Είχανε συμπληρωθεί μήνες εννιά ξανά για τη Θεοφανώ, και ένας Μάρτης υποσχετικός κόντευε να μεσάσει. Ο Ρωμανός τόσον καιρό τις είχε ξεχάσει θαρρείς τις βρόμικες απολαύσεις, προς τις οποίες πήγε εκ νέου να διολισθήσει, φαίνεται όμως η φύση του ήταν κατά βάθος πιο αδύναμη απ’ ο, τι ήθελε να νομίζει κι η γυναίκα του.
Ήτανε τώρα Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος νηστείας και πνευματικού αγώνα, υποτίθεται, και ωστόσο μερικοί από τους επιτήδειους πρώην συνωμότες, που δεν το έβαζαν κάτω στην υποχθόνια λυσσώδη προσπάθειά τους να φθείρουν τον νεαρό αυτοκράτορα, του πρότειναν να τους συνοδεύσει σε κυνήγι ελαφιών στον Όλυμπο της Μυσίας. Δίστασε στην αρχή εκείνος, αναλογίστηκε την ετοιμόγεννη συμβία του, την περίοδο που διήνυε η χριστιανοσύνη και το παράδειγμα που θα όφειλε ο ίδιος ως δεσπότης της να δίνει, μα γρήγορα οι υποσχέσεις κι οι κολακείες τους, με πρωτοστάτη τον Χαλκούτζη, τον έπεισαν ν’ αποσκιρτήσει και να ξεπορτίσει. Μια κρυάδα γροίκησε στην καρδιά η αυγούστα, όταν ο άντρας της τής ομολόγησε την απόφασή του.
«Θα πας να θηρεύσεις; Τώρα που από στιγμή σε στιγμή γεννάω, κι είναι και Σαρακοστή;» τον ρώτησε απογοητευμένη μαζί και με μια ανεξήγητη τύρβη των σωθικών της. «Γιατί, Ρωμανέ μου; Τόσο πολύ σου λείπει; Κι αν… αν μου πάθεις κάτι; Σε θέλω εδώ, όταν θα γεννιέται το παιδί μας, η κόρη μας, που τόσο λαχταράς κι εσύ κι εγώ!..»
«Θεοφανώ μου, αγάπη μου, ποτέ δεν κακοπάθησα σε θήρα, ούτε λαβώθηκα, παρά μόνο εκείνη τη μοιραία φορά στον Ταΰγετο που μου ’μελλε να σε γνωρίσω και να σ’ ερωτευτώ» την καθησύχασε, φιλώντας της τρυφερά το μέσα της παλάμης της, που είχε απλώσει ικετευτικά στο μάγουλό του. «Το πολύ σε τρεις μέρες θα είμαι πίσω, γερός όπως πάντα, και θα αγκαλιάσω το τρίτο μας το σπλάχνο, που θα φέρεις στον κόσμο εσύ, η πανέμορφη γυναίκα μου, η βασίλισσά μου!»
«Τρεις μέρες; Πολλές είναι, πάρα πολλές…» μουρμούρισε παραπονεμένη, αγγίζοντας την κοιλιά της. Ωστόσο έσκυψαν τα χείλη του Ρωμανού και σφραγίσανε με θέρμη το μέτωπο και το στόμα της, και με το αποτύπωμά τους νωπό ακόμα τη βρήκαν τη Θεοφανώ οι ωδίνες, λίγες μόλις ώρες αργότερα · και τη βάλανε στην Πορφύρα, και εκεί, μες το βασιλικό «μαιευτήριο» που έσταζε χλιδή, γέννησε κορίτσι, όπως το ποθούσε, και δάκρυσε από χαρά, όταν οι βάγιες τής είπανε το φύλο του και της το δώσανε να το βαστάξει στην αγκάλη της. Είχεν ο μήνας δεκατρείς, και η μικρή πορφυρογέννητη είχε ανυψώσει τη μητέρα της όχι στον έβδομο μονάχα, αλλά στον δέκατο τρίτο ουρανό.
«Θυγατέρα μου! Ηλιογέννητή μου!» δεν έπαυε να παινεύει το μωρό της, να το σφίγγει απάνω της με αγάπη και λαχτάρα και να το γλυκοφιλά στο προσωπάκι του. «Πόσο σε ήθελα, άστρο μου αυγινό, να ’ρθεις και να γεμίσεις την αγκαλιά μου! Να ’ξερες πώς με λύτρωσες! Μέσα σου είναι η ψυχούλα της αδελφής σου, και μακάρι να γίνεις ο τι δεν πρόλαβε αυτή… Και πόσο θα χαρεί ο πατέρας σου να σε δει, κόρη μου, πόσο θα χαρεί! Πριγκίπισσά μου, Άννα μου, Αννιώ μου…»
Με το όνομα της αγίας θεοπατόρισσας είχε κιόλας συμφωνηθεί να στολιστεί η νεογέννητη βασιλοπούλα. Κι αυτό, διότι η Άννα Λεκαπηνή Γαβάλαινα, η σύζυγος του πάλαι ποτέ συναυτοκράτορα Στέφανου Λεκαπηνού, που ζούσε ακόμα εξόριστος στη Μήθυμνα της Λέσβου και έμελλε να πεθάνει ανήμερα το Μέγα Σάββατο του ίδιου χρόνου, προσέφερε για τη μικρανεψιά της δώρα περίφημα, πλούσια, με τα οποία την προίκιζε επίσης για τον μελλοντικό της γάμο, σε μια, έστω και αργά, συμβολική κίνηση καταλλαγής με τον βασιλέα εγγονό του πεθερού της, του γέροντα Ρωμανού, τον βλαστό του Κωνσταντίνου, ο οποίος Κωνσταντίνος με την ανατροπή του των Λεκαπηνών, πατρός και υιών, είχε καταστήσει ενάντιές του την Άννα και τις δύο συννυφάδες της, εκ των οποίων καμιά πλέον δε ζούσε. Δέχτηκε η Θεοφανώ τη δωροφορία της ηλικιωμένης σχεδόν τώρα αρχόντισσας, κάποτε αυγούστας, προσκαλώντας την μάλιστα και στη βάφτιση της παιδούλας, όταν αυτή θα ετελείτο. Και ανυπομονούσε να αναγγείλει το νέο αυτό το σημαντικό και στον Ρωμανό, χωρίς να ξέρει η δύστυχη το κακό που την περίμενε…
«Θα έλθω κι εγώ μαζί σου σε τούτη την εξόρμηση, βασιλιά μου» είπε στον Ρωμανό ο νεαρός πατρίκιος Θεόδωρος Βρανάς, ο παιδικός του φίλος. Απ’ όταν επανέφερε τους συνωμότες στην Κωνσταντινούπολη, ζούσε διαρκώς σε μια κρυφή ανησυχία ο συνετός Θεόδωρος για κείνον. Τον Μηνά, που δεν έλεγε να αφήσει την άσωτη ζωή, τον είχε ξεγράψει τελείως εδώ και λίγα χρόνια, απ’ όταν αγάπησε και νυμφεύτηκε την Αγνή την Ταρωνιτοπούλα, την οποία εμπιστευόταν επιπλέον πάρα πολύ. Μια φορά, μάλιστα, τόλμησε και της άνοιξε κουβέντα για την έγνοια που τον ταλάνιζε σχετικά με τον Ρωμανό.
«Πολύ τον τριγυρνάνε αυτοί οι άνθρωποι, γυναίκα, και φοβάμαι μήπως του κάνουνε κακό… Μπορεί να συμμορφώθηκε πλάι στη Θεοφανώ, όμως, αν εκείνη αποδείχτηκε τελικά έξυπνη και δυναμική, το οποίο της το παραδέχομαι, όσο και να μην την έβλεπα στην αρχή με καλό μάτι, εκείνοι από την άλλη είναι πονηροί και επίβουλοι, και πρώτος απ’ όλους αυτός ο Χαλκούτζης…»
«Λες, άντρα μου;» προβληματίστηκε η Αγνή, κουνώντας μαλακά το σκαφίδι όπου ήταν πλαγιασμένος ο πρωτότοκος γιος τους, ο Δημήτριος, τον οποίο είχαν αποκτήσει λίγο καιρό μετά τον αδόκητο θάνατο της μικρής πριγκίπισσας Ελένης. «Θα προσέχω κι εγώ, που είμαι κοντά στην αυγούστα μας, και αν παρατηρήσω καμιά ύποπτη κίνηση, θα σου το πω πάραυτα, χωρίς καμιά καθυστέρηση…»
«Να ’σαι καλά, αγαπημένη μου! Θα σου χρωστάω χάρη, αν μπορέσουμε και με τη δική σου μεσολάβηση να αποτρέψουμε τυχόν κακόβουλη ενέργεια κατά του Ρωμανού!» της χαμογέλασε σαν με ανακούφιση ο Θεόδωρος και της φίλησε τα χέρια. «Κι εγώ θα είμαι πλάι του συνέχεια, δε θα τον αφήνω από τα μάτια μου, κι ο Θεός να είναι βοηθός…»
«Να έρθεις, Θεόδωρε» του απάντησε τότε φυσιολογικά και πρόσχαρα ο Ρωμανός, δίχως να υποπτεύεται την αγωνία του. «Χαρά μου θα είναι να με συνοδεύεις εσύ, ο καλός μου φίλος! Να θυμηθούμε και τα παλιά μας, την εφηβεία μας…»
Έτσι, ξεκίνησε ο νεαρός αυτοκράτορας με τη συντροφιά του για τη θήρα, ανύποπτος για το τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Κατασκήνωσαν σ’ ένα πλάτωμα του βουνού, και αφού παρασκευάστηκαν κατάλληλα χύθηκαν με τα άλογα και τους κυνηγόσκυλους, τα δίκτυα και τα βέλη, για να τσακώσουν τα δόλια τα ελάφια απάνω στη βοσκή τους. Της πρώτης μέρας η άγρα ήτανε άκρως ικανοποιητική, και το ίδιο βράδυ έσφαξαν ένα από τα εκλεκτά θηράματα για να δειπνήσουν με το κρέας του, πατώντας τη θεσπισμένη νηστεία. Αλλά, αφού το έψησαν στη φωτιά και το τεμάχισαν, πριν το καταλύσουν, λαθραία ο Νικόλαος Χαλκούτζης, υπό άκρα ζοφώδη μυστικότητα, χώρισε ένα κομμάτι και, βγάζοντας ένα φιαλίδιο από μια τσέπη του χιτώνα του, έσταξε πάνω του δυο τρεις σταγόνες ενός περίεργου υγρού…
«Βασιλιά μου, θέλω να έχω την τιμή να προσφέρω σε εσένα την πρώτη μερίδα αυτού του γεύματος, την πιο διαλεχτή απ’ όλο το ψητό» είπε στον Ρωμανό, δίνοντάς του το κρέας μέσα σε ένα φαρδύ, ρηχό, ασημωμένο πινάκιο. Τον ευχαρίστησε το παλικάρι και βύθισε ανενδοίαστα τα δάχτυλά του για να τσιμπήσει την κνισερή σάρκα του ζώου, όπως και οι υπόλοιποι, ενώ μετά ήπιε με όρεξη και δυο γεμάτες κούπες κρασί, που είχανε κουβαλήσει μέσα σε χοντρά φλασκιά. Ο Θεόδωρος, παρά την ειρωνεία και το σκώμμα που εισέπραξε, αρνήθηκε στέρεα να αμαρτήσει και να γευτεί το κρέας, και μόνο ψωμί έβαλε στο στόμα του, επιτηρώντας συνέχεια με έννοια πολλή τον φίλο του και νουθετώντας τον με διάκριση.
«Φθάνει πια ο οίνος, Ρωμανέ. Μη διαπράττεις περίσσια αμαρτία, της μέθης εννοώ, εκτός από της κρεοφαγίας σε καιρό νηστείας…»
«Μα πού τη βλέπεις την αμαρτία, Θεόδωρε; Απλώς περνάμε καλά, δε θα μας κάψει ο Θεός…»
«Εγώ θα σε συμβούλευα να γυρίσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Πόλη και το Παλάτι… Δεν έκανες καλά που άφησες τη βασίλισσα ετοιμόγεννη και τρέχεις στις ερημιές, μαζί μ’ αυτούς τους ανθρώπους…»
«Δίκιο έχεις, είναι η αλήθεια» μουρμούρισε σκεφτικός ο Ρωμανός μετά από μια μικρή σιωπή. «Αύριο κιόλας θα τους πω να γυρίσουμε… Πρέπει να έχω τον νου μου στη συνευνή μου και στον οίκο μου!»
«Άλλη μια κούπα, δέσποτα;» του πρότεινε ωστόσο μειλίχια ο Χαλκούτζης, και δε μπόρεσε να αντισταθεί. Και δεν τον είδαν πάλι, για κακή τύχη του νεαρού αύγουστου, ούτε αυτός ούτε ο Θεόδωρος, προτού του την προσφέρει, να ψαχουλεύει ξανά τα ιμάτιά του και να χύνει μέσα της από εκείνο το μυστηριώδες φιαλίδιο…
Το άλλο πρωί, ξύπνησε ο Ρωμανός με φρικτούς πόνους στην κοιλιακή του χώρα και τα πλευρά, που όσο πήγαινε δυνάμωναν, του έφερναν δύσπνοια και τον έκαναν να στενάζει και να βογγάει, στριφογυρνώντας στη στρωμνή του.
«Νερό… Λίγο νερό, Θεόδωρε» παρήγγειλε στον εταίρο του, κρατώντας τα βλέφαρα μισόκλειστα, και ένας ψιλός ιδρώτας αγωνίας του σμυρίδωνε τον λαιμό. Τρόμαξε εκείνος, μόλις τον αντιλήφθηκε σ’ αυτό το χάλι, έπεσε στα γόνατα και έσκυψε πάνω του, θωπεύοντάς του τα μαλλιά:
«Αδελφέ μου! Βασιλιά μου, φίλε μου, τι έχεις; Τι έπαθες έτσι ξαφνικά;»
«Πονώ, φίλε… Πονώ» απάντησε μονάχα ο Ρωμανός, με κόπο, έχοντας το αριστερό του χέρι εκτεταμένο και το δεξί βαλμένο άψυχα στην πλευρά του, κοντά στο ήπαρ. Ένας βήχας τον κατέλαβε συνάμα, και κάτι σκούρο και υγρό που έμοιαζε με αίμα βγήκε από το στόμα του και πιτσύλισε τα γένια του. Δεν ήξερε τι να κάνει ο Θεόδωρος, είχε παγώσει, και τότε μπήκε στη σκηνή, τάχα τυχαία, ο Χαλκούτζης.
«Πώς ξημέρωσε ο κύριός μας, άρχοντα Θεόδωρε;» ρώτησε, με περίτεχνη φυσικότητα. «Ανησύχησα που δεν είχε σηκωθεί ακόμη και ήρθα να δω…»
«Αυθέντη Χαλκούτζη, δεν είναι καλά ο Ρωμανός!» αποκρίθηκε, με τη φωνή κομμένη ο νέος. «Πόνοι τον κατέχουν, και δεν ισχύει να αναστηθεί απ’ τη στρωμνή του… Πρέπει να γυρίσουμε επειγόντως πίσω!»
Μεμιάς αλλοίωσε την όψη του ο πανούργος πατρίκιος, για να δείχνει έκπληξη, με τρόπο που θα τον ζήλευε κι ο πιο έμπειρος ηθοποιός. «Τι λες; Αυτό είναι φοβερό!» αναφώνησε. «Θα ενημερώσω αμέσως όλους!» πρόσθεσε και χύθηκε έξω από το βήλο της τέντας που χρησίμευε για είσοδος, ενώ μέσα του λογάριαζε, τρίβοντας τα χέρια του:
«Καλά πάει το σχέδιο, καλά πάει… Σύντομα ο άχρηστος νεανίας θα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα! Και ξέρουμε ήδη πώς θα ποιήσουμε εαυτούς αμερίμνους για τον πολυπόθητο θάνατό του…»
«Ο βασιλέας είναι σοβαρά» είπανε στους υπόλοιπους της συνοδείας οι συνωμότες, δασκαλεμένοι κι από τον Χαλκούτζη, προσποιούμενοι τους ανήσυχους. «Γρήγορα, πίσω στην Πόλη!»
Βίτσισαν και σπιρούνισαν δυνατά τα άλογα οι καβαλάρηδες, να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο Παλάτι και τους γιατρούς του, κι οι δούλοι που παρέστεκαν τον νεαρό δεσπότη τους όλο το νου και τη φροντίδα τους προσηλωμένα σ' αυτόν την είχαν, μην του θερίσει τα είκοσι τέσσερα δροσάτα χρόνια τού του Χάρου το δρεπάνι, αν υπήρχε ακόμα καιρός. «Κουράγιο, βασιλιά μου… Κουράγιο, φίλε μου Ρωμανέ!» έλεγε δακρυσμένος κι ο Θεόδωρος, βαστώντας του το χέρι, κι όλο βογγούσε ο Ρωμανός, κι όλο στα φρυγμένα χείλη του έφερνε το όνομα της καλής του, σε οδυνηρό και δυσοίωνο παραλήρημα…
«Μανούλα, πότε θα γυρίσει ο πατέρας;» ρωτούσε τη Θεοφανώ ο Βασίλειος κείνο το ίδιο δείλι, κρεμώντας το σωματάκι του στην άκρη του κρεβατιού της, όπου καθόταν αγκαλιά με τη νεογέννητη αδελφούλα του. «Γιατί αργεί;»
«Όπου να ’ναι θα επιστρέψει, Βασίλη μου» τον βεβαίωσε χαμογελαστή, χαϊδεύοντάς του τα μάγουλα και το σαγονάκι. «Για ένα κυνήγι πήγε, όπως πολλές φορές στο παρελθόν…»
«Μανούλα… Φοβάμαι» της εξομολογήθηκε ο μικρός, σκαρφαλώνοντας και κουρνιάζοντας στο πλάι της, και σκίασαν τα γαλανά ματάκια του. «Δεν ξέρω… φοβάμαι…»
«Γιατί φοβάσαι, αγόρι μου; Ε;» είπε η νεαρή αυτοκράτειρα, χουφτιάζοντας μαλακά το προσωπάκι του γιου της και φιλώντας του τα μαλλάκια. «Μην ταράζεις την καρδούλα σου, αετοπούλι μου… Να δεις που ο πατερούλης σου, ο αετός μας, θα επιστρέψει στη φωλιά του αλάβωτος σαν πάντα!»
