Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 19)

Ο Μαξ ξεκουραζόταν πάνω σε μία ταράτσα κοντά στο νοσοκομείο όταν τον ήρθε και τον βρήκε ο Άγγελος. Χασμουριόταν συνέχεια και το μόνο σίγουρο ήταν πως χρειαζόταν επειγόντως ύπνο.

"Καλά, νυστάζεις από τώρα;"
"Από τώρα; Δύο το βράδυ είναι και απορώ γιατί δεν είμαι στο κρεβάτι μου, ακόμα", απάντησε ο Άγγελος.

"Στα λόγια μου έρχεσαι. Καφέ ήπιες;"

"Να ήταν μόνο ένας... Απλά η μέρα ήταν κουραστική, Μαξ, αυτό είναι όλο"

"Άκουσες κήρυγμα από τον στρατηγό Νέργκααρντ;", υπέθεσε ο Μαξ.

"Όχι, ευτυχώς, αλλιώς δε θα ζούσα τώρα"

"Σωστό και αυτό"

"Λοιπόν", άλλαξε θέμα ο νεαρός με τα καστανά μάτια, "ο Κρίστοφερ πού είναι;"

"Τον έπρηξε λίγο η Μυρτώ στα τηλέφωνα και είπε να πάει σπίτι, αλλιώς θα καθόταν και θα έκανε τη βάρδιά του κανονικά. Τα τραύματα από τη μάχη με τον Ρίκι δεν ήταν τίποτα, αλλά η αδερφή μου τον νοιάζεται πολύ", απάντησε και ο φίλος του γέλασε, αλλά μετά από λίγο σοβάρεψε.

"Με το ξόρκι που σφραγίζει τις αναμνήσεις της Χλόης, τι έγινε; Βρέθηκε λύση;"

"Ο Κρις ανέφερε πως το ξόρκι έχει τη μορφή ενός μικρού σιδερένιου σεντουκιού με μία χρυσή κλειδαριά, η οποία έχει κάποιους παράξενους ρούνους χαραγμένους πάνω της"

"Μπορείς να μου τους περιγράψεις;"

"Δε μου τους έδειξε, οπότε καλύτερα να ρωτήσεις εκείνον", απάντησε ο Μαξ.

"Αύριο το πρωί. Τώρα δεν έχω το μυαλό για τίποτα"

Παύση.

Και μετά: "Μαξ, μπορείς να μου κάνεις μία χάρη;"

"Ανάλογα"

"Ο επιθεωρητής Γκρέις μου είπε να προσέχω τη Χλόη, αλλά είμαι πολύ κουρασμένος για να αντέξω μέχρι το πρωί, οπότε μήπως θα μπορούσες απλά να έχεις το νου σου; Σε παρακαλώ;"

"Αυτό μόνο;", απόρησε το Φάντασμα με τα γαλανά μάτια.

"Ναι"

"Εντάξει, τώρα πάνε να κοιμηθείς, γιατί δε νομίζω πως θα αντέξεις άλλο ξύπνιος"

Ο Άγγελος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του συμφωνώντας και με ένα νεύμα του χεριού του ως καληνύχτα έφυγε.

Ο Μαξ από την άλλη από τη μία είχε αισθανθεί πως έπρεπε να του αναφέρει την ιστορία με τον Σμαραγδένιο Δράκο, αλλά από την άλλη, η Χλόη είχε επιμείνει το συμβάν να μείνει κρυφό. Εξάλλου, αν ο Κρίστοφερ δε βρισκόταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, ούτε κι εκείνος θα μάθαινε ότι η κοπέλα ήταν κάτοχος αυτής της δύναμης. Το αξιοπερίεργο, ωστόσο, ήταν το πώς κατάφερε να την πείσει να ζητήσει βοήθεια από το γιγαντιαίο ερπετό μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με τα δύο χρόνια που εκείνη αγνοούσε και αρνιόταν τα πάντα σχετικά με την ύπαρξη του Δράκου. Του είχε αναφέρει πως απλά της είχε μιλήσει και ότι την τελική απόφαση την πήρε μόνη της, βάζοντας το κοινό καλό πάνω τον εαυτό της.

