Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 5 - Βασίλειος ο πορφυρογέννητος)


Άνοιξη γλυκιά έραινε πλέον τη Βασιλεύουσα, μ’ όλο της το φως και όλα της τα μύρα. Αύξαινε και τρανωνότανε η μέρα, κι η νύχτα υποχωρούσε, λείβοταν, καθώς «ο τα πάντα καλώς δημιουργήσας» Θεός κανόνιζε. Και το νεαρό πριγκιπικό αντρόγυνο, ο Ρωμανός κι η Θεοφανώ, ήταν πιο ερωτευμένο από ποτέ. Χωρίς καμιά μέριμνα για τη μελλοντική του θέση να σκοτίζει το νου του, ο δεκαοκτάχρονος μοναχογιός του βασιλιά Κωνσταντίνου γέμιζε δώρα τη λατρεμένη του γυναίκα, διαλέγοντας απ’ ο, τι καλύτερο έμπαινε στο Παλάτι, και περνούσε πάνω από τις μισές ώρες της ημέρας αντάμα της στο δώμα τους, να χαίρεται τα φιλιά, την αγκαλιά και τη γλυκιά λαλιά της. Μα κι η μικρή Λάκαινα ρουφούσε αχόρταγα τον έρωτα του άντρα της, μ’ όλους τους πόρους του δεκαεξάχρονου κορμιού της ανοιχτούς, κι όταν έσμιγαν και τον κρατούσε τυλιγμένο μες στα χέρια της, ένιωθε κάπου μέσα της σαν να ’τανε δική της σάρκα πια αυτό το γερό παλικαρίσιο σώμα, που τόσους πόθους κοριτσιών είχε ξεσηκώσει χωστά να το περιλαμπάνουν, νύφες δικές του και Αυγούστες εστεμμένες…

«Καλή μου, έλα να σου δείξω τη Μαγναύρα με τα θαύματά της» της είπε εκείνο το πρωί, και την πήρε από το χέρι για να πάνε στο μέγαρο της υποδοχής των ξένων πρέσβεων.

«Θα μας αφήσουνε να μπούμε;» απόρησε η Θεοφανώ.

«Μην ανησυχείς, άλλωστε εγώ είμαι ο γιος του αυτοκράτορα και συμβασιλέας. Θα δώσω κάτι στον φρουρό αν χρειαστεί…»


«Σωστά!» έγνεψε καταφατικά η κοπέλα χαμογελώντας του. Με τα πολλά, έφτασαν σ’ ένα όμορφο κηπάκι, υπόστυλο, το αναδενδράδιο όπως το λέγανε, ανέβηκαν μερικά σκαλιά και βρέθηκαν στην είσοδο, μπροστά σε μια τεράστια πόρτα με κάσα και παραστάδες από μάρμαρο. Ο Ρωμανός αντάλλαξε δυο κουβέντες με τον φρουρό που δεν έφτασαν στα αυτιά της Θεοφανώς, του ενεχείρισε ένα πουγκί δερμάτινο κι ο μεγαλόσωμος άντρας, μ’ ένα μειδίαμα ικανοποίησης, παραμέρισε, υποκλίθηκε στον πρίγκιπα και αφού του υποσχέθηκε να κάνει τα στραβά μάτια τους άφησε μόνους. Η Θεοφανώ σκαρδάμυξε έντονα με το που βρέθηκε στην αίθουσα, θαμπωμένη. Τεράστιοι μαλαματένιοι και κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν από την οροφή της, πελώριες υδραύλεις με τις σωλήνες τους σαν κορμούς λεπτών δέντρων, και κάτι ψεύτικα αργυρά δένδρα ακόμα, με σμήνος πουλιά απάνω τους που λες κι ήταν έτοιμα να κελαηδήσουνε στα αλήθεια, ή να ανοίξουνε τα φτερά τους και να πετάξουν μακριά. Μα αυτό που την ξάφνιασε πιότερο ήταν οι λιόντες οι χρυσοί, με τις χαίτες τους τις σγουρές και τα στόματα που έχασκαν, σ’ έναν άφωνο θαρρείς βρυχηθμό.


«Μη φοβάσαι, είδωλα είναι μόνο» την καθησύχασε ο Ρωμανός, νιώθοντας το χέρι της να σφίγγεται λίγο κρυωμένο μες τη χούφτα του και το μπράτσο της να ζαρώνει κοντά στο δικό του, κι έπειτα έδειξε ίσια μπρος με το δάχτυλό του:


«Τον βλέπεις αυτόν τον θρόνο; Αυτός είναι το καμάρι της βασιλείας, θρόνο του Σολομώντα τονε λένε… Πάνω του κάθεται ο πατέρας, όπως κι ο παππούς μου ο Λέων ο Σοφός κι ο προπάππους μου ο Βασίλειος ο Μακεδόνας κι όλοι οι αυτοκράτορες πριν από τον ίδιο, όταν έρχονται οι απεσταλμένοι των άλλων εθνών με πρεσβείες, και ενώ γίνεται η ακρόαση το θρονί υψώνεται στον αέρα, ηχούνε όλα μαζί αυτά που θεωρείς, πουλιά, όργανα, λιοντάρια, και μένουν άναυδοι οι ξένοι! Το ίδιο άναυδος θα είχε μείνει θαρρώ κι ο Λιουτπράνδος ο επίσκοπος της Κρεμόνας, όταν επισκέφτηκε τη Βυζαντίδα πριν από αρκετά έτη και ο πατέρας παρέθεσε εδώ το δείπνο των Χριστουγέννων σ’ όλη του την κουστωδία…»


«Πώς υψώνεται δηλαδή; Μπορώ να το δω κι εγώ;» έκανε με έκδηλη περιέργεια η Θεοφανώ.


«Δεν ξέρω, αλήθεια» κούνησε τους ώμους ο Ρωμανός γελώντας. «Υπάρχει ένας μυστικός μηχανισμός, λένε, που το θέτει σε κίνηση… Αλλά και να τον ήξερα, δε νομίζω ότι θα μας το επέτρεπαν να παίξουμε μαζί του…»


«Καλά…» απάντησε εκείνη, κι αφήνοντας το κράτημά του πήγε να χαϊδέψει ένα από τα χρυσά λιοντάρια.


«Μπορώ όμως για χάρη σου να καθίσω απάνω του» συνέχισε το παιδί, και χωρίς να περιμένει τη συναίνεσή της, σκαρφάλωσε τις βαθμίδες που οδηγούσαν στον θρόνο και τον οικειοποιήθηκε, παίρνοντας ύφος μεγαλόπρεπο και περισπούδαστο, σαν πραγματικός αυτοκράτορας.


