Την Πασχαλιά εκείνη του 961, ένα μήνα ακριβώς μετά την ανακατάληψη του Χάνδακα, ο Ρωμανός, όπως είχε κάνει και με τον Βασίλειο την προηγούμενη χρονιά, έστεψε συμβασιλέα του και τον Κωνσταντίνο. Και μες την ίδια άνοιξη, η Θεοφανώ αντιλήφθηκε πως ήτανε τρίτη φορά έγκυος. Για να γίνει βέβαια αυτό τόσο σύντομα, είχε παραμελήσει μετά τους έξι πρώτους μήνες της ζωής του τον δευτερότοκο γιο της, αφήνοντας όλη του τη φροντίδα σε μια τροφό, και απολάμβανε συχνά τον έρωτα του συμβίου της, με δίψα.
Μόλις λοιπόν το κατάλαβε, φούντωσε μέσα της και την κατέκλυσε η πεθυμιά να γεννήσει πια ένα κορίτσι, μια κόρη εδικιά της, πριγκιποπούλα, κάτι που είχε λαχταρήσει απ’ όταν κράτησε στα χέρια της τη μικρή Θεοφανώ τη Σκλήραινα και της έβαλε το άγιο λάδι του βαφτίσματος.
«Θεοτόκε, κάνε να είναι θηλυκό… Κάνε να αποκτήσω θυγατέρα τούτη τη φορά, να πλάγιασα με τον νοτιά όταν το συνέλαβα!» προσευχότανε θερμά, και έβαζε κάτω απ’ το προσκεφάλι της κρυφά τηγάνι και αδράχτι, μη μπορώντας να αντισταθεί στις προκαταλήψεις που ήξερε από παιδί. Και φούσκωνε η κοιλιά της, και πλήθαινε η λαχτάρα της…
Κείνη τη χαραυγή την καλοκαιριάτικη παιδευότανε, κι όχι από το γκάστρι της. Όνειρο κακό της τάραζε τις φρένες, παραμίλαγε, στριφογυρνώντας τον λαιμό της, και τέλος πετάχτηκε κι ανακάθισε στο στρώμα πιέζοντάς το με τις παλάμες της τεντωμένες, πνευστιώντας δυνατά σαν να πνιγόταν.
«Όχι! Όχι…» ψέλλισε, κι έπειτα: «Ρωμανέ! Άντρα μου, ξύπνα!», κι ο Ρωμανός, αναστατωμένος απ’ το κίνημά της, αφυπνίστηκε κι αυτός και στηρίχθηκε στους αγκώνες του.
«Τι συμβαίνει; Τι έχεις, γυναίκα;» τη ρώτησε, μα βλέποντάς την να κοντανασαίνει, να σπαρταρά ολόκληρη σαν το ψάρι και να μη μπορεί να αρθρώσει λέξη, τρόμαξε, και άπλωσε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει προστατευτικά.
«Θεοφανώ, κορίτσι μου, εσύ καις!» της είπε, βάζοντας τα χείλη του στο δέρμα του προσώπου της. «Δεν αισθάνεσαι καλά; Να φωνάξω τον ιατρό;»
«Όχι… Όχι, δεν είμαι άρρωστη…
«Τότε; Τι έπαθες, καλή μου, τι σε τάραξε τόσο; Μίλα μου, θα τρελαθώ!»
«Ρ-Ρωμανέ… Είδα εφιάλτη…» τραύλισε, και του γράπωσε το μπράτσο το δεξί με τα δάχτυλά της τα παγωμένα, ενώ στη φωνή της υπήρχε τρέμουλο και λυγμός.
«Εφιάλτη; Τι εφιάλτη; Ηρέμησε λίγο, ποθητή μου, ηρέμησε και πες μου τι είδες και κατατρόμαξες…»
«Είδα… είδα εσένα, και δίπλα σου τον Βασίλειο… καθισμένους… σ’ έναν θρόνο… Χρυσό, σαν τον δικό σου… Φορούσατε ρούχα κόκκινα… Τα μάτια του παιδιού μας ήταν ανοιχτά και ζωηρά, μα τα δικά σου απλανή, σαν πεθαμένου… Κι εγώ σας πλησίασα, και μόλις έκανα να σας αγγίξω πατέρα και γιο, είδα ότι τα ρούχα σας ήταν φτιαγμένα από αίμα, αληθινό… Σαν να το ’χω ακόμα στα χέρια μου, να, κοίτα!»
Και μη μπορώντας να σταματήσει να τρέμει η Θεοφανώ, του έτεινε απεγνωσμένη τις παλάμες της. Του Ρωμανού είχε πιαστεί και του ίδιου η ανάσα με την περιγραφή της, αλλά κρατήθηκε ψύχραιμος και ανέλαβε να παρηγορήσει τη γυναίκα του.
«Ησύχασε, ψυχή μου… Όνειρο και φάντασμα ήταν, δεν έχεις αίμα στα ωραία τα χεράκια σου, πέρασε πια…» της είπε και την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά του, δίνοντάς της χάδια και φιλιά στο πρόσωπο, τον λαιμό και τα μαλλιά της, ενώ γροικιόνταν μες τη σιγαλιά της κάμαρης τα πνιχτά της μικρά αναφιλητά.
«Φοβάμαι, Ρωμανέ» του εξομολογήθηκε με αγωνία, γαντζωμένη από τους ξέσκεπους ώμους του, μόλις ήρθε κάπως στα συγκαλά της. «Τέτοια ονείρατα συχνά είναι προφητικά… Κάποιος θαρρώ πως θέλει να σε βλάψει, να κάνει κακό και στο παιδί μας, τον Βασίλη μας! Άκουσέ με!»
«Λες, Θεοφανώ;» εξέπνευσε αγκουσεμένος ο νεαρός αυτοκράτορας. «Έτσι που μου τον αφηγήθηκες τον εφιάλτη σου, δε σου κρύβω ότι ένιωσα κι εγώ φόβο…»
«Λέω… Και το ένστικτο της γυναίκας και της μάνας δε λαθεύει συνήθως, είναι ισχυρό! Ερεύνησέ το, βασιλιά μου, μάθε μην εξυφαίνεται πλεκτάνη αιματηρή εναντίον μας, προτού ξεσπάσει στα κεφάλια τα δικά μας και του αθώου γιου μας!»
«Θα το ερευνήσω, βασίλισσα, σ’ το ορκίζομαι στη ζωούλα του κανακάρη μας… Προσπάθησε τώρα να κοιμηθείς ξανά, να μερώσεις…»
«Δε μπορώ… Μου ’φυγε ο ύπνος πλέον απ’ τα βλέφαρα, και δε θα ξαναρθεί άμα δε μάθω αν σήμαινε κάτι τελικά το όνειρό μου…» μουρμούρισε η Θεοφανώ, γέρνοντας ωστόσο πίσω στο μαξιλάρι και δένοντας τα χέρια της κοντά στο στήθος, πάνω απ’ το μεταξωτό σεντόνι, με τον παλμό της να σφυροκοπά ακόμα. Ο Ρωμανός, νιώθοντας κι αυτός πως άλλο δε θα κοιμότανε μετά από αυτήν την ταραχή, σηκώθηκε, έβαλε ένα λαφρύ σκαραμάγγιο και βάδισε αργά ως το παράθυρο, όπου υπέφωσκε η καινούρια μέρα.
«Σ’ αγαπώ… Δε θέλω να μου πάθεις κακό…» άκουσε να ψιθυρίζει η φωνή της Θεοφανώς πίσω του, ενώ από τις κόγχες των ματιών της είχαν κυλήσει στα μαγούλια της δυο δάκρυα. Στράφηκε και την ατένισε, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά, και πόνεσε η καρδιά του, όπως είδε να διαγράφεται κιόλας φουσκωμένη κάτω απ’ τα οθόνια της κλίνης τρίτη φορά η κοιλιά της. Τι θα έκανε άραγε η αγαπημένη του, συλλογίστηκε άξαφνα μουδιασμένος, αν εκείνος κάτι πάθαινε, μένοντας στον θρόνο με δυο μικρά αγόρια, συν το παιδί που ανέμενε; Θεέ, τώρα καταλάβαινε πόσο στα αλήθεια την αγάπαγε… Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα απαλά γνοιασμένος, και ύστερα, όταν ο Θεός ξημέρωσε για τα καλά τη μέρα, βάλθηκε, με τον ζήλο που τον πότιζε η συζυγική του αγάπη και η πατρότητα, να ψάξει αν κάτι επικίνδυνο για τον ίδιο, τη γυναίκα και τον πρωτότοκό του, τον οποίο κι αυτός λάτρευε, συνέβαινε όντως στο παλάτι του…
«Η αυγούστα Θεοφανώ είναι λίγο αδιάθετη σήμερα… Δε θα βγει από το κουβούκλι της» ενημέρωσε η Ευφροσύνη την υπηρεσία των ανακτόρων το πρωί, αφού ήρθε δίπλα στην κηδεμονευομένη της και έμαθε από τα χείλη της σε τι κατάσταση βρισκόταν. Κι αφού έπραξε το καθήκον της, επέστρεψε στο πλάι της, φέρνοντάς της ένα αφέψημα και κατιτίς φαγώσιμο.
«Φάε, κυρά μου, να στυλωθείς… Τι εφιάλτης ήταν αυτός που είδες;! Σαλέψανε κι εμέ τα λογικά μου!» έκανε η βασιλική παραμάνα και πατρικία ζωστή της νέας αυτοκράτειρας. «Θεός φυλάξοι, μην είναι σημαδιακός και συμβεί τίποτα στον άντρα σου και στο πρωτοπαίδι σου! Πώς σκιάζομαι κι εγώ, που τόσο τους αγαπώ και τους δυο και έχω τον καημό τους μαζί με εσένα!»
«Μακάρι, Ευφροσύνη μου… Μακάρι…» πρόφερε η Θεοφανώ, χαμένη στους λογισμούς της, και έριξε μια ματιά μονάχα γεμάτη σπλάχνος και αγωνία στον τρίχρονο Βασίλειο, που έπαιζε αμέριμνος, στα πόδια του κρεβατιού των γονικών του. Ο νους της είχε γυρίσει και διάβαινε στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μόλις λίγους μήνες πρωτύτερα, όταν δέχτηκε μιαν εντελώς απρόσμενη επίσκεψη…
«Αυγούστα, έχει φθάσει στις πύλες ένας άνδρας και σε ζητάει» της είχε αναγγείλει δύσπιστα ένας φρουρός. «Κρατερός το όνομά του, στο γένος Λάκωνας, και διατείνεται ότι είναι ο πατέρας σου…»
«Κρατερός; Πατέρας μου;» επανέλαβε πολύ σιγά, σχεδόν από μέσα της, και θύμησες του ταπεινού πανδοχοκαπηλείου στη Σπάρτη, όπου γεννήθηκε κι αναθράφηκε, τις οποίες νόμιζε πως είχε για πάντα ενταφιάσει και παραδώσει στη λήθη, όρμησαν και ξεχύθηκαν στο νου της με όλη της τη δύναμη, όπως τα ανθρώπινα δεινά απ’ το κουτί της Πανδώρας. Κι ανάμεσά τους, σοβαρή, πυκνόφρυδη, εύσωμη, με μαλλιά μαύρα που άρχιζαν να γκριζάρουν, με πρόσωπο που το χάραζαν αγάλι – αγάλι οι ρυτίδες, μα πάντα τρυφερή και προσηνής, κυρίαρχη μια αντρική φιγούρα, ο διακαμός ξεκάθαρος του φτωχού πλην τίμιου του ταβερνιάρη Κρατερού, του βιολογικού πατέρα της, του αληθινού αίματός της…
«Να τον διώξω, ευσεβεστάτη, ή να του πω πως τον δέχεσαι; Εγώ βέβαια δεν πίστευα ότι έχεις τόσο λαϊκό πατέρα, κι ας είχα ακούσει για την καταγωγή σου πράγματα… Μήπως ψεύδεται;»
«Όχι, δεν ψεύδεται, δούλε, και πάψε να λες εξυπνάδες, γιατί θα υποστείς ραβδισμό!» αποκρίθηκε κοφτά η Θεοφανώ και τον επέπληξε, νιώθοντας στα μέλη της μυρμήγκιασμα. «Πες του ότι θα τον δεχτώ, μόνον όχι εδώ, μες τα δώματα του Παλατιού, και με το φως της ημέρας… Το βράδυ, σε ένα περίπτερο στους κήπους να του πεις να με περιμένει…»
«Στους ορισμούς σου, βασίλισσα» προσκύνησε ο φρουρός και απήλθε για να μηνύσει του Κρατερού, αφήνοντας την κόρη του και αυτοκράτειρα των Ρωμαίων ανάστατη και νευρική, που τόσο απρόοπτα κλήθηκε να αντιμετωπίσει το παρελθόν της…
Άπλωσε η εσπέρα τα μαβιά της πέπλα, και η Θεοφανώ, ρίχνοντας στο κεφάλι της μια φαρδιά κάπα, βγήκε με κάθε προφύλαξη απ’ τον γυναικωνίτη και προχώρησε στα περιβόλια του οίκου της. Εκεί, σ’ ένα στέγαστρο, καρτερούσε ο Κρατερός την άφιξή της, και μόλις ξέκρινε τον ίσκιο του σκιρτήσανε περίεργα τα σωθικά της, ένας κόμπος βιδώθηκε στο λαρύγγι της και το στομάχι της, και κατέβασε την κουκούλα του πανωφοριού της λέγοντας:
«Πατέρα…»
Έστρεψε εκείνος τα νώτα, αναγνωρίζοντας πάραυτα τη λαλιά του παιδιού του, και με το που αντίκρισε τη μορφή της έμεινε δυο στιγμές βουβός απ’ τη συγκίνηση. Ο χρόνος είχε πετρώσει, κοιτιόντουσαν στα μάτια και ούτε ο πατέρας ούτε η κόρη τολμούσαν να κάνουν βήμα…
«Παιδί μου… Θυγατέρα μου!» άρθρωσε εν τέλει ο Κρατερός και μετακινήθηκε προς το μέρος της, κι όταν την έφτασε αρκετά άπλωσε τα χέρια του και έπιασε τα δικά της. Ένα ρίγος θαλπερό διαπέρασε την κοπέλα, και έκανε τεράστια προσπάθεια να μη συγκινηθεί υπέρμετρα και κλάψει.
«Πόσοι χρόνοι, κόρη μου, Αναστασώ μου!» πρόσθεσε ο κάπελας βραχνός. «Γυναίκα σωστή έχεις γίνει, και μοιάζεις ακόμη πιο πολύ στη συγχωρεμένη τη μητέρα σου, τη Βανθώ…»
«Θεοφανώ με λένε πια, πατέρα… Όχι Αναστασώ» τον διόρθωσε. «Η πεθερά μου μού το άλλαξε, και σε παρακαλώ να μη με ξαναπείς με το όνομα τούτο το παλιό, το άθλιο…»
«Βέβαια… Βέβαια, Θεοφανώ…» αντιλάλησε ο Κρατερός, σκουπίζοντας τα μάτια του. «Όταν μου το ’πανε, ξαφνιάστηκα… Αλλά να ξέρεις, μπορεί για τον άντρα σου τον βασιλιά και για όλους τους υπηκόους σου να είσαι η αυγούστα Θεοφανώ, για μένα όμως θα είσαι πάντα η Αναστασία, η αγαπημένη μου μοναχοκόρη, το μόνο μου παιδί, το σπλάχνο μου… Και το όνομά σου για μένα είναι θησαυρός και βάλσαμο!»
«Πώς ήρθες ως εδώ;» θέλησε να μάθει εκείνη, μετά από μια στιγμή σιωπής ανάμεσά τους. «Είναι μακρύ ταξίδι από τη Λακεδαίμονα…»
«Ναύλωσα πλοίο, κέρμα με κέρμα τα σύναζα τα χρήματα… Με την ελπίδα να ’ρθω να σε δω, και να που μπόρεσα και το πήρα απόφαση, μου έγινε αφόρητη πια η μοναξιά στο σπίτι μας…»
«Και… πού μένεις τώρα;»
«Βρήκα κρεβάτι σ’ ένα φθηνό πανδοχείο, με όσα λεφτά είχα στο βαλάντιό μου και δεν ξόδεψα για τα ναύλα. Ίσα – ίσα μου φτάνουν, όμως, αύριο κιόλας πρέπει να φύγω, αν δε θέλω να με διώξουν με τις κλοτσιές…»
Μειδίασε πικρά ο Κρατερός, κι η Θεοφανώ ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της. «Πάρε αυτά» του είπε, βγάζοντας από μια πτυχή του φορέματός της ένα πουγκί. «Το φαντάστηκα πως θα ’χες ανάγκη, και τα πήρα κρυφά από το θησαυροφυλάκιο, για χάρη σου…»
«Δε θέλω να γίνω ζητιάνος σου, παιδί μου» ξενίστηκε ο Κρατερός, κι έκανε να της επιστρέψει το δώρο, μα η κόρη του τον απέτρεψε.
«Κράτα τα, πατέρα. Δεν είσαι ζητιάνος εσύ, ούτε σου κάνω ελεημοσύνη… Είσαι ο άνθρωπος που με γέννησε, και είναι χρέος μου να σε βοηθήσω! Πήγαινε τώρα στην ευχή του Θεού, και μην πεις σε κανέναν για αυτή μας τη συνάντηση…»
Ο Κρατερός, αμίλητος, της ασπάστηκε το χέρι που του έδωσε το μέρισμα, και η Θεοφανώ κίνησε να φύγει. Τη σταμάτησε όμως η μιλιά του οπίσω της:
«Θυγατέρα, μη λησμονείς από πού έρχεσαι… Και, πάνω απ’ όλα, να θυμάσαι πάντα την εύνοια του Θεού, που σε έκανε γυναίκα του Ρωμανού και βασίλισσα, και να μην υπερηφανεύεσαι, γιατί εύκολα μπορεί να σε ταπεινώσει, όπως σε ανύψωσε…»
«Δε φοβάμαι εγώ τέτοια πράγματα, πατέρα» του απάντησε δίχως να στραφεί, συμπλέκοντας με βια τα δάχτυλά της μεταξύ τους. «Είμαι νέα, είμαι ευτυχής, έχω εξουσία, τίποτε δε με πτοεί!»
