ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
Η ΈΙΣ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΕ ΈΝΑ ΒΑΘΡΟ. Τα μάτια της είχαν εκείνες τις ρυτίδες
έκφρασης στα πλάγια. Τα μαλλιά της κυμάτιζαν ακριβώς όπως και της Άισλιν. Όχι,
ήταν λίγο πιο έντονες οι καμπύλες που σχημάτιζαν. Το χρώμα των ματιών της ήταν
το ίδιο ξεφτισμένο καστανό με των μαλλιών της. Αν κάποιος την κοίταζε θα
σκεφτόταν πως δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο. Μα όταν εκείνη θα έριχνε πάνω του το
βαρύ της βλέμμα θα ήξερε πως ήταν γεννημένη αρχηγός. Γιατί όταν κοιτούσε
ζωγράφιζε έναν ολόκληρο κόσμο. Η Άισλιν παγιδεύτηκε στην εικόνα της. Δεν είχε
συνειδητοποιήσει πόσο την είχε νοσταλγήσει. Φορούσε ένα μακρύ γαλαζοπράσινο
φόρεμα. Το χοντρό του ύφασμα απλωνόταν γύρω της σαν να ήταν φτιαγμένο από νερό.
Σήκωσε το ποτήρι της στον αέρα. Ένα άσπρο-κίτρινο υγρό πάφλασε μέσα από το
γυαλί. Ο κόσμος έκανε το ίδιο και η Άισλιν συνειδητοποίησε πως ήταν από τους
λίγους που δεν κρατούσαν ποτήρι. Αναρρίγησε αισθανόμενη άβολα. Είχε αργήσει
αρκετά, τελικά.
«Γκέλντορ
Μόλτεν.» Φώναξε παθιασμένα η Έις. Κάτω από το βάθρο επικρατούσε νεκρική σιγή.
«Ένα όνομα, χιλιάδες αναμνήσεις.» Συνέχισε η γυναίκα. «Ο Γκέλντορ ήταν φίλος,
στρατηγός, πατέρας, σύζυγος.»
Ο κόσμος χειροκρότησε και μερικά κλάματα
ξεκίνησαν να ηχούν. Η Άισλιν αναζήτησε μέσα στον κόσμο. Δεν αναγνώριζε τα
περισσότερα πρόσωπα που έκλαιγαν. Ένα από αυτά όμως βρισκόταν δίπλα στη Μία.
Ήταν μια γυναίκα με λευκά μακριά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Φαινόταν πολύ νέα
για να είναι η μητέρα της, αλλά δεν γινόταν να μην ήταν. Από τα μάτια της έρρεε
ποτάμι δακρύων. Φαινόταν πως πονούσε πολύ. Μόνο η γυναίκα του στρατηγού θα
μπορούσε να είναι.
Η Μία συγκράτησε την ετοιμόρροπη μητέρα
της. Είχε φτάσει στο Μέινλοουν μερικές ώρες νωρίτερα. Πρώτα κατσάδιασε τη Μία
που ήταν εξαφανισμένη. Αλλά αμέσως μετά είχε ξεσπάσει σε κλάματα και είχε πέσει
στην αγκαλιά της. Ποτέ δεν είχε δει τη μητέρα της τόσο ευάλωτη κι έτσι δεν
ήξερε πώς έπρεπε να το διαχειριστεί. Έμεινε κοντά της και την άφησε να κλάψει
μέχρι τα μάτια της να στεγνώσουν. Το κενό στη καρδιά της ξεκινούσε να μεγαλώνει
επικίνδυνα. Τώρα δεν ήταν μόνο ο πατέρας της εκείνος που έλλειπε, ήταν κι η
μητέρα της. Γιατί είχε γίνει τόσο ράκος, που μετά βίας θύμιζε την Ελισάβετ
Μόλτεν. Ο κόσμος της Μία τρεμούλιαζε κάτω από τα πόδια της και δεν είχε καμία
σανίδα σωτηρίας. Γιατί ο Λίον θα κινδύνευε στην επόμενη μάχη. Ποιος ξέρει;
Μπορεί να μην επέστρεφε ποτέ. Γιατί ο Εστέφαν ήταν το τελευταίο άτομο που
μπορούσε να εμπιστευτεί. Και η Άισλιν ήταν ακόμη ένα φάντασμα για εκείνη,
τίποτα περισσότερο.
«Είμαστε λοιπόν
εδώ σήμερα γιατί μοιραζόμαστε τον ίδιο πόνο και την ίδια αγάπη για τον
Γκέλντορ.» Κι άλλοι άνθρωποι ξεκίνησαν να κλαίνε μέσα στο πλήθος. «Αλλά ο
θάνατός του θα γίνει φωτιά στις καρδιές μας, και θα κάψουμε την σκοτεινή
αυτοκρατορία του Κέζελθ με αυτή.» Όλοι ξεκίνησαν να ζητωκραυγάζουν, εκτός από
την Άισλιν. Εκείνη κοίταζε τη μητέρα της εξοργισμένη. «Αυτή τη στιγμή τα μισά
μας στρατεύματα βομβαρδίζουν το Λέρνιαρ.»