«Ποια είσαι εσύ, ξένη, και πώς μπαίνεις έτσι δίχως να προσκυνήσεις τον βασιλέα;» απευθύνθηκε δήθεν αυστηρά στη Θεοφανώ. Αιφνιδιάστηκε για μια στιγμή το κορίτσι, όμως ευθύς κατάλαβε πως ο Ρωμανός το έριχνε στο παιχνίδι, έτσι έπεσε κι αυτή στα γόνατα και απολογήθηκε με τρόπο θεατρικό:


«Ω, αύγουστε, συγχώρεσέ με! Είμαι μια ταπεινή κόρη, που η μοίρα μου με έριξε στα πόδια σου…»


«Και τι ζητάς; Ποιος είναι ο ορισμός σου;»


«Τίποτα, τίποτα απολύτως! Μοναχά… τον έρωτά σου, βασιλιά μου…»


Και λέγοντας αυτό, σήκωσε το κούτελο και τον κοίταξε με προκλητική ηδυπάθεια.


«Αυτό είναι εύκολο. Έλα κοντά μου» τη βεβαίωσε ο Ρωμανός, και της έτεινε το χέρι συστρέφοντας τα δάχτυλα σε ένα νεύμα κλήσης. Η Θεοφανώ ορθώθηκε, τον πλησίασε, του φίλησε την ανάστροφη της παλάμης παιχνιδιάρικα, και τότε εκείνος τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της, την αγκάλιασε πιο σφιχτά και με το άλλο, την κάθισε στα γόνατά του φιλώντας την συνέχεια στο στόμα και μες στην ορμή του φιλιού τους κόντεψαν τέλος να ξαπλωθούν σχεδόν πάνω στον πολυποίκιλο θρόνο σαν να ’τανε κλινάρι.


«Όλα αυτά θα γίνουνε μια μέρα και δικά σου, Ρωμανέ» του ψιθύρισε με λαχτάρα, χουφτιάζοντας τα μαγουλά του. «Εσύ θα κάθεσαι σ’ αυτά εδώ τα μαξιλάρια, τα δικά σου πόδια θα ακουμπούν στο υποπόδιο, εσύ θα στέκεις ψηλά και θα τυφλώνονται από τη δόξα σου οι ξένοι πρεσβευτές, εσύ, εσύ, αγάπη μου!»


Απορροφημένοι καθώς ήταν, δεν πρόσεξαν τον Βρίγγα που είχε σταθεί στην είσοδο. Κι ο μέγας πραιπόζιτος έσυρε φωνή στεντόρεια κι αυστηρή, σαν είδε τον διάδοχο και τη Σπαρτιάτισσα στην τόσο άπρεπη για τον χώρο και διαχυτική τούτη στάση, όσο του επέτρεπε η φύση του ως ευνούχου:
«Ρωμανέ!»


Η Θεοφανώ στράφηκε, ενοχλημένη που τους χάλαγαν την τρυφερή στιγμή. «Πάλι αυτός…» συλλογίστηκε βλέποντας τον αξιωματούχο, και μούτρωσε. Δεν τον συμπαθούσε καθόλου, σα βδέλλα της φαινόταν κολλημένος πάνω στον άντρα της, και την ίδια την κοίταζε πάντα με μισό μάτι…


«Πρίγκιπα, σου μιλάω! Τι κάνετε εδώ πέρα; Ξέρεις πού βρίσκεσαι;» εξακολούθησε ο ευνούχος, πλησιάζοντας.


«Με συγχωρείς, Βρίγγα» δικαιολογήθηκε ο Ρωμανός σιάζοντας το καβάδι του και στάθηκε ορθός.


«Ήθελα απλώς να δείξω στη γυναίκα μου τη Μαγναύρα…»


«Και για τι τα πέρασες τη Μαγναύρα και τα θαυμαστά της, νέε μου; Παιχνίδια; Άσε που έχεις διαβεί προ πολλού την ηλικία του παιδιού… Κατέβα τώρα από τον θρόνο και πήγαινε, δε θέλω φασαρίες με τον βασιλιά πατέρα σου! Γρήγορα!»


Υπάκουσε ο Ρωμανός, κι η Θεοφανώ αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο, μα βγαίνοντας έριξε μια περιφρονητική ματιά του Βρίγγα, καθώς περνούσε από μπροστά του. «Έννοια σου, κι άμα γίνω εγώ αυτοκράτειρα, δε θα τον αφήσω να μπλέκεται στα πόδια μας», υποσχέθηκε στον εαυτό της, κοροϊδεύοντας μέσα της το ξυρισμένο κεφάλι και το σπανό του πρόσωπο, ενώ ο ίδιος την ατένισε βλοσυρά. Αυτό το λαϊκό κορίτσι που στεφανώθηκε θα ήταν στο τέλος η χειρότερη επιρροή για τον νεαρό του προστατευόμενο, το ένιωθε…


«Μην τον συνερίζεσαι, γλαυκώπα μου, τον Βρίγγα» τη συμβούλεψε ο Ρωμανός γλυκά, αφού είχαν βγει από το μέγαρο. «Πάμε τώρα ως το Μεσοκήπι να σ’ ευχαριστήσω; Θα ’χουνε βγει τα πρώτα ρόδα, τα απριλιάτικα, είδα χθες τον κηπουρό να τα ποτίζει…»


Μοσχοβολούσε ο τόπος πράγματι από τα ανθισμένα λούλουδα της Αφροδίτης. Το βασιλόπουλο έσκυψε σε μιαν τριανταφυλλιά, έκοψε ένα προσεκτικά από τον αγκαθωτό του μίσχο και το ’βαλε στα μαλλιά της αγαπημένης του, στηρίζοντάς το πίσω απ’ το ζερβό αυτί της.


«Σου ταιριάζει τόσο πολύ!» την παίνεψε τρυφερά, και χουφτιάζοντας τον λαιμό της τη φίλησε, στα χείλη της που μοιάζαν κι αυτά με παρθένα ροδοπέταλα. Ένα πουλί, κρυμμένο μες στα δέντρα, κελάηδαγε χαρούμενα, ξετρελαμένο από το πανηγύρι της φύσης…


Όλη τη μέρα, η Θεοφανώ περιεργαζότανε άπληστα το κόκκινο τριαντάφυλλο, που το είχε χώσει σ’ ένα δοχείο με νερό. Το χάιδευε, το μύριζε, και μια αίσθηση ηδονής την κατακυρίευε. «Πρέπει να το κάνω κάτι», έλεγε, και το ζωηρό εφηβικό μυαλό της δεν άργησε να κατεβάσει την ιδέα. Σαν έπεσε για τα καλά το βράδυ, μπήκε στο λουτρό, έτριψε το κορμί της να γίνει μεταξένιο, λούστηκε με σαπούνι ακριβό, κι έπειτα αρωμάτισε έντονα την κοριτσίσια σάρκα της και κίνησε για το συζυγικό κουβούκλι, ντυμένη ένα λευκό αραχνοΰφαντο φουστάνι, ανεμίτσι. Ο Ρωμανός είχε ξαπλώσει και λαγοκοιμόταν, χωρίς να τραβήξει τα βήλα· τον έβλεπε στο φως των κεριών που φώτιζαν πλάι στο κρεβάτι τους μισόγυμνο, ν’ ανασαίνει αργά κάτω απ’ τα σκεπάσματα που άφηναν στη θέα της το στήθος του, με το ξανθό κεφάλι γερμένο λοξά στο προσκεφάλι, και ρίγησε άλλη μια φορά από πεθυμιά ερωτική για κείνον. Σίμωσε, και ψιθυριστά, αλλά αρκετά δυνατή ώστε να είναι σίγουρη πως θα τον ξύπναγε, πρόφερε τ’ όνομά του:


«Ρωμανέ μου… Άντρα μου…»


Άκουσε ο νεαρός συμβασιλέας τη φωνή της, αναδεύτηκε κι ανασηκώθηκε, βάζοντας αντιστύλι τους αγκώνες του. Μειδίασε πονηρεμένος, και της έτεινε τη δεξιά παλάμη.


