Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 6 - Το ξύπνημα της λύκαινας)

Πάνω σε μια ξερή κοτρώνα, στο χώρο του στρατοπέδου του στην Καππαδοκία, καθόταν ο στρατηγός της Ανατολής Νικηφόρος Φωκάς, τυλιγμένος στον τρίχινο ρασομανδύα του καλογέρου από μητρός θείου του, του Μιχαήλ Μαλεϊνού, κάτω απ’ τη στρατιωτική περιβολή του, και το μελαμψό του μούτρο, το γεμάτο άγρια και πυκνή γενειάδα, έδειχνε μαζί συλλογισμένο κι αφηρημένο, και όπως κύρτωνε το βραχύ του σώμα, φαινόταν τόσο ασκητικότερος απ’ ό τι ήδη ήταν, που έλεγες πως ένας άγιος πολίτης της ερήμου είχε καταφτάσει επανενσαρκωμένος για να ευλογήσει το στράτευμα, που γυμναζόταν εμπρός του μερικά μέτρα. Αλλά οι σκέψεις του σπουδαίου άντρα μόνο ασκητικές δεν ήταν τούτη τη στιγμή· τουναντίον, το μυαλό του γύριζε και ξαναγύριζε σε όσα έζησε βδομάδες μόλις πριν στη Βασιλεύουσα, και μια από αυτές τις θύμησες τον πείραζε ανελέητα…

Μεγάλη τιμή το θεώρησε να γίνει ανάδοχος του πριγκιπόπουλου, του Βασιλείου. Από την πρώτη στιγμή που το είδε στην τελετή της κουράς του[1], ξύπνησε μέσα του το πατρικό το αίσθημα, που χρόνια τώρα το είχε στερηθεί και με τόσο βίαιο τρόπο… Ναι, είχε λάβει κι αυτός γυναίκα, σαν ήταν στην ακμή του άρρενος, την καλή του Στεφανώ, μια νέα όχι εκθαμβωτικά όμορφη, μα πλούσια σε χαρίσματα ψυχής, σε νοικοκυροσύνη, σεμνότητα και θεοσέβεια, που την αγάπησε βαθιά ο Νικηφόρος. Πλούτισε κι ο γάμος τους με τον μοναδικό υγιό τους, τον Βάρδα, που έγινε ένα μελαχρινό αγόρι γλυκό, αθλητικό και ευπροσήγορο, καμάρι των γονιών του και του συνονόματου παππού του. Η Μοίρα όμως σύντομο τεφτέρι είχε γραμμένο για το καλό παιδί: παίζοντας κάποτε καβαλάρηδες με τον ξάδελφό του τον Πλεύση, χνουδιασμένα παλικαράκια, του δεύτερου του ξέφυγε από το χέρι το ακόντιο, και άθελά του λάβωσε στο μάτι τον γιο του Νικηφόρου. Τρόμαξε με το συμβάν εκείνος, κι έκανε το μοιραίο λάθος να αφήσει το κοντάρι από τη χούφτα του, που ήρθε και ξέσκισε μεμιάς το κρανίο του μικρού Βάρδα, τον γκρέμισε καταγής και ξερίζωσε επιτόπου τη ζωή από τα άτριχα ακόμα στήθια του, ενώ ο ξάδελφός του ούρλιαζε με απελπισία το όνομά του κρατώντας τον αγκαλιά. Θρήνους και κοπετούς γέμισε το σπίτι των Φωκάδων, κι η Στεφανώ η άμοιρη δεν άντεξε τον χαμό του μοναχογιού της. Αρρώστησε απ’ τη λύπη, κι η καρδιά της η ματωμένη έσβησε στο συζυγικό κρεβάτι, με τον Νικηφόρο να της κρατά απαρηγόρητος το χέρι και να κλαίει, χωρίς ντροπή για το φύλο και το αξίωμά του. Κι αφού έθαψε γυναίκα και παιδί, ορκίστηκε στον εαυτό του αγνότητα στο εξής ο δομέστικος, και πάντα αμφιταλαντευόταν μεταξύ του να μείνει υπηρέτης του στρατού της αυτοκρατορίας ή να καρεί μοναχός και να δουλέψει του φοβερού Θεού των πατέρων του, που με τη δίκαια κρίση Του, την οποία ποτέ δε θα αμφισβητούσε, ο ευλαβής, το είχε αφήσει χήρο και άκληρο στον πρόσκαιρο τούτον κόσμο το οστράκινο σκεύος του – είχε εξάλλου απαρνηθεί και την κρεοφαγία. Μα τώρα…


Τώρα ο πειρασμός του είχε εμφανιστεί ολοζώντανος, και παρουσιαζόταν συνέχεια μπρος στους οφθαλμούς του νου του, λαμπρός σαν το χρυσάφι, θηλυκός, νεανικός και θελκτικός. Φορούσε το διβίκι το μεταξωτό, είχε στα μάτια της ώριμης ελιάς το χρώμα και στα μαλλιά του φρέσκου κάρβουνου, προτού το φάει η τσάμπα, το κορμί ψηλό και λαξευτό, το πρόσωπο καθαρό και σύμμετρο σαν ζωγραφισμένο. Στεκόταν πλάι στο ξανθό παλικάρι που είχε σμίξει μαζί της κατά σάρκα και χαμογελούσε, χαμογελούσαν τα σφιχτά τα χείλη που θα δίνανε στον νιο τον ποθητό της περίσσια τα φιλιά τους και τα μάγουλα τα ρόδινα που δε θα χόρταινε να χάιδευε το χέρι του, και όλη η φιγούρα της διάνευε μαυλιστικά στου Νικηφόρου το αγαθό κεφάλι. Ήταν εκείνη, η Θεοφανώ, η δεκαεπτάχρονη νεαρή αυγούστα, του συμβασιλέα Ρωμανού το ταίρι κι η μάνα του πορφυρογέννητου βαφτισιμιού του, που άναβε ύπουλα στα νηστευμένα από γυναίκεια μίξη σωθικά του πόθο τρανό και ανομολόγητο, ανίερο σαν τις διαβολικές παιδωμές του Μεγάλου Αντωνίου…


«… Καὶ μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ…» ψέλλισαν τα χείλη του την τελευταία φράση της Κυριακής προσευχής, και το χέρι του έπιασε μηχανικά τον ξύλινο σταυρό που κρεμόταν κατάσαρκα στα δασύτριχα στήθη του. Έκλεισε μια στιγμή τα βλέφαρα κάτω από τα παχιά του φρύδια και εισέπνευσε μεγάλως, να καθαρίσει ψυχή και σώμα από τη φαντασία του την άνομη για την τόσο νέα και παντρεμένη κοπέλα.


«Στρατηγέ, τι κάνεις; Αποκοιμήθηκες;» - η φωνή ενός εκατόνταρχου πίσω του τον επανέφερε στα γήινα.


«Πώς μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο, Ανδρόνικε; Ο δομέστικος πάντοτε είναι άγρυπνος» έκανε σοβαρά ο Νικηφόρος, στρεφόμενος προς τη μεριά του νεαρού αξιωματικού.


«Έχεις δίκιο, στρατηγέ μου. Εν πάση περιπτώσει, ήρθα να σου πω ότι το στράτευμα σαν να απόκαμε πλέον απ’ την άσκηση, και θεώρησα ότι πρέπει να βάλουν κάτι στο στόμα τους, ο ήλιος μεσουράνησε»


«Έχεις την άδειά μου. Διάταξε τους οψοποιούς να ετοιμάσουν το άριστο»


«Μάλιστα, στρατηγέ μου! Άνδρες! Παύση για να ξεκουραστούμε και να γευματίσουμε!» φώναξε δυνατά ο Ανδρόνικος, για να τον ακούσουν όλοι, έπειτα αποτάθηκε ξανά στον Φωκά:


«Εσύ, δομέστικε, θα αριστήσεις μαζί μας;»


«Θα ευλογήσω την τροφή σας και θα μοιραστώ από αυτήν ο, τι επιτρέπω στο σαρκίο μου» χαμογέλασε αμυδρά εκείνος, κι η μορφή του έμοιαζε πάλι με αγίου.


