Summer Solstice (Κεφάλαιο 23)

ΣΕΛΕΣΤ 
 
Βρίσκομαι σε τέτοια υπερένταση κάνοντας την φυλάκισή μου μαρτυρική. Δεν το πιστεύω, ότι ο πρίγκιπας αντέδρασε τόσο ανώριμα και όχι μόνο αυτό, αλλά με πρόσβαλλε μπροστά στους άντρες του για πράγματα, που δεν έχω κάνει, ούτε έχω σκοπό, να κάνω στο μέλλον. Τον Μπράιντεν δεν τον βλέπω έτσι και το μόνο που νιώθω απέναντί του, είναι βαθιά ευγνωμοσύνη για την φροντίδα του προς την μητέρα μου. Ποτέ δεν έδωσα δικαιώματα για τον εαυτό μου και πάντα φρόντιζα, να συμπεριφέρομαι, όπως αρμόζει στην τάξη μου. Όμως… προφανώς ο πρίγκιπας Γκασπάρντ έχει μια διαφορετική γνώμη για μένα. Δεν τον καταλαβαίνω καθόλου. Τη μια είναι τρυφερός και υπερπροστατευτικός και την άλλη μου βγάζει έναν άσχημο εαυτό, που με πληγώνει και με ντροπιάζει. Ποια είναι πραγματικά η γνώμη του πρίγκιπα; Αν του είμαι πρόβλημα, γιατί δεν με αφήνει, να φύγω; Σήμερα κατάλαβα, ότι δεν με χρειάζεται, δεν τον νοιάζω.

Ένα χέρι σαν μέγγενη σφίγγει την καρδιά μου σε αυτές τις σκέψεις και την συνθλίβει, σαν να είναι το πιο αδύναμο πράγμα. Δεν περίμενα αυτή την αντιμετώπιση από τον πρίγκιπα. Τα συναισθήματά του είναι περίπλοκα, αλλά να με φωνάξει πόρνη μπροστά στους άντρες του, άντρες που κάποια στιγμή θα με υπηρετούν, όταν ο Γκασπάρντ γίνει ο σύζυγός μου. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και τα σκουπίζω αμέσως, πριν στάξουν στα μάγουλά μου. Γιατί με νοιάζει η γνώμη του; Γιατί με νοιάζει, που λέει και πιστεύει αυτά τα άσχημα πράγματα για μένα; Τι νιώθω πραγματικά για τον πρίγκιπα Γκασπάρντ; Έχω αρχίσει, να τον αγαπώ;

Το πλοίο στο οποίο βρισκόμαστε έχει μόνο την καμπίνα του καπετάνιου, η οποία σαφώς έχει παραχωρηθεί στον πρίγκιπα και εμένα. Στριφογυρίζω νευρικά, ώσπου πέφτω στην άνετη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο. Τα πόδια μου συνεχίζουν, να τρέμουν και δεν μπορώ, να κάνω τίποτα, για να τα σταματήσω. Το μόνο που θα με ηρεμήσει, είναι, να ξεσπάσω κάπου. Φοβάμαι για την συμπεριφορά του Γκασπάρντ. Θέλει, να εκθρονίσει τον αδελφό του και να πάρει την Κρήνη για τους δικούς του λόγους. Καταλαβαίνω πολύ καλά τις πράξεις του, διότι με παρόμοιο τρόπο, λειτουργεί το μυαλό μου, όμως… δεν έχει περιθώρια για σπασμωδικές κινήσεις και ο Μπράιντεν ίσως μας δώσει την πολύτιμη βοήθεια, που χρειαζόμαστε. Δεν μπορώ, να χωνέψω, πως ένας έξυπνος άντρας σαν τον πρίγκιπα, δεν δέχεται τη συμβουλή κάποιου, που γνωρίζει καλά για την Κρήνη μόνο και μόνο επειδή είναι πειρατής. Δεν έχει λογική.

Η πόρτα ανοίγει και ο Γκασπάρντ μπαίνει στο δωμάτιο, σαν να μη συνέβη τίποτα απολύτως ανάμεσά μας. Έρχεται προς το μέρος μου και στέκεται μπροστά μου σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. Πάνε τέσσερις ώρες από την ώρα, που με έβαλε τιμωρία. Το πλοίο ετοιμάστηκε και βγήκε στα ανοιχτά. Είναι θέμα χρόνο, ώσπου να μας σταματήσει ο Μπράιντεν. Θεέ μου, ας έχει αίσιο τέλος όλο αυτό. Δε θέλω με τίποτα, να πεθάνω, πριν φροντίσω για την ασφάλεια της Κρήνης.

«Είσαι έτοιμη, να ζητήσεις συγγνώμη;» με ρωτάει στενεύοντας τα μάτια του.

«Τι!» ξεφωνίζω έκπληκτη. «Σ… συγγνώμη; Εγώ πρέπει, να σου ζητήσω συγγνώμη;» φωνάζω. «Δεν υπάρχει περίπτωση».

«Με χαστούκισες».

«Ναι, γιατί με πρόσβαλες. Με θεωρείς πόρνη;» σαρκάζω και έπειτα σφίγγω τα χείλη μου οργισμένη με την συμπεριφορά του. «Τότε επίτρεψέ μου, να σου δείξω, τι μπορώ, να κάνω».

Τινάζομαι όρθια και αρπάζοντάς τον από τους ώμους τον βάζω, να καθίσει στην καρέκλα που άφησα. Ανοίγει τα μάτια του σοκαρισμένος, αλλά δεν αντιστέκεται. Απλώνω το πόδι μου πάνω στο δικό του και περνάω πρόστυχα τα χέρια μου μέσα από την πουκαμίσα μου. Ο πρίγκιπα περνάει την γλώσσα του πάνω από τα χείλη του και σφίγγει τα δάχτυλά του γύρω από τα μπράτσα τις καρέκλας. Σκύβω κοντά του. Τόσο κοντά που οι αναπνοές μας ανακατεύονται και τα χείλη μου ακουμπούν στο μάγουλό του. Κάθομαι πάνω του και νιώθω την σκληράδα, που προέρχεται μέσα από το παντελόνι του. Χαμογελάω από ικανοποίηση και έπειτα τον φιλάω. Είμαι τόσο θυμωμένη, που θα έκανα τα πάντα μόνο και μόνο για να τον τσαντίσω, για όσα είπε.

«Αν είχες αυτήν την γνώμη για μένα πριν, τι νομίζεις τώρα;» τον ρωτάω γλιστρώντας την παλάμη μου μέσα στο παντελόνι του.

Ο πρίγκιπας μου αρπάζει απότομα τον καρπό και τον στρίβει πίσω από την πλάτη μου κάνοντάς με, να βγάλω μια κραυγή πόνου. Είναι τόσο επώδυνο, που φέρνει δάκρυα στα μάτια μου. Με ρίχνει κάτω και σηκώνεται, με τα μάτια του να γυαλίζουν σαν μάτια θηρίου. Μορφάζει αποδοκιμαστικά και χτυπάει με δύναμη το τραπέζι τρομάζοντάς με.

«Αν ήμουν ο πατέρας σου, θα σε είχα μαστιγώσει μέχρι, να έχανες τις αισθήσεις σου γι’ αυτήν σου την συμπεριφορά». Φτύνει τις λέξεις με απέχθεια. «Και αν ήμουν ο άντρας σου… θα σε βίαζα, ώσπου δε θα μπορούσες, να πάρεις τα πόδια σου. Μην προκαλείς την τύχη σου».

Ξεροκαταπίνω και τραβιέμαι μακριά του ισιώνοντας τα ρούχα μου. Τα μάγουλά μου έχουν πάρει φωτιά από την ωμότητα των λέξεων του και το δέρμα μου έχει ανατριχιάσει από την σκηνή, που δημιουργείται στο μυαλό μου. Ο Γκασπάρντ γέρνει το κεφάλι του στο πλάι παρατηρώντας με και γελάει ικανοποιημένος με την αντίδρασή μου. Με κοροϊδεύει.

