ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ
Ανοίγω την σκαλιστή πόρτα της ταβέρνας και μπαίνω μέσα θέλοντας, να κρυφτώ από την δυνατή βροχή και το κρύο, που κάνει απόψε. Το φεγγάρι στον ουρανό, λάμπει με έναν τρόπο, που γεμίζει ενοχές την ψυχή μου. Με κατηγορεί για κάτι, που κομματιάζει στα δύο την καρδιά μου. Θυμάμαι τα λόγια της Σελέστ στην κηδεία του πατέρα της, λόγια που με πλήγωσαν πολύ περισσότερο απ’ όσο νόμιζα. Η συμπεριφορά της, ο πόνος και το μίσος που βρήκα στα θλιμμένα μάτια της με σόκαραν. Δεν πίστευα, ότι θα έβρισκε την παρουσία μου τόσο ανεπιθύμητη, μόνο και μόνο από κάτι που είπα επίτηδες στον αδερφό μου, για να πάψει, να ασχολείται μαζί της. Αν ήθελα το κακό της… δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ, δε θα προσπαθούσα, να αποτρέψω τον θάνατο, που χτυπούσε επίμονα την πόρτα της.
Η ταβέρνα είναι ελκυστική από μέσα, όσο είναι και από έξω. Τετράγωνοι, πέτρινοι δοκοί υποστηρίζουν το ανώτερο πάτωμα, που βρίσκονται τα υπνοδωμάτια των ιερόδουλων. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με σειρές με ζωγραφισμένα πορτραίτα. Αναγνωρίζω τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού σε ένα από αυτά και υποθέτω, ότι τα άτομα στα υπόλοιπα είναι η οικογένειά του, φίλοι ή οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες. Η μυρωδιά του κρασιού, του ψημένου κρέατος και της γυναικείας σάρκας με καλωσορίζει, καθώς προχωράω βαθιά μέσα της. Χαμηλώνω την κουκούλα στο πρόσωπό μου και κοιτάζω τριγύρω, για ένα άδειο, απομονωμένο τραπέζι. Ο άντρας πίσω από το άδειο μπαρ με χαιρετά με ένα νεύμα και πλησιάζω σιωπηλός, μιας και το μπαρ είναι το μόνο μέρος, που απ’ ότι φαίνεται, θα έχω την ησυχία μου.
Το μέρος είναι γεμάτο τόσο από τους νησιώτες όσο και από το πλήρωμα του Τίβερτον. Ήρθαν, να χορτάσουν τον πόθο τους με τις γυναίκες και τη δίψα τους με το ποτό. Με το πρώτο φως της αυγής θα φέρουν την Σελέστ στο πλοίο και αν ο καιρός είναι μαζί μας, το Τίβερτον θα ξεκινήσει για το νησί των Κίλμπορν, οπότε ποιος από εκείνους να ξέρει, πότε θα ξανανιώσει το χάδι μιας γυναίκας; Οι ντόπιοι αποτελούν την κύρια πελατεία, κατά την οποία είναι η καλύτερη σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη. Μερικά μακριά τραπέζια είναι κατειλημμένα από διάφορες παρέες. Έχοντας πιει μερικά ποτήρια προσπαθούν, να αποδείξουν ποια ομάδα είναι η καλύτερη. Τα μικρότερα τραπέζια είναι συγκεντρωμένα προς το πίσω μέρος της ταβέρνας και είναι πιασμένα από άτομα, που φαίνονται, να είναι κοντά με τον ιδιοκτήτη, παρόλα αυτά καλωσορίζουν ευχαρίστως κοντά τους οποιονδήποτε θέλει την ησυχία του, όμως εγώ δεν θέλω κανέναν κοντά μου αυτή τη στιγμή.
Σκυμμένος πάνω από το ποτήρι με το ρούμι ακούω τις συζητήσεις των θαμώνων ολόγυρα. Στο πιο κοντινό τραπέζι η παρέα των αντρών εκθειάζει την ίδια την ταβέρνα. Λένε, ότι είναι διάσημη για το καλό κρασί της και την όμορφη τραγουδίστρια, που τιμά τους πελάτες με την αγγελική της φωνή. Αν εγώ την προτιμάω για κάτι, είναι για την διακόσμησή της. Είναι σκοτεινή και μοιάζει, σαν να είναι βγαλμένη από τον μεσαίωνα. Κανείς δεν επιθυμεί, να μάθει την ταυτότητα του άντρα, που βρίσκεται δίπλα του. Πέρα από την σκληρή πέτρα και το ξύλο όλο το οικοδόμημα στηρίζεται πάνω στα ανοιχτά φτερά ενός γρανιτένιου δράκου.
Ήρεμα, γεμάτα πονηριά μάτια φτιαγμένα από κοβάλτιο είναι τοποθετημένα στο λεπιδωτό, στενό κρανίο του πλάσματος, στο οποίο του δίνει μια τρομακτική όψη. Ένα κέρατο από φίλντισι είναι τοποθετημένο στο κέντρο της κορυφής του κεφαλιού του, ακριβώς στη μέση των γωνιωδών αυτιών του, ενώ μια σειρά από μικρότερα κέρατα διατρέχει τις πλευρές των σαγονιών του και καταλήγουν στο πηγούνι του. Η μύτη του είναι μεγάλη και έχει δυο μεγάλες σχισμές για ρουθούνια. Μερικά κοφτερά δόντια διακρίνονται από τις πλευρές του στόματός του και παρουσιάζουν μια ιδέα για τον τρόμο, που κρύβεται από μέσα.
Ένας φαρδύς λαιμός κατεβαίνει από το κεφάλι προς το λεπτό, μυώδες σώμα του. Το πάνω μέρος του είναι καλυμμένο με μεγάλα λέπια και σειρές χοντρά αγκάθια, που τα άκρα τους μοιάζουν με ψαλίδες, ακολουθούν την καμπύλη του σώματός του, ως την στενή ουρά του. Το πάνω μέρος της πλάτης του είναι ντυμένο με φολίδες και εντονότερα χρωματισμένο από το υπόλοιπο σώμα του. Τέσσερα ογκώδη πόδια στηρίζουν το βάρος του δράκου και επιτρέπουν στο πλάσμα, να στέκεται περήφανο και μάχιμο. Κάθε πόδι έχει τέσσερα δάχτυλα, τα οποία τελειώνουν σε κοφτερά νύχια φτιαγμένα από όνυχα.
