Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 28)

Δύο χρόνια πριν.
"Αυτό είναι!", αναφώνησε και ένα μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Είχε βρει το ιδανικό μέρος για να κρύψει το Μαύρο Ρόδο και αυτό δεν ήταν άλλο πέρα από την ίδια. Ναι, το σώμα της θα λειτουργούσε ως κρυψώνα για το μαγικό και επικίνδυνο ξίφος. Αλλά για να πραγματοποιήσει την ιδέα της, έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου.
Ξεροκατάπιε και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Δεν είχε καμία όρεξη να τον καλέσει μετά το συμβάν των προηγούμενων ημερών, αλλά δεν ήταν πως είχε και κάποια άλλη επιλογή. Οπότε, έκανε την καρδιά της πέτρα και ενεργοποίησε τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου.
Σχεδίασε ξανά τον ρούνο 'Μέριλ' πάνω στο ξίφος και εκείνο τυλίχτηκε σε σμαραγδένιες φλόγες και μετατράπηκε σε μαύρο μελάνι. Το μελάνι εισχώρησε στο δέρμα του αριστερού πήχη του χεριού της, σχηματίζοντας ένα τατουάζ, με το σχέδιο ενός περίτεχνου τριαντάφυλλου.
Μόλις τελείωσε πήρε μία βαθιά ανάσα και στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, η πόρτα του δωματίου άνοιξε, φανερώνοντας την Ισμήνη. Η κοπέλα που μέχρι πρωτίστως χαμογελούσε ψεύτικα σε ένα άλλο κορίτσι στο διάδρομο, άφησε την κούραση και την ανησυχία της να φανούν μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αναστέναξε και έκατσε στο πάτωμα. Μουρμούρισε κάτι μέσα από τα σφιγμένα δόντια της και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μακριά καστανά της μαλλιά.
"Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο..." έκανε μία μικρή παύση και συνέχισε "για ποιο λόγο όλοι, μα όλοι κάνουν λες και δε συμβαίνει τίποτα! Πώς όλα είναι ωραία και καλά!"
Η Χλόη κατάλαβε ότι η φίλη της ξεσπούσε τώρα για να μην αναγκαστεί να το κάνει αργότερα. Για να έχει τη συνείδησή της καθαρή από τύψεις και ενοχές. Έτσι ήταν η Ισμήνη. Τα άφηνε όλα πίσω της και έκανε μία καινούρια αρχή σε ένα νέο μέρος.
"Λες και όλα είναι καθώσπρέπει και σωστά"
"Ενώ δεν είναι...", συμπλήρωσε η κοκκινομάλλα και κοίταξε τη φίλη της.
"Ενώ δεν είναι...", επανέλαβε μηχανικά λίγο πριν αλλάξει θέμα. "Βρήκες κρυψώνα για το ξίφος;"
Η Χλόη έγνεψε καταφατικά.
"Ε, άντε, λέγε! Με το τσιγκέλι θα σ'τα βγάζω;"
Της έδειξε το τατουάζ στον αριστερό της πήχη και η Ισμήνη έμεινε στήλη άλατος. Ήρθε κοντά της, πήρε το χέρι της φίλης της μέσα στις παλάμες της και επεξεργάστηκε το σχέδιο με το μαύρο μελάνι. Ήταν λιτό και όμορφο.
"Καταπληκτική ιδέα!", αναφώνησε.
"Η καλύτερη που μπόρεσα να σκεφτώ, δεδομένου ότι δε μας παίρνει ο χρόνος"
"Και πώς σχεδιάζεις να το κρύψεις; Το τατουάζ εννοώ"
Η Χλόη δάγκωσε το εσωτερικό από το μάγουλό της, γνωρίζοντας πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει ξανά τη δύναμη του Σμαραδγένιου Δράκου. "Με τη δεύτερή μου δύναμη και ήλπιζα να με βοηθήσεις κι εσύ, αν και δεν έχω σκοπό να κρύψω μόνο αυτό"
Η Ισμήνη σήκωσε το πρόσωπό της ώστε να την κοιτάει κατάματα και ύψωσε το φρύδι της, κάνοντάς της μία άηχη ερώτηση. Και τότε η κοκκινομάλλα της εξήγησε την ιδέα της. Το Κουτί της Πανδώρας με της αναμνήσεις και πως η Ισμήνη θα είχε μόνο το κλειδί. Μόνο εκείνη θα γνώριζε την κρυψώνα, αλλά ένα ξόρκι θα την εμπόδιζε να τη μαρτυρήσει ακόμα και στην ίδια τη Χλόη. Ένα ξόρκι, το οποίο δε θα έσπαγε με τίποτα, παρά μόνο με τον Σμαραγδένιο Δράκο ή τον Φοίνικα.