«Δεν είσαι καλό κορίτσι. Γι’ αυτό θα παρατείνω την τιμωρία σου. Δεν πιστεύω, να έχεις πρόβλημα». Μουρμουρίζει χαιρέκακα, σαν να θέλει πράγματι, να με τιμωρήσει. «Θα βρισκόμαστε στο νησί σας πριν ο καλός σου Μπράιντεν καταλάβει, ότι λείπουμε».

«Ο Μπράιντεν είναι έξυπνος και καλά θα κάνεις, να τον ακούσεις. Στην σπηλιά ο Τζένσεν θα σε σκότωνε, αλλά ο καλός μου σου έσωσε την ζωή». Αποκρίνομαι ειρωνικά. «Το καλύτερο θα ήταν, αν τον άκουγες τουλάχιστον».

«Όχι. Δεν τον εμπιστεύομαι. Είναι πειρατής και η αφοσίωσή του ανήκει στην Μπουργκότζια. Δε θα ρισκάρω τον λαό μου σε κάποιον του είδους του. Το Στάρενιθ θα τα βγάλει πέρα μόνο του». Γρυλίζει τελεσίδικα πάνω από τον ώμο του και φεύγει χτυπώντας πίσω του την πόρτα.

Δεν το πιστεύω αυτό! Ξεφυσώντας ανήσυχη σκαρφαλώνω στην στενή αιώρα, που κρέμεται από το ξύλινο ταβάνι της καμπίνας και πείθω τον εαυτό μου, να κοιμηθεί. Έτσι και αλλιώς είναι το μόνο, που μπορεί, να κάνει για την ώρα. Δεν έχω ιδέα, τι περνάει από το μυαλό του πρίγκιπα και με κρατάει κλειδωμένη στην καμπίνα. Δεν είμαι τόσο τρελή, ώστε να πηδήξω από το πλοίο και να γυρίσω στο Έστρελ κολυμπώντας. Είναι ανόητος, αν νομίζει, ότι θα μείνω σιωπηλή, επειδή είμαι γυναίκα. Ο ύπνος με παίρνει αμέσως και με φυλακίζει σε μια ευπρόσδεκτη αγκαλιά.

Με ξυπνάει λίγο αργότερα ένας μονότονος γδούπος. Κάτι βαρύ που πέφτει με ορμή στην επιφάνεια της θάλασσας και σηκώνει πίδακες νερού. Τρίβω τα νυσταγμένα μου μάτια και κοιτάζω ολόγυρα. Το δωμάτιο είναι ακόμα φωτεινό και παρόλο που το πλοίο δεν τραντάζεται από τα κύματα, τα παράθυρα βρέχονται από το αλμυρό νερό. Τι συμβαίνει; Σηκώνομαι από την καρέκλα του γραφείου και ανασηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, για να δω έξω από το μικρό φινιστρίνι, όμως πυκνή ομίχλη απλώνεται πάνω στο νερό δυσκολεύοντας την ορατότητά μου.

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ ένα πλοίο πλησιάζει γρήγορα». Ακούω την ανήσυχη φωνή του Φόστερ έξω από την πόρτα μου. Τι!

«Δεν σταματάμε. Ετοιμαστείτε για μάχη». Απαντάει ο Γκασπάρντ.

Με δυσκολία διακρίνω από μακριά την πειρατική σημαία του Μαύρου Τριαντάφυλλου. Την νεκροκεφαλή με το σπαθί και το κόκκινο τριαντάφυλλο σε μαύρο φόντο. Είναι σηκωμένη, που σημαίνει, ότι δεν έρχεται με φιλικές διαθέσεις. Ξεροκαταπίνω με την επιμονή του πρίγκιπα. Τα κανόνια του πλοίου τους οπλίζουν και εκπυρσοκροτούν στέλνοντας μια ντουζίνα βόμβες στο νερό, αλλά καμιά τους πάνω μας. Το μόνο που σκέφτομαι, είναι, ότι θέλει, να σταματήσουμε. Δεν είναι θέμα ευστοχίας. Είναι τρελός χωρίς αμφιβολία. Προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για έναν ακόμα καυγά, βγαίνω έξω και χτυπάω πάνω του.

«Τι κάνεις εδώ; Δεν σου επέτρεψα, να βγεις. Πήγαινε μέσα». Με διατάζει με αυστηρή φωνή και με σπρώχνει, αλλά αντιστέκομαι.

«Άκουσέ με πρώτα». Αντιδράω. «Ο Μπράιντεν θα μας εξαφανίσει, αν το επιθυμήσει και ήδη το ξέρεις. Δε θα ξεφύγουμε από το πλοίο του, όσο και αν προσπαθήσουμε, ούτε θα καταφέρουμε, να τον αντιμετωπίσουμε. Δεν έχουμε καν κανόνια, πως νομίζεις, ότι θα…»

«Αρκετά!» μου φωνάζει.

Το πλοίο του Μπράιντεν πλησιάζει ολοένα και κοντύτερα και ένα δυνατό κύμα τραντάζει το δικό μας. Χάνω την ισορροπία μου και ο πρίγκιπας με πιάνει από το μπράτσο σταματώντας την πτώση μου, όταν το Μαύρο Τριαντάφυλλο μας πλευρίζει. Τα μάτια μου έρχονται σε επαφή με εκείνα του Μπράιντεν, που στέκεται στην πλώρη έχοντας μια ειρωνική και ταυτόχρονα θυμωμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Σφίγγω τα χείλη μου ανήσυχη και χαμηλώνω το κεφάλι μου.

«Κατεβάστε τα πανιά σας. Σταματήστε το πλοίο. Δεν παίζετε δίκαια». Σχολιάζει ο Μπράιντεν χαμογελώντας, σαν να το διασκεδάζει. «Ω, Σελέστ ήλπιζα, ότι εσύ τουλάχιστον, θα ήσουν πιο έξυπνη».

Είμαι έτοιμη, να απαντήσω, όμως ο Γκασπάρντ με σηκώνει βίαια στο πλάι του και με τραβάει προς την καμπίνα του καπετάνιου. Με σπρώχνει μέσα και με σέρνει στην καρέκλα με την ψηλή πλάτη πίσω από το γραφείο, όπου με πιέζει, να καθίσω. Η λαβή του με πονάει και εκείνος δε φαίνεται, να ενοχλείται καθόλου. Τι συμβαίνει με την συμπεριφορά του; Μοιάζει με εντελώς διαφορετικό άτομο. Πιάνει τα χέρια μου στο ένα δικό του και βγάζοντας την ζώνη του παντελονιού του, μου τα δένε βιαστικά στο πόδι του γραφείου.

«Τ… Τι κάνεις;» τον ρωτάω τρομοκρατημένη. «Πρίγκιπα Γκασπάρντ…»

«Έτσι θα έχω το κεφάλι μου ήσυχο, πως δε θα ανακατευτείς». Λέει μόνο και οπισθοχωρεί. «Δεν έχεις λόγο σε αυτό».

Τα κανόνια του Σείριου πυροβολούν ξανά και το πλοίο τραντάζεται τόσο δυνατά, που πράγματα πέφτουν από τους τοίχους, ενώ ο πρίγκιπας Γκασπάρντ χάνει την ισορροπία του και πέφτει χτυπώντας το κεφάλι του στο πάτωμα. Κρατάω την ανάσα μου από τον φόβο στο επόμενο δυνατό τράνταγμα. Ο πρίγκιπας δεν σηκώνεται και δε δίνει σημεία ζωής. Λιποθύμησε; Μια πέτρινη υδρόγειος ή κάτι τέτοιο γλιστράει από το γραφείο και πέφτει στο πρόσωπό μου αφαιρώντας στιγμιαία τις αισθήσεις μου και όταν επιστρέφω στην πραγματικότητα νιώθω την παγωμένη θάλασσα, να με τυλίγει. Ταράζομαι και κυλιέμαι προσπαθώντας, να ελευθερωθώ από τα δεσμά μου, αλλά είναι τόσο σφιχτά δεμένα, που οι καρποί μου πονούν με την κάθε μου κίνηση.