Γιγαντιαία φτερά αρχίζουν από τους ώμους του και τελειώνουν στους γοφούς του. Τα φτερά είναι μεμβρανώδη και μοιάζουν πολύ με αυτά της νυχτερίδας, ενώ το εσωτερικό τους λάμπει, σαν να είναι φτιαγμένο από πολλούς, μικροσκοπικούς κρυστάλλους. Το κάθε κόκαλο των φτερών του τελειώνει σε μια κυρτή άκρη. Η ογκώδης ουρά του τελειώνει σε μύτη και είναι καλυμμένη με τις ίδιες φολίδες, που υπάρχουν στο υπόλοιπο σώμα του. Η ταβέρνα μοιάζει, σαν να είναι η ίδια ο δράκος. Τα τραπέζια της είναι στρωμένα ακριβώς κάτω από το τεράστιο σώμα του, τα δωμάτια είναι χτισμένα πάνω στην πλάτη του και οι πολυέλαιοι κρέμονται από τα μεγάλα φτερά του.
«Δεν είσαι από εδώ, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει ξαφνικά ο άντρας πίσω από τον μπαρ. Του νεύω αρνητικά. «Αυτός ήταν ο Γκάσταροθ, αν αναρωτιέσαι. Παρά τα όσα λέγονται πλέον στις μέρες μας για τα πλάσματα του αρχαίου καιρού, αυτός ο δράκος είναι η απόδειξη, ότι κάποτε περπάτησαν ανάμεσά μας».
«Πως πέθανε;» ρωτάω. Όχι πως με ενδιαφέρει απαραίτητα, να μάθω.
«Τον σκότωσαν οι Κίλμπορν. Ο δράκος για καιρό έσπερνε τον πανικό στο Κρέομορ και έκλεβε όλο τον χρυσό των χωρικών. Ώσπου μια μέρα ήρθαν οι Κίλμπορν και τον σταμάτησαν. Θυμάμαι τις ιστορίες των προγόνων μου. Πλέον μοιάζουν μόνο με ιστορίες, όμως κάποτε ήταν τόσο αληθινές». Αποκρίνεται έχοντας χαραγμένη στο πρόσωπό του τη νοσταλγία. «Οι Κίλμπορν δεν είναι απλοί άνθρωποι. Λένε, ότι έχουν το χάρισμα, να κάνουν πράγματα, που κανένας κοινός άνθρωπος δεν μπορεί, να κάνει. Οι περισσότερες γυναίκες γινόντουσαν μάγισσες…
»
«Όπως είπες, αυτά ανήκουν στο παρελθόν». Λέω απότομα κάνοντάς τον, να σταματήσει, να μιλάει. Χαμογελάει βεβιασμένα και ξαναγεμίζει το ποτήρι μου. «Η εποχή της μαγείας και των μυθικών πλασμάτων πέρασε, χάθηκε».
«Δε συμφωνώ. Όσο υπάρχουν οι Κίλμπορν πάνω στη γη, θα υπάρχει και η μαγεία. Είναι λυπητερό, που ο άρχοντάς μας δολοφονήθηκε και η γυναίκα του εξαφανίστηκε. Τώρα η μοναχοκόρη τους θα παντρευτεί στα ξένα έναν πρίγκιπα, που μπορεί, να καταστρέψει μια και καλή το Κρέομορ. Ελπίζω, η τύχη της να είναι καλή».
«Αν αυτό είναι το μέλλον της, εσύ γιατί ανησυχείς;» ρωτάω στενεύοντας τα μάτια μου επιθετικά.
«Η δεσποινίς Κίλμπορν… ήταν πάντοτε ένας χαρούμενος άνθρωπος, γεμάτος ζωντάνια. Η υψηλή κοινωνική της θέση δεν την εμπόδισε, από το να μας αντιμετωπίζει ως ίσους. Βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη… όμως στην κηδεία του περιφερειάρχη μας γνώρισα ένα άλλο της πρόσωπο. Γεμάτο θλίψη και πόνο». Σφίγγει τα χείλη του αποκαρδιωμένος. «Η μόνη μου επιθυμία είναι, να την ξαναδώ χαρούμενη. Ο άντρας που θα την πάρει, καλά θα κάνει, να την έχει ευτυχισμένη. Δε ταιριάζει η θλίψη στην αγνή ψυχή της».
Τα λόγια του χαράσσονται ανεξίτηλα στην καρδιά μου σαν οδηγός. Είναι μια αρχή, ένας τρόπος για να την προσεγγίσω. Ώστε αυτό που χρειάζεται η Σελέστ Κίλμπορν είναι ασφάλεια και χαρά. Είμαι διατεθειμένος, να της προσφέρω ολόκληρο τον κόσμο. Μένει μόνο, να βρω έναν τρόπο, για να την προσεγγίσω. Η γνώμη που έχει για μένα, είναι ένα λάθος. Μια παρεξήγηση, που πρέπει, να λυθεί γρήγορα. Πληρώνω με χρυσά κέρματα και φεύγω πιο σκυθρωπός από ποτέ. Οι γυναίκες είναι μεγάλο πρόβλημα.
Η Ταβέρνα του Δράκου είναι δύο τετράγωνα μακριά από το λιμάνι και ώσπου να φτάσω στην προβλήτα, που είναι δεμένη η βάρκα, γίνομαι μούσκεμα από τη δυνατή βροχή. Ο άνεμος φυσάει δυνατά και ταράζει τη θάλασσα σηκώνοντας πελώρια κύματα, σαν να θέλουν, να βυθίσουν ολόκληρο το νησί. Σκάνε με ορμή στους κυματοθραύστες τινάζοντας νερά και αφρούς σε όλη την αποβάθρα. Δεν ξέρω, αν είναι συνετό, να επιστρέψω αυτή τη στιγμή στο Τίβερτον. Σφίγγοντας το παλτό μου γύρω από τους ώμους μου περπατάω για λίγο μέσα στο κρύο, σαν να θέλω, να παγώσω τα προβλήματά μου.
Κάπου στα σκοτεινά ακούω οπλές αλόγων, να χτυπούν στο πλακόστρωτο και να πλησιάζουν προς το μέρος μου και έπειτα βλέπω τον Χάμελιν και τον Φόστερ, να βγαίνουν από τις σκιές σαν φαντάσματα. Στο άλογο του Χάμελιν ιππεύει ακόμα ένα άτομο. Μου κάνει εντύπωση, που έβγαλε βόλτα μια γυναίκα, όμως όταν πλησιάζουν κοντύτερα, παρατηρώ, πως αυτή η γυναίκα είναι η Σελέστ. Τι να συνέβη τώρα; Πηγαίνω προς το μέρος τους και όταν με βλέπουν, σαστίζουν όλοι τους. Ο Φόστερ υποκλίνεται αμέσως και έχει στο πρόσωπό του ένα ένοχο βλέμμα, που με ανησυχεί. Ο Χάμελιν γέρνει ελαφρά το κεφάλι του με σεβασμό και η Σελέστ αποστρέφει το πρόσωπό της μακριά σφίγγοντας τα χείλη της. Πάνω στο μελανιασμένο από το κρύο δέρμα της διακρίνω βίαια, φρέσκα σημάδια.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρωτάω στενεύοντας εκνευρισμένος τα μάτια μου. «Γιατί η γυναίκα που πρόκειται, να παντρευτώ, βρίσκεται σε αυτά τα χάλια;»
«Το έσκασε». Γρυλίζει επιθετικά ο Χάμελιν και την κατεβάζει από το άλογό του. Τα χέρια της είναι δεμένα πισώπλατα και το κορμί της μοιάζει ξυλιασμένο. Είναι μόνο με το μεσοφόρι της, ενώ το παλτό του δούκα καλύπτει τους ώμους της, σαν να είναι καμία ζητιάνα. «Την πιάσαμε, όμως… προσπάθησε, να αντισταθεί».
