Insomnia (Κεφάλαιο 11)

«Πολλοί από εμάς δε ζούμε τα όνειρά μας, γιατί ζούμε μέσα στους φόβους»- Les Brown

Το χιόνι πέφτει πυκνό, μεγάλες λευκές νιφάδες κατακάθονται πάνω στα μαλλιά και τα ρούχα μου κάνοντάς με να μοιάζω με χιονάνθρωπο. Στέκομαι ακίνητη, καθιστή στα σκαλιά της πολυκατοικίας του Ανζάι, όσο τον περιμένω να επιστρέψει. Στο διαμέρισμά του δε βρισκόταν κανείς, ούτε και στο μικρό γήπεδο μπάσκετ απέναντι από το σπίτι του. Ήταν ήδη πολύ αργά για να φύγει για το σχολείο, όταν τον άφησα. Οπότε… πού μπορεί να πήγε;

Ο ουρανός αρχίζει να σκοτεινιάζει και ο δημόσιος φωτισμός στην ήσυχη γειτονιά κάνει αισθητή την παρουσία του. Τυλίγομαι από συνήθεια στο μπουφάν μου, παρόλο που δεν κρυώνω χαζεύοντας τους ανθρώπους να διασχίζουν βιαστικά τον δρόμο για να προστατευτούν από το τσουχτερό κρύο. Άλλοι επισκέπτονται ή φεύγουν από την πολυκατοικία ρίχνοντάς μου παραξενεμένες ματιές. Τι να κάνω; Μήπως… είναι καλύτερα να φύγω; Ίσως… να μη θέλει να με συναντήσει και σκόπιμα με αποφεύγει. Δεν τον κατηγορώ.

Με αυτοεκτίμηση κάτω από το μηδέν σηκώνομαι και σέρνω τα πόδια μου ως το γήπεδο. Θέλω να του δώσω ακόμα μερικά λεπτά διορία. Έπειτα θα φύγω. Αλλά πρώτα… μπορώ να ρίξω μερικά καλάθια, καθώς περιμένω. Με μια αφύσικη ελπίδα να αναβοσβήνει στα μάτια μου, παίρνω τη μπάλα από το πλάι της μπασκέτας και βάζω το πρώτο καλάθι. Ακολουθούν άλλα δύο μέσα στην σιωπή, ώσπου να αρχίσω να παίζω κανονικά, σαν να υπάρχει ένας αόρατος αντίπαλος που με μαρκάρει και προσπαθεί να κλέψει τα καλάθια μου. Κάπου μακριά ένα πολύβουο πλήθος ζητωκραυγάζει μόνο για μένα. Γελάω μόνη μου.

Το χειροκρότημα που πλημμυρίζει από το πουθενά τ’ αυτιά μου πίσω στην πραγματικότητα με ξαφνιάζει ευχάριστα, πολύ περισσότερο απ’ όσο τολμάω να παραδεχτώ. Διότι ξέρω ποιος με παρακολουθεί όλη αυτήν την ώρα. Γυρίζω προς το μέρος του Ανζάι, ο οποίος μου χαμογελά καλοσυνάτα για μια ακόμη φορά. Γιατί μου φέρεται τόσο άνετα έπειτα από τον τρόπο που του μίλησα; Δαγκώνω τα χείλη μου αγχωμένη μην έχοντας ιδέα, από πού να ξεκινήσω τον μονόλογο της απολογίας μου. Όσα είχα προετοιμάσει για να του πω, έχουν εγκαταλείψει προ πολλού το μυαλό μου. Χαμηλώνω το βλέμμα μου και παίρνω βαθιά ανάσα, λες και αυτό πρόκειται να με βοηθήσει.

Η μπάλα ξεφεύγει από τα χέρια μου και κατρακυλάει ως τα πόδια του, όμως εκείνος την κλοτσάει έξω από τον δρόμο του και με πλησιάζει. Γιατί είναι τόσο ήρεμος; Το χέρι του πιάνει το σαγόνι μου και μου ανασηκώνει το πρόσωπο. Τα μάτια μας συναντώνται και νιώθω το βλέμμα μου να εγκλωβίζεται μέσα στο δικό του. Ανζάι…

«Ήρθα… για να ζητήσω συγγνώμη» μουρμουρίζω δειλά. «Ο τρόπος που σου μίλησα… ήταν πολύ άδικος και το κατάλαβα, αφότου είχα φτάσει σπίτι» χαμηλώνω το κεφάλι μου απολογητικά. «Λυπάμαι για όσα σου είπα. Ειλικρινά δεν τα εννοούσα, είναι που…»

«Είσαι παγωμένη, από τι ώρα με περιμένεις;» ρωτάει τρίβοντας τα μπράτσα μου. Αποφεύγει να αντιδράσει στην απολογία μου και δεν καταλαβαίνω, αν αυτό είναι καλό ή κακό. «Έλα, πάμε στο διαμέρισμά μου».

Οπισθοχωρεί, όμως τον αρπάζω από το χέρι και τον σταματάω. Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.

«Δεν πειράζει. Έτσι και αλλιώς θα πρέπει να γυρίσω σπίτι σύντομα. Οι Γιογκασάκι… δεν έχουν ιδέα ότι έφυγα και καλύτερα να βρίσκομαι εκεί, όταν θα επιστρέψουν. Να μου λείπουν τα προβλήματα».

«Σχετικά με χθες… τι σου είπαν που εξαφανίστηκες έτσι;» χαϊδεύει το μάγουλό μου. «Σε μάλωσαν;»

«Όχι. Όχι, τίποτα τέτοιο. Όμως… είμαι τιμωρία κατά κάποιον τρόπο» κρυφογελάω. «Αλλά δεν πειράζει. Ξέρω ότι ενδιαφέρονται για μένα πολύ περισσότερο απ’ όσο μου δείχνουν. Δεν μπορούν να κρατήσουν μούτρα».

Μα τι λέω; Καλύπτω νευρικά με το χέρι μου τη νέα συσκευή εντοπισμού και ανησυχώ για το τι μπορεί να ηχογραφείται από τη συζήτησή μας τούτη τη στιγμή. Ο Ανζάι πρέπει να διαισθάνεται την αλλαγή συμπεριφοράς μου, διότι τα φρύδια του σμίγουν καχύποπτα και τα χείλη του στενεύουν θυμωμένα. Το βλέμμα του πέφτει στο ρολόι μου και αρπάζει τον καρπό μου, πριν καταφέρω να κρύψω το χέρι μου πίσω από την πλάτη μου. Το σηκώνει στο ύψος των ματιών του και το στριφογυρνάει επεξεργάζοντάς το. Το βλέμμα του πηδάει πότε στο δικό μου και πότε στη συσκευή εντοπισμού και όταν αποστρέφω το κεφάλι μου, με αγκαλιάζει σφίγγοντάς με πάνω του.