Ένα μεγάλο άνοιγμα στον τοίχο μπάζει νερά με γρήγορους ρυθμούς. Μορφάζω από τον πόνο. Το μέτωπό μου με πεθαίνει συνεχίζοντας, να προκαλεί μια απροσδιόριστη θολούρα στο μυαλό μου. Πρέπει… πρέπει να…

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ;» φωνάζω θέλοντας, να τον ξυπνήσω. Είναι πεσμένος μπρούμυτα και το νερό έχει φτάσει ως το πρόσωπό του. Αν δεν ξυπνήσει σύντομα, θα πνιγεί. «Γκασπάρντ!» καμία αντίδραση από μέρους του. «Φόστερ! Φόστερ!»

Τα κανόνια πυροβολούν ξανά τόσο κοντά μου και ο εκκωφαντικός ήχος με κουφαίνει. Τραβάω πεισμωμένη τα χέρια μου παρά τον πόνο, ώμος τα δεσμά μου δεν υποχωρούν και το γραφείο δεν κουνιέται, ούτε ίντσα από τη θέση του. Δεν μπορώ… δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου. Τα κλείνω περιμένοντας το αναπόφευκτο και σκέφτομαι τον πρίγκιπα. Θεέ μου ξύπνησέ τον. Μην τον αφήσεις, να πεθάνει. Παίρνω βαθιά ανάσα και σφίγγω πεισμωμένη τα χείλη μου, καθώς το νερό περνάει το κεφάλι μου. Το πάτωμα του πλοίου υποχωρεί από κάτω μου και το βάρος του γραφείου με στέλνει απευθείας στον πάτο. Δεν έχω καν την ευκαιρία, να παλέψω για την ζωή μου. Ώσπου κάποια στιγμή νιώθω κάποιον, να με τραβάει από την άβυσσο. Γκασπάρντ! Χάνω τις αισθήσεις μου, πριν κοιτάξω το όμορφο πρόσωπό του.

Όταν συνέρχομαι, δεν ξέρω, ούτε που βρίσκομαι, ούτε τι ώρα και μέρα είναι. Το μόνο που νιώθω είναι η επίμονη ζαλάδα στο κεφάλι μου και ο πόνος στο στήθος μου, σαν κάτι με μεγάλο βάρος το πλάκωσε για πολλές ώρες. Ξεροκαταπίνω και στριφογυρίζω βογκώντας στο μαλακό στρώμα του κρεβατιού, που είμαι ξαπλωμένη. Αποπροσανατολισμένη ρίχνω μια ματιά στο άγνωστο για μένα δωμάτιο και μορφάζω από το κρύο, που ανατριχιάζει το κορμί μου. Που βρίσκομαι; Το δωμάτιο είναι φτιαγμένο όλο από σίδερο και τα χρώματά του αρκετά μουντά, για να θεωρείται κάπως φιλόξενο. Ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου. Είναι πραγματικό ή το φαντάζομαι όλο αυτό;

«Καλημέρα». Με χαιρετάει ο Μπράιντεν, που γέρνει νωχελικά στον τοίχο απέναντί μου. «Ελπίζω, να κοιμήθηκες καλά».