Και τον έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά της, κανακεύοντάς τον, κι ο Βασίλειος αμίλητος έδεσε κι αυτός τα μπρατσάκια του σφιχτά γύρω απ’ της μάνας το κορμί. Έτσι αγκαλιαστούς τους βρήκε ο Ιωσήφ Βρίγγας, που πρόβαλε στη θύρα λίγο αργότερα, ξερόβηξε, και άμα τον είδε και τον άκουσε η Θεοφανώ χαλάρωσε το αγκάλιασμά της, ξενερωμένη, παίρνοντας θέση άμυνας.
«Αυγούστα…» κίνησε να πει ο ευνούχος. «Συγγνώμη που χαλώ την ιδιαίτερη μητρική στιγμή σου, αλλά σου φέρνω μαντάτα που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσεις…»
«Σαν τι μαντάτα είναι τόσο σπουδαία, Βρίγγα, που δε μου επιτρέπουν να χαρώ το παιδί μου;» αναρωτήθηκε, βαστώντας το χεράκι του Βασίλειου, που τηρούσε με απορία και φόβο τον παρακοιμώμενο.
«Ο σύζυγός σου, αυγούστα, ο βασιλέας Ρωμανός, επέστρεψε μόλις από τη θήρα… Ύπτιος, όμως, με πόνους αφόρητους, να τον τυραννούν, παντελώς ασθενής, και πολύ φοβάμαι… ότι πια ψυχορραγεί!»
Χλόμιασε η Θεοφανώ στην είδηση, έγινε πιο άσπρη κι απ’ το χιόνι. «Τι; Τι λες, Βρίγγα; Τι ξεστόμισες μόλις τώρα;» ψέλλισε, ανοίγοντας διάπλατα τα μαύρα της τα μάτια, που κάνανε τώρα αντίθεση τρομακτική με το χρώμα του προσώπου της, και ο Βασίλειος δίπλα της πήρε να τρέμει σαν το φύλλο και να λουχτουκίζει σιγά σαν κουταβάκι. «Ο άντρας μου… ο άντρας μου ήταν καλά… ήταν υγιέστατος, όταν έφυγε από δω…»
«Δεν ξέρω, δέσποινα, ειλικρινά δε γνωρίζω καθόλου τι συνέβη στο μεταξύ… Ίσα – ίσα τον προλαβαίνεις!»
«Πού τον έχετε; Πήγαινέ με σ’ αυτόν, Βρίγγα! Πήγαινέ με στον άντρα μου!» έκραξε δραματικά η κοπέλα και πετάχτηκε όρθια. Ο Βασίλης έκλαιγε τώρα κανονικά, και σπάραζε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Μανούλα!»
«Σώπα, αγόρι μου… Σώπα, παιδί μου!» προσπάθησε να τον καθησυχάσει, με την καρδιά της να χτυπά σαν κύμβαλο από την ταραχή της, κι αφού τον παρέδωσε όπως – όπως στα χέρια της Κασσιανής, που φάνηκε σύνωρα σαν από μηχανής θεός, γροικώντας το κλάμα του, ακολούθησε τον Βρίγγα με κομμένη την ανάσα, τρέχοντας μες τους διαδρόμους και προπορευόμενη σχεδόν εκείνου, στην κάμαρα που την οδήγησε και της υπέδειξε ότι είχαν φέρει τον Ρωμανό. Μπήκε μέσα, κοντανασαίνοντας και κρατώντας τις χούφτες της πλεγμένες κοντά στα στήθη, οι άνδρες που στέκονταν σκυφτοί και σκυθρωποί, ο βασιλικός αρχίατρος ο Νικόδημος, δούλοι κι αξιωματούχοι, την προσκύνησαν, και τον αντίκρισε ξαπλωμένο στη μέση στο κλινάρι, σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Φορούσε ακόμα τα ρούχα του κυνηγιού, τα μάτια του ήταν σφαλιστά και η πνοή του δύσκολη. Τρεκλίζοντας σχεδόν, τον πλησίασε, γονάτισε δίπλα ακριβώς στην κλίνη και πήρε το δεξί του χέρι στα ξυλιασμένα από την αγωνία δικά της.
«Ρωμανέ... Καλέ μου…» του μίλησε, με φωνή σιγανή και κλαυθμηρή που τρέμιζε. Την άκουσε εκείνος, και στρέφοντας το κεφάλι του άνοιξε τους οφθαλμούς του και μια μικρή αναλαμπή φώτισε το πελιδνό του πρόσωπο, το κέρινο.
«Θεοφανώ μου... Ήρθες επιτέλους...» άρθρωσε αδύναμα, και της έσφιξε λίγο τα κρινένια δάχτυλα. «Ήθελα τόσο να σε δω, ποθητή μου…»
«Τι σου κάνανε, αγάπη μου; Ποιός σε κατήντησε έτσι;» τον ρώτησε ψιθυριστά, ενώ πάλευε να διακρίνει μια αχτίδα ζωής στο βλέμμα του το μισοσβησμένο, κάτι που να της υποσχόταν ότι δε θα την εγκατέλειπε - όχι τώρα, όχι τώρα που μόλις είχε γεννήσει την κόρη τους, της αδικοχαμένης Ελένης τους το ζωντανό αναπλήρωμα, κι ούτε την είχε δει ακόμα ο πατέρας της...
«Θεοφανώ...» πρόφερε ξανά ο Ρωμανός βραχνά, κοιτώντας την στα μάτια, ενώ με το ζερβό του χέρι θώπευε τρυφερά το απαλό της μάγουλο, το οποίο χέρι με κόπο πολύ είχε σηκώσει, μόνο και μόνο για να κάνει αυτή την κίνηση.
«Τι; Τι είναι;» ψιθύρισε εκείνη βουρκωμένη.
«Να ξέρεις... σ’ αγάπησα πολύ... και πάντοτε θα σ’ αγαπώ...»
Αυτή η εξομολόγηση στη γυναίκα του ήτανε κι ο στερνός του λόγος του νεαρού αυτοκράτορα. Κι ύστερα, βασίλεψαν κάτω από τα βλέφαρα τα θαλασσιά του μάτια, έγειρε στο πλάι παραδομένο το ξανθό κεφάλι του και την ωραία όψη του πήρε να χρωματίζει φρικτά η χλομάδα του θανάτου...
«Ρωμανέ; Ρωμανέ!» τον ταρακούνησε η Θεοφανώ, πετρωμένη, αρνούμενη να δεχτεί το αναπόφευκτο που ερχόταν, που μόλις είχε επέλθει. Μα σαν έσκυψε πάνω του κι αφουγκράστηκε, κι είδε πως η καρδιά δε φτερουγούσε πλέον στα στήθια του, λυγμός βαθύς γεννήθηκε στα σπλάχνα της, συσπάστηκε ολόκληρη και με δυο σπαρακτικές κραυγές ρίχτηκε στο άψυχο πια, ζεστό ακόμη σώμα του αντρός της και το αγκάλιασε σφιχτά, απεγνωσμένα, σκληρίζοντας γοερά:
«ΌΧΙ! ΌΟΧΙΙ!»
Ο αρχίατρος Νικόδημος έκανε συντετριμμένος τον σταυρό του, «αιωνία αυτού η μνήμη» μουρμουρίζοντας, κι οι άλλοι εκτός από τους φταίχτες έκλιναν με θλίψη τον αυχένα, θεωρώντας της βασίλισσας τον θρήνο. Ακόμα κι αυτός ο σκληροτράχηλος ο Βρίγγας, που αντιπαθούσε αμετανόητα τη Θεοφανώ, με το που είδε τον κύριό του να εκπνέει και την ίδια να ξεσπάει, κλονισμό ένιωσε μέσα του, για τελείως άλλους λόγους βέβαια. Τον χρησμό εκείνον για τον νικητή της Κρήτης τον πίστευε ακόμα, ο Νικηφόρος, τον οποίο τόσο πολύ εχθρευόταν, μπορεί να ήταν σύντομα απειλή για κείνον…
Ωστόσο, εμπρός του, η νεαρή Λάκαινα αυγούστα έκλαιγε αδιάκοπα, έχοντας λησμονήσει τον κόσμο όλο γύρω της και παραδοθεί στη μαυρίλα της θανής του αγαπημένου της άντρα, που την τύλιξε ολόκληρη σαν κύμα πελώριο και την κουκούλωσε, και την έριξε στην άβυσσο. Ήτανε 15 Μαρτίου 963, Μάρτιαι ειδοί, λίγο πριν την εαρινή ισημερία και το μπάσιμο το χαροποιό της άνοιξης, μα την ψυχή της Θεοφανούς, που απέμενε τώρα χήρα νια είκοσι δύο χρόνων, την είχε κυριεύσει σαρωτική η βαρυχειμωνιά…
«Φύγετε, φύγετε όλοι από δω! Αφήστε με μονάχη, να κλάψω τον σύζυγό μου, να τον θρηνήσω όπως θέλω!» διέταξε, με το που βρήκε λίγο τη μιλιά της, χωρίς να στρέφει αλλού το βλέμμα της. Υπάκουσαν οι άρχοντες, οπισθοχώρησαν, και ο Χαλκούτζης, μόλις βγήκε από την κάμαρη όπου είχε ξεψυχήσει ο Ρωμανός, ξεμακραίνοντας προσέγγισε τον πατρίκιο Πασχάλιο, που δεν είχε συμμετάσχει στη μοιραία φονική εξόρμηση, αλλά ήταν φυσικά ενήμερος και συνεργός στο έγκλημα, καθότι επίσης πρώην συνωμότης.
«Είναι νεκρός» του ανήγγειλε συνωμοτικά, και ο άλλος πήρε μια χαιρέκακη έκφραση.
«Ώστε έδρασε τόσο γρήγορα το δηλητήριο; Εύγε μας, φίλε Νικόλαε! Αλλά… πώς θα εξασφαλίσουμε ότι δεν πρόκειται να μας υποπτευθεί κανείς;»
«Προνόησα και για αυτό, φίλτατε Πασχάλιε… Σε ποιον έπεσαν οι υποψίες του λαού για τον θάνατο του βασιλέα Κωνσταντίνου; Στη νύφη του, βέβαια, σ’ αυτή την καπηλίδα, που επιθυμούσε διακαώς να γίνει αυτοκράτειρα και να μας έχει του χεριού της, το ανόητο γύναιο! Είναι το λοιπόν πανεύκολο να αφήσουμε κι εμείς να διασπαρεί παρόμοια φήμη, τώρα που ο ανίκανος εγγονός του γέροντα Ρωμανού ενέπαιξε τη βασιλεία και ψόφησε χάρη σ’ εμάς, ότι αυτή τον έφαγε, γιατί είναι το ίδιο εχθρός μας όπως κι ο μακαρίτης…»
Εν τω μεταξύ, στη νεκροκάμαρη του άντρα της, η Θεοφανώ, ανύποπτη για το ποιοί και με ποιόν απαίσιο τρόπο της τον στέρησαν τόσο άδικα και πρόωρα, βίωνε το δράμα της. Χάιδευε του Ρωμανού τα ξανθά μαλλιά, φιλούσε τα πανιασμένα χείλη του, τα κλειστά του μάτια, ακούμπαγε στο στέρνο του, ξανά και ξανά, σαν ιεροτελεστία, και τρέχανε ποτάμια από τις βρύσες των οφθαλμών της τα δάκρυα, μαύρα και πικρά, πάνω στο δέρμα του που έπαιρνε να κρυώνει.
«Ρωμανέ μου… Ήλιε μου και φως μου…» πήρε κατόπι να μονολογεί και να μοιρολογεί, φέρνοντας τον νεκρωμένο του δεξιό βραχίονα να περιβάλει την πλάτη της. «Γιατί, καλέ μου, γιατί τόσο νωρίς μου έφυγες; Λέγαμε πως θα ζήσουμε μαζί έτη πολλά, πως θα γερνούσαμε και θα πεθαίναμε αντάμα… Πού έδυσε τώρα το κάλλος σου, παλικάρι μου, πώς μαράθηκε της ηλικίας σου το άνθος, πού πας και μ’ αφήνεις, μόνη κι έρημη στον κόσμο, χηρεμένη, και τα παιδάκια σου ορφανά; Γιατί, Θεέ, γιατί, γιατί με πότισες τέτοιο φαρμάκι; Ξύπνα, Ρωμανέ μου, αητέ γραμμένε μου, παρηγόρησέ με, φίλα με και πες μου πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, όπως εκείνη τη φορά που σ’ είδα στον ύπνο μου να φορείς ρούχα αιμάτινα, σήκω να δεις και τον Βασίλη μας, τον Κωνσταντίνο και την Άννα μες το λίκνο της, την κόρη μας, που δεν την κοίταξαν ούτε στιγμή τα ομμάτια σου, μήτε την ένιωσε η αγκαλιά σου… Σήκω να βγεις και στα κυνήγια σου στα όρη, κι εγώ ποτέ πια δε θα σου γογγύσω, να βάλεις στην κορφή το διαμαντένιο στέμμα σου, να κάτσεις πάνω στο θρονί να σ’ ευφημούνε όλοι… Άντρα μου όμορφε και ζηλευτέ, καλέ μου, ποθεινέ μου! Αλίμονο, αλίμονο σ’ εμέ την τάλαινα, αλίμονο, που δίχως σου πια δεν είμαι τίποτα, δεν είμαι η Θεοφανώ, δεν είμαι η αυτοκράτειρα, παρά ένα φτερό στον άνεμο και φύλλο στον αέρα!»
Έλεγε, έλεγε, και με τα λόγια τα θρηνητικά, που γρανιτένιο βράχο θα ραγίζανε, δυνάμωνε ο πόνος της, μέχρι που έγειρε αποκαμωμένη το κεφάλι της στον λαιμό του και σφάλισαν μόνα τους τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της. Και εκεί, σαν σε όνειρο, της ήρθανε στο νου και μέτρησε και είδε όλες τις στιγμές μαζί του, απ’ όταν πρωτοσυναντήθηκαν απρόσμενα μες τη σπηλιά του Ταϋγέτου με βροχή κι έπειτα στο καπηλειό του πατέρα της, ένα μερόνυχτο αυγουστιάτικο, όταν μετά η γαλέρα της χαράς την πήρε και την έφερε από τη Σπάρτη στη Βασιλεύουσα και τον αρραβωνιάστηκε τον ωραίο έφηβο ακόμη τότε και πρίγκιπα Ρωμανό, έφηβη ούσα κι αυτή, η Αναστασώ και έπειτα Θεοφανώ, και πήγε νύφη λαμπρή στη Μεγάλη Εκκλησιά και τον στεφανώθηκε με δόξα και τιμή, τα πρώτα τους σμιξίματα τα γεμάτα έρωτα και πόθο, τις γέννες των παιδιών της, την άνοδό τους στον θρόνο, του γάμου τους τις φουρτούνες που την κλυδώνισαν, και μέχρι και την ώρα ταύτη που του στάθηκε στο χαροπάλεμά του και τον νεκροφίλησε στα αλήθεια, που δεν τ’ όλπιζε ποτέ τέτοιο δεινό να της συμβεί…
«Θεόδωρε… Τι έχεις; Δεν είσαι καλά;» απόρησε το ίδιο βράδυ η Αγνή, θωρώντας τον σύζυγό της να μπαίνει στο σπίτι τους σκυφτός, παραπατώντας, κι ήρθε κοντά του και τον έπιασε απ’ τον ώμο.
«Αχ, κυρά μου! Αλίμονό μου, αλίμονο σ’ εμέ τον άθλιο, που είχα πάρει όρκο να προστατεύω τον βασιλιά μας!» στέναξε ο νεαρός άρχοντας Βρανάς, κρατώντας το χέρι της.
«Μίλα, άντρα μου, μη με παιδεύεις… Έπαθε κάτι ο βασιλιάς μας;»
«Απέθανε, Αγνή!» ξεστόμισε τελικά ο Θεόδωρος, πιάνοντάς την απ’ τους αγκώνες, και έσπασε η φωνή του μες τα δάκρυα. Η Αγνή σάστισε, απολιθώθηκε.
«Τι; Δε μιλείς σοβαρά! Ο βασιλέας Ρωμανός, νεκρός; Πώς… πότε;»
«Απόψε… Τον φέραμε από τη θήρα σε κακό χάλι, και με το ηλιοβασίλεμα ξεψύχησε… Ήμουν εκεί, τον είδα, και είδα και την αυγούστα μας να ξεσπά σε θρήνο…»
«Κύριε των δυνάμεων! Ήταν τόσο… τόσο νέος…» σταυροκοπήθηκε η κόρη της Ευφροσύνης. «Την καημένη τη βασίλισσά μας… την άμοιρη τη Θεοφανώ…»
«Για αυτό, γυναίκα, ας δοξολογούμε τον Θεό κάθε ώρα και στιγμή που έχουμε ο ένας τον άλλο! Ποτέ δεν ξέρεις τις βουλές του Θεού… Και για τον φίλο μου τον αυτοκράτορα και την αυγούστα μας ήτανε πικρότατες! Αχ και να ’ξερα τον υπαίτιο, με τα ίδια μου τα χέρια θα τον αφάνιζα! Γιατί από αιτία φυσική αποκλείεται να πέθανε ο Ρωμανός, ήταν νεότατος και ακμαίος, εκτός αν το ανόσιο κυνήγι του διέρρηξε όργανο εσωτερικό του κι ήταν αυτό τιμωρία απ’ τον Θεό… Μα και πάλι, όχι, όχι, δεν το χωράει ο νους μου, κι αρνούμαι να πιστέψω τέτοια εικασία!»
