Crown of Blood (Κεφάλαιο 15)

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 2 ΜΗΝΕΣ 
 
Η Έλενα μέσα σε μόλις δύο μήνες καταφέρνει να φτιάξει την εικόνα της και να δείχνει προς τον έξω κόσμο αυτό που θέλει εκείνη και όχι αυτό που είναι πραγματικά. Καταφέρνει από μια απλή, φτωχή κοπέλα να δείχνει ότι είναι η πριγκίπισσα της Ελλάδας, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει ό,τι και όποιον θέλει. Στην αρχή βέβαια της φαίνονταν όλα εύκολα και ρόδινα, αλλά με τη διαμονή της στο παλάτι της Αγγλίας σιγά σιγά τα πράγματα δυσκολεύουν, καθώς ο Άγγλος βασιλιάς σταματάει να τη βλέπει πια ως κρατούμενη. Χωρίς αυτή να το θέλει, μάλλον του έδωσε ελπίδες ότι μπορεί να συμβεί κάτι παραπάνω μεταξύ τους. Οι συνομιλίες τους δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Μιλούν κάθε πρωί που παίρνουν πρωινό στην τραπεζαρία, κάθε μεσημέρι καθώς τρώνε τα εύγευστα αγγλικά πιάτα και κάθε βράδυ που απολαμβάνουν το βραδινό τους πριν πάνε για ύπνο.
 
Ο Αλφ έχει πολλά ραντεβού κάθε μέρα στο γραφείο του, αλλά τις τελευταίες μέρες ένας ηλικιωμένος άνδρας που κρατάει στα χέρια του ένα χρυσό κουτί έρχεται σχεδόν κάθε μέρα. Κάθεται περίπου μισή ώρα και έπειτα φεύγει. Στην Έλενα αυτό φαίνεται πολύ περίεργο, γιατί όλοι οι υπόλοιποι που επισκέπτονται τον βασιλιά έρχονται στο παλάτι το πολύ δύο φορές τον μήνα. Δεν τη νοιάζει όμως, αφού η ίδια της η χώρα δεν ενδιαφέρθηκε να απαντήσει στο γράμμα που έστειλε, για να τους ενημερώσει για τον θάνατο του στρατηγού. Έτσι, ζει πια τη ζωή της ως πριγκίπισσα, για όσο κρατήσει, χωρίς να την ενδιαφέρει πια η Ελλάδα και η συνθήκη ειρήνης.




Το μωβ σημάδι παραμένει στον ουρανό εδώ και μέρες. Οι δύο βρικόλακες μένουν και αυτοί να το κοιτούν, χωρίς να καταφέρνουν να το δουν να μετακινείται έστω και λίγο. Σήμερα όμως φαίνεται πως κάτι αλλάζει, ίσως είναι η τυχερή τους μέρα. Το σημάδι αρχίζει να μεγαλώνει με γρήγορους ρυθμούς και καταλήγει να έχει το ίδιο μέγεθος με τον ήλιο. Το χρώμα του από μωβ γίνεται κόκκινο σαν το αίμα και με την υπερφυσική τους όραση οι δυο βρικόλακες βλέπουν κάτι να κινείται μέσα σ’ αυτό.

Στην αρχή πιστεύουν ότι έχουν παραισθήσεις, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν πως ό,τι βλέπουν είναι αληθινό. Μάλιστα, βεβαιώνονται για αυτό πέρα κάθε αμφιβολίας, όταν βλέπουν κάποιον να έρχεται με δύναμη κατά πάνω τους, να σταματάει ακριβώς μπροστά τους και να τους κοιτάζει επικριτικά. Ναι, τον ξέρουν. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που αποφεύγουν και φοβούνται - και ας μην το παραδέχονται. Είναι ο Μάγος! Δεν τον αναγνωρίζουν κατευθείαν, γιατί γέρασε αρκετά από την τελευταία φορά που τον είδαν.

«Δεν πιστεύω να με ξεχάσατε» λέει γελώντας ο ηλικιωμένος και αφού δεν παίρνει απάντηση συνεχίζει: «Άλλωστε πώς να με ξεχάσατε; Είμαι ο άνθρωπος που σας έδωσε αιώνια ζωή» τους κοιτάζει και περιμένει να δει μία τους αντίδραση, αλλά και αυτή τη φορά κανένας από τους δύο δε μιλάει.

«Δε θα κρατήσει πολύ η επίσκεψή μου. Ήρθα για λίγο και θα φύγω» ανακοινώνει και σηκώνει τα χέρια του, ενώ ταυτόχρονα λέει κάποιο είδους ξόρκι. Τα δύο σώματα των νεκροζώντανων αιωρούνται για λίγο. Από μέσα τους βγαίνουν οι ψυχές τους και μπαίνουν σε ένα διαμαντένιο δοχείο. Όταν τα σώματα είναι πια άδεια από ψυχή και νεκρά για ακόμη μια φορά, ο Μάγος τα καίει. Καθώς φεύγει ικανοποιημένος μονολογεί: «Ένα συστατικό ακόμα και η συμφωνία θα κλείσει».

