Ο ήχος από τις βόμβες που σκάνε με μανία στο έδαφος ακούγεται πιο πολύ αυτήν την περίοδο. Όλα τον τελευταίο καιρό έχουν αγριέψει πιο πολύ, περισσότερες βόμβες πέφτουν, περισσότεροι νεκροί είναι μαζεμένοι στο κέντρο της πόλης, από όπου οι συγγενείς τους πηγαίνουν να τους αναγνωρίσουν και να τους πάρουν, για να τους κάνουν μια κηδεία όπως τους αρμόζει. Ακόμη πιο πολλά παιδιά τρέχουν στους δρόμους και φωνάζουν δυνατά τα ονόματα των γονιών τους ελπίζοντας ότι θα τους βρουν, αλλά κάποιοι από αυτούς βρίσκονται ανάμεσα στους πεθαμένους. Όλα είναι μια τραγωδία, γίνεται ένας πόλεμος μόνο και μόνο επειδή το αποφάσισαν δύο άνθρωποι και κανένας από αυτούς δε δίνει ένα τέλος. Εδώ και δέκα χρόνια συμβαίνουν τα ίδια, ακόμη και αν ηρεμούν όλα για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Το μόνο που βλέπει ο κόσμος είναι αίμα, νεκρούς και τον μαύρο ουρανό, του οποίου το γαλάζιο χρώμα έχει χαθεί από τις βόμβες.
Η έντονη μυρωδιά από το μπαρούτι κάνει την αίσθησή της εδώ και τόσα χρόνια. Κάθε βράδυ, κανένας δεν ξέρει αν θα προλάβει να δει το φως της επόμενης μέρας, κανένας δεν ξέρει αν θα ξαναδεί τα παιδιά του ή τη γυναίκα του. Όλος ο κόσμος απελπίζεται, όλοι θέλουν να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό, αλλά όποιοι προσπάθησαν να το κάνουν σκοτώθηκαν. Τα αποθέματα τροφής τελείωσαν και δεν έμεινε τίποτα για να φάει ο πεινασμένος κόσμος - όλα τα χωράφια καταστράφηκαν, όπως και οι αποθήκες με τα φαγητά. Όλα τα ζώα σκοτώνονται το ένα μετά το άλλο από πεινασμένους πολίτες. Όλες οι λίμνες και τα ποτάμια καταστράφηκαν και το νερό τους χάθηκε. Η ανάγκη των ανθρώπων για νερό τους κάνει να περπατούν μέρες και νύχτες ολόκληρες, για να φέρουν στην οικογένειά τους ακόμα και ένα μικρό μπουκάλι. Τίποτα πια δεν είναι ελεύθερο, όλα είναι απαγορευμένα και αν όχι απαγορευμένα, τότε είναι δύσκολο και σχεδόν ακατόρθωτο να γίνουν. Κανένα παιδί δεν πάει στο σχολείο πια, όλα τα σχολεία έχουν κλείσει. Βέβαια αυτό είναι το λιγότερο, μιας και κανένα από αυτά δεν ξέρει αν θα μεγαλώσει.
Κάθε μέρα γεννιούνται πολλά παιδιά και τα περισσότερα από αυτά πεθαίνουν. Τα αέρια που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα εμποδίζουν τα νεογέννητα από το να μείνουν στη ζωή, μιας και από την πρώτη στιγμή που θα τα εισπνεύσουν, πεθαίνουν. Όσα βέβαια από αυτά ζουν, είτε πεθαίνουν μετά από λίγες μέρες ή οι γονείς τους τα μεγαλώνουν και προσπαθούν να τα προστατεύσουν, μάταια όμως. Πολλοί από τους γονείς αποφασίζουν να πετάξουν τα μωρά τους την ώρα που γεννιούνται, για να μην ζήσουν μια τέτοια ζωή. Όλοι παίρνουν μια απόφαση για το τι θα κάνουν με τα νεογέννητα και οι περισσότεροι από αυτούς μετά από λίγο καιρό μετανιώνουν για την απόφαση που πήραν μόλις γεννήθηκε το παιδί τους. Πάντα όμως, όσοι κρατούν τα μωρά τους στη ζωή, ελπίζουν πως ο κόσμος αύριο θα αλλάξει και πως όλοι θα ζουν ειρηνικά μεταξύ τους. Τίποτα δεν είναι αναμενόμενο πια, το κάθε τι, μέρα με τη μέρα, παίρνει διαφορετική τροπή.