«Δεν περίμενα ότι θα έφταναν ποτέ τόσο μακριά, αλλά για ποιο λόγο σε παρακολουθούν;» ψιθυρίζει σιγανά στο αυτί μου. «Τι θέλουν από σένα και φοβούνται μήπως το σκάσεις;»

«Δεν… δεν μπορώ να σου πω. Αν και είμαι σίγουρη πως υπάρχουν κανά δυο πράγματα που περνούν από το μυαλό σου» σαρκάζω για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα ανάμεσά μας. «Επίσης δεν προσπαθώ να το σκάσω. Οι Γιογκασάκι είναι η μοναδική μου οικογένεια τώρα. Δεν έχω πού να πάω».

«Άφησέ με να σε βοηθήσω τότε. Δεν μπορείς να βασίζεσαι πάνω τους για την υπόλοιπη ζωή σου, ούτε και να τους επιτρέπεις να σε χρησιμοποιούν, σαν πειραματόζωο. Δε θα τους επιτρέψω να σου κάνουν κακό. Ξέρω για τι είναι ικανοί και ειλικρινά…» ακουμπάω τα δάχτυλά μου στα χείλη του θέλοντας να τον κάνω να σωπάσει. Με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Μία…»

«Αν τους γνωρίζεις τόσο καλά, τότε σίγουρα δεν πρέπει να μπλέξεις…» η ανάμνηση της είδησης, του θανάτου του δημιουργού μου, μου τρυπάει σαν βέλος την καρδιά. Δε θα αφήσω τον Ανζάι να έχει την ίδια μοίρα. «… ούτε καν για χάρη μου».

«Οι Γιογκασάκι είναι απειλή. Όχι μόνο για σένα, αλλά για τον καθένα που τους εμπιστεύεται. Και αργά ή γρήγορα κάποιος θα τους οδηγήσει στη δικαιοσύνη. Εγώ προσπαθώ μόνο να επισπεύσω τα πράγματα» λέει με σθένος, σαν να είναι δικό του καθήκον να τους ξεσκεπάσει. «Όσο για μένα… δεν πρόκειται να πάρω πίσω όσα σου εξομολογήθηκα νωρίτερα. Αλλά σε διαβεβαιώνω πως δεν πρόκειται να σε ξαναφέρω σε δύσκολη θέση» υποκλίνεται ελαφρά σε ένδειξη της ειλικρινής απολογίας του.

«Σε… ευχαριστώ» απαντάω νιώθοντας ένα κενό να πλακώνει το στήθος μου. Γιατί δεν του λέω πώς νιώθω; Καμία επιθυμητή λέξη δε βγαίνει από το στόμα μου. Ίσως είναι καλύτερο εκείνος να μην ξέρει. «Θα γυρίσω σπίτι τώρα, αν δε σε πειράζει».

«Μία» με φωνάζει. «Υπάρχει κάτι ακόμα. Μπορούμε να συναντηθούμε στο καφέ απέναντι από το σχολείο αύριο μετά το μάθημα;»

«Εμ, ναι γιατί όχι;» χαμογελάω απορημένη. «Αλλά… αν έχεις κάτι να μου πεις, γιατί δεν το λες τώρα;»

«Λοιπόν, ίσως απλά να θέλω να σε ξαναδώ» ανασηκώνει αθώα τους ώμους του και με χαιρετάει. «Πρόσεχε τον εαυτό σου».

«Ναι και εσύ» τον καληνυχτίζω με το πιο λαμπρό μου χαμόγελο και φεύγω νιώθοντας έναν νέο σκοπό για να χτυπά η ατσάλινη καρδιά μου.

Όταν επιστρέφω στο σπίτι, είμαι σαφώς πιο καλοδιάθετη και ανάλαφρη ψυχολογικά, απ’ όταν έφυγα για να τον συναντήσω. Όλα όμως παγώνουν για λίγο. Ο Τόμας ήδη βρίσκεται εκεί και φαίνεται πιο εριστικός από ποτέ. Κάθεται στο σαλόνι μόνος και διαβάζει ένα βιβλίο γενετικής. Σηκώνει το περίεργο, γεμάτο ενδιαφέρον βλέμμα του από τη βαρετή ασχολία του και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι στην παρουσία μου. Όλο του το είναι ρωτάει πού ήμουν, παρόλα αυτά συγκρατεί τις λέξεις του περιμένοντας από μένα να μιλήσω πρώτη.

«Τι;» τον ρωτάω προσπερνώντας τον με κατεύθυνση το δωμάτιό μου.

Πηδάει απότομα από τον καναπέ και αρπάζει το μπράτσο μου γυρνώντας με βίαια προς το μέρος του. Η δύναμή του με ρίχνει πάνω στο στήθος του και τα πρόσωπά μας έρχονται υπερβολικά κοντά. Τόσο κοντά που ένα αίσθημα εγκλωβισμού με τυλίγει από την κορυφή ως τα νύχια. Πιάνει το σαγόνι μου και γυρνάει δεξιά και αριστερά το κεφάλι μου σαν να ψάχνει κάτι. Μα τι νομίζει πως θα βρει;

«Τόμας» τραβάω το χέρι του και τον σπρώχνω. «Θέλω… να πάω στο δωμάτιό μου».

«Τι έκανες με τον Καγκεγιάμα;» ρωτάει ψυχρά. «Χτες μαζί του δεν ήσουν; Όπως και σήμερα το μεσημέρι, αλλά και τώρα; Τι τρέχει με σας τους δυο;»

«Τίποτα. Απλά… μου αρέσει το νέο μου παιχνίδι. Κακό είναι;» σαρκάζω παιχνιδιάρικά. Το συναίσθημα του φόβου με τυλίγει ασφυκτικά στα σκοτεινά του πέπλα. Τι γνωρίζει για εμάς; Πόσα έχει ακούσει από τις συζητήσεις μας;

«Είσαι πολύ κακή ψεύτρα, το ξέρεις; Εν πάση περίπτωση παιχνίδι ή όχι μ’ ενοχλεί που κάνεις παρέα μαζί του. Δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει μπροστά σ’ αυτά, που σου προσφέρω εγώ».