Δεν πηγαίνει όμως μακριά, γιατί το παλάτι, που είναι και ο προορισμός του, είναι λίγο πιο κάτω. Φτάνει στην κεντρική πύλη και οι φρουροί του ανοίγουν κατευθείαν, χωρίς να τον ρωτήσουν τι θέλει, μιας και τον τελευταίο καιρό έρχεται συνέχεια στο παλάτι, κάθεται σχεδόν ένα μισάωρο και φεύγει. Μάλλον έχει κάτι σημαντικό να συζητήσει με τον βασιλιά. Με γρήγορες κινήσεις, που θα έπρεπε να είναι δύσκολες για έναν ηλικιωμένο άντρα, φτάνει στο δωμάτιό του Αλφ. Αφού του επιτρέπεται η είσοδος, μπαίνει μέσα και κάθεται μπροστά από τον βασιλιά.

«Είμαστε έτοιμοι. Το τελευταίο και πιο σημαντικό υλικό είναι δικό σας».

«Χαίρομαι που δεν άργησες πάρα πολύ, μιας και το χρειάζομαι άμεσα, γιατί με αυτούς τους Έλληνες ποτέ δεν ξέρεις πώς θα καταλήξεις» λέει ο Αλφ χαμογελώντας.

«Θα πονέσει το τελευταίο συστατικό» λέει ο Μάγος, μα όταν βλέπει πως ο Αλφ δεν ενδιαφέρεται αν θα πονέσει συνεχίζει: «Δώστε μου το χέρι σας, σας παρακαλώ».

Ακριβώς κάτω από το χέρι του βασιλιά βάζει το διαμαντένιο δοχείο, αφού πρώτα το ανοίγει. Μετά βγάζει από την τσέπη του ένα σχεδόν αρχαίο μαχαίρι, το τοποθετεί πάνω από τις φλέβες του βασιλιά και κόβει ελαφρά το δέρμα του. Το αίμα αρχίζει να κυλάει όπως το νερό σε ένα ρυάκι. Όταν έχει ότι χρειάζεται, δένει σφιχτά με έναν επίδεσμο το χέρι του Αλφ και πιάνει στα χέρια του το δοχείο. Το σφραγίζει καλά και με αργούς ρυθμούς το κουνάει, λέγοντας κάποια περίεργα λόγια.

«Είναι έτοιμο, βασιλιά μου» λέει ευχαριστημένος ο Μάγος. «Όταν θα είστε έτοιμος, πιείτε όλο το μπουκάλι και αυτό που τόσο καιρό επιθυμείτε θα γίνει δικό σας. Θα είστε αθάνατος. Δε θα μπορέσει να σας σκοτώσει ούτε η πιο θανατηφόρα μαγεία που υπάρχει στον κόσμο» συνεχίζει. Δεν τελείωσε με αυτά που έλεγε. Διστάζει να πει κάτι τελευταίο, όμως πρέπει.

«Θα μπορέσει να σας σκοτώσει μόνο το άτομο που θα αγαπάτε πολύ. Το άτομο που θα δίνατε τη ζωή σας».

«Σε ευχαριστώ. Δε θέλω κάτι άλλο από εσένα. Και όπως συμφωνήσαμε, το σπαθί των ψυχών είναι δικό σου» λέει ο Αλφ και του δίνει ένα μεγάλο ολόχρυσο σπαθί με επικάλυψη διαμαντιών.

Ο μάγος εξαφανίζεται κατευθείαν από το δωμάτιο. Πήρε αυτό που ήθελε και τώρα πια δεν τον νοιάζει για το τι γίνεται στη Γη. Με αυτό το σπαθί, μπορεί να σκοτώσει κάθε απειλή απέναντι στο παλάτι του στον ήλιο. Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει, που πάντα τον ένοιαζε.

Ο Αλφ αποφάσισε πριν πολύ καιρό να γίνει αθάνατος, αλλά τώρα που έχει μπροστά του το φίλτρο της αθανασίας, κάτι τον εμποδίζει από το να το πιει. Αποφάσισε όμως κάτι πριν καιρό και θα το τηρήσει˙ αν είναι να πεθάνει, ας πεθάνει ως κάτι που του αρέσει. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, πίνει κάθε σταγόνα από το φίλτρο που του έδωσε ο μάγος και πέφτει κάτω αναίσθητος. Οι ώρες περνούν και ο βασιλιάς δεν ξυπνάει, μέχρι που το δέρμα του αρχίζει να παίρνει πάλι το φυσιολογικό χρώμα και τα μάτια του ανοίγουν. Όταν σηκώνεται από κάτω, νιώθει διαφορετικός από πριν. Είναι αθάνατος και η ζωή του γίνεται καλύτερη από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο που ξυπνάει από τον προσωρινό του θάνατο.



Γιάννης Θεοδωρόπουλος