Ο Μαξ κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. Μερικούς ανθρώπους δε θα τους καταλάβαινε ποτέ. Όπως και την αδερφή του. Εκείνη νόμιζε πως ο αδερφός της δε θα μάθαινε την εμπλοκή της στην υπόθεση και την άφηνε να το πιστεύει. Είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει να το κάνει αυτό αμέτρητες φορές, αλλά η Μυρτώ δεν τον άκουγε και έκανε του κεφαλιού της. Χαρακτηριστικό το οποίο είχαν κληρονομήσει και οι δυο τους από τους γονείς τους μαζί με την τάση να παριστάνουν τους ήρωες και να είναι αφοσιωμένοι στη δικαιοσύνη.

Αλλά για να ήταν ειλικρινής δεν την αδικούσε. Έβλεπε την κατάσταση που επικρατούσε γύρω της και ήθελε να βοηθήσει και το ίδιο θα έκανε κι εκείνος στη θέση της. Το ίδιο που έκανε και τώρα, συνεχίζοντας την κληρονομιά των προγόνων του, αυτή που του άφησε ο παππούς του.

Η αποψινή του βάρδια ήταν σχετικά ήσυχη. Πέρα από το περιστατικό με εκείνη τη μικρο-συμμορία στο λιμάνι της πόλης, δε συνάντησε κάτι άλλο. Και αυτό ήταν ύποπτο, καθώς είχε μάθει να υποψιάζεται την ησυχία στη συγκεκριμένη πόλη. Ο Κρίστοφερ αυτού του είδους τη σιωπή τη χαρακτήριζε ως την ησυχία που επικρατούσε πριν το ξέσπασμα κάποιας καταιγίδας και συμφωνούσε απόλυτα μαζί του.

Οι αισθήσεις του οξύνθηκαν, καθώς την προηγούμενη φορά που είχε επικρατήσει τέτοια ησυχία, δύο χρόνια πριν, το γηροκομείο της πόλης είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Στη σκέψη και μόνο εκείνης της νύχτας, η λαβή του γύρω από το σπαθί του έσφιξε.

Η Αννίτα Κασακιάν ήταν πολύ τυχερή που απλά πήγε φυλακή, διότι αν την έπιανε στα χέρια του, ήταν νεκρή. Όσο θυμόταν εκείνο το βράδυ, τόσο πιο πολύ θύμωνε με τον εαυτό του που δεν είχε καταφέρει να αποτρέψει εκείνον τον μοιραίο πυροβολισμό. Δεν είχε σημασία που πάλευε με τον Χατζόπουλο, την Κασακιάν έπρεπε να την είχε σταματήσει από το να πατήσει τη σκανδάλη.

Μπορεί να μην είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τη γιαγιά του, όμως δεν έπαυε να είναι οικογένεια και να τον αγαπάει. Χώρια που φρόντιζε την αδερφή του μετά τη δολοφονία των γονιών τους. Πρώτα σε εκείνη έκανε την εμφάνισή του μετά από τέσσερα χρόνια που είχε εξαφανιστεί και οι περισσότεροι τον νόμιζαν για νεκρό. Ήταν, βέβαια για να την προειδοποιήσει να μην κάνει κακό στη Μυρτώ, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.  Πρόσεξε πως ο ουρανός είχε αρχίσει να αλλάζει χρώμα, το σκούρο μπλε να δίνει τη θέση του σε ποιο ανοιχτό, σημάδι πως ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει.

Ο Μαξ κατέβηκε από την ταράτσα και κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο για να ειδοποιήσει τη Χλόη πως θα έφευγε.

***

Η νύχτα έδινε σιγά σιγά τη θέση της στη μέρα και όσο πάλευε η Χλόη να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, άλλο τόσο δεν μπορούσε. Είχε γεμίσει για δεύτερη φορά το λευκό ποτήρι από φελιζόλ με καφέ, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να την κρατήσει ξύπνια. Η προηγούμενη μέρα υπήρξε αρκετά κουραστική, καθώς συνέβη όλο αυτό με το Σμαραγδένιο Δράκο, τη χαμένη της ανάμνηση και την επίθεση στη βιβλιοθήκη. Η τέταρτη μέρα της καταδίωξης και της αναζήτησης ξημέρωνε και η κοπέλα δεν ήλπιζε, δεν ήταν αισιόδοξη μετά το ατύχημα της Ζωής.

Ένιωσε ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο και άνοιξε τα μάτια πανικόβλητη και τρομαγμένη. Την είχε πάρει ο ύπνος και δεν το κατάλαβε! Έβρισε από μέσα της και προσπάθησε να ηρεμήσει, αναγνωρίζοντας το Φάντασμα με τα γαλάζια μάτια.

"Σε τρόμαξα; Συγγνώμη", απολογήθηκε εκείνος.

"Όχι, απλά μόλις με πήρε ο ύπνος"

"Απορώ και πώς κρατήθηκες ξύπνια τόσες ώρες μετά απ'όσα πέρασες το τελευταίο εικοσιτετράωρο"

"Κανονικά οι δύο καφέδες που ήπια θα έπρεπε να με κρατήσουν για άλλες τρεις ώρες τουλάχιστον!", δήλωσε εκνευρισμένη η κοπέλα και σήκωσε το βλέμμα της για να συναντήσει εκείνο του Φαντάσματος, ο οποίος την κοιτούσε ερευνητικά.

"Κλαις;", είπε και ακούστηκε περισσότερο σαν διαπίστωση παρά σαν ερώτηση.

"Ο-ορίστε;", έκανε σαστισμένη η Χλόη και άγγιζε το πρόσωπό της μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι όντως δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. "Τι στο καλό;"

"Είσαι καλά;"

"Ναι, μια χαρά"

"Μήπως έβλεπες κανέναν εφιάλτη πριν που κοιμόσουν;", τη ρώτησε το Φάντασμα με την ανησυχία να χρωματίζει τη φωνή του.

"Δε θυμάμαι, αλήθεια δε θυμάμαι"

Παύση. "Αλλά είμαι καλά"

"Σίγουρα;"

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. "Ναι, σίγουρα"

"Τότε εγώ να πηγαίνω", είπε εκείνος, τοποθέτησε την παλάμη του στον ώμο της και το επόμενο δευτερόλεπτο είχε εξαφανιστεί.

Η Χλόη έριξε προς τα πίσω το κεφάλι της και έπεσε σε συλλογισμό, καθώς ο ύπνος της είχε φύγει για τα καλά. Άγγιξε ελαφρά το μάγουλό της στο σημείο που πριν βρισκόταν δάκρυα και αναρωτήθηκε για ποιο λόγο είχαν δημιουργηθεί. Αν είδε πάντως κάποιο όνειρο, τώρα δεν το θυμόταν.

"Ανάμνηση ήταν, κόρη μου", της έδωσε την απάντηση ο Σμαραγδένιος Δράκος.

"Τι ανάμνηση;"

"Λίγο πριν πάρουν εσένα και την αδερφή σου από τους γονείς σας"

Η κοπέλα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. "Πλέον δεν μπορώ να θυμηθώ τα πρόσωπά τους καθαρά και είμαι σίγουρη πως η Γαλήνη δεν τους θυμάται καθόλου"

"Θα ήθελες να δεις τι κάνουν;"

"Όχι. Θα ήθελα, όμως να δω τις υπόλοιπες σφραγισμένες αναμνήσεις, εκείνες που βρίσκονται μέσα στο σεντούκι", απάντησε η Χλόη.

"Ωστε σ'το ανέφερε ο νεαρός"

"Ναι"

"Το Κουτί της Πανδώρας", μονολόγησε το γιγαντιαίο ερπετό. "Έτσι ονομάζεται το ξόρκι που έκανες για να σφραγίσεις τις αναμνήσεις. Αν ανοίξει, δεν μπορώ να εγγυηθώ για την πνευματική σου υγεία"

"Ναι, αλλά μου έδειξες ήδη μία ανάμνηση από το σεντούκι, αυτό πώς έγινε;"

"Με είχες περιορισμένο αρκετό καιρό και κάπως έπρεπε να σου κεντρίσω το ενδιαφέρον για να σε πλησιάσω"

"Έπρεπε να το φανταστώ", μουρμούρισε εκείνη. "Συνεπώς θα πρέπει να ψάξω στη Βιβλιοθήκη της Αλντέρα"

"Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ταξιδέψουμε ως εκεί"

"Τότε αυτό που μένει είναι να μου πεις που είναι το Μαύρο Ρόδο!"

"Δεν μπορώ. Αυτό πρέπει να το ανακαλύψεις μόνη σου, κόρη μου"

"Γαμώτο! Ήμουν σίγουρη πως δε θα ήταν τόσο απλό!", είπε νιώθοντας τα νεύρα της να χτυπάνε κόκκινο. "Παρόλα αυτά μπορείς να ανοίξεις το σεντούκι και να με βοηθήσεις να εντοπίσω και το Λευκό Ρόδο"

"Το σεντούκι μπορώ να το ανοίξω, αλλά το Λευκό Ρόδο για ποιο λόγο θέλεις να το βρεις;"

"Διότι εσύ δε μου λες που είναι το Μαύρο!"

"Χλόη-"

"Απλά θέλω να τελειώνει όλο αυτό"

"Το γνωρίζω αυτό καλύτερα από τον καθένα. Μην ξεχνάς πως είσαι η κάτοχός μου", δήλωσε ο Σμαραγδένιος Δράκος.

"Αυτό είναι!", πετάχτηκε απότομα όρθια η κοπέλα που παραλίγο να πέσει κάτω η καρέκλα. "Θα χρησιμοποιήσω τη δύναμή σου! Τη χαζή που είμαι!"

Κάποιος εμφανίστηκε μπροστά της και την έπιασε γερά από τους ώμους. Ήταν ένας άντρας, ο οποίος φαινόταν γύρω στα τριάντα δύο με τριάντα τρία, με ηλιοκαμένο δέρμα, μακριά λευκά μαλλιά που ήταν πιασμένα σε αλογοουρά, η οποία έφτανε μέχρι τη μέση του. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και ένα μαύρο παντελόνι. Αλλά αυτό που έκανε τη Χλόη να μείνει στήλη άλατος ήταν τα σμαραγδένια του μάτια. Μέσα τους κρατούσαν μία σοφία αιώνων, μία θλίψη ανεξήγητη και μία θαλπωρή. Ήταν το βλέμμα με το οποίο ένας γονιός κοιτάει το παιδί του.

"Δράκε...;", η κοπέλα σάστισε και πήρε μία κοφτή ανάσα. Το άγγιγμά του στους ώμους της ήταν ζεστό και οικείο. Είχε να τον δει με την ανθρώπινη μορφή του από τότε που ήταν ενός και παραλίγο να πέσει από τις σκάλες. Εκείνος την είχε πιάσει τελευταία στιγμή και την είχε πάρει στην αγκαλιά του σαν δικό του παιδί, δίνοντάς της ένα φιλί στο μέτωπο. Θυμόταν αμυδρά πως μόλις τον αντίκρισε αντί να κλάψει όπως οι προηγούμενοι κάτοχοι της δύναμης, γέλασε και τοποθέτησε τη μικρή της παλάμη πάνω του. Ο Σμαραγδένιος Δράκος τής χαμογέλασε και την έβαλε πίσω στο πάρκο της.

"Χλόη!", την έβγαλε από την ανάμνηση η φωνή του και το βλέμμα του μαλάκωσε, καθώς γνώριζε τι σκεφτόταν η κοπέλα. "Ζήτησες τη βοήθειά μου μερικές ώρες πριν"

"Ναι, αλλά δε βλέπω να τη δίνεις"

"Για να σου τη δώσω, πρέπει πρώτα να με ακούσεις"

"Ωραία, λοιπόν, σε ακούω", δήλωσε η κοκκινομάλλα.

"Την τοποθεσία του Μαύρου Ρόδου δεν μπορώ να σ'την αποκαλύψω, καθώς με δένει κι εμένα το ξόρκι, το οποίο δημιούργησες. Αλλά μπορώ να σου πω αυτό: τα ξίφη που αναζητάς είναι πιο κοντά απ'όσο νομίζεις"

"Και όλα θα ξεκαθαρίσουν αν ανοίξω το Κουτί της Πανδώρας..."