«Κουράγιο, Θεόδωρε… Κουράγιο! Οφείλουμε κι οι δυο μας τώρα να συμπαρασταθούμε στη χήρα δέσποινά μας, εγώ με τον τρόπο μου, αφού βρίσκομαι κοντά της, κι εσύ με τον δικό σου, όπως μπορέσεις…»
«Καλή μου Αγνή, τι όμορφη ψυχή που έχεις! Για αυτό σ’ αγάπησα, πέρα απ’ την ομορφιά σου τη σωματική, και θα σ’ αγαπάω πάντοτε!
Αγκαλιάστηκε το νεαρό ζευγάρι, και άφησε ελεύθερα τα δάκρυά του. Την άλλη μέρα, αφού έλουσαν και άλειψαν σμύρνα και αρώματα και σαβάνωσαν το σώμα του Ρωμανού, το φέρανε στο κουβούκλι του θρήνου, στο τετράβηλον, κι εκεί ήρθε κι η Θεοφανώ με τους δυο γιους της, άυπνη, ταλαιπωρημένη, σαν να ’χε χάσει μες σε μια βραδιά όλη τη δροσιά της νιότης της, και η Κασσιανή της κρατούσε την Άννα, σκουπίζοντας με ένα μαντήλι τις άκρες των ματιών της. Έπτυξαν τα βασιλόπουλα, ο τρίχρονος Κωνσταντίνος και ο πεντάχρονος Βασίλειος, οι νήπιοι συμβασιλείς, ζάρωσαν τρομαγμένα, βλέποντας νεκρό τον πατέρα τους, μαζεύτηκαν στο πλευρό της μάνας κλαίγοντας. Κι εκείνη, μαυροφόρα, λύνοντας τα εβένινα μαλλιά της τα μακριά, γονάτισε στο έδαφος και πήρε να ολοφύρεται, με όλη τη δύναμη της ψυχής της, γδέρνοντας με τα νύχια τις παρειές της και μαδώντας τις τρίχες της, σφίγγοντάς τα στην αγκάλη της, και αφού για έξι ώρες μπούκωσε η ύπαρξή της κλάμα, και πήξανε τα σωθικά της και στέρεψαν από τα μάτια της τα δάκρυα, τότε πια σηκώθηκε καταρρακωμένη και σύρθηκε ως το κουβούκλι της, ξάπλωσε για δεύτερη νύχτα μόνη της στο συζυγικό κρεβάτι και αποκοιμήθηκε έναν ύπνο άσχημο και φαρμακεμένο…
«Κυρά μου… Κυρά μου, ξύπνα» άκουσε τη φωνή της Ευφροσύνης, όταν μετά από ώρες μισάνοιξε τα μάτια της και συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η καινούρια ημέρα. «Πρέπει… να πάμε στο ξόδι του άντρα σου…»
Λύγισε η αρχόντισσα πατρικία ζωστή, που είχε αναθρέψει τον Ρωμανό μαζί με τη μητέρα του, ένας πνιχτός λυγμός της ξέφυγε απ’ τα σπλάχνα, κι έφερε στο πρόσωπό της το μελανό πέπλο που είχε βάλει αφόντας το παλικάρι πέθανε. Η υπενθύμιση της θλιβερής υποχρέωσης καρφώθηκε μαχαίρι στην καρδιά της Θεοφανώς, και αναδεύτηκε στην κλίνη στενάζοντας βαριά.
«Κιόλας;..» μονολόγησε, σαν να ’θελε ν’ αποφύγει την πραγματικότητα. «Πρέπει κιόλας να θάψω τον ποθητό μου, να τον δω να μπαίνει στο κιβούρι; Ω, δε μπορώ, Ευφροσύνη, δε μπορώ, γλυκιά μου μάνα… Συμπάθα με, δε μπορώ, δεν ημπορώ! Ρωμανέ μου, αγάπη μου, αγάπη μου…»
Και λέγοντας αυτά, κάλυψε με τις χούφτες της το πρόσωπο, και την κατέλαβαν πάλι αναφιλητά, εκεί που χθες μόλις νόμιζε πως δεν είχε πια άλλα δάκρυα να χύσει. Την αγκάλιασε με σπλάχνος η Ευφροσύνη, την έσφιξε στον κόρφο της απάνω, σαν να ’τανε μικρούλι κοριτσάκι, της χάιδευε τα μαλλιά τα ξέπλεκα και ατημέλητα, της παράγγελνε γλυκά και πονεμένα να μερώσει και της ασπαζόταν ολούθε με θέρμη και στοργή μητρική το πρόσωπό της το όμορφο, που είχε αλλοιωθεί ξανά από το κλάμα. Και μόλις η θύελλα της οιμωγής της κόπασε, την πίεσε να φάει μια μπουκιά χυλό, να στυλωθεί, τη βοήθησε να ντυθεί τα πένθιμα ενδύματα, της σκέπασε και το κεφάλι ανάλογα, και βλέποντάς την έτσι ομπρός της ανατρίχιασε.
«Κι η κοπελιά είναι μικρή και δεν της παν’ τα μαύρα» ψιθύρισε, στη γλώσσα της εποχής της, συμπονώντας ως τα τρίσβαθα της μεγάλης της καρδιάς την τρισέμορφη θυγατέρα της Σπάρτης, με το αίμα το ελληνικό, που είχε παντρευτεί τον πάγκαλο και χαριτωμένο γιο του τόσο προσφιλούς της αφέντη βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος πήγαινε τώρα τόσο πρόωρα ο άμοιρος να συναντήσει τον πατέρα του και τη μάνα του, και συμπάσχοντας μαζί της, που δε θα ξανάβλεπε ούτε αυτή πια τα ήρεμα γαλάζια μάτια του κηδεμονευομένου της και την ξανθή αγγελική θωριά του την ταιριασμένη με τον χαρακτήρα τον ήπιο και ζεστό, την ευφρόσυνη και θαυμαστή για όλους όσους τον συναναστρέφονταν…
Οι βεστοσακράνοι, οι υπάλληλοι της βασιλικής ιματιοθήκης, είχανε ντύσει το σώμα του Ρωμανού με σηρικό διβητήσι, στιχάριο και χλαμύδα, όλα κοσμημένα με χρυσές λωρίδες, στο κεφάλι τού είχαν βάλει το χρυσό του στέμμα, το λιθοστόλιστο, και στα πόδια του τού είχανε φορέσει πορφυρά καμπάγια, κι αυτά κατάστικτα μαργαριτάρια και πετράδια. Τον είχαν αποθέσει στο φέρετρο, το καμωμένο κι αυτό από μάλαμα ατόφιο, και όλη την περασμένη νύχτα το είχανε στήσει ψηλά σε ικρίωμα στον τρίκλινο των δεκαεννιά ακκουβίτων. Εκεί προσήλθε τώρα κι η Θεοφανώ, υποβασταζόμενη από την Ευφροσύνη, μαζί με τα αγοράκια της και την κορούλα της στα χέρια της Κασσιανής, και δέχτηκε τα συλλυπητήρια των ανώτατων αρχόντων. Ακόμα και νεκρός, έλαμπε κι ήταν ωραίος σαν νυμφίος εξερχόμενος της παστάδας ο άτυχος νεαρός αυτοκράτορας, και μόλις οι πρωτοσπαθάριοι, μετά τη νεκρώσιμη ευχή που ανέγνωσαν ενί στόματι ο πατριάρχης Πολύευκτος και οι κληρικοί της Πόλης, σήκωσαν την «κλίνη της λύπης» με το εκ τρίτου πρόσταγμα του επί της καταστάσεως: «Ἒξελθε, βασιλεῦ, καλεῖ σε ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων», και τον είδε η γυναίκα του έτσι στολισμένο και απαστράπτοντα, δε μπόρεσε να συγκρατήσει ολότελα τον σπαραγμό της καρδιάς της. Έκυψε στον ώμο της Ευφροσύνης, και ανέβλυσαν ξανά κρήνες δακρύων οι οφθαλμοί της.
«Δες τον, δες τον, μάνα μου» παραληρούσε ωσάν απομωραμένη, νεύοντας προς το φέρετρο. «Σαν να κοιμάται είναι, ναι, σαν να κοιμάται ο άμοιρος, ο άνδρας μου, ο καλός μου, που ωραιότερός του δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει στην οικουμένη ολόκληρη! Αχ, η βαριόμοιρη εγώ, η δύστυχη…»
Και με το μοιρολόι το ατέλειωτο της Αυγούστας και κυρίας της, στέναζε θαρρείς ολάκερη η Κωνσταντινούπολη, το Ιερό Παλάτιο και τα λουτρά και ο Ιππόδρομος, ταραζόταν ο Κεράτιος κι ο Βόσπορος και κακοφουρτούνιαζαν, πενθώντας έτσι κι αυτά τα στοιχειά της φύσης την εκδημία του πανώριου άρχοντα της Ρωμανίας, του προικισμένου με όλες τις χάρες και χαρές. Μες τη Χαλκή την Πύλη έσκυψε και του ’δωσε πρώτη του Ρωμανού η Θεοφανώ τον τελευταίο ασπασμό, στα χείλη, στα βλέφαρα και στο μέτωπο, χωρίς για το πρώτο να ντραπεί τον κόσμο, και κατόπι ακολούθησε τη νεκρική πομπή, προπορευόμενη του φερέτρου του, με την Ευφροσύνη πάντοτε να τη βαστάζει, κρατώντας η ίδια από το ένα χέρι τον Βασίλειο και το άλλο τον Κωνσταντίνο, που τρέκλιζαν με τα ποδαράκια τους να περπατάνε στο ρυθμό των μεγάλων, πίσω ακριβώς απ’ τον πατριάρχη και τους παπάδες οι οποίοι έψαλλαν κηροφορούντες, και μετά το κιβούρι του αντρός της έπονταν πεζοί οι επίσημοι άρχοντες, κι αυτοί με κεριά στα χέρια και ψάλλοντες. Ο λαός παρακολουθούσε την εκφορά με αισθήματα ανάμεικτα · πολλοί δε θα συμπαθούσαν τον Ρωμανό όσο ζούσε, για την ατάσθαλη ζωή που φημολογείτο παντού ότι είχε, αλλά και πολλοί θα του έτρεφαν εκτίμηση μεγάλη και σεβασμό, για το κατόρθωμα που πέτυχε μέσω του Νικηφόρου Φωκά, να φέρει την Κρήτη στους κόλπους της αυτοκρατορίας. Μόνο η Θεοφανώ όμως γνώριζε κι αναγνώριζε την αληθινή ποιότητα του νεκρού συζύγου της, και πόσο άξιζε για κείνη, και στερημένη τώρα παντοτινά από την παρουσία του βάδιζε με το κεφάλι της σκυφτό, καλυμμένο με το μελανό το πέπλο, χωρίς να καταδεχτεί να δείξει σε κανέναν έξω απ’ τον εαυτό της και τους οικείους της την τεράστια και ειλικρινή της θλίψη που την τσάκιζε…
Η πομπή, διαβαίνοντας τη Μέση Οδό, έφθασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, το κύριο μαυσωλείο των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Τελέστηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, και ύστερα ένευσε πάλι ο πραιπόζιτος στον επί της καταστάσεως, εκείνος είπε τούτη τη φορά «Εἴσελθε, βασιλεῦ, καλεῖ σε ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» και «Ἀπόθου τὸ στέμμα ἐκ της κεφαλῆς σου», κι οι αρμόδιοι αφαίρεσαν του Ρωμανού την κορώνα και βάλανε στη θέση του γύρω απ’ τους κροτάφους του ταινία πορφυρή απλή για διάδημα, χωρίς πλουμίδια. Και αφού γίνηκε κι αυτό, πήραν τη σορό του και την κατέβασαν μες τη λάρνακα, δίπλα σ’ εκείνη του πατέρα του, που από μάρμαρο ροδοποίκιλο την είχε παραγγείλει όταν ανέλαβε τα σκήπτρα ο θαλερός γόνος των Μακεδόνων, δίχως να ξέρει ότι επρόκειτο τόσο γρήγορα να κοιμηθεί αιώνια μέσα της...
«Ρωμανέ μου… Αυτό είναι λοιπόν το τέλος! Τώρα χωριζόμαστε για πάντα, δε θα το ατενίσω ποτέ ξανά το πρόσωπό σου το ερατεινό, το αγαπημένο μου…» ψέλλισε η Θεοφανώ, κι ευθύς σκοτείνιασε το φως της, λιγοθυμιά της ήρθε και λυγίσανε τα πόδια της, που τόσην ώρα την είχανε βαστάξει με πείσμα όρθια, και κατέρρευσε σχεδόν στην αγκαλιά της Ευφροσύνης, σαν κυπαρίσσι που νικιέται χτυπημένο απ’ την πιο ισχυρή βροντή, έχοντας αντέξει επίμονα σε ασταμάτητη, λυσσομανούσα καταιγίδα…
Έπεσε στο κρεβάτι η νεαρή χήρα αυτοκράτειρα μετά την ταφή του άντρα της, σε κατάθλιψη πολύ χειρότερη απ’ όταν είχε χάσει την Ελένη της, μήτε να φάει ήθελε μήτε και να πιει, μόνο ψωμί και νερό δεχότανε, κι αυτό με το παρακαλετό της Ευφροσύνης και των θυγατέρων της. Κι ολημερίς κι ολονυχτίς εστέναζε, και έκλαιγε, και γάλα πλιο δεν εκατέβαζαν τα στήθη της για να ταΐσει το κορίτσι της.
«Κόρη μου, σήκω απάνω, βρες ξανά τον εαυτό σου» την ικέτευε και την παραινούσε η έμπιστή της. «Σκέψου τα αγόρια σου, μα πιο πολύ την Άννα σου, που αν συνεχίσεις έτσι, κινδυνεύει να σου πεθάνει! Γάλα ξένο δεν το παίρνει στο στοματάκι της, το φτύνει, την έδωσα και της Αγνής που θηλάζει ακόμα τον Δημήτριο, μα τίποτα! Φοβάμαι, κυρά μου, φοβάμαι για σένα και για κείνη…»
«Η Άννα μου; Η Άννα μου δεν τρώει;» έκανε η Θεοφανώ. «Γιατί δε μου το ’πες νωρίτερα, Ευφροσύνη; Φερ’ τη μου εδώ!»
«Πώς να σ’ τη φέρω, κυρά μου, σ’ αυτό το χάλι που είσαι;»
«Φερ’ τη μου!» πρόσταξε και ανακάθισε στους γοφούς της. «Θα τα καταφέρω! Δε θέλω να πάθει τίποτα το κοριτσάκι μου!»
«Καλά, καλά… Σ’ τη φέρνω, κυρά μου!» υποχώρησε η Ευφροσύνη, και γέμισε χαρά και δόξασε τον Θεό πως θαύμα την αξίωσε να δει, όταν απίθωσε στις αγκάλες της Θεοφανώς τη μικρή, και εκείνη γύμνωσε τους μαστούς της και μόλις το στοματάκι το βρεφικό πιπίλισε τη θηλή της, άρχισε να ρουφά ήρεμα το γάλα.
«Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Τούτο το παιδί την ανέστησε!» ψιθύρισε συγκινημένη, κάνοντας τον σταυρό της, ενώ η Θεοφανώ μιλούσε με στοργή στο λεχούδι της:
«Άννα μου, πριγκιπέσα μου… Για σε θα ζήσω, για σένα και τα αδέλφια σου, και για τη μνήμη του πατέρα σας και το κράτος που πρέπει να κυβερνήσω! Είμαι μάνα, είμαι η αυτοκράτειρα, και για αυτά όλα πρέπει να κρατηθώ ζωντανή…»
Πεζός έφτασε ο μαντατοφόρος στη γυναικεία μονή των Πριγκιποννήσων, όπου ζούσαν εδώ και τρία περίπου χρόνια ανάμεσα στις άλλες μοναχές και οι τέσσερις αδελφές του Ρωμανού, εκτός από τη Ζωή. Είχαν προσπαθήσει να αποδράσουν απ’ το μέγαρο του Αντιόχου, τη χρυσή τους φυλακή, να γυρίσουνε αιφνιδιαστικά στο σπίτι τους και να αναγκάσουνε και να εκβιάσουνε με κάθε μέσο τον αδελφό τους και τη νύφη τους να τις κρατήσουν εκεί, δίπλα τους. Έτσι το σχεδίαζε η Θεοδώρα, η πιο δυναμική απ’ όλες: μια νύχτα με λειψό φεγγάρι, τόσο όσο να τους φέγγει τον δρόμο, θα νάρκωνε τους φρουρούς που είχε βάλει η Θεοφανώ να τις επιτηρούν, ώστε να τους κάνει να παραδοθούν πιότερο βαριοί στον Μορφέα, και αφού μπαμπουλώνονταν απ’ την κορφή ως τα νύχια μαζί με τις μικρότερες θα έπαιρναν τα κλειδιά των θυρών και θα το έσκαγαν νυχοπατώντας. Έσπασε όμως ο διάβολος το ποδάρι του, το υπνωτικό ίσως να μην έπιασε αρκετά, και οι φύλακες τις πήρανε χαμπάρι την ώρα που πήγαιναν να βγουν. Εγερθήκανε μεμιάς, φωνάζοντας, χίμηξαν απάνω τους και τις αδράξανε, τις βάλανε κάτω και τους έδεσαν τα χέρια, ενώ εκείνες έσκουζαν και κλαίγανε και καταριόντουσαν. Κι άμα της μετέφεραν το νέο της Θεοφανούς, εκείνη όλο θυμό διέταξε να τις ξορίσουν τούτη τη φορά σε μοναστήρι κανονικό, αλάργα από το Παλάτι, και να τις κλειδαμπαρώσει η ηγουμένη σε κελιά χωριστά, να μη βλέπουν και να μην ακούν η μια την άλλη. Ακόμα κι έτσι, όμως, κατάφερναν οι πριγκίπισσες τελικά να επικοινωνήσουν, έδιναν κουράγιο αναμεταξύ τους και περίμεναν με ελπίδα αχνή μήπως ο Ρωμανός τις λυπηθεί και διατάξει την ανάκλησή τους…
Τη μακάβρια επιστολή, την τυλιγμένη στον κοντό, παρέλαβε πρώτη η Αγάθη, που κόντευε πια στα δεκαεννιά της χρόνια και κάτω από το ράσο έθαλλε ακέρια η καλλονή της. Ξετύλιξε την περγαμηνή, και μόλις ανέγνωσε το περιεχόμενό της, κρυώσανε τα λευκά της χέρια, θολώσανε τα μάτια της τα σμαραγδιά, τα χείλη της τα ροδαλά συσπάστηκαν, κι όλο το κορμί της το απαλό που το στόλιζε κάποτε το μετάξι συνταράχθηκε, και τα μέσα της σαν νερά θαλάσσια φουρτούνιασαν, αγρίεψαν, μέχρι που ξεχείλισε από το φρέαρ του στόματός της η θλιβερή τους τρικυμία:
«Αδελφέ μου! Ω, αδελφέ μου! Δε μπορεί, δε γίνεται… Ήσουνα τόσο νέος, κι εμείς οι άθλιες πιστεύαμε… Τώρα ποιος, ποιος στο εξής ποτέ θα μας ελευθερώσει; Δέσμιες θα μείνουμε ως να πεθάνουμε, δέσμιες μες σ’ αυτό το μαύρο κι άραχλο μοναστήρι, εμείς που εντρυφούσαμε στα αγαθά του Παλατιού, και πάνω απ’ όλα εγώ, η μικρότερη απ’ όλες και κάποτε χαϊδεμένη σου!»
Οι οδυρμοί της ξεσήκωσαν τις άλλες μοναχές, την περικύκλωσαν. Κάποια σήκωσε τον πάπυρο που είχε αφήσει να της πέσει από τα χέρια, διάβασε, κι έκανε τον σταυρό της, βλέποντας την είδηση του θανάτου του βασιλέα Ρωμανού γραμμένη με το πορφυρό μελάνι. Το ίδιο βράδυ του κάνανε μνημόσυνο, και πάλι την ίδια ώρα έπεσε απόπληκτη η πριγκίπισσα Θεοφανώ, η ευαίσθητη και ασθενική, μαθαίνοντας τη συμφορά την τραγική, και ούτε μιλούσε ούτε λαλούσε, απόκριση καμιά δεν έδινε στις αδελφές της που την περιτριγύριζαν διπλά θλιμμένες και συγκοπτόμενες γοερά για τούτο το κακό που ήρθε να προστεθεί στο πρώτο, μόνο ανάσκελα στο στρώμα της κοιτούσε με μάτια απλανή τριγύρω της, σαν πετρωμένη απ’ της Μέδουσας το ανάβλεμμα, και πού και πού ξεστόμιζε άναρθρα κλαυτερά επιφωνήματα. Ποτέ της έκτοτε δεν κουνήθηκε και δεν ξανασηκώθηκε η δύσμοιρη βασιλοκόρη, και έτσι κατάκοιτη με τον εγκέφαλο πληγμένο την πήρε ο Χάρος στα είκοσι έξι της και την έβαλε στη βάρκα του, πριν βγει εκείνη η καταραμένη χρονιά. Κι απέμειναν πίσω η Θεοδώρα, η Άννα κι η Αγάθη, να πενθούν μαζί τον αδελφό και την αδελφή τους, σέρνοντας αργά και βασανιστικά τα πόδια τους στον αγκαθερό δρόμο της μίζερης ζωής των καλογραιών, που έφθειρε αμείλικτη τα νιάτα τους και μαγάριζε το αίμα τους το βασιλικό…
Όλον εκείνο τον καιρό, ύστερα από τον θρίαμβό του στην Κρήτη που του χάρισε δόξα μεγαλειώδη, ο δομέστικος της Ανατολής Νικηφόρος Φωκάς κατέτρεχε τον εμίρη Χαμβδάν και τους Σαρακηνούς στη Συρία, ο οποίος είχε ανανήψει από την ήττα του και εξαπέλυε νέες σφοδρές επιθέσεις κατά των χριστιανών. Ταμπουρώθηκαν οι εχθροί του στα κάστρα τους, υπολογίζοντας πως δε θα μπορούσαν να τον πολεμήσουν κατά μέτωπο, και το πιο πολύ που έκαναν ήταν να προκαλούν δολιοφθορές στο στράτευμά του. Ο Νικηφόρος, όμως, τους κυνήγησε ανελέητος, καίγοντας την ύπαιθρο και μαχόμενος σκληρά, και σύντομα πάνω από εξήντα φρούρια των Αράβων έπεσαν στα χέρια του, με αποκορύφωμα τη Βέροια, όπου οι αιχμάλωτοι χριστιανοί τους οποίους ελευθέρωσε τον υποδέχτηκαν με κλάματα χαράς, στα όρια της υστερίας, ως σωτήρα και Μεσσία τους, κι αφού μάζεψε λάφυρα πολυάριθμα, μεταξύ αυτών και ένα τεμάχιο του χιτώνα ή έναν ματωμένο βόστρυχο του Τιμίου Προδρόμου, κατά τις διηγήσεις, επανέκαμπτε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν κιόλας στα μισά της οδοιπορίας του εκείνο το πρωινό, κι είχε στρατοπεδεύσει σε μέρος ομαλό και ασφαλές για να ξεκουραστούν λιγάκι οι γενναίοι του, όταν δυο στρατιώτες τον πλησίασαν, φαινόμενοι ανάστατοι.
«Στρατηγέ, έχουμε κάτι να σου αναγγείλουμε… Κάτι άσχημο…»
«Τι άσχημο, παιδιά μου; Μήπως ο Χαμβδάν ξεσηκώνεται και πάλι; Μιλήστε μου!»
«Ο βασιλιάς Ρωμανός, δομέστικε... Πέθανε!»
«Πώς; Άκουσα καλά;» ζάρωσε τα φρύδια ο Νικηφόρος, και οι γεμάτοι έγνοιες καλοσυνάτοι οφθαλμοί του πλάτυναν. «Ο βασιλέας Ρωμανός, νεκρός;»
«Ναι, μα τον Θεό, στρατηγέ…»
«Μα πώς; Πώς έγινε αυτό; Ήτανε νεώτατος, το εικοστό τέταρτο έτος της ηλικίας του ήγε…»
«Τίποτα άλλο δε γνωρίζω, κύριέ μου, μόνο που μάθαμε ότι είχε πάει για κυνήγι, προτού αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο…»
«Ο Θεός να τον αναπαύσει! Καλός ήταν ο Ρωμανός το παιδί, κι ας έγινε τόσο νέος αυτοκράτορας, φρόντιζε και για τα στρατιωτόπια, και υπό τη χείρα τη δική του, στρατηγέ, και τη δική σου ανακτήσαμε την Κρήτη… Κι αν ήτανε και λίγο του γλεντιού, καθώς λένε, να τον συγχωρέσει Αυτός που όλα τα ξέρει και όλα τα ορίζει!»
«Αιωνία του η μνήμη» μουρμούρισε κι ο Νικηφόρος με τη σειρά του, ενώνοντας τα δάχτυλα, και σχημάτισε απάνω του αργά κι ευλαβικά το σημείο του σταυρού. Η σεβάσμια κεφαλή του είχε γεμίσει μπλάβα σύννεφα στο άκουσμα της τρομερής είδησης, οι λογισμοί του τρέχανε… Αχ, πόσο πολύ θε να ’κλαιγαν της Θεοφανώς τα μάτια, πόσο θα πονούσε για την απώλεια του άντρα της η πεντάμορφη κυρά του, κι αυτά τα δυο τα αγόρια της, οι βαφτισιμιοί του, μικρούτσικα κι ανυπεράσπιστα παιδιά, στον θρόνο πλέον, με ένα υποκείμενο σαν τον Βρίγγα να τα επιτροπεύει, όντας πρωθυπουργός! Έπρεπε να δράσει, να μην αφήσει τον άτιμο ευνούχο να διαχειρίζεται αυτός τις υποθέσεις του βασιλείου, να προστατέψει την αυτοκράτειρα και τους γιους της και να τιμήσει τους όρκους πίστης που είχε δώσει στον νεαρό βασιλιά του, ο οποίος τόσο πλουσιοπάροχα τον είχε ανταμείψει για την Κρήτη, χωρίς να ζητήσει τίποτα απολύτως ο στρατηγός…
Και ενώ στην αρχή τού πέρασε απ’ το νου να στασιάσει και να ανατρέψει βίαια την απόφαση αυτή της Συγκλήτου και του πατριάρχη, μια επιστολή της ίδιας της Θεοφανούς ήρθε να του λύσει τα χέρια. Του έγραφε και του μηνούσε να επιστρέψει όσο το δυνατόν συντομότερα στην Κωνσταντινούπολη, να μπει εντός των τειχών της και να περιμένει να τον συναντήσει. Σκίρτησε η καρδιά του Νικηφόρου στη σκέψη ότι θα την ξανάβλεπε, αλλά επιβλήθηκε αύθις στα αισθήματά του, προέταξε το συμφέρον εκείνης και των παιδιών της που θα έπρεπε να προασπίσει, και αφού απέλυσε τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του, οι οποίοι εξάλλου φοβήθηκε ότι δε θα του έφταναν για να επιχειρήσει στάση, προήλασε μόνος προς τη Βασιλεύουσα, με δυο τρεις εμπίστους υπασπιστές του, φέρνοντας διαρκώς στα μύχια των πενήντα ενός Μαΐων λογισμών του με κρυφό καρδιόχτυπο την ώρα που θ’ αντάμωνε την εικοσιδυόχρονη βασίλισσα, πώς θα της μιλούσε και θα τη συντύχαινε, δίχως να φανερώσει τη φωτιά που τον έκαιγε μέσα του για κείνη…
«Αυγούστα, ο δομέστικος Φωκάς αφίχθη, κατά πώς τον πρόσταξες» ανακοίνωσε στη Θεοφανώ ο γέροντας μάγιστρος Γεώργιος, εκείνη την απριλιάτικη ημέρα, με τη νεστόρεια σύνεση και σοφία, τον οποίο μάλιστα συμπαθούσε πολύ και εκτιμούσε, και αυτόν θα είχε κάνει πρωθυπουργό αν ήτανε στο χέρι της, όχι τον Βρίγγα. Αυτός ήταν, άλλωστε, που την είχε νουθετήσει πρώτος να καλέσει τον Νικηφόρο στην Πόλη, διότι υπέβλεπε τον πανούργο Ιωσήφ και ανησυχούσε για τους μικρούς πρίγκιπες. Αλλά οι άντρες είχανε πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, είτε ήταν ο Ρωμανός, είτε οι συγκλητικοί…
«Εντάξει, άρχοντα Γεώργιε, και σε ευχαριστώ για την ενημέρωσή σου. Πήγαινε πάλι πίσω στον δομέστικο, και πες του ότι θα τον υπαντήσω στο τάδε μέρος» αποκρίθηκε η κοπέλα, και ο σεβαστός γέροντας υποκλίθηκε μπροστά της και έφυγε για να εκτελέσει την εντολή της. Σαν έμεινε μόνη η Θεοφανώ, άθελά της συλλογίστηκε τον χρησμό εκείνο, που είχε αναφέρει ο Ιωσήφ στον άντρα της, ότι όποιος πορθούσε την Κρήτη θα στεφόταν αυτοκράτορας. Τότε δεν τον είχε πιστέψει, τον είχαν και οι δυο περιγελάσει ως αβελτηρία και αγνοήσει, όμως τώρα η ανάμνησή του έκανε τη νεαρή χήρα βασίλισσα να ανατριχιάσει προς στιγμήν και να αισθανθεί δέος.
«Ας είναι… Αν είναι ανάγκη να εκπληρωθεί ο χρησμός, ας εκπληρωθεί» συλλογίστηκε έπειτα από λίγο, με έναν βαρύ αναστεναγμό. «Έτσι που μεταλλάχτηκαν τα πράγματα, ο Νικηφόρος θα ήταν η μόνη ίσως λύση για να κυβερνηθεί ισχυρά το κράτος… Δε μπορώ ν’ ανεχτώ να κάνει κουμάντο σε μένα και τα παιδιά μου αυτός ο χαντούμης ο Εβραίος! Αχ, Ρωμανέ, αν ζούσες, όλα θα διέφεραν, δε θα φοβόμουν και θα ’τρεμα… Ω, πατέρα, πατερούλη μου, γιατί δε σ’ άκουγα και σε περιφρονούσα, σαν μου ’λεγες πως έχει ο καιρός γυρίσματα; Ιδού τώρα, που κύλησε ήδη γοργά ο τροχός, και χήρεψα μικρή και τα παιδιά μου ορφάνεψαν, και άνθρωπος κακόμυαλος βούλεται να αποφασίζει για την τύχη μας!»
Είπε και βούρκωσε, και σύσφιξε τις πυγμές της η Σπαρτιάτισσα, η μάνα και αυτοκράτειρα. Και αφού έτσι για δυο λεπτά ξέσπασε, πήρε στην αγκάλη της την Άννα, που ένα ένστικτο ακατάληπτο την είχε κάνει να μην την αφήνει στιγμή από τα μάτια της, και έδραμε προς απάντηση του Νικηφόρου…
…Στεκόταν και την καρτερούσε εκείνος, σ’ έναν θάλαμο του παλατιού, και κάτω απ’ τον σκληρό και άκαμπτο θώρακα που τα κάλυπτε τα στήθη του τα δασύτριχα ήταν ανταριασμένα. Ένας φρουρός του ανήγγειλε ξερά την άφιξή της, και στράφηκε, και είδε τη φιγούρα της να τον πλησιάζει, τη λυγερή και όμοια με θέαινας, με βήμα ταπεινό όμως, μελανειμονούσα, και γροίκησε την κρυστάλλινη μιλιά της να τον προσφωνεί ήρεμα και μελαγχολικά:
«Καλώς όρισες, Νικηφόρε καλλίνικε...»
Σήκωσε το μαύρο πέπλο της, και η ειδή της η δροσάτη, αν και χλομή και αυλακωμένη από το πένθος, άστραψε φως θεϊκό στα μάτια ομπρός του Νικηφόρου. Την κοίταζε σχεδόν ανέπνοος, κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, από τη θλίψη μαζί που την αντίκριζε έτσι και την ερωτική συγκίνηση...
«Καλώς σε βρήκα, Αυγούστα Θεοφανώ... Ο Θεός ο Άγιος να αναπαύσει τον σύζυγό σου εν χώρα ζώντων! Είμαι κι εγώ βαθιά συντετριμμένος για την εκδημία του...»
«Ευχαριστώ σε, δομέστικε... Ο Θεός να σου ξεπληρώσει τα καλά σου λόγια!»
Σώπασε η Θεοφανώ, κι ο Νικηφόρος έμεινε επίσης σιωπηλός. Δεν ήξερε τι να πει και πώς, το πένθος της νεαρής του δέσποινας και η ομορφιά της που τον όριζε του είχανε δέσει τη γλώσσα.
«Αυτή είναι... η Άννα; Η μικρή νεογέννητη πριγκίπισσα;» ρώτησε τελικά, δείχνοντας με το πιγούνι το κουκουλωμένο βρεφούδι που κράταγε στα χέρια της.
«Ναι, αυτή είναι... Το έρμο το κοριτσάκι μου, που δε γνώρισε καθόλου τον πατέρα της!»
Λυγμός ακούστηκε να βγαίνει απ’ το λαρύγγι της, και έκρυψε το βλέμμα της χαμηλώνοντάς το πάνω στο μετωπάκι της κορούλας της. Πόσο θα ’θελε να την πλησιάσει τότε ο στρατηγός, να την αγκαλιάσει, να φιλήσει τα ωραία της ομμάτια για παρηγοριά και να της πει ότι την αγαπά, πως ήταν έτοιμος σε κάθε διαταγή της να υπακούσει τυφλά, τόσο μεγάλος ήτανε για κείνη ο έρωτας του! Μα τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έκανε, ούτε μπορούσε βέβαια να διανοηθεί να κάνει, μονάχα έμενε αμίλητος κι ασάλευτος, αγνάντια της, να τη θωρεί να κλαίει και να βασανίζεται...
«Συγχώρα με, δομέστικε... Συγχώρα με που φαίνομαι αδύναμη και δακρυρροώ ενώπιόν σου, εγώ η αυτοκράτειρα...» υπέλαβε πάλι η Θεοφανώ, σκουπίζοντας με την παλάμη της τα δάκρυα που 'χανε απομείνει στα ματόκλαδα και τις παρειές της.
«Μη ζητάς συγγνώμη, αυγούστα... Έχεις το δικαίωμα να κλάψεις όσο θέλεις για τον άνδρα σου και βασιλέα μας, τον οποίο είμαι πέρα για πέρα σίγουρος ότι αγαπούσες πολύ, ως και εσένα ο ίδιος» την καθησύχασε ο Νικηφόρος, και το αχνό το χαμογέλιο που άνθισε στα χείλια της του εφάνη πολύτιμο ρουμπίνι, που θα ξέχναγε τα πάντα για να το αποκτήσει, κι αναστολές και όρκους και διλήμματα...
