Βρίσκομαι σ’ ένα μέρος που νιώθω οικείο, αλλά δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου. Είναι μια καλύβα, φτωχική, αλλά πανέμορφη, μέσα στο δάσος. Έξω έχει κρύο όμως μέσα είναι ζεστά. Είμαι ξαπλωμένος σ’ έναν μεγάλο καναπέ και κοιτάζω τη φλόγα που καίει μπροστά μου μέσα στο μικρό, πέτρινο τζάκι. Σηκώνομαι όρθιος και κοιτάζω τον χώρο γύρω μου. Είναι μικρός και ζεστός. Η θαλπωρή και η ενέργεια στο δωμάτιο είναι ό,τι πιο όμορφο έχω γευτεί ποτέ μου. Πίσω μου, δίπλα σε ένα παράθυρο, στέκεται και αγναντεύει μια ξανθιά γυναικεία φιγούρα. Πιάνω τη μύτη μου και βλέπω ότι δεν υπάρχει ίχνος αίματος εκεί. Κοιτάζω την κοπέλα και την πλησιάζω μαγνητισμένος από την παρουσία της.
Συνειδητοποιεί ότι ξύπνησα και γυρνάει να με κοιτάξει. Μόλις το κάνει, βλέπω στο πρόσωπό της ανακούφιση και τεράστια χαρά. Τα βλέφαρα της βουρκώνουν. Έχει δύο πανέμορφα γαλανά μάτια, τόσο ανοικτά σε χρώμα, που σχεδόν γίνονται ένα με το λευκό του ματιού της. Το βλέμμα της αστράφτει και με ένα γλυκό χαμόγελο ανοίγει το στόμα της.
«Αγάπη μου, επιτέλους γύρισες, γύρισες σ΄ εμένα» μου λέει και κάνει δύο βήματα προς το μέρος μου. Την κοιτάω απορημένος και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Η αλήθεια είναι ότι η ομορφιά της κάνει όλο μου το σώμα να τρέμει και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σαν να την ελκύει η ίδια. Όμως άθελά μου κάνω μια μικρή κίνηση προς τα πίσω. Το βλέμμα της ξαφνικά σκοτεινιάζει. Από εκεί που έλαμπε ολόκληρη, η αύρα της γίνεται κατάμαυρη, επιβλητική και τρομακτική. Το δωμάτιο κρυώνει.
«Όχι… Δεν είσαι εσύ, δεν μπορεί να είσαι εσύ» λέει ταραγμένη ενώ τρέμει. «Κατάλαβα τι κάνουν! Παίζουν με το μυαλό μου. Νομίζουν ότι θα με ξεγελάσουν! Ποιος είσαι;» φωνάζει τις τελευταίες λέξεις και μου επιτίθεται βγάζοντας μια στριγκλιά.
«Ο Μαξ είμαι» φωνάζω και εγώ, ενώ βάζω τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό μου για να καλυφτώ.
Ξαφνικά, θαρρείς όλα σταματούν. Ησυχία αντηχεί σ’ όλη την περιοχή και ανοίγω αργά τα μάτια μου. Η κοπέλα είναι πλέον τρομαγμένη. Με κοιτάζει ένα μέτρο μακριά μου με μάτια βουρκωμένα.
«Όχι, όχι, όχι… Δεν έχεις ξυπνήσει». Δεν έχω ξυπνήσει; Για μισό λεπτό. Αυτή η φωνή… Είναι η φωνή που ακούω στα όνειρα μου!
«Ποια είσαι;» της λέω απαλά και το βλέμμα της ξανά σκοτεινιάζει, ενώ τα μάτια της ακόμη κλαίνε.
«Ξυ…» μου λέει μέσα από τα δόντια της.
«Τι;»
«Mortem, ξύπνα!» μου φωνάζει, ενώ με σπρώχνει με απίστευτη δύναμη για άνθρωπο.
Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου και νιώθω να πονάω ολόκληρος από το χτύπημα. Όταν τελικά ανοίγω τα μάτια μου, ένα λευκό φως με χτυπά. Οι τρεις φιγούρες που βρίσκονται γύρω μου τραβιούνται μακριά μου τρομαγμένοι. Πέφτω από εκεί που ήμουν ξαπλωμένος και αρχίζω να βήχω, για να πάρω μια ανάσα. Λαχανιάζω και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Το σώμα μου τρέμει καθώς προσπαθώ να σηκωθώ στα πόδια μου. Οι άντρες προσπαθούν να με βοηθήσουν να σηκωθώ. Το φως που έβλεπα πριν ήταν ο φακός του νοσοκόμου που εξέταζε εάν έχω επαφή με το περιβάλλον. Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα ασθενοφόρο συνειδητοποιώ. Άρα, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή που έχασα τις αισθήσεις μου.
«Το όνομά σου;» με ρωτάει ο κύριος, καθώς συνεχίζει να ελέγχει το σώμα μου.
«Μάξιμους Φάκτουμ» απαντάω, ενώ ένας άλλος ελέγχει πάλι τα μάτια μου.
«Τι νιώθεις, Μάξιμους;» με ρωτάει ενώ βγάζει ένα στυλό. Μου φαίνεται περισσότερο σαν γιατρός, πάρα σαν νοσοκόμος, παρότι δε φοράει ποδιά ή κάποια στολή. Περίεργο.
«Εμ, εκτός από λίγη ζαλάδα, τίποτα άλλο». Ο άντρας με τη μαύρη φόρμα και το μακό μπλουζάκι με κοιτάζει με περιέργεια.
«Λιποθυμήσατε και αιμορραγούσατε ξαφνικά στον δρόμο. Το θυμάστε αυτό;» ρωτάει και νεύω θετικά.
«Αυτή τη στιγμή βρίσκεστε σε ασθενοφόρο και σας πάμε στο νοσοκομείο. Θα είμαι ο γιατρός σας μέχρι να βρούμε τι πρόβλημα υπάρχει. Θα κάνετε κάποιες εξετάσεις και στη συνέχεια βλέπουμε πώς θα πράξουμε» μου λέει ενώ γράφει κάτι σ’ ένα σημειωματάριο. Πολύ περίεργο σκέφτομαι και τότε μια νέα σκέψη κατακλύζει το μυαλό μου, που φαίνεται τελικά να ξυπνά. Η Ντόροθη! Σηκώνομαι απότομα όρθιος πανικόβλητος.
«Η Ντόροθη; Πού είναι η Ντόροθη;» φωνάζω ενώ δύο άντρες προσπαθούν να με ηρεμήσουν.
«Εάν εννοείτε τη δεσποινίς που μεταφέραμε λίγο πριν από εσάς, τότε δεν έχω καλά νέα. Το σώμα της έχει συμπτώματα καρκινωμάτων στον εγκέφαλο, το συκώτι και τη σπονδυλική στήλη. Αυτή τη στιγμή υποβάλλεται σε εξετάσεις, αλλά δε νομίζω πως θα έχουμε καλά νέα» απαντάει ο γιατρός ψυχρά, ενώ συνεχίζει να γράφει ατάραχος στο σημειωματάριό του. Τι λέει; Μα πώς μπορεί να είναι τόσο ψύχραιμος;
«Μας μεταφέρετε στο ίδιο νοσοκομείο;» ρωτάει και γνέφει καταφατικά. Κοιτάζει τον ορό μου και μετά από λίγες στιγμές το ασθενοφόρο σταματάει. Οι πόρτες ανοίγουν και χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζω τον όρο από το χέρι μου και με μεγάλη ταχύτητα εκσφενδονίζομαι έξω από το φορείο.
«Κύριε Μάξιμους» ακούω τον γιατρό να φωνάζει από πίσω μου καθώς προσπαθεί να με σταματήσει.
Μπαίνω μέσα στο νοσοκομείο και σταματάω στη μέση του διαδρόμου. Πού να πάω; Πού βρίσκεσαι, μικρή μου; Τα πόδια μου αρχίζουν και τρέχουν προς μια κατεύθυνση, σαν να ξέρουν από μόνα τους πού πρέπει να πάνε. Όλο το υπόλοιπο σώμα υπακούει και τα βοηθάει για να φτάσουν στον προορισμό τους. Ανοίγω μια πόρτα που οδηγεί σε σκάλες. Ανεβαίνω τέσσερεις ορόφους και τελικά σταματάω λαχανιασμένος. Δε βλέπω άνθρωπο γύρω μου. Ανοίγω τη μεγάλη πόρτα μπροστά μου και ακούω βήχα και κλάματα να έρχονται μέσα από όλα τα δωμάτια που υπάρχουν στον διάδρομο.