Τα μάτια της κόρης της Έις στένεψαν. Ώστε
ήταν δικό της φταίξιμο οι τραυματισμοί, τα ουρλιαχτά και οι θάνατοι που άκουγε
τις περασμένες εβδομάδες; Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Η οργή που έτρεφε για
τον Κίλιαν και τον Αντρέ ήταν μηδενική μπροστά σε αυτήν που ένιωθε για την
μητέρα της εκείνη τη στιγμή. Ξεκίνησε να προχωρά μέσα στο πλήθος. Θα σηκωνόταν
στο βάθρο δίπλα της, και θα της αποδείκνυε το μεγάλο της λάθος. Λίγο πριν
ανέβει ένα χέρι συγκράτησε τον ώμο της. Ήταν έτοιμη να επιτεθεί. Περίμενε πως
κάποιος φρουρός είχε αντιληφθεί το σχέδιό της και το είχε εκλάβει ως απειλή. Μα
αυτό που είδε την τρόμαξε. Κόκκινος μανδύας, μαύρη κουκούλα, γαλάζια κοφτερά
μάτια, επιθετική στάση. Αναρρίγησε.
«Άισλιν, μην το
κάνεις.» Ξεστόμισε ο Αντρέ με μαλακή φωνή. Η κοπέλα τον κοίταξε έκπληκτη που
δεν φαινόταν έτοιμος να της χιμήξει.
«Τι κάνεις εδώ;»
Τον ρώτησε σαστισμένη. Ο άντρας γονάτισε μπροστά της και έσκυψε το κεφάλι του
με σεβασμό.
«Ήρθα να
απολογηθώ που δεν κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Απλώς έχεις τόσο ισχυρή
μαγεία που με κάνει να θέλω να..» Την κοίταξε παθιασμένα, αλλά όχι με την
ερωτική έννοια. «Τέλος πάντων.» Στραβοκατάπιε. «Θέλω να μου επιτρέψεις να σε
προστατεύω.» Η Άισλιν συνέχισε να τον κοιτάζει απηυδισμένη και έκπληκτη. Ήταν
έτοιμη να αρνηθεί μα εκείνος συνέχισε. «Θα μένω στις σκιές. Και αρκετά μακριά
σου για να συγκρατούμαι.»
Η κοπέλα κοίταξε μια τα αποφασισμένα του
μάτια και μια την Έις. Έπρεπε να βιαστεί αλλιώς θα έχανε την ευκαιρία της.
Κατένευσε βιαστικά και ανέβηκε στο βάθρο. Όπως το περίμενε, τα μάτια της Έις
δεν φωτίστηκαν από έκπληξη. Το βλέμμα της ήταν περισσότερο επικριτικό παρά
χαρούμενο. Και η αλήθεια ήταν πως τα μάτια της Άισλιν βούρκωναν γιατί η μητέρα
της στα αλήθεια της είχε λείψει. Μα δεν είχε χρόνο για τα συναισθήματά της
τώρα. Έπρεπε να σταματήσει τον πόλεμο. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος στον πόνο και
τον θάνατο που σκορπούσε η μητέρα της. Δεν ήθελε να έχει τόσες ζωές στους ώμους
της.
«Ονομάζομαι
Άισλιν.» Δεν είχε μάθει να μιλάει δυνατά μα έπρεπε να προσπαθήσει. Όταν δεν
ακούστηκε, χρησιμοποίησε τη μαγεία για να ακούγεται καθαρότερα και δυνατότερα.
«Ονομάζομαι Άισλιν.» Επανέλαβε και αυτή τη φορά την άκουσαν όλοι όσοι
βρίσκονταν στο Μέινλοουν. «Όλοι σκέφτεστε: η κόρη της Έις. Αλλά κάνετε λάθος.
Σας μιλώ σαν ένας από όλους τους ανθρώπους του Άπερον. Και σας ζητώ να μην σκορπίσετε
άλλο θάνατο. Χάνετε αδέρφια, παιδιά, συζύγους, φίλους. Άλλοι χάνουν ότι πιο
πολύτιμο έχουν, την ζωή τους.» Τα μάτια της βούρκωσαν και ο κόσμος ξεκίνησε να
της φωνάζει με θυμό και οργή. «Δεν σας λέω πως πρέπει να δεχτείτε τον Κέζελθ.
Ένας θεός ξέρει πόσο τον μισώ εγώ που πέρασα πολύ καιρό μέσα σε ένα σκοτεινό
μπουντρούμι του κάστρου του.» Οι φωνές σιώπησαν. Ο κόσμος ήθελε να την ακούσει.