«Σας είπα τόσες φορές, να μην την υποτιμήσετε!» τους φωνάζω και την τραβάω μακριά τους.
Η Σελέστ παλεύει, να ξεφύγει από την αρπαγή μου. Χτυπιέται, φωνάζει… την αρπάζω στην αγκαλιά μου και την σφίγγω πάνω στο στήθος μου. Νιώθω την καυτή της ανάσα στον λαιμό μου και τα αναφιλητά της να ταράζουν το στήθος της. Το κρύο κάνει το σώμα της, να τρέμει και τυλίγω προστατευτικά τα χέρια μου ολόγυρά της. Κλαίει σιωπηλά γεμίζοντας με θλίψη την ψυχή μου.
«Γιατί διάλεξες εμένα;» με ρωτάει σιγανά. «Γιατί είσαι εδώ; Γιατί θες, να με παντρευτείς. Μπορείς, να πάρεις την Κρήνη του Σύμπαντος, χωρίς να μπλεχτείς με αυτόν τον τρόπο».
«Όχι δεν μπορώ». Ψιθυρίζω. «Δεν είμαι κλέφτης. Θα πάρω την κληρονομιά σου και θα σε κάνω δική μου. Θα σε προστατέψω με τη ζωή μου».
«Αυτή είναι η καλύτερη επιλογή. Δεν είναι ασυνήθιστοι οι γάμοι για πολιτικούς σκοπούς. Εξάλλου ο πατέρας σας έδωσε την άδειά του. Θα αρνιόσασταν την επιθυμία του;» λέει ο Φόστερ.
Σηκώνω το χέρι μου και τον σταματάω, πριν πει κάτι περισσότερο. Η Σελέστ δε χρειάζεται τις παρατηρήσεις τους αυτή τη στιγμή. Είναι αργά και κάνει αρκετό κρύο, για να μείνουμε έξω. Ένα πανδοχείο είναι ότι καλύτερο, για να περάσουμε τη νύχτα, μιας και το να επιστρέψουμε στο πλοίο δεν αποτελεί λύση με αυτόν τον καιρό. Με την άκρη του ματιού μου εντοπίζω στρατιώτες, να κατεβαίνουν προς το λιμάνι. Φαίνονται ταλαιπωρημένοι, σαν να μπλέχτηκαν σε μάχη και έχουν μαζί τους τον σωματοφύλακα της Σελέστ. Ο Σιρκάν είναι πληγωμένος και παραπατάει ανάμεσά τους. Τι άλλο θα μου κρύψουν οι άντρες μου; Η Σελέστ τον βλέπει και ταράζεται. Σηκώνει τα μάτια της στα δικά μου και με κοιτάζει παρακλητικά, σαν να θέλει την άδειά μου. Λύνω τα χέρια της και την αφήνω, να πάει κοντά του, όσο και αν με ενοχλεί η συμπεριφορά της.
Η Σελέστ δεν τον πλησιάζει πολύ, ίσως επειδή είμαι μπροστά ή επειδή κατάλαβε, ότι δεν είναι πρέπον, να το κάνει. Ο Σιρκάν είναι αναστατωμένος και μοιάζει έξαλλος. Μαζί της, με τους άντρες μου… ποιος ξέρει; Τα χέρια του είναι δεμένα πίσω από την πλάτη του.
«Λυπάμαι πολύ». Μουρμουρίζει θλιμμένα η Σελέστ. «Δεν έπρεπε, να σε φέρω σε αυτή τη θέση».
«Τι!» σαστίζει ο Σιρκάν. «Τι είναι αυτά, που λες; Θα σε ελευθερώσω από αυτό…»
«Όχι, τελείωσε. Θα… αποδεχτώ το μέλλον μου. Είναι το μόνο, που μπορώ, να κάνω έτσι και αλλιώς. Τελείωσε, γύρνα σπίτι σου και ξέχασε, ότι έγινε».
«Δεν είσαι σοβαρή. Τι θα γίνει με την Κρήνη του Σύμπαντος; Σελέστ…»
«Δεν ξέρω. Θα βρω κάτι». Λέει πιο χαμηλόφωνα απ’ όσο συνήθιζε.
Πλησιάζω κοντά τους και τυλίγω κτητικά το χέρι μου γύρω από τους ώμους της. Ο Σιρκάν με κοιτάζει θυμωμένος απευθείας στα μάτια. Ανταποδίδω με την ίδια ένταση το βλέμμα του θέλοντας, να τον κάνω, να νιώσει παρείσακτος. Η Σελέστ δε θα χρειαστεί από εδώ και πέρα τις υπηρεσίες του. Οι άντρες μου θα την φροντίσουν πολύ καλύτερα. Κάνω νόημα στον Φόστερ, να ελευθερώσει τα χέρια του.
«Σε αποδεσμεύω από τα καθήκοντά σου ως σωματοφύλακα της μέλλουσας γυναίκας μου. Είσαι ελεύθερος, να κάνεις, ότι θέλεις μακριά της». Δηλώνω αυστηρά και χωρίς πολλές περιστροφές. «Επίσης δε σε θέλω κοντά της. Σέβομαι την ύπαρξή σου μόνο και μόνο, επειδή σε νοιάζεται».
«Πρίγκιπα Γκασπάρντ… εμ σας παρακαλώ, αυτό δεν είναι απαραίτητο». Λέει διστακτικά η Σελέστ και της γνέφω καταφατικά.
Την παίρνω μακριά και εκείνη δε ρίχνει ούτε μια ματιά πίσω της, όμως ξεφυσάει απογοητευμένη, σφίγγει τα χείλη της και ανοιγοκλείνει πολλές φορές τα μάτια της, σαν να θέλει, να κρύψει την λύπη της. Βγάζω το παλτό μου και το ρίχνω στους ώμους της πάνω σε αυτό του Χάμελιν. Την τραβάω κοντά μου και η Σελέστ δεν αντιδράει. Νιώθω το σφίξιμο στο σώμα της και μορφάζω ενοχλημένος. Δεν με εμπιστεύεται, ίσως και να με φοβάται.