«Έλα…»


Απεκδύθηκε χαμογελώντας η κοπέλα με νάζι λάγνο το ρούχο της, και μόνο με τα μαλλιά της να σκέπουν αραιά τους δυο μαστούς της έκανε ένα βήμα.


«Μη βιάζεσαι, καλέ μου» είπε, κι αποκάλυψε το δικό της δεξί χέρι, που το κρατούσε πίσω από την πλάτη. Το άνοιξε, χωρίζοντας απότομα τα δάχτυλα, και τότε μια χούφτα ροδοπέταλα σκορπίστηκαν πάνω στα σεντόνια και στα σκέλη του έκπληκτου Ρωμανού.


«Είσαι απίστευτη!..» ψέλλισε, κι εκείνη έθεσε επιτέλους τα γόνατά της στην άκρη της στρωμνής, πιάστηκε απ’ το χέρι του για να έρθουνε κοντά και τον αγκάλιασε απ’ το σβέρκο.


«Για σένα, βασιλιά μου, όλα…» άρθρωσε πάνω στο στόμα του, κι έσμιγαν καυτές οι ανάσες τους.


Την άρπαξε στα μπράτσα του, ολότελα πυρωμένος απ’ τον πόθο, και σε λίγο γίνονταν ένα οι δυο τους, πλημμυρισμένοι από ιδρώτα, μες στα μικρά γήινα βελούδα. Κι η Θεοφανώ ευχότανε και προσευχότανε συνέχεια, να βλαστήσει γρήγορα εντός της ο σπόρος του πορφυρογέννητου συζύγου της, που τόσο γενναιόδωρα της τον έριχνε κάθε φορά στα σπλάχνα της…


Έπιασε η ευχή της νεαρής αυγούστας, και λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι, ενώ παραθέριζαν οι βασιλείς με τα παιδιά τους και τη νύφη τους στο ανάκτορο των Πηγών που είχε χτίσει ο παππούς του άντρα της, ένιωσε μέσα της το πρώτο σκίρτημα της νέας ζωής. Δεν περιγράφεται η χαρά του Ρωμανού, όταν του είπε η Θεοφανώ το νέο, που της το είχε επιβεβαιώσει ο γιατρός του παλατιού.


«Θα γίνω πατέρας! Θα μου κάνεις έναν μικρό πρίγκιπα ή μια μικρή πριγκίπισσα, αγάπη μου!» αναφώνησε, την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε σ’ όλο της το πρόσωπο, τα χέρια, την κοιλιά, ενώ κι εκείνη γελούσε ευτυχισμένη και του χάιδευε τα μαλλιά. Ο Κωνσταντίνος παρέθεσε τράπεζα για το χαρμόσυνο άγγελμα, και έκανε την πρόποση στην υγειά του μελλοντικού του εγγονιού, το οποίο ευχήθηκε να είναι αγόρι και συνεπώς διάδοχος.


«Αμήν, πατέρα!» συμφώνησε ο Ρωμανός φέγγοντας ολόκληρος και κοίταξε με λατρεία τη γυναίκα του. Η Θεοδώρα χαμήλωσε τα μάτια, και κροτάλισε σιγανά με το περόνι της το ασημένιο πιάτο, νιώθοντας απίστευτο εκνευρισμό με το νικηφόρο βλέμμα που αντίκριζε στο πρόσωπο της νύφης της.


«Το ανίψι μας και εγγόνι σου, μητέρα, όποιο κι αν καταλήξει να είναι το φύλο του, θα μεγαλώσει υπό τη σκέπη τη δική σου και τη δική μας» δήλωνε αργότερα εμπιστευτικά στην Ελένη. «Μην αφήσεις να έχει τον έλεγχο απάνω του η Θεοφανώ, σ’ εξορκίζω…»


«Αχ, Θεοδώρα! Μα γιατί κάνεις σαν παιδί;» αποκρίθηκε ήρεμα η βασίλισσα. «Η Θεοφανώ θα το γεννήσει, αυτή θα το θηλάσει, αυτή θα είναι η μάνα του, και ήδη φέρεται ωσάν να ήταν σωστή πορφυρογέννητη και στέκεται άριστα στο πλευρό του αδελφού σου! Δεν καταλαβαίνω, μα την αλήθεια, ποιο είναι το πρόβλημα που έχεις μαζί της… Πήγαινε τώρα να κοιμηθείς, ο ζαράβης[1] σήμανε την έκτη ώρα της νυχτός, κι εσύ τριγυρνάς!»


«Συγγνώμη, μητέρα. Εσύ έχεις πάντα δίκιο… Καληνύχτα» μουρμούρισε η πριγκίπισσα, από σεβασμό και για να μη δώσει συνέχεια, πήγε στο δωμάτιο όπου πλάγιαζαν κιόλας οι αδελφές της και ξαπλώθηκε με φούρκα στο ανάκλιντρο δίπλα στο βορινό παράθυρο, ξεφυσώντας…


Εκείνο το φθινόπωρο του 957, η Βασιλεύουσα δέχτηκε την επίσκεψη της ηγεμονίδας Όλγας του Κιέβου, η οποία δύο χρόνια νωρίτερα είχε λάβει το άγιο βάπτισμα στη Μεγάλη Εκκλησία, με αναδόχους το ίδιο το αυτοκρατορικό ζεύγος της Ρωμανίας, μετονομασθείσα σε Ελένη. Κατέφθασε η βασίλισσα των Ρως από τις άκρες του Ευξείνου με πολλή συνοδεία, κι ο λαός ειδοποιημένος κατέκλυζε τον λιμένα για να τη δει και να θαυμάσει. Ο Κωνσταντίνος κι η Ελένη τη δέχτηκαν με απερίφραστη χαρά στα βασιλικά δώματα, και το ίδιο βράδυ διέταξαν για χάρη της ένα μεγαλοπρεπές συμπόσιο και δείπνο.


Η Θεοφανώ καρτέραγε με άκρα ανυπομονησία τη στιγμή αυτή. Είχε πολλά ακουσμένα για την Όλγα, τη χήρα του πρίγκιπα Ιγκόρ, που διοίκησε τη χώρα της σκληρά σαν άντρας και που έφερε πρώτη αυτή στον λαό της την πίστη του Χριστού. Κι όταν την είδε πρώτη φορά στο τραπέζι που ετοίμασε για αυτήν ο πεθερός της, οι προσδοκίες της επαληθεύτηκαν.


«Κι από δω η νύφη μου η Θεοφανώ, Όλγα» εξήγησε στην αναδεξιμιά της η αυγούστα Ελένη, όταν η κοπέλα φάνηκε μπροστά της. «Η πιο άξια σύζυγος που θα μπορούσε να βρει ο γιος μου ο Ρωμανός!»