Προχωράω αργά και δε νιώθω τίποτα άλλο πέρα από πόνο, φόβο και θάνατο σ’ αυτά τα δωμάτια. Το στομάχι μου σφίγγεται και εύχομαι να κάνω λάθος. Και να μην ήμουν άρρωστος, πώς να μην αρρωστήσω μετά από όλα όσα είδα; Αίμα. Πόνος. Δάκρυα. Βλασφημίες. Απελπισία. Τραγωδία. Θάνατος. Το ένα χειρότερα από το προηγούμενο. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και μωρά, όλοι κάτω από τη στέγη της ίδιας αρρώστιας, όλοι κάτω από το βλέμμα του θανάτου που περιμένει σαν λιοντάρι την κατάλληλη στιγμή, για να πάρει το θήραμά του.
Το βλέμμα μου σταματάει στη Μαρία που κάθεται σε μια θέση έξω από τον θάλαμο που βρίσκεται η Ντόροθη και κλαίει με λυγμούς. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τη Μαρία να κλαίει. Είναι η πιο δυνατή γυναίκα που γνώρισα ποτέ. Ξέρει πάντα τι είναι λάθος και τι σωστό και κρατάει πάντα τον έλεγχο των καταστάσεων. Την πλησιάζω και σηκώνει το κεφάλι της για να με κοιτάξει. Το βλέμμα της αλλάζει και με κοιτάζει θυμωμένη αλλά και πληγωμένη μαζί. Σηκώνεται απότομα όρθια και με σπρώχνει μακριά.
«Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ! Αν δεν ήσουν εσύ τώρα η Ντόροθη θα μπορούσε να ζήσει και να μεγαλώσει. Non est angelus. Vestri 'daemonium» μου λέει και φτύνει τις ξένες λέξεις που για πρώτη φορά την ακούω να χρησιμοποιεί.
«Tu es Mortem» μου λέει και την κοιτάζω μπερδεμένος. Μου χαμογελάει ειρωνικά.
«Τι έγινε; Τώρα δεν καταλαβαίνεις τι λέω, ε; Δεν αναγνωρίζεις τη γλώσσα σου; Εγώ φταίω που ανέλαβα να σε κρατήσω κρυφό. Εγώ φταίω που έγινα praesidio σου. Φύγε!»
«Μα, Μαρία…» της λέω και σηκώνω το χέρι μου να την αγγίξω.
«Φύγε!» ούρλιαξε χωρίς να ανοίξει το στόμα της και ξαφνικά ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο, μια επιβλητική δύναμη να με σπρώχνει. Νιώθω σαν να μην μπορώ να κουνήσω το σώμα μου. Νιώθω βαρύς και τρομαγμένος. Χωρίς να προλάβω να βάλω αντίσταση, τα πόδια μου μόνα τους τρέχουν μακριά. Θέλω να μείνω αλλά δεν μπορώ. Θέλω να καταλάβω αλλά δε με αφήνουν. Θέλω να δω την Ντόροθη, αλλά είναι πλέον πολύ αργά…
Τρέχω μακριά χωρίς να ξέρω το γιατί. Αφήνω τα πόδια μου και πάλι να με οδηγήσουν έξω από το κτίριο. Τρέχω και δε βλέπω τίποτα μπροστά μου, παρά μόνο μια θολή εικόνα μέσα από τα δάκρυα που θέλουν μανιωδώς να βγουν έξω αλλά δεν τα αφήνω. Γιατί συμβαίνουν όλα ξαφνικά τώρα; Η σκιά, η κοπέλα στα όνειρά μου, η Ντόροθη, η Μαρία… Γιατί;
Φτάνω σε ένα απομακρυσμένο πάρκο μακριά από το νοσοκομείο, μακριά από σκέψεις. Είναι περίπου εννιά το πρωί και δεν έχει πολύ κόσμο εδώ, καθώς όλοι είναι στις δουλειές ή στα σχολεία τους. Κάθομαι κάτω από έναν πλάτανο. Κλείνω τα μάτια μου και οι λέξεις της Μαρίας έρχονται στο μυαλό μου.