Λίνα Δώρου
Ήτανε τώρα Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος νηστείας και πνευματικού αγώνα, υποτίθεται, και ωστόσο μερικοί από τους επιτήδειους πρώην συνωμότες, που δεν το έβαζαν κάτω στην υποχθόνια λυσσώδη προσπάθειά τους να φθείρουν τον νεαρό αυτοκράτορα, του πρότειναν να τους συνοδεύσει σε κυνήγι ελαφιών στον Όλυμπο της Μυσίας. Δίστασε στην αρχή εκείνος, αναλογίστηκε την ετοιμόγεννη συμβία του, την περίοδο που διήνυε η χριστιανοσύνη και το παράδειγμα που θα όφειλε ο ίδιος ως δεσπότης της να δίνει, μα γρήγορα οι υποσχέσεις κι οι κολακείες τους, με πρωτοστάτη τον Χαλκούτζη, τον έπεισαν ν’ αποσκιρτήσει και να ξεπορτίσει. Μια κρυάδα γροίκησε στην καρδιά η αυγούστα, όταν ο άντρας της τής ομολόγησε την απόφασή του.
«Θα πας να θηρεύσεις; Τώρα που από στιγμή σε στιγμή γεννάω, κι είναι και Σαρακοστή;» τον ρώτησε απογοητευμένη μαζί και με μια ανεξήγητη τύρβη των σωθικών της. «Γιατί, Ρωμανέ μου; Τόσο πολύ σου λείπει; Κι αν… αν μου πάθεις κάτι; Σε θέλω εδώ, όταν θα γεννιέται το παιδί μας, η κόρη μας, που τόσο λαχταράς κι εσύ κι εγώ!..»
«Θεοφανώ μου, αγάπη μου, ποτέ δεν κακοπάθησα σε θήρα, ούτε λαβώθηκα, παρά μόνο εκείνη τη μοιραία φορά στον Ταΰγετο που μου ’μελλε να σε γνωρίσω και να σ’ ερωτευτώ» την καθησύχασε, φιλώντας της τρυφερά το μέσα της παλάμης της, που είχε απλώσει ικετευτικά στο μάγουλό του. «Το πολύ σε τρεις μέρες θα είμαι πίσω, γερός όπως πάντα, και θα αγκαλιάσω το τρίτο μας το σπλάχνο, που θα φέρεις στον κόσμο εσύ, η πανέμορφη γυναίκα μου, η βασίλισσά μου!»
«Τρεις μέρες; Πολλές είναι, πάρα πολλές…» μουρμούρισε παραπονεμένη, αγγίζοντας την κοιλιά της. Ωστόσο έσκυψαν τα χείλη του Ρωμανού και σφραγίσανε με θέρμη το μέτωπο και το στόμα της, και με το αποτύπωμά τους νωπό ακόμα τη βρήκαν τη Θεοφανώ οι ωδίνες, λίγες μόλις ώρες αργότερα · και τη βάλανε στην Πορφύρα, και εκεί, μες το βασιλικό «μαιευτήριο» που έσταζε χλιδή, γέννησε κορίτσι, όπως το ποθούσε, και δάκρυσε από χαρά, όταν οι βάγιες τής είπανε το φύλο του και της το δώσανε να το βαστάξει στην αγκάλη της. Είχεν ο μήνας δεκατρείς, και η μικρή πορφυρογέννητη είχε ανυψώσει τη μητέρα της όχι στον έβδομο μονάχα, αλλά στον δέκατο τρίτο ουρανό.
«Θυγατέρα μου! Ηλιογέννητή μου!» δεν έπαυε να παινεύει το μωρό της, να το σφίγγει απάνω της με αγάπη και λαχτάρα και να το γλυκοφιλά στο προσωπάκι του. «Πόσο σε ήθελα, άστρο μου αυγινό, να ’ρθεις και να γεμίσεις την αγκαλιά μου! Να ’ξερες πώς με λύτρωσες! Μέσα σου είναι η ψυχούλα της αδελφής σου, και μακάρι να γίνεις ο τι δεν πρόλαβε αυτή… Και πόσο θα χαρεί ο πατέρας σου να σε δει, κόρη μου, πόσο θα χαρεί! Πριγκίπισσά μου, Άννα μου, Αννιώ μου…»
Με το όνομα της αγίας θεοπατόρισσας είχε κιόλας συμφωνηθεί να στολιστεί η νεογέννητη βασιλοπούλα. Κι αυτό, διότι η Άννα Λεκαπηνή Γαβάλαινα, η σύζυγος του πάλαι ποτέ συναυτοκράτορα Στέφανου Λεκαπηνού, που ζούσε ακόμα εξόριστος στη Μήθυμνα της Λέσβου και έμελλε να πεθάνει ανήμερα το Μέγα Σάββατο του ίδιου χρόνου, προσέφερε για τη μικρανεψιά της δώρα περίφημα, πλούσια, με τα οποία την προίκιζε επίσης για τον μελλοντικό της γάμο, σε μια, έστω και αργά, συμβολική κίνηση καταλλαγής με τον βασιλέα εγγονό του πεθερού της, του γέροντα Ρωμανού, τον βλαστό του Κωνσταντίνου, ο οποίος Κωνσταντίνος με την ανατροπή του των Λεκαπηνών, πατρός και υιών, είχε καταστήσει ενάντιές του την Άννα και τις δύο συννυφάδες της, εκ των οποίων καμιά πλέον δε ζούσε. Δέχτηκε η Θεοφανώ τη δωροφορία της ηλικιωμένης σχεδόν τώρα αρχόντισσας, κάποτε αυγούστας, προσκαλώντας την μάλιστα και στη βάφτιση της παιδούλας, όταν αυτή θα ετελείτο. Και ανυπομονούσε να αναγγείλει το νέο αυτό το σημαντικό και στον Ρωμανό, χωρίς να ξέρει η δύστυχη το κακό που την περίμενε…
«Θα έλθω κι εγώ μαζί σου σε τούτη την εξόρμηση, βασιλιά μου» είπε στον Ρωμανό ο νεαρός πατρίκιος Θεόδωρος Βρανάς, ο παιδικός του φίλος. Απ’ όταν επανέφερε τους συνωμότες στην Κωνσταντινούπολη, ζούσε διαρκώς σε μια κρυφή ανησυχία ο συνετός Θεόδωρος για κείνον. Τον Μηνά, που δεν έλεγε να αφήσει την άσωτη ζωή, τον είχε ξεγράψει τελείως εδώ και λίγα χρόνια, απ’ όταν αγάπησε και νυμφεύτηκε την Αγνή την Ταρωνιτοπούλα, την οποία εμπιστευόταν επιπλέον πάρα πολύ. Μια φορά, μάλιστα, τόλμησε και της άνοιξε κουβέντα για την έγνοια που τον ταλάνιζε σχετικά με τον Ρωμανό.
«Πολύ τον τριγυρνάνε αυτοί οι άνθρωποι, γυναίκα, και φοβάμαι μήπως του κάνουνε κακό… Μπορεί να συμμορφώθηκε πλάι στη Θεοφανώ, όμως, αν εκείνη αποδείχτηκε τελικά έξυπνη και δυναμική, το οποίο της το παραδέχομαι, όσο και να μην την έβλεπα στην αρχή με καλό μάτι, εκείνοι από την άλλη είναι πονηροί και επίβουλοι, και πρώτος απ’ όλους αυτός ο Χαλκούτζης…»
«Λες, άντρα μου;» προβληματίστηκε η Αγνή, κουνώντας μαλακά το σκαφίδι όπου ήταν πλαγιασμένος ο πρωτότοκος γιος τους, ο Δημήτριος, τον οποίο είχαν αποκτήσει λίγο καιρό μετά τον αδόκητο θάνατο της μικρής πριγκίπισσας Ελένης. «Θα προσέχω κι εγώ, που είμαι κοντά στην αυγούστα μας, και αν παρατηρήσω καμιά ύποπτη κίνηση, θα σου το πω πάραυτα, χωρίς καμιά καθυστέρηση…»
«Να ’σαι καλά, αγαπημένη μου! Θα σου χρωστάω χάρη, αν μπορέσουμε και με τη δική σου μεσολάβηση να αποτρέψουμε τυχόν κακόβουλη ενέργεια κατά του Ρωμανού!» της χαμογέλασε σαν με ανακούφιση ο Θεόδωρος και της φίλησε τα χέρια. «Κι εγώ θα είμαι πλάι του συνέχεια, δε θα τον αφήνω από τα μάτια μου, κι ο Θεός να είναι βοηθός…»
«Να έρθεις, Θεόδωρε» του απάντησε τότε φυσιολογικά και πρόσχαρα ο Ρωμανός, δίχως να υποπτεύεται την αγωνία του. «Χαρά μου θα είναι να με συνοδεύεις εσύ, ο καλός μου φίλος! Να θυμηθούμε και τα παλιά μας, την εφηβεία μας…»
Έτσι, ξεκίνησε ο νεαρός αυτοκράτορας με τη συντροφιά του για τη θήρα, ανύποπτος για το τι του ετοίμαζε η μοίρα του. Κατασκήνωσαν σ’ ένα πλάτωμα του βουνού, και αφού παρασκευάστηκαν κατάλληλα χύθηκαν με τα άλογα και τους κυνηγόσκυλους, τα δίκτυα και τα βέλη, για να τσακώσουν τα δόλια τα ελάφια απάνω στη βοσκή τους. Της πρώτης μέρας η άγρα ήτανε άκρως ικανοποιητική, και το ίδιο βράδυ έσφαξαν ένα από τα εκλεκτά θηράματα για να δειπνήσουν με το κρέας του, πατώντας τη θεσπισμένη νηστεία. Αλλά, αφού το έψησαν στη φωτιά και το τεμάχισαν, πριν το καταλύσουν, λαθραία ο Νικόλαος Χαλκούτζης, υπό άκρα ζοφώδη μυστικότητα, χώρισε ένα κομμάτι και, βγάζοντας ένα φιαλίδιο από μια τσέπη του χιτώνα του, έσταξε πάνω του δυο τρεις σταγόνες ενός περίεργου υγρού…
«Βασιλιά μου, θέλω να έχω την τιμή να προσφέρω σε εσένα την πρώτη μερίδα αυτού του γεύματος, την πιο διαλεχτή απ’ όλο το ψητό» είπε στον Ρωμανό, δίνοντάς του το κρέας μέσα σε ένα φαρδύ, ρηχό, ασημωμένο πινάκιο. Τον ευχαρίστησε το παλικάρι και βύθισε ανενδοίαστα τα δάχτυλά του για να τσιμπήσει την κνισερή σάρκα του ζώου, όπως και οι υπόλοιποι, ενώ μετά ήπιε με όρεξη και δυο γεμάτες κούπες κρασί, που είχανε κουβαλήσει μέσα σε χοντρά φλασκιά. Ο Θεόδωρος, παρά την ειρωνεία και το σκώμμα που εισέπραξε, αρνήθηκε στέρεα να αμαρτήσει και να γευτεί το κρέας, και μόνο ψωμί έβαλε στο στόμα του, επιτηρώντας συνέχεια με έννοια πολλή τον φίλο του και νουθετώντας τον με διάκριση.
«Φθάνει πια ο οίνος, Ρωμανέ. Μη διαπράττεις περίσσια αμαρτία, της μέθης εννοώ, εκτός από της κρεοφαγίας σε καιρό νηστείας…»
«Μα πού τη βλέπεις την αμαρτία, Θεόδωρε; Απλώς περνάμε καλά, δε θα μας κάψει ο Θεός…»
«Εγώ θα σε συμβούλευα να γυρίσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Πόλη και το Παλάτι… Δεν έκανες καλά που άφησες τη βασίλισσα ετοιμόγεννη και τρέχεις στις ερημιές, μαζί μ’ αυτούς τους ανθρώπους…»
«Δίκιο έχεις, είναι η αλήθεια» μουρμούρισε σκεφτικός ο Ρωμανός μετά από μια μικρή σιωπή. «Αύριο κιόλας θα τους πω να γυρίσουμε… Πρέπει να έχω τον νου μου στη συνευνή μου και στον οίκο μου!»
«Άλλη μια κούπα, δέσποτα;» του πρότεινε ωστόσο μειλίχια ο Χαλκούτζης, και δε μπόρεσε να αντισταθεί. Και δεν τον είδαν πάλι, για κακή τύχη του νεαρού αύγουστου, ούτε αυτός ούτε ο Θεόδωρος, προτού του την προσφέρει, να ψαχουλεύει ξανά τα ιμάτιά του και να χύνει μέσα της από εκείνο το μυστηριώδες φιαλίδιο…
Το άλλο πρωί, ξύπνησε ο Ρωμανός με φρικτούς πόνους στην κοιλιακή του χώρα και τα πλευρά, που όσο πήγαινε δυνάμωναν, του έφερναν δύσπνοια και τον έκαναν να στενάζει και να βογγάει, στριφογυρνώντας στη στρωμνή του.
«Νερό… Λίγο νερό, Θεόδωρε» παρήγγειλε στον εταίρο του, κρατώντας τα βλέφαρα μισόκλειστα, και ένας ψιλός ιδρώτας αγωνίας του σμυρίδωνε τον λαιμό. Τρόμαξε εκείνος, μόλις τον αντιλήφθηκε σ’ αυτό το χάλι, έπεσε στα γόνατα και έσκυψε πάνω του, θωπεύοντάς του τα μαλλιά:
«Αδελφέ μου! Βασιλιά μου, φίλε μου, τι έχεις; Τι έπαθες έτσι ξαφνικά;»
«Πονώ, φίλε… Πονώ» απάντησε μονάχα ο Ρωμανός, με κόπο, έχοντας το αριστερό του χέρι εκτεταμένο και το δεξί βαλμένο άψυχα στην πλευρά του, κοντά στο ήπαρ. Ένας βήχας τον κατέλαβε συνάμα, και κάτι σκούρο και υγρό που έμοιαζε με αίμα βγήκε από το στόμα του και πιτσύλισε τα γένια του. Δεν ήξερε τι να κάνει ο Θεόδωρος, είχε παγώσει, και τότε μπήκε στη σκηνή, τάχα τυχαία, ο Χαλκούτζης.
«Πώς ξημέρωσε ο κύριός μας, άρχοντα Θεόδωρε;» ρώτησε, με περίτεχνη φυσικότητα. «Ανησύχησα που δεν είχε σηκωθεί ακόμη και ήρθα να δω…»
«Αυθέντη Χαλκούτζη, δεν είναι καλά ο Ρωμανός!» αποκρίθηκε, με τη φωνή κομμένη ο νέος. «Πόνοι τον κατέχουν, και δεν ισχύει να αναστηθεί απ’ τη στρωμνή του… Πρέπει να γυρίσουμε επειγόντως πίσω!»
Μεμιάς αλλοίωσε την όψη του ο πανούργος πατρίκιος, για να δείχνει έκπληξη, με τρόπο που θα τον ζήλευε κι ο πιο έμπειρος ηθοποιός. «Τι λες; Αυτό είναι φοβερό!» αναφώνησε. «Θα ενημερώσω αμέσως όλους!» πρόσθεσε και χύθηκε έξω από το βήλο της τέντας που χρησίμευε για είσοδος, ενώ μέσα του λογάριαζε, τρίβοντας τα χέρια του:
«Καλά πάει το σχέδιο, καλά πάει… Σύντομα ο άχρηστος νεανίας θα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα! Και ξέρουμε ήδη πώς θα ποιήσουμε εαυτούς αμερίμνους για τον πολυπόθητο θάνατό του…»
«Ο βασιλέας είναι σοβαρά» είπανε στους υπόλοιπους της συνοδείας οι συνωμότες, δασκαλεμένοι κι από τον Χαλκούτζη, προσποιούμενοι τους ανήσυχους. «Γρήγορα, πίσω στην Πόλη!»
Βίτσισαν και σπιρούνισαν δυνατά τα άλογα οι καβαλάρηδες, να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο Παλάτι και τους γιατρούς του, κι οι δούλοι που παρέστεκαν τον νεαρό δεσπότη τους όλο το νου και τη φροντίδα τους προσηλωμένα σ' αυτόν την είχαν, μην του θερίσει τα είκοσι τέσσερα δροσάτα χρόνια τού του Χάρου το δρεπάνι, αν υπήρχε ακόμα καιρός. «Κουράγιο, βασιλιά μου… Κουράγιο, φίλε μου Ρωμανέ!» έλεγε δακρυσμένος κι ο Θεόδωρος, βαστώντας του το χέρι, κι όλο βογγούσε ο Ρωμανός, κι όλο στα φρυγμένα χείλη του έφερνε το όνομα της καλής του, σε οδυνηρό και δυσοίωνο παραλήρημα…
«Μανούλα, πότε θα γυρίσει ο πατέρας;» ρωτούσε τη Θεοφανώ ο Βασίλειος κείνο το ίδιο δείλι, κρεμώντας το σωματάκι του στην άκρη του κρεβατιού της, όπου καθόταν αγκαλιά με τη νεογέννητη αδελφούλα του. «Γιατί αργεί;»
«Όπου να ’ναι θα επιστρέψει, Βασίλη μου» τον βεβαίωσε χαμογελαστή, χαϊδεύοντάς του τα μάγουλα και το σαγονάκι. «Για ένα κυνήγι πήγε, όπως πολλές φορές στο παρελθόν…»
«Μανούλα… Φοβάμαι» της εξομολογήθηκε ο μικρός, σκαρφαλώνοντας και κουρνιάζοντας στο πλάι της, και σκίασαν τα γαλανά ματάκια του. «Δεν ξέρω… φοβάμαι…»
«Γιατί φοβάσαι, αγόρι μου; Ε;» είπε η νεαρή αυτοκράτειρα, χουφτιάζοντας μαλακά το προσωπάκι του γιου της και φιλώντας του τα μαλλάκια. «Μην ταράζεις την καρδούλα σου, αετοπούλι μου… Να δεις που ο πατερούλης σου, ο αετός μας, θα επιστρέψει στη φωλιά του αλάβωτος σαν πάντα!»
