Ποίηση Μιχάλης Θεοδωράκης - 6 αποχρώσεις του μίσους


Δε φύτρωσε το αμπέλι,
Όταν το πότισαν τα δάκρυα που έριξαν ψυχές. Πικρό λάδι στο βαρέλι,
όταν του δούλου, θολά τα μάτια,
μάζεψαν τις ελιές.

Δόξα έβαλες στο ζύγι,
Την χρύσωσες, την έντυσες, με ένα μεγάλο ψέμα.
Αυτή, έτρεξε να φύγει,
Βλέποντας τη ζυγαριά να στάζει, κόκκινο το αίμα.

Δάσκαλο έψαξες να βρεις, να τον βαφτίσεις άρχοντα και κατακτητή και κύρη.
Μα όταν τον άκουσες, ευθύς πήγες να ρίξεις, άχρωμο το κώνειο, στο ποτήρι.

Τη νύχτα, με τους κρυστάλλους, τη μέρα, με παιδιά έπαιζες, φύτευες κακό σπαρτό. Σκάρτους βάφτισες τους άλλους, μαύρα τα φρούτα, κρέμονται, πάνω στα δέντρα στον αγρό.

Χριστό, επικαλέστηκες, το μίσος σου, το σκέπασες, σε μανδύα τάχα Θείο.
Στολή να βάλεις σκέφτηκες, άσπρη η κουκούλα, έκρυψε το βλέμμα σου, το κρύο.




Πύργο να φτιάξεις θέλησες, στο κόσμο να στέκει, πανάγριος, απρόσιτος, τρανός.


Τίποτα δεν αμέλησες, άχρωμη η γη, και τη λυπάται, γκρίζος ο ουρανός.


Μιχάλης Θεοδωράκης