ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 1)

Ήμουν στο δωμάτιο μου, πάνω στο μικρό κρεβάτι μου, σκεπασμένη με μια παιδική κουβέρτα και αναλογιζόμουν την ζωή μου και το μόνο που έβλεπα είναι ότι τίποτα δεν έχει γίνει όπως το περίμενα ή όπως ήθελα να γίνει. Φανταζόμουν ότι θα είχα περάσει τις εξετάσεις για να καταφέρω να μπω σε ένα κολέγιο και θα έκανα περήφανους τους γονείς μου, αλλά φυσικά και εμένα. Ήμασταν μια φτωχή οικογένεια και δεν είχαμε την οικονομική άνεση να πληρώσουμε ένα ιδιότυπο κολέγιο και έτσι θα έπρεπε να αρχίσω την δουλειά για να καταφέρω να μαζέψω μερικά χρήματα για να καταφέρω να πληρώσω τις σπουδές μου του χρόνου.
"Χρυσή μου, είναι έτοιμο το βραδινό", φώναξε η μαμά για να κατέβω στην κουζίνα.
"Έρχομαι", της απάντησα και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να πάω σιγά-σιγά κάτω. Το δωμάτιο μου ήταν ακριβώς πάνω από την κουζίνα και βαριόμουν να κατέβω, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή γιατί θα εμένα νηστική.
"Τι έχουμε;", αναφώνησα μόλις έφτασα στην μικρή κουζίνα.
"Μακαρόνια, γλυκιά μου", είπε με την γλυκιά της φωνή η μαμά και μου άφησε το πιάτο μπροστά μου.
"Πάλι;", γκρίνιαξα και άρχισα να τρώω αναγκαστικά.
"Γλυκιά μου, σου έχω πει ότι ο μπαμπάς δεν έχει πληρωθεί ακόμα. Κάνε λίγο υπομονή. Εδώ δεν έχουμε να πληρώσουμε το ρεύμα, θες να σου έχω πιάτο εστιατορίου να φας;", είπε η μαμά και στο βλέμμα της φαινόταν η απογοήτευση που δεν μπορούσε να μου παρέχει αυτά που θέλω.
"Συγγνώμη, μαμά", της είπα μετανιωμένη. Δεν ήθελα να την κάνω να νιώθει έτσι. Αποφάσισα να αλλάξω κουβέντα για να την κάνω να ξεχαστεί. "Ο μπαμπάς δεν θα έρθει ούτε σήμερα;".
"Τον κρατάνε υπερωρίες στο εργοστάσιο. Έχει προκύψει ένα πρόβλημα λένε", απάντησε η μαμά και κάθισε δίπλα μου να φάει και αυτή. Εγώ κούνησα καταφατικά το κεφάλι σαν να της λέω ότι καταλαβαίνω.
Από τότε, μέχρι και την τελευταία μπουκιά φαγητού, δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα. Η αύρα της ατμόσφαιρας δεν ήταν καλή, το ένιωθα. Αφού έφαγα, μάζεψα το πιάτο μου και το πιάτο της μαμάς και τα έπλυνα εγώ για να την ξεκουράσω. Και αφού τα έβαλα στην θέση τους, της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο και της είπα: "Καληνύχτα, μαμά. Πάω από τώρα γιατί αύριο πρέπει να ξυπνήσω πρωί για να βρω μια δουλειά".
"Εντάξει, γλυκιά μου. Καληνύχτα", μου απάντησε με την τρυφερή της φωνή.
Πήγα με αργά βήματα στο δωμάτιο μου. Έκλεισα τα φώτα και άναψα το μικρό λαμπάκι δίπλα από το κρεβάτι, πήρα το αγαπημένο μου βιβλίο - Και Οι Άγγελοι Αγαπούν. Είχα φτάσει στο εικοστό κεφάλαιο και μου έμεναν ελα τρία για να το τελειώσω. Το αγαπούσα αυτό το βιβλίο. Μιλούσε για μια κοπέλα που ερωτεύτηκε έναν άγγελο και μέσα από τις δυσκολίες κατάφεραν να ζήσουν μαζί. Δεν άντεχα άλλο, έτσι έβαλα τον σελιδοδείκτη στην σελίδα, ξάπλωσα και αποκοιμήθηκα.
Το δωμάτιο φωτίστηκε με μια λευκή λάμψη και τρεις άντρες ντυμένοι στα άσπρα με λευκά, μεγάλα φτερά εμφανίστηκαν από το πουθενά. "Ξύπνα. Ξύπνα. Ξύπνα", είπαν ταυτόχρονα και οι τρεις. Άνοιξα τα μάτια μου και τρόμαξα. Πώς μπήκαν αυτοί οι ξένοι στο δωμάτιο μου;
"Δεν είμαστε ξένοι, Κέιτ. Είμαστε από τον τόπο που γεννήθηκες. Πρέπει να μάθεις τα πάντα για την καταγωγή σου", είπε ο ένας από τους τρεις.
"Τι θέλετε στο σπίτι μου;", είπα φοβισμένη. "Αν δεν φύγετε αμέσως θα φωνάξω τους γονείς μου".
"Είσαι μια από εμάς. Είσαι μια από τους αγγέλους. Είσαι η εκλεκτή", είπε ο άλλος που ήταν μικροκαμωμένος.
"Τι λες;", είπα και σκέφτηκα ότι κάποιος μου κάνει πλάκα.
"Πρέπει να έρθεις μαζί μας. Μια αιώνια ζωή και μια από τις καλύτερες ακαδημίες στον παράδεισο σε περιμένουν", ειπε ο τρίτος και πριν προλάβω να μιλήσω άκουσα και τους τρεις να λένε "Αβέντους Ινγκάρντιουμ". Το σώμα μου άρχισε να ανυψώνεται και βρέθηκα να ειμαι στον αέρα πίσω από τρεις αγγέλους, που μέχρι τώρα δεν πίστευα ότι υπάρχουν.
Καθώς ανέβαινα προς τον ουρανό, έβλεπα από κοντά τα λαμπερά αστέρια και το ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Ήταν τόσο όμορφα. Καλύτερα από ότι τα φανταζόμουν. Μετά από κάποιο σημείο μια χρυσή σιδερένια πόρτα εμφανίστηκε και όταν ένας από τους αγγέλους την ακούμπησε, άνοιξε και μπήκαμε όλοι μέσα. Κτήρια άρχισαν να φαίνονται από μακριά. Βρισκόμουν σε μια μικρή πόλη πάνω από την γη, κρυμμένη μέσα στον ουρανό. Τα σώματα μας κατέβηκαν κάτω στο έδαφος πάνω σε κάτι λευκούς διαδρόμους, που μάλλον ήταν οι δρόμοι.
"Ακολούθησε μας, Λίλεν Ρόουζ", μου είπαν και οι τρεις μαζί.
"Πώς με είπατε;", τους ρώτησα με απορία. Μήπως είχαν βρει λάθος άτομο; σκέφτηκα. "Λίλεν Ρόουζ, είναι το πραγματικό σου όνομα. Αυτό το όνομά σου δόθηκε στο ιερό μυστήριο της βάπτισης σου", μου απάντησε ο ένας από τους αγγέλους που περπατούσε λίγο πιο μπροστά από τους άλλους δύο. Μάλλον ήταν ο αρχηγός τους.


Γιάννης Θεοδωρόπουλος