Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 14 - Φόξμπορν)

Για να μπούμε στο βασίλειο των Ασράι, έπρεπε πρώτα να περάσουμε από ένα μικρό χωριουδάκι που λεγόταν Φόξμπορν. Αποτελούσε ορόσημο και σύνορο της περιοχής της Σεβέλ και των Ασράι. Το χωριό ήταν από τα πιο σημαντικά για τα δύο βασίλεια, μιας και από εκεί περνούσαν τα καραβάνια με τα πλούσια εμπορεύματα. Ήταν δίοδος μεγάλης σημασίας.
Ταξιδεύαμε ήδη μιάμιση μέρα, πιέζοντας τα άλογα αρκετά και το χωριό θα ήταν όαση για αυτά. Ο Χάρου πετούσε από πάνω μας και που και που βουτούσε στο κενό για να πιάσει κάποιο έδεσμα ή να πιαστεί από τον καρπό μου και να απολαύσει τα χάδια που του χάριζα.

Στράφηκα προς τα αριστερά και είδα τον Λαχάρ να με παρατηρεί έντονα.

«Θέλεις κάτι;» ρώτησα ύστερα από λίγο.

«Εμένα γιατί δε με αφήνει να το χαϊδέψω;» αναρωτήθηκε ο πρίγκιπας και έπιασε το σαγόνι του, κοιτώντας ερευνητικά το γεράκι που χαιρόταν την βόλτα του.

«Δε σε συμπαθεί» απάντησα ξερά.

«Δεν γίνεται να μη με συμπαθεί! Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτό το γλυκό πρόσωπο με τον χρυσό χαρακτήρα!» δήλωσε αυτάρεσκα και έστρωσε την κοτσίδα του.

Μου άρεσαν τα μαλλιά του Λαχάρ. Είχαν ένα πολύ ιδιαίτερο χρώμα, τόσο ξανθό που φαινόταν λευκό και τόνιζε πολύ τα γαλανά του μάτια και το πιο μελαψό του δέρμα. Τα είχε μακριά ως το στήθος του και η άκρη τους χάιδευε την αρχή της περιοχής του στομαχιού του. Μόνο μια φορά τα είχα δει λυτά και φέρνοντας ξανά την θύμησή τους στο νου μου, δεν μπορούσα παρά να μπω στον πειρασμό να λύσω την κοτσίδα του.

Συγκεντρώσου Αλιάνα, σκέφτηκα.

«Τί σημαίνουν τα δικά σου μαλλιά;».

Η ερώτηση ξέφυγε από τα χείλη μου τόσο γρήγορα που δε το συνειδητοποίησα, παρά μόνο όταν ο Λαχάρ γέλασε και έπιασε με τα ακροδάχτυλα του την περίτεχνη πλεξούδα. Την κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα στράφηκε προς τα εμένα.

«Τα δικά μου μαλλιά δείχνουν το νεαρό της ηλικίας μου, μιας και είναι τόσο όμορφο και φωτεινό το χρώμα τους. Μετράω είκοσι έξι χειμώνες, πλέον. Το πιάσιμο τους είναι συμβολικό της βασιλικής οικογένειας και το μάκρος τους, που φτάνει ως το τέλος του στήθους μου, δηλώνει ότι είμαι σε κατάλληλη ηλικία για να παντρευτώ» είπε, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία του πρόταση.

«Δηλαδή είσαι έξι χρόνια μεγαλύτερος από εμένα» μουρμούρισα στον εαυτό μου, αλλά και αρκετά δυνατά για να φτάσει στ’ αυτιά του.

«Αυτό δε μας εμποδίζει πουθενά» είπε χαμογελώντας.