«Όπως θέλεις» έκλινε με σέβας τον αυχένα το παλικάρι μπροστά του. Ο Νικηφόρος τον κοίταξε με σπλάχνος. Από δεκαπέντε χρόνων στα άρματα τούτο το παιδί, ο πατέρας του ο Μεθόδιος Ταρωνίτης υπηρετούσε κι αυτός στον στόλο, εύρωστο και αρχηγικό, κι ο στρατηγός το υπολόγιζε πολύ μέσα στα φυντάνια του. Και είχε γεννηθεί από την κοιλιά της κυρά - Ευφροσύνης, της Θεοφανώς της ψυχομάνας, που ντάντευε τώρα μες τα βασιλικά τα δώματα και το πριγκιπόπουλο τον Βασίλη, όπως έκανε κάποτε με τον κύρη και τις θείες του…


Ο οποίος Βασίλης διάβαινε ο καιρός, οι μήνες, και μεγάλωνε, με τα άφθονα χάδια της μητέρας του που τον είχε υπερλατρέψει, τόσο ώστε ο Ρωμανός συχνά να την πειράζει τάχα μου παραπονιάρικα πως τον πρόδωσε ο ίδιος του ο γιος και του έκλεψε τη γυναίκα, όπως ο Οιδίποδας την Ιοκάστη από τον Λάιο. Αλλά και στην κούρτη ήταν διάσημο το αγοράκι τους, κι ας μην ήταν ο πατέρας του βασιλιάς ακόμα, γιατί οι περισσότεροι των μελών της σέβονταν και συμπαθούσαν πολύ τον αυτοκράτορα τον πάππο του. Συχνά – πυκνά θε να ’πεμπε στη Θεοφανώ πεσκέσι κάποια αρχόντισσα ρουχικό καμωμένο απ’ τα χεράκια της, ή άρχοντας να δώριζε παιχνίδι μαστορεμένο από τεχνίτη των αργαστηριών της Πόλης, σείστρο, τόπι, πήλινο αλογάκι, μαζί με τις ευχές τους για την υγεία και τη μακροζωία του μικρού. Καμάρωνε κι ο Κωνσταντίνος τον εγγονό του, καμάρωνε κι ανησυχούσε συνάμα για τη μάνα που του ’λαχε να τον γεννήσει. Για αυτό μια μέρα κάλεσε τον μέγα πραιπόζιτο κατ’ ιδίαν και του μίλησε εμπιστευτικά.


«Βρίγγα, ξέρεις πόσο ψηλά βρίσκεσαι στην εκτίμησή μου, και μου το έχεις αποδείξει πολλάκις. Ήδη ο Ρωμανός έχει συμμαζευτεί πολύ απ’ όταν ανέλαβες εσύ να τον παιδαγωγείς και να τον συμβουλεύεις…»


«Έτσι είναι, βασιλιά μου, αλήθεια» κούνησε το κεφάλι ο ευνούχος, προτιμώντας να το αφήσει ασχολίαστο. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια του ήταν ότι η χωρική η Λάκαινα τον είχε καβαλήσει τον Ρωμανό, ίδιον πειθήνιο ίππο, και τον έσερνε απ’ το ζωηρό αιδοίο της, στα παλιά του τα τσαγγία τον έγραφε εκείνον…


«Επιθυμώ, λοιπόν, με τη σύνεση που σε διέπει, να φροντίσεις και για την αγωγή και μόρφωση του εγγονού μου, εάν εγώ φύγω πρόωρα από αυτήν εδώ τη ζωή. Να μη μείνει με κανέναν τρόπο στα χέρια της μητέρας του, που θεωρώ ότι δεν παύει να παραμένει λαϊκή, κι ας την έχει συμμορφώσει με το πρωτόκολλο και τους τύπους η σύζυγός μου…»


«Κύριέ μου, μην εκφωνείς τέτοιους λόγους. Πολλές θα είναι οι ημέρες σου, ο Θεός σε ευνοεί...»


«Ουδείς επίσταται πότε του μέλλει να αποθάνει, Βρίγγα… Δια τούτο θέλω να έχω τον νώτο μου ησφαλισμένο, και ο νώτος μου είναι ο συμβασιλεύς υιός μου ο Ρωμανός και ο εγγονός μου ο Βασίλειος, ον χρη να προφυλάξω εκ της πονηράς επιρροής της μητρός του…»
Έλεγε ο Κωνσταντίνος, όμως δε μπορούσε να υποπτευθεί ότι η νύφη του είχε στήσει αυτί και τον άκουγε. Τυχαία περνούσε η Θεοφανώ απ’ έξω, ψυχανεμίστηκε ωστόσο πως η κουβέντα αφορούσε εκείνη και κοντοστάθηκε, και τα λόγια που γροίκησε του πεθερού της τη γέμισαν θυμό. Έσφιξε τα δόντια με λύσσα για να συγκρατηθεί, κι όταν επέστρεψε στην κάμαρά της ξέσπασε τα νεύρα της σε βρισιές.


«Τον άθλιο! Τον κοπρόγερο, που λιγόχρονος να είναι και να τον φάει η λώβα! Ακούς εκεί, να θέλει να μου πάρει το γιο και να τον αναθρέψει εκείνος, γιατί εγώ τάχα δεν είμαι καλή μάνα;! Κι αυτό επειδή δε γεννήθηκα στα πούπουλα και τα μετάξια… Μα δε θα του περάσει, ο Βασιλίτζης μου στα χέρια μου θα μεγαλώσει κι αν του αρέσει του ξεμωραμένου του πεθερού μου και του παλιοεκτομία του Εβραίου!»


Και λέγοντας αυτά, σήκωσε από την κούνια του το νινί της και το έσφιξε δυνατά, κτητικά σχεδόν στην αγκαλιά της. Σαν μια λύκαινα έμοιαζε αυτή την ώρα, που ράσσει να γλυτώσει τα λυκάκια της από το τσακάλι, κι άστραφταν τα μαύρα της μαλλιά σαν το τρίχωμα της ζωομάνας και έλεγες όπου να ’ναι πως γρύλισμα βαρύ σαν εκείνης θε να ’βγαινε απ’ τον κολονάτο της, ανθρωπινό λαιμό…
Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που μέλος της οικογένειας του άντρα της την υποτιμούσε κατάφωρα και προσπαθούσε να της επιβληθεί. Η κουνιάδα της η Θεοδώρα εδώ και καιρό της είχε αρχίσει πόλεμο, με τις λέξεις και τις πράξεις. Πολλές φορές, όταν βρισκόταν κοντά στον μικρό ανιψιό της, η δευτερότοκη πριγκίπισσα τον έπαιρνε στην αγκαλιά, τον χόρευε στα γόνατα, τον τάιζε, τον πότιζε, τον φιλούσε και τον κανάκευε με θέρμη, επιδεικτικά σχεδόν προς τη νυφάδα της.


«Έλα, αγόρι μου, έλα, λιοντάρι μου, εύγε! Εύγε, Βασίλειέ μου, πρίγκιπά μας, που μια μέρα θα γίνεις βασιλιάς και συνεχιστής του θρόνου του συνονόματού σου του προπάππου μας… Το αίμα σου είναι πορφυρό, κι ας τη βρήκε τη μάνα σου ο πατερούλης στους αγρούς» έλεγε στο αθώο νήπιο, υποβλέποντας με νόημα τσουχτερό τη Θεοφανώ κάτω απ’ τα ματόφυλλά της, και το περήφανο στήθος της Σπαρτιάτισσας σιγόβραζε.


«Έλα δω, Βασίλειε» αποκρινόταν με την αράδα της λίγο καιρό αργότερα, όταν ο έξι – επτά μηνών μπέμπης άρχισε να ψιλομπουσουλάει πάνω στα λινά θερινά σινδόνια. «Έλα στη μανούλα, που τόσο σ’ αγαπάει… Όχι σαν τη θεία Θεοδώρα, που σε βλέπει συνέχεια με το θήλαστρο για σκήπτρο…»
Και παίρνοντας το μωρό στην αγκαλιά της, επέστρεφε το βλέμμα το φαρμακερό στην ανδραδέλφη της.


«Τι υπονοείς, Θεοφανώ; Πώς δεν αγαπώ εγώ τον ανιψιό μου; Γιος του αδελφού μου είναι! Αν και μητέρα του θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε άλλη ευγενική κόρη, και όχι εσύ η καπήλισσα… Που άπαξ και φόρεσες διβιτήσι και κόκκινη χλαμύδα, θαρρείς πως έγινες μια από μας! Ποιος ξέρει με τι αισχρές γητειές θα πλάνεψες τον Ρωμανό, για να τρελαθεί μαζί σου…»


«Πρόσεξε, Θεοδώρα, πρόσεξε γιατί η υπομονή μου έχει και τα όριά της» μούγκριζε τότε η Θεοφανώ, υψώνοντας τον δείκτη της. «Δε θ’ ανεχτώ να με προσβάλλεις, επειδή είσαι πορφυρογέννητη! Εγώ, άμα θέλω, βάζω κάτω δέκα αλαζόνισσες σαν εσένα!»


«Αλαζόνισσα; Τολμάς ν’ αποκαλείς έτσι μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα; Θα - »


«Ναι, τολμώ, γιατί τέτοια είσαι! Μπορεί οι γονείς σου να είναι αυτοκράτορες, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα… Όταν ο αδελφός σου και σύζυγός μου διαδεχθεί τη βασιλεία, εγώ πια ως αυγούστα μπορώ να σου κάνω τη ζωή μαρτύριο, αν εξακολουθήσεις να με προκαλείς!»