Μια ομάδα δεκαοχτάχρονων κοριτσιών πηγαίνει στο κέντρο της πόλης, για να δει μήπως κάποιος από τους νεκρούς είναι δικός τους άνθρωπος. Όλες κοιτούν τα πτώματα ξανά και ξανά, για να βεβαιωθούν ότι δεν είναι κάποιος συγγενής του. Ένα δυνατό κλάμα και ουρλιαχτά απελπισίας και στεναχώριας ακούγονται λίγο πιο πέρα από όλα τα κορίτσια. Τότε όλες με γρήγορα βήματα πηγαίνουν προς το κορίτσι που κλαίει και χτυπάει το έδαφος με δύναμη. Είναι ένα κορίτσι που τα ρούχα του είναι σκισμένα και έτοιμα να πέσουν από πάνω της. Τα παπούτσια της θέλουν λίγο ακόμα για να σκιστούν τελείως. Κάθεται ανάμεσα από δύο πτώματα, το ένα ανήκει σε έναν άνδρα και το άλλο σε μια γυναίκα, και οι δύο λίγο μεγάλοι σε ηλικία. Όλα προδίδουν ότι τα δύο αυτά πτώματα είναι οι γονείς της. Η κοπέλα συνεχίζει να κλαίει και να φωνάζει. Πίσω της, κάποια από τις κοπέλες που μάλλον την ήξεραν λέει πως αυτή είναι η Έλενα και οι νεκροί είναι οι γονείς της, και πως τώρα πια δεν έχει πού να μείνει, αφού πέθαναν και οι δύο.
Μια ξανθιά κοπέλα τρέχει προς το μέρος που έχουν μαζευτεί όλα τα υπόλοιπα κορίτσια. Όταν φτάνει κοντά τους, είναι λαχανιασμένη και προσπαθεί να τους πει κάτι, αλλά τα λόγια δε βγαίνουν από το στόμα της. Τα κορίτσια της προτείνουν να ηρεμήσει για λίγο, και όταν το κάνει να τους πει τι θέλει. Αυτή συμφωνεί και παίρνει βαθιές ανάσες. Μια σφαίρα έρχεται από την πίσω πλευρά και καρφώνεται βαθιά στην καρδιά της ξανθιάς κοπέλας, η οποία πέφτει αναίσθητη κάτω, ενώ όλα τα άλλα κορίτσια αρχίζουν να τρέχουν, το καθένα προς διαφορετικό μέρος. Μια από αυτές τραβάει την Έλενα με δύναμη και την παίρνει μαζί της, μιας και αν την αφήσει εκεί, θα τη σκοτώσουν και αυτή. Εκείνη την στιγμή επικρατεί ένα χάος, κάποιο από τα κορίτσια ενημερώνει έναν μεγάλο ότι εισέβαλαν στην περιοχή και αυτός πατάει τον κόκκινο συναγερμό. Η ξανθιά κοπέλα είναι ακόμα εκεί όπου την πέτυχε η σφαίρα και το αίμα της βγαίνει έξω από τον οργανισμό της με μανία. Γύρω της είναι όλα βαμμένα από το αίμα της.
