Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 12 - Οι τέσσερις Φυλές)

Το Βασίλειο της Σεβέλ δεν ήταν το μόνο που έστεκε περήφανο σε αυτή την εύφορη γη. Σε όλη αυτή την πλούσια έκταση με το καταπράσινο χορτάρι, την μυρωδιά της οργωμένης γης και τα μυρωδάτα αμπέλια, εκτεινόταν το Μαύρο Δάσος που χώριζε την αχανή περιοχή σε άλλες μικρότερες. Οι μεγαλύτερες από αυτές ανήκαν στις αρχαίες φυλές:


Η φυλή των Ασράι, είναι μια φυλή νεράιδων. Αποτελείται από γαλάζιες και καθαρές σα το νερό μικρόσωμες ιπτάμενες φιγούρες, τόσο όμορφες που σου πιάνεται η ανάσα. Δεν γερνάνε ποτέ και ζουν πολλές εκατοντάδες χρόνια. Λένε ότι αν κάποιος κυνηγός, άντρας κυρίως, τις εντοπίσει, τον τραβούν στο πιο σκοτεινό μέρος του Δάσους και χάνονται για πάντα. Το άγγιγμά τους είναι τόσο απαλό, μα το σημείο που αγγίζουν μένει κρύο για πάντα και δε μπορεί να ζεσταθεί, όπως το υπόλοιπο σώμα. Αλλάζουν μορφή με βάση τα συναισθήματά τους και αν έστω και η πιο αχνή και αδύναμη αχτίδα ήλιου τις ακουμπήσει, εκείνες καταστρέφονται και γίνονται μια μικρή, γαλάζια λίμνη στο έδαφος. Μόλις απορροφηθεί από αυτό, ξαναγεννιέται μετά από λίγους μήνες μια νέα νεράιδα.

Η φυλή των Θραχάρ, είναι μια φυλή ιδιαίτερων ανδρών. Συνορεύουν με πιο μικρά χωριουδάκια που έχουν υπό την κατοχή τους και κάθε δεκαπέντε χρόνια οι χωρικοί στέλνουν από μια γυναίκα, ένα νεαρό κορίτσι για να ζευγαρώσει μαζί τους και να γεννήσουν αρσενικά παιδιά. Τις γυναίκες αυτές τις έχουν σα θεότητες, μα μόλις μπουν στη γη των Θραχάρ τα κορίτσια αυτά, χάνουν το μυαλό τους και ζουν ως άψυχα σώματα.

Η φυλή της Σεβέλ, είναι η δεύτερη ομορφότερη, μα η πιο πλούσια φυλή. Την ζηλεύει ο κάθε περαστικός και κάθε έμπορος για τα καταπράσινα και ατελείωτα λιβάδια και το πιο νόστιμο κρασί που έχει πιει ποτέ άνθρωπος. Είναι πολλοί που το συγκρίνουν με το κρασί των Θεών. Η θάλασσα απέραντη και καταγάλανη, ανοίγει τους ορίζοντες με το ευρύχωρο λιμάνι της και δίνει υποσχέσεις εξερευνήσεων σε άλλους τόπους. Τα βουνά της ψηλά, στέκουν φρουροί της εισόδου προς την πόλη και το ηλιοβασίλεμα τα βάφει κόκκινα, ενώ η Άνοιξη τα χρώματα θυμίζουν ουράνιο τόξο, μιας και τα βουνά είναι στολισμένα με κάθε λογής λουλούδια, θάμνους και δέντρα. Έχει τους πιο φημισμένους σιδηρουργούς και οι κατακτήσεις της αφήνουν τους πάντες έκπληκτους. Κάτι που θαυμάζει κανείς, είναι οι γυναίκες της Σεβέλ. Ίσως αποτελούν τις πιο εξαίσιες και αιθέριες παρουσίες σε αυτό τον κόσμο. Κάθε άντρας έχει ονειρευτεί μια τέτοια μοναδική γυναίκα και να που κυκλοφορούν ανάμεσά τους.

Η φυλή της Ινάλ, είναι η πιο όμορφη και η δεύτερη πιο πλούσια φυλή. Είναι φημισμένη για τα μεγάλα της παζάρια με τα μπαχαρικά και τα πολύχρωμα υφάσματα. Η γεωγραφική της θέση την χρίζουν ως το κέντρο των εμπόρων και οι φωνές από τους πάγκους των παζαριών αντιλαλούν σε κάθε γωνιά της γης. Οι άνθρωποι της είναι πιο μελαψοί στην εμφάνιση, με πανέμορφα μακριά χρυσόλευκα μαλλιά και έντονα γαλάζια μάτια. Τα μαλλιά των ανθρώπων των Ινάλ, είναι τα πιο σημαντικά υπάρχοντά τους. Τα κρατούν μακριά, ως δήλωση της φυλής τους και ως ιερά κειμήλια ζωής. Αν ένας υπήκοος της Ινάλ, κόψει τα μαλλιά του, τότε χάνει την ταυτότητά του, υποτασσόμενος σε εκείνον που του τα έκοψε και δηλώνοντας την ήττα του. Το μάκρος των μαλλιών δηλώνει πολλά πράγματα: το πένθος, την ηλικία και την ιεραρχία, ακόμη και το γάμο. Οι παραδόσεις αυτές πέρασαν από τους Γέροντες, τους τρανούς αθάνατους ιερείς της Ινάλ που λέγεται ότι τα μαλλιά τους έδωσαν την πρώτη ζωή και το φως στο βασίλειο. Στέκονται ριζωμένοι στο χρυσό ναό, στο υψηλότερο μέρος του βασιλείου, και ακόμη και ο βασιλιάς γονατίζει μπροστά στους αρχαίους πατέρες.

Αυτές ήταν τέσσερις και η κάθε μία, είχε την περιοχή, που κατέλαβε ύστερα από την Δημιουργία της. Κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση μιας και ο Μεγάλος Πόλεμος που θα ξεσπούσε μεταξύ τους, θα ήταν άκρως καταστροφικός και αιματηρός. Οι πρώτοι πρόγονοι αποφάσισαν να μην προχωρήσουν σε μια τέτοια εκστρατεία. Έτσι, έκαναν μια συμφωνία μεταξύ τους: να μην πατήσουν ο ένας στην περιοχή του άλλου, εκτός και αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη, και θα ζούσαν χωριστά και απόλυτα αρμονικά, χωρίς να διακοπεί το μεταξύ τους εμπόριο. Οι τέσσερις φυλές, με τους αρχηγούς τους, συγκεντρώθηκαν και έδωσαν μια υπόσχεση αίματος, που σήμερα στέκει στο κέντρο του Μαύρου Δάσους, σε ίση απόσταση από όλες τις φυλές. Αυτή η υπόσχεση ήταν διαφορετική από τις άλλες. Οι τέσσερις αρχηγοί έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για να σφραγίσουν την συμφωνία. Θυσιάστηκαν για τους ανθρώπους τους, μιας και μια απλή υπογραφή, μπορούσε εύκολα να σκιστεί στα δύο. Το δάσος, όμως, τους λυπήθηκε και θέλησε να κρατήσει τη μνήμη τους ζωντανή στους αιώνες. Λέγεται ότι βαθιά στο κέντρο του Μαύρου δάσους, ένας μαρμάρινος κίονας φιλοξενεί μια μοναδική γυάλινη φιάλη με το αίμα των αρχηγών, που κανείς δεν μπορεί να ακουμπήσει ή να πλησιάσει, ενώ τα σώματά τους τα φυλούν μέσα τους τα τέσσερα πιο γέρικα δέντρα του δάσους. Αν περάσει κανείς από εκεί κοντά, θα δει τα σώματα των αρχηγών να απλώνουν τα μαρμαρωμένα χέρια τους προς το φιάλη, προστατεύοντάς την αιώνια, ενώ αν μείνει λίγο παραπάνω, μπορεί να ακούσει τις νεράιδες να τραγουδούν, εκθειάζοντας τις αγαλμάτινες ψυχές τους.

Οι φυλές μετά από αυτό, πήρε η κάθε μία τον δρόμο του γυρισμού και με τον καιρό, οι νέοι τους αρχηγοί θριάμβευσαν στο θρόνο. Οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων γίνονταν ολοένα και καλύτερες, ενώ κάθε φορά που μια εχθρική έφοδος, θέριζε την φυλή, η άλλη δε δίσταζε να στείλει βοήθεια. Φτάνοντας σε πιο πρόσφατα γεγονότα, η συμμαχίες άρχισαν να διαλύονται. Οι άνθρωποι και οι αρχηγοί δεν ήταν το ίδιο ήρεμοι και καλόκαρδοι. Η επιθυμία της κατοχής άρχισε να φωλιάζει στο μυαλό τους. Ήθελαν το κάτι παραπάνω. Ήθελαν τα πάντα.

Η μαζική κατασκευή όπλων και πολιορκητικών μηχανισμών, αύξησε τους φόρους και πάτησε τις πλάτες των υπηκόων. Δούλευαν για ένα πόλεμο που δεν ήταν σίγουροι πως ήθελαν. Ο βασιλιάς της Σεβέλ, διέταξε κάθε νεαρό παιδί και άντρα που μπορούσε να πολεμήσει, να δηλωθεί στη φρουρά. Τα μοιρολόγια των μανάδων, σου σπάραζαν την καρδιά. Οι άνθρωποι φοβόντουσαν. Ο βασιλιάς τους είχε αλλάξει. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Φαινόταν πιο άγριος και πιο ύπουλος. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ορκίζονταν πως τα μάτια του είχαν αλλάξει χρώμα και την επόμενη στιγμή επέστρεφαν στο κανονικό τους. Άρχισαν να πιστεύουν πως ο βασιλιάς τρελάθηκε και σταμάτησαν να ακολουθούν τις οδηγίες του. Οι σιδηρουργοί εγκατέλειψαν τα εργαστήριά τους, τα νομισματοκοπεία σταμάτησαν να δίνουν άλλο χρυσάφι και οι φόροι πάγωσαν. Το βασίλειο παραδόθηκε στο χάος και οι υπήκοοι ξεσηκώθηκαν. Μάταια ο σύμβουλος του βασιλιά προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση. Έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Και έτσι ο βασιλιάς αυτοκτόνησε. Αφήνοντας πίσω μια τρομαγμένη βασίλισσα και ένα αγέννητο παιδί.

Οι άλλες φυλές γνώριζαν την κατάσταση και είχαν κηρύξει πόλεμο. Ίσα που πρόλαβε ο θάνατος του βασιλιά της Σεβέλ να ηρεμήσει τα πράγματα. Θυμίζει την θυσία των πρώτων αρχηγών και η συγκίνηση και το πένθος κουκουλώνουν τη Σεβέλ. Οι φυλές αποχώρησαν χωρίς δισταγμό, μα οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων είχαν σχεδόν διαλυθεί.

«Αυτά πέρασαν από στόμα σε αυτί και από γενιά σε γενιά. Κάπως έτσι έφτασαν και σε εμένα. Την ιστορία αυτή μου την διηγούνταν η μητέρα μου. Συνήθιζε τα βράδια να με κοιμίζει με αυτή και να με αφήνει να ονειρεύομαι τους τρανούς πολεμιστές και να τους ακολουθώ στα κατορθώματά τους» είπε ο Λαχάρ και τη φωνή του στόλισε η λύπη.

Γύρισε πάλι προς το μέρος μου, αυτή τη φορά με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Παραξενεύτηκα, μα τα κομμάτια ήταν εύκολο να δεθούν. «Πότε την έχασες;» ρώτησα στρέφοντας τον κορμό μου ολοκληρωτικά, ώστε να στεκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο.

Ο Λαχάρ με κοίταξε σοβαρός. Φαινόταν σα να ζύγιαζε την κατάσταση και δεν ήταν ακόμη σίγουρος αν ήθελε να μοιραστεί κάτι τόσο προσωπικό. Η αλήθεια με τσίμπησε λίγο, μιας και πριν ελάχιστους χτύπους του είχα διηγηθεί σχεδόν τα πάντα για μένα. Με ένα βαθύ αναστεναγμό και κλείνοντας λίγο τα καταγάλανα μάτια του, στράφηκε μπροστά βυθίζοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του.

«Η μητέρα μου, η Άλιμα, ήταν μια απλή χωριατοπούλα που έβγαζε μόνη της το ψωμί της, μιας και οι γονείς της πέθαναν νωρίς. Γνώρισε τον πατέρα μου, τυχαία, όταν σε μια βόλτα της στο δάσος για να μαζέψει βότανα, έπεσε πάνω στο κυνήγι που είχε διοργανώσει ο βασιλιάς με μερικούς Δούκες. Η μητέρα μου κρυμμένη ανάμεσα στους θάμνους, προσπαθώντας να βρει αυτό που αναζητούσε, έδινε την εντύπωση ζώου φοβισμένου. Ένα βέλος πέρασε ξυστά από το μπράτσο της, σκίζοντας ελαφρά την επιφάνειά του. Η μητέρα μου τσίριξε από την τρομάρα της και βγήκε όπως όπως από τον θάμνο. Μόλις απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό της, αντίκρισε τον βασιλιά της Ινάλ. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Μα ο βασιλιάς ήταν ήδη παντρεμένος και μάλιστα είχε άλλες τρεις συζύγους. Η μητέρα μου δεν ήθελε να είναι μια από τις κατακτήσεις του, μα ο βασιλιάς την κέρδιζε σιγά σιγά. Ερχόταν καθημερινά και την επισκεπτόταν, σκαρφιζόμενος διάφορες δικαιολογίες. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μιλά, μα δεν τους ενδιέφερε. Ο βασιλιάς είχε δηλώσει καθαρά το ενδιαφέρον του. Με τον καιρό οι άμυνες της μητέρας μου έπεφταν, ώσπου ένα μοιραίο βράδυ του δόθηκε και λίγο αργότερα έμεινε έγκυος με εμένα. Ο βασιλιάς με αναγνώρισε αμέσως. Γεννήθηκα με το όνομα Λαχάρ, ο έβδομος πρίγκιπας της Ινάλ. Το βασίλειο γιόρτασε λαμπρά τον ερχομό μου και την εγκατάσταση της μητέρας μου στο παλάτι ως νέα ερωμένη του βασιλιά. Η βασίλισσα, φυσικά δεν ευχαριστήθηκε με αυτή του την κίνηση, μα εφόσον δεν αποτελούσα κίνδυνο για το θρόνο του καθαρόαιμου γιου της, μας άφησε να ζήσουμε ήσυχα».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και καθάρισε τον λαιμό του, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι του προς το μέρος μου. Το βλέμμα του ήταν σκληρό, επικριτικό, με κατηγορούσε για κάτι.

«Ήμουν πέντε ετών, όταν ένα βράδυ άκουσα έντονες φωνές από το δωμάτιο της μητέρας μου, σα να τσακωνόταν με κάποιο. Προσεκτικά και αθόρυβα πλησίασα την πόρτα της και από την χαραμάδα, είδα την πλάτη ενός μεγαλόσωμου άντρα να στέκεται μπροστά της. Δεν άκουγα τη συζήτησή τους καθαρά, μα τα σώματά τους κινούνταν έντονα χειρονομώντας. Η μητέρα μου ξαφνικά τον έσπρωξε και ο άντρας έπεσε με φόρα στον τοίχο, κάνοντάς με να μαζευτώ πίσω από την πόρτα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και δεν ήξερα τι να κάνω. Που ήταν οι φρουροί; Δεν ακούστηκε τίποτε άλλο, παρά μόνο ένας γδούπος και λίγα βήματα. Πρόλαβα να γίνω ένα με τον τοίχο, προτού η πόρτα ανοίξει διάπλατα και τα βήματα γρηγορεύουν. Με το που χάθηκαν, όρμισα στο δωμάτιο της μητέρας μου για να την βρω να πνίγεται μέσα σε μια λίμνη αίματος. Τα μακριά χρυσά μαλλιά της είχαν βαφτεί κόκκινα και το λευκό της δέρμα είχε ασπρίσει επικίνδυνα. Έτρεξα στο πλάι της και την κοίταξα. Τα θαμπά γαλανά της μάτια εστίασαν στα δικά μου και το χέρι της ανέβηκε αδύναμα στο πρόσωπό μου. Πρόλαβε να μου ψιθυρίσει μόνο μια λέξη, μόνο ένα όνομα: Κάλιντα».

Σηκώθηκα γρήγορα όρθια, τρομάζοντας τον Χάρου που χτύπησε τα φτερά του στον αέρα ανήσυχος. Τι ξεστόμισε μόλις;

«Δεν μπορεί... Δεν γίνεται» ψέλλισα.

Ο Λαχάρ ατάραχος συνέχισε να διηγείται το δικό του παρελθόν:

«Οι επόμενες μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Είχα χάσει την μητέρα μου και δεν ήξερα που να σταθώ πλέον. Όταν είπα στον πατέρα μου το όνομα που μου παρέδωσε η Άλιμα, κοκάλωσε και αμέσως με τράβηξε μαζί του στο ιερό ναό της Ινάλ. Εκεί οι γέροντες μας είπαν τα πάντα για την Κάλιντα, την καταραμένη ψυχή. Μερικά χρόνια μετά, άρχισα να ψάχνω τη βιβλιοθήκη του βασιλείου και να επισκέπτομαι τους γέροντες πιο συχνά για να μαθαίνω όσα περισσότερα μπορούσα. Τα μαντάτα για τον ξαφνικό θάνατο του βασιλιά της Σεβέλ και την τρέλα του, με έβαλε σε σκέψεις. Κάπως έτσι αποφάσισα να έρθω και εδώ, για να ψάξω τον λόγο της τρέλας. Τα συμπτώματα, αν θες, που είχε ο βασιλιάς ήταν ίδια με αυτά που παρατηρούνταν κατά καιρούς στους υπηκόους μας. Ήμουν σίγουρος πως κάτι συνέβαινε, κάτι ανώτερο από εμάς, μια δύναμη διαφορετική. Τότε μετρούσα σχεδόν δεκαπέντε χειμώνες και ο μικρός πρίγκιπας του βασιλείου μετρούσε μόλις εννέα. Τον λυπήθηκα, γιατί περνούσε τα ίδια με εμένα και αποφάσισα να τον προσεγγίσω. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια φιλία ανάμεσά μας και από τότε ψάχνουμε μαζί για τις αθάνατες ψυχές και ειδικά για αυτή που κατοικεί μέσα σου»

«Και ακόμα δεν έχει δει τίποτα» δήλωσε η Κάλιντα από μέσα μου απειλητικά.


Ella Sarlot