«Άφησέ με, αναιδεστάτη» προέφερνε κατακόκκινη η Θεοδώρα, απελευθερώνοντας το μπράτσο της από τα δάχτυλα της Θεοφανώς που της το γράπωναν και γέρνοντας πίσω το ξανθό της το κεφάλι.


«Και τότε ακόμα ο Ρωμανός θα με φυλάει από τα νύχια σου, Αναστασώ, καπήλου θυγατέρα, γιατί όσο και να χτυπιέσαι, ετούτος είναι ομομήτριος και ομογάλακτός μου και μας αγαπάει, κι εμένα και τη Ζωή, τη Θεοφανώ, την Άννα, μα πιο πολύ απ’ όλες τη μικρή Αγάθη μας!»


«Νομίζεις! Ο άντρας καμιά δεν πρέπει και δεν είναι δυνατόν ν’ αγαπάει πιο πολύ απ’ τη γυναίκα του, για αυτό και σμίγει μαζί της για να παιδοποιήσει και την έχει κορόνα στην κεφαλή του… Κατάλαβέ το, Θεοδώρα, εγώ είμαι πλέον πρώτη στην καρδιά του Ρωμανού εδώ και πολύν καιρό, ούτε εσύ, ούτε οι άλλες σου αδελφές, ούτε καν η μάνα κι ο πατέρας του!»


Δάγκωνε το κατωχείλι η πριγκίπισσα, έκανε γροθιές τα λευκά χεράκια της με τα λαμπερά κρικέλια που τρέμανε από τη φούρκα κι έβγαινε απ’ το κουβούκλι δίχως να ρίξει δεύτερη ματιά στη Θεοφανώ.


«Σ’ έχει πειράξει η παρθενιά σου κι η αγαμία που χρονίζει, καημένη Θεοδώρα… Ζηλεύεις που, αν και μικρότερη, πλαγιάζω με τον αδελφό σου κι έχω κρατήσει τον σπόρο του στα σπλάχνα μου! Άνδρα να σου βρει ο πατέρας σου, να ησυχάσω κι εγώ από σένα!» της πετούσε χαιρέκακα πίσω από τη θύρα εκείνη, και χασκογελώντας μόνη με τη χυδαία της σκέψη πλησίαζε στο παράθυρο ν’ αγναντέψει άπληστα τη Βασιλεύουσα Πόλη και τον γαλάζιο Βόσπορο, που κάποτε η ίδια θα διαφέντευε πλάι στον καλό της…


…Και θαρρούσε πως δεν τ’ άκουγε ποτέ τούτα τα λόγια η κουνιάδα της, όμως μια φορά, που από περίσσια φούντωση των νεύρων της στάθηκε παραπάνω στον διάδρομο να ξανασάνει, τα αυτιάστηκε εκείνη και σιδηρά γροθιά της μάγκωσε την καρδιά, ενώ ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό της. Πόσα πιττάκια δεν είχε στείλει κρυφά στον Ιωάννη τον Τσιμισκή τον τελευταίο χρόνο, που έτρεμε στο χέρι της το φτερό με το μελάνι σαν έπιανε να βάλει τις λέξεις στην περγαμηνή, να μη σφάλλει και φανερώσουν άπρεπα τον έρωτά της για την αφεντιά του! Μα φαίνεται εκείνος ποτέ του δεν τα λάβαινε, ή κι αν τα λάβαινε, τα απέρριπτε κατευθείαν, γιατί ποτέ δεν της έστειλε γραφή απαντητική, έστω να της πει πως δεν τον ενδιαφέρει, να πάψει να ελπίζει… Νύχτες ολόκληρες ξαγρύπνησε περιμένοντας, και πάλι νύχτες έβρεξε το προσκεφάλι της με δάκρυα και ξεράθηκε η γλώσσα της να προσεύχεται, αλλά τζίφος, ο Ιωάννης στιγμή δεν έδωσε σημάδι. Και τούτη την άνοιξη πια, λίγο πριν εκστρατεύσει στα Σαμόσατα, έμαθε η Θεοδώρα από ανθρώπους του Παλατιού πως νυμφεύτηκε στη Μικρασία μιαν άλλη νέα από τζάκι, τη Μαρία Σκλήραινα. Έκλαψε, χτυπήθηκε μονάχη της η θυγατέρα του Κωνσταντίνου για το κακό της μοίρας της, για τα νιάτα της που χαλαλίζονταν, όμως το χώνεψε στο τέλος πως δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Το μόνο που της έμενε τώρα ήταν να υπακούσει στο θέλημα του πατέρα της, αν και όποτε της διάλεγε ο χριστιανός έναν σύζυγο…


«Μα καλά, τι θεωρεί κι αυτός, πώς θα ζει αιώνια; Και αν - Θεός φυλάξοι! - πάθαινε κάτι ο Ρωμανός και πέθαινε πριν από κείνον, ποιος θα τον διαδεχόταν; Το κούτσικο ο Βασίλειος, ή μήπως αυτή η παλιο-ταβερνιάρισσα η μάνα του; Χρειάζεται ισχυρούς γαμπρούς ο πατέρας μας, συμμαχίες, και απορώ γιατί δεν το φροντίζει, τόσο σοφό μυαλό που έχει... Τον Τσιμισκή… εγώ μια φορά τον έχασα (εδώ κόμπιαζε η πριγκίπισσα), μα… δε θα ’λεγα όχι να πάρω έναν καλό άντρα, που θα μου χάριζε και τη φαμίλια που ονειρεύομαι και θα στεκότανε άξιος πλάι στον θρόνο του γεννήτορά μου…»


Ωστόσο ο καιρός διαβαίνει. Ο Βασίλειος έκλεισε κιόλας τον πρώτο χρόνο της ζωούλας του, και μπήκε στον δεύτερο. Σηκώθηκε στα δυο του πόδια, έκανε τα πρώτα βήματα κρατημένος απ’ τα χέρια της μανούλας του, και τώρα περπατά με όλο και πιο μεγάλη σιγουριά και λέει τις πρώτες αυτοσχέδιες λεξούλες του. Φωνάζει τον Ρωμανό «πατή», τη Θεοφανώ «μητή», κι η λαλίτσα του ηχεί σαν αηδονόπουλου στα αυτιά τους, χώρια που χαίρονται να βλέπουν πως μοιάζει και στους δυο τους, μελαχρινό και γαλανομάτικο ως είναι. Ευφραίνεται κι η αυγούστα Ελένη η Λεκαπηνή, η μάμμη του, να τον βλέπει να παιχνιδολογά τριγύρω απ’ το θρονί της καθώς κεντάει, και σαν κάνει ότι πέφτει και πάει να ζαρώσει το μουτράκι του για κλάμα, τον παίρνει αγκαλιά, τον ταχταρίζει στην ποδιά της και τον γεμίζει με φιλιά. «Αστέρι μου εσύ, φεγγάρι μου και ήλιε μου! Θα λάμψεις σαν τον ήλιο μιαν ημέρα σ’ ολόκληρη την οικουμένη, εγγόνι μου!» τον παινεύει, μα η Θεοφανώ προτιμά να τον απομακρύνει γρήγορα, «ίδια κι απαράλλαχτη η συμπεριφορά της πεθεράς μου με της κόρης της, δε με ρωτάνε καν για να τον κανακεύουνε τον Βασίλη μου, θαρρούν πως είναι κτήμα τους το παιδί που γέννησα εγώ από τη μήτρα μου…» Κι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, τις ίδιες παραγγελιές που έδινε στον Βρίγγα, τις δίνει τώρα και στον μοναχογιό του:


«Ρωμανέ, παιδί μου, θέλω κάτι να σου πω…»


«Τι, πατέρα;»


«Ξέρω ότι…» (ξεφύσηξε) «… είσαι σφοδρά ερωτευμένος με τη σύζυγό σου… Αλλά σε παρακαλώ θερμά και σε νουθετώ πατρικώς μαζί, μην αφήσεις αυτό το σαρκικό πάθος να θολώνει την κρίση σου…»


«Ποια κρίση; Μίλα ξάστερα»


«Να, για τον υιό σου… Θεωρώ πως, όπως η μητέρα του δεν αποτελεί την καλύτερη επιρροή για σένα, έτσι δε θα αποτελέσει και για κείνον μεγαλώνοντας, και δεν προτίθεμαι να το επιτρέψω αυτό… Μπορεί εκείνη να τον έτεκε, όμως καθ’ εξής η πνευματική ανατροφή του οφείλει πάντως να ανατεθεί αλλού, σε ανθρώπους με κύρος και ευγενική καταγωγή, όπως οι γραμματικοί κι οι επιστήμονες του Παλατιού μας»


«Πατέρα, θαρρώ πως δεν έχεις πάψει στιγμή ν’ αντιπαθείς τη Θεοφανώ… Γιατί όμως; Μου χάρισε ένα αγόρι, έναν κληρονόμο και δικό μου και δικό σου! Αυτό δεν ήρκεσε καθόλου για ν’ αλλάξεις στάση;»


«Δεν αρκεί για να ξεχάσω ότι την αλίευσες από χαμαιτυπείων, νεαρέ μου… Και αυτό δεν πρόκειται ποτέ να διορθωθεί» αντέσκοψε ο αυτοκράτορας, γινόμενος πιο βλοσυρός. «Μια γυναίκα που στις φλέβες της δε ρέει αίμα βασιλικό ή ευγενικό, πώς θες να βάλει ποτέ τρόπο ανάλογο; Καπηλίδα ήταν και καπηλίδα θα μείνει, φοβάμαι, όλη της τη ζωή, γιε μου! Δες καθαρά επιτέλους, και μην καταδικάσεις τον Βασίλειο να διαφθαρεί στο πλάι τέτοιας μητρός το ήθος του! Το αίμα του παιδιού σου το χοϊκό είναι το δικό σου και δικό μου, βασιλικό μέχρι ρανίδος, λοιπόν έτσι πρέπει να είναι και η αθάνατη ψυχή του!»


