ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
Η ΆΙΣΛΙΝ ΈΦΕΡΕ το
σεντόνι της Μία στο πρόσωπό της και το σκέπασε. Δεν ήθελε να σηκωθεί από το
μαλακό στρώμα. Κυρίως τώρα που γνώριζε πως έπρεπε να δει το μόνο άτομο που την
τρόμαζε. Ανακάθισε και κοίταξε τη Λύριο. Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη μάγισσα. Η
Άισλιν διαισθανόταν πάνω της πολλή μαύρη μαγεία, μα τα μάτια της ήταν καθαρά
σαν την θάλασσα. Καταλάβαινε πως κάτι της είχε συμβεί και την είχε αλλάξει.
Κάτι που της είχε δωρίσει το χάρισμά της και την ίδια στιγμή την κατάρα της
μαύρης μαγείας. Η γυναίκα κοίταζε την κρυστάλλινη σφαίρα που είχε δείξει στην
Άισλιν το πρόσωπο του Κίλιαν την προηγούμενη μέρα. Φαινόταν ιδιαίτερα εύθυμη
και συνεχώς κινούσε το δάχτυλό της από τα αριστερά προς τα δεξιά, σαν να έσερνε
κάτι. Η περιέργεια της Άισλιν νίκησε την ληθαργικότητα της. Πλησίασε την γυναίκα
με τα υπερμεγέθη μωβ μάτια και κάθισε στη καρέκλα δίπλα της.
«Χμ, ξύπνησες
βλέπω.» Της είπε τραγουδιστά αφού ταράχτηκε από το απρόσμενο τρίξιμο της
καρέκλας.
Η Άισλιν κοίταξε καλύτερα μέσα στο
κρύσταλλο. Αμέσως μετά ξέσπασε σε γέλια. Η Λύριο έψαχνε για το τέλειο φόρεμα.
Όχι για τον εαυτό της αλλά για τη κοπέλα. Είχε μάθει πόσο σημαντική μέρα ήταν,
και ακόμη κι αν δεν την ήξερε καλά προσπαθούσε να βοηθήσει. Δοκίμαζε φορέματα
μακριά και κοντά, σε διάφορες αποχρώσεις. Ξαφνικά με την ίδια μονότονη κίνηση
του δαχτύλου της, η κοπέλα είδε τον εαυτό της μέσα στη σφαίρα πιο όμορφο από
ποτέ. Κράτησε το χέρι της Λύριο κι εκείνη την κοίταξε κατεργάρικα.
«Αυτό σου αρέσει
λοιπόν;» Ρώτησε υπεροπτικά μα χωρίς ακόμη να χάνει την καλή της διάθεση. Η
κοπέλα ένευσε και η Λύριο γέλασε δυνατά. «Ότι θα περίμενε κανείς από μια πριγκίπισσα.»
Η Άισλιν την παρατήρησε μπερδεμένη.
«Μα είναι μαύρο.»
Η Λύριο σήκωσε το ένα της φρύδι με επιτυχία.
«Είναι κομψό.»
Της ανταπάντησε.
«Είναι
προκλητικό.» Επέμεινε η Άισλιν σε μια προσπάθεια να καταρρίψει τη λέξη
‘πριγκίπισσα’. Η Λύριο κοίταξε λαίμαργα την κρυστάλλινη σφαίρα.
«Είναι
ιδιαίτερο.» Η κοπέλα πήγε να μιλήσει μα το αυστηρό βλέμμα της Λύριο τη
σταμάτησε. «Είναι ότι πρέπει.» Επέμεινε η γυναίκα αναγκάζοντάς την να
σταματήσει τη προσπάθεια. Απλώς δεν θα την έπειθε, ποτέ.