Και τον έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά της, κανακεύοντάς τον, κι ο Βασίλειος αμίλητος έδεσε κι αυτός τα μπρατσάκια του σφιχτά γύρω απ’ της μάνας το κορμί. Έτσι αγκαλιαστούς τους βρήκε ο Ιωσήφ Βρίγγας, που πρόβαλε στη θύρα λίγο αργότερα, ξερόβηξε, και άμα τον είδε και τον άκουσε η Θεοφανώ χαλάρωσε το αγκάλιασμά της, ξενερωμένη, παίρνοντας θέση άμυνας.
«Αυγούστα…» κίνησε να πει ο ευνούχος. «Συγγνώμη που χαλώ την ιδιαίτερη μητρική στιγμή σου, αλλά σου φέρνω μαντάτα που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσεις…»
«Σαν τι μαντάτα είναι τόσο σπουδαία, Βρίγγα, που δε μου επιτρέπουν να χαρώ το παιδί μου;» αναρωτήθηκε, βαστώντας το χεράκι του Βασίλειου, που τηρούσε με απορία και φόβο τον παρακοιμώμενο.
«Ο σύζυγός σου, αυγούστα, ο βασιλέας Ρωμανός, επέστρεψε μόλις από τη θήρα… Ύπτιος, όμως, με πόνους αφόρητους, να τον τυραννούν, παντελώς ασθενής, και πολύ φοβάμαι… ότι πια ψυχορραγεί!»
Χλόμιασε η Θεοφανώ στην είδηση, έγινε πιο άσπρη κι απ’ το χιόνι. «Τι; Τι λες, Βρίγγα; Τι ξεστόμισες μόλις τώρα;» ψέλλισε, ανοίγοντας διάπλατα τα μαύρα της τα μάτια, που κάνανε τώρα αντίθεση τρομακτική με το χρώμα του προσώπου της, και ο Βασίλειος δίπλα της πήρε να τρέμει σαν το φύλλο και να λουχτουκίζει σιγά σαν κουταβάκι. «Ο άντρας μου… ο άντρας μου ήταν καλά… ήταν υγιέστατος, όταν έφυγε από δω…»
«Δεν ξέρω, δέσποινα, ειλικρινά δε γνωρίζω καθόλου τι συνέβη στο μεταξύ… Ίσα – ίσα τον προλαβαίνεις!»
«Πού τον έχετε; Πήγαινέ με σ’ αυτόν, Βρίγγα! Πήγαινέ με στον άντρα μου!» έκραξε δραματικά η κοπέλα και πετάχτηκε όρθια. Ο Βασίλης έκλαιγε τώρα κανονικά, και σπάραζε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Μανούλα!»
«Σώπα, αγόρι μου… Σώπα, παιδί μου!» προσπάθησε να τον καθησυχάσει, με την καρδιά της να χτυπά σαν κύμβαλο από την ταραχή της, κι αφού τον παρέδωσε όπως – όπως στα χέρια της Κασσιανής, που φάνηκε σύνωρα σαν από μηχανής θεός, γροικώντας το κλάμα του, ακολούθησε τον Βρίγγα με κομμένη την ανάσα, τρέχοντας μες τους διαδρόμους και προπορευόμενη σχεδόν εκείνου, στην κάμαρα που την οδήγησε και της υπέδειξε ότι είχαν φέρει τον Ρωμανό. Μπήκε μέσα, κοντανασαίνοντας και κρατώντας τις χούφτες της πλεγμένες κοντά στα στήθη, οι άνδρες που στέκονταν σκυφτοί και σκυθρωποί, ο βασιλικός αρχίατρος ο Νικόδημος, δούλοι κι αξιωματούχοι, την προσκύνησαν, και τον αντίκρισε ξαπλωμένο στη μέση στο κλινάρι, σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Φορούσε ακόμα τα ρούχα του κυνηγιού, τα μάτια του ήταν σφαλιστά και η πνοή του δύσκολη. Τρεκλίζοντας σχεδόν, τον πλησίασε, γονάτισε δίπλα ακριβώς στην κλίνη και πήρε το δεξί του χέρι στα ξυλιασμένα από την αγωνία δικά της.
«Ρωμανέ... Καλέ μου…» του μίλησε, με φωνή σιγανή και κλαυθμηρή που τρέμιζε. Την άκουσε εκείνος, και στρέφοντας το κεφάλι του άνοιξε τους οφθαλμούς του και μια μικρή αναλαμπή φώτισε το πελιδνό του πρόσωπο, το κέρινο.
«Θεοφανώ μου... Ήρθες επιτέλους...» άρθρωσε αδύναμα, και της έσφιξε λίγο τα κρινένια δάχτυλα. «Ήθελα τόσο να σε δω, ποθητή μου…»
«Τι σου κάνανε, αγάπη μου; Ποιός σε κατήντησε έτσι;» τον ρώτησε ψιθυριστά, ενώ πάλευε να διακρίνει μια αχτίδα ζωής στο βλέμμα του το μισοσβησμένο, κάτι που να της υποσχόταν ότι δε θα την εγκατέλειπε - όχι τώρα, όχι τώρα που μόλις είχε γεννήσει την κόρη τους, της αδικοχαμένης Ελένης τους το ζωντανό αναπλήρωμα, κι ούτε την είχε δει ακόμα ο πατέρας της...
«Θεοφανώ...» πρόφερε ξανά ο Ρωμανός βραχνά, κοιτώντας την στα μάτια, ενώ με το ζερβό του χέρι θώπευε τρυφερά το απαλό της μάγουλο, το οποίο χέρι με κόπο πολύ είχε σηκώσει, μόνο και μόνο για να κάνει αυτή την κίνηση.
«Τι; Τι είναι;» ψιθύρισε εκείνη βουρκωμένη.
«Να ξέρεις... σ’ αγάπησα πολύ... και πάντοτε θα σ’ αγαπώ...»
Αυτή η εξομολόγηση στη γυναίκα του ήτανε κι ο στερνός του λόγος του νεαρού αυτοκράτορα. Κι ύστερα, βασίλεψαν κάτω από τα βλέφαρα τα θαλασσιά του μάτια, έγειρε στο πλάι παραδομένο το ξανθό κεφάλι του και την ωραία όψη του πήρε να χρωματίζει φρικτά η χλομάδα του θανάτου...
«Ρωμανέ; Ρωμανέ!» τον ταρακούνησε η Θεοφανώ, πετρωμένη, αρνούμενη να δεχτεί το αναπόφευκτο που ερχόταν, που μόλις είχε επέλθει. Μα σαν έσκυψε πάνω του κι αφουγκράστηκε, κι είδε πως η καρδιά δε φτερουγούσε πλέον στα στήθια του, λυγμός βαθύς γεννήθηκε στα σπλάχνα της, συσπάστηκε ολόκληρη και με δυο σπαρακτικές κραυγές ρίχτηκε στο άψυχο πια, ζεστό ακόμη σώμα του αντρός της και το αγκάλιασε σφιχτά, απεγνωσμένα, σκληρίζοντας γοερά:
«ΌΧΙ! ΌΟΧΙΙ!»
Ο αρχίατρος Νικόδημος έκανε συντετριμμένος τον σταυρό του, «αιωνία αυτού η μνήμη» μουρμουρίζοντας, κι οι άλλοι εκτός από τους φταίχτες έκλιναν με θλίψη τον αυχένα, θεωρώντας της βασίλισσας τον θρήνο. Ακόμα κι αυτός ο σκληροτράχηλος ο Βρίγγας, που αντιπαθούσε αμετανόητα τη Θεοφανώ, με το που είδε τον κύριό του να εκπνέει και την ίδια να ξεσπάει, κλονισμό ένιωσε μέσα του, για τελείως άλλους λόγους βέβαια. Τον χρησμό εκείνον για τον νικητή της Κρήτης τον πίστευε ακόμα, ο Νικηφόρος, τον οποίο τόσο πολύ εχθρευόταν, μπορεί να ήταν σύντομα απειλή για κείνον…
Ωστόσο, εμπρός του, η νεαρή Λάκαινα αυγούστα έκλαιγε αδιάκοπα, έχοντας λησμονήσει τον κόσμο όλο γύρω της και παραδοθεί στη μαυρίλα της θανής του αγαπημένου της άντρα, που την τύλιξε ολόκληρη σαν κύμα πελώριο και την κουκούλωσε, και την έριξε στην άβυσσο. Ήτανε 15 Μαρτίου 963, Μάρτιαι ειδοί, λίγο πριν την εαρινή ισημερία και το μπάσιμο το χαροποιό της άνοιξης, μα την ψυχή της Θεοφανούς, που απέμενε τώρα χήρα νια είκοσι δύο χρόνων, την είχε κυριεύσει σαρωτική η βαρυχειμωνιά…
«Φύγετε, φύγετε όλοι από δω! Αφήστε με μονάχη, να κλάψω τον σύζυγό μου, να τον θρηνήσω όπως θέλω!» διέταξε, με το που βρήκε λίγο τη μιλιά της, χωρίς να στρέφει αλλού το βλέμμα της. Υπάκουσαν οι άρχοντες, οπισθοχώρησαν, και ο Χαλκούτζης, μόλις βγήκε από την κάμαρη όπου είχε ξεψυχήσει ο Ρωμανός, ξεμακραίνοντας προσέγγισε τον πατρίκιο Πασχάλιο, που δεν είχε συμμετάσχει στη μοιραία φονική εξόρμηση, αλλά ήταν φυσικά ενήμερος και συνεργός στο έγκλημα, καθότι επίσης πρώην συνωμότης.
«Είναι νεκρός» του ανήγγειλε συνωμοτικά, και ο άλλος πήρε μια χαιρέκακη έκφραση.
«Ώστε έδρασε τόσο γρήγορα το δηλητήριο; Εύγε μας, φίλε Νικόλαε! Αλλά… πώς θα εξασφαλίσουμε ότι δεν πρόκειται να μας υποπτευθεί κανείς;»
«Προνόησα και για αυτό, φίλτατε Πασχάλιε… Σε ποιον έπεσαν οι υποψίες του λαού για τον θάνατο του βασιλέα Κωνσταντίνου; Στη νύφη του, βέβαια, σ’ αυτή την καπηλίδα, που επιθυμούσε διακαώς να γίνει αυτοκράτειρα και να μας έχει του χεριού της, το ανόητο γύναιο! Είναι το λοιπόν πανεύκολο να αφήσουμε κι εμείς να διασπαρεί παρόμοια φήμη, τώρα που ο ανίκανος εγγονός του γέροντα Ρωμανού ενέπαιξε τη βασιλεία και ψόφησε χάρη σ’ εμάς, ότι αυτή τον έφαγε, γιατί είναι το ίδιο εχθρός μας όπως κι ο μακαρίτης…»
Εν τω μεταξύ, στη νεκροκάμαρη του άντρα της, η Θεοφανώ, ανύποπτη για το ποιοί και με ποιόν απαίσιο τρόπο της τον στέρησαν τόσο άδικα και πρόωρα, βίωνε το δράμα της. Χάιδευε του Ρωμανού τα ξανθά μαλλιά, φιλούσε τα πανιασμένα χείλη του, τα κλειστά του μάτια, ακούμπαγε στο στέρνο του, ξανά και ξανά, σαν ιεροτελεστία, και τρέχανε ποτάμια από τις βρύσες των οφθαλμών της τα δάκρυα, μαύρα και πικρά, πάνω στο δέρμα του που έπαιρνε να κρυώνει.
«Ρωμανέ μου… Ήλιε μου και φως μου…» πήρε κατόπι να μονολογεί και να μοιρολογεί, φέρνοντας τον νεκρωμένο του δεξιό βραχίονα να περιβάλει την πλάτη της. «Γιατί, καλέ μου, γιατί τόσο νωρίς μου έφυγες; Λέγαμε πως θα ζήσουμε μαζί έτη πολλά, πως θα γερνούσαμε και θα πεθαίναμε αντάμα… Πού έδυσε τώρα το κάλλος σου, παλικάρι μου, πώς μαράθηκε της ηλικίας σου το άνθος, πού πας και μ’ αφήνεις, μόνη κι έρημη στον κόσμο, χηρεμένη, και τα παιδάκια σου ορφανά; Γιατί, Θεέ, γιατί, γιατί με πότισες τέτοιο φαρμάκι; Ξύπνα, Ρωμανέ μου, αητέ γραμμένε μου, παρηγόρησέ με, φίλα με και πες μου πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, όπως εκείνη τη φορά που σ’ είδα στον ύπνο μου να φορείς ρούχα αιμάτινα, σήκω να δεις και τον Βασίλη μας, τον Κωνσταντίνο και την Άννα μες το λίκνο της, την κόρη μας, που δεν την κοίταξαν ούτε στιγμή τα ομμάτια σου, μήτε την ένιωσε η αγκαλιά σου… Σήκω να βγεις και στα κυνήγια σου στα όρη, κι εγώ ποτέ πια δε θα σου γογγύσω, να βάλεις στην κορφή το διαμαντένιο στέμμα σου, να κάτσεις πάνω στο θρονί να σ’ ευφημούνε όλοι… Άντρα μου όμορφε και ζηλευτέ, καλέ μου, ποθεινέ μου! Αλίμονο, αλίμονο σ’ εμέ την τάλαινα, αλίμονο, που δίχως σου πια δεν είμαι τίποτα, δεν είμαι η Θεοφανώ, δεν είμαι η αυτοκράτειρα, παρά ένα φτερό στον άνεμο και φύλλο στον αέρα!»
Έλεγε, έλεγε, και με τα λόγια τα θρηνητικά, που γρανιτένιο βράχο θα ραγίζανε, δυνάμωνε ο πόνος της, μέχρι που έγειρε αποκαμωμένη το κεφάλι της στον λαιμό του και σφάλισαν μόνα τους τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της. Και εκεί, σαν σε όνειρο, της ήρθανε στο νου και μέτρησε και είδε όλες τις στιγμές μαζί του, απ’ όταν πρωτοσυναντήθηκαν απρόσμενα μες τη σπηλιά του Ταϋγέτου με βροχή κι έπειτα στο καπηλειό του πατέρα της, ένα μερόνυχτο αυγουστιάτικο, όταν μετά η γαλέρα της χαράς την πήρε και την έφερε από τη Σπάρτη στη Βασιλεύουσα και τον αρραβωνιάστηκε τον ωραίο έφηβο ακόμη τότε και πρίγκιπα Ρωμανό, έφηβη ούσα κι αυτή, η Αναστασώ και έπειτα Θεοφανώ, και πήγε νύφη λαμπρή στη Μεγάλη Εκκλησιά και τον στεφανώθηκε με δόξα και τιμή, τα πρώτα τους σμιξίματα τα γεμάτα έρωτα και πόθο, τις γέννες των παιδιών της, την άνοδό τους στον θρόνο, του γάμου τους τις φουρτούνες που την κλυδώνισαν, και μέχρι και την ώρα ταύτη που του στάθηκε στο χαροπάλεμά του και τον νεκροφίλησε στα αλήθεια, που δεν τ’ όλπιζε ποτέ τέτοιο δεινό να της συμβεί…
«Θεόδωρε… Τι έχεις; Δεν είσαι καλά;» απόρησε το ίδιο βράδυ η Αγνή, θωρώντας τον σύζυγό της να μπαίνει στο σπίτι τους σκυφτός, παραπατώντας, κι ήρθε κοντά του και τον έπιασε απ’ τον ώμο.
«Αχ, κυρά μου! Αλίμονό μου, αλίμονο σ’ εμέ τον άθλιο, που είχα πάρει όρκο να προστατεύω τον βασιλιά μας!» στέναξε ο νεαρός άρχοντας Βρανάς, κρατώντας το χέρι της.
«Μίλα, άντρα μου, μη με παιδεύεις… Έπαθε κάτι ο βασιλιάς μας;»
«Απέθανε, Αγνή!» ξεστόμισε τελικά ο Θεόδωρος, πιάνοντάς την απ’ τους αγκώνες, και έσπασε η φωνή του μες τα δάκρυα. Η Αγνή σάστισε, απολιθώθηκε.
«Τι; Δε μιλείς σοβαρά! Ο βασιλέας Ρωμανός, νεκρός; Πώς… πότε;»
«Απόψε… Τον φέραμε από τη θήρα σε κακό χάλι, και με το ηλιοβασίλεμα ξεψύχησε… Ήμουν εκεί, τον είδα, και είδα και την αυγούστα μας να ξεσπά σε θρήνο…»
«Κύριε των δυνάμεων! Ήταν τόσο… τόσο νέος…» σταυροκοπήθηκε η κόρη της Ευφροσύνης. «Την καημένη τη βασίλισσά μας… την άμοιρη τη Θεοφανώ…»
«Για αυτό, γυναίκα, ας δοξολογούμε τον Θεό κάθε ώρα και στιγμή που έχουμε ο ένας τον άλλο! Ποτέ δεν ξέρεις τις βουλές του Θεού… Και για τον φίλο μου τον αυτοκράτορα και την αυγούστα μας ήτανε πικρότατες! Αχ και να ’ξερα τον υπαίτιο, με τα ίδια μου τα χέρια θα τον αφάνιζα! Γιατί από αιτία φυσική αποκλείεται να πέθανε ο Ρωμανός, ήταν νεότατος και ακμαίος, εκτός αν το ανόσιο κυνήγι του διέρρηξε όργανο εσωτερικό του κι ήταν αυτό τιμωρία απ’ τον Θεό… Μα και πάλι, όχι, όχι, δεν το χωράει ο νους μου, κι αρνούμαι να πιστέψω τέτοια εικασία!»