«Τι στο…» καταπολεμάω την ζαλάδα μου και σηκώνομαι όρθια. Τότε παρατηρώ, πως τα ρούχα και τα μαλλιά μου είναι στεγνά. Θυμάμαι, πως με κατάπιε η θάλασσα, αλλά κάποιος με έσωσε. Νόμισα, πως ήταν ο πρίγκιπας. Να είναι καλά; «Που είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ; Βρισκόταν μαζί μου, όταν βυθίστηκε το πλοίο. Και οι υπόλοιποι; Το πλήρωμα και ο Φόστερ…»

Ο Μπράιντεν με κοιτάζει ανέκφραστος χωρίς, να μου δώσει καμία απάντηση. Το μυαλό μου πηγαίνει αμέσως στο κακό και τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα, ενώ μια ανατριχίλα διατρέχει την ραχοκοκαλιά μου. Τι… όχι! Ο Μπράιντεν ξεκολλάει από τον τοίχο και πλησιάζει το κομοδίνο μου. Γεμίζει ένα ποτήρι με ζεστό τσάι και μου το προσφέρει. Το παίρνω διστακτικά μέσα στα τρεμάμενα χέρια μου. Δε μυρίζει όμορφα.

«Πιες. Θα σε βοηθήσει με τον πυρετό σου. Έμεινες πολύ ώρα στο παγωμένο νερό και περπάτησες στο χείλος του θανάτου». Λέει σε ήρεμο τόνο. Υπακούω αδύναμα. «Ο πρίγκιπας είναι πολύ πεισματάρης, αν βάλει κάτι στο μυαλό του και ακόμα ο ίδιος ο θάνατος, δεν είναι ικανός, να τον αποτρέψει, στο να επιτύχει στους στόχους του».

«Οπότε είναι καλά; Θέλω, να τον δω». Ξεφωνίζω ζωηρά. Ο Μπράιντεν κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. «Σε παρακαλώ».

«Δεν είναι, ότι το κάνω από το μίσος μου για εκείνον. Όταν βυθίστηκε το πλοίο σας, τρόμαξα, να τον τραβήξω από πάνω σου. Κόντεψε, να πεθάνει προσπαθώντας, να σε σώσει. Κοιμάται στο δωμάτιό μου τώρα και ώσπου να αναρρώσεις, δε θα σε αφήσω, να τον δεις. Η μανία του για την Κρήνη μπορεί, να σε θέσει σε κίνδυνο αυτή τη στιγμή».

«Είμαι σίγουρη, ότι δε θα μου έκανε κακό». Ψιθυρίζω ανακουφισμένη, που ο πρίγκιπας πάλεψε για μένα.

«Δε σε σκέφτηκε, όταν αποφάσισε, να παρακούσει την εντολή μου. Ξέρεις, ίσως και να έπρεπε, να τον αφήσω, να πνιγεί». Γρυλίζει θυμωμένος. «Τέλος πάντων. Δε έχει νόημα, να μαλώσω μαζί σου. Το θέμα είναι, πως… εσύ και ο πρίγκιπας είστε πολύτιμοι, για να σας αφήσω, να πεθάνετε προσπαθώντας, να ανακτήσετε την Κρήνη. Κανείς δεν μπαίνει και φεύγει από το νησί δίχως την άδειά μου και οι πρίγκιπες του Στάρενιθ θέλουν, να τα βάλουν με δυνάμεις πέρα των δυνατοτήτων τους».

«Τι σχεδιάζεις ακριβώς; Τι θέλεις από εμάς;» τον ρωτάω και σηκώνομαι, όμως δεν προλαβαίνω, να μάθω την απάντησή του.

Ξαφνικά τα μάτια μου αρχίζουν, να βαραίνουν και το σώμα μου, να γίνεται αδύναμο με κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Τα βλέφαρά μου χαμηλώνουν με δική τους βούληση και το μυαλό μου θολώνει μέσα στις ανακατεμένες, αβέβαιες σκέψεις μου. Δεν μπορώ, να μείνω ξύπνια και για μια τελευταία φορά, κοιτάζω τον Μπράιντεν, που δε δείχνει, να ανησυχεί καθόλου για την κατάστασή μου. Αυτό… δεν προέρχεται από τον πυρετό μου. Με νάρκωσε.

«Λυπάμαι. Αλλά με το να σε φυλακίσω κάπου, είναι ο καλύτερος τρόπος, που έχω, για να σε προστατέψω». Με ενημερώνει. Τι!


Ηλιάνα Κλεφτάκη