«Tu es Mortem».
Τι γλώσσα μιλούσε; Από πού κι ως πού πρέπει εγώ να ξέρω αυτή τη γλώσσα; Πώς μίλησε μέσα στο μυαλό μου; Τι ήταν αυτό που με έκανε να το βάλω στα πόδια; Είμαι πολύ μπερδεμένος. Η εικόνα της Ντόροθη να κείτεται στον δρόμο μέσα στα αίματα με τρελαίνει. Πρέπει να τη δω, ξέρω πού βρίσκεται. Θα πάω πίσω και θα απαιτήσω να τη δω. Ναι, αυτό θα κάνω.
Χαμένος μέσα στις σκέψεις μου διαπιστώνω ξαφνικά ότι το βλέμμα μου είναι καρφωμένο πάνω σε μια κοπέλα που βρίσκεται στο απέναντι δέντρο και διαβάζει ένα βιβλίο. Ξέρει ότι την κοιτάζω και πού και πού σηκώνει το βλέμμα της για να με κοιτάξει στα κλεφτά. Αυτό μου έλειπε τώρα, να νομίζει ότι τη φλερτάρω.
Αποτραβώ το βλέμμα μου και κοιτάζω το γρασίδι ανάμεσα στα πόδια μου. Παίρνω ένα πεσμένο φύλλο και το κόβω σιγά σιγά σε μικρά κομματάκια, προσποιούμενος ότι σκέφτομαι και πάλι. Η κοπέλα που κοίταζα πριν από λίγο είναι όμορφη, γύρω στα είκοσι, με μακριά πορφύρα μαλλιά και λευκό δέρμα. Μου φάνηκε ντροπαλή και δεν πιστεύω ότι θα έκανε κίνηση να μου μιλήσει. Τολμώ μια κλεφτή μάτια για να δω εάν με κοιτάζει ακόμα, αλλά δεν είναι κάθεται πλέον στο δέντρο απέναντί μου, ευτυχώς δηλαδή. Κοιτάζω γύρω μου και σιγουρεύομαι ότι κανείς δεν προσέχει την παρουσία μου.
Μια σκιά εδώ και αρκετή ώρα κάνει κύκλους κοντά μου, αλλά δε με κοιτάει καν. Μάλλον είναι ο δαίμονας της κοπέλας, που πλέον εξαφανίστηκε μαζί της. Σηκώνομαι όρθιος και σκουπίζω το παντελόνι μου. Πρέπει να πάω να δω την Ντόροθη. Ξαφνικά κάτι με χτυπάει από τα δεξιά μου και με ρίχνει κάτω. Σφίγγω τα μάτια μου και όταν τα ανοίγω βλέπω την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά να βρίσκεται από πάνω μου. Τα μάτια της είναι λευκά και ορθάνοιχτα. Προσπαθώ να απεγκλωβίσω το χέρι μου, αλλά η λαβή της είναι τρομακτικά δυνατή για ένα τόσο λεπτεπίλεπτο πλάσμα.
«Τι κάνεις; Είσαι τρελή; Άσε με ήσυχο!» λέω ενώ προσπαθώ να τραβηχτώ.
«Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δημιουργήσει τόσο πόνο και κακό;» μου λέει με θλιμμένη φωνή. «Non. Δεν είσαι θνητός. Είσαι απλός φυλακισμένος. Mortem inveni te…» λέει και τη σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη. Εκτοπίζεται μερικά μέτρα μακριά μου. Δε χρειαζόταν τόση δύναμη, είχε ήδη χάσει τις αισθήσεις της όταν την έσπρωξα. Αυτό μου έλειπε τώρα. Ανοίγω τα βλέφαρά της και τα μάτια της κουνιούνται σαν τρελά, αλλά δεν είναι λευκά.. Έχουν ένα πράσινο χρώμα, πιο ανθρώπινο.