«Τα σέβη μου, υψηλοτάτη» υποκλίθηκε η Λάκαινα, όσο της επέτρεπε η φουσκωμένη της γαστέρα των πέντε μηνών της εγκυμοσύνης της, κι ύστερα στέριωσε τα μαύρα της μάτια στο άσπρο και ροδαλό πρόσωπο της Όλγας.


«Όμορφη και σεμνή, όπως ταιριάζει σε μια βασιλική νύφη! Εύγε για την εκλογή του υιού σου, Ελένη!» την επαίνεσε μειδιώντας η Ρωσίδα, και της κράτησε μητρικά τα χέρια. «Σου εύχομαι να γίνεις καλή άνασσα, Θεοφανώ, και το παιδί που περιμένεις να είναι ευλογημένο!»


«Ευχαριστώ σε, δέσποινα» αντείπε συγκινημένη η Θεοφανώ, αγγίζοντας την κοιλιά της για να νιώσει μες τη μήτρα τα σκιρτήματα του μωρού της. Σε λίγες μέρες αναχώρησε η Όλγα για την πατρίδα της, αφήνοντας πολλά δώρα στον Κωνσταντίνο και παίρνοντας μαζί της καμωμένα απ’ αυτόν εξίσου μεγάλον αριθμό. Κι οι μήνες πέρασαν…


Ξημέρωνε η μνήμη του Αη – Βασιλιού και η Πρωτοχρονιά του έτους 958 μετά Χριστόν, 6466 από κτίσεως κόσμου. Αποσπερίς η μικρή αυγούστα βαρυγκωμούσε, κι όλοι στο Παλάτι ήταν σε εγρήγορση, αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή τη γέννα. Η Ευφροσύνη είχε διατάξει να ετοιμάσουν την Πορφύρα, για να έρθει στον κόσμο καθώς έπρεπε το πρωτότοκο της μέλλουσας αυτοκράτειρας, και μόλις άρχισαν να δυναμώνουν λίγο οι πόνοι έπιασε την κηδεμονευομένη της κάτω απ’ τις μασχάλες και βαστάζοντάς τη γερά την έφερε στο πλουμισμένο τετράγωνο κουβούκλι, όπου πριν δεκαεννιά σχεδόν χρόνια γέννησε η πεθερά της τον αγαπημένο της άντρα. Τώρα καθότανε στο πλάι της, της χάιδευε ενθαρρυντικά το χέρι και τα μαλλιά και πού και πού της σκούπιζε τις στάλες τον ιδρώτα που έπαιρνε να παχνίζει το μέτωπό της, όσο τα σπλάχνα της ζορίζονταν περσότερο να βγάλουν τον καρπό τους, λέγοντάς της λόγια τρυφερά, μητρικά:


«Μη φοβάσαι, κόρη μου… Εγώ είμαι στο πλάι σου, σύχασε περιστέρα μου… Όλα θα πάνε καλά!»


«Ευφροσύνη… Ευφροσύνη, θα τα καταφέρω;» ψέλλιζε πότε - πότε με αγωνία η Θεοφανώ, σφίγγοντας τα δάχτυλά της μες τη χούφτα της μεγάλης γυναίκας. «Και το παιδί; Θα βγει γερό;»


«Και βέβαια θα τα καταφέρεις, μάτια μου! Είσαι νιο κλαρί εσύ, και τούτα βγάζουνε τα πιο δυνατά βλαστάρια!»


Προσπάθησε να χαμογελάσει η κοπέλα, ύστερα έστρεψε τον λαιμό της κι έριξε το βλέμμα της έξω απ’ τα παράθυρα της Πορφύρας, που βλέπανε στο λιμάνι του Βουκολέοντα. Ο παφλασμός της θάλασσας, που ασήμιζε ακόμα κάτω απ’ τη φεγγοβολή των άστρων που αγάλι αγάλι χλόμιαζαν, καθώς ζύγωνε της μέρας το γαλάτισμα, έφτανε ως τα αυτιά της, κι έκλεισε μια στιγμή τα βλέφαρα να τον αφουγκραστεί καλύτερα.


«Ο Ρωμανός; Πού είναι;» ρώτησε κατόπιν την Ευφροσύνη.


«Έξω απ’ το κουβούκλι θα ’ναι, κυρά μου, πού αλλού;» της χαμογέλασε εκείνη. «Μαζί με τη βασίλισσά μας… Καρδιοχτυπά για σένανε, αχ, πώς θα καρδιοχτυπά! Κι ας μην τονε βλέπω, το μαντεύω απ’ την αγάπη που σου έχει…»


Η Θεοφανώ εισέπνευσε κι εξέπνευσε βαθιά. «Θέλω να του κάνω γιο, καλή μου Ευφροσύνη! Θέλω, όταν χαράξει η μέρα και ανατείλει ο ήλιος, να ’ρθει κι ο ήλιος ο δικός μου και να δει στα χέρια μου λεχούδι αρσενικό… Θέλω-Αα!»


Πάτησε μια τσιριξιά, η ωδίνη τούτη ήταν πιο ισχυρή από τις άλλες. Η Ευφροσύνη διάνεψε στη μαία και στις γυναίκες που παρέστεκαν την επίτοκο να γρηγορεύουνε. Το κορίτσι λαχάνιαζε, οι ωδίνες έρχονταν τώρα απανωτές, αδιάκοπες, την έκαναν να βογκά και να φωνάζει.


«Κυρά, άνοιξε κι άλλο τα σκέλια σου! Και σπρώξε!» την πρόσταξε η μαμή. Ένιωθε τη μπόρεσή της να λιγαίνει, τα μέλη της να μουδιάζουν, και δάκρυα τρέχανε μονάχα τους στην όψη της. Η παραμάνα της την ψύχωνε.


«Κουράγιο, κόρη μου… Κουράγιο… Λίγο ακόμα…»


«Ευφροσύνη…» πρόφερε με κόπο πολύ. «Αν… αν δε μπορέσω…»


«Κύριε των δυνάμεων! Σώπα, αφέντρα μου!» σταυροκοπήθηκε ταραγμένη εκείνη, μα η Θεοφανώ συνέχισε:


«Όχι, άκου με… Αν πάθω κάτι… να πεις του Ρωμανού πως τον αγάπησα… πολύ!»