«Η τύχη είναι τροχός και γυρίζει, Αναστασία, κι αν βρίσκεσαι τώρα στα αψηλά, αύριο μια στροφή του μπορεί να σε ρίξει βάναυσα… Μην το αψηφάς αυτό, και να ευχαριστείς πάντα τον Θεό για την τόση πολλή καλοτυχία και ευημερία που σου χάρισε να απολαμβάνεις, με τις ανεξιχνίαστες βουλές Του!..»
«Γυναίκα, είχες δίκιο να φοβάσαι το όνειρό σου» της ανακοίνωσε την άλλη μέρα ο Ρωμανός, φανερά ταραγμένος και συγχυσμένος. «Ένας δούλος, ο Ιωαννίκιος ο Σαρακηνός, μου αποκάλυψε ότι σημαίνοντες αυλικοί, προσκείμενοι στον μακαρίτη τον παππού μου και τους θείους μου, ετοίμαζαν συνωμοσία εναντίον μου, να με δολοφονήσουν όταν θα έβγαινα στον Ιππόδρομο για τους αγώνες και να καθίσουν στον θρόνο τον Βασίλειο, αναγορεύοντάς τον αυτοκράτορα! Ο μάγιστρος Βασίλειος Πετεινός πρωτοστάτης, και μεταξύ τους ο Νικόλαος Χαλκούτζης, οι πατρίκιοι Πασχάλιος και Βάρδας του Λιβός… Έτσι ερμηνεύονται τα καθημαγμένα ρούχα που ονειρεύτηκες ότι φορούσαμε εγώ και ο γιος μας!»
«Ώστε έτσι… Αν είναι δυνατόν!» ανέκραξε η Θεοφανώ. «Σε τι τους έφταιξες άραγε, Ρωμανέ, και θέλησαν να σ’ εξοντώσουν; Τι όφελος θα είχαν; Μήπως επειδή παίρνεις μαζί με τους συμβούλους σου μέτρα καλά και νομοθετείς ευνοϊκά χρυσόβουλα για τον ενδεή λαό σου και τους μικρογεούχους, και τρέμουν μη χάσουν τα προνόμια;»
«Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι να υποθέσω… Δέχτηκα κι εγώ ισχυρό πλήγμα με αυτή τη φοβερή αποκάλυψη του Ιωαννικίου! Ο Θεός τον φώτισε να με προειδοποιήσει…»
«Ποταπά και αχάριστα υποκείμενα! Δεν πιστεύω να τους αφήσεις ατιμώρητους;!»
«Έχω αναθέσει ήδη στον Βρίγγα να τους εντοπίσει και να τους συλλάβει… Μετά τη σύλληψή τους, είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια του!»
Πράγματι, ο παρακοιμώμενος κυνήγησε τους συνωμότες, τους έπιασε, κι έπειτα τους ανέκρινε και τους βασάνισε σκληρά για παραδειγματισμό στα υπόγεια του Παλατιού. Και την ημέρα των ιππικών αγώνων, οπότε σχεδίαζαν να σκοτώσουν τον Ρωμανό, τους έβγαλε αντίθετα ελεεινούς στον εύριπο[1] και τους διαπόμπευσε, και βρόντηξε το στάδιο απ’ το γιούχα, μετά τις επευφημίες για τον εξαίρετο Φιλώραιο, τον υπασπιστή του πρωτεξάδελφου του βασιλιά, του Ρωμανού Μωσηλέ, που στεκότανε όρθιος στη ράχη του πιο γοργού αλόγατου κι ενώ αυτό κάλπαζε στον στίβο, έπαιζε το σπαθί του πιδέξια χωρίς διόλου να τραμπαλίζεται, για να κουρευτούν ύστερα όλοι και να υποστούν την εξορία και το μοναχικό ράσο. Κι ο εξ αγχιστείας συνονόματος θείος του νεαρού αυτοκράτορα, ο Ρωμανός Σαρωνίτης, βλέποντας την τύχη τους και ξέροντας ότι τον υπέβλεπαν πολλοί λόγω του αξιώματός του, έκανε το ίδιο αυτοβούλως: μοίρασε την περιουσία του και εγκαταστάθηκε στη Μονή των Ελεγμών. Ωστόσο, ο βασιλέας Ρωμανός ο Νέος, με την επιείκεια του ήθους που τον χαρακτήριζε, κατήγαγε μεθ’ ου πολύ χρόνο τους εξορισμένους συνωμότες, εκτός από τον Πετεινό, ο οποίος τρελάθηκε και πέθανε στην Προικόνησσο, και η Θεοφανώ εξεπλάγη και διαφώνησε έντονα για αυτό μαζί του.
«Δεν έπρεπε ποτέ να το κάνεις, άντρα μου, αυτό το διάβημα! Εκείνοι οι άθλιοι πήγαν να σε αφανίσουν ύπουλα, κι εσύ τους φέρνεις πίσω και τους βάζεις ξανά στην Αυλή σου και στον οίκο σου; Νόμιζα ότι είσαι έξυπνος, αλλά τελικά αποδεικνύεσαι αφελέστατος, καθώς φαίνεται!»
«Δεν είναι αφέλεια, Θεοφανώ, πολιτική λέγεται… Και εγώ επίσης νόμιζα για σένα ότι θα το καταλάβαινες, με τόσο κοφτερό μυαλό που απέδειξες πρότερα ότι έχεις! Τι θα κέρδιζα, εάν τους άφηνα στην εξορία; Δεν υπήρχε άραγε κίνδυνος να στρέψω μέρος των αυλικών μου εναντίον μου, και να προκαλέσω και την οργή του Θεού από πάνω; Ήδη τους έκανε να μαρτυρήσουν αρκετά ο Βρίγγας…»
«Μη γίνεσαι τόσο μαλθακός και φιλάνθρωπος, Ρωμανέ… Είσαι ο αυτοκράτορας, τριγύρω σου μπορεί να ελλοχεύουν χίλιοι δυο φθονεροί σφετεριστές του θρόνου σου!» επέμεινε στις νουθεσίες η Θεοφανώ, με δεικτικά κινήματα των χεριών της. «Σου μιλάω σκληρά, αλλά είμαι η γυναίκα σου και νοιάζομαι για σένα όσο κανείς άλλος… Η πολλή σου καλοσύνη φοβάμαι μη σε βλάψει ανεπανόρθωτα στο τέλος! Έτρεφες το φίδι στον κόρφο σου, το ξεσκέπασες, και τώρα… τώρα το περιθάλπεις πάλι…»
«Γλαυκώπα μου, ηρέμησε… Μην ταλαιπωρείς τον εαυτό σου και το μωρό που περιμένεις» προσπάθησε να την κατευνάσει θορυβημένος ο Ρωμανός, βλέποντάς την να δυσφορεί λαχανιασμένη, και την αγκάλιασε. «Όλα θα πάνε καλά, θα δεις, όπως πήγαιναν και πριν για τους δυο μας… Είναι παντελώς ακίνδυνοι πια αυτοί οι πονηροί άνθρωποι μετά την κρίση και την καταφρόνια που βίωσαν, πίστεψέ με!»
«Μακάρι… Μακάρι να έχω άδικο…» ψιθύρισε, και έγειρε στον ώμο του.
«Θα σ’ έχανα! Δε θέλω…» πρόσθεσε ευθύς, παρόμοια, με λαχτάρα, δένοντας τα χέρια της γύρω απ’ την πλάτη του. Κι εκεί, τότε, σαν να πρωτοαντιλήφθηκε καθάρια ότι το ’χε αγαπήσει ουσιαστικά το στεφάνι της, με του καιρού του γάμου τους το διάβα, βαθιά, κι όχι μόνο, ως θαρρούσε νιόπαντρη, γιατί ήταν πάγκαλος στο σώμα, πορφυρογέννητος ατόφιος και εραστής της φλογερός…
Σύντομα μετά από αυτούς τους διαλόγους τους, μες τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, γέννησε η Θεοφανώ κοριτσάκι. Και αφού στάθηκε στα πόδια της από τον τοκετό, την πήρε ο Ρωμανός αντάμα του, και με την κορούλα τους σπαργανωμένη στην αγκαλιά του ήρθαν στα δώματα της μητέρας του, της βασιλομήτορος Ελένης, που άρρωστη πια από τον καημό για τον αποχωρισμό των θυγατέρων της, μαραζωμένη και πρόωρα γερασμένη, σχεδόν δε σηκωνόταν απ’ την κλίνη της. Η νεαρή αυγούστα δυσανασχέτησε μέσα της για τούτη την επίσκεψη, δεν ήθελε όμως να κακοκαρδίσει τον άνδρα της, έτσι υπέμεινε στωικά το να αντικρίσει ξανά την όχι και τόσο αγαπημένη πεθερά της.
«Μάνα, σου φέραμε να δεις την εγγονή σου. Θυγάτριο έτεκε αυτή τη φορά η Θεοφανώ…» είπε ο Ρωμανός στην Ελένη, αυτή γύρισε με κόπο το κεφάλι της, και μόλις είδε τον υγιό της με το βρέφος ένα αμυδρό μειδίαμα σαν να χαράχτηκε στα πικραμένα χείλη της και την όψη της την ωχρή. Κράτησε τη νεογέννητη πριγκίπισσα στα θλιβερά αδυνατισμένα μπράτσα της, τα μάτια της τα σμαραγδένια, κάποτε λαμπερά, τώρα σβηστά, βουρκώσανε λιγάκι, και αναστέναξε κρυφά το απισχνασμένο στήθος της.
«Ευλογημένη να ’σαι και καλότυχη, εγγονούλα μου!..» ψιθύρισε κουρασμένα, κι έγειρε πίσω στο κεφαλάρι του κρεβατιού της. Κάτι σαν οίκτος ανασαλεύτηκε στης Θεοφανώς τα σωθικά, βλέποντάς τη σε τούτη την κατάσταση, αλλά η αντιπάθειά της το υπερνίκησε γρήγορα. Έσφιξε απάνω της το καινούριο μωρό της και έφτυσε διακριτικά στον κόρφο του, όταν ο Ρωμανός της το έδωσε, καθώς ένιωθε μια ενέργεια αρνητική να την περιζώνει.
«Γιατί έπρεπε να βαστάξει τη θυγατέρα μου η κακορίζικη, που ’ναι έτοιμη να πεθάνει;» συλλογιότανε. «Θεός να δώσει να μη μου τη βασκάνει και πάθει κάνα κακό! Με τόση λαχτάρα περίμενα να την αποκτήσω…»
Λίγο μετά του Σταυρού, στις 19/20 Σεπτέμβρη του 961, μια νύχτα με έκλειψη σελήνης, η βασίλισσα Ελένη η Λεκαπηνή, σύζυγος και μητέρα αντίστοιχα δύο αυτοκρατόρων της Μακεδονικής δυναστείας, η γλυκιά μα και συνετή, η δυνατή και συνάμα πονεμένη, έφυγε όντως από τη ζωή στα πενήντα ένα της χρόνια. Θρήνησε ο λαός και η Αυλή την απώλεια της κοσμαγάπητης γυναίκας, και πλήθος πολύ τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία, στη Μονή Μυρελαίου την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της, ο γέροντας Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και πλάι στον οποίο ετάφη η βασιλική νεκρή, μ’ ένα επίγραμμα του Ιωάννη Γεωμέτρη αφιερωμένο στη μνήμη της:
Κρύπτει σελήνην ἀλλὰ λαμπρὸς φωσφόρος,
νῦν Ἑλένην ἔκρυψεν ὁ στυγνὸς τάφος·
ἀλλ ̓ εἰς τοσοῦτον μὴ κατισχύσῃ Χάρων·
στραφεῖσα δ ̓ αὕτη πρὸς νοητὸν φωσφόρον
ἄνω πρὸς αὐτόν, ὡς σελήνη πρὸς πόλον,
τὸ φῶς ἀφῆκε· πρὸς δὲ τὴν χθόνα βρίθον
νεύειν ἀνάγκη τὸ σκιῶδες σαρκίον.[2]
Ο Ρωμανός, πάντως, έστω και μετά θάνατον, έστω και αργά, εκτέλεσε την εντολή που του είχε δώσει ο μάγιστρος Συμεών ο Μεταφραστής στο δικό του ποίημα για την τελευτή του κύρη του, και τίμησε την αποδημήσασα πια μάνα του, βαφτίζοντας την κόρη του με το όνομά της. Περνούσε το αντρόγυνο τώρα μια περίοδο ευτυχίας, η Θεοφανώ είχε ξετρελαθεί με το κορίτσι της, κι εκείνος προσπαθούσε να βρίσκεται επίσης όσο το δυνατόν εγγύτερα στους μικρούς του γιους, όταν δεν τον απασχολούσαν κυνηγέσια ή κρατικές υποθέσεις. Ωστόσο, οι συνωμότες άνδρες που επανέφερε στο παλάτι του, αφού δε μπόρεσαν να φθείρουν μια και καλή την ύπαρξή του, το βάλανε σκοπό να διαβρώσουνε το ήθος του νεαρού Αύγουστου πρωτίστως, που είχε βελτιωθεί και λαγαρίσει με τον έρωτα για τη γυναίκα του, την πατρότητα και τις μεγάλες ευθύνες που ανέλαβε τόσο σύντομα, ξέροντας άριστα τις κραιπάλες στις οποίες είχε επιδοθεί ως έφηβος και στις οποίες και οι ίδιοι εντρυφούσαν. Πρώτος ο πατρίκιος Νικόλαος Χαλκούτζης, λοιπόν, που καμιά σχέση δεν είχε με τον αδελφό του τον Νικήτα, τον πλησίασε μια μέρα και του πρότεινε να συμμετάσχει σ’ ένα βραδινό συμπόσιο στον οίκο του.
«Τι λες, βασιλιά μου; Θα μας κάνεις την τιμή;» τον ρώτησε, και σπίθιζε χωστή στο βλέμμα του η αδηφαγιά. «Θα πιούμε τον καλύτερο οίνο, θα μας διασκεδάσουν οι πιο όμορφες αυλητρίδες και χορεύτριες, και εκτός αυτών, θα παρευρίσκεται μεταξύ μας και ο άρχοντας Μηνάς Γέμελος, με τον οποίο γνωρίζω ότι έχεις φιλία παιδιόθεν…»
«Ο Μηνάς;» μονολόγησε ο Ρωμανός μ’ ένα σκίρτημα, καθώς ο φίλος του έλειπε ως τώρα σε εμπορικό ταξίδι, και είχε να τον δει πολύ καιρό. «Γύρισε λοιπόν; Θα επιθυμούσα σφόδρα να τον συναντήσω πάλι!»
«Για αυτό σου λέω, δέσποτα, έλα… Άσε για λίγο τις υψηλές σου μέριμνες, και γλέντησε με τους παλιούς σου συντρόφους, που τόσο φιλάνθρωπα είλκυσες από τον μαύρο βυθό της εξορίας!»
Και τον εχτύπησε μαλακά στον ώμο, όλο πονηριά. Έτσι, την ίδια εσπέρα, το παλικάρι ο βασιλιάς ντύθηκε λαϊκός και με μια δικαιολογία προς τη συμβία του πήγε στου Χαλκούτζη το σπίτι, μιαν έπαυλη λατομημένη στο μάρμαρο, όπου άστραφτε παντού το χρυσάφι και το ασήμι. Ο πατρίκιος τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, τον πέρασε στον τρίκλινο και του έδειχνε με κομπασμό καμουφλαρισμένο σε μετριοφροσύνη όλη την πολυτέλεια του αρχοντικού του. Έτρωγε με τα μάτια του τον τόπο ο Ρωμανός μήπως βρει τον Μηνά, και να που τον εντόπισε στο φως των πυρσών, θρονιασμένο σε ένα ανάκλιντρο, να χαριεντίζεται με μια νόστιμη καστανή κοπέλα που φορούσε μονάχα ένα αποκαλυπτικό ανεμίτσι, και του έχυνε κρασί σε ένα διαμαντοκόλλητο κύλικα, ενώ η ίδια δεχόταν στο στόμα της με νάζι έναν χουρμά που τη φίλευε.
«Μηνά! Φίλε μου!» τον προσφώνησε με ένα άγγιγμα, και ο ξανθός νεαρός άντρας στράφηκε απορημένος.
«Ρωμανέ;!» έκανε, μόλις είδε τον παλιό του εταίρο. «Μήπως γελιέμαι; Εσύ είσαι, βασιλέα και φίλε μου;»
«Εγώ είμαι, Μηνά! Ο πατρίκιος Νικόλαος με ενημέρωσε ότι θα παρευρίσκεσαι, και ήλθα να σε ανταμώσω!» απάντησε συγκινημένος ο νεαρός αυτοκράτορας, εκτείνοντας τα χέρια του, και οι δύο νέοι εναγκαλίστηκαν προς στιγμήν θερμά.
«Καλώς έπραξες, ω πάμφιλε! Κάτσε, κάτσε λοιπόν, συνόδευσε και λάμπρυνε με τη μεγαλειότητά σου το ξεφάντωμά μας!» τον παρακίνησε ο Μηνάς, και αφού βολεύτηκε ο Ρωμανός στο ανάκλιντρο που του προσέφερε ο οικοδεσπότης, ζήτησε από τη νεάνιδα που ερωτοτροπούσε με τον φίλο του να του γεμίσει κι αυτουνού μια κούπα. Υπάκουσε εκείνη, ρίχνοντάς του βλέμματα με επιτήδευση παθιάρικα, και έσμιξε τα φρύδια παρατηρώντας την.
«Εσύ κάποια μου θυμίζεις…» της εξομολογήθηκε. «Σε ξέρω; Πώς σε λένε;»
«Λευκή με λένε, αφέντη μου, και η μητέρα μου λεγόταν Ευδοκία. Έκανε κι αυτή το ίδιο επάγγελμα με μένα… Θαρρώ πως μου είχε μιλήσει για κάποιον Ρωμανό, γιο του μακαρίτη βασιλέα Κωνσταντίνου, που την είχε επισκεφτεί κάποτε κι είχαν πάρε – δώσε… Αυτόν λοιπόν έχω μπροστά μου, τον τωρινό μας αυτοκράτορα, έτσι δεν είναι;»
Και έριξε βλέμμα τολμηρό στο παλικάρι, χαμογελώντας λάγνα.
