Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 18)

Η Χλόη είχε χαθεί στις αναμνήσεις της από την πρώτη της συνάντηση με την Ισμήνη, σταματώντας την αφήγηση στη μέση, άθελά της. Η Ζωή το πρόσεξε, αλλά δεν ενοχλήθηκε και με το καλό της χέρι την έπιασε από τον αγκώνα και την τράβηξε ελαφρά, σε μία προσπάθεια να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η περιέργεια την κατέτρωγε για τη συνέχεια της ιστορίας της φίλης της.
"Χλόη", είπε χαμηλόφωνα. "Χλόη!"

Η κοπέλα φάνηκε να ξυπνά από το λήθαργο και τα πράσινα μάτια της στράφηκαν στα γαλανά της Ζωής. "Ναι, συγγνώμη, αφαιρέθηκα. Πού είχα μείνει;"

"Στο σημείο που γνώρισες την Ισμήνη"

"Ναι. Η Ισμήνη ήταν η καινούρια μου συγκάτοικος όταν στην αποστολή που δεν μπόρεσα να εκτελέσω τη διαταγή των ανωτέρων μου, σκοτώθηκε μία κοπέλα. Ήταν ένα χρόνο μικρότερη από μένα, με μακριά ίσια καστανά μαλλιά, μεγάλα εκφραστικά καστανά μάτια και φακίδες στο πρόσωπο. Μία πολύ γλυκιά κοπέλα με την οποία δεν αργήσαμε να γίνουμε πολύ καλές φίλες"

"Ήταν;"

Η Χλόη έγνεψε καταφατικά. "Εκείνη μου άνοιξε τα μάτια σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε πραγματικά. Με έκανε να φέρω στην επιφάνεια τα θαμμένα μου συναισθήματα, να αλλάξω τον τρόπο σκέψης μου. Κι έτσι, στα δεκαεφτά μου, μού ήρθε μία ιδέα"

Έκανε μία παύση για να χωνέψει η φίλη της τις πληροφορίες και ύστερα συνέχισε. "Η οργάνωση του Μαύρου Ρόδου στηρίζεται στη δύναμη του ομώνυμου ξίφους για να σπείρει τον πανικό. Οπότε για να χάσει κάποια από τη δύναμη και την εξουσία της πάνω στους ανθρώπους, έπρεπε απλά να πάρω το Μαύρο Ρόδο και να το κρύψω κάπου που να μην μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει"

"Ενα λεπτό, αναφέρεσαι στο μυθικό ξίφος; Δηλαδή θες να μου πεις ότι υπάρχει πραγματικά;"

"Ναι και είναι πολύ, μα πάρα πολύ επικίνδυνο"

"Κι εσύ το πήρες;"

"Ναι, με τη βοήθεια της Ισμήνης κατάφερα να το πάρω και το κρύψαμε. Αυτό συνέβη δύο χρόνια πριν. Η οργάνωση φυσικά και το κατάλαβε πως η πηγή της δύναμής της κλάπηκε και μας κυνήγησε. Τον προηγούμενο Φεβρουάριο έπιασαν την Ισμήνη με σκοπό να την κάνουν να τους φανερώσει την κρυψώνα του ξίφους, αλλά απέτυχαν κι έτσι την σκότωσαν"

Η Ζωή κάλυψε με την παλάμη το στόμα της τρομοκρατημένη.

"Και έναν χρόνο και τέσσερις μήνες μετά, κυνηγάνε εμένα, ελπίζοντας να τους ομολογήσω την κρυψώνα του ξίφους, την οποία δε γνωρίζω"

"Δηλαδή όλη αυτή η υπόθεση με τη δολοφονία είναι για να σε πιάσουν, τότε αυτό σημαίνει πως συνεργάζονται με την αστυνομία!"

"Και με τον στρατό. Συν ότι έχουν στείλει τον πιο επικίνδυνο κυνηγό κεφαλών στο κατόπι μου"

"Και ο τύπος από τη Στρατιωτική Ακαδημία ο οποίος είναι τώρα εδώ;", ρώτησε η κοπέλα.

"Αυτός είναι διπλός πράκτορας. Βλέπεις συνεργάζεται με τα Φαντάσματα, τα οποία είναι με το μέρος μου, όπως και ο επικεφαλής της υπόθεσης, ο επιθεωρητής Γκρέις"

"Τα Φαντάσματα; Τι είναι πάλι τούτοι;", έκανε απορημμένη η Ζωή, η οποία είχε μπερδευτεί αρκετά.

"Τι είναι πάλι τούτοι, ε;", επανέλαβε η Χλόη. "Αυτοί είναι οι εκδικητές της πόλης και υπάρχουν εδώ και αιώνες. Κυκλοφορούν μόνο αφού δύσει ο ήλιος, φοράνε κάτι μάσκες με νεκροκεφαλές και προσπαθούν να διατηρήσουν την τάξη και να εξαλείψουν τις εγκληματικές πράξεις. Επίσης, είναι εχθροί του Μαύρου Ρόδου, της οργάνωσης"

"Μα, νόμιζα πως τα Φάντασμα ήταν απλά ένας αστικός μύθος της πόλης!"

"Είναι αληθινά", δήλωσε και της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. "Λυπάμαι πολύ, Ζωή"

"Για ποιο πράγμα;"

"Που σε φλόμωσα στα ψέματα. Ειλικρινά, συγγνώμη"

Η Ζωή της χαμογέλασε θερμά και ανασηκώθηκε με κόπο και την αγκάλιασε. "Μην το σκέφτεσαι καν κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα. Έλα, μην κλαις σε παρακαλώ, όλα θα πάνε μια χαρά! Έχεις εμένα και τη Γαλήνη στο πλάι σου, οπότε μην ανησυχείς", την καθησύχασε και η φίλη της έγνεψε καταφατικά.
Η Χλόη αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά και σκούπισε τα μάτια της με την αναστροφή της παλάμης της. Δεν της άρεσε να κλαίει και ιδιαίτερα μπροστά σε άλλους. "Είσαι ένας καταπληκτικός άνθρωπος, Ζωή και συγγνώμη"

"Δεν πειράζει. Να σε ρωτήσω κάτι που με καίει εδώ και αρκετή ώρα;"

"Ό,τι θες"

"Έχει σχέση με το νεαρό, Άγγελο δεν τον είπαμε;"

"Ναι, τι με αυτόν;"

"Είστε μαζί;"

Στο άκουσμα της ερώτησης, η κοκκινομάλλα γέλασε, πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό γελούσε. "Τι; Εγώ με αυτόν, ζευγάρι; Σε παρακαλώ Ζωή, ούτε καν! Δηλαδή, μα πώς σου ήρθε!"

"Γιατί; Ωραίο παιδί είναι, γυμνασμένος φαίνεται, ωραίο χαμόγελο έχει και άσε που πρέπει να είναι και καλός χαρακτήρας, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μαλάκες της Στρατιωτικής Ακαδημίας!"

"Δε με πείθεις"

"Έχεις δει τα βλέμματα που ανταλλάζετε; Σαν ερωτευμένα περιστέρια είστε!", αναφώνησε ενθουσιασμένη η Ζωή. "Αχ, εγώ θα είμαι η κουμπάρα στο γάμο σας!"

"Μη λες χαζομάρες και μην κάνεις φαντασιώσεις!"

"Καλά, μη με ακούς, αλλά αργότερα θα με θυμηθείς. Και μπορείς να τον φωνάξεις αν θες"

Η Χλόη κατευθύνθηκε προς την πόρτα, την άνοιξε ίσα ίσα και είπε στον Άγγελο να περάσει μέσα.

"Όλα καλά; Της τα είπες;"

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ο νεαρός παρατήρησε πως τα μάτια της ήταν κόκκινα. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρος πως έκλαιγε πριν.
Γιατί ένιωθε την ανάγκη να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του; Πρώτη φορά ένιωθε ετσι, δεν ήταν το στυλ του να παρηγορεί ανθρώπους, δεν το είχε συνηθίσει και τις περισσότερες φορές δε γνώριζε πώς να αντιδράσει. Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικό. Όπως δύο βράδια πριν στο μπαλκόνι του σπιτιού του.
Προσπέρασε το πρωτόγνωρο γι'αυτόν συναίσθημα και στάθηκε από την άλλη μεριά του κρεβατιού, απέναντί της.

"Άγγελε", άρχισε η Ζωή, "είπες ότι φοιτάς στη Στρατιωτική Ακαδημία, σωστά;"

"Ναι, στο τμήμα της ιατρικής"

"Τον Ντέξτερ και την παρέα του, τους γνωρίζεις;"

"Τους κάφρους από τους μηχανικούς αεροσκαφών λες, δυστυχώς τους γνωρίζω"

Η κοπέλα με τα κοντά μαλλιά γύρισε προς το μέρος της φίλης της. "Σου είπα ότι οι υπόλοιποι της Ακαδημίας είναι μαλάκες, χωρίς παρεξήγηση Άγγελε"

"Μην ανησυχείς, οι περισσότεροι εκεί μέσα απέχουμε πολύ από την έννοια του φυσιολογικού ανθρώπου!", απάντησε γελώντας και κοίταξε τη Χλόη. Αυτή η κίνηση δεν έμεινε απαρατήρητη από την κοπέλα με τα γαλάζια μάτια, η οποία μειδίασε.
Χασμουρήθηκε και κάλυψε το στόμα της με το καλό της χέρι.

"Παιδιά, λυπάμαι, αλλά νυστάζω πάρα πολύ. Τα υπόλοιπα θα μου τα πείτε αύριο", ανακοίνωσε και βολεύτηκε καλύτερα στο κρεβάτι.

"Εγώ εδώ θα είμαι, οπότε μην ανησυχείς", δήλωσε η κοπέλα με τα πράσινα μάτια. "Καληνύχτα!"

"Καληνύχτα!", επανέλαβε και ο Άγγελος και η Ζωή έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε.

Η Χλόη θρονιάστηκε στην καρέκλα που καθόταν και πριν και πήρε το ποτήρι με τον καφέ στα χέρια της και ο Άγγελος τη μιμήθηκε. Άφησε να του ξεφύγει ένα δυνατό χασμουρητό και τοποθέτησε το άδειο του ποτήρι στην άκρη.

"Καλύτερα να πας σπίτι να κοιμηθείς. Η μέρα παραήταν μεγάλη σήμερα και ειδικά για σένα. Κατάφερες να παγώσεις τη ροή του χρόνου, δεν ήταν λίγο αυτό"

Του ξέφυγε ένα γελάκι και έστρεψε το βλέμμα του προς εκείνη. "Όσο και να θέλω να διαφωνήσω, δεν μπορώ. Είναι αλήθεια πως είμαι πολύ κουρασμένος"

"Τότε γιατί δε φεύγεις;"

"Η δουλειά μου είναι να σε προσέχω, δεν μπορώ να εγκαταλείψω έτσι το πόστο μου. Τι θα πω στον Γκρέις;"

"Δε χρειάζομαι κάποια νταντά, είμαι ικανή να επιβιώσω και μόνη μου, ξέρεις! Και ο επιθεωρητής Γκρέις δεν είναι ανάγκη να το μάθει!", απάντησε εκείνη και ύψωσε το ένα της φρύδι.

"Δεν είπα ότι δεν είσαι ικανή να τα καταφέρεις και μόνη σου, απλά οι αυτές οι μέρες είναι λίγο έως πολύ περίεργες και επικίνδυνες και καλό θα είναι να έχεις και ένα δεύτερο άτομο μαζί σου"

Ήθελε να του πει πως είχε το Σμαραγδένιο Δράκο, αλλά τελευταία στιγμή κρατήθηκε. "Άγγελε, αλήθεια, μια χαρά θα είμαι. Πάνε να ξεκουραστείς"

"Εντάξει, θα πω τον Μα-, ε ένα από τα Φαντάσματα να είναι εδώ κοντά, ώστε αν προκύψει τίποτα απρόοπτο να έχεις κάποιον να φυλάει τα νώτα σου"

"Με αυτό συμβιβάζομαι"

"Χαίρομαι", είπε και σηκώθηκε, "θα έρθω να σε πάρω πρωί"

"Τι ώρα;"

"Κατά τις οκτώ και μισή και μετά θα πάμε να πάρουμε πρωινό και καφέ, τι λες; Ή μήπως θες να περάσω και νωρίτερα;"

"Εσύ θα χάσεις ώρες ύπνου αν έρθεις νωρίτερα"

"Δεν έχω πρόβλημα. Θα έρθω κατά τις οκτώ τότε"

"Εντάξει, έκλεισε, οκτώ και ένα περιμένω να είσαι εδώ"

Τη χαιρέτησε και έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντάς την μόνη με τις σκέψεις της.
Το μυαλό της πήγε στις λεπτομέρειες του ατυχήματος: χαλασμένα φρένα, λάδι στην άσφαλτο, ύποπτος οδηγός.