Το πανδοχείο είναι γεμάτο από στρατιώτες και το μόνο που υπάρχει είναι ένα μονόκλινο δωμάτιο. Συνοδεύω τη Σελέστ στο διαμέρισμά της και κλείνω σιγανά την πόρτα πίσω μου. Εκείνη με κοιτάζει πάνω από τον ώμο της και αφήνει τα δύο πανωφόρια, να πέσουν πάνω στο κρεβάτι. Το φόρεμά της από κάτω είναι βρεγμένο και κολλάει προκλητικά στους μηρούς της, ενώ ο κορσές τονίζει τα στητά της στήθη. Παρατηρώντας το βλέμμα μου καλύπτει το σώμα της με τα χέρια της και τα μάγουλά της κοκκινίζουν από ντροπή. Αποστρέφω τα μάτια μου νευρικός, καθώς το αίμα αρχίζει, να βράζει στις φλέβες μου.
«Τι πρόκειται, να μου συμβεί, αν μείνω μαζί σου;» με ρωτάει ξαφνικά. «Κατανοώ, ότι με παντρεύεσαι για το αντικείμενο, που έχω στην κατοχή μου. Όμως… τίποτα δε σε εμποδίζει, να με σκοτώσεις, αφότου το πάρεις στα χέρια σου, σωστά;»
«Θα κοιμηθώ στο πάτωμα, οπότε μπορείς, να πάρεις το κρεβάτι». Αλλάζω την συζήτηση. Δεν έχω σκοπό, να την σκοτώσω, ούτε που το έχω σκεφτεί, αλλά και μια απάντηση δε θα την καθησυχάσει έτσι και αλλιώς. «Τα φόρεμά σου είναι βρεγμένο. Βγάλ’ το».
«Τι!» ξεφωνίζει έκπληκτη και ζαρώνει κοντά στον τοίχο. Ξεκουμπώνω το πουκάμισό μου και το βγάζω προσφέροντάς της το.
«Δεν είναι κάτι σπουδαίο, αλλά είναι στεγνό. Δεν μπορείς, να κοιμηθείς με βρεγμένα ρούχα. Θα αρρωστήσεις». Κάνω ένα βήμα μπροστά και εκείνη σηκώνει τα χέρια της τρομοκρατημένη αμυντικά. «Επίτρεψέ μου, να σε βοηθήσω, αν δεν μπορείς, να το κάνεις μόνη σου».
«Όχι. Δεν θα γδυθώ μπροστά σου». Μου φωνάζει και την αρπάζω από τα μπράτσα. «Πρίγκιπα Γκασπάρντ σε παρακαλώ, δεν έχεις το δικαίωμα».
Η Σελέστ προσπαθεί, να ξεφύγει και πάνω στον πανικό της πατάει το στρίφωμα του φορέματός της και πέφτει. Πέφτω πάνω της και την ακινητοποιώ με το βάρος μου στο πάτωμα. Τα χέρια μου πιάνουν τον κορσέ και λύνουν γρήγορα τα κορδόνια. Έπειτα αρπάζουν το ντεκολτέ της και το τραβούν βίαια. Οι ραφές ξηλώνουν με έναν απειλητικό ήχο, που φέρνει δάκρυα στα μάτια της. Από κάτω φοράει ακόμα τα εσώρουχά της, όμως τα στήθη της φαίνονται ακόμα πιο προκλητικά από πριν. Η ύπαρξή της με αναστατώνει.
«Στ’ αλήθεια πιστεύεις, ότι θα σε σκοτώσω; Νομίζεις, ότι μόλις πάρω αυτό, που θέλω…»
«Ναι!» προσπαθεί, να με σπρώξει. «Σε παρακαλώ, μη με ατιμάσεις».
«Τότε κάνεις λάθος. Επίτρεψέ μου, να σου το αποδείξω». Γρυλίζω παγωμένα. «Έκανα μια συμφωνία με τον περιφερειάρχη Κάλντερ. Θα γινόσουν δική μου εγώ θα πρόσφερα τους άντρες μου, για να προστατέψουν το Κρέομορ από τον πόλεμο. Οι γυναίκες είναι μεγάλος μπελάς και εσύ ήσουν η καλύτερη επιλογή μου, γι’ αυτό δεν έχεις παρά, να δεχτείς το μέλλον σου».
Τα χείλη μου καλύπτουν βίαια τα δικά της και την φιλούν άγρια. Η γλώσσα μου ανοίγει το στόμα της, για να συναντήσει τη δική της και η Σελέστ αποστρέφει δυσαρεστημένη το πρόσωπό της. Με αναστατώνει περισσότερο η αντίστασή της. Πιάνω το κεφάλι της με τα χέρια μου, ενώ με τους αγκώνες μου κρατάω κολλημένους στο έδαφος τους ώμους της και την φιλάω ξανά και ξανά, ώσπου νιώθω την πικρή γεύση του αίματος από την βιαιότητά μου. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια της και όταν την ξαναφιλάω με δαγκώνει. Άγρια. Μουγκρίζω από τον πόνο και τραβιέμαι, καθώς σκίζει τα χείλη μου. Αίμα κυλάει στο σαγόνι μου.
«Ανάθεμα… σκύλος είσαι;» βρίζω πνιχτά.
«Σίγουρα όχι καμία πόρνη απ’ αυτές, που συναναστρέφεσαι. Δεν είμαι γυναίκα σου ακόμα. Δεν έχεις το δικαίωμα, να με διατάζεις και να ασελγείς πάνω μου». Μου φωνάζει θυμωμένη και με χτυπάει με τα χέρια της.
Υποχωρώ και σηκώνομαι. Φοράω το παλτό μου πάνω από το γυμνό μου στήθος και βγαίνω από το δωμάτιο έξαλλος με τον εαυτό μου. Που να πάρει, για ποιο λόγο το έκανα αυτό; Στον διάδρομο ο Φόστερ με παρατηρεί ανασηκώνοντας τα φρύδια του έκπληκτος και πνίγει βιαστικά ένα απρόσκλητο χαχανητό.
«Κύριε, θα μπορούσα, να σας δώσω μια συμβουλή;» με ρωτάει διστακτικά. Νεύω καταφατικά. «Η δεσποινίς Κίλμπορν δεν έχει νιώσει ξανά το χάδι ενός άντρα και έχει μεγαλώσει σε οικογένεια ευγενών. Οι τρόποι που προσπαθείτε, να εφαρμόσετε είναι προσβολή για εκείνη».
«Δεν ήθελα…»
«Ο γάμος σας δε θα είναι βασισμένος πάνω στον έρωτα, οπότε για να μην υπάρχουν εντάσεις καλό θα ήταν, να την προσεγγίζατε με πιο ρομαντικό τρόπο. Πρώτα απ’ όλα κερδίστε την εμπιστοσύνη της».