Στριφογύρισα τα μάτια μου και συνέχισα να χαϊδεύω τον Χάρου. Το γεράκι έκλεισε τα γυαλιστερά μάτια του και φούσκωσε παγιδεύοντας τη ζεστασιά μέσα στα απαλά πούπουλα του. Πλησίαζε ο χειμώνας και είχε ήδη αρχίσει ο αέρας να παγώνει. Ευτυχώς ήμουν ντυμένη αρκετά καλά, με ένα παχύ και ζεστό επανωφόρι που με προστάτευε. Στερέωσα το χέρι μου καλύτερα πάνω στη σέλα και άφησα τον Χάρου να ξεκουραστεί.

Κοίταξα μπροστά μου για να δω την πλάτη του πρίγκιπα Κάιν. Προχωρούσε με το κορμί του ίσιο, πάνω στο άλογο και δε μιλούσε. Ήμουν σίγουρη ότι παρατηρούσε τα πάντα γύρω του για τυχόν προβλήματα με ληστές του δρόμου ή παράξενες κινήσεις ανάμεσα στις σκιές του δάσους. Οι στρατιώτες που μας συνόδευαν ήταν μόλις δέκα, αλλά όπως με ενημέρωσε ο Λαχάρ, ήταν οι καλύτεροι και πιο έμπιστοι στρατιώτες του Κάιν. Δεν μπορούσα να δω καθαρά τα πρόσωπά τους ή κανένα χαρακτηριστικό μιας και φορούσαν ένα κράνος που άφηνε μόνο την περιοχή του στόματός τους ανοιχτή. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς έβλεπαν. Βέβαια, ήταν όλοι τους γεροδεμένοι και οι πεντακάθαρες μπρούτζινες πανοπλίες τους γυάλιζαν στο αχνό φως του ήλιου.

Η πανοπλία της Σεβέλ ήταν τόσο πλούσια όσο και το Βασίλειό της. Το κράνος κάλυπτε όλο το κεφάλι ως τον αυχένα και στο πλάι του κεφαλιού ήταν στολισμένη με το σύμβολο της Σεβέλ, ενώ κατέληγε στο σημείο της μύτης σε μια ραμφοειδή απόληξη, που ήταν πλεγμένη με σκαλιστά αγκάθια ρόδων. Το αυχένα και τον λαιμό τα προστάτευε ένα αλυσιδωτό πλέγμα που ακουμπούσε ελαφρά στις επωμίδες που στρογγύλευαν και αγκάλιαζαν τους ώμους και στη βάση τους σκίζονταν σε μικρότερες. Τον θώρακα και την πλάτη, προστάτευε αλυσιδωτό πλέγμα που έμοιαζε με πουκαμίσα, ενώ από πάνω είχαν περασμένο ένα γυαλιστερό κομμάτι μπρούτζου που στον καθένα είχε διαφορετικό μέγεθος, σα να είχε φτιαχτεί ξεχωριστά για τον κάθε στρατιώτη και κούμπωνε στη βάση της σπονδυλικής στήλης. Αυτές οι πλάκες μετάλλου είχαν σκαλιστές σκηνές από διαφορετικές μάχες, οι οποίες αντικατόπτριζαν τις μάχες του κάθε πολεμιστή. Τα απάρτια των χεριών και των ποδιών, ήταν ελαφρώς πιο κοκκινωπά και έκαναν αντίθεση με την υπόλοιπη πανοπλία, ενώ δεν άφηναν κανένα σημείο του δέρματος ακάλυπτο. Τα απάρτια των ποδιών κατέληγαν σε μεταλλικές πλάκες που κάλυπταν τις δερμάτινες μπότες των ιππέων, ενώ στα χέρια κρατούσαν όλοι μια πλατιά ασπίδα με πολλές γωνίες που έφερε το οικόσημο του κάθε ιππότη. Με το δεξί τους χέρι κρατούσαν το δερμάτινο ζωνάρι τους όπου είχαν περασμένο ένα πολυτελέστατο θηκάρι για το σπαθί τους, το κάθε ένα διαφορετικό και το κάθε σπαθί με διαφορετική λαβή, σημάδι της μοναδικότητάς τους.