Όλοι με το άκουσμα του κόκκινου συναγερμού κλείνονται στα σπίτια τους και κλειδώνουν τις πόρτες. Ο στρατός της περιοχής αρχίζει να κάνει περιπολίες παντού για να βρουν αυτούς που εισέβαλλαν στην περιοχή τους. Ξαφνικά, αρχίζουν να πέφτουν βόμβες και ο κάθε στρατιώτης πεθαίνει πριν καν προλάβει να τρέξει. Μετά από αρκετή ώρα, οι βόμβες σταματούν να πέφτουν και όλοι οι στρατιώτες είναι νεκροί και το αίμα τους γεμίζει τους δρόμους. Οι άνθρωποι που κλείστηκαν στα σπίτια βγαίνουν έξω και ψάχνουν μήπως κάποιος από τους στρατιώτες ζει ακόμα, για να τον βοηθήσουν να ζήσει. Δε βρίσκεται σχεδόν κανένας ζωντανός - για άλλη μια φορά ο στρατός είναι ανίκανος να νικήσει τους εχθρούς.
Γιάννης Θεοδωρόπουλος
Η έντονη μυρωδιά από το μπαρούτι κάνει την αίσθησή της εδώ και τόσα χρόνια. Κάθε βράδυ, κανένας δεν ξέρει αν θα προλάβει να δει το φως της επόμενης μέρας, κανένας δεν ξέρει αν θα ξαναδεί τα παιδιά του ή τη γυναίκα του. Όλος ο κόσμος απελπίζεται, όλοι θέλουν να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό, αλλά όποιοι προσπάθησαν να το κάνουν σκοτώθηκαν. Τα αποθέματα τροφής τελείωσαν και δεν έμεινε τίποτα για να φάει ο πεινασμένος κόσμος - όλα τα χωράφια καταστράφηκαν, όπως και οι αποθήκες με τα φαγητά. Όλα τα ζώα σκοτώνονται το ένα μετά το άλλο από πεινασμένους πολίτες. Όλες οι λίμνες και τα ποτάμια καταστράφηκαν και το νερό τους χάθηκε. Η ανάγκη των ανθρώπων για νερό τους κάνει να περπατούν μέρες και νύχτες ολόκληρες, για να φέρουν στην οικογένειά τους ακόμα και ένα μικρό μπουκάλι. Τίποτα πια δεν είναι ελεύθερο, όλα είναι απαγορευμένα και αν όχι απαγορευμένα, τότε είναι δύσκολο και σχεδόν ακατόρθωτο να γίνουν. Κανένα παιδί δεν πάει στο σχολείο πια, όλα τα σχολεία έχουν κλείσει. Βέβαια αυτό είναι το λιγότερο, μιας και κανένα από αυτά δεν ξέρει αν θα μεγαλώσει.
Κάθε μέρα γεννιούνται πολλά παιδιά και τα περισσότερα από αυτά πεθαίνουν. Τα αέρια που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα εμποδίζουν τα νεογέννητα από το να μείνουν στη ζωή, μιας και από την πρώτη στιγμή που θα τα εισπνεύσουν, πεθαίνουν. Όσα βέβαια από αυτά ζουν, είτε πεθαίνουν μετά από λίγες μέρες ή οι γονείς τους τα μεγαλώνουν και προσπαθούν να τα προστατεύσουν, μάταια όμως. Πολλοί από τους γονείς αποφασίζουν να πετάξουν τα μωρά τους την ώρα που γεννιούνται, για να μην ζήσουν μια τέτοια ζωή. Όλοι παίρνουν μια απόφαση για το τι θα κάνουν με τα νεογέννητα και οι περισσότεροι από αυτούς μετά από λίγο καιρό μετανιώνουν για την απόφαση που πήραν μόλις γεννήθηκε το παιδί τους. Πάντα όμως, όσοι κρατούν τα μωρά τους στη ζωή, ελπίζουν πως ο κόσμος αύριο θα αλλάξει και πως όλοι θα ζουν ειρηνικά μεταξύ τους. Τίποτα δεν είναι αναμενόμενο πια, το κάθε τι, μέρα με τη μέρα, παίρνει διαφορετική τροπή.