«Κουράγιο, Θεόδωρε… Κουράγιο! Οφείλουμε κι οι δυο μας τώρα να συμπαρασταθούμε στη χήρα δέσποινά μας, εγώ με τον τρόπο μου, αφού βρίσκομαι κοντά της, κι εσύ με τον δικό σου, όπως μπορέσεις…»
«Καλή μου Αγνή, τι όμορφη ψυχή που έχεις! Για αυτό σ’ αγάπησα, πέρα απ’ την ομορφιά σου τη σωματική, και θα σ’ αγαπάω πάντοτε!
Αγκαλιάστηκε το νεαρό ζευγάρι, και άφησε ελεύθερα τα δάκρυά του. Την άλλη μέρα, αφού έλουσαν και άλειψαν σμύρνα και αρώματα και σαβάνωσαν το σώμα του Ρωμανού, το φέρανε στο κουβούκλι του θρήνου, στο τετράβηλον, κι εκεί ήρθε κι η Θεοφανώ με τους δυο γιους της, άυπνη, ταλαιπωρημένη, σαν να ’χε χάσει μες σε μια βραδιά όλη τη δροσιά της νιότης της, και η Κασσιανή της κρατούσε την Άννα, σκουπίζοντας με ένα μαντήλι τις άκρες των ματιών της. Έπτυξαν τα βασιλόπουλα, ο τρίχρονος Κωνσταντίνος και ο πεντάχρονος Βασίλειος, οι νήπιοι συμβασιλείς, ζάρωσαν τρομαγμένα, βλέποντας νεκρό τον πατέρα τους, μαζεύτηκαν στο πλευρό της μάνας κλαίγοντας. Κι εκείνη, μαυροφόρα, λύνοντας τα εβένινα μαλλιά της τα μακριά, γονάτισε στο έδαφος και πήρε να ολοφύρεται, με όλη τη δύναμη της ψυχής της, γδέρνοντας με τα νύχια τις παρειές της και μαδώντας τις τρίχες της, σφίγγοντάς τα στην αγκάλη της, και αφού για έξι ώρες μπούκωσε η ύπαρξή της κλάμα, και πήξανε τα σωθικά της και στέρεψαν από τα μάτια της τα δάκρυα, τότε πια σηκώθηκε καταρρακωμένη και σύρθηκε ως το κουβούκλι της, ξάπλωσε για δεύτερη νύχτα μόνη της στο συζυγικό κρεβάτι και αποκοιμήθηκε έναν ύπνο άσχημο και φαρμακεμένο…
«Κυρά μου… Κυρά μου, ξύπνα» άκουσε τη φωνή της Ευφροσύνης, όταν μετά από ώρες μισάνοιξε τα μάτια της και συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η καινούρια ημέρα. «Πρέπει… να πάμε στο ξόδι του άντρα σου…»
Λύγισε η αρχόντισσα πατρικία ζωστή, που είχε αναθρέψει τον Ρωμανό μαζί με τη μητέρα του, ένας πνιχτός λυγμός της ξέφυγε απ’ τα σπλάχνα, κι έφερε στο πρόσωπό της το μελανό πέπλο που είχε βάλει αφόντας το παλικάρι πέθανε. Η υπενθύμιση της θλιβερής υποχρέωσης καρφώθηκε μαχαίρι στην καρδιά της Θεοφανώς, και αναδεύτηκε στην κλίνη στενάζοντας βαριά.
«Κιόλας;..» μονολόγησε, σαν να ’θελε ν’ αποφύγει την πραγματικότητα. «Πρέπει κιόλας να θάψω τον ποθητό μου, να τον δω να μπαίνει στο κιβούρι; Ω, δε μπορώ, Ευφροσύνη, δε μπορώ, γλυκιά μου μάνα… Συμπάθα με, δε μπορώ, δεν ημπορώ! Ρωμανέ μου, αγάπη μου, αγάπη μου…»
Και λέγοντας αυτά, κάλυψε με τις χούφτες της το πρόσωπο, και την κατέλαβαν πάλι αναφιλητά, εκεί που χθες μόλις νόμιζε πως δεν είχε πια άλλα δάκρυα να χύσει. Την αγκάλιασε με σπλάχνος η Ευφροσύνη, την έσφιξε στον κόρφο της απάνω, σαν να ’τανε μικρούλι κοριτσάκι, της χάιδευε τα μαλλιά τα ξέπλεκα και ατημέλητα, της παράγγελνε γλυκά και πονεμένα να μερώσει και της ασπαζόταν ολούθε με θέρμη και στοργή μητρική το πρόσωπό της το όμορφο, που είχε αλλοιωθεί ξανά από το κλάμα. Και μόλις η θύελλα της οιμωγής της κόπασε, την πίεσε να φάει μια μπουκιά χυλό, να στυλωθεί, τη βοήθησε να ντυθεί τα πένθιμα ενδύματα, της σκέπασε και το κεφάλι ανάλογα, και βλέποντάς την έτσι ομπρός της ανατρίχιασε.
«Κι η κοπελιά είναι μικρή και δεν της παν’ τα μαύρα» ψιθύρισε, στη γλώσσα της εποχής της, συμπονώντας ως τα τρίσβαθα της μεγάλης της καρδιάς την τρισέμορφη θυγατέρα της Σπάρτης, με το αίμα το ελληνικό, που είχε παντρευτεί τον πάγκαλο και χαριτωμένο γιο του τόσο προσφιλούς της αφέντη βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος πήγαινε τώρα τόσο πρόωρα ο άμοιρος να συναντήσει τον πατέρα του και τη μάνα του, και συμπάσχοντας μαζί της, που δε θα ξανάβλεπε ούτε αυτή πια τα ήρεμα γαλάζια μάτια του κηδεμονευομένου της και την ξανθή αγγελική θωριά του την ταιριασμένη με τον χαρακτήρα τον ήπιο και ζεστό, την ευφρόσυνη και θαυμαστή για όλους όσους τον συναναστρέφονταν…
Οι βεστοσακράνοι, οι υπάλληλοι της βασιλικής ιματιοθήκης, είχανε ντύσει το σώμα του Ρωμανού με σηρικό διβητήσι, στιχάριο και χλαμύδα, όλα κοσμημένα με χρυσές λωρίδες, στο κεφάλι τού είχαν βάλει το χρυσό του στέμμα, το λιθοστόλιστο, και στα πόδια του τού είχανε φορέσει πορφυρά καμπάγια, κι αυτά κατάστικτα μαργαριτάρια και πετράδια. Τον είχαν αποθέσει στο φέρετρο, το καμωμένο κι αυτό από μάλαμα ατόφιο, και όλη την περασμένη νύχτα το είχανε στήσει ψηλά σε ικρίωμα στον τρίκλινο των δεκαεννιά ακκουβίτων. Εκεί προσήλθε τώρα κι η Θεοφανώ, υποβασταζόμενη από την Ευφροσύνη, μαζί με τα αγοράκια της και την κορούλα της στα χέρια της Κασσιανής, και δέχτηκε τα συλλυπητήρια των ανώτατων αρχόντων. Ακόμα και νεκρός, έλαμπε κι ήταν ωραίος σαν νυμφίος εξερχόμενος της παστάδας ο άτυχος νεαρός αυτοκράτορας, και μόλις οι πρωτοσπαθάριοι, μετά τη νεκρώσιμη ευχή που ανέγνωσαν ενί στόματι ο πατριάρχης Πολύευκτος και οι κληρικοί της Πόλης, σήκωσαν την «κλίνη της λύπης» με το εκ τρίτου πρόσταγμα του επί της καταστάσεως: «Ἒξελθε, βασιλεῦ, καλεῖ σε ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων», και τον είδε η γυναίκα του έτσι στολισμένο και απαστράπτοντα, δε μπόρεσε να συγκρατήσει ολότελα τον σπαραγμό της καρδιάς της. Έκυψε στον ώμο της Ευφροσύνης, και ανέβλυσαν ξανά κρήνες δακρύων οι οφθαλμοί της.
«Δες τον, δες τον, μάνα μου» παραληρούσε ωσάν απομωραμένη, νεύοντας προς το φέρετρο. «Σαν να κοιμάται είναι, ναι, σαν να κοιμάται ο άμοιρος, ο άνδρας μου, ο καλός μου, που ωραιότερός του δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει στην οικουμένη ολόκληρη! Αχ, η βαριόμοιρη εγώ, η δύστυχη…»
Και με το μοιρολόι το ατέλειωτο της Αυγούστας και κυρίας της, στέναζε θαρρείς ολάκερη η Κωνσταντινούπολη, το Ιερό Παλάτιο και τα λουτρά και ο Ιππόδρομος, ταραζόταν ο Κεράτιος κι ο Βόσπορος και κακοφουρτούνιαζαν, πενθώντας έτσι κι αυτά τα στοιχειά της φύσης την εκδημία του πανώριου άρχοντα της Ρωμανίας, του προικισμένου με όλες τις χάρες και χαρές. Μες τη Χαλκή την Πύλη έσκυψε και του ’δωσε πρώτη του Ρωμανού η Θεοφανώ τον τελευταίο ασπασμό, στα χείλη, στα βλέφαρα και στο μέτωπο, χωρίς για το πρώτο να ντραπεί τον κόσμο, και κατόπι ακολούθησε τη νεκρική πομπή, προπορευόμενη του φερέτρου του, με την Ευφροσύνη πάντοτε να τη βαστάζει, κρατώντας η ίδια από το ένα χέρι τον Βασίλειο και το άλλο τον Κωνσταντίνο, που τρέκλιζαν με τα ποδαράκια τους να περπατάνε στο ρυθμό των μεγάλων, πίσω ακριβώς απ’ τον πατριάρχη και τους παπάδες οι οποίοι έψαλλαν κηροφορούντες, και μετά το κιβούρι του αντρός της έπονταν πεζοί οι επίσημοι άρχοντες, κι αυτοί με κεριά στα χέρια και ψάλλοντες. Ο λαός παρακολουθούσε την εκφορά με αισθήματα ανάμεικτα · πολλοί δε θα συμπαθούσαν τον Ρωμανό όσο ζούσε, για την ατάσθαλη ζωή που φημολογείτο παντού ότι είχε, αλλά και πολλοί θα του έτρεφαν εκτίμηση μεγάλη και σεβασμό, για το κατόρθωμα που πέτυχε μέσω του Νικηφόρου Φωκά, να φέρει την Κρήτη στους κόλπους της αυτοκρατορίας. Μόνο η Θεοφανώ όμως γνώριζε κι αναγνώριζε την αληθινή ποιότητα του νεκρού συζύγου της, και πόσο άξιζε για κείνη, και στερημένη τώρα παντοτινά από την παρουσία του βάδιζε με το κεφάλι της σκυφτό, καλυμμένο με το μελανό το πέπλο, χωρίς να καταδεχτεί να δείξει σε κανέναν έξω απ’ τον εαυτό της και τους οικείους της την τεράστια και ειλικρινή της θλίψη που την τσάκιζε…
Η πομπή, διαβαίνοντας τη Μέση Οδό, έφθασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, το κύριο μαυσωλείο των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Τελέστηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, και ύστερα ένευσε πάλι ο πραιπόζιτος στον επί της καταστάσεως, εκείνος είπε τούτη τη φορά «Εἴσελθε, βασιλεῦ, καλεῖ σε ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» και «Ἀπόθου τὸ στέμμα ἐκ της κεφαλῆς σου», κι οι αρμόδιοι αφαίρεσαν του Ρωμανού την κορώνα και βάλανε στη θέση του γύρω απ’ τους κροτάφους του ταινία πορφυρή απλή για διάδημα, χωρίς πλουμίδια. Και αφού γίνηκε κι αυτό, πήραν τη σορό του και την κατέβασαν μες τη λάρνακα, δίπλα σ’ εκείνη του πατέρα του, που από μάρμαρο ροδοποίκιλο την είχε παραγγείλει όταν ανέλαβε τα σκήπτρα ο θαλερός γόνος των Μακεδόνων, δίχως να ξέρει ότι επρόκειτο τόσο γρήγορα να κοιμηθεί αιώνια μέσα της...
«Ρωμανέ μου… Αυτό είναι λοιπόν το τέλος! Τώρα χωριζόμαστε για πάντα, δε θα το ατενίσω ποτέ ξανά το πρόσωπό σου το ερατεινό, το αγαπημένο μου…» ψέλλισε η Θεοφανώ, κι ευθύς σκοτείνιασε το φως της, λιγοθυμιά της ήρθε και λυγίσανε τα πόδια της, που τόσην ώρα την είχανε βαστάξει με πείσμα όρθια, και κατέρρευσε σχεδόν στην αγκαλιά της Ευφροσύνης, σαν κυπαρίσσι που νικιέται χτυπημένο απ’ την πιο ισχυρή βροντή, έχοντας αντέξει επίμονα σε ασταμάτητη, λυσσομανούσα καταιγίδα…
Έπεσε στο κρεβάτι η νεαρή χήρα αυτοκράτειρα μετά την ταφή του άντρα της, σε κατάθλιψη πολύ χειρότερη απ’ όταν είχε χάσει την Ελένη της, μήτε να φάει ήθελε μήτε και να πιει, μόνο ψωμί και νερό δεχότανε, κι αυτό με το παρακαλετό της Ευφροσύνης και των θυγατέρων της. Κι ολημερίς κι ολονυχτίς εστέναζε, και έκλαιγε, και γάλα πλιο δεν εκατέβαζαν τα στήθη της για να ταΐσει το κορίτσι της.
«Κόρη μου, σήκω απάνω, βρες ξανά τον εαυτό σου» την ικέτευε και την παραινούσε η έμπιστή της. «Σκέψου τα αγόρια σου, μα πιο πολύ την Άννα σου, που αν συνεχίσεις έτσι, κινδυνεύει να σου πεθάνει! Γάλα ξένο δεν το παίρνει στο στοματάκι της, το φτύνει, την έδωσα και της Αγνής που θηλάζει ακόμα τον Δημήτριο, μα τίποτα! Φοβάμαι, κυρά μου, φοβάμαι για σένα και για κείνη…»
«Η Άννα μου; Η Άννα μου δεν τρώει;» έκανε η Θεοφανώ. «Γιατί δε μου το ’πες νωρίτερα, Ευφροσύνη; Φερ’ τη μου εδώ!»
«Πώς να σ’ τη φέρω, κυρά μου, σ’ αυτό το χάλι που είσαι;»
«Φερ’ τη μου!» πρόσταξε και ανακάθισε στους γοφούς της. «Θα τα καταφέρω! Δε θέλω να πάθει τίποτα το κοριτσάκι μου!»
«Καλά, καλά… Σ’ τη φέρνω, κυρά μου!» υποχώρησε η Ευφροσύνη, και γέμισε χαρά και δόξασε τον Θεό πως θαύμα την αξίωσε να δει, όταν απίθωσε στις αγκάλες της Θεοφανώς τη μικρή, και εκείνη γύμνωσε τους μαστούς της και μόλις το στοματάκι το βρεφικό πιπίλισε τη θηλή της, άρχισε να ρουφά ήρεμα το γάλα.
«Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Τούτο το παιδί την ανέστησε!» ψιθύρισε συγκινημένη, κάνοντας τον σταυρό της, ενώ η Θεοφανώ μιλούσε με στοργή στο λεχούδι της:
«Άννα μου, πριγκιπέσα μου… Για σε θα ζήσω, για σένα και τα αδέλφια σου, και για τη μνήμη του πατέρα σας και το κράτος που πρέπει να κυβερνήσω! Είμαι μάνα, είμαι η αυτοκράτειρα, και για αυτά όλα πρέπει να κρατηθώ ζωντανή…»
Πεζός έφτασε ο μαντατοφόρος στη γυναικεία μονή των Πριγκιποννήσων, όπου ζούσαν εδώ και τρία περίπου χρόνια ανάμεσα στις άλλες μοναχές και οι τέσσερις αδελφές του Ρωμανού, εκτός από τη Ζωή. Είχαν προσπαθήσει να αποδράσουν απ’ το μέγαρο του Αντιόχου, τη χρυσή τους φυλακή, να γυρίσουνε αιφνιδιαστικά στο σπίτι τους και να αναγκάσουνε και να εκβιάσουνε με κάθε μέσο τον αδελφό τους και τη νύφη τους να τις κρατήσουν εκεί, δίπλα τους. Έτσι το σχεδίαζε η Θεοδώρα, η πιο δυναμική απ’ όλες: μια νύχτα με λειψό φεγγάρι, τόσο όσο να τους φέγγει τον δρόμο, θα νάρκωνε τους φρουρούς που είχε βάλει η Θεοφανώ να τις επιτηρούν, ώστε να τους κάνει να παραδοθούν πιότερο βαριοί στον Μορφέα, και αφού μπαμπουλώνονταν απ’ την κορφή ως τα νύχια μαζί με τις μικρότερες θα έπαιρναν τα κλειδιά των θυρών και θα το έσκαγαν νυχοπατώντας. Έσπασε όμως ο διάβολος το ποδάρι του, το υπνωτικό ίσως να μην έπιασε αρκετά, και οι φύλακες τις πήρανε χαμπάρι την ώρα που πήγαιναν να βγουν. Εγερθήκανε μεμιάς, φωνάζοντας, χίμηξαν απάνω τους και τις αδράξανε, τις βάλανε κάτω και τους έδεσαν τα χέρια, ενώ εκείνες έσκουζαν και κλαίγανε και καταριόντουσαν. Κι άμα της μετέφεραν το νέο της Θεοφανούς, εκείνη όλο θυμό διέταξε να τις ξορίσουν τούτη τη φορά σε μοναστήρι κανονικό, αλάργα από το Παλάτι, και να τις κλειδαμπαρώσει η ηγουμένη σε κελιά χωριστά, να μη βλέπουν και να μην ακούν η μια την άλλη. Ακόμα κι έτσι, όμως, κατάφερναν οι πριγκίπισσες τελικά να επικοινωνήσουν, έδιναν κουράγιο αναμεταξύ τους και περίμεναν με ελπίδα αχνή μήπως ο Ρωμανός τις λυπηθεί και διατάξει την ανάκλησή τους…
Τη μακάβρια επιστολή, την τυλιγμένη στον κοντό, παρέλαβε πρώτη η Αγάθη, που κόντευε πια στα δεκαεννιά της χρόνια και κάτω από το ράσο έθαλλε ακέρια η καλλονή της. Ξετύλιξε την περγαμηνή, και μόλις ανέγνωσε το περιεχόμενό της, κρυώσανε τα λευκά της χέρια, θολώσανε τα μάτια της τα σμαραγδιά, τα χείλη της τα ροδαλά συσπάστηκαν, κι όλο το κορμί της το απαλό που το στόλιζε κάποτε το μετάξι συνταράχθηκε, και τα μέσα της σαν νερά θαλάσσια φουρτούνιασαν, αγρίεψαν, μέχρι που ξεχείλισε από το φρέαρ του στόματός της η θλιβερή τους τρικυμία:
«Αδελφέ μου! Ω, αδελφέ μου! Δε μπορεί, δε γίνεται… Ήσουνα τόσο νέος, κι εμείς οι άθλιες πιστεύαμε… Τώρα ποιος, ποιος στο εξής ποτέ θα μας ελευθερώσει; Δέσμιες θα μείνουμε ως να πεθάνουμε, δέσμιες μες σ’ αυτό το μαύρο κι άραχλο μοναστήρι, εμείς που εντρυφούσαμε στα αγαθά του Παλατιού, και πάνω απ’ όλα εγώ, η μικρότερη απ’ όλες και κάποτε χαϊδεμένη σου!»