«Ευδοκία; Ναι, σαν να τη θυμάμαι… Αλλά δεν ήξερα καθόλου ότι είχε θυγατέρα!»
«Ήμουν μικρή τότε, βασιλιά, κοριτσάκι, και με έκρυβε, μα μόλις άρχισαν να ανθίζουν του φύλου οι καλλονές, με φανέρωσε…» του εξήγησε ελευθερόστομα η Λευκή. «Τώρα λέω πως είμαι δεκάξι χρόνων, πάω στα δεκαεφτά, εκείνη κουράστηκε, και στέλνει εμένα έξω από το σπίτι, ενώ αυτή μένει εκεί και δέχεται τους παλιούς εραστές της… Να, σαν τον Ιωάννη τον Χοιρινά, καλή ώρα, που του είχε κι αδυναμία…»
Κι έδειξε με ένα τίναγμα του λαιμού πέρα, κι ο Ρωμανός ακολουθώντας το νεύμα της διέκρινε τον ψευτοευνούχο και ψευτοϊερωμένο μεταξύ των συνδαιτυμόνων. Ο ίδιος είχε ενδώσει και του είχε αφαιρέσει το μοναχικό ράσο, που τον είχε αναγκάσει ο πατέρας του να φορέσει, τον είχε καταστήσει θαλαμηπόλο του, και ο Ιωάννης τριγύριζε τώρα στους κύκλους του νεαρού βασιλιά και γλένταγε με την ψυχή του χωρίς καμιάν αιδώ, όπως παλιά, με αποτέλεσμα ο πατριάρχης Πολύευκτος να αντιδικεί συχνά με τον Ρωμανό και να τον πιέζει να απομακρύνει τον επίορκο του μοναστικού σχήματος άνθρωπο από την υπηρεσία του.
«Χοιρινά! Χοιρινά, έλα δω!» τον έκραξε τώρα η έφηβη πόρνη. «Έλα να δεις και να ευφρανθείς, ο δεσπότης σου χαροκοπιέται μαζί μας!»
«Μπα μπα; Ρωμανέ; Θυμήθηκες τα παλιά σου;» τον πείραξε ο Χοιρινάς, ερχόμενος κοντά, και έπιασε από τη μέση τη Λευκή φιλώντας τη ρουφηχτά στο μάγουλο, με έναν τρόπο που κάθε σεμνή γυναίκα θα είχε αηδιάσει. «Βλέπω γνωριστήκατε εδώ και με τη Λευκή, της Ευδοκίας την κόρη… Σαν τη μάνα της και καλύτερη είναι στη δουλειά της, σ’ το λέω εκ πείρας!»
«Ω, πάψε, γέρο – σάτυρε! Σ’ έχω χορτάσει!» τον μάλωσε τάχα η κοπέλα, και του πάταξε το χέρι που χούφτωσε τον ένα της μαστό. «Απόψε το κορμί μου όλο θα είναι χάρισμα για τον βασιλέα Ρωμανό, εάν βέβαια το θελήσει…»
Είπε, και με τα ακροδάχτυλα θώπευσε μαυλιστικά το σαγόνι του νεαρού αυτοκράτορα. «Λευκή, χορό! Χορό απ’ τη Λευκή!» απαίτησαν μερικοί, και το κορίτσι πρόθυμο πήδηξε σαν ελαφίνα στη μέση της αίθουσας, κι άρχισε να σειέται και να λυγιέται στου αυλού τον ήχο, κροτώντας τα βραχιόλια της και κυματίζοντας γύρω της ένα πέπλο, πέφτοντας πότε – πότε μπροστά στα πόδια κάποιου μεθυσμένου αρσενικού της θεατή. Του Ρωμανού ετούτος ο χορός, αυθόρμητα και δίχως να το θέλει να κάνει σύγκριση, της Θεοφανώς του θύμισε, όταν τη λέγανε ακόμα Αναστασώ κι ήταν ελάχιστα μικρότερη από τη Λευκή, θυγατέρα κάπελα στη Σπάρτη, κι εκείνος έφηβος πρίγκιπας ακόμα, μια νύχτα καλοκαιρινή και λαγγεμένη… Μα το κορμί της γυναίκας του είχε δειχτεί παρθενικό κι αμάλαγο, φυλαχτό που του είχε ανάψει δίκαια τον πόθο να το αποκτήσει τίμια, όπως του ’χε παραγγείλει, ενώ τούτης εδώ της κορασιάς ήτανε κιόλας μολεμένο απ’ τον βόρβορο του αγοραίου έρωτα…
Δίχως να το συναισθάνεται, έπινε, έπινε κι άλλο, και άρχιζε να θολώνει το κεφάλι του. Η Λευκή τελείωσε την όρχησή της την αισθησιακή πέφτοντας μπρος στα δικά του πόδια, και αμέσως ανορθώθηκε, πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του, «όλη δική σου θα ’μαι, βασιλιά μου, αν με θες… Στα πόδια σου κυλώ το φως μου» του ψιθύρισε, τα άλικα βαμμένα χείλη της άγγιξαν σχεδόν τα δικά του και η παλάμη της κινήθηκε τολμηρά προς τη γενετήσια περιοχή του. Κι ο Ρωμανός, ανεξέλεγκτα, ένιωσε να ξεχνάει ότι ήταν σύζυγος και πατέρας, και είχε στο παλάτι μια γυναίκα και τρία μικρά παιδιά, το ένα μωρό, να τον περιμένουν…
Η νύχτα προχωρούσε, και το συμπόσιο εξελισσότανε σε όργιο. Οι εταίρες μπλεχτήκαν με τους μεθοκοπημένους άντρες, ξεγύμνωναν τελείως τα κορμιά τους, και επιδίδονταν μαζί τους σε αχαλίνωτες σεξουαλικές περιπτύξεις, στα ανάκλιντρα και στα μαρμάρινα ψηφιδωτά δάπεδα. Η Λευκή πήδηξε κι αυτή σαν αίλουρος πάνω στον Ρωμανό, του σήκωσε τον χιτώνα, και με τολμηρά χάδια βάλθηκε να τον ερεθίσει. Εκείνος έθεσε σαν αυτόματο τα χέρια του στη μέση της, ζαλισμένος και αποχαυνωμένος, και πριν καν το καταλάβει το μόριό του βρέθηκε να εισχωρεί στον κόλπο της νεαρής πόρνης, που χοροπηδούσε οιστρηλατημένη και βογγούσε δυνατά, μες τον αδιάντροπο οργασμό της, που της τον έκανε ακόμα πιο ηδονικό το γεγονός ότι συνευρισκόταν με τον βασιλιά αυτοπροσώπως…
«Θεοφανώ…» άρθρωσε εκείνος μες το αποκάρωμά του, και η ανάμνηση του ονόματος της γυναίκας του θαρρείς τον συνέφερε. Καλάνοιξε τα βαριά του βλέφαρα, είδε τη Λευκή ξέστηθη εμπρός του, αντίκρισε και τους άλλους συνδαιτυμόνες σε τι κατάσταση είχαν περιέλθει, έπιασε το μέτωπό του και μια δύναμη τον έσπρωξε να σηκωθεί και να βιαστεί να φύγει από κει μέσα.
«Πού πας, βασιλιά μου; Μείνε λίγο ακόμα!» τον παρακάλεσε η Λευκή, κολλώντας πάνω του, μα ο Ρωμανός αμίλητος την απώθησε, στάθηκε όρθιος και προσπάθησε να περπατήσει. Τρέκλιζε, σκόνταψε κάμποσες φορές σε κολόνες και πήγε να σωριαστεί, μέχρι να βρει την έξοδο απ’ την οικία του Χαλκούτζη, και σ’ όλο τον δρόμο μέχρι το Παλάτι, τον οποίο ευτυχώς θυμήθηκε, έτσι πήγαινε. Δυο διαβάτες κοντοστάθηκαν, έδειξαν με τα δάχτυλά τους και τον περιγελάσανε κρυφά, και καθώς τους αντιλήφθηκε με τη γωνία του ματιού του, πρώτα θύμωσε, κι έπειτα κάτι σαν ντροπή τον κατέλαβε για το χάλι του. Ζόρισε τα πέλματά του να βηματίσουν γρήγορα, και όταν πια κατάφερε να φτάσει στον οίκο του και να μπει μέσα, ανάσανε βαθιά, το στήθος του γροικώντας πλακωμένο. Κατευθύνθηκε στο συζυγικό κουβούκλι, μισάνοιξε τη θύρα και στηρίχτηκε στον παραστάτη. Η Θεοφανώ κοιμόταν ήσυχη, αμέριμνη και ανήξερη για τα νυχτοπερπατήματα του άντρα της. Μια ψυχορμή τον βίαζε υπόκωφα να κλάψει και να χτυπήσει το στέρνο του για την ατιμία που διέπραξε εις βάρος της, να αυτομαστιγωθεί με τις τύψεις που κεράτωσε μ’ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο το στεφάνι του, την όμορφη και νόμιμη γυναίκα του, της οποίας μόνο το αγκάλιασμα είχε τάξει να ποθεί στο γάμο τους. Μα τίποτα από αυτά δεν έκανε, μονάχα αποκαμωμένος από την ακόλαστη ατασθαλία, πλάγιασε βαρύς στο στρώμα δίπλα της και ευθύς αποκοιμήθηκε, έναν ύπνο σκοτεινό σαν λήθαργο…
Η νεαρή αυγούστα σιγουρεύτηκε ότι είχαν πέσει τα βλαστάρια της στα κρεβατάκια τους, τάισε και τη μικρή Ελένη με το γάλα των βυζιών της και τη νανούρισε στο λίκνο της, και κατόπιν κάθισε ανάσκελα στην κλίνη με το κερί αναμμένο, καρτερώντας να ’ρθει ο άντρας της. Οι ώρες όμως διάβαιναν, κι ο Ρωμανός δεν έλεγε να φανεί. Γέμισε ανησυχία, η καθιστή στάση της την έδινε· πέταξε την κουβέρτα της και βάλθηκε να σεργιανάει πέρα – δώθε στο δωμάτιο, με τα χέρια διπλωμένα σφιχτά στο διάφραγμά της, γιατί κρύωνε, και της το άξαινε αυτό η στεναχώρια της.
«Μα πού είναι; Γιατί δεν έρχεται στο πλάι μου;» αναρωτιόταν σιωπηλά. «Κοντεύει να δύσει το φεγγάρι… Ποτέ του δεν άργησε τόσο ο Ρωμανός, και κυρίως ποτέ δεν έλειψε από την κλίνη μας, παρά μόνο σαν πήγαινε στα κυνήγια του στον Όλυμπο της Βιθυνίας και στις γύρω εξοχές της Θράκης, έξω ακριβώς από την Πόλη! Πάντα όμως έκανα υπομονή, γιατί είχα αντιληφθεί πως δε μπορούσε να το στερηθεί τελείως, κι όταν γυρνούσε με χόρταινε και με το παραπάνω φιλί κι αγκάλη ο αγαπημένος μου!»
Τριγύρισε άσκοπα και νευρικά πολλή ώρα, μουρμουρίζοντας συλλογισμένη, ώσπου τελικά η κούραση τη νίκησε και αποφάσισε να επιστρέψει στη στρωμνή της. Τα μάτια της βάρυναν, έκλεισαν, και έτσι δεν πήρε χαμπάρι τον Ρωμανό να επανέρχεται. Μόνο το επόμενο πρωί, ξυπνώντας, τον είδε πλάι της, τον άκουσε να ροχαλίζει μαλακά, και στιγμιαία μια ανακούφιση της γλύκανε τα σωθικά. Ανακάθισε και άπλωσε το χέρι της σε ένα κίνημα τρυφερό, να θωπεύσει το μάγουλό του, και αμέσως στα ρουθούνια της μια μυρωδιά έντονη γνωστή προσέκρουσε, ανακατεμένη με μια άλλη, ξένη. Οσμίστηκε καλά – καλά, και τραβήχτηκε πίσω με σιχασιά, ξιπασμένη. Η ανάσα του μύριζε κρασί, και όλη του η σάρκα ανέδινε άρωμα θηλυκό που δεν ήτανε δικό της… Τσαλάκωσε στα δάχτυλά της την ούγια της κουβέρτας, σούφρωσε τα χείλη σαν να την πονούσε κάπου, κι ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται. Ώστε λοιπόν για αυτό άργησε ο Ρωμανός την περασμένη νύχτα!..
Έκανε την καρδιά της πέτρα εκείνη την ημέρα η Θεοφανώ, δεν του μίλησε καθόλου άσχημα. Αλλά όταν αυτό επαναλήφθηκε, η γυναικεία και συζυγική της αξιοπρέπεια θίχτηκε σε βαθμό που δε χωρούσε πια συγκρατημό, και ξέσπασε, εξερράγη:
«Τι κάνεις επιτέλους, Ρωμανέ; Νομίζεις πως είμαι κουτή; Θαρρείς δεν έχω καταλάβει ότι νύχτες πολλές ως τώρα με εγκαταλείπεις και γλεντάς με τρόπους ανήθικους; Η ανάσα σου βρομά κρασί, το σώμα σου είναι ποτισμένο στα φθηνά πατσουλιά των κοινών γυναικών… Πώς αφήνεσαι να ξεπέφτεις έτσι εσύ, ο βασιλιάς; Υπολογίζεις καθόλου την υστεροφημία σου; Πώς θα σε μνημονεύουν οι άνθρωποι μετά τον θάνατό σου, τι θα λένε; Ο βασιλέας Ρωμανός, ο μέθυσος κι ο έκδοτος στις ηδονές τις σαρκικές; Μη γένοιτο!
»Αλλά ξέρω… Οι έκφυλοι και τιποτένιοι άνθρωποι στους οποίους έδειξες καλοσύνη, ενώ σε προειδοποιούσα, τα μιάσματα αυτά, σε παρασύρουν και θέλουν να σε κάνουν όμοιό τους! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι φοβερά, σύζυγε, αν μπορώ να σε αποκαλώ πλέον έτσι, για τούτο τον κατήφορο που σπεύδεις ολοταχώς να κυλήσεις, κατασπιλώνοντας το όνομα και την ιδιότητά σου… Και αν δεν αιδείσαι ούτε τον εαυτό σου, ούτε εμένα να ατιμάζεις, πίνοντας και αγκαλιάζοντας την κάθε τυχούσα πόρνη, δείξε αιδώ τουλάχιστον απέναντι στα τέκνα σου και τέκνα μου και τέκνα και των δυο μας, γιατί στο πρόσωπο της μάνας τους ασχημονείς και σε κείνα… Και αν δε γίνουν όλα αυτά για σένα ελεγμός, βασιλιά, τότε τίποτα άλλο δε μπορεί πλέον να γίνει, και για μένα δε θα ’σαι στο εξής ο ποθητός μου, αλλά ένα ανδρείκελο ελεεινό και αξιοκαταφρόνητο!»
Τα λόγια της τα άκουσε ο Ρωμανός, μα για λίγο στέριωσαν στο νου του. Μια δύναμη μοχθηρή και κακόβουλη τον έσπρωχνε και έρρεπε προς την οινοποσία και την άνομη μείξη, χωρίς να μπορεί να της επιβληθεί και να την καταπατήσει, και πριν περάσει πολύς καιρός άρχισε να δέχεται ξανά τις προσκλήσεις για βραδινά όργια και να τρυπώνει λάθρα στα πορνεία. Κι η νέα η αυτοκράτειρα, αφού του φώναξε, αφού τον φοβέρισε, κι αφού πάλι μόνη της έκλαψε και δάρθηκε και παρακάλεσε τον Θεό να συνετίσει τον άντρα της, τα ’βαλε τέλος μες την απελπισιά της με τον Βρίγγα.
«Εσύ φταις, παλιοεβραίε, για την κατρακύλα που παίρνει ο Ρωμανός!» τον έψεγε μανισμένη. «Άτιμε ευνούχε, μαλθακέ και τρυφηλέ, ανατεθραμμένε με παιδάρια… Κακώς, κάκιστα έκανε και σε εμπιστεύτηκε για παρακοιμώμενό του!»
«Δεν είσαι με τα λογικά σου, αυγούστα» αποπειράθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του εκείνος. «Εγώ ποτέ δεν έστρεψα τον Ρωμανό προς αυτή την κατεύθυνση, και ως παρακοιμώμενος τον συμβουλεύω πάντα για το καλό το δικό και το πρέπον για τη βασιλεία του και τη διακυβέρνηση του κράτους… Μήπως η ευσέβειά σου, ως καλή σύζυγος που λες ότι είσαι, θα έπρεπε να νοιαστείς η ίδια για τη διαγωγή του ανδρός σου;»
«Πάψε!» μούγκρισε έξαλλη η Θεοφανώ με τον προκλητικό του τόνο, του γράπωσε με το ένα χέρι το ύφασμα της στολής του στον τράχηλο και ύψωσε τον δείκτη του άλλου της χεριού, φέρνοντάς του τον μες στα μούτρα του. «Δε σου επιτρέπω! Εγώ ως γυναίκα του πάντα νοιάζομαι για τον βασιλιά μας… Μερικοί σαν εσένα και όσους πήγαν να τον σκοτώσουν δε νοιάζονται καθόλου! Και πού ξέρω εγώ, αν δε βασάνισες τους συνωμότες εναντίον του για το θεαθήναι, και πίσω από την πλάτη μου εσύ τον δασκάλεψες να τους επαναφέρει, τα φίδια τα κολοβά; Ένα σου λέω μόνο: Αν πάθει κάτι ο Ρωμανός, η οργή μου κι η κατάρα μου όλη θα πέσει στο κεφάλι σου το ξυρισμένο, Βρίγγα! Να τον θυμάσαι αυτόν μου τον λόγο, και να τρέμεις…»
Ήταν τα εικοστά πρώτα της γενέθλια της νεαρής Λάκαινας αυγούστας, εκεί στα μέσα του Φλεβάρη του 962, όταν η μοίρα αποφάσισε να της στείλει ένα γερό χτύπημα. Πρώτη φορά πήρε την πρωτοβουλία και παρέθεσε κι αυτή κλητώριο στις αυλικές αρχόντισσες και τις υψηλές της θεραπαινίδες στο γυναικωνίτη, όπως είχε κάνει αδιαλείπτως ο Ρωμανός στα δικά του γενέθλια κάθε Απρίλιο και στη γιορτή του κάθε Οκτώβριο, απ’ όταν έγινε βασιλιάς, κι όλα έδειχναν λαμπρά και χαρωπά την ώρα του γεύματος, που αποτελείτο από τα πιο νόστιμα και εκλεκτά φαγιά τα οποία είχε δώσει εντολή στον τραπεζοκόμο της να μαγειρευτούν. Μα ως το βράδυ πια, όταν τις απέλυσε, δεχόμενη πλήθος τις ευχές τους για υγεία, πολυτεκνία και μακροημέρευσή της, η μικρή Ελένη, το πεντάμηνο μωρό, στα καλά καθούμενα ανέβασε πυρετό, παρουσίασε σπασμούς, και ένα άσχημο εξάνθημα απλωνόταν ύπουλο στο σωματάκι της, κάτω από τα βρεφικά της ρουχαλάκια. Τρομοκρατήθηκε η Θεοφανώ, βλέποντας το παιδί της σε τούτη την κατάσταση, και χύθηκε όλο πανικό στους διαδρόμους του Παλατιού να γυρέψει το ταίρι της:
«Ρωμανέ! Ρωμανέ, πού είσαι; Πού είσαι, ανάθεμά σε, πού χάθηκες πάλι;..»
«Γυναίκα, εδώ είμαι… Δε χάθηκα» εμφανίστηκε ξάφνου εκείνος και την έπιασε απ’ τα μπράτσα. «Τι φωνάζεις νυχτιάτικα; Τι έπαθες;»
«Τρέχα… Τρέχα!» τον πρόσταξε ξέπνοη, βαστώντας τον γερά απ’ τους αγκώνες. «Η Ελένη μας… η κόρη μας…»
«Η Ελένη; Τι έχει το παιδί;»
«Δεν είναι καλά… καίει, έχει σπασμούς… Κάλεσε τον αρχίατρο Νικόδημο, γρήγορα!»
«Θεέ… Θα τον καλέσω! Τώρα αμέσως!» υποσχέθηκε, κατάχλομος και εκπεπληγμένος, και έδωσε ένα αδέξιο βιαστικό χάδι στο μάγουλό της, όπου είχε προλάβει ήδη να ροβολήσει ένα δάκρυ.
«Βιάσου… Βιάσου!» τον ικέτεψε ξανά, και ύστερα έβαλε τις χούφτες της χωνί μπρος στο στόμα και τη μύτη της και ακούμπησε σε μια κολόνα, νιώθοντας τη μητρική καρδιά της να χτυπάει άτακτα και την αναπνοή της να βγαίνει λυγμική και ακανόνιστη. Σύντομα, ήρθε κι ο Ρωμανός κοντά της, την αγκάλιασε, της χάιδεψε τα μαλλιά, τη φιλούσε, και κούρνιασε μες στα αγαπημένα χέρια του μήπως βρει λίγη ηρεμία. Δεν ήξερε πόσος χρόνος είχε περάσει, αν ήταν λεπτά ή ώρες ολόκληρες, όταν αντίκρισε τον άρχοντα Νικόδημο να τους πλησιάζει, μ’ ένα περίλυπο και πένθιμο ύφος, που δύσκολα συγκρατούσε.
«Βασιλιά μου… βασίλισσα…»
«Η κόρη μου, άρχοντα, Νικόδημε, πώς είναι η κόρη μου; Πώς είναι το μωρό μου; Πες μου!» τον διέκοψε η Θεοφανώ, τεντώνοντας όλα της τα αισθητήρια, και ένιωσε τον Ρωμανό να της σφίγγει κι αυτός τα χέρια, όπως έκανε κι αυτή με τα δικά του.
«Βασίλισσα, δυστυχώς… Δε σου έχω καλά μαντάτα» ξεστόμισε τελικά με δυσκολία ο αρχίατρος, βουρκωμένος. «Η μικρή θυγατέρα σου, η Ελένη… πέθανε!..»
«Τ… τι;» άρθρωσε η κοπέλα, πετρωμένη, λουσμένη σε ιδρώτα κρύο, ευχόμενη μάταια να μην είχε ακούσει σωστά. «Η… η Ελένη μου;.. Πέθανε η Ελένη μου; Όχι, δε μπορεί! Δε…»
«Λυπάμαι, αυγούστα… Λυπάμαι πάρα πολύ, ειλικρινά» της αποκρίθηκε ο Νικόδημος, κι έσπασε η φωνή του. «Εγώ την κράτησα νεκρή στις χείρες μου την κορούλα σου, που να μη μου έπεφτε ποτέ αυτός ο κλήρος, με το που τη βγάλαμε από την κούνια της, διαπίστωσα ότι δεν είχε πια πνοή η τόσο μικρή, η τόσο δύσμοιρη αληθινά πριγκίπισσα Ελένη!..»
Δεν άντεξε ο καλοσυνάτος και χρυσόκαρδος άνδρας τούτη την εξομολόγηση, έκρυψε στις χούφτες του την όψη του, ζητώντας σύγκαιρα συγγνώμη από τον Θεό και τους γονείς του άτυχου βρέφους. Η Θεοφανώ έμεινε για δυο στιγμές ακίνητη, αλάλητη, με τον κορμό της να τραντάζεται και κοντανασαίνοντας σαν να την είχε κυριεύσει λόξυγκας, και μόλις η ύπαρξή της όλη κατενόησε το κακό, ούρλιαξε με σπαραγμό:
«Όχι! Όχι, Ελένη μου… Όχι το παιδί μου, Χάρε, όχι, κοριτσάκι μου! Γιατί, γιατί, γιατί;..»
Τα γόνατά της λύγισαν από μόνα τους, κι άμα δεν έκανε ένα άλμα να ’ρθει κοντά της ο Ρωμανός, θα είχε σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα. Τη σήκωσε, τη βάσταξε απάνω του τρυφερά, όλος τρεμάμενος κι αυτός και με τα μάτια του πλημυρισμένα δάκρυα, της ψιθύρισε λόγια παρηγοριάς βραχνός στο αυτί που βούιζε ακόμα από της τρομερής είδησης την ακρόαση:
«Σσς... Σώπα, ομμάτια μου, σώπα, αγάπη μου… Πρέπει να δείξουμε κουράγιο…»
«Ρωμανέ μου… Γλυκέ μου Ρωμανέ, καλέ μου άντρα…» ψέλλισε με τη σειρά της αδύναμα, και μέσα στην αγκάλη του φωλεμένη σαν πουλάκι λαβωμένο αρχίνησε να πλέκει σιγανά το μυρολόι για την αδικοχαμένη της παιδούλα, ενώ όλοι γύρω στέκονταν μουγγοί και βαριόθυμοι, με τα χέρια τους σταυρωμένα χαμηλά, συμμετέχοντας έτσι στο αβάσταχτο πένθος της δέσποινάς τους, που δεν έπαυε να είναι κι αυτή τώρα μια χαροκαμένη μάνα και γυναίκα νέα σαν τις άλλες, χώρια αν φορούσε πορφύρα και κορώνα…
«Παύσε, κυρά μου, πια λίγο τον θρήνο σου» την παρακαλούσε μαλακά η Κασσιανή, μερικές μέρες αργότερα, αφότου είχε γίνει η κηδεία του μωρού. «Είσαι κατάχλομη, δεν τρώγεις, δεν πίνεις… Θα μου πάθεις τίποτα! Ήταν δεμένη φαίνεται η μοίρα της Ελένης σου με της γιαγιάς της…»
«Μη μιλάς έτσι, Κασσιανή» την απέτρεψε η Θεοφανώ να συνεχίσει, μπουκωμένη από το κλάμα. «Αν θες κάτι να μου πεις, να είναι κάτι παρήγορο και ελπιδοφόρο, αλλιώς μην ανοίγεις καν το στόμα σου…»
«Θα σου πω τότε, αυγούστα μου, και θα σε συμβουλέψω, να έχεις πάντοτε εμπιστοσύνη στον Θεό και στην Παναγία» συμμορφώθηκε η κόρη της Ευφροσύνης και νυν κουβικουλαρέα της Θεοφανώς με τη γνώμη της, στάθηκε σε βαθύ κάθισμα πλάι στο θρονί της και της άγγιξε με συμπάθεια τον καρπό του δεξιού χεριού της. «Είμαι ομοιοπαθής κι εγώ που με βλέπεις, έχω χάσει παιδί, και δη στη γέννα, κι ήτανε μάλιστα το πρώτο μου…»
«Ω, Κασσιανή!» έκανε η νεαρή αυτοκράτειρα, εμβρόντητη, ακούγοντας τη θαλαμηπόλο της και βλέποντας τη μελαγχολία στο βλέμμα της, και αμέσως ξέχασε θαρρείς το δικό της πένθος και την προσωπική της συμφορά. «Τέτοιον πόνο κουβαλάς λοιπόν κι εσύ μέσα σου;»
«Ναι, δέσποινα Θεοφανώ… Ήμουνα μόλις δεκαοχτώ χρόνων, και νόμισα πως δε θα ξανάκανα παιδί ποτέ μου… Όμως, δες, ο παντοδύναμος Θεός με αξίωσε και απέκτησα σύντομα δύο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, το ’να ξοπίσω στ’ άλλο! Για αυτό δοξολογώ αδιάκοπα το όνομά Του, προσκυνώ με ευλάβεια πολλή και μεγαλύνω την αειπάρθενο Μητέρα του Κυρίου μας, και προσεύχομαι να μου χαρίσουν όσες φορές ορίζει το θέλημά τους τη χαρά της μητρότητας! Και εσένα, κυρά μου, δε θα σ’ αφήσουν αβοήθητη, θα επιβλέψουνε στη θλίψη σου και τους ποταμούς των δακρύων σου, θα προσδεχθούν τη δέησή σου και θα σου αναπληρώσουν με το παραπάνω τον τόσο πρόωρο χαμό της κόρης σου, να με θυμηθείς… Δεν ξέρεις πόσο έκλαψα κι εγώ, που μ’ είχες χρίσει παραμάνα της, όταν την είδα νεκρή, χωρίς πνοή, μες του γιατρού Νικόδημου τα χέρια! Μα ας έχουμε θάρρος μπόλικο και ακλόνητη πίστη, και όλα θα σιάξουνε…»
«Ο λόγος σου με χόρτασε, φίλη μου Κασσιανή» μειδίασε αχνά η Θεοφανώ. «Να ξέρεις, ωστόσο, ότι ο πόνος μου θα μερέψει πλήρως, όταν δώσει Εκείνος να αποκτήσω ξανά ένα παιδί θηλυκό, μια θυγατέρα… Όχι ότι δεν είμαι ευτυχισμένη με τους γιους μου, θα ήταν αχαριστία να το πω αυτό, αλλά μάνα είσαι κι εσύ και καταλαβαίνεις, μια κόρη είναι πάντα η χαρά της γυναίκας που γεννάει, η εικόνα της…»
«Βεβαίως και σε καταλαβαίνω απόλυτα, βασίλισσά μου και φίλη μου επίσης… Και σου εύχομαι να την κάνεις γρήγορα, να παρηγορηθείς κατά πώς θες…»
Ο θάνατος, όμως, της κόρης του και η συντριβή της γυναίκας του αποδείχτηκαν κόλαφος για τον νεαρό βασιλιά, που τον συνέφερε από το παραστράτημά του. Ήρθε κοντά της, μοιράστηκε ίσα τη στεναχώρια και το πένθος της, όποτε την έπιανε η αδυναμία κι έκλαιγε της σκούπιζε τα δάκρυα, κι έτσι η ψύχρα και η συννεφιά που είχε πέσει μεταξύ τους, με τις ατασθαλίες του Ρωμανού και την αγανάκτηση της Θεοφανούς, άρχισε ταχιά να υποχωρεί και να διαλύεται, και μια ανέφελη θερμή ημέρα έμοιαζε να ξημερώνει πάλι για τον γάμο τους, όπως τον πρώτο τον καιρό.
«Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου, που με νοιάζεσαι τόσο, που μου στάθηκες κάθε ώρα και στιγμή, απ’ όταν χάθηκε το παιδί μας!» του είπε ένα βράδυ η Θεοφανώ τρυφερά, με απέραντη ευγνωμοσύνη, χουφτιάζοντας τις παρειές του τις όμορφα γενειοφόρες με τις τριανταφυλλένιες της παλάμες, που η αφή του έκανε τον Ρωμανό να ριγήσει σύγκορμος. «Η αγάπη σου είναι για μένα φυλαχτό, να ξέρεις… Μη με λησμονήσεις ποτέ ξανά! Τ’ ακούς; Τώρα τη χρειάζομαι, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, τη χρειαζόμαστε κι οι δυο, για να πληρώσουμε το κενό που άφησε πίσω της η δόλια η Ελενιώ μας με το φευγιό της…»
Χαμογέλασε πικρά, κι ο Ρωμανός την έπιασε απ’ τη μέση της τη δαχτυλιδένια, που οι γέννες των παιδιών της την είχαν αφήσει σχεδόν άθικτη, έφερε το στόμα του στο δικό της και τη φίλησε, και σιγά – σιγά κυλήσαν τα φιλιά του στο πιγούνι, στο λαιμό της, μέχρι που φτάσανε πιο πάνω απ’ τους μαστούς της.
«Ρωμανέ…» άρθρωσε εκείνη, ανατριχιάζοντας γλυκά.
«Θεοφανώ μου…» της απάντησε, κοιτώντας την στα μάτια, και το βλέμμα του ήταν υγρό και φωτεινό. «Βγάλε την εσθήτα σου, αγάπη μου… Σε θέλω, θέλω να σ’ αγαπήσω όσο ποτέ άλλοτε απόψε! Τώρα κατάλαβα το ποια ποθώ αληθινά: εσέ, μονάχα εσένα!»
«Αλήθεια λες; Για με μονάχα είναι ο πόθος σου;»
«Και τώρα και για πάντα, όσο κρατούμε οι δυο μαζί στον κόσμο και μας ενώνει το στεφάνι μας! Με σένα θα ’μαι ερωτευμένος, κι εδώ μπροστά σου, μετανιώνω για ο τι έκανα, μετανοώ μ’ όλη μου την ψυχή και τη διάνοια που σε πλήγωσα βαθιά με την ανοησία μου, και σου ζητώ να μ’ αφήσεις να σ’ αγαπήσω, να γίνω ξανά δικός σου εγώ κι εσύ δικιά μου, αυγούστα μου, γυναίκα μου, κυρά μου μαυρομάτα, αφέντρα της καρδιάς και των λογισμών μου…»
«Ω Ρωμανέ μου! Άντρα μου! Αγάπα με, λοιπόν, σπείρε τον αγρό μου, παλικάρι μου πανώριο και τρισεύγενο, να θερίσω τον καρπό του έρωτά σου!» ξεστόμισε με λαχτάρα η Θεοφανώ, και έπλεξε τα ραδινά φιλντισένια χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του Ρωμανού. Και άλλη λέξη πια δεν είπανε τα χείλη τους, μονάχα λόγια ψιθυριστά του έρωτα αντάλλαξαν, μελένια, και φιλιά, αφότου δέχτηκε το στρώμα τα κορμιά τους, κι η ένωση η απόλυτη ήρθε μαλακή και δυνατή συνάμα, πάνω σ’ ένα σφιχταγκάλιασμα, και λιώσανε μαζί και οι καρδιές και γίνανε ένα, και φίλιωσαν πάλε και συνταίριασαν. Κι αυτό επαναλήφθηκε πολλές ακόμα νύχτες…
Φθινόπωρο μπασμένο πια, η Θεοφανώ κατάλαβε ότι η ευχή της εκπληρώθηκε. Ευτυχία αστείρευτη την κατέκλυσε, «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου!» έλεγε και δάκρυζε, γεμάτη αγαλλίαση για τη νέα ζωή που γροίκησε φυτεμένη στα σπλάχνα της, τον καρπό του αναζωπυρώματος της κλίνης της συζυγικής. Πέταξε κι ο Ρωμανός από τη χαρά του στην αναγγελία, και το να βλέπει τη γυναίκα του επιτέλους να χαμογελάει, το λογάριασε ως το μεγαλύτερο κέρδος, τον πιο πολύτιμο θησαυρό.
«Κι αυτό κορίτσι θα ’ναι, αγάπη μου, το νιώθω» τον βεβαίωνε, κάθε φορά που ψηλαφούσε την κοιλιά της για να δει το πώς στρογγύλευε. «Υποσχέσου μου κι εσύ, όμως, βασιλιά μου, ότι από δω και στο εξής θα μείνεις αφοσιωμένος σε μένανε και τα παιδιά μας, όσα πρόκειται να έρθουν, ότι θα γίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια, που θα τη ζηλεύουν όλοι για την άμεμπτη βιοτή και την ευμάρειά της!»
«Σ’ το υπόσχομαι στην ίδια μου τη ζωή, καλή μου!» απαντούσε με θέρμη εκείνος. «Ποτέ ξανά δε θα παραστρατήσω, και δε θα παραμελήσω ούτε εσένα, ούτε και τα τέκνα μας… Πλάι σου θα στέκομαι πάντα άντρας σου πιστός και αγαπημένος, αυγούστα μου, μέχρι ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μας, περιτριγυρισμένοι απ’ τα πολλά παιδιά και τα εγγόνια μας, μακάριοι, αυτοκράτορας εγώ κι εσύ αυτοκρατόρισσα, αχώριστοι, ζευγάρι παντρεμένο ως τη στερνή μας την πνοή, κι είθε την ίδια ώρα να ξεψυχήσουμε κι οι δυο!»
«Θ’ αργήσει πολύ ακόμα ευτυχώς τούτη η ώρα… Θα βασιλέψουμε έτη πολλά, πάμπολλα, κι ο Χάρος θε να ’ρθει μόνο να μας πάρει άμα γεράσουμε πολύ κι είμαστε πια ανήμποροι τελείως, ούτε στιγμή νωρίτερα...»
Λίνα Δώρου
[1] Ο κυκλικός χώρος του Ιπποδρόμου όπου τρέχανε τα άλογα, το «τερέν»
Μόλις λοιπόν το κατάλαβε, φούντωσε μέσα της και την κατέκλυσε η πεθυμιά να γεννήσει πια ένα κορίτσι, μια κόρη εδικιά της, πριγκιποπούλα, κάτι που είχε λαχταρήσει απ’ όταν κράτησε στα χέρια της τη μικρή Θεοφανώ τη Σκλήραινα και της έβαλε το άγιο λάδι του βαφτίσματος.
«Θεοτόκε, κάνε να είναι θηλυκό… Κάνε να αποκτήσω θυγατέρα τούτη τη φορά, να πλάγιασα με τον νοτιά όταν το συνέλαβα!» προσευχότανε θερμά, και έβαζε κάτω απ’ το προσκεφάλι της κρυφά τηγάνι και αδράχτι, μη μπορώντας να αντισταθεί στις προκαταλήψεις που ήξερε από παιδί. Και φούσκωνε η κοιλιά της, και πλήθαινε η λαχτάρα της…
Κείνη τη χαραυγή την καλοκαιριάτικη παιδευότανε, κι όχι από το γκάστρι της. Όνειρο κακό της τάραζε τις φρένες, παραμίλαγε, στριφογυρνώντας τον λαιμό της, και τέλος πετάχτηκε κι ανακάθισε στο στρώμα πιέζοντάς το με τις παλάμες της τεντωμένες, πνευστιώντας δυνατά σαν να πνιγόταν.
«Όχι! Όχι…» ψέλλισε, κι έπειτα: «Ρωμανέ! Άντρα μου, ξύπνα!», κι ο Ρωμανός, αναστατωμένος απ’ το κίνημά της, αφυπνίστηκε κι αυτός και στηρίχθηκε στους αγκώνες του.
«Τι συμβαίνει; Τι έχεις, γυναίκα;» τη ρώτησε, μα βλέποντάς την να κοντανασαίνει, να σπαρταρά ολόκληρη σαν το ψάρι και να μη μπορεί να αρθρώσει λέξη, τρόμαξε, και άπλωσε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει προστατευτικά.
«Θεοφανώ, κορίτσι μου, εσύ καις!» της είπε, βάζοντας τα χείλη του στο δέρμα του προσώπου της. «Δεν αισθάνεσαι καλά; Να φωνάξω τον ιατρό;»
«Όχι… Όχι, δεν είμαι άρρωστη…
«Τότε; Τι έπαθες, καλή μου, τι σε τάραξε τόσο; Μίλα μου, θα τρελαθώ!»
«Ρ-Ρωμανέ… Είδα εφιάλτη…» τραύλισε, και του γράπωσε το μπράτσο το δεξί με τα δάχτυλά της τα παγωμένα, ενώ στη φωνή της υπήρχε τρέμουλο και λυγμός.
«Εφιάλτη; Τι εφιάλτη; Ηρέμησε λίγο, ποθητή μου, ηρέμησε και πες μου τι είδες και κατατρόμαξες…»
«Είδα… είδα εσένα, και δίπλα σου τον Βασίλειο… καθισμένους… σ’ έναν θρόνο… Χρυσό, σαν τον δικό σου… Φορούσατε ρούχα κόκκινα… Τα μάτια του παιδιού μας ήταν ανοιχτά και ζωηρά, μα τα δικά σου απλανή, σαν πεθαμένου… Κι εγώ σας πλησίασα, και μόλις έκανα να σας αγγίξω πατέρα και γιο, είδα ότι τα ρούχα σας ήταν φτιαγμένα από αίμα, αληθινό… Σαν να το ’χω ακόμα στα χέρια μου, να, κοίτα!»
Και μη μπορώντας να σταματήσει να τρέμει η Θεοφανώ, του έτεινε απεγνωσμένη τις παλάμες της. Του Ρωμανού είχε πιαστεί και του ίδιου η ανάσα με την περιγραφή της, αλλά κρατήθηκε ψύχραιμος και ανέλαβε να παρηγορήσει τη γυναίκα του.
«Ησύχασε, ψυχή μου… Όνειρο και φάντασμα ήταν, δεν έχεις αίμα στα ωραία τα χεράκια σου, πέρασε πια…» της είπε και την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά του, δίνοντάς της χάδια και φιλιά στο πρόσωπο, τον λαιμό και τα μαλλιά της, ενώ γροικιόνταν μες τη σιγαλιά της κάμαρης τα πνιχτά της μικρά αναφιλητά.
«Φοβάμαι, Ρωμανέ» του εξομολογήθηκε με αγωνία, γαντζωμένη από τους ξέσκεπους ώμους του, μόλις ήρθε κάπως στα συγκαλά της. «Τέτοια ονείρατα συχνά είναι προφητικά… Κάποιος θαρρώ πως θέλει να σε βλάψει, να κάνει κακό και στο παιδί μας, τον Βασίλη μας! Άκουσέ με!»
«Λες, Θεοφανώ;» εξέπνευσε αγκουσεμένος ο νεαρός αυτοκράτορας. «Έτσι που μου τον αφηγήθηκες τον εφιάλτη σου, δε σου κρύβω ότι ένιωσα κι εγώ φόβο…»
«Λέω… Και το ένστικτο της γυναίκας και της μάνας δε λαθεύει συνήθως, είναι ισχυρό! Ερεύνησέ το, βασιλιά μου, μάθε μην εξυφαίνεται πλεκτάνη αιματηρή εναντίον μας, προτού ξεσπάσει στα κεφάλια τα δικά μας και του αθώου γιου μας!»
«Θα το ερευνήσω, βασίλισσα, σ’ το ορκίζομαι στη ζωούλα του κανακάρη μας… Προσπάθησε τώρα να κοιμηθείς ξανά, να μερώσεις…»
«Δε μπορώ… Μου ’φυγε ο ύπνος πλέον απ’ τα βλέφαρα, και δε θα ξαναρθεί άμα δε μάθω αν σήμαινε κάτι τελικά το όνειρό μου…» μουρμούρισε η Θεοφανώ, γέρνοντας ωστόσο πίσω στο μαξιλάρι και δένοντας τα χέρια της κοντά στο στήθος, πάνω απ’ το μεταξωτό σεντόνι, με τον παλμό της να σφυροκοπά ακόμα. Ο Ρωμανός, νιώθοντας κι αυτός πως άλλο δε θα κοιμότανε μετά από αυτήν την ταραχή, σηκώθηκε, έβαλε ένα λαφρύ σκαραμάγγιο και βάδισε αργά ως το παράθυρο, όπου υπέφωσκε η καινούρια μέρα.
«Σ’ αγαπώ… Δε θέλω να μου πάθεις κακό…» άκουσε να ψιθυρίζει η φωνή της Θεοφανώς πίσω του, ενώ από τις κόγχες των ματιών της είχαν κυλήσει στα μαγούλια της δυο δάκρυα. Στράφηκε και την ατένισε, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά, και πόνεσε η καρδιά του, όπως είδε να διαγράφεται κιόλας φουσκωμένη κάτω απ’ τα οθόνια της κλίνης τρίτη φορά η κοιλιά της. Τι θα έκανε άραγε η αγαπημένη του, συλλογίστηκε άξαφνα μουδιασμένος, αν εκείνος κάτι πάθαινε, μένοντας στον θρόνο με δυο μικρά αγόρια, συν το παιδί που ανέμενε; Θεέ, τώρα καταλάβαινε πόσο στα αλήθεια την αγάπαγε… Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα απαλά γνοιασμένος, και ύστερα, όταν ο Θεός ξημέρωσε για τα καλά τη μέρα, βάλθηκε, με τον ζήλο που τον πότιζε η συζυγική του αγάπη και η πατρότητα, να ψάξει αν κάτι επικίνδυνο για τον ίδιο, τη γυναίκα και τον πρωτότοκό του, τον οποίο κι αυτός λάτρευε, συνέβαινε όντως στο παλάτι του…
«Η αυγούστα Θεοφανώ είναι λίγο αδιάθετη σήμερα… Δε θα βγει από το κουβούκλι της» ενημέρωσε η Ευφροσύνη την υπηρεσία των ανακτόρων το πρωί, αφού ήρθε δίπλα στην κηδεμονευομένη της και έμαθε από τα χείλη της σε τι κατάσταση βρισκόταν. Κι αφού έπραξε το καθήκον της, επέστρεψε στο πλάι της, φέρνοντάς της ένα αφέψημα και κατιτίς φαγώσιμο.
«Φάε, κυρά μου, να στυλωθείς… Τι εφιάλτης ήταν αυτός που είδες;! Σαλέψανε κι εμέ τα λογικά μου!» έκανε η βασιλική παραμάνα και πατρικία ζωστή της νέας αυτοκράτειρας. «Θεός φυλάξοι, μην είναι σημαδιακός και συμβεί τίποτα στον άντρα σου και στο πρωτοπαίδι σου! Πώς σκιάζομαι κι εγώ, που τόσο τους αγαπώ και τους δυο και έχω τον καημό τους μαζί με εσένα!»
«Μακάρι, Ευφροσύνη μου… Μακάρι…» πρόφερε η Θεοφανώ, χαμένη στους λογισμούς της, και έριξε μια ματιά μονάχα γεμάτη σπλάχνος και αγωνία στον τρίχρονο Βασίλειο, που έπαιζε αμέριμνος, στα πόδια του κρεβατιού των γονικών του. Ο νους της είχε γυρίσει και διάβαινε στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μόλις λίγους μήνες πρωτύτερα, όταν δέχτηκε μιαν εντελώς απρόσμενη επίσκεψη…
«Αυγούστα, έχει φθάσει στις πύλες ένας άνδρας και σε ζητάει» της είχε αναγγείλει δύσπιστα ένας φρουρός. «Κρατερός το όνομά του, στο γένος Λάκωνας, και διατείνεται ότι είναι ο πατέρας σου…»
«Κρατερός; Πατέρας μου;» επανέλαβε πολύ σιγά, σχεδόν από μέσα της, και θύμησες του ταπεινού πανδοχοκαπηλείου στη Σπάρτη, όπου γεννήθηκε κι αναθράφηκε, τις οποίες νόμιζε πως είχε για πάντα ενταφιάσει και παραδώσει στη λήθη, όρμησαν και ξεχύθηκαν στο νου της με όλη της τη δύναμη, όπως τα ανθρώπινα δεινά απ’ το κουτί της Πανδώρας. Κι ανάμεσά τους, σοβαρή, πυκνόφρυδη, εύσωμη, με μαλλιά μαύρα που άρχιζαν να γκριζάρουν, με πρόσωπο που το χάραζαν αγάλι – αγάλι οι ρυτίδες, μα πάντα τρυφερή και προσηνής, κυρίαρχη μια αντρική φιγούρα, ο διακαμός ξεκάθαρος του φτωχού πλην τίμιου του ταβερνιάρη Κρατερού, του βιολογικού πατέρα της, του αληθινού αίματός της…
«Να τον διώξω, ευσεβεστάτη, ή να του πω πως τον δέχεσαι; Εγώ βέβαια δεν πίστευα ότι έχεις τόσο λαϊκό πατέρα, κι ας είχα ακούσει για την καταγωγή σου πράγματα… Μήπως ψεύδεται;»
«Όχι, δεν ψεύδεται, δούλε, και πάψε να λες εξυπνάδες, γιατί θα υποστείς ραβδισμό!» αποκρίθηκε κοφτά η Θεοφανώ και τον επέπληξε, νιώθοντας στα μέλη της μυρμήγκιασμα. «Πες του ότι θα τον δεχτώ, μόνον όχι εδώ, μες τα δώματα του Παλατιού, και με το φως της ημέρας… Το βράδυ, σε ένα περίπτερο στους κήπους να του πεις να με περιμένει…»
«Στους ορισμούς σου, βασίλισσα» προσκύνησε ο φρουρός και απήλθε για να μηνύσει του Κρατερού, αφήνοντας την κόρη του και αυτοκράτειρα των Ρωμαίων ανάστατη και νευρική, που τόσο απρόοπτα κλήθηκε να αντιμετωπίσει το παρελθόν της…
Άπλωσε η εσπέρα τα μαβιά της πέπλα, και η Θεοφανώ, ρίχνοντας στο κεφάλι της μια φαρδιά κάπα, βγήκε με κάθε προφύλαξη απ’ τον γυναικωνίτη και προχώρησε στα περιβόλια του οίκου της. Εκεί, σ’ ένα στέγαστρο, καρτερούσε ο Κρατερός την άφιξή της, και μόλις ξέκρινε τον ίσκιο του σκιρτήσανε περίεργα τα σωθικά της, ένας κόμπος βιδώθηκε στο λαρύγγι της και το στομάχι της, και κατέβασε την κουκούλα του πανωφοριού της λέγοντας:
«Πατέρα…»
Έστρεψε εκείνος τα νώτα, αναγνωρίζοντας πάραυτα τη λαλιά του παιδιού του, και με το που αντίκρισε τη μορφή της έμεινε δυο στιγμές βουβός απ’ τη συγκίνηση. Ο χρόνος είχε πετρώσει, κοιτιόντουσαν στα μάτια και ούτε ο πατέρας ούτε η κόρη τολμούσαν να κάνουν βήμα…
«Παιδί μου… Θυγατέρα μου!» άρθρωσε εν τέλει ο Κρατερός και μετακινήθηκε προς το μέρος της, κι όταν την έφτασε αρκετά άπλωσε τα χέρια του και έπιασε τα δικά της. Ένα ρίγος θαλπερό διαπέρασε την κοπέλα, και έκανε τεράστια προσπάθεια να μη συγκινηθεί υπέρμετρα και κλάψει.
«Πόσοι χρόνοι, κόρη μου, Αναστασώ μου!» πρόσθεσε ο κάπελας βραχνός. «Γυναίκα σωστή έχεις γίνει, και μοιάζεις ακόμη πιο πολύ στη συγχωρεμένη τη μητέρα σου, τη Βανθώ…»
«Θεοφανώ με λένε πια, πατέρα… Όχι Αναστασώ» τον διόρθωσε. «Η πεθερά μου μού το άλλαξε, και σε παρακαλώ να μη με ξαναπείς με το όνομα τούτο το παλιό, το άθλιο…»
«Βέβαια… Βέβαια, Θεοφανώ…» αντιλάλησε ο Κρατερός, σκουπίζοντας τα μάτια του. «Όταν μου το ’πανε, ξαφνιάστηκα… Αλλά να ξέρεις, μπορεί για τον άντρα σου τον βασιλιά και για όλους τους υπηκόους σου να είσαι η αυγούστα Θεοφανώ, για μένα όμως θα είσαι πάντα η Αναστασία, η αγαπημένη μου μοναχοκόρη, το μόνο μου παιδί, το σπλάχνο μου… Και το όνομά σου για μένα είναι θησαυρός και βάλσαμο!»
«Πώς ήρθες ως εδώ;» θέλησε να μάθει εκείνη, μετά από μια στιγμή σιωπής ανάμεσά τους. «Είναι μακρύ ταξίδι από τη Λακεδαίμονα…»
«Ναύλωσα πλοίο, κέρμα με κέρμα τα σύναζα τα χρήματα… Με την ελπίδα να ’ρθω να σε δω, και να που μπόρεσα και το πήρα απόφαση, μου έγινε αφόρητη πια η μοναξιά στο σπίτι μας…»
«Και… πού μένεις τώρα;»
«Βρήκα κρεβάτι σ’ ένα φθηνό πανδοχείο, με όσα λεφτά είχα στο βαλάντιό μου και δεν ξόδεψα για τα ναύλα. Ίσα – ίσα μου φτάνουν, όμως, αύριο κιόλας πρέπει να φύγω, αν δε θέλω να με διώξουν με τις κλοτσιές…»
Μειδίασε πικρά ο Κρατερός, κι η Θεοφανώ ένιωσε κάτι να σπάει μέσα της. «Πάρε αυτά» του είπε, βγάζοντας από μια πτυχή του φορέματός της ένα πουγκί. «Το φαντάστηκα πως θα ’χες ανάγκη, και τα πήρα κρυφά από το θησαυροφυλάκιο, για χάρη σου…»
«Δε θέλω να γίνω ζητιάνος σου, παιδί μου» ξενίστηκε ο Κρατερός, κι έκανε να της επιστρέψει το δώρο, μα η κόρη του τον απέτρεψε.
«Κράτα τα, πατέρα. Δεν είσαι ζητιάνος εσύ, ούτε σου κάνω ελεημοσύνη… Είσαι ο άνθρωπος που με γέννησε, και είναι χρέος μου να σε βοηθήσω! Πήγαινε τώρα στην ευχή του Θεού, και μην πεις σε κανέναν για αυτή μας τη συνάντηση…»
Ο Κρατερός, αμίλητος, της ασπάστηκε το χέρι που του έδωσε το μέρισμα, και η Θεοφανώ κίνησε να φύγει. Τη σταμάτησε όμως η μιλιά του οπίσω της:
«Θυγατέρα, μη λησμονείς από πού έρχεσαι… Και, πάνω απ’ όλα, να θυμάσαι πάντα την εύνοια του Θεού, που σε έκανε γυναίκα του Ρωμανού και βασίλισσα, και να μην υπερηφανεύεσαι, γιατί εύκολα μπορεί να σε ταπεινώσει, όπως σε ανύψωσε…»
«Δε φοβάμαι εγώ τέτοια πράγματα, πατέρα» του απάντησε δίχως να στραφεί, συμπλέκοντας με βια τα δάχτυλά της μεταξύ τους. «Είμαι νέα, είμαι ευτυχής, έχω εξουσία, τίποτε δε με πτοεί!»
«Η τύχη είναι τροχός και γυρίζει, Αναστασία, κι αν βρίσκεσαι τώρα στα αψηλά, αύριο μια στροφή του μπορεί να σε ρίξει βάναυσα… Μην το αψηφάς αυτό, και να ευχαριστείς πάντα τον Θεό για την τόση πολλή καλοτυχία και ευημερία που σου χάρισε να απολαμβάνεις, με τις ανεξιχνίαστες βουλές Του!..»