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Ανοίγω την σκαλιστή πόρτα της ταβέρνας και μπαίνω μέσα θέλοντας, να κρυφτώ από την δυνατή βροχή και το κρύο, που κάνει απόψε. Το φεγγάρι στον ουρανό, λάμπει με έναν τρόπο, που γεμίζει ενοχές την ψυχή μου. Με κατηγορεί για κάτι, που κομματιάζει στα δύο την καρδιά μου. Θυμάμαι τα λόγια της Σελέστ στην κηδεία του πατέρα της, λόγια που με πλήγωσαν πολύ περισσότερο απ’ όσο νόμιζα. Η συμπεριφορά της, ο πόνος και το μίσος που βρήκα στα θλιμμένα μάτια της με σόκαραν. Δεν πίστευα, ότι θα έβρισκε την παρουσία μου τόσο ανεπιθύμητη, μόνο και μόνο από κάτι που είπα επίτηδες στον αδερφό μου, για να πάψει, να ασχολείται μαζί της. Αν ήθελα το κακό της… δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ, δε θα προσπαθούσα, να αποτρέψω τον θάνατο, που χτυπούσε επίμονα την πόρτα της.
Η ταβέρνα είναι ελκυστική από μέσα, όσο είναι και από έξω. Τετράγωνοι, πέτρινοι δοκοί υποστηρίζουν το ανώτερο πάτωμα, που βρίσκονται τα υπνοδωμάτια των ιερόδουλων. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με σειρές με ζωγραφισμένα πορτραίτα. Αναγνωρίζω τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού σε ένα από αυτά και υποθέτω, ότι τα άτομα στα υπόλοιπα είναι η οικογένειά του, φίλοι ή οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες. Η μυρωδιά του κρασιού, του ψημένου κρέατος και της γυναικείας σάρκας με καλωσορίζει, καθώς προχωράω βαθιά μέσα της. Χαμηλώνω την κουκούλα στο πρόσωπό μου και κοιτάζω τριγύρω, για ένα άδειο, απομονωμένο τραπέζι. Ο άντρας πίσω από το άδειο μπαρ με χαιρετά με ένα νεύμα και πλησιάζω σιωπηλός, μιας και το μπαρ είναι το μόνο μέρος, που απ’ ότι φαίνεται, θα έχω την ησυχία μου.
Το μέρος είναι γεμάτο τόσο από τους νησιώτες όσο και από το πλήρωμα του Τίβερτον. Ήρθαν, να χορτάσουν τον πόθο τους με τις γυναίκες και τη δίψα τους με το ποτό. Με το πρώτο φως της αυγής θα φέρουν την Σελέστ στο πλοίο και αν ο καιρός είναι μαζί μας, το Τίβερτον θα ξεκινήσει για το νησί των Κίλμπορν, οπότε ποιος από εκείνους να ξέρει, πότε θα ξανανιώσει το χάδι μιας γυναίκας; Οι ντόπιοι αποτελούν την κύρια πελατεία, κατά την οποία είναι η καλύτερη σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη. Μερικά μακριά τραπέζια είναι κατειλημμένα από διάφορες παρέες. Έχοντας πιει μερικά ποτήρια προσπαθούν, να αποδείξουν ποια ομάδα είναι η καλύτερη. Τα μικρότερα τραπέζια είναι συγκεντρωμένα προς το πίσω μέρος της ταβέρνας και είναι πιασμένα από άτομα, που φαίνονται, να είναι κοντά με τον ιδιοκτήτη, παρόλα αυτά καλωσορίζουν ευχαρίστως κοντά τους οποιονδήποτε θέλει την ησυχία του, όμως εγώ δεν θέλω κανέναν κοντά μου αυτή τη στιγμή.
Σκυμμένος πάνω από το ποτήρι με το ρούμι ακούω τις συζητήσεις των θαμώνων ολόγυρα. Στο πιο κοντινό τραπέζι η παρέα των αντρών εκθειάζει την ίδια την ταβέρνα. Λένε, ότι είναι διάσημη για το καλό κρασί της και την όμορφη τραγουδίστρια, που τιμά τους πελάτες με την αγγελική της φωνή. Αν εγώ την προτιμάω για κάτι, είναι για την διακόσμησή της. Είναι σκοτεινή και μοιάζει, σαν να είναι βγαλμένη από τον μεσαίωνα. Κανείς δεν επιθυμεί, να μάθει την ταυτότητα του άντρα, που βρίσκεται δίπλα του. Πέρα από την σκληρή πέτρα και το ξύλο όλο το οικοδόμημα στηρίζεται πάνω στα ανοιχτά φτερά ενός γρανιτένιου δράκου.
Ήρεμα, γεμάτα πονηριά μάτια φτιαγμένα από κοβάλτιο είναι τοποθετημένα στο λεπιδωτό, στενό κρανίο του πλάσματος, στο οποίο του δίνει μια τρομακτική όψη. Ένα κέρατο από φίλντισι είναι τοποθετημένο στο κέντρο της κορυφής του κεφαλιού του, ακριβώς στη μέση των γωνιωδών αυτιών του, ενώ μια σειρά από μικρότερα κέρατα διατρέχει τις πλευρές των σαγονιών του και καταλήγουν στο πηγούνι του. Η μύτη του είναι μεγάλη και έχει δυο μεγάλες σχισμές για ρουθούνια. Μερικά κοφτερά δόντια διακρίνονται από τις πλευρές του στόματός του και παρουσιάζουν μια ιδέα για τον τρόμο, που κρύβεται από μέσα.
Ένας φαρδύς λαιμός κατεβαίνει από το κεφάλι προς το λεπτό, μυώδες σώμα του. Το πάνω μέρος του είναι καλυμμένο με μεγάλα λέπια και σειρές χοντρά αγκάθια, που τα άκρα τους μοιάζουν με ψαλίδες, ακολουθούν την καμπύλη του σώματός του, ως την στενή ουρά του. Το πάνω μέρος της πλάτης του είναι ντυμένο με φολίδες και εντονότερα χρωματισμένο από το υπόλοιπο σώμα του. Τέσσερα ογκώδη πόδια στηρίζουν το βάρος του δράκου και επιτρέπουν στο πλάσμα, να στέκεται περήφανο και μάχιμο. Κάθε πόδι έχει τέσσερα δάχτυλα, τα οποία τελειώνουν σε κοφτερά νύχια φτιαγμένα από όνυχα.