Ο Κάιν από την άλλη ίσιωσε τον μαύρο μανδύα του που κάλυπτε το πίσω μέρος του αλόγου του, και στερέωσε καλύτερα τα πόδια του στους αναβολείς. Είχε ντυθεί ανεπίσημα, μα ο αέρας γύρω του ήταν πιο διαφορετικός και πιο βασιλικός. Σα να κατάλαβε ότι τον παρατηρούσα, γύρισε ελαφρά το κεφάλι του πίσω, ξεφύσησε και γύρισε πάλι μπροστά. Συνοφρυώθηκα και ένιωσα το θυμό να φουντώνει μέσα μου. Ο Λαχάρ δίπλα μου γέλασε σιγανά και γύρισα απότομα το κεφάλι μου προς το μέρος του απηυδισμένη.

«Γιατί γελάς;» ρώτησα άγρια.

Ο Λαχάρ πάγωσε και ανασήκωσε το ένα του φρύδι «Είσαι απίστευτα ερωτική όταν θυμώνεις. Θα φροντίσω να σε εξωθώ στα όριά σου πιο συχνά».

«Θες να πεθάνεις πριν την ώρα σου, πρίγκιπα της δεκάρας;» σύριξα, αγγίζοντας το λεπτό στιλέτο μου.

«Αν είναι από το χέρι σου, το δέχομαι» μουρμούρισε πλησιάζοντας το πρόσωπό του στο δικό μου, φέρνοντας το άλογό του πιο κοντά. Τον πλησίασα και εγώ φτάνοντας τα χείλη μου στο αυτί του:

«Καλό δρόμο» ευχήθηκα και με χτύπησα τα καπούλια του αλόγου του. Εκείνο χλιμίντρησε και άρχισε να τρέχει, ενώ ο Λαχάρ φώναζε και προσπαθούσε να το σταματήσει.

Έπνιξα ένα γελάκι και συγκρατήθηκα να μην ξεσπάσω σε χαχανητά, ενώ ο Κάιν κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε αποδοκιμαστικά.

Φτάνοντας στο Φόξμπορν, ξεπεζέψαμε και πλησιάσαμε την πύλη του οχυρωμένου με ξύλινους πασσάλους χωριού. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως αν γινόταν επίθεση στο χωριό, λίγα φλεγόμενα βέλη θα έκαναν την δουλειά τους και δεν θα άφηναν τίποτε όρθιο. Από τους ψηλούς πύργους που ήταν κολλητά στην πύλη, δυο χωριάτες έλεγχαν την περιοχή. Η μυρωδιά αίματος χτύπησε την μύτη μου. Παράξενο.

«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε ο ένας με τρεμάμενη φωνή μόλις μας είδε να καταφτάνουμε. Μου φάνηκε πολύ παράξενη η αντίδρασή του και το γεγονός ότι κοιτούσε νευρικά πίσω του.

«Είμαι ο πρίγκιπας Κάιν! Απαιτώ να μου ανοίξετε τις πύλες σας για να περάσω στο Βασίλειο των Ασράι» φώναξε δυνατά ο Κάιν και ο τόνος του δε σήκωνε αντιρρήσεις.

«Για ποιο λόγο θέλετε να περάσετε, Μεγαλειότατε;».

Όταν ο πρίγκιπας σου, σε διατάζει να κάνεις κάτι, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να το κάνεις. Για ποιο λόγο καθυστερούσε ο φρουρός. Τον είδα να περνά το χέρι του πάνω από το πρόσωπό του, σα να σκούπιζε τον ιδρώτα του. Στένεψα το βλέμμα μου. Κάτι δε μου άρεσε. Έκανα νόημα στον Χάρου και τον άφησα να πετάξει πάνω από το χωριό. Μόλις ανέβηκε αρκετά, άρχισε να κάνει κύκλους και να κρώζει διαρκώς. Δεν έπρεπε να μπούμε μέσα.