"Λοιπόν, τι λες;", ρώτησε η Χλόη αφού τελείωσε να εξηγεί την ιδέα της.
"Ριψοκίνδυνο από πολλές απόψεις, αλλά είναι το καλύτερο που έχουμε προς το παρόν. Αργότερα θα σκεφτούμε κάτι άλλο"
Και με αυτά τα λόγια, μία πράσινη φλόγα εξαφάνισε το τατουάζ από τον πήχη της Χλόης και σφράγισε μερικές από τις αναμνήσεις της σε ένα σεντούκι με μία χρυσή κλειδαριά· το Κουτί της Πανδώρας, το οποίο έμελλε να ανοίξει δύο χρόνια αργότερα.
***
Κυριακή 25 Ιουνίου, 23:58
Ημέρα πέμπτη.
Ο νεαρός -στην όψη- άντρας με τα σμαραγδί μάτια είχε μία εκφραση λύπης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είχε την ικανότητα να βλέπει την ανάμνηση που ζούσε εκείνη τη στιγμή η Χλόη και να κυριεύεται από τα συναισθήματα της κοπέλας. Κι εκείνη τη στιγμή γνώριζε πως ένιωθε άγχος και ανησυχία.
Διστακτικά, έσκυψε από πάνω της και της άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο. Κατευθείαν τα χαρακτηριστικά της κοπέλας μαλάκωσαν.
Την ένιωθε σαν την κόρη την οποία δεν απέκτησε ποτέ. Σπάνιο πράγμα για εκείνον να είναι κάτι παραπάνω από μία μαγική δύναμη, η οποία μετρούσε πάνω από μία χιλιετία στη γη, στον κάτοχό του. Κάτι παραπάνω από ένα γιγαντόσωμο ερπετό που έσπερνε το φόβο και τον πανικό μόνο από το άκουσμα του ονόματός του.
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε μία ανεπαίσθητη κίνηση των βλεφάρων της κοπέλας, σημάδι πως συνερχόταν σιγά σιγά.
Εκείνος απομακρύνθηκε ελαφρά, αλλά παρέμεινε καθισμένος στο στρώμα του κρεβατιού, πλάι στην κοκκινομάλλα.
"Δράκε;", ψέλλισε σαστισμένη η Χλόη και πήγε να ανακαθίσει, αλλά ο άντρας την έσπρωξε μαλακά από τον ώμο πίσω στο μαξιλάρι.
"Τώρα γνωρίζεις πού είναι το Μαύρο Ρόδο, κόρη μου"
Η κοπέλα ξεροκατάπιε και έγνεψε καταφατικά. "Κατάφερες να σπάσεις το ξόρκι με το οποίο σε είχα δέσει;" Ήταν η σειρά του άντρα με τα λευκά μαλλιά να γνέψει καταφατικά. Εκείνη σηκώθηκε απότομα και κάθισε οκλαδόν, καρφώνοντας τον Σμαραγδένιο Δράκο με το βλέμμα της. Και τώρα τι, ήθελε να ρωτήσει. Τι, αυτό ήταν μόνο;
Αλλά δεν το έκανε και απλά έμεινε σιωπηλή.
***
Δευτέρα 26 Ιουνίου, 01:02
Ημέρα έκτη.