Οι οδυρμοί της ξεσήκωσαν τις άλλες μοναχές, την περικύκλωσαν. Κάποια σήκωσε τον πάπυρο που είχε αφήσει να της πέσει από τα χέρια, διάβασε, κι έκανε τον σταυρό της, βλέποντας την είδηση του θανάτου του βασιλέα Ρωμανού γραμμένη με το πορφυρό μελάνι. Το ίδιο βράδυ του κάνανε μνημόσυνο, και πάλι την ίδια ώρα έπεσε απόπληκτη η πριγκίπισσα Θεοφανώ, η ευαίσθητη και ασθενική, μαθαίνοντας τη συμφορά την τραγική, και ούτε μιλούσε ούτε λαλούσε, απόκριση καμιά δεν έδινε στις αδελφές της που την περιτριγύριζαν διπλά θλιμμένες και συγκοπτόμενες γοερά για τούτο το κακό που ήρθε να προστεθεί στο πρώτο, μόνο ανάσκελα στο στρώμα της κοιτούσε με μάτια απλανή τριγύρω της, σαν πετρωμένη απ’ της Μέδουσας το ανάβλεμμα, και πού και πού ξεστόμιζε άναρθρα κλαυτερά επιφωνήματα. Ποτέ της έκτοτε δεν κουνήθηκε και δεν ξανασηκώθηκε η δύσμοιρη βασιλοκόρη, και έτσι κατάκοιτη με τον εγκέφαλο πληγμένο την πήρε ο Χάρος στα είκοσι έξι της και την έβαλε στη βάρκα του, πριν βγει εκείνη η καταραμένη χρονιά. Κι απέμειναν πίσω η Θεοδώρα, η Άννα κι η Αγάθη, να πενθούν μαζί τον αδελφό και την αδελφή τους, σέρνοντας αργά και βασανιστικά τα πόδια τους στον αγκαθερό δρόμο της μίζερης ζωής των καλογραιών, που έφθειρε αμείλικτη τα νιάτα τους και μαγάριζε το αίμα τους το βασιλικό…
Όλον εκείνο τον καιρό, ύστερα από τον θρίαμβό του στην Κρήτη που του χάρισε δόξα μεγαλειώδη, ο δομέστικος της Ανατολής Νικηφόρος Φωκάς κατέτρεχε τον εμίρη Χαμβδάν και τους Σαρακηνούς στη Συρία, ο οποίος είχε ανανήψει από την ήττα του και εξαπέλυε νέες σφοδρές επιθέσεις κατά των χριστιανών. Ταμπουρώθηκαν οι εχθροί του στα κάστρα τους, υπολογίζοντας πως δε θα μπορούσαν να τον πολεμήσουν κατά μέτωπο, και το πιο πολύ που έκαναν ήταν να προκαλούν δολιοφθορές στο στράτευμά του. Ο Νικηφόρος, όμως, τους κυνήγησε ανελέητος, καίγοντας την ύπαιθρο και μαχόμενος σκληρά, και σύντομα πάνω από εξήντα φρούρια των Αράβων έπεσαν στα χέρια του, με αποκορύφωμα τη Βέροια, όπου οι αιχμάλωτοι χριστιανοί τους οποίους ελευθέρωσε τον υποδέχτηκαν με κλάματα χαράς, στα όρια της υστερίας, ως σωτήρα και Μεσσία τους, κι αφού μάζεψε λάφυρα πολυάριθμα, μεταξύ αυτών και ένα τεμάχιο του χιτώνα ή έναν ματωμένο βόστρυχο του Τιμίου Προδρόμου, κατά τις διηγήσεις, επανέκαμπτε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν κιόλας στα μισά της οδοιπορίας του εκείνο το πρωινό, κι είχε στρατοπεδεύσει σε μέρος ομαλό και ασφαλές για να ξεκουραστούν λιγάκι οι γενναίοι του, όταν δυο στρατιώτες τον πλησίασαν, φαινόμενοι ανάστατοι.
«Στρατηγέ, έχουμε κάτι να σου αναγγείλουμε… Κάτι άσχημο…»
«Τι άσχημο, παιδιά μου; Μήπως ο Χαμβδάν ξεσηκώνεται και πάλι; Μιλήστε μου!»
«Ο βασιλιάς Ρωμανός, δομέστικε... Πέθανε!»
«Πώς; Άκουσα καλά;» ζάρωσε τα φρύδια ο Νικηφόρος, και οι γεμάτοι έγνοιες καλοσυνάτοι οφθαλμοί του πλάτυναν. «Ο βασιλέας Ρωμανός, νεκρός;»
«Ναι, μα τον Θεό, στρατηγέ…»
«Μα πώς; Πώς έγινε αυτό; Ήτανε νεώτατος, το εικοστό τέταρτο έτος της ηλικίας του ήγε…»
«Τίποτα άλλο δε γνωρίζω, κύριέ μου, μόνο που μάθαμε ότι είχε πάει για κυνήγι, προτού αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο…»
«Ο Θεός να τον αναπαύσει! Καλός ήταν ο Ρωμανός το παιδί, κι ας έγινε τόσο νέος αυτοκράτορας, φρόντιζε και για τα στρατιωτόπια, και υπό τη χείρα τη δική του, στρατηγέ, και τη δική σου ανακτήσαμε την Κρήτη… Κι αν ήτανε και λίγο του γλεντιού, καθώς λένε, να τον συγχωρέσει Αυτός που όλα τα ξέρει και όλα τα ορίζει!»
«Αιωνία του η μνήμη» μουρμούρισε κι ο Νικηφόρος με τη σειρά του, ενώνοντας τα δάχτυλα, και σχημάτισε απάνω του αργά κι ευλαβικά το σημείο του σταυρού. Η σεβάσμια κεφαλή του είχε γεμίσει μπλάβα σύννεφα στο άκουσμα της τρομερής είδησης, οι λογισμοί του τρέχανε… Αχ, πόσο πολύ θε να ’κλαιγαν της Θεοφανώς τα μάτια, πόσο θα πονούσε για την απώλεια του άντρα της η πεντάμορφη κυρά του, κι αυτά τα δυο τα αγόρια της, οι βαφτισιμιοί του, μικρούτσικα κι ανυπεράσπιστα παιδιά, στον θρόνο πλέον, με ένα υποκείμενο σαν τον Βρίγγα να τα επιτροπεύει, όντας πρωθυπουργός! Έπρεπε να δράσει, να μην αφήσει τον άτιμο ευνούχο να διαχειρίζεται αυτός τις υποθέσεις του βασιλείου, να προστατέψει την αυτοκράτειρα και τους γιους της και να τιμήσει τους όρκους πίστης που είχε δώσει στον νεαρό βασιλιά του, ο οποίος τόσο πλουσιοπάροχα τον είχε ανταμείψει για την Κρήτη, χωρίς να ζητήσει τίποτα απολύτως ο στρατηγός…
Και ενώ στην αρχή τού πέρασε απ’ το νου να στασιάσει και να ανατρέψει βίαια την απόφαση αυτή της Συγκλήτου και του πατριάρχη, μια επιστολή της ίδιας της Θεοφανούς ήρθε να του λύσει τα χέρια. Του έγραφε και του μηνούσε να επιστρέψει όσο το δυνατόν συντομότερα στην Κωνσταντινούπολη, να μπει εντός των τειχών της και να περιμένει να τον συναντήσει. Σκίρτησε η καρδιά του Νικηφόρου στη σκέψη ότι θα την ξανάβλεπε, αλλά επιβλήθηκε αύθις στα αισθήματά του, προέταξε το συμφέρον εκείνης και των παιδιών της που θα έπρεπε να προασπίσει, και αφού απέλυσε τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς του, οι οποίοι εξάλλου φοβήθηκε ότι δε θα του έφταναν για να επιχειρήσει στάση, προήλασε μόνος προς τη Βασιλεύουσα, με δυο τρεις εμπίστους υπασπιστές του, φέρνοντας διαρκώς στα μύχια των πενήντα ενός Μαΐων λογισμών του με κρυφό καρδιόχτυπο την ώρα που θ’ αντάμωνε την εικοσιδυόχρονη βασίλισσα, πώς θα της μιλούσε και θα τη συντύχαινε, δίχως να φανερώσει τη φωτιά που τον έκαιγε μέσα του για κείνη…
«Αυγούστα, ο δομέστικος Φωκάς αφίχθη, κατά πώς τον πρόσταξες» ανακοίνωσε στη Θεοφανώ ο γέροντας μάγιστρος Γεώργιος, εκείνη την απριλιάτικη ημέρα, με τη νεστόρεια σύνεση και σοφία, τον οποίο μάλιστα συμπαθούσε πολύ και εκτιμούσε, και αυτόν θα είχε κάνει πρωθυπουργό αν ήτανε στο χέρι της, όχι τον Βρίγγα. Αυτός ήταν, άλλωστε, που την είχε νουθετήσει πρώτος να καλέσει τον Νικηφόρο στην Πόλη, διότι υπέβλεπε τον πανούργο Ιωσήφ και ανησυχούσε για τους μικρούς πρίγκιπες. Αλλά οι άντρες είχανε πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, είτε ήταν ο Ρωμανός, είτε οι συγκλητικοί…
«Εντάξει, άρχοντα Γεώργιε, και σε ευχαριστώ για την ενημέρωσή σου. Πήγαινε πάλι πίσω στον δομέστικο, και πες του ότι θα τον υπαντήσω στο τάδε μέρος» αποκρίθηκε η κοπέλα, και ο σεβαστός γέροντας υποκλίθηκε μπροστά της και έφυγε για να εκτελέσει την εντολή της. Σαν έμεινε μόνη η Θεοφανώ, άθελά της συλλογίστηκε τον χρησμό εκείνο, που είχε αναφέρει ο Ιωσήφ στον άντρα της, ότι όποιος πορθούσε την Κρήτη θα στεφόταν αυτοκράτορας. Τότε δεν τον είχε πιστέψει, τον είχαν και οι δυο περιγελάσει ως αβελτηρία και αγνοήσει, όμως τώρα η ανάμνησή του έκανε τη νεαρή χήρα βασίλισσα να ανατριχιάσει προς στιγμήν και να αισθανθεί δέος.
«Ας είναι… Αν είναι ανάγκη να εκπληρωθεί ο χρησμός, ας εκπληρωθεί» συλλογίστηκε έπειτα από λίγο, με έναν βαρύ αναστεναγμό. «Έτσι που μεταλλάχτηκαν τα πράγματα, ο Νικηφόρος θα ήταν η μόνη ίσως λύση για να κυβερνηθεί ισχυρά το κράτος… Δε μπορώ ν’ ανεχτώ να κάνει κουμάντο σε μένα και τα παιδιά μου αυτός ο χαντούμης ο Εβραίος! Αχ, Ρωμανέ, αν ζούσες, όλα θα διέφεραν, δε θα φοβόμουν και θα ’τρεμα… Ω, πατέρα, πατερούλη μου, γιατί δε σ’ άκουγα και σε περιφρονούσα, σαν μου ’λεγες πως έχει ο καιρός γυρίσματα; Ιδού τώρα, που κύλησε ήδη γοργά ο τροχός, και χήρεψα μικρή και τα παιδιά μου ορφάνεψαν, και άνθρωπος κακόμυαλος βούλεται να αποφασίζει για την τύχη μας!»
Είπε και βούρκωσε, και σύσφιξε τις πυγμές της η Σπαρτιάτισσα, η μάνα και αυτοκράτειρα. Και αφού έτσι για δυο λεπτά ξέσπασε, πήρε στην αγκάλη της την Άννα, που ένα ένστικτο ακατάληπτο την είχε κάνει να μην την αφήνει στιγμή από τα μάτια της, και έδραμε προς απάντηση του Νικηφόρου…
…Στεκόταν και την καρτερούσε εκείνος, σ’ έναν θάλαμο του παλατιού, και κάτω απ’ τον σκληρό και άκαμπτο θώρακα που τα κάλυπτε τα στήθη του τα δασύτριχα ήταν ανταριασμένα. Ένας φρουρός του ανήγγειλε ξερά την άφιξή της, και στράφηκε, και είδε τη φιγούρα της να τον πλησιάζει, τη λυγερή και όμοια με θέαινας, με βήμα ταπεινό όμως, μελανειμονούσα, και γροίκησε την κρυστάλλινη μιλιά της να τον προσφωνεί ήρεμα και μελαγχολικά:
«Καλώς όρισες, Νικηφόρε καλλίνικε...»
Σήκωσε το μαύρο πέπλο της, και η ειδή της η δροσάτη, αν και χλομή και αυλακωμένη από το πένθος, άστραψε φως θεϊκό στα μάτια ομπρός του Νικηφόρου. Την κοίταζε σχεδόν ανέπνοος, κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, από τη θλίψη μαζί που την αντίκριζε έτσι και την ερωτική συγκίνηση...
«Καλώς σε βρήκα, Αυγούστα Θεοφανώ... Ο Θεός ο Άγιος να αναπαύσει τον σύζυγό σου εν χώρα ζώντων! Είμαι κι εγώ βαθιά συντετριμμένος για την εκδημία του...»
«Ευχαριστώ σε, δομέστικε... Ο Θεός να σου ξεπληρώσει τα καλά σου λόγια!»
Σώπασε η Θεοφανώ, κι ο Νικηφόρος έμεινε επίσης σιωπηλός. Δεν ήξερε τι να πει και πώς, το πένθος της νεαρής του δέσποινας και η ομορφιά της που τον όριζε του είχανε δέσει τη γλώσσα.
«Αυτή είναι... η Άννα; Η μικρή νεογέννητη πριγκίπισσα;» ρώτησε τελικά, δείχνοντας με το πιγούνι το κουκουλωμένο βρεφούδι που κράταγε στα χέρια της.
«Ναι, αυτή είναι... Το έρμο το κοριτσάκι μου, που δε γνώρισε καθόλου τον πατέρα της!»
Λυγμός ακούστηκε να βγαίνει απ’ το λαρύγγι της, και έκρυψε το βλέμμα της χαμηλώνοντάς το πάνω στο μετωπάκι της κορούλας της. Πόσο θα ’θελε να την πλησιάσει τότε ο στρατηγός, να την αγκαλιάσει, να φιλήσει τα ωραία της ομμάτια για παρηγοριά και να της πει ότι την αγαπά, πως ήταν έτοιμος σε κάθε διαταγή της να υπακούσει τυφλά, τόσο μεγάλος ήτανε για κείνη ο έρωτας του! Μα τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έκανε, ούτε μπορούσε βέβαια να διανοηθεί να κάνει, μονάχα έμενε αμίλητος κι ασάλευτος, αγνάντια της, να τη θωρεί να κλαίει και να βασανίζεται...
«Συγχώρα με, δομέστικε... Συγχώρα με που φαίνομαι αδύναμη και δακρυρροώ ενώπιόν σου, εγώ η αυτοκράτειρα...» υπέλαβε πάλι η Θεοφανώ, σκουπίζοντας με την παλάμη της τα δάκρυα που 'χανε απομείνει στα ματόκλαδα και τις παρειές της.
«Μη ζητάς συγγνώμη, αυγούστα... Έχεις το δικαίωμα να κλάψεις όσο θέλεις για τον άνδρα σου και βασιλέα μας, τον οποίο είμαι πέρα για πέρα σίγουρος ότι αγαπούσες πολύ, ως και εσένα ο ίδιος» την καθησύχασε ο Νικηφόρος, και το αχνό το χαμογέλιο που άνθισε στα χείλια της του εφάνη πολύτιμο ρουμπίνι, που θα ξέχναγε τα πάντα για να το αποκτήσει, κι αναστολές και όρκους και διλήμματα...
Λίνα Δώρου