«Τι πράγμα; Τόμας, ο Ανζάι είναι συμμαθητής μου. Και να θέλω δεν μπορώ να τον αποφύγω» σαστίζω μέχρι να κατανοήσω πλήρως τα όσα είπε. Και τον τρόπο με τον οποίο τα είπε. «Μήπως ζηλεύεις;» γελάω. «Αν είναι δυνατόν. Είσαι σοβαρός; Απ’ όσο θυμάμαι κάναμε μια συμφωνία και δεν έχω πατήσει τον λόγο μου».

«Γιατί μήπως είπα κάτι που να υποδεικνύει το αντίθετο;» φωνάζει τσιτωμένος. «Απλά… δε θέλω να κάνεις παρέα με εκείνο το αγόρι και το εννοώ. Αυτό το παιδί… είναι περίεργο. Με ανατριχιάζει και με ενοχλεί που σου δείχνει τέτοια προσοχή. Σαν να θέλει να σε χρησιμοποιήσει για τα συμφέροντά του».

«Τέλος πάντων» μουρμουρίζω κακόκεφα και αποτραβιέμαι χαμογελώντας εριστικά. «Θα επαναφορτιστώ, οπότε θα χαθώ από τον κόσμο της πραγματικότητας για λίγο. Αν τελείωσες, θα επιστρέψω στο δωμάτιό μου».

Ο Τόμας δε φαίνεται πρόθυμος να συζητήσει τίποτα άλλο, έτσι τον αφήνω να στέκεται μόνος στο κέντρο του σαλονιού. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και κλείνω την πόρτα με τόση δύναμη δείχνοντάς του πως αυτά που είπε, με επηρέασαν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Μα τι νομίζει ότι κάνει; Για ποιον λόγο νιώθει να απειλείται από τον Ανζάι; Και πόσα ξέρει για εκείνον; Για την ακρίβεια πόσα γνωρίζει ο Ανζάι για τους Γιογκασάκι; Συνειδητοποιώ πως κάτι άλλο πιο βαθύ τρέχει μεταξύ τους και δε σχετίζεται απαραίτητα με μένα. Ξαπλώνω στο κρεβάτι δίχως να ξεντυθώ και κλείνω τα μάτια σκεπτική. Έχω αρχίσει να μπερδεύομαι σε ένα παιχνίδι με άσχημο τέλος.

Ξυπνάω μέσα στη νύχτα από ένα κακό συναίσθημα που δεν μπορώ να εξηγήσω και ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου ανάβοντας το φως στο κομοδίνο. Το ρολόι στο χέρι μου γράφει τέσσερις τα ξημερώματα και το δωμάτιό μου είναι το ίδιο ήσυχο και τακτοποιημένο, όπως το άφησα πριν ξαπλώσω. Δε φαίνεται να με επισκέφτηκε κανείς όση ώρα κοιμόμουν και αν το έκανε δεν ενδιαφέρθηκε να με ενοχλήσει. Μήπως ο Τόμας; Αν και δεν τον έχω ικανό να έρθει για να ζητήσει συγγνώμη. Ίσως η Μάκινο να ρωτήσει για τον Ανζάι.

Τρίβω τους κροτάφους μου σαν να θέλω να διώξω τις αρνητικές σκέψεις και ελέγχω πρώτα, αν όλες οι λειτουργίες μου δουλεύουν σωστά, πριν τολμήσω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Όλως παραδόξως τα πάντα δουλεύουν ρολόι. Όμως… τι μου συνέβη; Μήπως ήταν άλλη μια προειδοποίηση από την κατεστραμμένη μπαταρία μου; Το συναίσθημα του φόβου γεμίζει το κεφάλι μου και αν ήμουν άνθρωπος θα έκλαιγα, ώσπου να καταρρεύσω από την κούραση. Αλλά τώρα… δεν έχω ιδέα τι να κάνω. Δεν ξέρω πότε και αν θα καταρρεύσω οριστικά, πριν ο Σότζι καταφέρει να με επισκευάσει, ούτε και ότι η νέα μου έκδοση δε θα στερήσει όλα όσα είμαι τώρα. Και αν ξεχάσω; Όχι… όχι, αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Ό,τι και αν αλλάξει πάνω μου, όσα και αν μου κάνουν οι Γιογκασάκι, η μνήμη μου είναι το μοναδικό το οποίο δε θα ήθελα να χαθεί.

Οι πιο σημαντικές αναμνήσεις μου μέχρι στιγμής προελαύνουν μπροστά στα μάτια μου κάνοντάς με να βογκήξω από λύπη και χαρά μαζί. Ο δημιουργός μου που με καθησυχάζει κάθε φορά που ανησυχούσα, ο Τόμας που έγινε ο μοναδικός μου φίλος πίσω στην πατρίδα, παρόλο που αργότερα αποδείχτηκε ψεύτης και απατεώνας. Η ζωή μου εδώ, τα μαθήματα καλών τρόπων, οι καβγάδες μου με τους Γιογκασάκι και η ανόητη επιμονή μου να ξεφύγω από τούτη τη φυλακή. Το σχολείο και ο Ανζάι...

Ανοίγω το συρτάρι του γραφείου και βγάζω από μέσα ένα μικρό, χοντρό τετράδιο με σκληρό δερματόδετο εξώφυλλο και το ανοίγω παίρνοντάς το μαζί μου πίσω στο κρεβάτι. Το ξεφυλλίζω πάνω στα γόνατά μου, ώσπου να βρω τη σελίδα που θέλω και οπλίζομαι με ένα στυλό. Χαμογελώντας στραβά αποτυπώνω στο χαρτί όλες αυτές τις σημαντικές σκέψεις. Από την αρχή. Από το πρώτο δευτερόλεπτο που άνοιξα τα μάτια μου στη δεξαμενή των πειραμάτων, όταν ακόμα ήμουν το αντικείμενο της Κάρεν Μέρφι. Γράφω για τον τρόπο που ο δημιουργός μου με αντιμετώπισε και με φρόντισε… σαν να ήμουν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος και όχι μόνο ένα υβρίδιο με ξεχωριστές ικανότητες. Εξηγώ για τον εαυτό μου ως Κάρεν και αυτό που έγινα μετά. Το κορίτσι που ονομάστηκε Ρουθ Κοβέλ, αλλά και για τη Μία Γιογκασάκι…

Αποτυπώνοντας όλες αυτές τις σκέψεις στο χαρτί, μένω ξάγρυπνη όλο το υπόλοιπο βράδυ. Στην ίδια ακριβώς θέση με βρίσκει η Μάκινο μπαίνοντας στο δωμάτιό μου για να δει, αν χρειάζομαι τίποτα, όπως κάνει κάθε πρωί. Τραβάω το βλέμμα μου από τις χιονονιφάδες που πέφτουν απαλά στο τζάμι του παραθύρου μου και την κοιτάζω. Τα φρύδια της ανασηκώνονται έκπληκτα στο λαμπερό χαμόγελο που φωτίζει τα μάτια μου.