«Γυναίκα, είχες δίκιο να φοβάσαι το όνειρό σου» της ανακοίνωσε την άλλη μέρα ο Ρωμανός, φανερά ταραγμένος και συγχυσμένος. «Ένας δούλος, ο Ιωαννίκιος ο Σαρακηνός, μου αποκάλυψε ότι σημαίνοντες αυλικοί, προσκείμενοι στον μακαρίτη τον παππού μου και τους θείους μου, ετοίμαζαν συνωμοσία εναντίον μου, να με δολοφονήσουν όταν θα έβγαινα στον Ιππόδρομο για τους αγώνες και να καθίσουν στον θρόνο τον Βασίλειο, αναγορεύοντάς τον αυτοκράτορα! Ο μάγιστρος Βασίλειος Πετεινός πρωτοστάτης, και μεταξύ τους ο Νικόλαος Χαλκούτζης, οι πατρίκιοι Πασχάλιος και Βάρδας του Λιβός… Έτσι ερμηνεύονται τα καθημαγμένα ρούχα που ονειρεύτηκες ότι φορούσαμε εγώ και ο γιος μας!»
«Ώστε έτσι… Αν είναι δυνατόν!» ανέκραξε η Θεοφανώ. «Σε τι τους έφταιξες άραγε, Ρωμανέ, και θέλησαν να σ’ εξοντώσουν; Τι όφελος θα είχαν; Μήπως επειδή παίρνεις μαζί με τους συμβούλους σου μέτρα καλά και νομοθετείς ευνοϊκά χρυσόβουλα για τον ενδεή λαό σου και τους μικρογεούχους, και τρέμουν μη χάσουν τα προνόμια;»
«Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι να υποθέσω… Δέχτηκα κι εγώ ισχυρό πλήγμα με αυτή τη φοβερή αποκάλυψη του Ιωαννικίου! Ο Θεός τον φώτισε να με προειδοποιήσει…»
«Ποταπά και αχάριστα υποκείμενα! Δεν πιστεύω να τους αφήσεις ατιμώρητους;!»
«Έχω αναθέσει ήδη στον Βρίγγα να τους εντοπίσει και να τους συλλάβει… Μετά τη σύλληψή τους, είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια του!»
Πράγματι, ο παρακοιμώμενος κυνήγησε τους συνωμότες, τους έπιασε, κι έπειτα τους ανέκρινε και τους βασάνισε σκληρά για παραδειγματισμό στα υπόγεια του Παλατιού. Και την ημέρα των ιππικών αγώνων, οπότε σχεδίαζαν να σκοτώσουν τον Ρωμανό, τους έβγαλε αντίθετα ελεεινούς στον εύριπο[1] και τους διαπόμπευσε, και βρόντηξε το στάδιο απ’ το γιούχα, μετά τις επευφημίες για τον εξαίρετο Φιλώραιο, τον υπασπιστή του πρωτεξάδελφου του βασιλιά, του Ρωμανού Μωσηλέ, που στεκότανε όρθιος στη ράχη του πιο γοργού αλόγατου κι ενώ αυτό κάλπαζε στον στίβο, έπαιζε το σπαθί του πιδέξια χωρίς διόλου να τραμπαλίζεται, για να κουρευτούν ύστερα όλοι και να υποστούν την εξορία και το μοναχικό ράσο. Κι ο εξ αγχιστείας συνονόματος θείος του νεαρού αυτοκράτορα, ο Ρωμανός Σαρωνίτης, βλέποντας την τύχη τους και ξέροντας ότι τον υπέβλεπαν πολλοί λόγω του αξιώματός του, έκανε το ίδιο αυτοβούλως: μοίρασε την περιουσία του και εγκαταστάθηκε στη Μονή των Ελεγμών. Ωστόσο, ο βασιλέας Ρωμανός ο Νέος, με την επιείκεια του ήθους που τον χαρακτήριζε, κατήγαγε μεθ’ ου πολύ χρόνο τους εξορισμένους συνωμότες, εκτός από τον Πετεινό, ο οποίος τρελάθηκε και πέθανε στην Προικόνησσο, και η Θεοφανώ εξεπλάγη και διαφώνησε έντονα για αυτό μαζί του.
«Δεν έπρεπε ποτέ να το κάνεις, άντρα μου, αυτό το διάβημα! Εκείνοι οι άθλιοι πήγαν να σε αφανίσουν ύπουλα, κι εσύ τους φέρνεις πίσω και τους βάζεις ξανά στην Αυλή σου και στον οίκο σου; Νόμιζα ότι είσαι έξυπνος, αλλά τελικά αποδεικνύεσαι αφελέστατος, καθώς φαίνεται!»
«Δεν είναι αφέλεια, Θεοφανώ, πολιτική λέγεται… Και εγώ επίσης νόμιζα για σένα ότι θα το καταλάβαινες, με τόσο κοφτερό μυαλό που απέδειξες πρότερα ότι έχεις! Τι θα κέρδιζα, εάν τους άφηνα στην εξορία; Δεν υπήρχε άραγε κίνδυνος να στρέψω μέρος των αυλικών μου εναντίον μου, και να προκαλέσω και την οργή του Θεού από πάνω; Ήδη τους έκανε να μαρτυρήσουν αρκετά ο Βρίγγας…»
«Μη γίνεσαι τόσο μαλθακός και φιλάνθρωπος, Ρωμανέ… Είσαι ο αυτοκράτορας, τριγύρω σου μπορεί να ελλοχεύουν χίλιοι δυο φθονεροί σφετεριστές του θρόνου σου!» επέμεινε στις νουθεσίες η Θεοφανώ, με δεικτικά κινήματα των χεριών της. «Σου μιλάω σκληρά, αλλά είμαι η γυναίκα σου και νοιάζομαι για σένα όσο κανείς άλλος… Η πολλή σου καλοσύνη φοβάμαι μη σε βλάψει ανεπανόρθωτα στο τέλος! Έτρεφες το φίδι στον κόρφο σου, το ξεσκέπασες, και τώρα… τώρα το περιθάλπεις πάλι…»
«Γλαυκώπα μου, ηρέμησε… Μην ταλαιπωρείς τον εαυτό σου και το μωρό που περιμένεις» προσπάθησε να την κατευνάσει θορυβημένος ο Ρωμανός, βλέποντάς την να δυσφορεί λαχανιασμένη, και την αγκάλιασε. «Όλα θα πάνε καλά, θα δεις, όπως πήγαιναν και πριν για τους δυο μας… Είναι παντελώς ακίνδυνοι πια αυτοί οι πονηροί άνθρωποι μετά την κρίση και την καταφρόνια που βίωσαν, πίστεψέ με!»
«Μακάρι… Μακάρι να έχω άδικο…» ψιθύρισε, και έγειρε στον ώμο του.
«Θα σ’ έχανα! Δε θέλω…» πρόσθεσε ευθύς, παρόμοια, με λαχτάρα, δένοντας τα χέρια της γύρω απ’ την πλάτη του. Κι εκεί, τότε, σαν να πρωτοαντιλήφθηκε καθάρια ότι το ’χε αγαπήσει ουσιαστικά το στεφάνι της, με του καιρού του γάμου τους το διάβα, βαθιά, κι όχι μόνο, ως θαρρούσε νιόπαντρη, γιατί ήταν πάγκαλος στο σώμα, πορφυρογέννητος ατόφιος και εραστής της φλογερός…
Σύντομα μετά από αυτούς τους διαλόγους τους, μες τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, γέννησε η Θεοφανώ κοριτσάκι. Και αφού στάθηκε στα πόδια της από τον τοκετό, την πήρε ο Ρωμανός αντάμα του, και με την κορούλα τους σπαργανωμένη στην αγκαλιά του ήρθαν στα δώματα της μητέρας του, της βασιλομήτορος Ελένης, που άρρωστη πια από τον καημό για τον αποχωρισμό των θυγατέρων της, μαραζωμένη και πρόωρα γερασμένη, σχεδόν δε σηκωνόταν απ’ την κλίνη της. Η νεαρή αυγούστα δυσανασχέτησε μέσα της για τούτη την επίσκεψη, δεν ήθελε όμως να κακοκαρδίσει τον άνδρα της, έτσι υπέμεινε στωικά το να αντικρίσει ξανά την όχι και τόσο αγαπημένη πεθερά της.
«Μάνα, σου φέραμε να δεις την εγγονή σου. Θυγάτριο έτεκε αυτή τη φορά η Θεοφανώ…» είπε ο Ρωμανός στην Ελένη, αυτή γύρισε με κόπο το κεφάλι της, και μόλις είδε τον υγιό της με το βρέφος ένα αμυδρό μειδίαμα σαν να χαράχτηκε στα πικραμένα χείλη της και την όψη της την ωχρή. Κράτησε τη νεογέννητη πριγκίπισσα στα θλιβερά αδυνατισμένα μπράτσα της, τα μάτια της τα σμαραγδένια, κάποτε λαμπερά, τώρα σβηστά, βουρκώσανε λιγάκι, και αναστέναξε κρυφά το απισχνασμένο στήθος της.
«Ευλογημένη να ’σαι και καλότυχη, εγγονούλα μου!..» ψιθύρισε κουρασμένα, κι έγειρε πίσω στο κεφαλάρι του κρεβατιού της. Κάτι σαν οίκτος ανασαλεύτηκε στης Θεοφανώς τα σωθικά, βλέποντάς τη σε τούτη την κατάσταση, αλλά η αντιπάθειά της το υπερνίκησε γρήγορα. Έσφιξε απάνω της το καινούριο μωρό της και έφτυσε διακριτικά στον κόρφο του, όταν ο Ρωμανός της το έδωσε, καθώς ένιωθε μια ενέργεια αρνητική να την περιζώνει.
«Γιατί έπρεπε να βαστάξει τη θυγατέρα μου η κακορίζικη, που ’ναι έτοιμη να πεθάνει;» συλλογιότανε. «Θεός να δώσει να μη μου τη βασκάνει και πάθει κάνα κακό! Με τόση λαχτάρα περίμενα να την αποκτήσω…»
Λίγο μετά του Σταυρού, στις 19/20 Σεπτέμβρη του 961, μια νύχτα με έκλειψη σελήνης, η βασίλισσα Ελένη η Λεκαπηνή, σύζυγος και μητέρα αντίστοιχα δύο αυτοκρατόρων της Μακεδονικής δυναστείας, η γλυκιά μα και συνετή, η δυνατή και συνάμα πονεμένη, έφυγε όντως από τη ζωή στα πενήντα ένα της χρόνια. Θρήνησε ο λαός και η Αυλή την απώλεια της κοσμαγάπητης γυναίκας, και πλήθος πολύ τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία, στη Μονή Μυρελαίου την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της, ο γέροντας Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και πλάι στον οποίο ετάφη η βασιλική νεκρή, μ’ ένα επίγραμμα του Ιωάννη Γεωμέτρη αφιερωμένο στη μνήμη της:
Κρύπτει σελήνην ἀλλὰ λαμπρὸς φωσφόρος,
νῦν Ἑλένην ἔκρυψεν ὁ στυγνὸς τάφος·
ἀλλ ̓ εἰς τοσοῦτον μὴ κατισχύσῃ Χάρων·
στραφεῖσα δ ̓ αὕτη πρὸς νοητὸν φωσφόρον
ἄνω πρὸς αὐτόν, ὡς σελήνη πρὸς πόλον,
τὸ φῶς ἀφῆκε· πρὸς δὲ τὴν χθόνα βρίθον
νεύειν ἀνάγκη τὸ σκιῶδες σαρκίον.[2]
Ο Ρωμανός, πάντως, έστω και μετά θάνατον, έστω και αργά, εκτέλεσε την εντολή που του είχε δώσει ο μάγιστρος Συμεών ο Μεταφραστής στο δικό του ποίημα για την τελευτή του κύρη του, και τίμησε την αποδημήσασα πια μάνα του, βαφτίζοντας την κόρη του με το όνομά της. Περνούσε το αντρόγυνο τώρα μια περίοδο ευτυχίας, η Θεοφανώ είχε ξετρελαθεί με το κορίτσι της, κι εκείνος προσπαθούσε να βρίσκεται επίσης όσο το δυνατόν εγγύτερα στους μικρούς του γιους, όταν δεν τον απασχολούσαν κυνηγέσια ή κρατικές υποθέσεις. Ωστόσο, οι συνωμότες άνδρες που επανέφερε στο παλάτι του, αφού δε μπόρεσαν να φθείρουν μια και καλή την ύπαρξή του, το βάλανε σκοπό να διαβρώσουνε το ήθος του νεαρού Αύγουστου πρωτίστως, που είχε βελτιωθεί και λαγαρίσει με τον έρωτα για τη γυναίκα του, την πατρότητα και τις μεγάλες ευθύνες που ανέλαβε τόσο σύντομα, ξέροντας άριστα τις κραιπάλες στις οποίες είχε επιδοθεί ως έφηβος και στις οποίες και οι ίδιοι εντρυφούσαν. Πρώτος ο πατρίκιος Νικόλαος Χαλκούτζης, λοιπόν, που καμιά σχέση δεν είχε με τον αδελφό του τον Νικήτα, τον πλησίασε μια μέρα και του πρότεινε να συμμετάσχει σ’ ένα βραδινό συμπόσιο στον οίκο του.
«Τι λες, βασιλιά μου; Θα μας κάνεις την τιμή;» τον ρώτησε, και σπίθιζε χωστή στο βλέμμα του η αδηφαγιά. «Θα πιούμε τον καλύτερο οίνο, θα μας διασκεδάσουν οι πιο όμορφες αυλητρίδες και χορεύτριες, και εκτός αυτών, θα παρευρίσκεται μεταξύ μας και ο άρχοντας Μηνάς Γέμελος, με τον οποίο γνωρίζω ότι έχεις φιλία παιδιόθεν…»
«Ο Μηνάς;» μονολόγησε ο Ρωμανός μ’ ένα σκίρτημα, καθώς ο φίλος του έλειπε ως τώρα σε εμπορικό ταξίδι, και είχε να τον δει πολύ καιρό. «Γύρισε λοιπόν; Θα επιθυμούσα σφόδρα να τον συναντήσω πάλι!»
«Για αυτό σου λέω, δέσποτα, έλα… Άσε για λίγο τις υψηλές σου μέριμνες, και γλέντησε με τους παλιούς σου συντρόφους, που τόσο φιλάνθρωπα είλκυσες από τον μαύρο βυθό της εξορίας!»
Και τον εχτύπησε μαλακά στον ώμο, όλο πονηριά. Έτσι, την ίδια εσπέρα, το παλικάρι ο βασιλιάς ντύθηκε λαϊκός και με μια δικαιολογία προς τη συμβία του πήγε στου Χαλκούτζη το σπίτι, μιαν έπαυλη λατομημένη στο μάρμαρο, όπου άστραφτε παντού το χρυσάφι και το ασήμι. Ο πατρίκιος τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, τον πέρασε στον τρίκλινο και του έδειχνε με κομπασμό καμουφλαρισμένο σε μετριοφροσύνη όλη την πολυτέλεια του αρχοντικού του. Έτρωγε με τα μάτια του τον τόπο ο Ρωμανός μήπως βρει τον Μηνά, και να που τον εντόπισε στο φως των πυρσών, θρονιασμένο σε ένα ανάκλιντρο, να χαριεντίζεται με μια νόστιμη καστανή κοπέλα που φορούσε μονάχα ένα αποκαλυπτικό ανεμίτσι, και του έχυνε κρασί σε ένα διαμαντοκόλλητο κύλικα, ενώ η ίδια δεχόταν στο στόμα της με νάζι έναν χουρμά που τη φίλευε.
«Μηνά! Φίλε μου!» τον προσφώνησε με ένα άγγιγμα, και ο ξανθός νεαρός άντρας στράφηκε απορημένος.
«Ρωμανέ;!» έκανε, μόλις είδε τον παλιό του εταίρο. «Μήπως γελιέμαι; Εσύ είσαι, βασιλέα και φίλε μου;»
«Εγώ είμαι, Μηνά! Ο πατρίκιος Νικόλαος με ενημέρωσε ότι θα παρευρίσκεσαι, και ήλθα να σε ανταμώσω!» απάντησε συγκινημένος ο νεαρός αυτοκράτορας, εκτείνοντας τα χέρια του, και οι δύο νέοι εναγκαλίστηκαν προς στιγμήν θερμά.
«Καλώς έπραξες, ω πάμφιλε! Κάτσε, κάτσε λοιπόν, συνόδευσε και λάμπρυνε με τη μεγαλειότητά σου το ξεφάντωμά μας!» τον παρακίνησε ο Μηνάς, και αφού βολεύτηκε ο Ρωμανός στο ανάκλιντρο που του προσέφερε ο οικοδεσπότης, ζήτησε από τη νεάνιδα που ερωτοτροπούσε με τον φίλο του να του γεμίσει κι αυτουνού μια κούπα. Υπάκουσε εκείνη, ρίχνοντάς του βλέμματα με επιτήδευση παθιάρικα, και έσμιξε τα φρύδια παρατηρώντας την.
«Εσύ κάποια μου θυμίζεις…» της εξομολογήθηκε. «Σε ξέρω; Πώς σε λένε;»
«Λευκή με λένε, αφέντη μου, και η μητέρα μου λεγόταν Ευδοκία. Έκανε κι αυτή το ίδιο επάγγελμα με μένα… Θαρρώ πως μου είχε μιλήσει για κάποιον Ρωμανό, γιο του μακαρίτη βασιλέα Κωνσταντίνου, που την είχε επισκεφτεί κάποτε κι είχαν πάρε – δώσε… Αυτόν λοιπόν έχω μπροστά μου, τον τωρινό μας αυτοκράτορα, έτσι δεν είναι;»
Και έριξε βλέμμα τολμηρό στο παλικάρι, χαμογελώντας λάγνα.
«Ευδοκία; Ναι, σαν να τη θυμάμαι… Αλλά δεν ήξερα καθόλου ότι είχε θυγατέρα!»