Γνώριζε αρκετά καλά αυτό το στυλ, το οποίο παρουσίαζαν ως μία από τις μεθόδους που κάποιος μπορούσε να στήσει ένα φαινομενικό ατύχημα. Αυτές τις μεθόδους τις δίδασκαν στο Μαύρο Ρόδο.
Βέβαια, δεν μπορούσε να είναι εκατό τοις εκατό σίγουρη πως κάποιος από την οργάνωση το είχε σκηνοθετήσει όλο αυτό. Αλλά θα το μάθαινε. Και μετά, μετά δεν τον έσωζε τίποτα από την οργή της.

"Χλόη, προτεραιότητα έχει η εύρεση του Μαύρου Ρόδου, η αποκατάσταση της ισορροπίας και η ανάρρωση της φίλης σου", προσπάθησε να τη λογικέψει ο Σμαραγδένιος Δράκος.

"Αν θέλω να βρω το ξίφος με την ησυχία μου, πρέπει πρώτα να μην απειλείται η ζωή μου και της οικογένειάς μου. Ήρθε η ώρα να τους δείξω τι εστί να με εξαγριώνει κανείς!"

"Όχι, κόρη μου! Μην παίξεις το παιχνίδι τους! Δεν πρέπει να χάσεις τον στόχο σου!"

"Έννοια σου, Δράκε και ο στόχος που έχω θέσει δε θα χαθεί έτσι εύκολα!", απάντησε η κοπέλα.

"Σε παρακαλώ, Χλόη! Μην αφήσεις τα αρνητικά συναισθήματα -και ιδιαίτερα αυτό της εκδίκησης- να σε κατακλύσουν! Θυμάσαι τι συνέβη την προηγούμενη φορά που άφησες την οργή σου ελεύθερη"

Θυμόταν. Η ανάμνηση δεν είχε ξεθωριάσει ούτε λίγο σε αυτό το χρονικό διάστημα, το οποίο είχε μεσολαβήσει, όπως και η πικρή γεύση που είχε απομείνει από το συμβάν.

Έσφιξε τις γροθιές της τόσο που τα νύχια της δημιούργησαν πληγές στο μαλακό δέρμα από τις παλάμες της.

"Πρέπει να πληρώσουν, Δράκε! Και όχι μόνο για τη Ζωή, αλλά και για τους υπόλοιπους που έχουν καταστρέψει!"

"Θα πληρώσουν, αλλά όχι τώρα και όχι από το δικό σου χέρι!"

"Μα αν το αφήσω αυτό να περάσει έτσι, τότε θα έρθουν χειρότερα στο διάβα μας!", του αντιγύρισε η κοπέλα.

"Λάθος! Αυτό που λες θα συμβεί αν ενδώσεις. Τότε θα υπάρξουν αντίποινα"

"Θα υπάρξουν αντίποινα; Αυτά υπάρχουν ήδη! Όλο αυτό που ζω είναι εκδίκηση για το κλεμμένο ξίφος!", ξέσπασε η Χλόη.

"Υπομονή. Πρέπει να κινηθούμε σωστά και έξυπνα"

Η σιωπή της κοπέλας ήρθε ως απάντηση στα λόγια του Σμαραγδένιου Δράκου. Έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών της μεταξύ τους και ακούμπησε τους αντίχειρες στο μέτωπό της, κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια. Τα άνοιξε και σε εκείνα καθρεφτίστηκε η απoφασιστικότητά της. Δε θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια, αλλά δε θα το παρατραβούσε κιόλας, δημιουργώντας χαμό και πανικό. "Θα τους τρομάξουμε απλά. Ναι, Δράκε, θα τους τρομοκρατήσουμε λίγο, ίσα ίσα για να μην μπλεχτούν ξανά στα πόδια μας!"

Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. "Ήρθε η ώρα να δημιουργήσω κάτι με τη δική σου βοήθεια, κάτι που θα τους μείνει αξέχαστο"

"Σε παρακαλώ, άφησε τις έριδες για αργότερα"

"Εγώ σε παρακαλώ! Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω βία, μόνο να τους τρομάξω θέλω!"

"Χλόη!", φώναξε μέσα στο κεφάλι της, πράγμα που έκανε την κοπέλα να σωπάσει. "Μη σκέφτεσαι σαν αυτούς! Μην ξαναγίνεις όπως εκείνοι που σε κατέστρεψαν και σου πήραν τα πάντα!"

Αυτό φάνηκε να λογικεύει και να επαναφέρει στην πραγματικότητα τη Χλόη, κάπως, η οποία άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει τα νεύρα της.
Σήκωσε το βλέμμα της και χάζεψε για λίγο την κοιμισμένη φιγούρα της Ζωής. Ο Δράκος είχε δίκιο, δεν έπρεπε να παίξει το παιχνίδι τους. Είχε καταφέρει να αλλάξει μετά από είχαν προηγηθεί στην οργάνωση και είχε σκοπό να κρατηθεί εκεί. Ο αγώνας που είχε κάνει δεν ήθελε να πάει χαμένος και να χρειαστεί να ξεκινήσει από το μηδέν ξανά.

"Έχεις δίκιο, Δράκε, δεν μπορώ να γίνω ξανά η Χλόη που ήμουν. Η κοπέλα, η οποία δεν υπολόγιζε τίποτα, ήταν ανελέητη, κενή από συναισθήματα. Δεν είμαι πια έτσι, έχω οικογένεια τώρα, μία αληθινή οικογένεια και για χάρη τους δεν πρόκειται να αφήσω το παρελθόν να σταθεί εμπόδιο στο μέλλον μου!"


***


Δεκατέσσερα χρόνια πριν.


Το μαχαίρι έκοψε το κρεμμύδι και συγκρούστηκε με το ξύλο κοπής, δημιουργώντας έναν ρυθμό πάνω στον οποίο μία γυναίκα σιγοτραγουδούσε. Ήταν γύρω στα είκοσι οκτώ, ψηλή, αδύνατη, με τα μακριά κόκκινα μαλλιά της πιασμένα σε μία αλογοουρά και καστανοπράσινα μάτια.

Έριξε το κρεμμύδι στη μικρή κατσαρόλα, στο ζεματιστό λάδι και με μία ξύλινη κουτάλα το άπλωσε λίγο για να τσιγαριστεί. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά που φορούσε και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι της κουζίνας, όπου η μικρή της κόρη ήταν απορροφημένη σε αυτό που ζωγράφιζε. Της έδωσε ένα φιλί στα ξανθά της μαλλάκια κι εκείνη έστρεψε τα γαλανά της μάτια προς τη μητέρα της.

"Τι ζωγραφίζεις Γαλήνη μου;"

"Πίιτι!", αναφώνησε το κοριτσάκι και η νεαρή γυναίκα χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας τη λέξη σπίτι, την οποία το δίχρονο δεν μπορούσε ακόμα να προφέρει σωστά.

"Μαμά! Γυρίσαμεε!", άκουσε τη φωνή της μεγαλύτερής της κόρης από το σαλόνι και τρία δευτερόλεπτα αργότερα έκανε την εμφάνισή της στην κουζίνα.

"Πώς τα πέρασες σήμερα Χλόη; Έκανες καινούριους φίλους στο νηπιαγωγείο;", ρώτησε εκείνη και το κορίτσι έγνεψε καταφατικά, κάνοντας τα πλεξουδάκια της να αναπηδήσουν πάνω στους ώμους της.

"Ήταν πολύ ωραία!", απάντησε χαρούμενα και κάθισε στην καρέκλα δίπλα από την αδερφή της. "Γεια σου Γαλήνη!"

"Χλόη!", αναφώνησε η μικρή και αγκάλιασε την αδερφή της, ενώ η μητέρα τους χαμογελούσε χαρούμενη απέναντί τους.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου