Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 9)

Περπάτησε περίπου δέκα λεπτά μέχρι να βρεθεί στο σωστό δρόμο και το σωστό αριθμό. Ευτυχώς η πόρτα της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή κι έτσι δε χρειάστηκε να χτυπήσει το θυροτηλέφωνο. Ανέβηκε τα σκαλιά τρία τρία μέχρι τον τέταρτο όροφο και στάθηκε απ' έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του Μαξ. Ευχήθηκε ο φίλος να ήταν ξύπνιος και χτύπησε το κουδούνι.
Καμία κίνηση στο σπίτι. Κανένας ήχος που να υποδηλώνει ότι υπήρχε άνθρωπος μέσα στο διαμέρισμα.
Ξαναχτύπησε το κουδούνι, αλλά το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Άρχισε, λοιπόν, να χτυπάει μανιωδώς το κουδούνι μέχρι ο Μαξ να ξυπνήσει. Η πόρτα άνοιξε και ένας αγουροξυπνημένος Μαξ έκανε την εμφάνισή του.
"Πες μου έναν λόγο για να μην βγάλω το σπαθί μου αυτή τη στιγμή, Άγγελε", γρύλισε αρκετά εκνευρισμένος και έκανε στην άκρη για να περάσει μέσα ο φίλος του.

"Κερνάω καφέ για μια βδομάδα", απάντησε ο Άγγελος με ένα αθώο χαμόγελο. "Και τώρα πάνε ντύσου για να πάμε στον Κρίστοφερ"
Ο Μαξ δεν απάντησε, απλά πήγε μέχρι το δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα πίσω του, ενώ ο φίλος του βολεύτηκε στον καναπέ. Βγήκε από το δωμάτιο φορώντας ένα τζιν και ένα απλό κοντομάνικο μπλουζάκι. Έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια, πήρε κλειδιά, κινητό και χρήματα και έκανε νόημα στον Άγγελο να σηκωθεί. Και μόνο η σκέψη του δωρεάν καφέ, τον έκανε να πετάει.
"Κερνάς καφέ", δήλωσε, καθώς κλείδωνε την εξώπορτα.
"Ναι, το ξέρω", είπε ο Άγγελος, "την αδερφή σου δεν είδα"
"Χτες κοιμήθηκε στου Κρις. Λογικά θα την πετύχουμε εκεί, αν δεν έχει πάει ήδη στη βιβλιοθήκη για δουλειά"
Σταμάτησαν σε μία καφετέρια και μπήκαν μέσα με σκοπό να πάρουν αυτό το καφέ ρόφημα που σε γεμίζει ενέργεια. Το κουδούνι, το οποίο ήταν στερεωμένο πάνω από την πόρτα, ανήγγειλε την άφιξή τους και η δροσιά από το κλιματιστικό τους χτύπησε ευχάριστα στο πρόσωπο, δημιουργώντας μια γλυκιά αντίθεση με την ζέστη που επικρατούσε έξω. Οι δύο νεαροί κατευθύνθηκαν προς το μπαρ, όπου μία χαριτωμένη κοπέλα γύρω στα είκοσι, με τα μαλλιά της πιασμένα σε αλογοουρά τους ρώτησε την παραγγελία τους.
"Φρέντο εσπρέσσο μέτριο", δήλωσε ο Άγγελος και η κοπέλα έστρεψε τα μαύρα μάτια της προς τον Μαξ.
"Κι εγώ το ίδιο", είπε και χαμογέλασε και η κοπέλα άρχισε να ετοιμάζει τους καφέδες τους.
Ο Άγγελος σκούντηξε ελαφρά τον φίλο του, του οποίου τα γαλανά μάτια ήταν ακόμη κολλημμένα πάνω στην καστανομάλλα κοπέλα, η οποία του έριχνε κλεφτιές ματιές.
"Σε θέλειιι", είπε τραγουδιστά ο νεαρός με τα καστανά μάτια στο Μαξ.
"Ορίστε;", αναφώνησε και τα μάγουλά του πήραν μία κοκκινωπή απόχρωση.