Μια ομάδα δεκαοχτάχρονων κοριτσιών πηγαίνει στο κέντρο της πόλης, για να δει μήπως κάποιος από τους νεκρούς είναι δικός τους άνθρωπος. Όλες κοιτούν τα πτώματα ξανά και ξανά, για να βεβαιωθούν ότι δεν είναι κάποιος συγγενής του. Ένα δυνατό κλάμα και ουρλιαχτά απελπισίας και στεναχώριας ακούγονται λίγο πιο πέρα από όλα τα κορίτσια. Τότε όλες με γρήγορα βήματα πηγαίνουν προς το κορίτσι που κλαίει και χτυπάει το έδαφος με δύναμη. Είναι ένα κορίτσι που τα ρούχα του είναι σκισμένα και έτοιμα να πέσουν από πάνω της. Τα παπούτσια της θέλουν λίγο ακόμα για να σκιστούν τελείως. Κάθεται ανάμεσα από δύο πτώματα, το ένα ανήκει σε έναν άνδρα και το άλλο σε μια γυναίκα, και οι δύο λίγο μεγάλοι σε ηλικία. Όλα προδίδουν ότι τα δύο αυτά πτώματα είναι οι γονείς της. Η κοπέλα συνεχίζει να κλαίει και να φωνάζει. Πίσω της, κάποια από τις κοπέλες που μάλλον την ήξεραν λέει πως αυτή είναι η Έλενα και οι νεκροί είναι οι γονείς της, και πως τώρα πια δεν έχει πού να μείνει, αφού πέθαναν και οι δύο.
Μια ξανθιά κοπέλα τρέχει προς το μέρος που έχουν μαζευτεί όλα τα υπόλοιπα κορίτσια. Όταν φτάνει κοντά τους, είναι λαχανιασμένη και προσπαθεί να τους πει κάτι, αλλά τα λόγια δε βγαίνουν από το στόμα της. Τα κορίτσια της προτείνουν να ηρεμήσει για λίγο, και όταν το κάνει να τους πει τι θέλει. Αυτή συμφωνεί και παίρνει βαθιές ανάσες. Μια σφαίρα έρχεται από την πίσω πλευρά και καρφώνεται βαθιά στην καρδιά της ξανθιάς κοπέλας, η οποία πέφτει αναίσθητη κάτω, ενώ όλα τα άλλα κορίτσια αρχίζουν να τρέχουν, το καθένα προς διαφορετικό μέρος. Μια από αυτές τραβάει την Έλενα με δύναμη και την παίρνει μαζί της, μιας και αν την αφήσει εκεί, θα τη σκοτώσουν και αυτή. Εκείνη την στιγμή επικρατεί ένα χάος, κάποιο από τα κορίτσια ενημερώνει έναν μεγάλο ότι εισέβαλαν στην περιοχή και αυτός πατάει τον κόκκινο συναγερμό. Η ξανθιά κοπέλα είναι ακόμα εκεί όπου την πέτυχε η σφαίρα και το αίμα της βγαίνει έξω από τον οργανισμό της με μανία. Γύρω της είναι όλα βαμμένα από το αίμα της.
Όλοι με το άκουσμα του κόκκινου συναγερμού κλείνονται στα σπίτια τους και κλειδώνουν τις πόρτες. Ο στρατός της περιοχής αρχίζει να κάνει περιπολίες παντού για να βρουν αυτούς που εισέβαλλαν στην περιοχή τους. Ξαφνικά, αρχίζουν να πέφτουν βόμβες και ο κάθε στρατιώτης πεθαίνει πριν καν προλάβει να τρέξει. Μετά από αρκετή ώρα, οι βόμβες σταματούν να πέφτουν και όλοι οι στρατιώτες είναι νεκροί και το αίμα τους γεμίζει τους δρόμους. Οι άνθρωποι που κλείστηκαν στα σπίτια βγαίνουν έξω και ψάχνουν μήπως κάποιος από τους στρατιώτες ζει ακόμα, για να τον βοηθήσουν να ζήσει. Δε βρίσκεται σχεδόν κανένας ζωντανός - για άλλη μια φορά ο στρατός είναι ανίκανος να νικήσει τους εχθρούς.
Γιάννης Θεοδωρόπουλος