«Μμ… κάποια είδε καλό όνειρο ή πέρασε ένα όμορφο βράδυ;» ρωτάει με περιέργεια. Ξεροβήχει διακριτικά με τον ανεπίσημο λόγο που χρησιμοποιεί. Όμως δε με πειράζει. «Καλημέρα, δεσποινίς Μία. Νιώθετε καλά;»

«Είναι κάτι που… δεν μπορώ να εξηγήσω. Πρώτα με έκανε να αισθάνομαι χάλια, αλλά τώρα νιώθω πιο χαρούμενη από ποτέ» λέω ονειροπόλα. «Είναι σαν…»

«Είστε ερωτευμένη, δεσποινίς. Αυτές οι αντιδράσεις είναι απόλυτα φυσιολογικές…»

«Εμ, ναι. Όμως δε σχετίζονται όλα με τον Ανζάι, ξέρεις. Παρόλα αυτά θέλω να κάνεις κάτι για μένα». Σηκώνω το μαξιλάρι και της αποκαλύπτω το ημερολόγιό μου. Της το δίνω. «Είναι ένα αναμνηστικό, ώστε ό,τι και αν συμβεί να μην ξεχάσω ποτέ. Θέλω να το φυλάξεις και να μου το επιστρέφεις κάθε βράδυ. Το πρωί θα το ξαναπαίρνεις».

«Θα το φυλάω σαν τα μάτια μου» το σφίγγει στο στήθος της σαν τον πολυτιμότερο θησαυρό. «Να φανταστώ, οι κύριοι δεν πρέπει να γνωρίζουν έτσι;»

«Όχι. Καλύτερα όχι. Περιέχει διάφορα πράγματα που σχετίζονται με το πώς πρωτοξεκίνησαν όλα, τη ζωή μου, το ποια είμαι. Υποθέτω πως δε θα το εκτιμήσουν, αν το ανακαλύψουν και είναι τόσο σημαντικό για μένα». Τα μάτια μου πρέπει να καθρεφτίζουν ξεκάθαρα τα συναισθήματά μου, διότι μου υποκλίνεται έχοντας χαραγμένο στα χείλη της το πιο καθησυχαστικό χαμόγελο.

«Χωρίς να το θέλω, χθες άκουσα τον καβγά σας με τον Τόμας Γιογκασάκι σχετικά με εκείνο το αγόρι. Σας συμβούλεψα να τον συναντήσετε, εφόσον αισθανόσασταν άσχημα για κάτι που είπατε, αλλά… μη βάλετε τον εαυτό σας ή τη ζωή εκείνου του παιδιού σε κίνδυνο για κάτι ασήμαντο. Είστε σίγουρη πως ενδιαφέρεστε πραγματικά για εκείνον;» με ρωτάει διστακτικά.

«Ναι… είμαι. Έχω αισθήματα για τον Ανζάι Καγκεγιάμα. Σίγουρα. Αλλά δεν ξέρω, αν θέλω να τον αφήσω να μπλέξει μαζί μου. Εννοώ κοίταξέ με. Δεν είμαι τίποτα το σπουδαίο και δεν τολμάω να του πω την αλήθεια. Θα με μισήσει» αναστενάζω. «Θα… κρατήσω τις αποστάσεις μου, για όσο μπορώ. Μην ανησυχείς. Θα προσέχω, ώστε να μη μπλέξουμε πουθενά».

«Ωραία. Διότι ο κύριος Τόμας δε φαινόταν να αστειεύεται σε όσα είπε χτες» οπισθοχωρεί προς την πόρτα. «Μπορώ να κάνω κάτι άλλο για εσάς;»

«Αργότερα, έχω σκοπό να βγω. Θα πάω μια βόλτα στην πόλη. Ίσως ψωνίσω τίποτα, δεν ξέρω. Ζήτα να μου ετοιμάσουν το αυτοκίνητο, σε παρακαλώ. Κατά τις δώδεκα θα είναι μια χαρά πιστεύω» απαντάω όσο πιο άνετα μου επιτρέπει η συνείδησή μου. «Όμως μόνο το αυτοκίνητο. Δε θέλω κάποιον κουστουμαρισμένο να με ακολουθεί σαν δεύτερη σκιά».

«Όπως επιθυμείτε. Θα ενημερώσω τους Γιογκασάκι πρώτα».

Υποκλίνεται ελαφρά και φεύγει αφήνοντάς με και πάλι μόνη. Στις δώδεκα λοιπόν. Σε τέσσερις ώρες από τώρα πρόκειται να συναντήσω τον Ανζάι και δεν έχω ιδέα πώς θα τον αντιμετωπίσω. Από τη μία θέλω να μην τον αφήσω να φύγει ποτέ και από την άλλη… το αίσθημα της λογικής με πνίγει διατάζοντάς με να του εξηγήσω πως η φιλία μας δεν έχει μέλλον. Τι να κάνω;

Ένα αναπάντεχο χτύπημα στην πόρτα με βγάζει βίαια από τις σκέψεις μου και η Τούκα κάνει την εμφάνισή της, πριν προλάβω να απαντήσω.

«Μέρα…» λέει σέρνοντας τη λέξη, σαν να μην ξέρει πού να βάλει την τελεία. Την κοιτάζω καχύποπτα.

«Τι… τι θες εσύ εδώ; Γιατί δεν είσαι στο σχολείο;» ρωτάω βγαίνοντας από το δωμάτιό μου. «Τόμας!» φωνάζω.

«Ω, έλα τώρα. Μη θυμώνεις. Να… ξέρεις με τα χτεσινά ο Σότζι μου έδωσε την άδεια να κάνω ό,τι θέλω, οπότε… ήρθα ν’ αράξουμε» ανασηκώνει ενθουσιασμένη τους ώμους της και με αγκαλιάζει θέλοντας να με επιστρέψει στο δωμάτιό μου.

Την σπρώχνω ιδιαίτερα εκνευρισμένη. Χωρίς λόγο. Μα πού είναι ο Τόμας; Γιατί δε με ενημέρωσε κανείς πως θα ερχόταν; Ω, που να πάρει! Πρέπει να συναντήσω τον Ανζάι και δεν έχω καμία όρεξη να τη φορτωθώ.

«Τούκα… μπορείς απλά να…» δαγκώνω τα χείλη μου θυμωμένη. «Απλά… να πας από εκεί που ήρθες; Παράτα με ήσυχη».

«Καλά όπως νομίζεις» λέει σοβαρά. «Απόψε στις εννιά εντάξει; Μην το ξεχάσεις».

«Τι; Τι είναι απόψε στις εννιά;» τη ρωτάω, όμως δε μου απαντάει. Απλά φοράει το μπουφάν της και φεύγει. «Τούκα, τι… πρόβλημα έχεις;» η Μάκινο με παρακολουθεί συνοφρυωμένη από την κουζίνα, καθώς τρέχω ξοπίσω της.

Την αρπάζω από το μπράτσο και τη σταματάω λίγο πριν μπει στο ασανσέρ. Στρέφει το βλέμμα της με τον ίδιο ενθουσιασμό που είχε και πριν.

«Εμ, ίσως έχω λίγο χρόνο. Απλά δώσε μου μερικά λεπτά για να ετοιμαστώ, εντάξει;» χαμογελάω. «Θα… σε δω κάτω».

Ετοιμάζομαι βιαστικά μέσα στη σιωπή και κάτω από το επίμονο βλέμμα της Μάκινο. Παρακολουθεί τις κινήσεις μου, σαν να θέλει να πει κάτι, όμως δεν το κάνει. Δεν… καταλαβαίνω. Γνωρίζει και εκείνη πως κάτι δεν πάει καλά όσο εγώ; Η συμπεριφορά μου εξερράγη απότομα και χωρίς κάτι που να τη δικαιολογεί και για κάποιο λόγο ήμουν τόσο οργισμένη, που αν η Τούκα δεν υποχωρούσε, ένας θεός ξέρει τι θα της έκανα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το πώς θα τη βλάψω. Όμως… εκείνη ένα ρομπότ είναι μόνο. Θα ξαναφτιαχτεί. Ένας άνθρωπος όχι.

«Εκείνο το κορίτσι θα κάνει ό,τι το προγραμμάτισαν να κάνει. Δεν έχει λογική, ούτε ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Γι’ αυτό να προσέχεις τι λες και τι εαυτό της παρουσιάζεις» με συμβουλεύει. Τα λόγια της είναι απλά, αλλά νιώθω ένα πολύ βαθύτερο νόημα να κρύβεται μέσα τους. Αφορούν τον Ανζάι και το ραντεβού μας, έτσι δεν είναι; «Πρόσεχε τον εαυτό σου. Πήρες μαζί σου την μπαταρία, ε; Ελπίζω να μη τη χρειαστείς».

«Ναι… είμαι προετοιμασμένη κατάλληλα για παν ενδεχόμενο. Επίσης θα έχω στο νου μου την Τούκα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει έξω ελεύθερη» μουρμουρίζω αγχωμένη. Το βασικό… πώς θα την ξεφορτωθώ, όταν έρθει η ώρα μου να συναντήσω τον Ανζάι;

Η λιμουζίνα των Γιογκασάκι, που έχω συνήθως για δική μου χρήση, με περιμένει μπροστά από την είσοδο των πολυτελών διαμερισμάτων. Κοντοστέκομαι για λίγο ανήσυχη, πριν βγω έξω. Ο προσωπικός μου οδηγός γέρνει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου και παίζει με το καπέλο της στολής του. Τα χέρια του παραλύουν στη θέα μου και το καπέλο του γλιστράει κατρακυλώντας προς το μέρος μου. Το σηκώνω από το χιόνι και του το δίνω χαμογελώντας του φιλικά και παρόλο που περιμένω να κάνει το ίδιο, εκείνος υποκλίνεται με τα αυτιά του βαμμένα κόκκινα από ντροπή. Κρατά ανοιχτή την πόρτα του αυτοκινήτου για μένα αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

«Χαλάρωσε, δε θα το πω πουθενά» λέω κλείνοντάς του το μάτι. Υποκλίνεται ξανά και επιστρέφει στη θέση του.

«Εμ, πού θέλετε να σας πάω;» ρωτάει νευρικός κοιτάζοντάς με μέσα από τον κεντρικό καθρέφτη. «Στο εμπορικό κέντρο, σε κάποιο λούνα παρκ, ίσως στο ενυδρείο…»

«Δε με αφορούν τα μέρη που έχει υποδείξει ο Τόμας. Άφησέ μας απλά στο κέντρο. Η Τούκα και εγώ θα χαζέψουμε μερικές βιτρίνες και έπειτα θα καθίσουμε σε κάποιο καφέ…»

«Ω, βαρετό» σχολιάζει δίπλα μου η Τούκα παίζοντας με το παράθυρο που χωρίζει την καμπίνα μας από εκείνη του οδηγού. «Το λούνα παρκ ακούγεται καλή ιδέα».

«Ίσως όχι σήμερα» μουρμουρίζω ενοχλημένη που ανακατεύεται στη μέρα μου. «Θα ήθελα ένα νέο φόρεμα. Αυτό είναι όλο… εξάλλου ξέρεις πως το λούνα παρκ είναι επικίνδυνο για μένα αυτήν την περίοδο. Οπότε… όχι!»

«Δεσποινίς Μία» με σταματάει ο οδηγός. «Ο κύριος Γιογκασάκι μου ζήτησε να σας προσέχω ωσότου επιστρέψετε στο σπίτι. Ίσως… δεν είναι συνετό να κάνετε τη βόλτα σας σε μέρη δίχως την απαραίτητη ασφάλεια».