"Λέω, όρμα τίγρη, δείχνει να σε θέλει κι αυτή!"
"Τι, αποκλείεται!"
"Μέτρησες πόσα δευτερόλεπτα κρατήσατε οπτική επαφή όταν σου έπαιρνε παραγγελία;", ρώτησε ο Άγγελος, "μην απαντήσεις! Ήταν αρκετά για να μη σημαίνει κάτι! Οπότε, δώσ'της τον αριθμό σου"
"Τι λες; Δεν υπάρχει περίπτωση!", του φώναξε ψιθυριστά ο Μαξ με αποτέλεσμα ο φίλος του να γελάσει.
"Τότε θα το δώσω εγώ", εξήγησε ο νεαρός και έκανε να πάει να πάρει τους καφέδες από το μπαρ, αλλά ο Μαξ τον έπιασε από τον ώμο, σταματώντας τον.
"Ξέχασέ το! Εγώ θα πάω για τους καφέδες", ανακοίνωσε και προχώρησε προς τη μπάρα. Η κοπέλα του πρόσφερε ένα ζεστό χαμόγελο και έσυρε τα πλαστικά ποτήρια προς το μέρος του.
"Έτοιμοι οι καφέδες σας"
"Ευχαριστώ, πόσο είναι;"
"Κερασμένοι από το μαγαζί", του απάντησε και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. Ο Μαξ κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ και προσπάθησε να ανταποδώσει το χαμόγελο, χωρίς αυτό να είναι ένα από εκείνα τα αμήχανα για τα οποία φημιζόταν.
Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. "Μαξ, χάρηκα"
"Σόνια, επίσης, χάρηκα"
Αφού αντάλλαξαν τηλέφωνα, ο Μαξ και ο Άγγελος έφυγαν από την καφετέρια και άρχισαν να κατευθύνονται προς το σπίτι του Κρίστοφερ.
"Όταν ο Άγγελος μιλάει, να τον ακούς!"
"Σκάσε, Άγγελε", είπε ο Μαξ και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. "Και επειδή η κοπέλα μας κέρασε τον καφέ, δε σημαίνει πως εσύ δε χρωστάς!"
"Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο, φίλε μου. Εξάλλου με ξέρεις, τους καφέδες της βδομάδας θα σ'τους κεράσω"
Εκείνη τη στιγμή το κινητό του Άγγελου άρχισε να χτυπάει, κι έτσι το έβγαλε από την τσέπη του τζιν του για να το σηκώσει. Είδε την οθόνη και εξεπλάγειν, καθώς αναγνώρισε τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου του σπιτιού του.
"Χλόη; Πού τον βρήκες τον αριθμό μου;"
Με την άκρη του ματιού του είδε τον Μαξ να υψώνει το ένα του φρύδι ερωτηματικά.
"Με τις δυνάμεις μου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, πάλι καλά που τον βρήκα να λες"
"Έγινε κάτι και με πήρες;", ρώτησε ο νεαρός.
"Ναι, δεν έχω κλειδιά για να μπω στο σπίτι"
"Αφού με παίρνεις από το σταθερό!", δήλωσε ο Άγγελος και ένιωσε σχεδόν τον εκνευρισμό της κοπέλας. Ο Μαξ από δίπλα του άρχισε να γελάει και χρειάστηκε να τον σκουντήξει για να σταματήσει και πάλι όχι τελείως.
"Αν βγω, όμως, δε θα μπορέσω να ξαναμπώ!", εξήγησε η Χλόη.
"Ααα", ο Μαξ πλέον γελούσε δυνατά κι έτσι ο Άγγελος απομακρύνθηκε ελαφρά, "πάρε με τηλέφωνο να έρθω να σε πάρω, τότε, όταν τελειώσεις"
"Αφού κι εσύ έχεις δουλειά! Δεν μπορώ να σε απασχολήσω!"
"Απλά πάρε με τηλέφωνο όταν τελειώσεις!", επέμεινε ο νεαρός και έκλεισε το τηλέφωνο. Γύρισε προς τη μεριά του Μαξ, ο οποίος γελούσε ακόμα. "Πού το βρήκες το αστείο, μου λες;"
"Η έκφρασή σου ήταν απίστευτη", είπε και τον μιμήθηκε.