Με τη στερνή της συλλαβή έβγαλε μια κραυγή, που νόμισες ότι γροικήθηκε σ’ όλη την Κωνσταντινούπολη. Και πριν καλά - καλά σχολάσει αυτή να κρούγει τον αέρα, μια δυνατή, παράταιρη, μα τόσο γλυκερή αντηχιά της ήρθε, την ώρα που ο φωτοδότης βασιλιάς του ουρανού ντυνόταν την αλουργίδα του και έβγαινε στον πρόκενσο του στερεώματος να χαιρετίσει τον μέγα πύρινο ιεράρχη που έβγαινε κι αυτός να περπατήσει επί της γης: το πρωτόκλαμα του μωρού της, και η αναγγελία της μαίας «Υγιός!», που ήχησαν στα αυτιά της σαν σήμαντρα της εκκλησιάς γλυκόλαλα που χτύπαγαν τον Όρθρο…


Ο Ρωμανός – αλήθεια ήτανε οι λόγοι της Ευφροσύνης –, όλη αυτή την ώρα που η Θεοφανώ κοιλοπονούσε, στεκόταν έξω απ’ την Πορφύρα, πότε ακίνητος ν’ αφουκράται το βογκητό της, που του μάγκωνε την καρδιά, πότε πηγαινοερχόμενος στον διάδρομο τρίβοντας και χνωτιάζοντας τις χούφτες του που ’χανε ξυλιάσει του κρύου της νυχτιάς, μα πιο πολύ απ’ την τεράστια, αφόρητη αγωνία του. Η Ελένη, όρθια και ξυπνητή κι η ίδια στο πλευρό του, με τα χέρια πλεγμένα κοντά στο στήθος, σιγοανέπεμπε προσευχές στον Πλάστη, κι όταν το αγόρι της τιναζόταν ολόκληρο με ένα πιο ψηλό ξεφωνητό της αλόχου του, τον ημέρωνε και του ’δινε κουράγιο. Σύγκαιρα της αυγής πια, πέτρωσε μια στιγμή στα πόδια του εκείνος, μόλις η λυτρωτική της γέννας ολολυγή έφυγε απ’ το στήθος της αγαπημένης του και την ένιωσε να του διαπερνά τα ώτα, κι ύστερα μ’ ένα επιφώνημα της ανακούφισης κι αυτός, ο τι γροίκησε του τέκνου του την κλάψα, σημάδι της ζωής, χώθηκε στην αγκαλιά της βασίλισσας της μάνας του λευτερώνοντας μια βροχοστάλα δάκρυα χαράς από τα γαλανά του μάτια.


«Γέννησε, μητέρα, η Θεοφανώ μου γέννησε! Έγινα πατέρας!» παραληρούσε, κι εκείνη συγκινημένη ως τα τρίσβαθα της ψυχής της τον φιλούσε στα μάγουλα και τον κανάκευε:


«Έγινες πατέρας, Ρωμανέ μου, κι εγώ γιαγιά! Πόσο ευλογημένη τούτη η μέρα!»


Η πόρτα άνοιξε και πρόβαλε η μαμή. «Να σου ζήσει ο γιος, δεσπότη μου! Κι εσύ, δέσποινα, να χαίρεσαι τον εγγονό σου!» ευχήθηκε γελαστή στον νεαρό συμβασιλέα και την αυτοκράτειρα.


«Ευλογητός ο Θεός ημών και μέγας επί πάσι τοις έργοις Αυτού, ος εχαρίσατο ημίν το άρρεν τούτο το πρωτότοκον!» λάλησε πίσω τους μια βαριά ευγενική αυδή. Ο Ρωμανός στράφηκε ξαφνιασμένος.


«Πατέρα! Εσύ εδώ;»


«Δε θα μπορούσα να λείψω, παιδί μου, απ’ το γενέσιον του εγγονού μου και υιού σου και συνεχιστού της βασιλείας μας» απάντησε ο Κωνσταντίνος και πιάνοντας από τα μπράτσα του το παλικάρι, το ασπάστηκε σταυρωτά.


«Βασιλιά μου, πολλά τα έτη σου! Να σου ζήσει ο εγγονός!» επανέλαβε τις ευχές η μαία και υποκλίθηκε μπροστά του. «Σε λίγο θα τον δείτε… Είναι γερό βρέφος, πλέριο, κι αν πάρει και των γονέων του την ομορφιά και του πάππου του τη σύνεση, μια μέρα θα γενεί άντρας καλός και σπουδαίος αυτοκράτορας! Κι η μάνα του, κι αυτή άριστα στην υγεία της!»


«Δόξα σοι ο Θεός!» έκανε η Ελένη, κι έφερε στα χείλη της τον χρυσό σταυρό τον διαμαντοκόλλητο που κρεμότανε στον κόρφο της.


«Γένοιτο η ευχή σου, σεβαστή κυρά!» χαμογέλασε με τη σειρά του ο Κωνσταντίνος. «Και νομίζω πως ήδη αποφάσισα ποιο θα είναι το όνομα που θα λάβει: Βασίλειος, του σεβαστού γενάρχη της δυναστείας μας Βασιλείου του Μακεδόνος και του ιερού πατρός ημών Βασιλείου επισκόπου Καισαρείας του ουρανοφάντορος, που εορτάζει τη σήμερον ημέρα, εν η ευδόκησε ο Θεός να δει το φως της κτίσεώς Του τούτο το πορφυρογέννητο νήπιο!»


Και συνεπαρμένος ο λόγιος και θεοσεβούμενος αυτοκράτορας από τα ίδια του τα λεγόμενα, έκανε με ευλάβεια πολλή και κατάνυξη τον σταυρό του στρεφόμενος προς ανατολάς. Ο ήλιος είχε ψηλώσει κιόλας μιαν οργιά, και θώπευε με τις ακτίνες του τη Βασιλεύουσα και το Παλάτι, που καλωσόριζε στα δώματά του τον νέο μικρό πρίγκιπα, τον Βασίλειο τον πορφυρογέννητο, τον κανακάρη του όμορφου και ταιριαστού αντρόγυνου, του Ρωμανού και της Θεοφανούς…


Δίχως να περιμένει λόγο της μαμής, ο Ρωμανός προχώρησε και μπήκε στο κουβούκλι, με τα φυλλοκάρδια του τρεμάμενα απ’ τη χαρά και τη συγκίνηση. Πάνω στο φαρδύ κρεβάτι, μισοξαπλωμένη, ακουμπιστή στα μαξιλάρια, η Θεοφανώ, με τα απέριττα κάλλη των δεκαεφτά χρόνων της να λάμπουνε, παρά την κόπωση του τοκετού, κρατούσε αγκαλιά της το νινί και το λίκνιζε απαλά, και μόλις είδε τον άντρα της να μπαίνει, τα μαυράδια των ματιών της φεγγοβόλησαν.


Πλησίασε εκείνος την κλίνη με σέβας, σαν να προσερχόταν στη μετάληψη, της φίλησε το ροδαρό της στόμα, και εκείνη του ’βαλε στα δυνατά του μπράτσα το μωρό, που το ’χανε πλυμένο και μοσχοβολημένο στο χλιό νερό το αρτυμένο με τη μυρσίνη, τη δάφνη και τ’ άλλα μυριστικά, και σπαργανωμένο σε φάσκιες πορφυρές από μετάξι.


«Ο γιος σου, Ρωμανέ, το λιοντάρι σου» του είπε γλυκερά. «Ο γιος μας, το παιδί μας…»


«Ναι, ο γιος μας, Θεοφανώ μου… Ο κανακάρης μας!» αντιλάλησε ο πρίγκιπας, κι έσκυψε το σαγόνι του να περιεργαστεί καλύτερα το αγγελικό προσωπάκι του νεογέννητου αγοριού του, που με τα μικροσκοπικά του δαχτυλάκια έκανε να αγγίξει του πατέρα του το πρόσωπο. Τ’ άφησε να του γραπώσει τον αντίχειρα, γελώντας χαρωπά, κι έπειτα του σφράγισε στοργικά το μέτωπο με τα χείλια και το γύρισε προσεκτικά στην ποθητή του.