«Με λυπείς, πατέρα… Με λυπείς πολύ» αποκρίθηκε μονάχα ο Ρωμανός, και γυρνώντας του την πλάτη κατευθύνθηκε έξω από το σπουδαστήριο του Κωνσταντίνου. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, βάζοντας αντιστύλι τις γροθιές του στο θρανίο του, να ηρεμήσει η φλέβα του λαιμού, έπειτα κάθισε βαρύς πίσω στο θρονί του.


«Θα με θυμηθείς, Ρωμανέ, και θα υπολογίσεις τα λόγια μου μια μέρα… Μόνο πρόσεξε μην είναι πολύ αργά, και για σένα και για το παιδί σου…» μουρμούρισε, και διέταξε να του φέρουν το κανίκλι και το καλαμάρι να συντάξει καμιά παράγραφο στον νέο του κώδικα, μπας και ξεχαστεί, ν’ αλαφρώσει…


«Τι έχεις, πρίγκιπά μου;» τον ρώτησε η Θεοφανώ, βλέποντάς τον κατηφή, το βράδυ στο κρεβάτι τους. «Σε ενόχλησε κανείς; Πες μου, να χαρείς»
Αναστέναξε ο Ρωμανός, της έπιασε τρυφερά το χέρι που το είχε ακουμπήσει στο στέρνο του.


«Ερασμία μου, για σένα είμαι έτσι…»


«Για μένα; Τι συνέβη;»


«Να, ο πατέρας… Το ένιωθα πως δε σ’ είχε ποτέ αποδεχτεί στα αλήθεια, μα σήμερα σε κακολόγησε μπροστά μου και με στεναχώρησε αφάνταστα…»


«Τι σου είπε, δηλαδή;»


«Μη μου το ζητάς, σε ικετεύω, ντρέπομαι και θλίβομαι να τα επαναλάβω όσα άκουσα απ’ το στόμα του…»


«Όχι, πες τα μου. Δεν είμαι ανόητη, ξέρω τι άποψη είχε για μένα ο πατέρας σου εξαρχής…»


«Αφού επιμένεις… Είπε… πως εσύ είσαι και θα είσαι πάντοτε καπηλίδα, ανήθικη σαν να εννοούσε, και ότι θα ήσουν κακή επιρροή για το παιδί μας, ότι θα τον αχρείωνες πλάι σου…»
Εξέπνευσε βαθιά η Θεοφανώ, σταυρώνοντας τα μπράτσα της στο στήθος και στρέφοντας το βλέμμα στον ουρανό της κλίνης. «Πάλι τα ίδια ο γέρο-ξεκούτης», συλλογίστηκε, κι ο Ρωμανός βλέποντάς τη σκασμένη της χάιδεψε το μάγουλο με έγνοια.


«Να ξέρεις, μάτια μου, εγώ δεν τα πιστεύω διόλου όλα αυτά… Σ’ αγαπώ, είσαι η γυναίκα μου και ουδέποτε θα έκανα τέτοιες σκέψεις για εσένα! Σε ερωτεύτηκα και σε πήρα όχι μόνο για το κάλλος του κορμιού σου, αλλά και για την ομορφιά της ψυχής σου, που είναι κι αυτή αναντίρρητη…»


«Μην απολογείσαι, Ρωμανέ» του χαμογέλασε ανταποδίδοντας τη θωπεία. «Το ξέρω, το ξέρω πολύ καλά πως εσύ μ’ αγαπάς και με στηρίζεις! Και σ’ ευχαριστώ για αυτό… Όταν γίνεις αυτοκράτορας, που θα γίνεις σύντομα, κι εγώ αυτοκρατόρισσα, θα σ’ το ξεπληρώσω και με το παραπάνω, ορκίζομαι!»


«Μπα σε καλό σου, Θεοφανώ! Γιατί τέτοια βιασύνη; Ο πατέρας κι η μάνα στέκουν καλώς στην υγεία τους, δόξα στον Ύψιστο Θεό…»


«Σωστά, αλλά κανείς δε γνωρίζεις ποιες είναι οι βουλές Του…»


«Περίεργα μού τα λες απόψε…»


«Είναι που ποθώ να σε δω στον θρόνο, άντρα μου… Κακό είναι;»


«Καλά, σε αντιλαμβάνομαι… Έλα όμως στην αγκαλιά μου τώρα, να σου δείξω τον δικό μου πόθο, κι άσ’ τα αυτά για όποτε τα κανονίσει Εκείνος… Νέοι είμαστε, έχουμε όλη τη ζωή μπροστά να βασιλέψουμε…»


«Πόσο συνετός μού είσαι, παλικάρι μου, κι ας είσαι τόσο νέος! Έρχομαι, έρχομαι και τα λησμονώ όλα όσα είπα, το περιλάμπασμά σου το δυνατό στο κορμί μου αξίζει όσο δώδεκα πορφύρες…»


Έτσι, με λόγια θερμά και φιλήματα καυτά, μες το αποκάρωμα του έρωτα, πρώτη φορά τόσο φλογερού απ’ όταν πέρασε η λοχεία της, γλάρωσε του νεαρού συμβασιλέα το μυαλό, καμμύσανε κατόπι και τα γαλανά τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε, με το δεξί του χέρι ξεχασμένο στα εβένινα στιλπνά μαλλιά της γυναίκας του, την απαλή σαν ροδοπέταλο παρειά της στον γυμνό του απολλώνιο θώρακα και τους μαστούς της κολλημένους στο διάφραγμά του επάνω, που ανεβοκατέβαινε σιγά, στο ρυθμό που του υπαγόρευε ο Μορφέας. Όμως τα δικά της τα ματόφυλλα μένανε ανοιχτά, οι κόρες της φωτερές και διεσταλμένες στο μισοσκόταδο του κεριού, κι ο νους της μηχανευόταν πράγματα τολμηρά κι ασβολωμένα…


«Πρέπει να πεθάνει ο γέρος μιαν ώρα αρχύτερα… Μη σου πω και δύο» σκεφτόταν επίμονα για πολλοστή φορά, εκείνη την ημέρα, σουφρώνοντας τα χείλη και χτυπώντας διαδοχικά τα δαχτυλάκια της στο ξύλινο μπράτσο του θρονιού της. Ο γιος της, ενάμιση χρόνου πίτσικο, ακάτεχος τελείως για το τι απασχολούσε τη μητέρα του, ήρθε κοντά και της τραβούσε μια πτυχή του φουστανιού της, θέλοντας να της δείξει πώς είχε καταφέρει να ισορροπήσει έναν γυαλένιο βόλο πάνω σ’ ένα κεραμένιο αλογατάκι, κι όσο την έβλεπε να μην ανταποκρίνεται, τόσο δυνάμωνε το τράβηγμα, και ψέλλιζε:


«Μητή! Μητή! Δε, μητή!»


«Σταμάτα πια, Βασίλειε! Δε μπορώ τώρα!» του φώναξε, αρπάζοντας το χεράκι του να το ξεκολλήσει από το ένδυμά της. Ο μικρός τότε σώπασε, μούλωξε το κεφαλάκι του, και πιπίλισε τον αντίχειρα με μάτια απορημένα και παραπονεμένα αντάμα, που μαλάκωσαν τη Θεοφανώ.


«Έλα, αγόρι μου» του είπε, γονατίζοντας κοντά του και του χάιδεψε τα μαλλάκια μαζί με ένα φιλί στο κούτελο. «Παίξε εσύ ήρεμα εδώ, εγώ έχω μια δουλειά να κάνω… Να, θα καλέσω την Ευφροσύνη να σε συντροφεύει, μη μου στεναχωριέσαι!..»