Γιγαντιαία φτερά αρχίζουν από τους ώμους του και τελειώνουν στους γοφούς του. Τα φτερά είναι μεμβρανώδη και μοιάζουν πολύ με αυτά της νυχτερίδας, ενώ το εσωτερικό τους λάμπει, σαν να είναι φτιαγμένο από πολλούς, μικροσκοπικούς κρυστάλλους. Το κάθε κόκαλο των φτερών του τελειώνει σε μια κυρτή άκρη. Η ογκώδης ουρά του τελειώνει σε μύτη και είναι καλυμμένη με τις ίδιες φολίδες, που υπάρχουν στο υπόλοιπο σώμα του. Η ταβέρνα μοιάζει, σαν να είναι η ίδια ο δράκος. Τα τραπέζια της είναι στρωμένα ακριβώς κάτω από το τεράστιο σώμα του, τα δωμάτια είναι χτισμένα πάνω στην πλάτη του και οι πολυέλαιοι κρέμονται από τα μεγάλα φτερά του.
«Δεν είσαι από εδώ, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει ξαφνικά ο άντρας πίσω από τον μπαρ. Του νεύω αρνητικά. «Αυτός ήταν ο Γκάσταροθ, αν αναρωτιέσαι. Παρά τα όσα λέγονται πλέον στις μέρες μας για τα πλάσματα του αρχαίου καιρού, αυτός ο δράκος είναι η απόδειξη, ότι κάποτε περπάτησαν ανάμεσά μας».
«Πως πέθανε;» ρωτάω. Όχι πως με ενδιαφέρει απαραίτητα, να μάθω.
«Τον σκότωσαν οι Κίλμπορν. Ο δράκος για καιρό έσπερνε τον πανικό στο Κρέομορ και έκλεβε όλο τον χρυσό των χωρικών. Ώσπου μια μέρα ήρθαν οι Κίλμπορν και τον σταμάτησαν. Θυμάμαι τις ιστορίες των προγόνων μου. Πλέον μοιάζουν μόνο με ιστορίες, όμως κάποτε ήταν τόσο αληθινές». Αποκρίνεται έχοντας χαραγμένη στο πρόσωπό του τη νοσταλγία. «Οι Κίλμπορν δεν είναι απλοί άνθρωποι. Λένε, ότι έχουν το χάρισμα, να κάνουν πράγματα, που κανένας κοινός άνθρωπος δεν μπορεί, να κάνει. Οι περισσότερες γυναίκες γινόντουσαν μάγισσες…
»
«Όπως είπες, αυτά ανήκουν στο παρελθόν». Λέω απότομα κάνοντάς τον, να σταματήσει, να μιλάει. Χαμογελάει βεβιασμένα και ξαναγεμίζει το ποτήρι μου. «Η εποχή της μαγείας και των μυθικών πλασμάτων πέρασε, χάθηκε».
«Δε συμφωνώ. Όσο υπάρχουν οι Κίλμπορν πάνω στη γη, θα υπάρχει και η μαγεία. Είναι λυπητερό, που ο άρχοντάς μας δολοφονήθηκε και η γυναίκα του εξαφανίστηκε. Τώρα η μοναχοκόρη τους θα παντρευτεί στα ξένα έναν πρίγκιπα, που μπορεί, να καταστρέψει μια και καλή το Κρέομορ. Ελπίζω, η τύχη της να είναι καλή».
«Αν αυτό είναι το μέλλον της, εσύ γιατί ανησυχείς;» ρωτάω στενεύοντας τα μάτια μου επιθετικά.
«Η δεσποινίς Κίλμπορν… ήταν πάντοτε ένας χαρούμενος άνθρωπος, γεμάτος ζωντάνια. Η υψηλή κοινωνική της θέση δεν την εμπόδισε, από το να μας αντιμετωπίζει ως ίσους. Βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη… όμως στην κηδεία του περιφερειάρχη μας γνώρισα ένα άλλο της πρόσωπο. Γεμάτο θλίψη και πόνο». Σφίγγει τα χείλη του αποκαρδιωμένος. «Η μόνη μου επιθυμία είναι, να την ξαναδώ χαρούμενη. Ο άντρας που θα την πάρει, καλά θα κάνει, να την έχει ευτυχισμένη. Δε ταιριάζει η θλίψη στην αγνή ψυχή της».
Τα λόγια του χαράσσονται ανεξίτηλα στην καρδιά μου σαν οδηγός. Είναι μια αρχή, ένας τρόπος για να την προσεγγίσω. Ώστε αυτό που χρειάζεται η Σελέστ Κίλμπορν είναι ασφάλεια και χαρά. Είμαι διατεθειμένος, να της προσφέρω ολόκληρο τον κόσμο. Μένει μόνο, να βρω έναν τρόπο, για να την προσεγγίσω. Η γνώμη που έχει για μένα, είναι ένα λάθος. Μια παρεξήγηση, που πρέπει, να λυθεί γρήγορα. Πληρώνω με χρυσά κέρματα και φεύγω πιο σκυθρωπός από ποτέ. Οι γυναίκες είναι μεγάλο πρόβλημα.
Η Ταβέρνα του Δράκου είναι δύο τετράγωνα μακριά από το λιμάνι και ώσπου να φτάσω στην προβλήτα, που είναι δεμένη η βάρκα, γίνομαι μούσκεμα από τη δυνατή βροχή. Ο άνεμος φυσάει δυνατά και ταράζει τη θάλασσα σηκώνοντας πελώρια κύματα, σαν να θέλουν, να βυθίσουν ολόκληρο το νησί. Σκάνε με ορμή στους κυματοθραύστες τινάζοντας νερά και αφρούς σε όλη την αποβάθρα. Δεν ξέρω, αν είναι συνετό, να επιστρέψω αυτή τη στιγμή στο Τίβερτον. Σφίγγοντας το παλτό μου γύρω από τους ώμους μου περπατάω για λίγο μέσα στο κρύο, σαν να θέλω, να παγώσω τα προβλήματά μου.
Κάπου στα σκοτεινά ακούω οπλές αλόγων, να χτυπούν στο πλακόστρωτο και να πλησιάζουν προς το μέρος μου και έπειτα βλέπω τον Χάμελιν και τον Φόστερ, να βγαίνουν από τις σκιές σαν φαντάσματα. Στο άλογο του Χάμελιν ιππεύει ακόμα ένα άτομο. Μου κάνει εντύπωση, που έβγαλε βόλτα μια γυναίκα, όμως όταν πλησιάζουν κοντύτερα, παρατηρώ, πως αυτή η γυναίκα είναι η Σελέστ. Τι να συνέβη τώρα; Πηγαίνω προς το μέρος τους και όταν με βλέπουν, σαστίζουν όλοι τους. Ο Φόστερ υποκλίνεται αμέσως και έχει στο πρόσωπό του ένα ένοχο βλέμμα, που με ανησυχεί. Ο Χάμελιν γέρνει ελαφρά το κεφάλι του με σεβασμό και η Σελέστ αποστρέφει το πρόσωπό της μακριά σφίγγοντας τα χείλη της. Πάνω στο μελανιασμένο από το κρύο δέρμα της διακρίνω βίαια, φρέσκα σημάδια.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρωτάω στενεύοντας εκνευρισμένος τα μάτια μου. «Γιατί η γυναίκα που πρόκειται, να παντρευτώ, βρίσκεται σε αυτά τα χάλια;»
«Το έσκασε». Γρυλίζει επιθετικά ο Χάμελιν και την κατεβάζει από το άλογό του. Τα χέρια της είναι δεμένα πισώπλατα και το κορμί της μοιάζει ξυλιασμένο. Είναι μόνο με το μεσοφόρι της, ενώ το παλτό του δούκα καλύπτει τους ώμους της, σαν να είναι καμία ζητιάνα. «Την πιάσαμε, όμως… προσπάθησε, να αντισταθεί».