«Λατρεμένη μου γυναίκα, είναι τόσο όμορφο το σπλάχνο μας! Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου, που μου ’κανες τέτοιο δώρο την πρώτη μέρα του χρόνου!»
Και της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο, ενώ η Θεοφανώ, αφού αφέθηκε να τριφτεί για μια στιγμή σαν το γατί στο μέσα της παλάμης του, τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω απ’ τον καρπό του, τη φίλησε στο κέντρο της και του ψιθύρισε:


«Εγώ σ’ ευχαριστώ, καλέ μου, που μου ’δωσες τον έρωτά σου για να βλαστήσει τούτος ο καρπός μας… Και τον Θεό που σ’ έφερε σε μένα!»


«Ηδονικό μου πλάσμα! Θα σου χαρίσω πολλούς ακόμα, σ’ το υπόσχομαι!» της απάντησε ο Ρωμανός και πήρε να της δαγκάνει παιχνιδιάρικα το κατωχείλι, όταν μια ψιλή φωνίτσα του μωρού τους τούς επανέφερε στην πραγματικότητα.


«Τι είναι, γιόκα μου; Τι είναι;» του μίλησε η Θεοφανώ κανακευτά και τον ταχτάρισε, κι ύστερα τον πλάγιασε στο ζερβό της το πλευρό.


«Ο πατέρας τού βρήκε ήδη και το όνομα» την πληροφόρησε ο Ρωμανός, μισοκαθισμένος τώρα δίπλα της.


«Αλήθεια;» σχολίασε η κοπέλα, χάνοντας κάπως τον ενθουσιασμό της. «Να φανταστώ, θα θέλει να δοθεί το δικό του το όνομα…»


«Κι όμως, δεν είπε να τον ονομάσουμε Κωνσταντίνο…»


«Αλλά;»


«Βασίλειος είναι το όνομα που πρότεινε να του δώσουμε, του προπάππου μου και του Αγίου Βασιλείου που εορτάζει σήμερα που γεννήθηκε, κι εγώ συμφωνώ μαζί του…»


Έκανε μια παύση. «Εσύ, καλή μου; Συμφωνείς» της αποτάθηκε κατόπιν, κοιτώντας τη στα μάτια.


«Βέβαια, βέβαια και συμφωνώ! Βασίλειος… Ναι, Βασίλειος... Του ταιριάζει, του πρέπει απόλυτα του παιδιού μας αυτό τ’ όνομα, μιας και κάποτε θα γίνει βασιλιάς!»


«Χαίρομαι λοιπόν που συναινείς» κατέληξε ο Ρωμανός βαστώντας τους ώμους της, κι ατένισαν ομάδι το πριγκιπόπουλό τους που κάμμυε μια στάλα τα ματάκια του.


«Βασίλη, Βασιλίτζη μου, μικρέ μου βασιλέα» έπλασε έναν στίχο η Θεοφανώ, και με το πρώτο του αυτό νανούρισμα αποκοιμήθηκε σε λίγο ο καινούριος πορφυρογέννητος, αυτός που επρόκειτο να γίνει ο πιο Σπαρτιάτης αυτοκράτορας της Ρωμανίας, στα χέρια της Λάκαινας γέννημα – θρέμμα μητερούλας του…


Αργότερα την ίδια μέρα, μετά τη λειτουργία και τη δοξολογία στη Μεγάλη Εκκλησία, ήλθε κι ο πατριάρχης Πολύευκτος να δώσει τις πρέπουσες ευχές στο νεογέννητο, ειδοποιημένος από τον αυτοκράτορα παππού του και εφόσον είχε λάβει τυπικά τη συγκατάθεσή του μέσω του ρεφενδαρίου που απέστειλε για αυτόν τον σκοπό. Πλημμύρισε ο Χρυσοτρίκλινος άμφια και γενειάδες με το πλήθος των μητροπολιτών και αρχιεπισκόπων που συνόδευαν τον ανώτατο ποιμενάρχη, κι αφού μεγαλοπρεπώς και ιεροπρεπώς ανέγνωσε εκείνος τις ευχές προς το νήπιο, χαιρέτησε τον Κωνσταντίνο και επέστρεψε στην Πατριαρχική κατοικία του, συνοδευόμενος από δύο σιλεντιαρίους, ως ήταν η τάξη. Έπειτα πέρασαν να δώσουν τα επίσημα συχαρίκια τους στον βασιλέα και πάππο Κωνσταντίνο και τον συμβασιλέα και πατέρα Ρωμανό οι συγκλητικοί, προσκυνώντας, σφίγγοντάς τους τη χείρα και ευχόμενοι – τι άλλο – να αποκτήσει ο αυθέντης τους δισέγγονα κι ο γιος του εγγόνια από τον μικρό Βασίλειο, και να καθίσει κι αυτός μια μέρα στον θρόνο.


«Να ζήσει και να βασιλέψει ο υιός και εγγονός ημών, δεσπότες μου» επανέλαβε ένας σημαίνων συγκλητικός, Προκόπιος το όνομά του, για να συμπληρώσει με ένα αμυδρό μειδίαμα: «Και με μια καλή βασίλισσα στο πλάι του… Η γυνή μου, βασιλεύ, είναι έγκυος, και αν το τεχθησόμενον έσεται θήλυ, θα ήταν τιμή μας να – »


«Μην προτρέχεις, Προκόπιε» τον διέκοψε ήρεμα ο Κωνσταντίνος, υψώνοντας την παλάμη του.
«Νεηγενές το ημέτερον, κυοφορούμενον το υμέτερον, άτοπον ηγούμαι να ομιλούμε νυν περί προξενίας αυτών… Άφες ίδωμεν τι ο Θεός κελεύει…»


«Το δίκαιον όλον μετά σου, κύριε… Πολλά τα έτη σου!» αποκρίθηκε ο συγκλητικός, και κάνοντας ξανά μια υπόκλιση μπροστά στους δύο πορφυρογέννητους άνδρες έδωσε θέση στον επόμενο. Ο Κωνσταντίνος πρόλαβε στο μεσοδιάστημα να χτυπήσει μαλακά τον ώμο του Ρωμανού και να του πει:


«Παιδί μου, ξέρε κάτι: Πολλοί ευγενείς πατεράδες της αυλής μας, άρχοντες πολιτικοί και στρατιωτικοί, θα γυρέψουν την τιμή να συγγενέψουνε μαζί σου, να σου προσφέρουνε το χέρι της θυγατέρας τους για τον υιό ή τους υιούς σου. Και συ να φροντίσεις να διαλέξεις από αυτές την καλύτερη και να τον νυμφεύσεις…»


