά από τις άλλες τις κυράδες, σ’ έχουνε γράψει στα μαύρα τα κατάστιχα!» έκανε η παραμάνα των βασιλόπαιδων, βάνοντας κάλυψη τις απαλάμες της στο στόμα, και χιχίρισε πονηρά. Κι αφού τη σταύρωσε και τη φίλησε στα μάγουλα, την οδήγησε στον νυφικό κοιτώνα, όπου σύντομα ήρθε κι ο Ρωμανός φορώντας το τζιτζάκι[6], κι όσοι παρευρίσκονταν τριγύρω τους έψαλλαν κατακοιμητικό που στη γλώσσα μας έλεγε περίπου τα εξής:

Η Κυριακή επέρασε, Δευτέρα ξημερώνει
να κοιμηθεί τ’ αντρόγυνο και να παραξυπνήσει
Πάρε, γαμπρέ, στα χέρια σου την άσπρη περιστέρα
και σκέπασε την σαν αητός με τα χρυσόφτερά σου
Μια νια μηλιά σου δώσαμε για να τηνε ποτίσεις
να τη σκαλίσεις έμορφα, να κάμει δέκα μήλα
μήλα χρυσά, χρυσόμηλα, και στην κορφή άλλο ένα
το μήλο το πρωτόμηλο, ’πο μάλαμα κι ασήμι
Εμείς τώρα να φεύγουμε, στα σπίτια μας να πάμε
κοντοζυγώνει η αυγή, του πετεινού το λάλι
Εμείς τώρα να φεύγουμε, κι ας είναι τούτη η κλίνη
καλόμοιρη, ανεντρόπιαστη, και καρπερή και τίμια
κι από το χέρι του Θεού πάντοτε ευλογημένη

Τραγούδησαν, και κατόπιν έφυγαν ομάδι, αφήνοντάς τους μόνους στην παστάδα. Η Θεοφανώ ανάσανε βαθιά, με κάποια ανακούφιση ίσως, και πλησίασε πρώτη το μεγάλο διπλό κρεβάτι, με τα μεταξωτά σκεπάσματα, την ουρανία και τις βαριές βελούδινες κουρτίνες που ήταν πιασμένες με χοντρά σκοινοκρόσσια. Το περιεργάστηκε για λίγο διστακτική, ύστερα όμως πήρε θάρρος και ξάπλωσε απάνω του. Ο Ρωμανός γδύθηκε αργά, μπροστά της, αποκαλύπτοντας πόντο με πόντο όλο το σφρίγος του νεανικού του σώματος στο ασημένιο φεγγαρόφως, έσβησε μ’ ένα φύσημα τα κεριά στα πολυκάνδηλα και έπειτα πλάγιασε σιμά της και την αγκάλιασε, αφού τράβηξε την παχιά ζεστή κουβέρτα για να σκεπαστούν – Γενάρης ακόμα, κρύο τσουχτερό στη Βασιλεύουσα.

«Θεοφανώ... Το σημάδι του Θεού... Το δώρο Του σε μένα...» μουρμούρισε, ενώ της χάιδευε αργά με το ζερβό του χέρι τα απαλά, φιλντισένια της μάγουλα, κι η κοπέλα σκέπασε με τις χούφτες της τα ξανθά του γένια και έφερε τα χείλη της σύρριζα στα δικά του. Ανταποκρίθηκε με θέρμη εκείνος στην κίνησή της, αποκτώντας μεμιάς την απόλυτη κυριαρχία του αρσενικού, και τη φίλησε βαθιά, συνέχεια, υποτάσσοντας το σώμα της στο δικό του.

«Ρωμανέ μου…»

«Σ’ αγαπώ... Είσαι δικιά μου...» έλεγε, με τη βραχνάδα του θεριεμένου πόθου στη φωνή του, απλώνοντας τα φιλιά του στον ψηλόλιγνο λαιμό και τους μαρμαρόγλυπτους μαστούς της. Τέντωνε τον κορμό της πρόθυμα με στεναγμούς ηδονής η Θεοφανώ, και μόλις το γυναικείο ένστικτο της υπαγόρευσε ότι είχε έρθει η ώρα, τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τα λαγόνια του κι άφησε τον ξαναμμένο έφηβο ανδρισμό του Ρωμανού να σβήσει καυτός μέσα της...