…Μια παράξενη φιγούρα, μπαμπουλωμένη σ’ ένα ευτελές μαφόρι, παρά την αυγουστιάτικη ζέστη, έβγαινε αργότερα από τον περίβολο του ανακτόρου των Πηγών, κοιτώντας με προφύλαξη δεξιά – ζερβά, και παίρνοντας το στρατί στρατί κατευθύνθηκε προς τ’ αργαστήρια της Πόλης. Ήταν η νεαρή αυγούστα, που μασκαρεμένη μην τυχόν και προδοθεί, έβαζε σ’ εφαρμογή το σχέδιό της…


Ο πάγκος του μυρεψού μπροστά της έγεμε βοτάνων. Πλησίασε, χαμηλώνοντας ακόμα πιο πολύ την άκρη του κεφαλοκαλύμματος πάνω στο μετώπι της.


«Καλή σου ώρα, κυρά» τη χαιρέτησε ο μικροπωλητής. «Τι ζητάς; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»


«Από χόρτα που φτιάχνουνε μαντζούνια τί έχεις;» τον ρώτησε η Θεοφανώ κοφτά, διαπερνώντας με το βλέμμα της όλη την πραμάτεια.


«Δεντρολίβανο, άνηθο, κάππαρη, σέλινο…» - της έδειχνε ένα – ένα τα εμπορεύματά του εκείνος.


«Όχι, όχι. Κάτι πιο δραστικό γυρεύω…»


«Σαν τι; Μήπως… απήγανο; Κυκλάμινο; Σφενδάμι;»


«Αυτό… Αυτό εδώ θέλω!» έκανε, στοχεύοντας με τον δείκτη της μια σπυρίδα γεμάτη με ανοιχτά λουλακί άνθη με πορτοκαλιούς στήμονες. Ο πλανόδιος φαρμακοποιός δίστασε.


«Είσαι σίγουρη, κυρά μου, πώς θες το κολχικό; Ξέρεις τι μπορεί να κάνει;»


«Ξέρω ότι είναι πολύ καλό φάρμακο» αντιπαρήλθε βιαστικά την κουβέντα του η Θεοφανώ, και σύλλεξε στη χούφτα της ένα ματσάκι.


«Να προσέχεις, κυρά… Μην προξενήσεις κακό άθελά σου…»


«Πόσα;» τον έκοψε ανυπόμονη, βγάζοντας το πουγκί της. Ο άντρας πρόφερε μια τιμή, και εκείνη έβγαλε τα νομίσματα και τα απίθωσε στον πάγκο του.


«Πάρε κι αυτά, για φιλοδώρημα» πρόσθεσε, αφήνοντας επιπλέον δυο φόλλεις στον ψιλοσαστισμένο ανθρωπάκο, μ’ ένα κρυφοειρωνικό, πονηρό μειδίαμα, έκρυψε το πολύτιμο ώνιο στον κόρφο της και κίνησε πάλι πίσω για το θερινό παλάτι, να ετοιμάσει την ύπουλη μαγεριά της…


«Ας είναι καλά η γριά γιάτρισσα στη Σπάρτη, που μου ’μαθε τα βοτάνια και τα μυστικά τους» σχολίασε ψιθυριστά ευχαριστημένη, την ώρα που διέλυε τους στήμονες και τα πέταλα μέσα στο γουδί. «Σύντομα ο… αγαπητός μου πεθερός θα πάει να βρει τους προγόνους του, αν γίνουν όλα σωστά…»


Κι η μοχθηρή της σκέψη την έκανε να ευφρανθεί τόσο, που θέλησε να σηκωθεί και ν’ αρχίσει να χορεύει μέσα στο κουβούκλι μόνη της, αλλά συγκρατήθηκε. Έσκυψε να ελέγξει το παρασκεύασμά της και το αποτέλεσμα την ικανοποίησε πλήρως. Άοσμο και άγευστο καθώς ήταν, ούτε που θα το καταλάβαινε ο βασιλιάς, θα κατέβαινε ευθεία στην καρδιά του και θα τον αποτελείωνε…


«Ναι, αλλά πώς θα του το χορηγήσω;» προβληματίστηκε, κατσουφιάζοντας προς στιγμήν. Τότε εμφανίστηκε στη θύρα ο Ρωμανός.


«Θεοφανώ μου;» την προσφώνησε και τινάχτηκε, μα ανέκτησε σύνωρα την ψυχραιμία της και γύρισε να τον δει, φορώντας την πιο γλυκιά της έκφραση.


«Εσύ είσαι, Ρωμανέ μου; Δε σ’ ανέμενα…»


«Ζεσταίνομαι, για να πω την αλήθεια, κι είπα να περάσω απ’ το δώμα της γυναίκας μου να με δροσίσει λίγο» δικαιολογήθηκε το παλικάρι με νόημα, κι αφού σίμωσε της χάιδεψε απαλά τους ώμους και τη φίλησε βυζανιστά στο μάγουλο, στον λαιμό και στο στόμα, κι η κοπέλα ανταποκρίθηκε στα φιλιά του με θέρμη.


«Τι φτιάχνεις εκεί;» απόρησε κατόπιν ο Ρωμανός, μόλις το βλέμμα του έπεσε στο γουδί με τον πολτό του κολχικού.


«Α, ναι! Έτριβα ένα φάρμακο για τον πατέρα, βότανο» έσπευσε να πει χαμογελαστή η Θεοφανώ.


«Μου ’πες εχθές πως πρέπει να πάρει καθαρτικό, και σκέφτηκα να του φτιάξω κάτι να τον βοηθήσει επιπλέον…»


«Έγινες και φαρμακεύτρια, αγάπη μου; Δεν το γνώριζα!»


«Είχα μια γριά μαμή εκεί στον τόπο μου, που κάτεχε του κόσμου όλου τη γνώση, και μου τα ’μαθε…»


«Είσαι τόσο μεγαλόψυχη, πάντως… Σε θαυμάζω» της είπε, κρατώντας της τα χέρια. «Εκείνος σε κακολογεί, κι εσύ τον νοιάζεσαι, νοιάζεσαι για την υγειά του!»


«Πού ξέρεις, Ρωμανέ; Ίσως έτσι καταφέρω επίσης να με συμπαθήσει λίγο ο πατέρας σου…»


«Μακάρι! Δεν το στέργω να σε αντιπαθεί κανείς, ακριβή μου!» έκανε ο Ρωμανός και την αγκάλιασε σφιχτά.


«Λιοντάρι μου!» του ανακάτωσε η Θεοφανώ τη σιτόχροη ωραία κόμη. «Μη μου στεναχωριέσαι… Θα δώσεις τώρα εσύ τη σκόνη αυτή που έφτιαξα στον άρχοντα Νικήτα, τον τραπεζοκόμο του πατέρα, να την αναμείξει με το καθαρτικό; Πες του, θα τον ωφελήσει» του ζήτησε, απλώνοντας και χουφτιάζοντας στο ένα της χέρι με επιδεξιότητα και προσοχή πολλή το πήλινο δοχείο. «Και εμάς», συμπλήρωσε στον λογισμό της.


«Φυσικά, ποθητή μου. Πάω αμέσως κιόλας να του το δώσω, αν το κρίνεις εσύ καλό»


«Να πας, αγαπημένε μου, το γοργόν και χάριν έχει, άλλωστε!» συγκατένευσε, μα το δίσημο της φράσης της συζύγου του δεν το υποψιαζόταν με τίποτα ο γιος του Κωνσταντίνου…


«Ο Νικήτας δεν πείθεται να το δώσει του πατέρα» γύρισε για να της αναγγείλει ύστερα από λίγο. «Δε θέλει, λέει, σε καμιά περίπτωση να διακινδυνεύσει, μιας και δε γνωρίζει την προέλευση του φαρμάκου…»


«Γιατί δεν πείθεται; Δεν του εξήγησες ότι τα ξέρω στην εντέλεια;»


«Ναι, αλλά επιμένει…»


«Τότε μη χαλάς το σάλιο σου. Θα τον καταφέρω εγώ» έκανε αποφασιστικά η Θεοφανώ χαμογελώντας, και σηκώθηκε, παίρνοντας από τα χέρια του Ρωμανού το αγγειό με τον πολτό του κολχικού.


«Γυναίκα, στ’ αλήθεια τώρα… Πες μου τι έτριψες, εγώ δεν ξέρω ούτως ή άλλως απ’ αυτά, μα και δεν πρόκειται να πω τίποτα σε κανέναν…»


«Τι σε μέλει, άντρα μου; Σ’ το είπα, θα κάνει καλό στον πατέρα… Ψεύδομαι εγώ ποτέ ενώπιόν σου;»
Και με τούτα τα λόγια, που φρόντισε να τα γαρνίρει με την πιο γλυκιά αφοπλιστική της έκφραση, του χάιδεψε το μαλακό ξανθό γένι, δίνοντάς του ένα απαλό φιλί στο στόμα.


«Όχι βέβαια… Και σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα, Θεοφανώ, σ’ το ξαναλέω για άλλη μια φορά, όσο και να σε πολεμά ο πατέρας μου!»