«Αυτό θα σας το εξηγήσω μόλις περάσω στο Φόξμπορν».

«Κάιν!» φώναξα και ο πρίγκιπας γύρισε να συναντήσει το βλέμμα μου «Κάτι δεν πάει καλά! Ο Χάρου κάνει κύκλους πάνω από το χωριό. Μας περιμένει εχθρός μπροστά!».

«Τι λες;» ρώτησε ο πρίγκιπας με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του «Το Φόξμπορν είναι το πιο ειρηνικό χωριό. Δεν έχουμε εχθρούς εδώ!».

«Κάιν, ο Χάρου δεν κάνει ποτέ λάθος!» συνέχισα δείχνοντας το γεράκι μου που βρισκόταν στον αέρα.

Ο φρουρός γύρισε γρήγορα πίσω του και έκανε ένα νόημα προς τα κάτω. Οι πύλες άρχισαν να ανοίγουν σιγά-σιγά, τρίζοντας για να μας αφήσουν να θαυμάσουμε το πανέμορφο τοπίο. Δεν μπορεί να έκανα τόσο λάθος! Περάσαμε την είσοδο κρατώντας από τα γκέμια τα άλογα και μπήκαμε στο χωριό. Σπιτάκια πέτρινα με οροφές από στάχυα και ξύλα ήταν αραδιασμένα άτακτα δεξιά και αριστερά, το καθένα όμορφο και τακτοποιημένο. Μια μικρή λιμνούλα με νερό έστεκε στο κέντρο του ανοίγματος του Φόξμπορν, αποτελώντας την πλατεία του. Μικροί πάγκοι εμπόρων την έκλειναν σε ένα μικρό κύκλο. Παντού επικρατούσε ησυχία. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν κλειστά με παραπετάσματα ή ξύλινες πλάκες. Δεν κυκλοφορούσε κανείς στο χωριό και ας ήταν μόλις μεσημέρι. Ο Χάρου έκρωξε ξανά και μια σκιά κινήθηκε στ' αριστερά μου. Το χέρι μου έφτασε αυτόματα στο σπαθί μου. Γύρισα να κοιτάξω τους φρουρούς πάνω στους πύργους, μα ήταν άφαντοι. Τι συνέβαινε εδώ πέρα;

Πριν προλάβω καλά-καλά να αναρωτηθώ, άλλη μια σκιά κουνήθηκε, μα αυτή την φορά από τα δεξιά μου. Πλέον, όλοι είχαν καταλάβει ότι κάτι γινόταν. Αφήσαμε τα άλογα σε μια άκρη και σχηματίσαμε ένα κλειστό κύκλο μεταξύ μας και ξεσπαθώσαμε. Οι σκιές πλήθυναν και το βλέμμα μου κινούνταν πέρα δώθε προσπαθώντας να τις μετρήσει. Είχα ξεπεράσει τις δέκα, όταν ένα βαθύ γέλιο έσκισε την απόλυτη σιωπή και μια σκιά βγήκε στο φως, ακριβώς μπροστά μας.

Ήταν ένα Όγκρε. Είναι τα πιο απαίσια τέρατα που τόλμησαν να πατήσουν το πόδι τους σε αυτή τη γη. Δεν άργησαν να ακολουθήσουν και άλλα. Ήμασταν πλέον περικυκλωμένοι, από πλάσματα υπερβολικά μεγάλα με ένα τεράστιο κεφάλι και μυτερά αυτιά. Οι χαυλιόδοντες τους έσκιζαν στα δύο τα σκούρα κρεμασμένα χείλη τους. Το αρρωστημένο πράσινο χρώμα τους το άγγιζε ο ήλιος και γινόταν κίτρινο σχεδόν, ενώ τα λιγδιασμένα τους μαλλιά, ήταν τόσα πολλά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δάσος από μόνα τους. Έσφιγγαν τους μύες των χοντροκομμένων σωμάτων τους και μερικά από αυτά έξυναν την παχουλή κοιλιά τους. Είναι ιδιαίτερα γνωστά για την ασταμάτητη όρεξή τους. Ειδικά για ανθρώπους. Τα βήματά τους έσειαν όλο τον τόπο. Ένα από αυτά, βγήκε πιο μπροστά. Ο αρχηγός τους. Φορούσε ένα σκισμένο παντελόνι, φτιαγμένο από ξεραμένα δέρματα, ίσως των θυμάτων του, ενώ στο λαιμό είχε περασμένο ένα κολιέ από σπασμένες στη γνάθο νεκροκεφαλές. Έξυσε το αυτί του, στο οποίο είχε περασμένη μια σειρά από χρυσά σκουλαρίκια και έβηξε, φτύνοντας αμέσως μπροστά μας μια πράσινη αηδιαστική γλίτσα.

«Καλώς ήρθατε στο Φόξμπορν, Μεγαλειότατε!» ανακοίνωσε ο αρχηγός των Όγκρε και έκανε μια ψεύτικη υπόκλιση. Κάτι που βρήκαν όλα τα υπόλοιπα αστείο. Έσφιξα περισσότερο το σπαθί μου στο χέρι μου. Τί ήθελαν εδώ τα τέρατα; Αυτά ζούσαν σε αγριότοπους, εντελώς απομονωμένα από τους ανθρώπους. Μετά την ανακωχή των αρχαίων προγόνων, στάλθηκαν στην εξορία, επειδή κυνηγούσαν το γένος μας. Γιατί επέστρεψαν και γιατί καταπάτησαν τους νόμους; Τολμούσαν να επαναστατήσουν;

«Θα σας πείραζε να μας παραδώσετε την κοπελιά που έχετε στην παρέα σας;» ρώτησε με την γλοιώδη φωνή του ο αρχηγός, δείχνοντάς εμένα με τον πλατύ μπαλτά του. Κοκάλωσα. Εμένα; Τί με ήθελαν εμένα;

«Είναι πληρωμένα» σύριξε η Κάλιντα από μέσα μου »Κάποιος τα οδήγησε εδώ!»

Μπορούσα να νιώσω το θυμό της να φουντώνει και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Ήθελε να βγει έξω και να ξεσκίσει το κάθε Όγκρε και να γευτεί το απαίσιο αίμα τους. Το χέρι μου ανέβηκε σιγά-σιγά προς την καλύπτρα, μα ένα άλλο το σταμάτησε. Γύρισα να δω τον Λαχάρ να κουνά το κεφάλι του.

«Μην την αφήσεις» ψιθύρισε «Είσαι πιο δυνατή από αυτή».

«Και γιατί να το κάνω αυτό;» ανταπάντησε ο Κάιν, ενώ οι ιππότες του ίσιωσαν ταυτόχρονα το κορμί τους και κράτησαν το σπαθί τους διαγώνια μπροστά τους.

«Γιατί έχουμε πολλή όρεξη σήμερα» αποκρίθηκε και η απειλή στόλισε την βαθιά, σκουριασμένη φωνή του.

«Θα πρέπει να περάσεις πρώτα πάνω από εμάς!» φώναξε ο Λαχάρ και έφερε ένα χέρι μπροστά μου, προστατεύοντάς με. Το τίναξα πέρα και βγήκα μπροστά του. Ο πρίγκιπας της Ινάλ με κοίταξε και πλατάγισε την γλώσσα του.

«Πρόσεχε» είπε παρακλητικά.

«Αυτό θα είναι μεγάλο γλέντι» φώναξε ο αρχηγός και όλα τα Όγκρε ούρλιαξαν έτοιμα για πόλεμο. Το ποιος θα επιζούσε, κανείς δεν το ήξερε.



Ella Sarlot