Ο Άγγελος στριφογύριζε στο κρεβάτι, μη μπορώντας να κοιμηθεί ξανά από την υπερένταση, η οποία τον είχε καταβάλει και υπερνικούσε την κούραση των τελευταίων ημερών. Πέταξε το σεντόνι στην άκρη και γύρισε ανάσκελα, έτσι ώστε να κοιτάζει το λευκό ταβάνι. Η μοναδική πηγή φωτός ήταν τα φώτα του δρόμου και τόσο έξω, όσο και μέσα επικρατούσε μία απόκοσμη ησυχία μιας και το παράθυρο έχασκε ορθάνοιχτο για να μπαίνει δροσιά. Μην μπορώντας να μείνει ούτε για ένα δευτερόλεπτο παραπάνω ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο.
Το ένστικτό του τού έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά εκείνη την φαινομενικά ήσυχη νύχτα του Ιουνίου. Ούτε τα τζιτζίκια δεν ακούγονταν, αλλά κι ούτε οι φωνές των περαστικών να βρίζουν και των μεθυσμένων να τραγουδούν διάφορους σκοπούς ανάμεσα στο λόξιγκά τους.
Τίποτα. Θαρρείς και πως όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους, περιμένοντας να γίνει η μεγάλη έκρηξη.
Οι αισθήσεις του Άγγελου οξύνθηκαν και ο ίδιος τέθηκε σε επιφυλακή, καθώς όλο αυτό δεν του άρεσε. Του άφηνε μία πικρή γεύση στον ουρανίσκο και σίγουρα δεν ήταν το προφιτερόλ που είχε φάει μερικές ώρες νωρίτερα.
Φόρεσε τα ίδια ρούχα που φορούσε προηγουμένως και με αθόρυβα βήματα πήγε προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και αφουγκράστηκε. Κρυμμένος στις σκιές επεξεργάστηκε τον εξωτερικό χώρο. Την απέναντι πολυκατοικία που έστεκε χωρίς φώτα, τον έναστρο ουρανό και τον έρημο δρόμο.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα και προς στιγμή σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του, αλλά παραμέρισε τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Τελικά αποφάσισε να τις χρησιμοποιήσει, έστω και για μερικά δευτερόλεπτα.
Έκλεισε τα μάτια και ένιωσε την ενέργεια που υπήρχε στον χώρο. Τους είχαν περικυκλώσει τα μέλη από το Μαύρο Ρόδο με επικεφαλή τον Άρθουρ Μέι και ο Άγγελος σκέφτηκε να εξαπολύσει τη δύναμή του μέχρι που να μη μείνει τίποτα όρθιο από τον εχθρό.
Αντί αυτού, κατευθύνθηκε φουριόζος προς το δωμάτιο της Χλόης, ενώ ταυτόχρονα έστειλε σήμα κινδύνου τηλεπαθητικά στον Κρίστοφερ και τον Μαξ.
***
Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει το πόσο κοντά της ήταν το μαγικό ξίφος. Ένα κρυμμένο τατουάζ στον αριστερό της πήχη.
Στριφογύρισε για δέκατη φορά στο κρεβάτι, παίρνοντας μαζί και τα σεντόνια, μην μπορώντας να κοιμηθεί. Για την ακρίβεια, κάτι την κρατούσε ξύπνια και αυτό σίγουρα δεν ήταν ο Σμαραγδένιος Δράκος, ο οποίος είχε πλέον μαζευτεί πίσω σε εκείνη. Μέσα στο μυαλό της τής έλεγε ξανά και ξανά να προσπαθήσει να κοιμηθεί μιας και το Κουτί της Πανδώρας ήταν ένα ξόρκι το οποίο χρειαζόταν αρκετή ενέργεια και ιδιαίτερα όταν άνοιγε.
Αλλά η Χλόη δεν τον άκουγε. Απλά έφτιαχνε σενάρια με το νου της για την κατάσταση, την οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν από εδώ και πέρα. Συν, ότι το ενστικτό της βαρούσε συναγερμό. Συνήθως δεν το αγνοούσε, αλλά ήταν αρκετά κουρασμένη για να δώσει την απαραίτητη σημασία στο ένστικτό της.