«Έτσι πρέπει, Ρωμανέ… Αν δεν πιστεύεις στην κυρά σου, τότε σε ποιον; Κι εσύ δεν είσαι κανένας αγαθιάρης, είσαι μυαλωμένος πολύ και ικανός, κι οι δυο μας θα θαυματουργήσουμε όταν έρθει η ώρα ν’ αναλάβουμε το κράτος και τα σκήπτρα του!»


«Όταν έρθει εκείνη η ώρα, σου υπόσχομαι να σ’ έχω πάντοτε στο πλάι μου σύμβουλο και βοηθό στον θρόνο, εκτός απ’ το κρεβάτι μας» κατέληξε ο Ρωμανός, αγκαλιάζοντας τη μέση της κι ανταποδίδοντας το πρότερο φίλημά της. Κι αφού με τέτοιες αντιλαβές τον βαυκάλισε, κίνησε η Θεοφανώ να βρει τον άρχοντα Νικήτα. Ο σκοπός της έπρεπε να πετύχει οπωσδήποτε…


«Δε μπορώ, δέσποινα Θεοφανώ, το είπα και στον συμβασιλέα σύζυγό σου προ ελαχίστου» δήλωσε ωστόσο ξανά εκείνος, μόλις του το ανέφερε. «Αν δε μάθω από πού προέρχεται το τρίμμα σου, δεν το δίνω ποτέ στον δεσπότη Κωνσταντίνο…»


«Νικήτα, εγώ γνωρίζω από βότανα και φάρμακα. Το πήρα ειδικά για τον πεθερό μου, θα τον βοηθήσει χωρίς καμιά αμφιβολία, γιατί θα ενισχύσει τη δράση του καθαρτικού…»


«Και… πού ξέρω εγώ;…»


«Τι να ξέρεις, Νικήτα; Μίλα καθαρά»


«Πού ξέρω αν εσύ… δεν έχεις διαλέξει ωφέλιμο βότανο για τον πεθερό σου…»


«Τι υπονοείς; Πώς θα ήθελα ποτέ να τον βλάψω; Πώς το διανοήθηκες αυτό;»


«Ηρέμησε, δέσποινα, δεν το διανοήθηκα και δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω, μάρτυς μου ο Θεός…»


«Τότε πάρε το φάρμακό μου και ανάμειξέ το στο ποτήρι με το καθαρτικό που προορίζεις για τον πατέρα» επανέλαβε τη διαταγή της, τείνοντας το γουδί στον επί της τραπέζης, όμως εκείνος δίσταζε.


«Παρ’ το, είπα, και μη σε νοιάζει… Ναι και τούτα τα κεράτια για την αφοσίωση που δείχνεις…»
Και του ’βαλε γρήγορα στη χούφτα δυο-τρία αργυρά νομίσματα, πριν τον απολύσει. Τα δέχτηκε ο αυτοκρατορικός τραπεζοκόμος, μαζί με το σκεύος που του ενεχείρισε, και με βήματα αργά στράφηκε και κατευθύνθηκε προς το εικονοστάσι, όπου ήταν αφημένο το κύπελλο με το φάρμακο του κυρίου του, για να ευλογηθεί προτού το καταναλώσει…


«Πατέρα, σε ποιον αξιωματούχο μού είπες να κομίσω την επιστολή;» ρωτούσε η Αγάθη την άλλη μέρα τον Κωνσταντίνο, καθώς βρίσκονταν οι δυο τους στο σπουδαστήριό του, κι εκείνος είχε μόλις γράψει μια περγαμηνή και σφραγίσει την με την αυτοκρατορική βούλα.


«Στον λογοθέτη του Γενικού, θυγατέρα. Και πες του ότι θέλω να τον δεχτώ και ιδιαιτέρως…»


«Εντάξει» κούνησε πάνω – κάτω το κεφάλι της η δεκαπεντάχρονη πια κοπελίτσα, το στολισμένο με ξανθιές σοθετές μπούκλες σαν των μαρμάρινων Κορών της αρχαιότητας, κι ο βασιλιάς την επιβράβευσε σφίγγοντάς της τρυφερά το ένα της χεράκι.


«Εύγε, κορούλα μου! Όσο μεγαλώνεις, γίνεσαι όλο και πιο καλή και χρήσιμη στην εργασία σου…»


«Πώς είσαι σήμερα, πατέρα;» έλαβε την αφορμή από τούτη τη στιγμή οικειότητας η Αγάθη να ενδιαφερθεί για την υγεία του. «Έδρασε καθόλου το καθαρτικό;»


«Δεν έχω δει ακόμα μεγάλη διαφορά, κόρη μου, για να ’μαι ειλικρινής απέναντί σου, μα ελπίζω πως σύντομα θα είμαι πάλι ακμαίος» αποκρίθηκε λίγο κουρασμένα ο Κωνσταντίνος προσπαθώντας να χαμογελάσει, κι έκανε ένα κίνημα να ανασηκωθεί στο θρονί για να βολευτεί καλύτερα.


«Αμήν! Θέλω να σε βλέπω υγιή, πατερούλη μου καλέ!» αναφώνησε με λαχτάρα και τρυφεράδα η μικρή πριγκίπισσα, σμίγοντας τις παλάμες της, σύνταχα όμως ο μορφασμός του την θορύβησε.


«Πατέρα… Πατέρα, είσαι καλά;» πρόφερε, βλέποντάς τον να πιάνει το αριστερό του πλευρό με το δεξί χέρι και ν’ αγκομαχάει.


«Όχι, Αγάθη, παιδί μου… Νομίζω ότι θα χρειαστώ τον ιατρό…» άρθρωσε με κόπο πολύ ο Κωνσταντίνος και μποδεμένη την ανάσα του. Πήγε η κόρη του να υπακούσει και να βγει από το δωμάτιο, αλλά δεν πέρασε μισό λεπτό και ένα δεύτερο βογκητό του, δυνατό, τη σταμάτησε. Έκανε μεταβολή ανήσυχη και τον είδε να έχει γλιστρήσει από το κάθισμά του και να σφαδάζει υπόκωφα διπλωμένος στο πάτωμα.


«Πατέρα! Πατέρα μου, τι έπαθες;!» φώναξε κατατρομαγμένη, κι έτρεξε να γονατίσει πλάι του. Τον αγκάλιασε και το μέτωπό του έκαιγε, το ίδιο κι ο λαιμός του, κι οι γογγυσμοί του της πλάκωναν τα στήθια.


«Βοήθεια! Θείε Βασίλειε! Άρχοντα Ιωσήφ!» έκραξε ένα – ένα με αγωνία τα ονόματα των δύο πιο στενών ευνούχων συνεργών του Κωνσταντίνου το κορίτσι, του γυναικαδέλφου και παρακοιμωμένου του του Λεκαπηνού και του μεγάλου πραιπόζιτου, τα πρώτα που θυμήθηκε μες στο καρδιοχτύπι της, και όλο έβαζε τις παλάμες του τις μαργωμένες στο φλογισμένο δέρμα του πατέρα της, σαν να ’ταν βολετό να τον γιατρέψει έτσι…


«Νικήτα, πώς είναι ο πεθερός μου;» ζήτησε να μάθει την επαύριον η Θεοφανώ, αφού κάλεσε ιδιαιτέρως τον τραπεζοκόμο, η ανυπομονησία, βλέπεις, για την επίτευξη του δολερού σκοπού της την ταλάνιζε.


«Μα δεν τα ’μαθες, νεαρή δέσποινα;» απόρησε εκείνος. «Καθόλου καλά δεν είναι ο βασιλέας μας… Αντί να ιαθεί από το μη σοβαρό του πρόβλημα υγείας, ησθένησε ξανά και μάλιστα πολύ χειρότερα…»


«Το γνωρίζω, Νικήτα, λες να μην το γνωρίζω;» του απάντησε λίγο τσαντισμένη η κοπέλα. «Μες το Παλάτι ζω κι εγώ…»


Έκανε μια παύση, γυρνώντας του τα νώτα και δαγκάνοντας τα χείλη με περίσκεψη. «Άραγε πόσο γρήγορα θα δράσει το φαρμάκι;» διερωτήθηκε, και αμέσως στράφηκε πίσω στον Νικήτα, μην τυχόν του δώσει πάτημα για υποψίες που δεν τη συνέφεραν.


«Δε μου λες, το ήπιε το καθαρτήριο πόμα του;»


«Το ήπιε…»


«Ανέμειξες μέσα και το φάρμακο που σου ’δωσα για να ενισχυθεί η δράση του;»


«Όλα αυτά τα έκανα, κυρά μου, όμως…»


«Όμως τι;»


«Όταν πήγα να το πάρω απ’ το εικονοστάσιο…» – δίστασε μια στιγμή ο υπηρέτης – «…δίχως να καταλάβω πώς, ολίσθησα, και το περισσότερο υγρό μού χύθηκε… Ίσα που πρόλαβα να μη συντριβεί το κύπελλο…»


Μούδιασε ολόκληρη η Θεοφανώ σε αυτό το άκουσμα, κι ένιωσε το αίμα της όλο να μαζεύεται μονοκοπανιάς στο κεφάλι της. Ωστόσο ξεροκατάπιε, βάσταξε την ψυχραιμία της και επέπληξε δήθεν τον επί της τραπέζης:


«Τι;; Γλίστρησες και σου χύθηκε, το φάρμακο που χρειαζόταν τόσο πολύ ο πατέρας; Νικήτα, είσαι άχρηστος! Απορώ πώς σ’ εμπιστεύεται!»