«Σας είπα τόσες φορές, να μην την υποτιμήσετε!» τους φωνάζω και την τραβάω μακριά τους.
Η Σελέστ παλεύει, να ξεφύγει από την αρπαγή μου. Χτυπιέται, φωνάζει… την αρπάζω στην αγκαλιά μου και την σφίγγω πάνω στο στήθος μου. Νιώθω την καυτή της ανάσα στον λαιμό μου και τα αναφιλητά της να ταράζουν το στήθος της. Το κρύο κάνει το σώμα της, να τρέμει και τυλίγω προστατευτικά τα χέρια μου ολόγυρά της. Κλαίει σιωπηλά γεμίζοντας με θλίψη την ψυχή μου.
«Γιατί διάλεξες εμένα;» με ρωτάει σιγανά. «Γιατί είσαι εδώ; Γιατί θες, να με παντρευτείς. Μπορείς, να πάρεις την Κρήνη του Σύμπαντος, χωρίς να μπλεχτείς με αυτόν τον τρόπο».
«Όχι δεν μπορώ». Ψιθυρίζω. «Δεν είμαι κλέφτης. Θα πάρω την κληρονομιά σου και θα σε κάνω δική μου. Θα σε προστατέψω με τη ζωή μου».
«Αυτή είναι η καλύτερη επιλογή. Δεν είναι ασυνήθιστοι οι γάμοι για πολιτικούς σκοπούς. Εξάλλου ο πατέρας σας έδωσε την άδειά του. Θα αρνιόσασταν την επιθυμία του;» λέει ο Φόστερ.
Σηκώνω το χέρι μου και τον σταματάω, πριν πει κάτι περισσότερο. Η Σελέστ δε χρειάζεται τις παρατηρήσεις τους αυτή τη στιγμή. Είναι αργά και κάνει αρκετό κρύο, για να μείνουμε έξω. Ένα πανδοχείο είναι ότι καλύτερο, για να περάσουμε τη νύχτα, μιας και το να επιστρέψουμε στο πλοίο δεν αποτελεί λύση με αυτόν τον καιρό. Με την άκρη του ματιού μου εντοπίζω στρατιώτες, να κατεβαίνουν προς το λιμάνι. Φαίνονται ταλαιπωρημένοι, σαν να μπλέχτηκαν σε μάχη και έχουν μαζί τους τον σωματοφύλακα της Σελέστ. Ο Σιρκάν είναι πληγωμένος και παραπατάει ανάμεσά τους. Τι άλλο θα μου κρύψουν οι άντρες μου; Η Σελέστ τον βλέπει και ταράζεται. Σηκώνει τα μάτια της στα δικά μου και με κοιτάζει παρακλητικά, σαν να θέλει την άδειά μου. Λύνω τα χέρια της και την αφήνω, να πάει κοντά του, όσο και αν με ενοχλεί η συμπεριφορά της.
Η Σελέστ δεν τον πλησιάζει πολύ, ίσως επειδή είμαι μπροστά ή επειδή κατάλαβε, ότι δεν είναι πρέπον, να το κάνει. Ο Σιρκάν είναι αναστατωμένος και μοιάζει έξαλλος. Μαζί της, με τους άντρες μου… ποιος ξέρει; Τα χέρια του είναι δεμένα πίσω από την πλάτη του.
«Λυπάμαι πολύ». Μουρμουρίζει θλιμμένα η Σελέστ. «Δεν έπρεπε, να σε φέρω σε αυτή τη θέση».
«Τι!» σαστίζει ο Σιρκάν. «Τι είναι αυτά, που λες; Θα σε ελευθερώσω από αυτό…»
«Όχι, τελείωσε. Θα… αποδεχτώ το μέλλον μου. Είναι το μόνο, που μπορώ, να κάνω έτσι και αλλιώς. Τελείωσε, γύρνα σπίτι σου και ξέχασε, ότι έγινε».
«Δεν είσαι σοβαρή. Τι θα γίνει με την Κρήνη του Σύμπαντος; Σελέστ…»
«Δεν ξέρω. Θα βρω κάτι». Λέει πιο χαμηλόφωνα απ’ όσο συνήθιζε.
Πλησιάζω κοντά τους και τυλίγω κτητικά το χέρι μου γύρω από τους ώμους της. Ο Σιρκάν με κοιτάζει θυμωμένος απευθείας στα μάτια. Ανταποδίδω με την ίδια ένταση το βλέμμα του θέλοντας, να τον κάνω, να νιώσει παρείσακτος. Η Σελέστ δε θα χρειαστεί από εδώ και πέρα τις υπηρεσίες του. Οι άντρες μου θα την φροντίσουν πολύ καλύτερα. Κάνω νόημα στον Φόστερ, να ελευθερώσει τα χέρια του.
«Σε αποδεσμεύω από τα καθήκοντά σου ως σωματοφύλακα της μέλλουσας γυναίκας μου. Είσαι ελεύθερος, να κάνεις, ότι θέλεις μακριά της». Δηλώνω αυστηρά και χωρίς πολλές περιστροφές. «Επίσης δε σε θέλω κοντά της. Σέβομαι την ύπαρξή σου μόνο και μόνο, επειδή σε νοιάζεται».
«Πρίγκιπα Γκασπάρντ… εμ σας παρακαλώ, αυτό δεν είναι απαραίτητο». Λέει διστακτικά η Σελέστ και της γνέφω καταφατικά.
Την παίρνω μακριά και εκείνη δε ρίχνει ούτε μια ματιά πίσω της, όμως ξεφυσάει απογοητευμένη, σφίγγει τα χείλη της και ανοιγοκλείνει πολλές φορές τα μάτια της, σαν να θέλει, να κρύψει την λύπη της. Βγάζω το παλτό μου και το ρίχνω στους ώμους της πάνω σε αυτό του Χάμελιν. Την τραβάω κοντά μου και η Σελέστ δεν αντιδράει. Νιώθω το σφίξιμο στο σώμα της και μορφάζω ενοχλημένος. Δεν με εμπιστεύεται, ίσως και να με φοβάται.