Ο Άγγελος τον κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. "Μάλιστα..."
"Και επίσης, θα κάνω μία παρατήρηση, η οποία ελπίζω να μη μου στερήσει τους δωρεάν καφέδες", δήλωσε ο Μαξ και ο φίλος του τού έκανε νόημα να συνεχίσει. "Νομίζω πως έχει αρχίσει να σου αρέσει"
Ήταν η σειρά του Άγγελου να γελάσει. "Όοοχι! Όοοχι! Δε μου αρέσει!", δήλωσε κατηγορηματικά.
"Καλά, ό,τι πεις. Τώρα καλύτερα να πάμε στον Κρις"
"Εδώ θα συμφωνήσω"
Οι δύο νεαροί ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στο διαμέρισμα του Κρίστοφερ και χτύπησαν το κουδούνι.
***
"Κρις, άσε κάτω τα κλειδιά της μηχανής!", τον πρόσταξε η Μυρτώ και έτρεξε προς το μέρος του.
"Θα σε πάω εγώ στη δουλειά!", δήλωσε εκείνος και έκανε να πάει προς την εξώπορτα, αλλά η κοπέλα μπήκε μπροστά του, εμποδίζοντάς τον.
"Δεν υπάρχει περίπτωση! Η γιατρός είπε πως χρειάζεσαι ξεκούραση!"
"Καλά είμαι!"
"Ναι, ναι, τώρα σε πιστέψαμε! Πάνε στον καναπέ να ξαπλώσεις!", του είπε δείχνοντας τον καναπέ.
"Πρώτα θα σε πάω στη δουλειά"
"Δεν. Υπάρχει. Περίπτωση. Όταν εγώ είχα τραυματιστεί, εσύ, ο Μαξ και η Ηλιάνα δε με αφήνατε ούτε βήμα να κάνω!"
"Τώρα παίζεις βρώμικα. Ο τραυματισμός σου ήταν πολύ πιο σοβαρός και το γνωρίζεις πολύ καλά αυτό!", απάντησε ο Κρίστοφερ.
"Μπορεί, αλλά αυτό δε σημαίνει πως επειδή τα τραύματά σου είναι πιο ελαφριά, εσύ πρέπει να επιβαρύνεις τον οργανισμό σου, αγάπη", είπε και τον φίλησε, με αποτέλεσμα ο νεαρός με τα πράσινα μάτια να ρίξει τις άμυνές του.
"Πώς καταφέρνεις πάντα να με τουμπάρεις, έτσι..."
Πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της κι εκείνη τα δικά της γύρω από το λαιμό του, εμβαθύνοντας το φιλί. Την ένιωσε να χαμογελάει ανάμεσα στο φιλί και χαμογέλασε κι αυτός.
"Μωρό μου!"
"Αγάπη μου!"
"Άντε, πάνε να ξαπλώσεις", είπε η Μυρτώ και ο Κρίστοφερ γέλασε. Έκλεισε απαλά το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες του και την κοίταξε βαθιά σε εκείνα τα γκρίζα μάτια που θύμιζαν ουρανό πριν από την καταιγίδα.
"Θα σου κάνω το χατίρι", απάντησε εκείνος και προχώρησε προς τον καναπέ, στον οποίο έκατσε με δυσκολία λόγω των τραυμάτων του από τη μάχη με τον Ρίκι το προηγούμενο βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας κι έτσι η Μυρτώ έτρεξε να ανοίξει. Αντίκρισε τους χαμογελαστούς Μαξ και Άγγελο.
"Καλημέρα", αναφώνησε η κοπέλα, "πώς κι από εδώ;"
"Μυρτώ! Για μένα ήρθαν!", άκουσαν τον Κρίστοφερ να φωνάζει και η Μυρτώ έκανε στην άκρη για να περάσουν μέσα.
"Ναι, για τον Κρίστοφερ ήρθαμε", ήχησε σαν αντίλαλος ο Άγγελος.