«Ήμουν μικρή τότε, βασιλιά, κοριτσάκι, και με έκρυβε, μα μόλις άρχισαν να ανθίζουν του φύλου οι καλλονές, με φανέρωσε…» του εξήγησε ελευθερόστομα η Λευκή. «Τώρα λέω πως είμαι δεκάξι χρόνων, πάω στα δεκαεφτά, εκείνη κουράστηκε, και στέλνει εμένα έξω από το σπίτι, ενώ αυτή μένει εκεί και δέχεται τους παλιούς εραστές της… Να, σαν τον Ιωάννη τον Χοιρινά, καλή ώρα, που του είχε κι αδυναμία…»
Κι έδειξε με ένα τίναγμα του λαιμού πέρα, κι ο Ρωμανός ακολουθώντας το νεύμα της διέκρινε τον ψευτοευνούχο και ψευτοϊερωμένο μεταξύ των συνδαιτυμόνων. Ο ίδιος είχε ενδώσει και του είχε αφαιρέσει το μοναχικό ράσο, που τον είχε αναγκάσει ο πατέρας του να φορέσει, τον είχε καταστήσει θαλαμηπόλο του, και ο Ιωάννης τριγύριζε τώρα στους κύκλους του νεαρού βασιλιά και γλένταγε με την ψυχή του χωρίς καμιάν αιδώ, όπως παλιά, με αποτέλεσμα ο πατριάρχης Πολύευκτος να αντιδικεί συχνά με τον Ρωμανό και να τον πιέζει να απομακρύνει τον επίορκο του μοναστικού σχήματος άνθρωπο από την υπηρεσία του.
«Χοιρινά! Χοιρινά, έλα δω!» τον έκραξε τώρα η έφηβη πόρνη. «Έλα να δεις και να ευφρανθείς, ο δεσπότης σου χαροκοπιέται μαζί μας!»
«Μπα μπα; Ρωμανέ; Θυμήθηκες τα παλιά σου;» τον πείραξε ο Χοιρινάς, ερχόμενος κοντά, και έπιασε από τη μέση τη Λευκή φιλώντας τη ρουφηχτά στο μάγουλο, με έναν τρόπο που κάθε σεμνή γυναίκα θα είχε αηδιάσει. «Βλέπω γνωριστήκατε εδώ και με τη Λευκή, της Ευδοκίας την κόρη… Σαν τη μάνα της και καλύτερη είναι στη δουλειά της, σ’ το λέω εκ πείρας!»
«Ω, πάψε, γέρο – σάτυρε! Σ’ έχω χορτάσει!» τον μάλωσε τάχα η κοπέλα, και του πάταξε το χέρι που χούφτωσε τον ένα της μαστό. «Απόψε το κορμί μου όλο θα είναι χάρισμα για τον βασιλέα Ρωμανό, εάν βέβαια το θελήσει…»
Είπε, και με τα ακροδάχτυλα θώπευσε μαυλιστικά το σαγόνι του νεαρού αυτοκράτορα. «Λευκή, χορό! Χορό απ’ τη Λευκή!» απαίτησαν μερικοί, και το κορίτσι πρόθυμο πήδηξε σαν ελαφίνα στη μέση της αίθουσας, κι άρχισε να σειέται και να λυγιέται στου αυλού τον ήχο, κροτώντας τα βραχιόλια της και κυματίζοντας γύρω της ένα πέπλο, πέφτοντας πότε – πότε μπροστά στα πόδια κάποιου μεθυσμένου αρσενικού της θεατή. Του Ρωμανού ετούτος ο χορός, αυθόρμητα και δίχως να το θέλει να κάνει σύγκριση, της Θεοφανώς του θύμισε, όταν τη λέγανε ακόμα Αναστασώ κι ήταν ελάχιστα μικρότερη από τη Λευκή, θυγατέρα κάπελα στη Σπάρτη, κι εκείνος έφηβος πρίγκιπας ακόμα, μια νύχτα καλοκαιρινή και λαγγεμένη… Μα το κορμί της γυναίκας του είχε δειχτεί παρθενικό κι αμάλαγο, φυλαχτό που του είχε ανάψει δίκαια τον πόθο να το αποκτήσει τίμια, όπως του ’χε παραγγείλει, ενώ τούτης εδώ της κορασιάς ήτανε κιόλας μολεμένο απ’ τον βόρβορο του αγοραίου έρωτα…
Δίχως να το συναισθάνεται, έπινε, έπινε κι άλλο, και άρχιζε να θολώνει το κεφάλι του. Η Λευκή τελείωσε την όρχησή της την αισθησιακή πέφτοντας μπρος στα δικά του πόδια, και αμέσως ανορθώθηκε, πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του, «όλη δική σου θα ’μαι, βασιλιά μου, αν με θες… Στα πόδια σου κυλώ το φως μου» του ψιθύρισε, τα άλικα βαμμένα χείλη της άγγιξαν σχεδόν τα δικά του και η παλάμη της κινήθηκε τολμηρά προς τη γενετήσια περιοχή του. Κι ο Ρωμανός, ανεξέλεγκτα, ένιωσε να ξεχνάει ότι ήταν σύζυγος και πατέρας, και είχε στο παλάτι μια γυναίκα και τρία μικρά παιδιά, το ένα μωρό, να τον περιμένουν…
Η νύχτα προχωρούσε, και το συμπόσιο εξελισσότανε σε όργιο. Οι εταίρες μπλεχτήκαν με τους μεθοκοπημένους άντρες, ξεγύμνωναν τελείως τα κορμιά τους, και επιδίδονταν μαζί τους σε αχαλίνωτες σεξουαλικές περιπτύξεις, στα ανάκλιντρα και στα μαρμάρινα ψηφιδωτά δάπεδα. Η Λευκή πήδηξε κι αυτή σαν αίλουρος πάνω στον Ρωμανό, του σήκωσε τον χιτώνα, και με τολμηρά χάδια βάλθηκε να τον ερεθίσει. Εκείνος έθεσε σαν αυτόματο τα χέρια του στη μέση της, ζαλισμένος και αποχαυνωμένος, και πριν καν το καταλάβει το μόριό του βρέθηκε να εισχωρεί στον κόλπο της νεαρής πόρνης, που χοροπηδούσε οιστρηλατημένη και βογγούσε δυνατά, μες τον αδιάντροπο οργασμό της, που της τον έκανε ακόμα πιο ηδονικό το γεγονός ότι συνευρισκόταν με τον βασιλιά αυτοπροσώπως…
«Θεοφανώ…» άρθρωσε εκείνος μες το αποκάρωμά του, και η ανάμνηση του ονόματος της γυναίκας του θαρρείς τον συνέφερε. Καλάνοιξε τα βαριά του βλέφαρα, είδε τη Λευκή ξέστηθη εμπρός του, αντίκρισε και τους άλλους συνδαιτυμόνες σε τι κατάσταση είχαν περιέλθει, έπιασε το μέτωπό του και μια δύναμη τον έσπρωξε να σηκωθεί και να βιαστεί να φύγει από κει μέσα.
«Πού πας, βασιλιά μου; Μείνε λίγο ακόμα!» τον παρακάλεσε η Λευκή, κολλώντας πάνω του, μα ο Ρωμανός αμίλητος την απώθησε, στάθηκε όρθιος και προσπάθησε να περπατήσει. Τρέκλιζε, σκόνταψε κάμποσες φορές σε κολόνες και πήγε να σωριαστεί, μέχρι να βρει την έξοδο απ’ την οικία του Χαλκούτζη, και σ’ όλο τον δρόμο μέχρι το Παλάτι, τον οποίο ευτυχώς θυμήθηκε, έτσι πήγαινε. Δυο διαβάτες κοντοστάθηκαν, έδειξαν με τα δάχτυλά τους και τον περιγελάσανε κρυφά, και καθώς τους αντιλήφθηκε με τη γωνία του ματιού του, πρώτα θύμωσε, κι έπειτα κάτι σαν ντροπή τον κατέλαβε για το χάλι του. Ζόρισε τα πέλματά του να βηματίσουν γρήγορα, και όταν πια κατάφερε να φτάσει στον οίκο του και να μπει μέσα, ανάσανε βαθιά, το στήθος του γροικώντας πλακωμένο. Κατευθύνθηκε στο συζυγικό κουβούκλι, μισάνοιξε τη θύρα και στηρίχτηκε στον παραστάτη. Η Θεοφανώ κοιμόταν ήσυχη, αμέριμνη και ανήξερη για τα νυχτοπερπατήματα του άντρα της. Μια ψυχορμή τον βίαζε υπόκωφα να κλάψει και να χτυπήσει το στέρνο του για την ατιμία που διέπραξε εις βάρος της, να αυτομαστιγωθεί με τις τύψεις που κεράτωσε μ’ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο το στεφάνι του, την όμορφη και νόμιμη γυναίκα του, της οποίας μόνο το αγκάλιασμα είχε τάξει να ποθεί στο γάμο τους. Μα τίποτα από αυτά δεν έκανε, μονάχα αποκαμωμένος από την ακόλαστη ατασθαλία, πλάγιασε βαρύς στο στρώμα δίπλα της και ευθύς αποκοιμήθηκε, έναν ύπνο σκοτεινό σαν λήθαργο…
Η νεαρή αυγούστα σιγουρεύτηκε ότι είχαν πέσει τα βλαστάρια της στα κρεβατάκια τους, τάισε και τη μικρή Ελένη με το γάλα των βυζιών της και τη νανούρισε στο λίκνο της, και κατόπιν κάθισε ανάσκελα στην κλίνη με το κερί αναμμένο, καρτερώντας να ’ρθει ο άντρας της. Οι ώρες όμως διάβαιναν, κι ο Ρωμανός δεν έλεγε να φανεί. Γέμισε ανησυχία, η καθιστή στάση της την έδινε· πέταξε την κουβέρτα της και βάλθηκε να σεργιανάει πέρα – δώθε στο δωμάτιο, με τα χέρια διπλωμένα σφιχτά στο διάφραγμά της, γιατί κρύωνε, και της το άξαινε αυτό η στεναχώρια της.
«Μα πού είναι; Γιατί δεν έρχεται στο πλάι μου;» αναρωτιόταν σιωπηλά. «Κοντεύει να δύσει το φεγγάρι… Ποτέ του δεν άργησε τόσο ο Ρωμανός, και κυρίως ποτέ δεν έλειψε από την κλίνη μας, παρά μόνο σαν πήγαινε στα κυνήγια του στον Όλυμπο της Βιθυνίας και στις γύρω εξοχές της Θράκης, έξω ακριβώς από την Πόλη! Πάντα όμως έκανα υπομονή, γιατί είχα αντιληφθεί πως δε μπορούσε να το στερηθεί τελείως, κι όταν γυρνούσε με χόρταινε και με το παραπάνω φιλί κι αγκάλη ο αγαπημένος μου!»
Τριγύρισε άσκοπα και νευρικά πολλή ώρα, μουρμουρίζοντας συλλογισμένη, ώσπου τελικά η κούραση τη νίκησε και αποφάσισε να επιστρέψει στη στρωμνή της. Τα μάτια της βάρυναν, έκλεισαν, και έτσι δεν πήρε χαμπάρι τον Ρωμανό να επανέρχεται. Μόνο το επόμενο πρωί, ξυπνώντας, τον είδε πλάι της, τον άκουσε να ροχαλίζει μαλακά, και στιγμιαία μια ανακούφιση της γλύκανε τα σωθικά. Ανακάθισε και άπλωσε το χέρι της σε ένα κίνημα τρυφερό, να θωπεύσει το μάγουλό του, και αμέσως στα ρουθούνια της μια μυρωδιά έντονη γνωστή προσέκρουσε, ανακατεμένη με μια άλλη, ξένη. Οσμίστηκε καλά – καλά, και τραβήχτηκε πίσω με σιχασιά, ξιπασμένη. Η ανάσα του μύριζε κρασί, και όλη του η σάρκα ανέδινε άρωμα θηλυκό που δεν ήτανε δικό της… Τσαλάκωσε στα δάχτυλά της την ούγια της κουβέρτας, σούφρωσε τα χείλη σαν να την πονούσε κάπου, κι ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται. Ώστε λοιπόν για αυτό άργησε ο Ρωμανός την περασμένη νύχτα!..
Έκανε την καρδιά της πέτρα εκείνη την ημέρα η Θεοφανώ, δεν του μίλησε καθόλου άσχημα. Αλλά όταν αυτό επαναλήφθηκε, η γυναικεία και συζυγική της αξιοπρέπεια θίχτηκε σε βαθμό που δε χωρούσε πια συγκρατημό, και ξέσπασε, εξερράγη:
«Τι κάνεις επιτέλους, Ρωμανέ; Νομίζεις πως είμαι κουτή; Θαρρείς δεν έχω καταλάβει ότι νύχτες πολλές ως τώρα με εγκαταλείπεις και γλεντάς με τρόπους ανήθικους; Η ανάσα σου βρομά κρασί, το σώμα σου είναι ποτισμένο στα φθηνά πατσουλιά των κοινών γυναικών… Πώς αφήνεσαι να ξεπέφτεις έτσι εσύ, ο βασιλιάς; Υπολογίζεις καθόλου την υστεροφημία σου; Πώς θα σε μνημονεύουν οι άνθρωποι μετά τον θάνατό σου, τι θα λένε; Ο βασιλέας Ρωμανός, ο μέθυσος κι ο έκδοτος στις ηδονές τις σαρκικές; Μη γένοιτο!
»Αλλά ξέρω… Οι έκφυλοι και τιποτένιοι άνθρωποι στους οποίους έδειξες καλοσύνη, ενώ σε προειδοποιούσα, τα μιάσματα αυτά, σε παρασύρουν και θέλουν να σε κάνουν όμοιό τους! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι φοβερά, σύζυγε, αν μπορώ να σε αποκαλώ πλέον έτσι, για τούτο τον κατήφορο που σπεύδεις ολοταχώς να κυλήσεις, κατασπιλώνοντας το όνομα και την ιδιότητά σου… Και αν δεν αιδείσαι ούτε τον εαυτό σου, ούτε εμένα να ατιμάζεις, πίνοντας και αγκαλιάζοντας την κάθε τυχούσα πόρνη, δείξε αιδώ τουλάχιστον απέναντι στα τέκνα σου και τέκνα μου και τέκνα και των δυο μας, γιατί στο πρόσωπο της μάνας τους ασχημονείς και σε κείνα… Και αν δε γίνουν όλα αυτά για σένα ελεγμός, βασιλιά, τότε τίποτα άλλο δε μπορεί πλέον να γίνει, και για μένα δε θα ’σαι στο εξής ο ποθητός μου, αλλά ένα ανδρείκελο ελεεινό και αξιοκαταφρόνητο!»
Τα λόγια της τα άκουσε ο Ρωμανός, μα για λίγο στέριωσαν στο νου του. Μια δύναμη μοχθηρή και κακόβουλη τον έσπρωχνε και έρρεπε προς την οινοποσία και την άνομη μείξη, χωρίς να μπορεί να της επιβληθεί και να την καταπατήσει, και πριν περάσει πολύς καιρός άρχισε να δέχεται ξανά τις προσκλήσεις για βραδινά όργια και να τρυπώνει λάθρα στα πορνεία. Κι η νέα η αυτοκράτειρα, αφού του φώναξε, αφού τον φοβέρισε, κι αφού πάλι μόνη της έκλαψε και δάρθηκε και παρακάλεσε τον Θεό να συνετίσει τον άντρα της, τα ’βαλε τέλος μες την απελπισιά της με τον Βρίγγα.
«Εσύ φταις, παλιοεβραίε, για την κατρακύλα που παίρνει ο Ρωμανός!» τον έψεγε μανισμένη. «Άτιμε ευνούχε, μαλθακέ και τρυφηλέ, ανατεθραμμένε με παιδάρια… Κακώς, κάκιστα έκανε και σε εμπιστεύτηκε για παρακοιμώμενό του!»
«Δεν είσαι με τα λογικά σου, αυγούστα» αποπειράθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του εκείνος. «Εγώ ποτέ δεν έστρεψα τον Ρωμανό προς αυτή την κατεύθυνση, και ως παρακοιμώμενος τον συμβουλεύω πάντα για το καλό το δικό και το πρέπον για τη βασιλεία του και τη διακυβέρνηση του κράτους… Μήπως η ευσέβειά σου, ως καλή σύζυγος που λες ότι είσαι, θα έπρεπε να νοιαστείς η ίδια για τη διαγωγή του ανδρός σου;»
«Πάψε!» μούγκρισε έξαλλη η Θεοφανώ με τον προκλητικό του τόνο, του γράπωσε με το ένα χέρι το ύφασμα της στολής του στον τράχηλο και ύψωσε τον δείκτη του άλλου της χεριού, φέρνοντάς του τον μες στα μούτρα του. «Δε σου επιτρέπω! Εγώ ως γυναίκα του πάντα νοιάζομαι για τον βασιλιά μας… Μερικοί σαν εσένα και όσους πήγαν να τον σκοτώσουν δε νοιάζονται καθόλου! Και πού ξέρω εγώ, αν δε βασάνισες τους συνωμότες εναντίον του για το θεαθήναι, και πίσω από την πλάτη μου εσύ τον δασκάλεψες να τους επαναφέρει, τα φίδια τα κολοβά; Ένα σου λέω μόνο: Αν πάθει κάτι ο Ρωμανός, η οργή μου κι η κατάρα μου όλη θα πέσει στο κεφάλι σου το ξυρισμένο, Βρίγγα! Να τον θυμάσαι αυτόν μου τον λόγο, και να τρέμεις…»
Ήταν τα εικοστά πρώτα της γενέθλια της νεαρής Λάκαινας αυγούστας, εκεί στα μέσα του Φλεβάρη του 962, όταν η μοίρα αποφάσισε να της στείλει ένα γερό χτύπημα. Πρώτη φορά πήρε την πρωτοβουλία και παρέθεσε κι αυτή κλητώριο στις αυλικές αρχόντισσες και τις υψηλές της θεραπαινίδες στο γυναικωνίτη, όπως είχε κάνει αδιαλείπτως ο Ρωμανός στα δικά του γενέθλια κάθε Απρίλιο και στη γιορτή του κάθε Οκτώβριο, απ’ όταν έγινε βασιλιάς, κι όλα έδειχναν λαμπρά και χαρωπά την ώρα του γεύματος, που αποτελείτο από τα πιο νόστιμα και εκλεκτά φαγιά τα οποία είχε δώσει εντολή στον τραπεζοκόμο της να μαγειρευτούν. Μα ως το βράδυ πια, όταν τις απέλυσε, δεχόμενη πλήθος τις ευχές τους για υγεία, πολυτεκνία και μακροημέρευσή της, η μικρή Ελένη, το πεντάμηνο μωρό, στα καλά καθούμενα ανέβασε πυρετό, παρουσίασε σπασμούς, και ένα άσχημο εξάνθημα απλωνόταν ύπουλο στο σωματάκι της, κάτω από τα βρεφικά της ρουχαλάκια. Τρομοκρατήθηκε η Θεοφανώ, βλέποντας το παιδί της σε τούτη την κατάσταση, και χύθηκε όλο πανικό στους διαδρόμους του Παλατιού να γυρέψει το ταίρι της:
«Ρωμανέ! Ρωμανέ, πού είσαι; Πού είσαι, ανάθεμά σε, πού χάθηκες πάλι;..»