Το πανδοχείο είναι γεμάτο από στρατιώτες και το μόνο που υπάρχει είναι ένα μονόκλινο δωμάτιο. Συνοδεύω τη Σελέστ στο διαμέρισμά της και κλείνω σιγανά την πόρτα πίσω μου. Εκείνη με κοιτάζει πάνω από τον ώμο της και αφήνει τα δύο πανωφόρια, να πέσουν πάνω στο κρεβάτι. Το φόρεμά της από κάτω είναι βρεγμένο και κολλάει προκλητικά στους μηρούς της, ενώ ο κορσές τονίζει τα στητά της στήθη. Παρατηρώντας το βλέμμα μου καλύπτει το σώμα της με τα χέρια της και τα μάγουλά της κοκκινίζουν από ντροπή. Αποστρέφω τα μάτια μου νευρικός, καθώς το αίμα αρχίζει, να βράζει στις φλέβες μου.
«Τι πρόκειται, να μου συμβεί, αν μείνω μαζί σου;» με ρωτάει ξαφνικά. «Κατανοώ, ότι με παντρεύεσαι για το αντικείμενο, που έχω στην κατοχή μου. Όμως… τίποτα δε σε εμποδίζει, να με σκοτώσεις, αφότου το πάρεις στα χέρια σου, σωστά;»
«Θα κοιμηθώ στο πάτωμα, οπότε μπορείς, να πάρεις το κρεβάτι». Αλλάζω την συζήτηση. Δεν έχω σκοπό, να την σκοτώσω, ούτε που το έχω σκεφτεί, αλλά και μια απάντηση δε θα την καθησυχάσει έτσι και αλλιώς. «Τα φόρεμά σου είναι βρεγμένο. Βγάλ’ το».
«Τι!» ξεφωνίζει έκπληκτη και ζαρώνει κοντά στον τοίχο. Ξεκουμπώνω το πουκάμισό μου και το βγάζω προσφέροντάς της το.
«Δεν είναι κάτι σπουδαίο, αλλά είναι στεγνό. Δεν μπορείς, να κοιμηθείς με βρεγμένα ρούχα. Θα αρρωστήσεις». Κάνω ένα βήμα μπροστά και εκείνη σηκώνει τα χέρια της τρομοκρατημένη αμυντικά. «Επίτρεψέ μου, να σε βοηθήσω, αν δεν μπορείς, να το κάνεις μόνη σου».
«Όχι. Δεν θα γδυθώ μπροστά σου». Μου φωνάζει και την αρπάζω από τα μπράτσα. «Πρίγκιπα Γκασπάρντ σε παρακαλώ, δεν έχεις το δικαίωμα».
Η Σελέστ προσπαθεί, να ξεφύγει και πάνω στον πανικό της πατάει το στρίφωμα του φορέματός της και πέφτει. Πέφτω πάνω της και την ακινητοποιώ με το βάρος μου στο πάτωμα. Τα χέρια μου πιάνουν τον κορσέ και λύνουν γρήγορα τα κορδόνια. Έπειτα αρπάζουν το ντεκολτέ της και το τραβούν βίαια. Οι ραφές ξηλώνουν με έναν απειλητικό ήχο, που φέρνει δάκρυα στα μάτια της. Από κάτω φοράει ακόμα τα εσώρουχά της, όμως τα στήθη της φαίνονται ακόμα πιο προκλητικά από πριν. Η ύπαρξή της με αναστατώνει.
«Στ’ αλήθεια πιστεύεις, ότι θα σε σκοτώσω; Νομίζεις, ότι μόλις πάρω αυτό, που θέλω…»
«Ναι!» προσπαθεί, να με σπρώξει. «Σε παρακαλώ, μη με ατιμάσεις».
«Τότε κάνεις λάθος. Επίτρεψέ μου, να σου το αποδείξω». Γρυλίζω παγωμένα. «Έκανα μια συμφωνία με τον περιφερειάρχη Κάλντερ. Θα γινόσουν δική μου εγώ θα πρόσφερα τους άντρες μου, για να προστατέψουν το Κρέομορ από τον πόλεμο. Οι γυναίκες είναι μεγάλος μπελάς και εσύ ήσουν η καλύτερη επιλογή μου, γι’ αυτό δεν έχεις παρά, να δεχτείς το μέλλον σου».
Τα χείλη μου καλύπτουν βίαια τα δικά της και την φιλούν άγρια. Η γλώσσα μου ανοίγει το στόμα της, για να συναντήσει τη δική της και η Σελέστ αποστρέφει δυσαρεστημένη το πρόσωπό της. Με αναστατώνει περισσότερο η αντίστασή της. Πιάνω το κεφάλι της με τα χέρια μου, ενώ με τους αγκώνες μου κρατάω κολλημένους στο έδαφος τους ώμους της και την φιλάω ξανά και ξανά, ώσπου νιώθω την πικρή γεύση του αίματος από την βιαιότητά μου. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια της και όταν την ξαναφιλάω με δαγκώνει. Άγρια. Μουγκρίζω από τον πόνο και τραβιέμαι, καθώς σκίζει τα χείλη μου. Αίμα κυλάει στο σαγόνι μου.
«Ανάθεμα… σκύλος είσαι;» βρίζω πνιχτά.
«Σίγουρα όχι καμία πόρνη απ’ αυτές, που συναναστρέφεσαι. Δεν είμαι γυναίκα σου ακόμα. Δεν έχεις το δικαίωμα, να με διατάζεις και να ασελγείς πάνω μου». Μου φωνάζει θυμωμένη και με χτυπάει με τα χέρια της.
Υποχωρώ και σηκώνομαι. Φοράω το παλτό μου πάνω από το γυμνό μου στήθος και βγαίνω από το δωμάτιο έξαλλος με τον εαυτό μου. Που να πάρει, για ποιο λόγο το έκανα αυτό; Στον διάδρομο ο Φόστερ με παρατηρεί ανασηκώνοντας τα φρύδια του έκπληκτος και πνίγει βιαστικά ένα απρόσκλητο χαχανητό.
«Κύριε, θα μπορούσα, να σας δώσω μια συμβουλή;» με ρωτάει διστακτικά. Νεύω καταφατικά. «Η δεσποινίς Κίλμπορν δεν έχει νιώσει ξανά το χάδι ενός άντρα και έχει μεγαλώσει σε οικογένεια ευγενών. Οι τρόποι που προσπαθείτε, να εφαρμόσετε είναι προσβολή για εκείνη».
«Δεν ήθελα…»
«Ο γάμος σας δε θα είναι βασισμένος πάνω στον έρωτα, οπότε για να μην υπάρχουν εντάσεις καλό θα ήταν, να την προσεγγίζατε με πιο ρομαντικό τρόπο. Πρώτα απ’ όλα κερδίστε την εμπιστοσύνη της».
Ηλιάνα Κλεφτάκη