Μισή ώρα αργότερα η Άισλιν κοίταζε τον
εαυτό της μέσα από έναν μαγικό καθρέφτη. Τον είχε φτιάξει η ίδια
χρησιμοποιώντας νερό. Η Λύριο είχε δημιουργήσει από το απόλυτο τίποτα, το πιο
όμορφο μαύρο φόρεμα. Ήταν στενό στο κορμό, σαν κορσές, και μετά τη μέση
ξεχυνόταν σαν νερό σε καταρράκτη. Το μαύρο ύφασμα ήταν φτιαγμένο από απαλό
μετάξι και οι πτυχώσεις του ήταν βαθιές και τέλειες. Το πίσω μέρος του ήταν πιο
φουντωτό και άγγιζε το έδαφος ενώ το μπροστινό άφηνε τα πόδια της εκτεθειμένα
πριν από τα γόνατα. Η Λύριο είχε προσθέσει και μια πινελιά που εκείνη πίστευε
πως ταίριαζε. Είχε δέσει στο λαιμό της μια μεταξωτή μαύρη κορδέλα που στο
κέντρο της ήταν διακοσμημένη με μια ασημένια χιονονιφάδα. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι
περισσότερο από ταιριαστό. Η Άισλιν αποφάσισε πως θα ένιωθε καλύτερα αν
στερέωνε τα μαλλιά της πάνω από το κεφάλι της. Έκανε μερικές απαλές κινήσεις με
τα χέρια της και οι τούφες των μαλλιών της ξεκίνησαν να περιπλέκονται μεταξύ
τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένας υπέροχος μεγαλοπρεπής κότσος. Μόνο δύο μακριές
τούφες είχαν ξεφύγει και έκρυβαν ελάχιστα στα δεξιά και στα αριστερά το πρόσωπό
της. Αναστέναξε ικανοποιημένη.
«Ρείν.»
Μουρμούρισε και το νερό κατευθύνθηκε κυματιστά προς το έδαφος. Τρύπωσε μέσα από
τους απειροελάχιστους πόρους του και βυθίστηκε σε αυτό χωρίς να αφήσει κανένα
ίχνος πίσω του. «Σε ευχαριστώ για όλα.» Είπε στην Λύριο την ώρα που καθόταν στο
τραπέζι.
Εκείνη έσυρε προς το μέρος της μια κούπα με
ένα κοκκινωπό υγρό. Η Άισλιν το μύρισε και ταξίδεψε σε μια γλυκιά, χειμωνιάτικη
μυρωδιά. Έφερε το ρόφημα στα χείλη της και δοκίμασε λίγο. Τα μάτια της άνοιξαν
διάπλατα. Ήταν καυτερό και μυρωδάτο. Κοίταξε τη Λύριο με λαμπερά μάτια και την
έκανε να χαμογελάσει. Ήταν πραγματικά νόστιμο, με τόσα μπαχαρικά και μυρωδικά.
Η μάγισσα δεν έπαυε να την εκπλήσσει. Μέσα σε λίγη ώρα την είχε βοηθήσει να
ξεπεράσει τον φόβο της για τον χορό που θα λάμβανε χώρα στο στρατόπεδο.
Ναι η Έις είχε μάθει πως η κόρη της
βρισκόταν εκεί. Η Άισλιν είχε προσπαθήσει να το κρατήσει κρυφό αλλά μάλλον ήταν
αναπόφευκτο. Ο χορός βέβαια είχε κανονιστεί πριν καταφθάσει η Άισλιν. Έτσι της
είπε ο Λίον τουλάχιστον. Λίγο πριν έρθεις
ο πατέρας της Μία, ο στρατηγός Γκέλντορ, έχασε τη ζωή του. Προς τιμήν του
αποφασίσαμε πως θα οργανώσουμε έναν χορό. Γι’ αυτό μην φορέσεις άσπρα. Αυτό
της είχε πει. Κοίταξε ανήσυχα προς την έξοδο της σκηνής. Η Μία είχε εξαφανιστεί
από πολύ νωρίς. Είχε φύγει βιαστικά από το δωμάτιο και έκτοτε δεν είχε
επιστρέψει. Ανάμεσά τους επικρατούσε αμηχανία, μα η Άισλιν ήξερε πως δεν είχε
φύγει γι αυτό. Είχε να κάνει με τον πατέρα της. Ήταν μια σημαντική μέρα για
εκείνη, αλλά και μια μοναχική μέρα. Γιατί δεν θα έβλεπε τον πατέρα της ποτέ
ξανά, όσο κι αν τον σέβονταν και τον τιμούσαν όλοι.
Η Μία είχε αποκοιμηθεί πάνω στη ραχοκοκαλιά
του Σάντεν. Εκείνος φρόντιζε να πετά ακριβώς κάτω από την απαλή ροζ στρώση των
σύννεφων. Ο ήλιος έδυε μα εκείνη δεν είχε διάθεση να ανοίξει τα βλέφαρά της.
Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα, ή τουλάχιστον μέχρι το τέλος του χορού. Ο
δράκος συχνά εκτόξευε φλόγες προς το έδαφος. Εξασκούταν για να είναι πιο
δυνατός στην επόμενη μάχη. Η Μία ανοιγόκλεισε τα μάτια της έκπληκτη από τη
θέρμη που την τύλιξε. Ο Σάντεν είχε
δημιουργήσει ένα μεγάλο και πυκνό πύρινο σύννεφο. Τα μάτια της γούρλωσαν. Δεν
είχε δει ποτέ ξανά τον Σάντεν να καταφέρνει κάτι τέτοιο. Αν το είχε κάνει αυτό
σε αντίπαλα στρατεύματα, θα είχε δημιουργήσει μια επίγεια κόλαση. Θα τους
έκαιγε ζωντανούς.
«Σάντεν. Ξέρεις
μήπως γιατί ο Εστέφαν με αποφεύγει;» Τον ρώτησε μόλις οι φλόγες άρχισαν να
εξαφανίζονται. Ο δράκος βρυχήθηκε αδιάφορα και η Μία αναστέναξε. «Έχεις δίκιο.
Τι με νοιάζει; Εδώ έχω χάσει τον πατέρα μου και μένω στο ίδιο δωμάτιο με την
Άισλιν. Τίποτα δεν με εκπλήσσει πια.» Ο Σάντεν συμφώνησε μαζί της με ένα δυνατό
ουρλιαχτό κι εκείνη γέλασε. «Όταν συναντήσουμε την Σύλβια.» Του ψιθύρισε με
οργή να σιγοβράζει μέσα της. Ένας μεγάλος βρυχηθμός ξεκίνησε από τη κοιλιά του
δράκου, κατευθύνθηκε στο λαιμό του και αμέσως μετά αντήχησε στον ουρανό. Ήταν
κι εκείνος εξοργισμένος με την μισητή κοπέλα που είχε παίξει με την καρδιά του
πατέρα της. «Σάντεν πρέπει να τη σκοτώσουμε.» Του μουρμούρισε εξουθενωμένα.
Όταν η Μία έφτασε μπροστά από τη σκηνή, ο
κόσμος την προσπερνούσε βιαστικά. Όλοι οι στρατιώτες που είχαν απομείνει στο
Μέινλοουν έτρεχαν προς το κέντρο της πόλης. Εκείνη βρισκόταν έξω από τη μεγάλη
σκηνή φορώντας ένα σκισμένο παντελόνι και ένα κοντό μαύρο μπλουζάκι. Ήξερε πως
δεν έπρεπε να πάει έτσι στο χορό, μα δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να φορέσει.
Χαμογέλασε ικανοποιημένη στη σκέψη πως η Άισλιν θα είχε φύγει από τη σκηνή. Δεν
ήθελε να δει κανέναν, όχι σήμερα. Έσπρωξε το άνοιγμα της σκηνής και το στόμα
της μισάνοιξε. Πρώτον, από ότι φαινόταν η Άισλιν δεν είχε φύγει. Δεύτερον,
φορούσε το πιο όμορφο φόρεμα που είχε δει ποτέ της, ακόμη κι αν δεν της άρεσαν
τα φορέματα. Τρίτον, υπήρχε ένα μακρύ μαύρο ύφασμα στο κρεβάτι και πάνω σε αυτό
ένα γράμμα. Χαμογέλασε στην κοπέλα που την παρακολουθούσε ανήσυχα.
«Νόμιζα πως θα
είχες ξεκινήσει.» Ψέλλισε δειλά η Μία ενώ χωνόταν στη σκηνή. Η Άισλιν
αναστέναξε και την κοίταξε αγχωμένα.
«Μία δεν μπορώ να
το κάνω.» Η φωνή της ήταν πιο πανικόβλητη από ότι συνήθως.
«Δεν μπορείς..»
Είπε σκεπτικά η Μία. «Να πας στο χορό;» Η Άισλιν ανασηκώθηκε και περπάτησε προς
το μέρος της. Αμέσως μετά την προσπέρασε και κοντοστάθηκε.
«Δεν μπορώ να δω
τη μητέρα μου.» Παραδέχτηκε η Άισλιν και ένα κύμα οργής διαπέρασε το σώμα της
Μία.
«Μακάρι να
μπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο για τον πατέρα μου. Αλλά στάσου, ο πατέρας μου
είναι νεκρός. Δεν θα μπορέσω ποτέ να τον δω.» Τα μάτια της Μία κοίταζαν
σουβλερά τη πλάτη της Άισλιν. Εκείνη χαμογέλασε θλιμμένα και συνέχισε να
προχωρά.