Η όψη του εκείνη τη στιγμή είχε μιαν έκφραση και η φωνή του μια χροιά, που, αν και ανεπαίσθητη σχεδόν, δε θα ’θελε μάλλον να ’ναι μπροστά να τη δει ή να την ακούσει η Θεοφανώ. Όσο και να τον ικανοποίησε και βαθιά να τον χαροποίηση η γέννηση του εγγονού του, ο αυτοκράτορας δεν έλεγε ως τώρα να χωνέψει την πληβεία νύφη του, και ο τρόπος με τον οποίο έγινε σύνευνη του μοναχογιού του τον κέντριζε πάντα στην περηφάνεια και στο φιλότιμο…


Την τρίτη μέρα από τη γέννηση του μικρού Βασιλείου, ήρθαν οι αντιπρόσωποι των Πρασίνων και των Βενέτων στη μυστική φιάλη του Τρίκογχου του Σίγματος, κι αφού έδωσαν τις ευχές τους, ζήτησαν να τελεστεί η μεθεπόμενη αγώνας στον Ιππόδρομο, ενώ την παραμονή ο Ιωσήφ Βρίγγας, όντας ο μέγας πραιπόζιτος, εξέλεξε πενήντα από τους φρουρούς των ανακτόρων, άλλους πενήντα από έκαστο των δύο μεγάλων Δήμων και άλλους τόσους πάλι από τους κατοίκους της Πόλης, και τους μετέφερε την καθιερωμένη προσταγή, να συγκεντρωθούν δηλαδή και ν’ αναγγείλουν το όνομα του παιδιού που τους το γνωστοποίησε επιτόπου. Έγινε λοιπόν ο αγώνας με κάθε λαμπροσύνη, κι όταν ανέκραξαν «Βασίλειος!» οι ταχθέντες από τον Βρίγγα, σείστηκε θαρρείς ο Ιππόδρομος, κύλησε η βοή στις κερκίδες από τα στόματα του λαού κι απλώθηκε λες σ’ όλη τη Βασιλεύουσα, πάνω από τον Βόσπορο και πέρα από αυτόν, και την αντιλάλησαν οι αντρειωμένοι ακρίτες της Ανατολής, με κράκτη τους μπροστάρη τον θρυλικό τον Διγενή, τον συνονόματο του πριγκιπόπουλου:


«Βασίλειος! Βασίλειος! Πολλά τὰ ἕτη Βασιλείου τοῦ πορφυρογεννήτου, πολλά, πολλά, πολλά! Ὁ Θεός καλάς ἡμέρας παράσχοι τῷ τεχθέντι ἡμῖν Βασιλείῳ τῷ πορφυρογεννήτῳ…»


Στο δώμα της μες το Παλάτι, με το βλαστάρι της βαλμένο στο βυζί (δεν καταδέχτηκε στιγμή να το δώσει σε άλλη τροφό), η Θεοφανώ γροικούσε τις ιαχές, και η ψυχή της γιόμιζε χαρά και περηφάνεση. Και σαν χόρτασε ο μικρός το γάλα της, που ’τρεχε άφθονο μετά το λοχόζεμα[2] που την είχανε ταΐσει, κρατώντας το στην αγκαλιά σηκώθηκε, ζύγωσε το πιο κοντινό παράθυρο και του μίλησε γλυκά:


«Ακούς, μωρό μου; Για σένα είναι αυτά… Σου λένε το όνομά σου, Βασίλειο σε λένε και σ’ επευφημούν! Κι εσένανε κι εμένα, μάτια μου, τη μάνα σου, που σ’ είχα εννιά μήνες στην κοιλιά μου και τώρα σε βαστώ στα χέρια μου!»


Ξεχείλισε από τρυφεράδα η φωνή της και τα στήθια της. Έσφιξε απάνω της το βρεφούδι της το ρηγόπουλο, να γίνει η σάρκα του δικιά της, το καταφίλησε με θέρμη πολλή στο μετωπάκι του και στα λίγα μαλλάκια που φύτρωναν στο κεφαλάκι του. Και φαντάστηκε για μια στιγμή πως το ’σκεπαν κιόλας μαλλιά σγουρά, πυκνά, ξανθά ή μαύρα, που τα στόλιζε στην κορφή το ολόχρυσο το στέφος με τον σταυρό στη μέση, και πως το μικροσκοπικό χεράκι που έκλεινε τώρα μες το δικό της φορούσε το κρικέλι κι άδραχνε το σκήπτρο της ρωμαίικης εξάς, κι εκείνη πλάι του, βασιλομήτωρ σεβαστή, να στέκει να τον καμαρώνει…


Σαν έγινε οχτώ ημερών το πορφυρογέννητο, το πήγανε στη Μεγάλη Εκκλησιά να του βάλει ο πατριάρχης τις ευχές και να του εκφωνήσει το όνομα, και άμα το φέρανε πίσω στο Παλάτι, το ξάπλωσαν μες την κούνια και το σκέπασαν κι αυτό και τη μητέρα του με χρυσοΰφαντα παπλώματα, στο κουβούκλι της Πορφύρας που ήταν στολισμένο με τα κόκκινα βήλα του Χρυσοτρίκλινου και τα αστραφτερά πολυκάντηλα. Διέταξε τότε ο επί της τραπέζης άρχοντας της αυτοκράτειρας Ελένης τους πραιπόζιτους, κι αυτοί άνοιξαν τις θύρες για να μπουν και να συγχαρούν τη Θεοφανώ οι θαλαμηπόλοι, και ξοπίσω τους οι πατρικίες ζωστές κι οι συγκλητικές, που απέθεσαν στα χέρια της και τα πόδια της σωρούς από πλούσια δωρήματα. Έπειτα πράξανε το ίδιο κι οι αυθέντες της Αυλής, με προεξάρχοντες τους συγκλητικούς, κι αφού εκτελέσανε το χρέος τους άφησαν μάνα και παιδί στον τόπο τους. Ξανάσανε η Θεοφανώ μετά από κείνη τη βαβούρα, το βλέμμα κάποιων αρχοντισσών κι η ψύχρα τους που δε μπορούσαν να καλύψουν την είχε κάνει να συγχυστεί μέσα της και να πονοκεφαλιάσει.