Κάτω στο τρίκλινο των δεκαεννιά ανακλίντρων, το γλέντι συνεχιζόταν αδιάκοπο, το εκλεκτό κρασί το χιώτικο έρεε άφθονο στις κούπες των συνδαιτυμόνων του γάμου του διαδόχου. Μα πάνω στην παστάδα, χυνόταν άλλο κοκκινέλι, σπονδή του νιόπαντρου κοριτσιού στον Έρωτα κι η πρώτη της συμβολική πορφύρα...

«Αχ…»

Ο θυρωρός έξω απ’ την πόρτα του νυμφώνα γροίκησε τον στεναγμό της κόρης, τον πνιχτό βόγκο του παλικαριού, κι έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του ικανοποιημένος. Τα κακά τελώνια πέταξαν μακριά, φοβισμένα, κι ο ταιριαστός ο γάμος τελειώθηκε. Ο Ρωμανός κι η Θεοφανώ ήτανε πια σωστό αντρόγυνο.

Η νύχτα κυλούσε. Ξαπλωμένοι κάτω απ’ τις κουβέρτες αγκαλιά, γυμνοί, με σώματα φλογισμένα, τα δυο παιδιά συνέφερναν από την παραζάλη του πρώτου έρωτα. Οι ανάσες τους βγαίνανε ακόμη γοργές, αλλά λιγότερο λαχανιαστές, και τα χείλη μισάνοιχτα κότταγαν να πούνε δροσάτα λόγια αγάπης.

«Σε πόνεσα; Όταν… ξέρεις…»

«Όχι… Δηλαδή… λιγάκι… Αλλά υποθέτω πως… έτσι είν’ το πρώτο βράδι…»

Έμειναν λίγο σιωπηλοί, κι έπειτα ο Ρωμανός μίλησε πρώτος.

«Από δω και μπρος δε θ’ αγγίξω ποτέ άλλη γυναίκα, Θεοφανώ. Εδώ και καιρό δεν το ’χω κάνει… Μόνο εσύ θα υπάρχεις, η νόμιμη σύζυγός μου! Ξεχνώ και το πιοτί και όλα, και τα κυνήγια μου ακόμα αν το θες! Τι είναι τα αγρίμια μπρος σε σένα, λέαινά μου;»

«Καθήκον σου είναι, λιόντα μου» απάντησε εκείνη, σέρνοντας τον δείκτη της στο μάγουλό του. «Είσαι ο άντρας μου, Ρωμανέ, ο γιος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Μεθαύριο θα γίνεις εσύ ο ίδιος αυτοκράτορας! Πρέπει να φέρεσαι ορθά…»

«Είσαι μεγάλη μαλαγάνα τελικά, έτσι;» γέλασε ο πρίγκιπας. «Μην ανησυχείς, για χάρη σου τα κάνω όλα! Αυγούστα μου, δέσποινά μου…»

«Μμμ… Βασιλιά μου…» γουργούρισε η Σπαρτιάτισσα, και τρίφτηκε φιλήδονα πάνω στον θώρακα του καλού της, που είχε πέσει στον λαιμό της και τον σημάδευε παντού με υγρά φιλιά. Κι όταν χόρτασε, έκλεισε την όψη της στις χούφτες του και την κοίταξε λίγες ατέλειωτες στιγμές με λατρεία.

«Είσαι η ζωή μου, Θεοφανώ. Θέλω να ζήσουμε μαζί για πάντα… Να σμίγουμε όπως τώρα, να κάνουμε πολλά παιδιά, και να γεράσουμε αντάμα περιτριγυρισμένοι από αυτά και τα εγγόνια μας…»

«Προτρέχεις, πάμφιλε» του ζούληξε ναζιάρικα το στήθος. «Προς το παρόν θέλω να χαρώ εσένα, τον έρωτά μας, κι όλα τ’ άλλα καλώς να έρθουν… Στ’ ορκίζομαι όμως να σ’ αγαπώ πιστά για όσα χρόνια μας δώσει ο Κύριος να ζήσουμε παντρεμένοι!»