«Θέλω να πάω στο κέντρο. Αν φοβάσαι ότι μπορεί να μου συμβεί κάτι, έλα μαζί μου. Όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο, έτσι;» σαρκάζω με ένα πικρό χαμόγελο να διαγράφεται αχνά στα χείλη μου. Μήπως να ακυρώσω τη συνάντησή μου με τον Ανζάι; Με τον οδηγό των Γιογκασάκι και την Τούκα να έχουν γίνει η δεύτερη σκιά μου, δεν μπορώ να πω πως θα είναι τελείως άνετα.

Παρά τις αντιρρήσεις του οδηγού μου τελικά φτάνουμε στο κέντρο την ώρα που υπολόγιζα για μια αναζωογονητική βόλτα στα γιορτινά στολισμένα καταστήματα. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν σύντομα και ο κόσμος βγαίνει για τα καθημερινά του ψώνια.

«Θα κάνω τον κύκλο του τετραγώνου ελπίζοντας να καταφέρω να αφήσω το αυτοκίνητο σε κάποιο χώρο στάθμευσης. Μην απομακρυνθείτε, σας παρακαλώ» ακούω τον οδηγό να μου φωνάζει.

Νεύω καταφατικά, όταν όμως χάνεται από το οπτικό μου πεδίο, βουτάω τη Τούκα από το χέρι και τη σέρνω μαζί μου στο πρώτο κατάστημα που είναι πιο κοντά. Είναι κατάστημα με είδη δώρων, κυρίως αντικείμενων για το σπίτι, αλλά σε κάποια γωνιά έχουν φτιάξει έναν χώρο για ρούχα και αξεσουάρ. Λοιπόν… νομίζω ότι μπορώ να χαζέψω για λίγο.

«Τι το θες το νέο φόρεμα από τη στιγμή που τα ρούχα σου τα διαλέγουν άλλοι για σένα; Οι Γιογκασάκι σου έχουν προσωπική στυλίστρια που εφοδιάζει πλουσιοπάροχα τη ντουλάπα σου κάθε μήνα. Όπως κάνει και σε μένα ο Σότζι. Δεν είναι ανάγκη να προβληματιζόμαστε εμείς γι’ αυτά» μουρμουρίζει άκεφα η Τούκα χαζεύοντας με ενδιαφέρον τον εαυτό της μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέφτη.

«Και λοιπόν; Επειδή άλλοι αποφασίζουν για μένα, αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να πάρω και εγώ κάποιες αποφάσεις. Υποτίθεται πως είμαστε κορίτσια σαν όλα τ’ άλλα και καλό θα ήταν να φερόμαστε σαν αυτά. Τι καλύτερο από τα ψώνια;»

«Τα βίντεο-παιχνίδια» αναφωνεί ενθουσιασμένη. «Πάμε να παίξουμε». Με τραβάει έξω από το κατάστημα και με σέρνει μέσα από το πυκνό κόσμο που έχει πλημμυρίσει τα πεζοδρόμια. «Βρήκα ένα πλέι-ρουμ. Είναι λίγο πιο κάτω. Μπορεί να δούμε και τον Ανζάι».

«Ε; Τον Ανζάι… γιατί;» τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη στο άκουσμα του ονόματός του και η προγραμματισμένη καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους, όμως από την άλλη σκέφτομαι πως τέτοια ώρα θα έχει μάθημα στο σχολείο και χαλαρώνω.

«Δουλεύει πάρτ-τάιμ απ’ όσο είπε. Νομίζω πως είναι σε αυτό το μαγαζί» με σπρώχνει πρώτη.

Οι δίφυλλες πόρτες ανοίγουν αυτόματα και κλείνουν πίσω μας, καθώς περνάμε μέσα. Έχοντας και πάλι η Τούκα το προβάδισμα διασχίζει με άνεση τις πιασμένες θέσεις των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Το ανυπόμονο βλέμμα της ψάχνει ολόγυρα, όμως καμία κενή θέση δεν βρίσκεται που να την ικανοποιεί. Το κατάστημα είναι γεμάτο από μαθητές όλων των ηλικιών σχεδόν και κατά την πλειοψηφία είναι αγόρια. Τα κορίτσια είναι ελάχιστα και αυτά βρίσκονται σε παρέες. Ζαρώνω στη θέση μου νιώθοντας όλο και πιο άβολα. Δεν κινδυνεύουμε από τίποτα και σίγουρα είμαστε ικανές να αντιμετωπίσουμε την οποιαδήποτε κατάσταση, αλλά…

«Έι, εσύ!» η φωνή της Τούκα με βγάζει ξαφνικά από τον ειρμό των σκέψεών μου. Παρατώντας το μπράτσο μου προχωρά με γρήγορο βηματισμό προς έναν υπάλληλο. «Θέλουμε, να καθίσουμε. Βάλε μας κάπου».

«Τούκα!» τη σταματάω γνωρίζοντας πως αν κάνουμε σκηνή, το πιο πιθανό είναι να μας πετάξουν έξω. Πολλά κεφάλια έχουν στραφεί με περιέργεια προς το μέρος μας. «Σπίτι σου βρίσκεσαι; Πώς μιλάς έτσι;» χαμηλώνω το κεφάλι μου απολογητικά στον γνώριμο υπάλληλο. «Θα φύγουμε αμέσως, κύριε».

«Όχι… όχι, περιμένετε. Θα βρω κάτι να απασχοληθείτε, ωσότου κάποιο παιχνίδι ανοίξει, δεσποινίς Μία».

Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου στο άκουσμα του ονόματός μου και τον κοιτάζω με έκπληξη και περιέργεια μαζί. Δεν έχω συνηθίσει στο γεγονός ότι για λίγο καιρό ήμουν στις ειδήσεις εξαιτίας της δήθεν φιλανθρωπίας του Γιογκασάκι. Όμως το αγόρι που μου ανταποδίδει ένα βλέμμα ψυχρό και εχθρικό έχει κάτι το πολύ γνώριμο. Η παρουσία του με κάνει νευρική και η πρώτη σκέψη που μου περνάει από το μυαλό είναι να το βάλω στα πόδια δίχως να κοιτάξω πίσω. Ρίχνω μια ματιά στην Τούκα, η οποία ανασηκώνει τους ώμους της αδιάφορα.

«Δύσκολο να με αναγνωρίσεις δίχως τη μπάλα του μπάσκετ, έτσι;» σαρκάζει σηκώνοντας το δάχτυλό του σαν να στριφογυρίζει μια μπάλα πάνω του.