«Για αυτό θα πάω
αμέσως τώρα. Γιατί έχεις δίκιο Μία. Απλώς ήθελα να έρθεις πριν φύγω.» Με αυτά
τα λόγια έσπρωξε το άνοιγμα της σκηνής και βγήκε από το οπτικό πεδία της Μία.
Είχε τη τάση να την αφήνει εξοργισμένη όλη την ώρα.
Πήρε μια βαθειά ανάσα και προσπάθησε να
σταματήσει να τρέμει. Μα μόλις έμεινε μόνη ο θυμός της μετατράπηκε σε θλίψη.
Αναστέναξε και τρύπωσε κάτω από το σεντόνι στο κρεβάτι της. Κουλουριάστηκε και
άφησε τα μάτια της να το μουσκέψουν. Μέχρι που τα δάκρυά της στέρεψαν. Μέχρι
που οι σκέψεις της κόπασαν. Μέχρι που το κενό που άφησε ο πατέρας της μούδιασε
το μυαλό της. Το μόνο που ήθελε ήταν εκδίκηση από εκείνη τη γυναίκα, τη Σύλβια.
Το
μακρύ μαύρο ύφασμα που ήταν απλωμένο στο κρεβάτι της είχε κουβαριαστεί μαζί
της. Το γράμμα είχε τσαλακωθεί. Ανακάθισε και κράτησε στα χέρια της το μαύρο
ύφασμα. Ήταν μια μαύρη φούστα που είχε ένα μεγάλο σκίσιμο. Την φόρεσε και
κοίταξε το αποτέλεσμα ικανοποιημένη. Δεν ήταν και τόσο κακό να ντύνεται όμορφα.
Αλλά μισούσε τα φορέματα. Το κοντό της μπλουζάκι ταίριαζε απόλυτα με τη φούστα.
Η κοιλιά της δεν καλυπτόταν, μα το λεπτεπίλεπτο μακρύ ύφασμα της προσέδιδε όση
χάρη και κομψότητα χρειαζόταν. Έτσι μπορούσε να πάει στον χορό. Ψαχούλεψε μέσα
στο συρτάρι του κομοδίνου μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε. Πέρασε τη χτένα
απαλά πάνω από τα μαλλιά της δίνοντας σωστότερο σχήμα στις στριφογυριστές της
τούφες.
Μόλις ήταν έτοιμη κοίταξε διστακτικά το
τσαλακωμένο γράμμα που βρισκόταν ακόμη στο κρεβάτι. Το πήρε στα χέρια της και
το άνοιξε. Μέσα σε αυτό υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί και ένα διακριτικό μενταγιόν.
Ήταν μια ασημένια αλυσίδα με ένα μάτι. Στο κέντρο του ματιού υπήρχε ένα μικρό
πετράδι που είχε ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Αυτό το κόσμημα της θύμιζε τα μάτια του
Εστέφαν. Το στομάχι της σφίχτηκε και άφησε το κόσμημα να κυλήσει στο κομωδίνο.
Ξεδίπλωσε το χαρτί.
Μία δεν χρειάζεται να πας στον χορό σήμερα.
Μπορείς απλά να μείνεις εδώ. Θα έρθω να σε συναντήσω και να σου πω όσα θα
ήθελες να ξέρεις.
Υ.Γ. Ο τρόπος που δαγκώνεις τα χείλη σου αυτή
τη στιγμή είναι πολύ σέξυ.
Η Μία σταμάτησε απότομα να δαγκώνει τα
χείλη της και ένιωσε τη καρδιά της να πάλλεται γρήγορα και αναστατωμένα.
Κοίταξε το άνοιγμα της σκηνής με το δίλημμα που έθετε ο Εστέφαν να την διχάζει.
Αμέσως μετά αποφάσισε πως δεν θα ενέδιδε στο μυστηριώδες γράμμα που της είχε
αφήσει. Το τσαλάκωσε στη χούφτα της και το άφησε να κυλήσει στο πάτωμα. Αμέσως
μετά βγήκε από τη σκηνή και κατευθύνθηκε προς το κέντρο του στρατοπέδου. Συγνώμη Εστέφαν, αλλά θα μείνεις μόνος σου
απόψε, όπως άφησες κι εμένα μετά τον θάνατο του πατέρα μου, σκέφτηκε πικρά
ενώ προχωρούσε.
Ράνια Ταλαδιανού