«Αλλά μέσα στο Λέρνιαρ, σκοτώνετε παιδιά. Ήμουν εκεί και τα άκουσα να
ουρλιάζουν και να κλαίνε. Πείτε μου αν αυτό δεν σας θλίβει.» Ένα δάκρυ κύλησε
στο μάγουλό της. «Φταίει ο Κέζελθ που δεν βρίσκει αξία στην ανθρώπινη ζωή. Αλλά
εσείς τι κάνετε; Δεν κάνετε το ίδιο;» Οι οργισμένες φωνές επέστρεψαν. «Αν
λοιπόν θέλετε να πολεμήσετε, πολεμήστε εκείνον που αξίζει το μίσος σας.
Βοηθήστε με να κατατροπώσω τον Κέζελθ. Θέλω μόνο μία μάχη μαζί του, τίποτα
περισσότερο.» Τα μάτια της Έις κοίταζαν προσεκτικά το πρόσωπο της κόρης της.
Ήταν όπως την θυμόταν μα μέσα της είχε αλλάξει τόσο πολύ που την τρόμαζε.
«Δεν θα σε
αντιμετωπίσει τόσο εύκολα. Πρέπει να γίνουν μάχες. Σε κάποια από αυτές, εάν
είσαι τυχερή..» Έλεγε η Έις μα η Άισλιν την διέκοψε με αυθάδεια.
«Ξέρω πώς να τον
βρω. Έχω ένα πολύ καλό σχέδιο. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι ποιος θα με βοηθήσει
να το εκπληρώσω.» Το πρόσωπο της Έις φαινόταν θυμωμένο και μπερδεμένο.
«Δεν μπορούμε να
αναθέσουμε το μέλλον της Λευκής Αυτοκρατορίας στα χέρια ενός παιδιού που
μάλιστα ασκεί μαύρη μαγεία.» Τα σκληρά λόγια της μητέρας της κάρφωσαν την
καρδιά της σαν μαχαιριές. Δίχως προειδοποίηση τα μάτια της πλημμύρισαν με
δάκρυα. Το πρόσωπο της Έις για μια μόνο στιγμή τσαλακώθηκε από τον πόνο. Αμέσως
μετά έγινε πάλι σκληρό σαν πέτρα. Αυτό ήταν. Τα λόγια της γυναίκας είχαν
προκαλέσει τον κόσμο να ξεσπάσει σε φωνές και ουρλιαχτά. Κάτω από το βάθρο
επικρατούσε όχλος. Η Μία κοίταξε την Άισλιν κουρασμένα. Γιατί προσπαθεί τόσο αυτή η κοπέλα; Αναρωτήθηκε. Κανείς δεν θα εκτιμήσει τα λόγια και τη
προσπάθειά της.
«Δεν..» Η φωνή
της Άισλιν τρεμούλιαζε και χανόταν μέσα στην οχλοβοή. Σκούπισε τα μάτια της και
έδωσε λίγο χρόνο στον εαυτό της για να πάρει μια βαθειά ανάσα. «Δεν ασκώ μαύρη
μαγεία τώρα πια.» Ενημέρωσε τον κόσμο που δεν φάνηκε να ηρεμεί ή να την
πιστεύει. Κοίταξε το πλήθος πανικόβλητη. Άγνωστα πρόσωπα. Οργισμένα πρόσωπα. Η
Μία, την κοίταζε συμπονετικά. Ο Κίλιαν ήταν δεμένος στην άλλη άκρη. Δεν
φαινόταν πριν ανέβει στο βάθρο. Μα εκείνος της χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ορίστε, το πιόνι του Κέζελθ είναι
ευχαριστημένο, σκέφτηκε σαρκαστικά. Και μέσα στις σκιές, λίγο παραπέρα τα
μάτια του Αντρέ ήταν συντονισμένα πάνω της. Ο Λίον ούρλιαξε δυνατά μέσα στον
όχλο και τον έκανε να σωπάσει.
«Είμαι μαζί της.»
Ανακοίνωσε και η ατμόσφαιρα πάγωσε.
«Κι εγώ, θέλω να
μάθω το χαζό σχέδιό της.» Συμφώνησε η Μία και η Άισλιν γέλασε απαλά με το
αρνητικό της σχόλιο.
«Εγώ θα σκοτώσω
όποιον μπει στον δρόμο σου.» Της φώναξε ο Αντρέ.
«Αφού υπάρχει
τρόπος να σωθούν ζωές, είμαι μαζί σου.» Είπε ο Εστέφαν. Η Άισλιν δεν τον είχε
γνωρίσει και της έκανε εντύπωση που ένας άγνωστος την είχε υποστηρίξει.
«Στις διαταγές
σου Άις.» Η εξουθενωμένη φωνή του Κίλιαν έφτασε στα αυτιά της με δυσκολία.
«Πολύ καλά
λοιπόν. Αλλά αν χάσετε τις ζωές σας άδικα δεν φταίω εγώ.» Κατέληξε η Έις
ηττημένα. «Θέλω ένας αγγελιαφόρος να διατάξει παύση πυρών στο Λέρνιαρ. Ας δούμε
τι συμβαίνει όταν αναλαμβάνουν οι νέοι.» Συνέχισε σοφά. «Μας οδηγούν σε μια
καινούρια εποχή, ή στο χάος;»