Σκέψου, Μαξ, σκέψου… Κάτι πρέπει να κάνεις. Μέσα σε μια μέρα, είδα τη φωνή που μου μιλάει στα όνειρά μου ενώ ξαφνικά όλοι μου απευθύνονται σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Και τώρα αυτό. Τι θα κάνω με μια ξένη, λιπόθυμη κοπέλα που λέει ασυναρτησίες; Ναι, πάντα πίστευα ότι υπάρχουν πράγματα που δε γνωρίζουμε ή δε βλέπουμε ή δε θέλουμε να δούμε. Αυτό όμως πάει πολύ.
«Εσύ, κοπελιά, έρχεσαι μαζί μου». Την παίρνω στα χέρια μου και τη μεταφέρω μέσα από στενά στο διαμέρισμά μου, λίγα στενά πιο κάτω. Αν δεν είσαι τρελή, θα με βοηθήσεις να καταλάβω. Εάν είσαι τρελή, τη βάψαμε και οι δύο…
Παρασκευή Γκύζη
«Αγάπη μου, επιτέλους γύρισες, γύρισες σ΄ εμένα» μου λέει και κάνει δύο βήματα προς το μέρος μου. Την κοιτάω απορημένος και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Η αλήθεια είναι ότι η ομορφιά της κάνει όλο μου το σώμα να τρέμει και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, σαν να την ελκύει η ίδια. Όμως άθελά μου κάνω μια μικρή κίνηση προς τα πίσω. Το βλέμμα της ξαφνικά σκοτεινιάζει. Από εκεί που έλαμπε ολόκληρη, η αύρα της γίνεται κατάμαυρη, επιβλητική και τρομακτική. Το δωμάτιο κρυώνει.
«Όχι… Δεν είσαι εσύ, δεν μπορεί να είσαι εσύ» λέει ταραγμένη ενώ τρέμει. «Κατάλαβα τι κάνουν! Παίζουν με το μυαλό μου. Νομίζουν ότι θα με ξεγελάσουν! Ποιος είσαι;» φωνάζει τις τελευταίες λέξεις και μου επιτίθεται βγάζοντας μια στριγκλιά.
«Ο Μαξ είμαι» φωνάζω και εγώ, ενώ βάζω τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό μου για να καλυφτώ.
Ξαφνικά, θαρρείς όλα σταματούν. Ησυχία αντηχεί σ’ όλη την περιοχή και ανοίγω αργά τα μάτια μου. Η κοπέλα είναι πλέον τρομαγμένη. Με κοιτάζει ένα μέτρο μακριά μου με μάτια βουρκωμένα.
«Όχι, όχι, όχι… Δεν έχεις ξυπνήσει». Δεν έχω ξυπνήσει; Για μισό λεπτό. Αυτή η φωνή… Είναι η φωνή που ακούω στα όνειρα μου!
«Ποια είσαι;» της λέω απαλά και το βλέμμα της ξανά σκοτεινιάζει, ενώ τα μάτια της ακόμη κλαίνε.
«Ξυ…» μου λέει μέσα από τα δόντια της.
«Τι;»
«Mortem, ξύπνα!» μου φωνάζει, ενώ με σπρώχνει με απίστευτη δύναμη για άνθρωπο.
Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου και νιώθω να πονάω ολόκληρος από το χτύπημα. Όταν τελικά ανοίγω τα μάτια μου, ένα λευκό φως με χτυπά. Οι τρεις φιγούρες που βρίσκονται γύρω μου τραβιούνται μακριά μου τρομαγμένοι. Πέφτω από εκεί που ήμουν ξαπλωμένος και αρχίζω να βήχω, για να πάρω μια ανάσα. Λαχανιάζω και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Το σώμα μου τρέμει καθώς προσπαθώ να σηκωθώ στα πόδια μου. Οι άντρες προσπαθούν να με βοηθήσουν να σηκωθώ. Το φως που έβλεπα πριν ήταν ο φακός του νοσοκόμου που εξέταζε εάν έχω επαφή με το περιβάλλον. Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα ασθενοφόρο συνειδητοποιώ. Άρα, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή που έχασα τις αισθήσεις μου.
«Το όνομά σου;» με ρωτάει ο κύριος, καθώς συνεχίζει να ελέγχει το σώμα μου.
«Μάξιμους Φάκτουμ» απαντάω, ενώ ένας άλλος ελέγχει πάλι τα μάτια μου.
«Τι νιώθεις, Μάξιμους;» με ρωτάει ενώ βγάζει ένα στυλό. Μου φαίνεται περισσότερο σαν γιατρός, πάρα σαν νοσοκόμος, παρότι δε φοράει ποδιά ή κάποια στολή. Περίεργο.
«Εμ, εκτός από λίγη ζαλάδα, τίποτα άλλο». Ο άντρας με τη μαύρη φόρμα και το μακό μπλουζάκι με κοιτάζει με περιέργεια.
«Λιποθυμήσατε και αιμορραγούσατε ξαφνικά στον δρόμο. Το θυμάστε αυτό;» ρωτάει και νεύω θετικά.
«Αυτή τη στιγμή βρίσκεστε σε ασθενοφόρο και σας πάμε στο νοσοκομείο. Θα είμαι ο γιατρός σας μέχρι να βρούμε τι πρόβλημα υπάρχει. Θα κάνετε κάποιες εξετάσεις και στη συνέχεια βλέπουμε πώς θα πράξουμε» μου λέει ενώ γράφει κάτι σ’ ένα σημειωματάριο. Πολύ περίεργο σκέφτομαι και τότε μια νέα σκέψη κατακλύζει το μυαλό μου, που φαίνεται τελικά να ξυπνά. Η Ντόροθη! Σηκώνομαι απότομα όρθιος πανικόβλητος.
«Η Ντόροθη; Πού είναι η Ντόροθη;» φωνάζω ενώ δύο άντρες προσπαθούν να με ηρεμήσουν.
«Εάν εννοείτε τη δεσποινίς που μεταφέραμε λίγο πριν από εσάς, τότε δεν έχω καλά νέα. Το σώμα της έχει συμπτώματα καρκινωμάτων στον εγκέφαλο, το συκώτι και τη σπονδυλική στήλη. Αυτή τη στιγμή υποβάλλεται σε εξετάσεις, αλλά δε νομίζω πως θα έχουμε καλά νέα» απαντάει ο γιατρός ψυχρά, ενώ συνεχίζει να γράφει ατάραχος στο σημειωματάριό του. Τι λέει; Μα πώς μπορεί να είναι τόσο ψύχραιμος;
«Μας μεταφέρετε στο ίδιο νοσοκομείο;» ρωτάει και γνέφει καταφατικά. Κοιτάζει τον ορό μου και μετά από λίγες στιγμές το ασθενοφόρο σταματάει. Οι πόρτες ανοίγουν και χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζω τον όρο από το χέρι μου και με μεγάλη ταχύτητα εκσφενδονίζομαι έξω από το φορείο.
«Κύριε Μάξιμους» ακούω τον γιατρό να φωνάζει από πίσω μου καθώς προσπαθεί να με σταματήσει.
Μπαίνω μέσα στο νοσοκομείο και σταματάω στη μέση του διαδρόμου. Πού να πάω; Πού βρίσκεσαι, μικρή μου; Τα πόδια μου αρχίζουν και τρέχουν προς μια κατεύθυνση, σαν να ξέρουν από μόνα τους πού πρέπει να πάνε. Όλο το υπόλοιπο σώμα υπακούει και τα βοηθάει για να φτάσουν στον προορισμό τους. Ανοίγω μια πόρτα που οδηγεί σε σκάλες. Ανεβαίνω τέσσερεις ορόφους και τελικά σταματάω λαχανιασμένος. Δε βλέπω άνθρωπο γύρω μου. Ανοίγω τη μεγάλη πόρτα μπροστά μου και ακούω βήχα και κλάματα να έρχονται μέσα από όλα τα δωμάτια που υπάρχουν στον διάδρομο.
Προχωράω αργά και δε νιώθω τίποτα άλλο πέρα από πόνο, φόβο και θάνατο σ’ αυτά τα δωμάτια. Το στομάχι μου σφίγγεται και εύχομαι να κάνω λάθος. Και να μην ήμουν άρρωστος, πώς να μην αρρωστήσω μετά από όλα όσα είδα; Αίμα. Πόνος. Δάκρυα. Βλασφημίες. Απελπισία. Τραγωδία. Θάνατος. Το ένα χειρότερα από το προηγούμενο. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και μωρά, όλοι κάτω από τη στέγη της ίδιας αρρώστιας, όλοι κάτω από το βλέμμα του θανάτου που περιμένει σαν λιοντάρι την κατάλληλη στιγμή, για να πάρει το θήραμά του.
Το βλέμμα μου σταματάει στη Μαρία που κάθεται σε μια θέση έξω από τον θάλαμο που βρίσκεται η Ντόροθη και κλαίει με λυγμούς. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τη Μαρία να κλαίει. Είναι η πιο δυνατή γυναίκα που γνώρισα ποτέ. Ξέρει πάντα τι είναι λάθος και τι σωστό και κρατάει πάντα τον έλεγχο των καταστάσεων. Την πλησιάζω και σηκώνει το κεφάλι της για να με κοιτάξει. Το βλέμμα της αλλάζει και με κοιτάζει θυμωμένη αλλά και πληγωμένη μαζί. Σηκώνεται απότομα όρθια και με σπρώχνει μακριά.
«Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ! Αν δεν ήσουν εσύ τώρα η Ντόροθη θα μπορούσε να ζήσει και να μεγαλώσει. Non est angelus. Vestri 'daemonium» μου λέει και φτύνει τις ξένες λέξεις που για πρώτη φορά την ακούω να χρησιμοποιεί.
«Tu es Mortem» μου λέει και την κοιτάζω μπερδεμένος. Μου χαμογελάει ειρωνικά.
«Τι έγινε; Τώρα δεν καταλαβαίνεις τι λέω, ε; Δεν αναγνωρίζεις τη γλώσσα σου; Εγώ φταίω που ανέλαβα να σε κρατήσω κρυφό. Εγώ φταίω που έγινα praesidio σου. Φύγε!»
«Μα, Μαρία…» της λέω και σηκώνω το χέρι μου να την αγγίξω.
«Φύγε!» ούρλιαξε χωρίς να ανοίξει το στόμα της και ξαφνικά ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο, μια επιβλητική δύναμη να με σπρώχνει. Νιώθω σαν να μην μπορώ να κουνήσω το σώμα μου. Νιώθω βαρύς και τρομαγμένος. Χωρίς να προλάβω να βάλω αντίσταση, τα πόδια μου μόνα τους τρέχουν μακριά. Θέλω να μείνω αλλά δεν μπορώ. Θέλω να καταλάβω αλλά δε με αφήνουν. Θέλω να δω την Ντόροθη, αλλά είναι πλέον πολύ αργά…
Τρέχω μακριά χωρίς να ξέρω το γιατί. Αφήνω τα πόδια μου και πάλι να με οδηγήσουν έξω από το κτίριο. Τρέχω και δε βλέπω τίποτα μπροστά μου, παρά μόνο μια θολή εικόνα μέσα από τα δάκρυα που θέλουν μανιωδώς να βγουν έξω αλλά δεν τα αφήνω. Γιατί συμβαίνουν όλα ξαφνικά τώρα; Η σκιά, η κοπέλα στα όνειρά μου, η Ντόροθη, η Μαρία… Γιατί;
Φτάνω σε ένα απομακρυσμένο πάρκο μακριά από το νοσοκομείο, μακριά από σκέψεις. Είναι περίπου εννιά το πρωί και δεν έχει πολύ κόσμο εδώ, καθώς όλοι είναι στις δουλειές ή στα σχολεία τους. Κάθομαι κάτω από έναν πλάτανο. Κλείνω τα μάτια μου και οι λέξεις της Μαρίας έρχονται στο μυαλό μου.
«Tu es Mortem».
Τι γλώσσα μιλούσε; Από πού κι ως πού πρέπει εγώ να ξέρω αυτή τη γλώσσα; Πώς μίλησε μέσα στο μυαλό μου; Τι ήταν αυτό που με έκανε να το βάλω στα πόδια; Είμαι πολύ μπερδεμένος. Η εικόνα της Ντόροθη να κείτεται στον δρόμο μέσα στα αίματα με τρελαίνει. Πρέπει να τη δω, ξέρω πού βρίσκεται. Θα πάω πίσω και θα απαιτήσω να τη δω. Ναι, αυτό θα κάνω.
Χαμένος μέσα στις σκέψεις μου διαπιστώνω ξαφνικά ότι το βλέμμα μου είναι καρφωμένο πάνω σε μια κοπέλα που βρίσκεται στο απέναντι δέντρο και διαβάζει ένα βιβλίο. Ξέρει ότι την κοιτάζω και πού και πού σηκώνει το βλέμμα της για να με κοιτάξει στα κλεφτά. Αυτό μου έλειπε τώρα, να νομίζει ότι τη φλερτάρω.
Αποτραβώ το βλέμμα μου και κοιτάζω το γρασίδι ανάμεσα στα πόδια μου. Παίρνω ένα πεσμένο φύλλο και το κόβω σιγά σιγά σε μικρά κομματάκια, προσποιούμενος ότι σκέφτομαι και πάλι. Η κοπέλα που κοίταζα πριν από λίγο είναι όμορφη, γύρω στα είκοσι, με μακριά πορφύρα μαλλιά και λευκό δέρμα. Μου φάνηκε ντροπαλή και δεν πιστεύω ότι θα έκανε κίνηση να μου μιλήσει. Τολμώ μια κλεφτή μάτια για να δω εάν με κοιτάζει ακόμα, αλλά δεν είναι κάθεται πλέον στο δέντρο απέναντί μου, ευτυχώς δηλαδή. Κοιτάζω γύρω μου και σιγουρεύομαι ότι κανείς δεν προσέχει την παρουσία μου.
Μια σκιά εδώ και αρκετή ώρα κάνει κύκλους κοντά μου, αλλά δε με κοιτάει καν. Μάλλον είναι ο δαίμονας της κοπέλας, που πλέον εξαφανίστηκε μαζί της. Σηκώνομαι όρθιος και σκουπίζω το παντελόνι μου. Πρέπει να πάω να δω την Ντόροθη. Ξαφνικά κάτι με χτυπάει από τα δεξιά μου και με ρίχνει κάτω. Σφίγγω τα μάτια μου και όταν τα ανοίγω βλέπω την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά να βρίσκεται από πάνω μου. Τα μάτια της είναι λευκά και ορθάνοιχτα. Προσπαθώ να απεγκλωβίσω το χέρι μου, αλλά η λαβή της είναι τρομακτικά δυνατή για ένα τόσο λεπτεπίλεπτο πλάσμα.
«Τι κάνεις; Είσαι τρελή; Άσε με ήσυχο!» λέω ενώ προσπαθώ να τραβηχτώ.
«Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να δημιουργήσει τόσο πόνο και κακό;» μου λέει με θλιμμένη φωνή. «Non. Δεν είσαι θνητός. Είσαι απλός φυλακισμένος. Mortem inveni te…» λέει και τη σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη. Εκτοπίζεται μερικά μέτρα μακριά μου. Δε χρειαζόταν τόση δύναμη, είχε ήδη χάσει τις αισθήσεις της όταν την έσπρωξα. Αυτό μου έλειπε τώρα. Ανοίγω τα βλέφαρά της και τα μάτια της κουνιούνται σαν τρελά, αλλά δεν είναι λευκά.. Έχουν ένα πράσινο χρώμα, πιο ανθρώπινο.
Σκέψου, Μαξ, σκέψου… Κάτι πρέπει να κάνεις. Μέσα σε μια μέρα, είδα τη φωνή που μου μιλάει στα όνειρά μου ενώ ξαφνικά όλοι μου απευθύνονται σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Και τώρα αυτό. Τι θα κάνω με μια ξένη, λιπόθυμη κοπέλα που λέει ασυναρτησίες; Ναι, πάντα πίστευα ότι υπάρχουν πράγματα που δε γνωρίζουμε ή δε βλέπουμε ή δε θέλουμε να δούμε. Αυτό όμως πάει πολύ.
«Εσύ, κοπελιά, έρχεσαι μαζί μου». Την παίρνω στα χέρια μου και τη μεταφέρω μέσα από στενά στο διαμέρισμά μου, λίγα στενά πιο κάτω. Αν δεν είσαι τρελή, θα με βοηθήσεις να καταλάβω. Εάν είσαι τρελή, τη βάψαμε και οι δύο…
Παρασκευή Γκύζη