"Ναι", συμφώνησε ο Σμαραγδένιος Δράκος και η κοπέλα αναστέναξε ηττημένη. Από τη μία κατανοούσε τον εαυτό της δύο χρόνια πριν, ο οποίος είχε δημιουργήσει όλη αυτή τη σκηνή που έμοιαζε βγαλμένη από βιβλίο περιπέτειας, καθώς το ξίφος ήταν επικίνδυνο. Αλλά από την άλλη, το καλύτερο θα ήταν να γνώριζε πού βρισκόταν το Μαύρο Ρόδο ή τουλάχιστον να μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Δράκο για να το βρει, ενώ τώρα αυτό ήταν αδύνατο. Το ξόρκι το οποίο είχε χρησιμοποιήσει της έδενε τα χέρια, δυσκολεύοντας όχι μόνο τη δική της ζωή, αλλά και των γύρω της.

Ο Σμαραγδένιος Δράκος εξαφανίστηκε έτσι όπως είχε εμφανιστεί και μέχρι να έρθει ο Άγγελος παρέμεινε σιωπηλός, αφήνοντας τη Χλόη να σκεφτεί.

***

Μπήκε αθόρυβα στο σπίτι από την μπαλκονόπορτα, προσέχοντας να μην ξυπνήσει τη Μυρτώ και την Ηλιάνα, οι οποίες βρισκόταν ξαπλωμένες στον καναπέ και πιθανότατα έβλεπαν το έβδομο όνειρο. Έκλεισε την τηλεόραση, η οποία έπαιζε ακόμα και πήρε δύο σεντόνια για να σκεπάσει τις κοπέλες. Πέρα από τη Μυρτώ που ήταν η βιολογική του αδερφή, ο Μαξ ένιωθε το ίδιο και για την Ηλιάνα. Ουσιαστικά ήταν σαν να έχει δύο μικρότερα δίδυμα κορίτσια για αδερφές αντί για ένα, αλλά αυτό δεν τον πείραζε καθόλου.

"Μαξ...", ακούστηκε η βραχνή φωνή της Ηλιάνας λίγο δυνατότερη από έναν ψίθυρο και ο νεαρός γονάτισε μπροστά της για να είναι στο ίδιο ύψος.

"Θέλεις κάτι;"

Η κοπέλα αναρίγησε στη θέα της τρομαχτικής μάσκας με τη νεκροκεφαλή. "Σε παρακαλώ, βγάλε τη μάσκα, πρώτα, αλλιώς θα έχω εφιάλτες"

Εκείνος υπάκουσε και έβγαλε τη μάσκα από το πρόσωπό του και κατέβασε και την κουκούλα από το κεφάλι του. "Τώρα πες"

"Τώρα γύρισες; Είσαι καλά;"

Ο Μαξ της χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και την άγγιξε απαλά στο μπράτσο. "Ναι, ηλιαχτίδα μου και τώρα κοιμήσου"

"Πρέπει να βρεις κάτι καλύτερο από το ηλιαχτίδα μου", είπε η Ηλιάνα και χασμουρήθηκε.

"Όταν βρω, να είσαι σίγουρος πως θα το μάθεις, αλλά προς το παρόν θα πρέπει να βολευτείς με αυτό, ηλιαχτίδα μου"

"Είσαι αδιόρθωτος, Κερτς"

"Είμαι", συμφώνησε εκείνος και της τσίμπησε απαλά το μάγουλο, "και τώρα γύρνα πίσω στην αγκαλιά του Μορφέα που σε περιμένει"

"Ζικ τον λένε", του αντιγύρισε η κοπέλα και ο Μαξ γέλασε σιγανά.

"Ό,τι πεις, ηλιαχτίδα μου", της ψιθύρισε γλυκά και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. Έβγαλε το κατάνα από τη ζώνη του και το στήριξε στον τοίχο. Σκέφτηκε να κάνει ένα γρήγορο ντουζ, αλλά η ιδέα του κρεβατιού τού φαινόταν πιο δελεαστική, οπότε άφησε το ντουζ για αργότερα.


Ξανθίππη Γιωτοπούλου