«Ω, εσύ… από το γήπεδο του μπάσκετ εκείνο το βράδυ. Ναι, σε θυμάμαι» χαμογελάω, όταν οι αναμνήσεις μου τον εντοπίζουν. «Με τρόμαξες εκεί πέρα».

«Δεν είχες καμία δουλειά στη γειτονιά μου» με αγριοκοιτάζει και περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του στο βλέμμα μου που αρνείται να υποχωρήσει. «Το όνομά μου είναι Τόγκα και εσύ είσαι μεγάλος μπελάς».

«Ε;» σαστίζω. «Γιατί… γιατί το λες αυτό;» ρωτάω μπερδεμένη. Τι εννοεί με αυτό;

Εκείνος αρνείται να μου απαντήσει. Απλά μας κάνει νόημα να τον ακολουθήσουμε. Η Τούκα χοροπηδάει ξοπίσω του, όμως το δικό μου βήμα είναι αργό και αβέβαιο. Νιώθω λες και πρόκειται να με οδηγήσει στον εκτελεστή μου. Τουλάχιστον αυτό προδίδει ολόκληρη η στάση του. Τα μάτια μου δεν τον χάνουν ούτε στιγμή. Με περιέργεια αποθηκεύουν στον σκληρό μου δίσκο κάθε σπιθαμή του σώματός του, κάθε χαρακτηριστικό που να προδίδει τα συναισθήματά του, που να προβλέπει τις κινήσεις του. Έχει κάτι που με φοβίζει.

Δύο υπάλληλοι έρχονται προς το μέρος μας και κάνουν νόημα στην Τούκα να τους ακολουθήσει. Μου χαμογελούν παιχνιδιάρικα και γέρνουν ελαφρά το κεφάλι τους στο πλάι. Ξέρω ποιοι είναι. Ήταν και αυτοί στο γήπεδο μαζί με τον Τόγκα και τον Ανζάι. Τα δίδυμα αγόρια. Κάνω ένα βήμα μπροστά να ακολουθήσω την Τούκα λες και θέλω να την προστατέψω, όμως ο Τόγκα αρπάζει απότομα τον καρπό μου σταματώντας με.

«Τι κάνεις;» ρωτάω προσπαθώντας, να τραβηχτώ διακριτικά μακριά του. Μου ρίχνει ένα στραβό χαμόγελο.

«Για τον Ανζάι δεν ήρθες;» μορφάζει αποδοκιμαστικά. «Έλα τότε. Δε θα κάτσω να σε παρακαλέσω».

Στο όνομά του το κορμί μου παραλύει σαν υπνωτισμένο και δεν καταφέρνει ούτε να αντιδράσει, όταν ο Τόγκα με σέρνει μακριά από τον κόσμο. Μέσα από μια πόρτα που γράφει «Μόνο προσωπικό» με οδηγεί σε μια σκάλα και με κατεβάζει σε ένα υπόγειο δωμάτιο φωτισμένο με λάμπες που κάνουν τα μάτια μου να τσούζουν. Το υπόγειο έχει διάφορες οσμές. Μυρίζει σαν κακά ποντικού ανακατεμένα με την κλεισούρα, την υγρασία και σαν κάτι πλαστικό να καίγεται. Ζαρώνω τη μύτη μου στην άσχημη μυρωδιά.

«Ανζάι!» φωνάζει ο Τόγκα. «Ήρθε το κορίτσι σου» με σπρώχνει μπροστά.

«Δεν είμαι…» πάω να πω, όμως το βλέμμα που μου ρίχνει ο Τόγκα για κάποιο λόγο με κάνει να το ξανασκεφτώ. Δεν είναι τύπος που του αρέσει να συζητάει. Οπότε για το δικό μου καλό καλύτερα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.

Μια μορφή ντυμένη μέσα σε μπλε φόρμα βγαίνει πίσω από ένα μηχάνημα. Φοράει μάσκα και χοντρά, τραχιά γάντια. Οι μυς του διαγράφονται ξεκάθαρα κάτω από τη λερωμένη με σκόνη λεπτή μπλούζα του σαν δεύτερο δέρμα. Σφίγγω τις γροθιές μου νευρικά γύρω από το λουρί της τσάντας μου και τον πλησιάζω. Ο Ανζάι βγάζει τη μάσκα από το πρόσωπό του και την πετάει πάνω σε ένα διπλανό γραφείο φορτωμένο με κάθε λογής καλώδια και εργαλεία. Με την ανάστροφη της παλάμης του σκουπίζει τον ιδρώτα που στάζει στο μέτωπό του.

«Μία… τι κάνεις εδώ;» με δυο βήματα έρχεται κοντά μου. Στην αρρενωπή του εμφάνιση που καθόλου δεν έχω συνηθίσει, οπισθοχωρώ και παραπατώντας σε κάποιο καλώδιο πέφτω με την πλάτη πάνω στο μηχάνημα, που επιδιόρθωνε. Γέρνει κοντά μου και ακουμπάει το χέρι του δίπλα από το κεφάλι μου, λες και θέλει να με εμποδίσει να φύγω. «Σου έλειψα τόσο πολύ που δεν άντεχες να περιμένεις ως την ώρα του ραντεβού μας;»

«Τι… τι συμβαίνει, με όλη αυτή την αυτοπεποίθηση που έχεις; Νόμιζα ότι είπες πως θα πάψεις να με φέρνεις σε δύσκολη θέση» τον σπρώχνω μακριά μου. «Η Τούκα με έσυρε ως εδώ, αλλά… μιας και συναντηθήκαμε τώρα δεν είναι ανάγκη να τα πούμε και μετά».

«Ω, δεν μπορείς, να πεις κάτι πιο ερωτικό; Υποτίθεται πως θα βγαίναμε το πρώτο μας ραντεβού σήμερα» σκύβει κοντά στο πρόσωπό μου. Τα χείλη του πλησιάζουν όλο και περισσότερο τα δικά μου, όμως τη στιγμή που πρόκειται να αγγιχτούν, γυρίζω το κεφάλι μου. Φιλάει το μάγουλό μου.

«Δεν έχω πολλή ώρα. Ο οδηγός μου σίγουρα θα μας ψάχνει, έτσι όπως εξαφανιστήκαμε και…» σηκώνω το χέρι μου για να του υποδείξω πως το ρολόι θα βρίσκεται πάντα ανάμεσά μας για να καταγράφει τις συνομιλίες και την τοποθεσία μας. «Είπες ότι ήθελες να μου πεις κάτι χτες. Ίσως είμαι λίγο περίεργη για να περιμένω».