«Θέλανε τον Ρωμανό μου για τις δικές τους θυγατέρες, οι επηρμένες… Τι θαρρούν, πώς είμαι χαζή και δεν το βλέπω;» μουρμούρισε, και μες τη νευρικότητα που τη διακατείχε κούνησε πιο δυνατά κι απότομα το λίκνο του γιου της, με αποτέλεσμα αυτός να κλαψουρίσει έντονα. Αμέσως έσκυψε μετανιωμένη πάνω του και τον καθησύχαζε με χάδια:


«Σώπα, γιόκα μου, σώπα, μωρό μου… Δε φταις εσύ σε τίποτα, μα να, η μανούλα στεναχωρήθηκε με όλο αυτό το ανθρωπομάνι… Έχω εσένα όμως, ήλιε μου, και με παρηγορείς!»
Κι ήρθε ο καιρός να βαπτιστεί πλέον ο μικρός πρίγκιπας, άμα πλερώθηκαν σαράντα μέρες από τις ωδίνες που τον έφεραν στον κόσμο. Για νονό του, μετά από πολλή σκέψη, διάλεξε ο παππούς του ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τον δομέστικο των σχολών της Ανατολής Νικηφόρο Φωκά, τον μεγαλύτερο από τους τρεις γιους του στρατηγού Βάρδα Φωκά[3], έναν άνδρα σαράντα έξι χρόνων κοντά ήδη, που είχε αναδειχθεί σε εμπειρότατο στρατιωτικό, όπως κι ο γονέας του. Δέχτηκε ωστόσο ο Νικηφόρος να θεωρηθεί μαζί του ανάδοχος του εγγονού του δεσπότη του και ο γέροντας πατέρας του ο Βάρδας, διότι του είχε πολύ σεβασμό και αφοσίωση. Και έτσι, δυο στρατιωτικοί άνδρες έβαλαν μαζί το αγιασμένο έλαιο στο κεφάλι του παιδιού που θα γινόταν κάποτε από τους πιο περίφημους εστεμμένους πολέμαρχους του κράτους των Ρωμαίων…


Έγινε ο φωτισμός του Βασιλείου στο βαπτιστήριο της Αγίας Σοφίας, κι η Θεοφανώ επέμεινε να βρίσκεται κι αυτή εκεί, πλάι στον Ρωμανό, με τις επίσημες τις περιβολές τους και οι δυο, ολόλαμπροι σαν τον Δία και την Ήρα, τους άνακτες του Ολύμπου, να δει το όμορφο κλωνάρι της να βυθίζεται τρις στην κολυμπήθρα από τα λιγνά ροζιασμένα χέρια του Πολύευκτου (πώς έτρεμε η κοπελίστικη και μητρική καρδιά της, μην τυχόν του γλιστρήσει του ιεράρχη το τρυφερό λαδωμένο σωματάκι του!), να αναγγέλλει αυτός «Βαπτίζεται ὁ δούλος τοῦ Θεοῦ Βασίλειος, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!», να το απιθώνει αμέσως στο λευκό προσόψι που βαστούσε ο δομέστικος και μετά να το ντύνουν το άσπρο του σηρικό εμφώτιο, να το φέρνουν τρεις φορές γύρω με το «Ὃσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε» και να το κοινωνούν πρώτη φορά μες το θυσιαστήριο. Κι έπειτα, α, τι χαρά, και τι συγκίνηση δοκίμασε, όταν ο μεσήλικας στρατηγός της το παρέδωσε! Ασπάστηκε βιαστικά το χέρι του το μεγάλο και τραχύ, και με λαχτάρα έκλεισε τα μπράτσα της γύρω από τον κανακάρη της.


«Γιόκα μου, είσαι χριστιανός πια! Να μεγαλώσεις, να βασιλέψεις καλά και να φυλάς όλα σου τα παιδιά απ’ τους εχθρούς της πίστης μας!» του ευχήθηκε σχεδόν ψιθυριστά, φίλησε τον χρυσό σταυρό με την καδένα που του πέρασε στο λαιμουδάκι ο Νικηφόρος και του σφράγισε στον αέρα το κεφάλι, το σώμα του και τα δυο του χέρια, να είναι γερό σε όλα τους…


Μες το καμάρι του Ιουστινιανού, ανέμεναν αξιωματικοί, συγκλητικοί και οι σημαιοφόροι με τα βάνδα, και μόλις το νεαρό ζευγάρι με το νεοφώτιστο παιδί του βγήκε, χούγιαξαν θριαμβευτικά, πριν μπουν επικεφαλής στην πομπή που θα το οδηγούσε πίσω στο Παλάτι, μέσω της Χαλκής της Πύλης. Τους ακολουθούσαν υψηλοί άρχοντες λευκοντυμένοι και παλατιανοί φρουροί, βαστώντας λαμπάδες και κεριά, και μετά ερχόταν η άμαξα που κάθονταν ο Ρωμανός με τη Θεοφανώ, έχοντας στο πλάι τους πεζό τον Νικηφόρο Φωκά με το μωρό τους αγκαλιά. Οι στράτες και τα στενορύμια της Βασιλεύουσας, παστρεμένα όλα και μυρισμένα από τον κισσό, το δεντρολίβανο, τις μυρτιές και τα άλλα λούλουδα που ’χανε σκορπίσει οι Κωνσταντινουπολίτες, για να προϋπαντήσουν το βασιλικό παιδί, απ’ τα μπαλκόνια των σπιτιών να κρέμονται υφάσματα μεταξωτά, ακριβά χαλιά και παντοειδή ασημικά, και ο λαός να αχολογά τριγύρω, να παιζογελά και να χορεύει, να επευφημεί το νήπιο και να σαρώνει βουλιμικά τα υπατεία, που σκόρπαγαν αβέρτα απ’ τα πουγγιά τους οι άρχοντες οι συνοδεύοντες την πομπή, σαν να ’τανε σπυριά σιτάρι. Ο Ρωμανός έσφιξε το χέρι της Θεοφανώς, της χαμογέλασε πλατιά.


«Υπέρλαμπρη είσαι σήμερα, γλαυκώπα μου… Φοβάμαι μη σ’ ερωτευτεί κανείς αυθέντης ή λαϊκός κι έχουμε θέματα!» της είπε, κι εκείνη γέλασε σεμνά, αλλά με την καρδιά της, είναι η αλήθεια.



«Ω, καλέ μου! Μονάχα εσύ άξιζες να με ποθήσεις και το ξέρεις, οπότε μη σε μέλει!» απάντησε, ψηλαφώντας με τα ακροδάχτυλά της την καρωτίδα του, ο Ρωμανός τη μιμήθηκε, και ένωσαν μια στιγμή τα κούτελα και τις ματιές τους. Πού να ’ξερε η χιλιόμορφη νεαρή αυγούστα, με όλη τη δροσιά της εφηβείας ποτισμένη, πως τα λόγια της τα γεμάτα σιγουριά είχανε κιόλας διαψευστεί, πως αυτός που τα διέψευδε βρισκόταν τώρα δα πολύ – πολύ κοντά της, και πως καθόλου νέος δεν ήτανε κι ωραίος σαν τον άντρα της, μα έμελλε κάποτε η μοίρα κι η ανάγκη να τονε φέρουν τέτοιας λογής στο πλάι της…



[1] Υπηρέτης των ανακτόρων που είχε καθήκον του να σημαίνει τις ώρες του ημερονυχτίου

[2] Σιμιγδαλένιος ζωμός που δινόταν στη λεχώνα για να «κατέβει» το γάλα της. Οι Βυζαντινοί όλων των κοινωνικών στρωμάτων το διένεμαν επίσης αναμεταξύ του για μια εβδομάδα μετά τη γέννα, καθώς επίσης και την περίοδο των Χριστουγέννων ως ανάμνηση της λοχείας της Παναγίας, κάτι που προκαλούσε την αντίδραση της Εκκλησίας (λόγω του δόγματος ότι η Θεοτόκος δε γνώρισε λοχεία)

[3] Οι άλλοι δύο αδελφοί ήταν ο Λέων ο κουροπαλάτης και ο Κωνσταντίνος Φωκάς.