Και για να γίνει πιο πειστική ακόμα, έπιασε με τα τρία πρώτα δάχτυλα του ενός χεριού το μετώπι της, κι έβαλε το άλλο σε γροθιά χαλαρή στη μέση της, μισανοίγοντας το στόμα σε ένα ξεφύσημα αποδοκιμασίας.


«Να με συμπαθάς, αυθέντρια, άνθρωποι είμαστε και λάθη κάνουμε, κι εγώ σου απολογήθηκα ειλικρινά… Ελπίζω μονάχα να ’ναι αληθινή κι η δικιά σου η απογοήτευση, διότι, αν υποκρίνεσαι και το παρασκεύασμα που με βάλατε να χορηγήσω στον δεσπότη μου και πατέρα σας ήταν βλαβερό κι όχι ωφέλιμο, τότε το αίμα του να πέσει και στων δυο σας τα κεφάλια, εσένα και του Ρωμανού, αν πάθει κάτι ανήκεστο!..»


Αυτά ξεστόμισε ο επί της τραπέζης του Κωνσταντίνου, με όλο το θάρρος που του έδιναν τα ψαρά μαλλιά του, κοιτώντας την άφοβα και σταθερά στα μάτια, και απήλθε. Έτοιμη ήταν η Θεοφανώ να αμυνθεί, να του φωνάξει, κατάπιε όμως τη γλώσσα της την ένοχη και ξέσπασε σε σιγανές κατάρες.
«Ανάθεμα! Ανάθεμα, ανάθεμα!» μούγκριζε, χτυπώντας το πόδι της στο δάπεδο. «Τώρα δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, ο γέρος θα ζει και θα βασιλεύει… Εκτός… εκτός κι αν το υπόλειμμα της απροσεξίας του Νικήτα αποδειχθεί αρκετό για να τον σκοτώσει, και δεν ξεπεράσει την αρρώστια που του προκάλεσε… Μακάρι, αχ, μακάρι!»


«Άρχοντα Νικόδημε, τι κρίνεις; Θα επιβιώσει ο Κωνσταντίνος;» αποτάθηκε με φωνή σβησμένη από τη στεναχώρια και την αγωνία η Ελένη στον βασιλικό αρχίατρο, μόλις εκείνος τέλεψε την εξέτασή του.


«Αυγούστα, δε θα σου ψευστώ» είπε εκείνος, αφού έπλυνε τα χέρια του και τα σκούπισε με ένα προσόψι. «Η κατάστασή του είναι μεν έτι κρίσιμη, αλλά εάν πάρει τακτικά τα φάρμακα που θα του χορηγήσω, θέλω να πιστεύω πως θα τα καταφέρει να νικήσει την ξαφνική αυτή και βαριά ασθένεια της πλευράς του… Από κει και πέρα, παραθέτω τις ελπίδες μου και στον επουράνιο Βασιλέα, τον παντοδύναμο Θεό, και τον παρακαλώ να ιάσει τον βασιλιά μας…»


«Γένοιτο, Υπεραγία Θεοτόκε! Σώσε, Σεμνή, τον άνδρα μου!» προσευχήθηκε η βασίλισσα, και έτριψε με τους ρόζους των δαχτύλων τα κουρασμένα μάτια της. Τόσα μερόνυχτα δεν τα ’χε κλείσει επαρκώς να τα χορτάσει ύπνο, ξαγρυπνώντας στο πλάι του αρρώστου, κι όταν ακόμα με τα παρακάλια των θεραπαινίδων της πειθόταν να κατακλιθεί, καμιά ανάπαυση δεν έπαιρνε, μονάχα στριφογύρναγε και το μυαλό της τριγύριζε στον άντρα της και στο απαίσιο ενδεχόμενο να έρθουν να της μαντατέψουν το μοιραίο…


«Ο Θεός είναι μεγάλος, δέσποινα. Δε θα αφήσει τον ηγαπημένο Του δούλο Κωνσταντίνο, τον πολυφίλητο δεσπότη μας και σύζυγό σου και γεννήτορα των τέκνων σου, να χαθεί έτσι άδικα… Φρονώ μάλιστα ότι του επιφυλάσσει πολλά ακόμα έτη ζωής και βασιλείας!»


«Με παρηγόρησες ικανώς, Νικόδημε, με τούτα σου τα λόγια… Ο Θεός κι οι Άγιοι Ανάργυροι να σ’ έχουνε πάντοτε καλά!» αποκρίθηκε η Ελένη, κι ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε επιτέλους στην ωχρή από την έγνοια μορφή της, φωτίζοντας το σμαραγδί των οφθαλμών της.


«Ευχαριστώ σε, αυγούστα. Κι εγώ το ίδιο αιτούμαι για την αναξιότητά μου, ώστε να σας υπηρετώ αδιαλείπτως» υποκλίθηκε με σεβασμό ο αρχίατρος, και βγήκε από την κάμαρη του Κωνσταντίνου, για να εμφανιστεί ύστερα από λίγο η Αγάθη.


«Μητέρα, τι είπε ο άρχοντας Νικόδημος; Θα γιατρευτεί ο πατέρας;»


«Έτσι θέλουμε όλοι να ελπίζουμε, κόρη μου» απάντησε η Ελένη, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά της. Η μικρή πριγκίπισσα φώλιασε αυθόρμητα στην αγκαλιά της, σφίχτηκε απάνω της, κι αφού παρηγορήθηκε με τη ζεστασιά του μητρικού κόρφου, πλησίασε κατόπιν την κλίνη του πατέρα της, και στάθηκε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια της.


«Πατέρα…» ψιθύρισε, κι ο αυτοκράτορας την αντιλήφθηκε, γύρισε τον αυχένα του στο προσκεφάλι και την κοίταξε μέσα απ’ τα μισόκλειστα – μισάνοιχτά του βλέφαρα.


«Εδώ είσαι, Αγάθη μου;» μίλησε βραχνά, κι έκανε να σηκώσει τη μια παλάμη του.


«Ναι, πατερούλη μου, εδώ είμαι! Είμαι κοντά σου» τον βεβαίωσε εκείνη, μ’ έναν λυγμό να της πιέζει πια αφόρητα το στήθος, τη χούφτιασε τρυφερά και αργά τη σήκωσε και την έφερε στα χείλη της.


«Λατρεμένο μου παιδί…» άρθρωσε ξανά ο Κωνσταντίνος, και με τις κλειδώσεις των δαχτύλων της θώπευσε αδύναμα το μάγουλο. Η Αγάθη τώρα δε μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έπεσε στον τράχηλό του και τον αγκάλιασε, ενώ ο λυγμός κυρίευσε το λαρύγγι της και ξέσπασε πνιχτός, και δυο δάκρυα βρήκαν την ευκαιρία να κυλήσουνε μαζί από τα μάτια της. Όλο αυτό για μια στιγμή, διότι γρήγορα αποτραβήχτηκε, σαν να ντράπηκε για την πράξη της, κι ο Κωνσταντίνος τη θεώρησε εξεταστικά.


«Κλαις, Αγάθη;»


«Μ-με συγχωρείς, πατέρα» τραύλισε, σφουγγίζοντας τις βλεφαρίδες της. «Συγχώρεσέ με για τούτη τη διάχυση, μα να, βλέποντάς σε έτσι… δεν ξέρω πώς, δεν άντεξα…»


«Για αυτό ζητάς συγγνώμη, θυγατέρα; Δεν είναι ντροπή το κλάμα… Εσείς οι γυναίκες είστε άλλωστε πιο ευαίσθητες, ως γνωστόν…»


«Υποσχέσου μου ότι θα ζήσεις, πατέρα! Σε χρειαζόμαστε όλοι, η αυτοκρατορία, εμείς οι κόρες σου, ο Ρωμανός, η μάνα…»


«Σ’ το υπόσχομαι, παιδί μου» την καθησύχασε ο Κωνσταντίνος, σφίγγοντας το χέρι της, κι ανάγειρε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Η Αγάθη το ασπάστηκε νοιαστικά, και αφού έλαβε τη διαβεβαίωση της μητέρας της ότι όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν, αποχώρησε, κλειώντας πίσω της μαλακά τη θύρα.


«Αγάθη» της μίλησε το βράδυ ψιθυριστά η Θεοδώρα, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, σκουντώντας την.