«Γυναίκα, εδώ είμαι… Δε χάθηκα» εμφανίστηκε ξάφνου εκείνος και την έπιασε απ’ τα μπράτσα. «Τι φωνάζεις νυχτιάτικα; Τι έπαθες;»
«Τρέχα… Τρέχα!» τον πρόσταξε ξέπνοη, βαστώντας τον γερά απ’ τους αγκώνες. «Η Ελένη μας… η κόρη μας…»
«Η Ελένη; Τι έχει το παιδί;»
«Δεν είναι καλά… καίει, έχει σπασμούς… Κάλεσε τον αρχίατρο Νικόδημο, γρήγορα!»
«Θεέ… Θα τον καλέσω! Τώρα αμέσως!» υποσχέθηκε, κατάχλομος και εκπεπληγμένος, και έδωσε ένα αδέξιο βιαστικό χάδι στο μάγουλό της, όπου είχε προλάβει ήδη να ροβολήσει ένα δάκρυ.
«Βιάσου… Βιάσου!» τον ικέτεψε ξανά, και ύστερα έβαλε τις χούφτες της χωνί μπρος στο στόμα και τη μύτη της και ακούμπησε σε μια κολόνα, νιώθοντας τη μητρική καρδιά της να χτυπάει άτακτα και την αναπνοή της να βγαίνει λυγμική και ακανόνιστη. Σύντομα, ήρθε κι ο Ρωμανός κοντά της, την αγκάλιασε, της χάιδεψε τα μαλλιά, τη φιλούσε, και κούρνιασε μες στα αγαπημένα χέρια του μήπως βρει λίγη ηρεμία. Δεν ήξερε πόσος χρόνος είχε περάσει, αν ήταν λεπτά ή ώρες ολόκληρες, όταν αντίκρισε τον άρχοντα Νικόδημο να τους πλησιάζει, μ’ ένα περίλυπο και πένθιμο ύφος, που δύσκολα συγκρατούσε.
«Βασιλιά μου… βασίλισσα…»
«Η κόρη μου, άρχοντα, Νικόδημε, πώς είναι η κόρη μου; Πώς είναι το μωρό μου; Πες μου!» τον διέκοψε η Θεοφανώ, τεντώνοντας όλα της τα αισθητήρια, και ένιωσε τον Ρωμανό να της σφίγγει κι αυτός τα χέρια, όπως έκανε κι αυτή με τα δικά του.
«Βασίλισσα, δυστυχώς… Δε σου έχω καλά μαντάτα» ξεστόμισε τελικά με δυσκολία ο αρχίατρος, βουρκωμένος. «Η μικρή θυγατέρα σου, η Ελένη… πέθανε!..»
«Τ… τι;» άρθρωσε η κοπέλα, πετρωμένη, λουσμένη σε ιδρώτα κρύο, ευχόμενη μάταια να μην είχε ακούσει σωστά. «Η… η Ελένη μου;.. Πέθανε η Ελένη μου; Όχι, δε μπορεί! Δε…»
«Λυπάμαι, αυγούστα… Λυπάμαι πάρα πολύ, ειλικρινά» της αποκρίθηκε ο Νικόδημος, κι έσπασε η φωνή του. «Εγώ την κράτησα νεκρή στις χείρες μου την κορούλα σου, που να μη μου έπεφτε ποτέ αυτός ο κλήρος, με το που τη βγάλαμε από την κούνια της, διαπίστωσα ότι δεν είχε πια πνοή η τόσο μικρή, η τόσο δύσμοιρη αληθινά πριγκίπισσα Ελένη!..»
Δεν άντεξε ο καλοσυνάτος και χρυσόκαρδος άνδρας τούτη την εξομολόγηση, έκρυψε στις χούφτες του την όψη του, ζητώντας σύγκαιρα συγγνώμη από τον Θεό και τους γονείς του άτυχου βρέφους. Η Θεοφανώ έμεινε για δυο στιγμές ακίνητη, αλάλητη, με τον κορμό της να τραντάζεται και κοντανασαίνοντας σαν να την είχε κυριεύσει λόξυγκας, και μόλις η ύπαρξή της όλη κατενόησε το κακό, ούρλιαξε με σπαραγμό:
«Όχι! Όχι, Ελένη μου… Όχι το παιδί μου, Χάρε, όχι, κοριτσάκι μου! Γιατί, γιατί, γιατί;..»
Τα γόνατά της λύγισαν από μόνα τους, κι άμα δεν έκανε ένα άλμα να ’ρθει κοντά της ο Ρωμανός, θα είχε σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα. Τη σήκωσε, τη βάσταξε απάνω του τρυφερά, όλος τρεμάμενος κι αυτός και με τα μάτια του πλημυρισμένα δάκρυα, της ψιθύρισε λόγια παρηγοριάς βραχνός στο αυτί που βούιζε ακόμα από της τρομερής είδησης την ακρόαση:
«Σσς... Σώπα, ομμάτια μου, σώπα, αγάπη μου… Πρέπει να δείξουμε κουράγιο…»
«Ρωμανέ μου… Γλυκέ μου Ρωμανέ, καλέ μου άντρα…» ψέλλισε με τη σειρά της αδύναμα, και μέσα στην αγκάλη του φωλεμένη σαν πουλάκι λαβωμένο αρχίνησε να πλέκει σιγανά το μυρολόι για την αδικοχαμένη της παιδούλα, ενώ όλοι γύρω στέκονταν μουγγοί και βαριόθυμοι, με τα χέρια τους σταυρωμένα χαμηλά, συμμετέχοντας έτσι στο αβάσταχτο πένθος της δέσποινάς τους, που δεν έπαυε να είναι κι αυτή τώρα μια χαροκαμένη μάνα και γυναίκα νέα σαν τις άλλες, χώρια αν φορούσε πορφύρα και κορώνα…
«Παύσε, κυρά μου, πια λίγο τον θρήνο σου» την παρακαλούσε μαλακά η Κασσιανή, μερικές μέρες αργότερα, αφότου είχε γίνει η κηδεία του μωρού. «Είσαι κατάχλομη, δεν τρώγεις, δεν πίνεις… Θα μου πάθεις τίποτα! Ήταν δεμένη φαίνεται η μοίρα της Ελένης σου με της γιαγιάς της…»
«Μη μιλάς έτσι, Κασσιανή» την απέτρεψε η Θεοφανώ να συνεχίσει, μπουκωμένη από το κλάμα. «Αν θες κάτι να μου πεις, να είναι κάτι παρήγορο και ελπιδοφόρο, αλλιώς μην ανοίγεις καν το στόμα σου…»
«Θα σου πω τότε, αυγούστα μου, και θα σε συμβουλέψω, να έχεις πάντοτε εμπιστοσύνη στον Θεό και στην Παναγία» συμμορφώθηκε η κόρη της Ευφροσύνης και νυν κουβικουλαρέα της Θεοφανώς με τη γνώμη της, στάθηκε σε βαθύ κάθισμα πλάι στο θρονί της και της άγγιξε με συμπάθεια τον καρπό του δεξιού χεριού της. «Είμαι ομοιοπαθής κι εγώ που με βλέπεις, έχω χάσει παιδί, και δη στη γέννα, κι ήτανε μάλιστα το πρώτο μου…»
«Ω, Κασσιανή!» έκανε η νεαρή αυτοκράτειρα, εμβρόντητη, ακούγοντας τη θαλαμηπόλο της και βλέποντας τη μελαγχολία στο βλέμμα της, και αμέσως ξέχασε θαρρείς το δικό της πένθος και την προσωπική της συμφορά. «Τέτοιον πόνο κουβαλάς λοιπόν κι εσύ μέσα σου;»
«Ναι, δέσποινα Θεοφανώ… Ήμουνα μόλις δεκαοχτώ χρόνων, και νόμισα πως δε θα ξανάκανα παιδί ποτέ μου… Όμως, δες, ο παντοδύναμος Θεός με αξίωσε και απέκτησα σύντομα δύο, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, το ’να ξοπίσω στ’ άλλο! Για αυτό δοξολογώ αδιάκοπα το όνομά Του, προσκυνώ με ευλάβεια πολλή και μεγαλύνω την αειπάρθενο Μητέρα του Κυρίου μας, και προσεύχομαι να μου χαρίσουν όσες φορές ορίζει το θέλημά τους τη χαρά της μητρότητας! Και εσένα, κυρά μου, δε θα σ’ αφήσουν αβοήθητη, θα επιβλέψουνε στη θλίψη σου και τους ποταμούς των δακρύων σου, θα προσδεχθούν τη δέησή σου και θα σου αναπληρώσουν με το παραπάνω τον τόσο πρόωρο χαμό της κόρης σου, να με θυμηθείς… Δεν ξέρεις πόσο έκλαψα κι εγώ, που μ’ είχες χρίσει παραμάνα της, όταν την είδα νεκρή, χωρίς πνοή, μες του γιατρού Νικόδημου τα χέρια! Μα ας έχουμε θάρρος μπόλικο και ακλόνητη πίστη, και όλα θα σιάξουνε…»
«Ο λόγος σου με χόρτασε, φίλη μου Κασσιανή» μειδίασε αχνά η Θεοφανώ. «Να ξέρεις, ωστόσο, ότι ο πόνος μου θα μερέψει πλήρως, όταν δώσει Εκείνος να αποκτήσω ξανά ένα παιδί θηλυκό, μια θυγατέρα… Όχι ότι δεν είμαι ευτυχισμένη με τους γιους μου, θα ήταν αχαριστία να το πω αυτό, αλλά μάνα είσαι κι εσύ και καταλαβαίνεις, μια κόρη είναι πάντα η χαρά της γυναίκας που γεννάει, η εικόνα της…»
«Βεβαίως και σε καταλαβαίνω απόλυτα, βασίλισσά μου και φίλη μου επίσης… Και σου εύχομαι να την κάνεις γρήγορα, να παρηγορηθείς κατά πώς θες…»
Ο θάνατος, όμως, της κόρης του και η συντριβή της γυναίκας του αποδείχτηκαν κόλαφος για τον νεαρό βασιλιά, που τον συνέφερε από το παραστράτημά του. Ήρθε κοντά της, μοιράστηκε ίσα τη στεναχώρια και το πένθος της, όποτε την έπιανε η αδυναμία κι έκλαιγε της σκούπιζε τα δάκρυα, κι έτσι η ψύχρα και η συννεφιά που είχε πέσει μεταξύ τους, με τις ατασθαλίες του Ρωμανού και την αγανάκτηση της Θεοφανούς, άρχισε ταχιά να υποχωρεί και να διαλύεται, και μια ανέφελη θερμή ημέρα έμοιαζε να ξημερώνει πάλι για τον γάμο τους, όπως τον πρώτο τον καιρό.
«Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου, που με νοιάζεσαι τόσο, που μου στάθηκες κάθε ώρα και στιγμή, απ’ όταν χάθηκε το παιδί μας!» του είπε ένα βράδυ η Θεοφανώ τρυφερά, με απέραντη ευγνωμοσύνη, χουφτιάζοντας τις παρειές του τις όμορφα γενειοφόρες με τις τριανταφυλλένιες της παλάμες, που η αφή του έκανε τον Ρωμανό να ριγήσει σύγκορμος. «Η αγάπη σου είναι για μένα φυλαχτό, να ξέρεις… Μη με λησμονήσεις ποτέ ξανά! Τ’ ακούς; Τώρα τη χρειάζομαι, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, τη χρειαζόμαστε κι οι δυο, για να πληρώσουμε το κενό που άφησε πίσω της η δόλια η Ελενιώ μας με το φευγιό της…»
Χαμογέλασε πικρά, κι ο Ρωμανός την έπιασε απ’ τη μέση της τη δαχτυλιδένια, που οι γέννες των παιδιών της την είχαν αφήσει σχεδόν άθικτη, έφερε το στόμα του στο δικό της και τη φίλησε, και σιγά – σιγά κυλήσαν τα φιλιά του στο πιγούνι, στο λαιμό της, μέχρι που φτάσανε πιο πάνω απ’ τους μαστούς της.
«Ρωμανέ…» άρθρωσε εκείνη, ανατριχιάζοντας γλυκά.
«Θεοφανώ μου…» της απάντησε, κοιτώντας την στα μάτια, και το βλέμμα του ήταν υγρό και φωτεινό. «Βγάλε την εσθήτα σου, αγάπη μου… Σε θέλω, θέλω να σ’ αγαπήσω όσο ποτέ άλλοτε απόψε! Τώρα κατάλαβα το ποια ποθώ αληθινά: εσέ, μονάχα εσένα!»
«Αλήθεια λες; Για με μονάχα είναι ο πόθος σου;»
«Και τώρα και για πάντα, όσο κρατούμε οι δυο μαζί στον κόσμο και μας ενώνει το στεφάνι μας! Με σένα θα ’μαι ερωτευμένος, κι εδώ μπροστά σου, μετανιώνω για ο τι έκανα, μετανοώ μ’ όλη μου την ψυχή και τη διάνοια που σε πλήγωσα βαθιά με την ανοησία μου, και σου ζητώ να μ’ αφήσεις να σ’ αγαπήσω, να γίνω ξανά δικός σου εγώ κι εσύ δικιά μου, αυγούστα μου, γυναίκα μου, κυρά μου μαυρομάτα, αφέντρα της καρδιάς και των λογισμών μου…»
«Ω Ρωμανέ μου! Άντρα μου! Αγάπα με, λοιπόν, σπείρε τον αγρό μου, παλικάρι μου πανώριο και τρισεύγενο, να θερίσω τον καρπό του έρωτά σου!» ξεστόμισε με λαχτάρα η Θεοφανώ, και έπλεξε τα ραδινά φιλντισένια χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό του Ρωμανού. Και άλλη λέξη πια δεν είπανε τα χείλη τους, μονάχα λόγια ψιθυριστά του έρωτα αντάλλαξαν, μελένια, και φιλιά, αφότου δέχτηκε το στρώμα τα κορμιά τους, κι η ένωση η απόλυτη ήρθε μαλακή και δυνατή συνάμα, πάνω σ’ ένα σφιχταγκάλιασμα, και λιώσανε μαζί και οι καρδιές και γίνανε ένα, και φίλιωσαν πάλε και συνταίριασαν. Κι αυτό επαναλήφθηκε πολλές ακόμα νύχτες…
Φθινόπωρο μπασμένο πια, η Θεοφανώ κατάλαβε ότι η ευχή της εκπληρώθηκε. Ευτυχία αστείρευτη την κατέκλυσε, «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, Παναγιά μου!» έλεγε και δάκρυζε, γεμάτη αγαλλίαση για τη νέα ζωή που γροίκησε φυτεμένη στα σπλάχνα της, τον καρπό του αναζωπυρώματος της κλίνης της συζυγικής. Πέταξε κι ο Ρωμανός από τη χαρά του στην αναγγελία, και το να βλέπει τη γυναίκα του επιτέλους να χαμογελάει, το λογάριασε ως το μεγαλύτερο κέρδος, τον πιο πολύτιμο θησαυρό.
«Κι αυτό κορίτσι θα ’ναι, αγάπη μου, το νιώθω» τον βεβαίωνε, κάθε φορά που ψηλαφούσε την κοιλιά της για να δει το πώς στρογγύλευε. «Υποσχέσου μου κι εσύ, όμως, βασιλιά μου, ότι από δω και στο εξής θα μείνεις αφοσιωμένος σε μένανε και τα παιδιά μας, όσα πρόκειται να έρθουν, ότι θα γίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια, που θα τη ζηλεύουν όλοι για την άμεμπτη βιοτή και την ευμάρειά της!»
«Σ’ το υπόσχομαι στην ίδια μου τη ζωή, καλή μου!» απαντούσε με θέρμη εκείνος. «Ποτέ ξανά δε θα παραστρατήσω, και δε θα παραμελήσω ούτε εσένα, ούτε και τα τέκνα μας… Πλάι σου θα στέκομαι πάντα άντρας σου πιστός και αγαπημένος, αυγούστα μου, μέχρι ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μας, περιτριγυρισμένοι απ’ τα πολλά παιδιά και τα εγγόνια μας, μακάριοι, αυτοκράτορας εγώ κι εσύ αυτοκρατόρισσα, αχώριστοι, ζευγάρι παντρεμένο ως τη στερνή μας την πνοή, κι είθε την ίδια ώρα να ξεψυχήσουμε κι οι δυο!»
«Θ’ αργήσει πολύ ακόμα ευτυχώς τούτη η ώρα… Θα βασιλέψουμε έτη πολλά, πάμπολλα, κι ο Χάρος θε να ’ρθει μόνο να μας πάρει άμα γεράσουμε πολύ κι είμαστε πια ανήμποροι τελείως, ούτε στιγμή νωρίτερα...»
Λίνα Δώρου
[1] Ο κυκλικός χώρος του Ιπποδρόμου όπου τρέχανε τα άλογα, το «τερέν»
[2] (Μετάφραση στα νέα ελληνικά) Κρύβει τη σελήνη ο λαμπρός ήλιος, μα τώρα ο ζοφερός τάφος έκρυψε την Ελένη. Όμως ας μην υπερισχύσει τόσο πολύ ο Χάροντας. Εκείνη αφού στράφηκε ψηλά προς αυτόν τον νοητό ήλιο, όπως η σελήνη προς τον ουρανό, εγκατέλειψε το φως, ενώ το σκιώδες σώμα βαραίνοντας είναι ανάγκη να γείρει στη γη.