"Εσύ, πάλι, πώς και είσαι εδώ, μικρή;", ρώτησε ο Μαξ και της ανακάτεψε τα μαλλιά.
Εκείνη τα έστρωσε και τον αγριοκοίταξε. "Τώρα έφευγα κι εγώ. Ο φίλος σας από'κει ήθελε να με πάει με τη μηχανή, αλλά του αρνήθηκα"
"Μα καλά, αρνήθηκες σε αυτή την αγγελική φατσούλα; Πώς μπόρεσες;", έκανε ο Άγγελος και ο Κρίστοφερ χαμογέλασε αθώα.
"Είναι τραυματισμένος. Δεν έχει να πάει πουθενά!", δήλωσε κατηγορηματικά η κοπέλα και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. "Αν μάθω πως τον αφήσατε να βγει από το διαμέρισμα, μαύρο φίδι που σας έφαγε!"
Ο Άγγελος χαιρέτησε στρατιωτικά και ο Μαξ τον μιμήθηκε. "Μάλιστα, κυρία!", είπαν ταυτόχρονα και η κοπέλα έκλεισε την εξώπορτα πίσω της, με ένα πλατύ χαμόγελο, καθώς γνώριζε πως μπορούσε να βασιστεί πάνω τους.
"Ωραία, και τώρα οι τρεις μας", σχολίασε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια και έκατσε στον καναπέ απέναντι από τον Κρίστοφερ.
"Λοιπόν, σας ακούω"
"Πρώτον: ήρθαμε να δούμε πώς είσαι, μετά τη χθεσινή μάχη", είπε ο Μαξ.
"Δεύτερον: η Χλόη αποκωδικοποίησε τις λέξεις και τις φράσεις από τα βιβλία. Το αποτέλεσμα είναι ένα γράμμα της Ισμήνης για τη Χλόη", συμπλήρωσε ο Άγγελος. Πλέον είχε την αμέριστη προσοχή τους.
"Πρώτον, είμαι μια χαρά, άσχετα τι λέει η Μυρτώ, και δεύτερον, πείτε μου τι έλεγε το γράμμα;", ρώτησε ο Κρίστοφερ. "Την κρυψώνα του ξίφους, για παράδειγμα, την έλεγε;"
Ο Άγγελος έγνεψε αρνητικά. "Η Ισμήνη ήταν δεσμευμένη με ξόρκι, το ίδιο που δένει κάποιες από τις αναμνήσεις της Χλόης. Δεν μπορούσε να αποκαλύψει σε κανέναν την τοποθεσία του Μαύρου Ρόδου και αυτό συμπεριλαμβάνει και τη Χλόη. Παρόλα αυτά, της έδωσε μερικά στοιχεία, τα οποία μπορεί είτε να μας φανούν χρήσιμα είτε όχι. Το πρώτο στοιχείο που έδωσε, ήταν πως η Ισμήνη συνεργάστηκε με την κοκκινομάλλα για να πάρει το ξίφος και η ιδέα της κρυψώνας ήταν της Χλόης". Ο νεαρός έκανε μία παύση για να δει τις αντιδράσεις των φίλων του και μετά συνέχισε. "Το δεύτερο στοιχείο που μας δίνεται, είναι ο μύθος γύρω από το Μαύρο Ρόδο, αλλά αυτό δε γνωρίζω πως μπορεί να βοηθήσει για να σπάσει το ξόρκι"
Έπεσε σιωπή, την οποία έσπασε ο Μαξ. "Κρις, θα μπορούσες να προσπαθήσεις να ρίξεις μία ματιά στη Χλόη, να δεις αν γίνεται να θυμηθεί το οτιδήποτε γύρω από την κρυψώνα;"
"Υποθέτω πως θα μπορούσα να προσπαθήσω, δεν έχουμε να χάσουμε κάτι. Αλλά, νομίζω πως αυτός με την ειδικότητα στα ξόρκια είναι ο Άγγελος"
"Όχι με αναμνήσεις, όμως, αυτό πέφτει πιο πολύ στον δικό σου τομέα"
Ο Κρίστοφερ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Δεκτό"
"Λοιπόν, θα σε αφήσει η Μυρτώ να ξεπορτίσεις για μία μικρή δουλίτσα;"
"Δε νομ-"
"Αφήστε το πάνω μου", δήλωσε ο Μαξ, διακόπτοντας έτσι το νεαρό με τα πράσινα μάτια. "Θα την απασχολήσω εγώ, όσο εσύ", έδειξε τον Κρίστοφερ, "θα είσαι στον Άγγελο και θα προσπαθείς να βρεις άκρη με το ξόρκι"
"Ναι, αλλά εσύ έχεις βάρδια απόψε. Μην ξεχνάς πως με καλύπτεις"
"Ωχ, το ξέχασα τελείως αυτό", αναφώνησε ο Μαξ και σκέπασε με την παλάμη του τα γαλανά του μάτια.
"Μην αγχώνεστε, θα δω εγώ τι μπορώ να κάνω", είπε ο Άγγελος. "Τώρα θέλω να σας ρωτήσω κάτι άλλο"
Οι άλλοι δύο γύρισαν και τον κοίταξαν με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους κι έτσι ο Άγγελος συνέχισε. "Ποιος είπε πως έχουμε τη Χλόη στον Γκρέις; Και ότι είμαι και με το μέρος σας;"
"Εγώ είπα πως έχουμε την κοπέλα και ο επιθεωρητής κατέληξε στο συμπέρασμα πως είσαι διπλός πράκτορας, λυπάμαι που δε στο είπα νωρίτερα", απάντησε ο Μαξ.
"Άρα είναι αλήθεια ότι είναι με το μέρος μας..."
"Ναι, Άγγελε, αυτός και η επιθεωρήτρια Μπρέντα Τζόουνς είναι από τους αστυνομικούς που δεν έχουν καμία εμπλοκή σε δραστηριότητες εκτός νόμου και κάνουν τα πάντα για να αποδοθεί η δικαιοσύνη στην πόλη. Αυτοί ζήτησαν να μας δουν και να μας πουν πως είμαστε σύμμαχοι"
"Και πριν πεις ότι τους εμπιστευτήκαμε χωρίς να ξέρουμε τίποτα για τα πραγματικά τους κίνητρα", έκανε ο Κρίστοφερ, "έχω να πω πως η Τζόουνς είχε συνεργαστεί με τους γονείς του Μαξ και της Μυρτώς και πριν από δύο χρόνια βοήθησε την κοπέλα όταν δολοφονήθηκε η Χαρά Κοσμόγλου"
"Χάρη στην επιθεωρήτρια και κάποια έγγραφα που της είχε δώσει η αδερφή μου, αρκετοί από τον υπόκοσμο βρίσκονται στη φυλακή", συμπλήρωσε ο Μαξ, καθώς στριφογύριζε στα δάχτυλά του μία κλωστή που εξείχε από το ένα μαξιλάρι του καναπέ.
"Μάλιστα... Αλλά η Κασακιάν τριγυρνάει ακόμα εκεί έξω, αν δεν κάνω λάθος", είπε ο Άγγελος.
Τα βλέμματα των νεαρών σκοτείνιασαν. Η Αννίτα Κασακιάν, η νόθη κόρη του Εμμανουήλ Χατζόπουλου, η διάδοχος της αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο πατέρας της, αποτελούσε ένα αγκάθι για τα Φαντάσματα.
"Έχει πολλούς συμμάχους και φροντίζει να μην αποκαλύλτει την τοποθεσία της σε κανέναν. Αλλά θα τη βρω, πού θα πάει! Δε θα γλιτώσει μετά από το φόνο που έκανε! Απορώ πως δε τη σκότωσα εκείνο το βράδυ, όταν μπορούσα!", δήλωσε χαμηλόφωνα ο Μαξ, με το μίσος να είναι εμφανές στη φωνή του.
"Μαξ, ηρέμησε, το ξέρουμε και οι δυο πως εκείνο το βράδυ είχε χυθεί πολύ αίμα, δε χρειαζόταν άλλο"
"Έχεις δίκιο, Κρις"

Ξανθίππη Γιωτοπούλου