«Και είθε να ’ναι πολλά, αγαπημένη μου… Πολλά, πάρα πολλά!»

Έτσι, ανάμεσα σε γλυκόλογα, φιλιά και χάδια, τους πήρε τελικά ο ύπνος. Και το επόμενο πρωί, ήρθαν οι καλεσμένοι για τα παραξυπνήματα, τραγουδώντας:



«Ἄνθη ἐσώρευσα τοῦ ἀγροῦ, καὶ εἰς τὴν παστάδα εἰσήκα σπουδῇ

ζευγόνυμφον ἥλιον εἶδον εἰς χρυσέντιμον κλίνην

Ἄλληλα ἠγκαλίζοντο ποθητήν ἐπιθυμίαν

χαρά εἰς τὰ κάλλη αὐτῶν τὰ ἐγγλυκοθέατα

καὶ ρόδα τὰ ροδεύμορφα

χαρά εἰς το ζεῦγος τὸ χρυσόν»




Μάζεψα άνθη του αγρού, και στην παστάδα μπήκα

με βιάση, κι είδα φωτεινό ζευγάρι σαν τον ήλιο

πάνω στο χρυσοκρέβατο το χιλιοδοξασμένο

Με σπλάχνος αγκαλιάζονταν, με πόθο εφιλιούνταν

χαρά στην τόση ομορφιά, τη γλυκοθώρητή τους,

στα όμορφα τριαντάφυλλα,

χαρά στο χρυσοζεύγι



Είδαν το ματωμένο σεντόνι του κρεβατιού, την κηλίδα στο λευκό νυχτικό χλανίδιο, καμάρωσαν εύσχημα την αγνότητα της νύφης και το ξεπαρθένεμα του γαμπρού. Την τρίτη μέρα, πήγαν τη Θεοφανώ στο λουτρό, με όργανα και άσματα, τα θυμελικά όπως λεγόντουσαν, με μοσχοσάπουνα και μύρα ακριβά και φορέματα για να ντυθεί μετά, και μπροστά-μπροστά τρεις ροδιώνες[7] που τους κρατούσαν ισάριθμες γυναίκες, εκ των οποίων η μία ήταν η παρακαθίστρα. Οκτώ μέρες έμεινε στημένος ο παστός, να δέχεται το φρέσκο πάθος του έφηβου ζευγαριού, και ως σαράντα διήρκησαν οι γαμήλιες ξεφαντώσεις, στις οποίες πρωτοστατούσε ο συμβασιλέας Ρωμανός με τον πατέρα του. Κι απέ, μπήκε ξανά το νερό στο αυλάκι του, και άρχισε η ζωή της νεαρής Λάκαινας ως αυγούστας στο νέο της σπίτι, το Ιερό Παλάτι της Πόλης των πόλεων…



[1] Εννοείται εδώ η αγία Θεοφανώ η βασίλισσα, η πρώτη σύζυγος του Λέοντος Στ΄ (†894). Αγιοποιήθηκε πολύ νωρίς και η μνήμη της τιμάται τις 16 Δεκεμβρίου

[2] Λωρίκι = θώρακας

[3] Οψίκιον = η συνοδεία, η ακολουθία (>λατ.:obsequor= ἕπομαι)

[4] Είδος «καπέλου» σε σχήμα τραπεζίου, που φοριόταν από τις ζωστές πατρικίες, τις αρχόντισσες της Αυλής και τις πριγκίπισσες σε επίσημες περιστάσεις

[5] Περισσότερα για τις «ακτολογίες» και τα άσματα των Δήμων κατά τους βασιλικούς γάμους θα βρει κανείς στην Ἔκθεσιν περὶ τῆς βασιλείου τάξεως

[6] είδος μάλλον κεφαλοκαλύμματος, το οποίο εισήχθη ως "μόδα" στο Βυζάντιο λόγω της αυτοκράτειρας Ειρήνης (Τσιτσέκ ή Τζιτζάκ) των Χαζάρων, πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνου Ε΄

[7] Οι ροδιώνες ενδέχεται να ήταν χρυσά μήλα, σύμβολα του έρωτα, ή ρόδια






Λίνα Δώρου