«Ίσως και να μην έχω κάτι να σου πω. Ίσως να ήθελα μόνο να σε ξαναδώ» μου κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα. Τον χτυπάω ελαφρά στο στέρνο πειραγμένη και εκείνος αμέσως με αγκαλιάζει αγγίζοντας με τα χείλη του το αυτί μου. Τα συναισθήματα που μου προκαλεί είναι ανάμικτα και μπερδεύουν τις προθέσεις μου, αλλά ειλικρινά δεν έχω χρόνο γι’ αυτό. «Ναι… το θέμα είναι πως έχω δυο προτάσεις να σου κάνω».

«Ααα… ε, ναι; Τι είδους;» τραυλίζω νιώθοντας την καυτή του ανάσα να με γαργαλάει στον λαιμό. Γιατί η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα;

«Πρώτον… η Τούκα θα σε ενημέρωσε για το πάρτι που κάνει στο σπίτι της αύριο, έτσι; Θα ήθελες να πάμε μαζί;» ρωτάει χαμογελώντας λίγο αμήχανα. «Θα ήταν η τέλεια ευκαιρία για ραντεβού».

«Ραντεβού…» επαναλαμβάνω τη λέξη, σαν να μην την κατάλαβα την πρώτη φορά.

Το στήθος μου φλέγεται από επιθυμία, όμως… η Τούκα έχει πάρτι; Σίγουρα ξέχασε να το αναφέρει με λεπτομέρειες. Το σπίτι της είναι το σπίτι του Σότζι και για να βρίσκεται αυτός εκεί, τότε σίγουρα θα πάει και ο Τόμας μαζί μου. Δεν μπορώ να συνοδεύσω τον Ανζάι. Δε θα μπορώ, ούτε καν να του μιλήσω εκείνο το βράδυ εξαιτίας του Τόμας. Δε θα ήθελα να ρίξω λάδι στη φωτιά και έχει κάνει ξεκάθαρο πως δεν συμπαθεί τον Ανζάι. Δαγκώνω τα χείλη μου σε φανερά άβολη θέση.

«Λυπάμαι, όμως δε γίνεται. Υπάρχει πιθανότητα ο αδερφός μου να παρευρεθεί σε αυτό το πάρτι. Απ’ όσο έμαθα γνωρίζει τον κηδεμόνα της Τούκα» μουρμουρίζω αβέβαιη για το βάθος των ψεμάτων που μου επιτρέπει η συνείδησή μου να του πω. «Μάλλον θα σε δω εκεί».

«Γιατί πρέπει σε όλα να εμπλέκονται οι Γιογκασάκι; Ακόμα και σε ένα απλό πάρτι; Γιατί δε γίνεται μια φορά να εξαφανιστούν από προσώπου γης;» φωνάζει χτυπώντας θυμωμένος τη γροθιά του στο χαλασμένο μηχάνημα πίσω μου.

«Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, σε παρακαλώ. Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση». Πιάνω τα χέρια του απαλά και τα σφίγγω μέσα στα δικά μου. «Μη θυμώνεις, εντάξει;»

«Θυμώνω, γιατί ξέρω πολύ καλά τι είδους άνθρωποι είναι οι Γιογκασάκι. Τι κάνουν σε άτομα σαν εσένα και εμένα και…»

«Πάψε!» η αγριεμένη φωνή του Τόγκα τον διακόπτει απότομα. «Κράτα το στόμα σου κλειστό. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να μας κυνηγήσουν και πάλι».

«Έχει κάθε δικαίωμα να μάθει. Κινδυνεύει μαζί τους» του απαντάει ο Ανζάι.

Στρέφω το βλέμμα μου μια στον έναν και μια στον άλλον. Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλούν. Το μόνο που ακούω για τους Γιογκασάκι, είναι πως είναι επικίνδυνοι και ότι έχουν κάνει πολύ κακό. Αλλά ο Ανζάι ποτέ δεν καταφέρνει να μου αιτιολογήσει τον λόγο που το πιστεύει αυτό. Όχι ότι διαφωνώ μαζί του. Έτσι και αλλιώς σκότωσαν τον δημιουργό μου για να με πάρουν και να με κάνουν αυτό που είμαι σήμερα.

«Σταματήστε!» τους διακόπτω και κουνάω το χέρι με το ρολόι εντοπισμού μου. «Το ξέχασες;» λέω στον Ανζάι.

«Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Εδώ κάτω δεν υπάρχει σήμα ούτε για δείγμα. Αυτοί που σε παρακολουθούν, το μόνο που ενδέχεται να ακούν είναι ενοχλητικά παράσιτα». Με καθησυχάζει ο Ανζάι, όμως για κάποιο λόγο δεν μπορώ να ηρεμήσω.

«Τι… συμβαίνει πραγματικά με τους Γιογκασάκι; Τι σας έχουν κάνει;» ρωτάω μουδιασμένα.

Ο Τόγκα γρυλίζει και σταυρώνει προειδοποιητικά τα χέρια του μπροστά από το στήθος του και ο Ανζάι αρνείται να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση.

«Θα σου εξηγήσω μια άλλη φορά. Προς τον παρόν, σχετικά με τη δεύτερη πρόταση που θέλω να σου κάνω…» σωπαίνει για λίγο. «Είμαι καλός τεχνικός και έχω διάφορα κόλπα στο μανίκι μου. Μπορώ να πειράξω τις συχνότητες του ρολογιού σου. Να σε δείχνει σε διαφορετική τοποθεσία από αυτήν που βρίσκεσαι και να μεταφράζει τα λόγια σου σε ένα εντελώς διαφορετικό νόημα».

«Αλήθεια μπορείς να το κάνεις αυτό;» εκπλήσσομαι ευχάριστα και δυσάρεστα ταυτόχρονα. Τι θα γίνει, αν ανακαλύψουν την απάτη; Δεν ξέρω, αν θέλω να ρισκάρω με κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά…

«Ναι, θα πάρει λίγο χρόνο. Αλλά… είμαι σίγουρος, ότι μπορώ να τα καταφέρω». Τα δάχτυλά του διατρέχουν τρυφερά το μάγουλό μου και σκύβει προς το μέρος μου για ένα φιλί.

Για μια ακόμη φορά τα χείλη μας δεν αγγίζονται. Αποστρέφω το πρόσωπό μου…




Ηλιάνα Κλεφτάκη