«Μμμ…»


«Μ’ ακούς;»


«Τι είναι; Τι θες;» αναδεύτηκε στη στρωμνή της η μικρή.


«Αυτή η αρρώστια του πατέρα… δε σου φαίνεται περίεργη;»


«Τι εννοείς, αδελφή;»


«Να… Πώς είναι δυνατόν να ασθένησε αφού πήρε το καθαρτικό; Υποτίθεται πως του το συνέστησαν οι γιατροί για το καλό του…»


«Τι θες να πεις δηλαδή, Θεοδώρα;» αντιφέγγισαν με απορία τα μάτια της Αγάθης στο μισοσκόταδο.


«Ότι μπορεί κάποιος να ήθελε να τον βλάψει, Αγάθη!» χαμήλωσε πιότερο τον τόνο της η μεγάλη, συνωμοτικά σχεδόν. «Ή και κάποια» συλλογίστηκε μέσα της, μα τον λογισμό αυτό προτίμησε να μην τον φανερώσει της αδερφούλας της, που τόσο πολύ αγαπούσε τον Ρωμανό τους.


«Να τον βλάψει; Πώς…;»


«Θεοδώρα! Αγάθη! Ησυχάστε επιτέλους!» γροικήθηκε ξάφνου στη νυχτερινή σιγαλιά του κουβουκλίου η λαλιά της Ζωής, διακόπτοντας την κουβέντα τους.


«Κοιμήσου, αδελφούλα» συναίνεσε η Θεοδώρα. «Δίκιο έχει η Ζωή… Δεν είναι ώρα να μιλάμε για τέτοια πράγματα και να βάζουμε φαντασίες σκοτεινές με το νου μας…»


«Όπως θέλεις, αδελφή μου. Καλή σου νύχτα κι ονείρατα απονήρευτα σου εύχομαι!»
Έγειραν κι οι δυο πριγκίπισσες στο στρώμα τους, κι η Αγάθη σύντομα αποκοιμήθηκε ήρεμα. Της Θεοδώρας όμως η σκέψη δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την υποψία που τη βάραινε, και που της την είχε δημιουργήσει η αλλόκοτη συμπεριφορά της Θεοφανώς προς τον κύρη τους…


Είχε παρουσιαστεί απρόοπτα ένα απόγιομα στον κοιτώνα του, με μια απείρως μειλίχια έκφραση στο πρόσωπό της. «Μητέρα, μου επιτρέπεις;» είχε ζητήσει την άδεια της Ελένης, και εκείνη της την είχε δώσει πρόθυμα. Είχε πλησιάσει στο κρεβάτι του αρρώστου, και κρύβοντας τα πραγματικά της αισθήματα πίσω από έναν τόνο της φωνής νοιαστικό, τον ερώτησε:


«Πατέρα, πώς είσαι σήμερα; Με συγχωρείς που δεν ενδιαφέρθηκα αμέσως για την πορεία της ασθενείας σου, είμαι απαράδεκτη…»


Ο Κωνσταντίνος την κοίταξε αμίλητος, με περιέργεια, σαν προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να την αγνοήσει ή να πάρει στα σοβαρά τα λόγια της, μα η αδυναμία του τού νικούσε εύκολα τη σκέψη. Η Λάκαινα, ωστόσο, απτόητη, συνέχισε γυρνώντας στην πεθερά της:


«Μητέρα, πήγαινε εσύ να ξεκουραστείς μια στάλα. Είσαι άγρυπνη, φαίνεται στο βλέμμα σου… Θα προσέξω εγώ τον πατέρα αυτήν την ώρα, μην ανησυχείς!»


«Θεοφανώ μου, είσαι ένας άγγελος! Να ’σαι καλά για αυτή την προσφορά σου!» έκανε με συγκίνηση κι ανακούφιση μαζί η Ελένη, και τη φίλησε στοργικά στα δυο της μάγουλα. Έκατσε έπειτα η κοπέλα στο πλάι του Κωνσταντίνου, και καθώς ήταν ώρα να πάρει ένα του φάρμακο, τον βοήθησε με το κοχλιάριο και του γέμισε και το ποτήρι του νερό απ’ τον γυαλένιο μαστραπά να πιει, σιάζοντάς του και τα πουπουλένια προσκεφάλια. Αυτό το σκηνικό επαναλήφθηκε παρόμοιο κι άλλες δυο – τρεις φορές, μέχρι που ο καλότροπος κι επιεικής αυτοκράτορας είχε φτάσει τελικά να πει στη νύφη του, αγγίζοντας το χέρι της:


«Σ’ ευχαριστώ, κόρη μου, που με περιποιείσαι… Απορώ πως μπόρεσα να υπάρξω τόσο άδικος μαζί σου…»


Κι ήταν η πρώτη φορά που λάλησε τούτη την απόκληση η γλώσσα του για τη Θεοφανώ, “κόρη μου”. Εκείνη χαμογέλασε, και αποκρίθηκε μελιστάλαχτα:


«Περασμένα – ξεχασμένα, βασιλιά μου… Αλίμονο να μη σε πονούσα στην αρρώστια σου! Αφότου παντρεύτηκα τον υιό σου τον Ρωμανό, ο ευσεβής πατέρας του είναι και δικός μου πλέον! Γρήγορα να αναρρώσεις και να αναλάβεις ξανά τους οίακες του κράτους σου…»
Αυτή την ευχή την πρόφερε με μισή καρδιά η Θεοφανώ, κι αν υπήρχε βραβείο υποκριτικής στον καιρό της, σίγουρα θα το ’χε κερδίσει με την αξία της. Το ψυχανεμιζόταν όμως η Θεοδώρα πως η φωλιά της νύφης της ίσως δεν ήταν καθαρή, πως κάτι ήθελε να κρύψει και να κουκουλώσει κάτω από αυτές τις φροντίδες και τη συμπάθεια προς τον πεθερό της, και κάποτε τόλμησε και της το ξεφούρνισε πλαγίως:


«Να ξέρεις, Θεοφανώ, δε με πείθουν τούτα σου τα ευγενικά καμώματα… Μπορεί να τα πιστεύει η μάνα μας, που σε λατρεύει, και ο Ρωμανός επίσης, που σου έχει αδυναμία, αλλά εμένα δε με ξεγελάς έτσι εύκολα… Κι αν τυχόν τούτη δω η ασθένεια του πατέρα είναι δική σου μπαμπεσιά, να σε τιμωρήσει ο Θεός ο δικαιοκρίτης!»


«Σκύλα! Κουρούνα!» λύσσαγε η Θεοφανώ, δαγκώνοντας τον αντίχειρά της. «Μα δε θα γίνω κάποτε βασίλισσα; Τότε θα σε συγυρίσω εγώ, κι εσένα και τις αδελφές σου, που θέλετε να επηρεάζετε τον άνδρα μου και να τον έχετε του χεριού σας… Και θα γίνω σύντομα, πολύ σύντομα, και τότε θα κλάψετε πικρά, αντί να με κουτσομπολεύετε και να γελάτε σαν τις κότες πίσω από την πλάτη μου, όπως τώρα βέβαια το κάνετε! Ναι, ναι, δε θα ξεφύγετε απ’ τις χείρες μου, εμένα, που θα ’μαι τότε πια η αυγούστα Θεοφανώ, κυρά κι εξουσιάστρα στο πλάι του αντρός μου του βασιλιά, του Ρωμανού μου, που μόνο εμέ θ’ ακούει και θα πιστεύει όπως πάντα, γιατί μ’ αγαπάει πιο πολύ απ’ όλες σας, και με ποθεί τρανά ως γυναίκα του, κι ο έρωτας κι ο πόθος και ο γάμος είναι δεσμά ακατάλυτα, ανόητη Θεοδώρα, ανόητες κι οι πέντε σας, ανόητες, ανόητες, ανόητες!..»


Λίνα Δώρου



[1] Η κουρά βασιλόπαιδος, σύμφωνα με την Έκθεση της βασιλείου τάξεως, γινόταν ως εξής: ο βασιλιάς πατέρας προσκαλούσε τον πατριάρχη και άλλους κληρικούς, τους «αναδόχους τριχών» (στρατιωτικοί άνδρες και θεματικοί άρχοντες κυρίως) και τους συγκλητικούς σε κάποιον από τους ναούς του Μεγάλου Παλατίου, όπου τελούνταν σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη το κούρεμα των μαλλιών του νηπίου σταυροειδώς (βλέπε σημερινές βαπτίσεις) και φέρνονταν από τον μέγα πραιπόζιτο σειρές ραμμένα μεταξύ τους μαντήλια, ανάλογα του αριθμού των προσκεκλημένων, που θα τα νέμονταν οι προσκεκλημένοι. Το πρώτο, χρυσό, μαντήλι, όπου μπαίνανε οι τρίχες του παιδιού, το έπαιρνε ο ίδιος ο πραιπόζιτος και το φύλαγε για να αποτεθεί ίσως στις ιερές εικόνες