Από τις σκέψεις της την έβγαλε η πόρτα του δωματίου που άνοιξε και φανέρωσε έναν ανήσυχο Άγγελο.
"Σήκω, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να φύγουμε από εδώ! Ο Μέι με την ομάδα του μας έχουν περικυκλώσει!"
Η Χλόη κοκκάλωσε. Τελικά έπρεπε να είχε ακούσει εκείνη τη μικρή φωνούλα που της επαναλάμβανε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο εδώ και δέκα λεπτά.
Ο νεαρός βλέποντας πως η κοπέλα είχε μαρμαρώσει, την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε ελαφρά. "Χλόη, πρέπει να φύγουμε από εδώ το συντομότερο δυνατό!", επανέλαβε κι εκείνη φάνηκε να ξυπνάει από το λήθαργο και έγνεψε καταφατικά. Πετάχτηκε όρθια από το στρώμα και φόρεσε τα παπούτσια της, ενώ στους ώμους της πέρασε το μικρό της σακίδιο. Χωρίς καμία προειδοποίηση, ο Άγγελος την έπιασε από το μπράτσο και μπήκε μπροστά της, σαν ανθρώπινη ασπίδα. Η κοπέλα θα ορκιζόταν πως τον άκουσε να γρυλίζει.
"Τι θες εδώ, Μέι;"
Ένα γελάκι βγήκε από το λαιμό του ξανθού νεαρού, αλλά το βλέμμα του ήταν δολοφονικό. "Τη Χλόη", απάντησε λακωνικά. Είχε μπει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τόσο αθόρυβα, όσο μία γάτα.
"Εδώ είμαι, λέγε για ποιο λόγο είσαι εσύ εδώ, Άρθουρ", δήλωσε η κοκκινομάλλα και στάθηκε δίπλα στον Άγγελο.
"Θέλω να γυρίσεις πίσω στην οργάνωση, πίσω στο σπίτι, Χλόη!"
Εκείνη κατέβαλε τη μέγιστη προσπάθεια για να μη στριφογυρίσει ειρωνικά τα μάτια της. Δεν είχε σκοπό να γυρίσει σε εκείνη την κόλαση. "Πότε θα καταλάβεις πως δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσω εκεί;", του αντιγύρισε ψυχρά.
"Δεν είναι στο χέρι σου να το αποφασίσεις αυτό!", γρύλισε εκείνος. "Σε θέλουν πίσω, πάει και τελείωσε!"
Η έκφραση της κοπέλας σκλήρυνε και έσφιξε τις γροθιές της για μία επερχόμενη σύγκρουση.
"Δεν έχει να πάει πουθενά μαζί σου!", του φώναξε σχεδόν ο Άγγελος. Ήταν οργισμένος από το θράσος του Άρθουρ και αυτό ήταν ολοφάνερο, μιας και είχε μπει στο σπίτι του δίχως καλές προθέσεις. Η ατμόσφαιρα παραήταν ηλεκτρισμένη.
"Χώνεψέ το, Αναγνώστου, δεν είναι στο χέρι σου!"
"Ούτε και στο δικό σου, Άρθουρ!", είπε η κοπέλα και πράσινος πάγος σκέπασε τα πόδια του ξανθού νεαρού, ο οποίος άφησε να του ξεφύγει ένα επιφώνημα έκπληξης.
"Τι! Πώς γίνεται αυτό!"
"Ποτέ μην υποτιμάς τον αντίπαλο, Μέι, εσύ μου το δίδαξες αυτό, μη μου πεις ότι δε θυμάσαι!", η φωνή της ήταν άχρωμη, το βλέμμα της κενό. "Και μην προσπαθήσεις να κάνεις τίποτα αστείο, η ομάδα σου δεν πρόκειται να σε βοηθήσει"
Πήρε τον Άγγελο από το χέρι και βγήκαν από το διαμέρισμα.
"Τι ήταν αυτό;", ρώτησε ο νεαρός, καθώς κατέβαιναν τρέχοντας τις σκάλες.
"Η δύναμη του Δράκου"
"Και αυτό που είπες σχετικά με την ομάδα του;"
"Ψέματα ήταν. Δεν έχω την ενέργεια που απαιτείται για να κάνω κάτι περισσότερο αυτή τη στιγμή", απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία, τους περίμεναν πέντε άτομα με τα όπλα τους έτοιμα.
"Νομίζατε πως θα ξεφύγετε έτσι εύκολα;", δήλωσε μία ψηλή κοπέλα με μαύρα μακριά σγουρά μαλλιά, ενώ η Χλόη έλεγε από μέσα της ό,τι βρισιά ήξερε. Ήταν αρκετά κουρασμένη για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει όπως επιθυμούσε τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου. Αισθάνθηκε την παλάμη του Άγγελου στον ώμο της και την ανάσα του στο αυτί της. "Τρέξε", της ψιθύρισε και έκανε ένα βήμα μπροστά. Ήταν καιρός να αναλάβει δράση, να σταματήσει να κρύβεται και να ακολουθήσει το παράδειγμα της κοπέλας με τα πράσινα μάτια.
Η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους και τα μέλη του Μαύρου Ρόδου φάνηκαν να σαστίζουν. Μέχρι και η Χλόη αναρωτήθηκε τι είδους δύναμη είχε ο νεαρός.
"Ένας εναντίον πέντε; Όχι και άσχημα για αρχή!", είπε ο Άγγελος και ένα μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπό του.
"Δεν έχεις ιδέα με ποιους τα βάζεις! Είμαστε οι καλύτεροι του Μαύρου Ρόδου!", καυχήθηκε η κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά και ο νεαρός με τα καστανά μάτια γέλασε και ο ήχος ακούστηκε περισσότερο σαν βρυχηθμός από λιοντάρι.
"Πολλά είπαμε", σχολίασε ψυχρά και μέχρι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της η κοπέλα, ο Άγγελος την είχε στείλει ιπτάμενη στην απέναντι πολυκατοικία.
Κάποιος έκανε να επιτεθεί στη Χλόη, αλλά εκείνη απέκρουσε επιτυχώς το χτύπημα με τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αναπνοή της να βγαίνει δύσκολα από μέσα της. Μουρμούρισε μία βρισιά και εμφάνισε πάνω στην ώρα ένα σπαθί για να κόψει στη μέση ένα βέλος, το οποίο είχε ως στόχο το κεφάλι της. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Άγγελο να παλεύει με την κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά και έναν νεαρό με κόκκινα μαλλιά και φακίδες. Τους έβαζε κάτω χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, ενώ εκείνη αγκομαχούσε.
Μία μικρόσωμη κοπέλα πήγε να την παγιδεύσει με ένα ξόρκι, αλλά το πρόλαβε να το σπάσει και πριν προλάβει να πει κύμινο, της είχε δώσει μία γερή κλωτσιά στα πλευρά. Έσκυψε, αποφεύγοντας μία μπουνιά και έριξε και αυτή μία στο στομάχι του θύτη της, ενώ με το ελεύθερο χέρι της έχωσε μία δυνατή αγκωνιά στα πλευρά ενός κοριτσιού στα αριστερά της.
Η μικρόσωμη κοπέλα επιχείρησε να δέσει τη Χλόη με ένα ξόρκι, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ, καθώς την περικύκλωσαν γαλάζιες φλόγες και το Φάντασμα με τα γαλανά μάτια την έριξε αναίσθητη.
Η Χλόη τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα του κεφαλιού της και συνέχισε να παλεύει με το άλλο κορίτσι και τον νεαρό. Εκείνοι χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις του κανονικότατα, δημιουργώντας στην κοκκινομάλλα περισσότερα προβλήματα απ'όσα είχε ήδη.
Λίγο πιο πέρα ο Άγγελος, χρησιμοποιώντας τη δική του δύναμη, είχε βάλει κάτω τους αντιπάλους του και κατευθυνόταν προς το μέρος της Χλόης.
"Σου είπα να φύγεις από εδώ!"
"Και να σε αφήσω να διασκεδάσεις μόνος σου; Αποκλείεται!", του αντιγύρισε.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου