Summer Solstice (Κεφάλαιο 25)

ΣΕΛΕΣΤ

Έχουν περάσει αρκετές μέρες από το συμβάν με τον Μαύρο Τριαντάφυλλο και πλέον έχω συνηθίσει την φυλακή, που μου έχει οριοθετήσει ο Μπράιντεν, για να με προστατέψει. Δεν ξέρω, αν αυτό είναι καλό ή κακό. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ θα έχει φτάσει εδώ και καιρό στο νησί της οικογένειάς μου και ποιος ξέρει, αν έχει ανακαλύψει την τοποθεσία της Κρήνης.
Η μόνη σκέψη με την οποία παρηγορώ τον εαυτό μου, είναι, πως δε θα καταφέρει, να την χρησιμοποιήσει χωρίς το αίμα του πρίγκιπα Γκασπάρντ και το δικό μου. Και οι δύο είμαστε ασφαλείς… προς το παρόν τουλάχιστον. Επίσης μερικές φορές νιώθω, πως χάνω κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Ο ύπνος μου συνηθίζει, να είναι ανήσυχος και αρκετά βράδια ο Μπράιντεν με ναρκώνει, για να με ηρεμήσει. Δεν έχω βούληση και άλλοι φροντίζουν για τα πάντα. Ο μόνος που με απασχολεί τούτη τη στιγμή, είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ.

Όταν επιτέθηκε ο Μπράιντεν στο πλοίο μας, δεν ήμουν η μόνη, που ήρθε σε επαφή με το παγωμένο νερό της θάλασσας. Η δική του κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από τη δική μου. Παρόλο που έχω αναρρώσει πλήρως, τα σημάδια εξάντλησης είναι ακόμα εμφανή στο σώμα μου, ενώ εκείνος… με το ζόρι κάνει οτιδήποτε από μόνος του. Αναστενάζοντας λυπημένη κλείνω το βιβλίο, που έχω απλωμένο στα διπλωμένα μου πόδια και ακουμπάω την παλάμη μου στο μέτωπο του πρίγκιπα. Ο πυρετός του έχει πέσει και τίποτα δε φαίνεται, να ταράζει τον γαλήνιο ύπνο του, όμως το πρόσωπό του συνεχίζει, να είναι τόσο χλωμό και εύθραυστο, που φοβάμαι, ότι δεν θα τα καταφέρει. Πολλές φορές μου θυμίζει την κατάσταση της μητέρας μου και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου, αλλά ο Φόστερ με καθησυχάζει πάντοτε. Εύχομαι, να γίνει γρήγορα καλά και να επανέλθει στον γεμάτο ζωή και δύναμη πρίγκιπα, που γνώρισα. Ακόμα και αν γίνει πάλι ο ψυχρός άντρας, που γνωρίζω, δε με νοιάζει, αν θα με ξαναπροσβάλει και με αντιμετωπίσει σαν αντικείμενο. Όμως… δε θα ήθελα, να τον δω, να πεθαίνει.

Ο σιγανός χτύπος που ακούγεται στην πόρτα του υπνοδωματίου, που παραχώρησε ο Μπράιντεν για τον πρίγκιπα με βγάζει από τις σκέψεις μου και σηκώνομαι φορώντας ένα ήρεμο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ο Φόστερ βγάζει το κεφάλι του από το άνοιγμα της πόρτας και με κοιτάζει χαμογελώντας αμυδρά. Του κάνω νόημα, να πλησιάσει. Δεν είμαστε παντρεμένοι, για να συμπεριφέρεται από τώρα με τέτοια ευγένεια.

«Πως είναι;» ρωτάει σφίγγοντας τα χέρια του νευρικά μεταξύ τους. «Καμία βελτίωση;»

«Δε φαίνεται, να έχει πυρετό. Ή μας κοροϊδεύει κάνοντας νάζια ή η βαριά πνευμονία του τον κρατάει σε λήθαργο. Πάντως η αναπνοή του έχει βελτιωθεί πολύ». Αποκρίνομαι ελπίζοντας, να ισχύει το πρώτο. «Μάθατε τίποτα νεότερο για τον πρίγκιπα Άλμπερτ; Ο Μπράιντεν αποφεύγει την κάθε συζήτηση με την Κρήνη, το νησί των Κίλμπορν και την μητέρα μου. Συμπεριφέρεται, σαν να μην υπάρχω».

«Θα έχει τους λόγους του». Μουρμουρίζει ο Φόστερ ήρεμα. Το ύφος του είναι θυμωμένο ή μάλλον το φαντάζομαι. «Ο πρίγκιπας Άλμπερτ παραμένει στο νησί σας και προφανώς περιμένει την άφιξή σας. Ομολογώ, πως έχει δείξει απίστευτη υπομονή ως τώρα, αλλά κάποια στιγμή θα αναζητήσει τον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Οι φήμες ότι είναι βαριά άρρωστος και ο θάνατός σας πρέπει, να έχουν φτάσει ως το Στάρενιθ».

«Νομίζεις, ότι θα πιάσει; Με το ένα κλειδί χαμένο και το άλλο στα πρόθυρα του θανάτου, οι Ολιβάρες θα σταματήσουν την αναζήτηση της Κρήνης;» τον ρωτάω λίγο δύσπιστη και ο Φόστερ νεύει αρνητικά εντείνοντας την ανησυχία μου. «Δεν μπορούμε, να κρυβόμαστε για πάντα. Δεν… φοβάμαι, να πεθάνω. Η απραξία με σκοτώνει».

Πάω, να φύγω, αλλά το χέρι του πρίγκιπα τινάζεται ξαφνικά και αρπάζει τον καρπό μου ακινητοποιώντας με από το σοκ και τον τρόμο μαζί. Γυρίζω προς το μέρος του και τα χρυσαφί του μάτια με κοιτάζουν θλιμμένα. Γονατίζω στο πλάι του, ενώ ο Φόστερ πλησιάζει κοντύτερα φανερά ανακουφισμένος. Χαίρομαι πολύ, που συνήλθε, όμως η στάση του με προβληματίζει. Με παρατηρεί σιωπηλός και μοιάζει, σαν να θέλει κάτι, να πει, αλλά οι λέξεις είναι δύσκολο, να προφερθούν.

«Πονάς πουθενά;» τον ρωτάω γεμάτη έγνοια. «Ζαλίζεσαι, κρυώνεις…»

«Σσς». Ακουμπάει τα δάχτυλά του στα χείλη μου. «Μην ανησυχείς για μένα. Θέλω, να φύγεις. Σε αφήνω ελεύθερη, να γυρίσεις στο μικρό σου βασίλειο, να μείνεις με τον Μπράιντεν ή με όποιον θέλεις. Σε αποδεσμεύω από τα καθήκοντά σου απέναντί μου. Υποσχέθηκα, να σε προστατεύω, αλλά αντί γι’ αυτό παραλίγο να σε σκοτώσω».

«Τι!» ξεφωνίζω μην μπορώντας, να πιστέψω στα λόγια, που βγαίνουν από το στόμα του. «Τι!» τα πάντα μετατρέπονται σε κόκκινο πανί μπροστά στα μάτια μου και ο θυμός φουντώνει στο στήθος μου. «Με πήρες από το σπίτι μου, έδιωξες τον σωματοφύλακά μου από την υπηρεσία μου, με απείλησες, για να σε βοηθήσω, να αποκτήσεις κάτι, που θα καταστρέψει τον κόσμο, υποσχέθηκες, πως θα μου δώσεις την εκδίκησή μου και τώρα μου λες, ότι με αφήνεις, να φύγω; Ότι τα παρατάς επειδή παραλίγο, να χάσω την ζωή μου;» του φωνάζω έξαλλη. «Ποιος νομίζεις, ότι είσαι και παίζεις έτσι με τις ψυχές των ανθρώπων;»

«Δεσποινίς Κίλμπορν δε νομίζω, ότι αυτό εννοούσε ο πρίγκιπας, όταν…» πάει, να πει ο Φόστερ, όμως σηκώνω απότομα το χέρι μου και τον διακόπτω. Δεν θέλω, να ακούσω τίποτα. Ξέρω καλά, τι είπε ο πρίγκιπας.

Φεύγω φουριόζα και χτυπάω με δύναμη την πόρτα πίσω μου. Δηλαδή τώρα τι; Είμαι ελεύθερη; Δ…δεν το πιστεύω, αυτό που μόλις συνέβη. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και ένας κόμπος κλείνει τον λαιμό μου. Τι στο καλό σκέφτεται ο πρίγκιπας; Η συμπεριφορά του είναι τελείως αφύσικη. Όσες ενοχές και αν έχει με αυτό, που συνέβη, είναι κάτι, που πρέπει, να ξεπεραστεί σύντομα. Προέχει, να πάρουμε στα χέρια μας την Κρήνη του Σύμπαντος και να την καταστρέψουμε, πριν την ενεργοποιήσουν οι Ολιβάρες. Ο Μπράιντεν από την άλλη δεν κάνει καμία κίνηση, για να πάμε στο νησί. Τι είναι αυτό, που περιμένει και επιμένει συνεχώς, πως δεν είναι ώρα μας, να φύγουμε; Η ανησυχία της απραξίας, είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη.

«Σελέστ;» ακούω τον Μπράιντεν, να με φωνάζει από την βάση της σκάλας και κρύβω το πρόσωπό μου σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια μου, πριν τον αντικρύσω. «Συμβαίνει κάτι;»

«Φοβάμαι. Φοβάμαι για το μέλλον αυτό μόνο». Αποκρίνομαι γρήγορα και παίρνω βαθιά ανάσα. Χαμηλώνω το βλέμμα μου στο πάτωμα και αναστενάζω μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών μου νευρικά. «Θα βρίσκομαι στην κάμαρά μου στην περίπτωση, που… με χρειαστείς».

«Βασικά… έχω μια ιδέα». Με σταματάει λέγοντας χαμογελώντας και με πλησιάζει.

Απλώνει το χέρι του και πιάνει τα μακριά μαλλιά μου τυλίγοντας μερικές τούφες γύρω από την παλάμη του. Έπειτα χαϊδεύει το μάγουλό μου και γλιστράει τα δάχτυλά του στον γιακά του δανεικού φορέματός μου και στο ανοιχτό ντεκολτέ του. Τραβιέμαι ταραγμένη προς τα πίσω, όμως στο πρόσωπό του δεν διακρίνω καθόλου τον πόθο. Υπάρχει μόνο ένα πονηρό γεμάτο ιδέες χαμόγελο.

«Θα σε μεταμορφώσω σε άντρα». Λέει χαρωπά και χτυπάει τα χέρια του μεταξύ τους κάνοντας έναν κύκλο γύρω μου. Τι! «Λοιπόν… για να σε προστατέψω, πρέπει, να κάνω όλους, να νομίζουν, πως είσαι νεκρή. Και από την στιγμή που εσύ δεν αντέχεις, να μένεις κλεισμένη μέσα στην έπαυλη, θα μεταμορφωθείς σε άντρα και μάλιστα σε υπηρέτη. Δέχεσαι ή όχι;»

«Τ…τι στο καλό; Που σου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο; Θα με καταλάβουν αμέσως. Ο πρίγκιπας Άλμπερτ και ο Χάμελιν γνωρίζουν το πρόσωπό μου και ο Τζένσεν ξέρει, πως είμαι ζωντανή. Δε μοιάζει με τύπος, που θα κρατήσει εύκολα το στόμα του κλειστό». Αποκαλύπτω τις ανήσυχες σκέψεις μου και ο Μπράιντεν νεύει καταφατικά.

«Τότε πρέπει, να σε κάνω, να μοιάζεις πειστική. Πρώτα θα κόψουμε τα μαλλιά σου». Κάνει μια παύση στην σοκαρισμένη έκφρασή μου, αλλά κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και συνεχίζει παρακάτω. «Ο Φόστερ θα βρει εύκολα ρούχα υπηρετών στην αγορά και εσύ θα αποκτήσεις την ελευθερία, που ζητάς».

«Δεν είναι μόνο η ελευθερία μου. Πότε θα αναχωρήσουμε για το νησί;» τον ρωτάω με επιμονή και εκείνος σοβαρεύει αμέσως.

«Όχι ακόμα. Θα σου πω πότε». Με χτυπάει απαλά στον ώμο έχοντας στο βλέμμα του μια απροσδιόριστη λάμψη. «Θα σου δώσω μερικές ώρες, να αποχαιρετήσεις τον θηλυκό εαυτό σου και όταν είσαι έτοιμη, θα σε αλλάξω».

Δε θα χρειαστεί. Μπορώ, να το κάνω και μόνη μου. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και με αποφασιστικό βλέμμα πηγαίνω μπροστά στη τουαλέτα μου. Για λίγο μένω ακίνητη, διστακτική, φοβισμένη, να πάρω την θηλυκότητα από πάνω μου και έπειτα αρπάζω το ψαλίδι και κόβω την μακριά ως την μέση κοτσίδα μου. Τα μαλλιά μου πέφτουν στο πάτωμα μαζί με τα δάκρυα, που κυλούν από τα μάτια μου. Ξεροκαταπίνω και δαγκώνω τα χείλη μου, για να μην ξεσπάσω σε αναφιλητά. Έχω ένα καθήκον, να φέρω εις πέρας και θα το κάνω με οποιοδήποτε κόστος. Η καρδιά μου πονάει στα λόγια του πρίγκιπα, που βουίζουν ακόμα στ’ αυτιά μου. Νιώθω, ότι με χρησιμοποίησε και με πέταξε, σαν να μην άξιζα τίποτα γι’ αυτόν. Νιώθω προδομένη και τόσο μόνη. Οι γονείς μου είναι νεκροί και δεν έχω ιδέα, που βρίσκεται ο Σιρκάν. Ο μοναδικός μου φίλος. Ενώ ποιος ξέρει, τι σκοπούς έχει ο Μπράιντεν; Είναι πειρατής τώρα πια. Δεν έχει καμία σχέση με το αθώο αγόρι, που γνώριζα κάποτε.

Γλιστράω στο πάτωμα βυθίζοντας το πρόσωπό μου μέσα σε παλάμες, που τρέμουν και παλεύω για μια κανονική ανάσα. Τόσο καιρό μακριά από την πατρίδα δεν παραπονέθηκα, δεν απελπίστηκα. Όμως γιατί νιώθω τόσο περίεργα τώρα; Ορκίστηκα, ότι θα σκότωνα εκείνον, που δολοφόνησε τους γονείς μου, αλλά πλέον μοιάζει με μακρινό όνειρο. Φοβάμαι για το μέλλον. Φοβάμαι, ότι δε θα καταφέρω, να σώσω τον κόσμο και εγώ θα είμαι η αιτία, που θα καταστραφεί. Τ…τι να κάνω; Ο ξαφνικός χτύπος στην πόρτα με αποσυντονίζει, όμως δεν μπαίνω καν στον κόπο, να σκουπίσω τα μάτια μου ή να σηκωθώ. Δεν μπορώ, να το παίξω δυνατή αυτή τη στιγμή, γιατί δεν είμαι.

Ο Φόστερ μπαίνει διστακτικός και γουρλώνει τα μάτια του από έκπληξη και σοκ στην κομμένη μου κοτσίδα.

«Τι έκανες;» ρωτάει απογοητευμένος. «Γιατί το έκανες αυτό;»

«Ο Μπράιντεν είχε ένα σχέδιο και συμφώνησα, να το ακολουθήσω». Αποκρίνομαι ξεφυσώντας βαριά. Η ψυχή μου πονάει. «Μαλλιά είναι. Θα μακρύνουν, όσο καιρό και αν τους πάρει».

«Ο πειρατής μας ενημέρωσε και να ξέρεις, πως ο πρίγκιπας ήταν εντελώς αντίθετος». Με ενημερώνει, αλλά ανασηκώνω τους ώμους μου αδιάφορα και αποστρέφω τα μάτια μου. «Σελέστ…»

«Δεν είναι, ότι τον αφορά πια. Με αποδέσμευσε, οπότε ότι και αν κάνω… είναι δικό μου θέμα. Μην ανακατεύεσαι». Του φωνάζω πικαρισμένη. «Θα βρω την Κρήνη και θα την καταστρέψω. Αυτό δεν αλλάζει, ότι και αν συμβαίνει με τον πρίγκιπα και εμένα».

«Μα αυτό είναι το θέμα. Δε συμβαίνει τίποτα. Ο πρίγκιπας είπε, ότι είπε, για να σε προστατέψει. Γιατί φοβήθηκε, ότι με τις πράξεις του παραλίγο, να σε σκοτώσει. Γνωρίζεις, ότι νοιάζεται για σένα και την επιμονή που έχει δείξει ως τώρα, για να σε κάνει, να νιώθεις άνετα απέναντί του. Αν δεν κινδύνευες, να χάσεις την ζωή σου… αυτό το θέμα δε θα είχε ανοιχτεί καν». Μου απαντάει στον ίδιο τόνο. Τα λόγια του ζεσταίνουν κάπως την καρδιά μου, όμως δεν είναι αρκετά, για να παγώσουν την θλίψη μου. Έπρεπε, να με εμπιστευόταν περισσότερο. «Από την άλλη δε νομίζω, ότι θα σε αφήσει, να φύγεις στο τέλος. Είσαι σημαντική γι’ αυτόν και θα σε κρατήσει κοντά του, ότι και αν γίνει».

«Φόστερ… σταμάτα. Δεν με νοιάζει, εντάξει; Έτσι και αλλιώς ποτέ δε θα ρωτήσει την γνώμη μου. Θα κάνει, ότι θεωρήσει εκείνος σωστό». Του φωνάζω ενοχλημένη, για να σταματήσει και προς έκπληξή μου το κάνει. «Αν αυτά ήταν όλα, που είχες, να πεις, σε παρακαλώ, φύγε».

«Κάτι ακόμα. Ο Μπράιντεν σε θέλει στην τραπεζαρία. Πρόκειται, να μιλήσουμε για την στρατηγική μας απέναντι στους πρίγκιπες του Στάρενιθ. Αν ενδιαφέρεσαι ακόμα για τις πρωτοβουλίες, που μπορείς, να πάρεις, έλα». Λέει με ένα αποδοκιμαστικό χαμόγελο και φεύγει.

Τι! Με κατηγορεί και από πάνω; Δηλαδή τι νόμιζε; Ότι θα αποδεχόμουν την απαίτηση του πρίγκιπα, δίχως να αποκαλύψω κανένα συναίσθημά μου; Μπορεί, να είμαι γυναίκα και ο λόγος μου, να μην μετράει τόσο όσο ενός άντρα, αλλά είμαι ζωντανός άνθρωπος. Έχω δικαίωμα, να αισθάνομαι και να αποφασίζω για τον εαυτό μου. Ο Γκασπάρντ μου ζήτησε, να τον εμπιστευτώ και να βασιστώ πάνω του. Μου ήταν δύσκολο, όμως το έκανα. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Να μου πει μόνο, ότι σε αφήνω, να φύγεις. Σφίγγω τις γροθιές μου με δύναμη, για να ηρεμήσω τον εαυτό μου και έπειτα από λίγο ακολουθώ ξοπίσω του. Νιώθω τόσο προδομένη και χαμένη, λες κα τράβηξε τη γη κάτω από τα πόδια μου.

Όταν κατεβαίνω την σκάλα, πιάνω το όνομά μου, να αιωρείται βαρύ ανάμεσά στον πρίγκιπα Γκασπάρντ και τον Μπράιντεν. Σαφώς συζητούν έντονα για κάτι, που με αφορά, όμως…

«Είναι η μόνη λύση, που μπορώ, να σκεφτώ. Δεν είμαι βέβαιος για το αν πράγματι ισχύει, αλλά αν συμφωνήσει, ίσως να…» μουρμουρίζει διστακτικός ο πρίγκιπας και ο Μπράιντεν στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού παίζει νευρικός με το πιρούνι του.

«Μιλάς με έναν τρόπο, λες και είσαι βέβαιος, ότι αυτό θα σώσει την Σελέστ. Θα πεθάνει ή εδώ ή εκεί… έτσι και το ανακαλύψουν τ’ αδέρφια σου». Γρυλίζει απελπισμένος ο Μπράιντεν. Τι;

«Δεν ξέρω, αν την σώσει. Όμως μπορεί, να γίνει το άτομο, που θα σκοτώσει τον Φρεντέρικο».

Δεν καταλαβαίνω το νόημα των λόγων τους και ο Φόστερ πάνω στην ώρα βρίσκει, να κάνει την εμφάνισή του και να διακόψει την κουβέντα τους αφήνοντάς με την απορία. Τι κανόνιζαν για μένα; Μορφάζοντας ενοχλημένη δαγκώνω νευρικά τα χείλη μου και επισκέπτομαι την τραπεζαρία μιας και δεν έχει νόημα, να κρύβομαι. Αν μη τι άλλο ο Φόστερ παρατήρησε, πως τον ακολουθούσα. Με ένα αμυδρό χαμόγελο χαιρετάω τον πρίγκιπα και τον Μπράιντεν και κάθομαι στη θέση μου απέναντι από τον Φόστερ. Ο Γκασπάρντ ανοίγει διάπλατα τα μάτια του στο νέο μου κούρεμα, παρόλα αυτά δε το σχολιάζει. Χαμηλώνει το πρόσωπό του και σφίγγει θυμωμένος τα χείλη του. Είναι τόσο εκνευριστικός, όταν θέλει όλα τα πράγματα με το μέρος του.

«Για να επιστρέψουμε στο αρχικό μέρος της συζήτησής μας. Πως έχεις σκοπό, να ρίξεις από τον θρόνο τον πρίγκιπα Φρεντέρικο; Απλά θα τον προκαλέσεις σε μονομαχία;» σαρκάζει ο Μπράιντεν προσπαθώντας, να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα και να την κάνει πιο ζωηρή.

«Ο Φρεντέρικο είναι πανούργος και αδίστακτος, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας δειλός. Δεν θα εμπλακεί σε μάχη. Το πιο πιθανό είναι, να διατάξει κάποιον από τους άντρες του, για να πάρουν τη θέση του». Απαντά μηχανικά ο πρίγκιπας ανακατεύοντας ανόρεχτος την ψαρόσουπά του. «Έτσι και αλλιώς δεν έχω σκοπό, να χύσω το αίμα κανενός, αν μπορώ, να το αποφύγω. Ο Φρεντέρικο θα πεθάνει μόνος του, όταν ζητήσει από την Σελέστ, να ενεργοποιήσει το δικό της κομμάτι στην Κρήνη».

«Και πως θα γίνει αυτό;» ρωτάω κάπως νευρική, που σχεδιάζει πάλι χωρίς την δική μου γνώμη. «Δε γίνεται, να αλλάξω το αίμα μου».

«Βασικά γίνεται…» μουρμουρίζει ο Γκασπάρντ κοιτάζοντας με νόημα τον Μπράιντεν και έπειτα σηκώνει τα χρυσαφένια μάτια του, για να ανταμώσουν με τα δικά μου. «Είναι μια λεπτομέρεια, που θα συζητήσω αργότερα μαζί σου».

Γνέφω καταφατικά και αρχίζω, να τρώω την σούπα μου μέσα στην σιωπή. Όπως όλοι μας άλλωστε. Μόνο ο Μπράιντεν μοιάζει ενθουσιασμένος με κάτι, που δεν γνωρίζω και χαμογελάει κάθε τόσο, σαν να το διασκεδάζει. Τι ακριβώς περνάει από το μυαλό του; Να σκέφτεται τρόπους, για να προστατέψουμε την Κρήνη ή τουλάχιστον έναν καλό λόγο, που συνεχίζει, να μας κρατάει στην έπαυλή του;

«Γιατί δεν μπορούμε, να φύγουμε για το νησί;» φανερώνω φωναχτά τις σκέψεις μου. «Τι ακριβώς περιμένουμε εδώ; Πέρασε ένας μήνας από το ατύχημα και…»

«Οι ανυπόμονες κινήσεις ίσως ωφελήσουν τους εχθρούς μας». Αποκρίνεται ο Μπράιντεν παύοντας, να χαμογελάει. «Ο πρίγκιπας Άλμπερτ είναι ανυπόμονος όσον αφορά την Κρήνη, αλλά δυστυχώς πολύ υπομονετικός όσον αφορά την άφιξή σας. Βέβαια αυτό σας βοήθησε, διότι αναρρώσατε από τα τραύματά σας. Αυτό όμως που πραγματικά θέλω, είναι, ο πρίγκιπας Άλμπερτ να εκνευριστεί και να θυμώσει. Απ’ όσο ξέρω, δεν διαχειρίζεται καλά τις δύσκολες καταστάσεις». Η φωνή του είναι ψυχρή σαν πάγος. «Σίγουρα θα στείλει τον δούκα Χάμελιν και…»

«Αυτό… είναι το πιο ανόητο πράγμα, που έχεις πει, ως τώρα». Αρπάζομαι χάνοντας την αυτοκυριαρχία μου. «Δηλαδή πιο το νόημα, να περιμένουμε, να εκνευριστούν; Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα. Δεν το καταλαβαίνω».

«Αυτό που ο πειρατής τόσο άστοχα προσπαθεί, να εξηγήσει, είναι, ότι ο Άλμπερτ θα κάνει λάθος κινήσεις και θα χάσει την Κρήνη από τα χέρια του και θα προσπαθήσει, να την διεκδικήσει. Το Κρέομορ ανήκει στην Μπουργκότζια και το νησί στο οποίο βρίσκεται η Κρήνη στους Κίλμπορν, οι οποίοι είναι πολίτες του Κρέομορ. Αν ο αδερφός μου ξεκινήσει διαμάχη στα εδάφη τους, οι Περιφερειάρχες θα έχουν κάθε λόγο, να τον σκοτώσουν». Απαντάει ο Γκασπάρντ στη θέση του Μπράιντεν και εκείνος γνέφει συμφωνώντας.

«Παρακαλώ, όταν τελειώσετε το φαγητό σας, να μεταφέρετε τα σερβίτσια σας στην κουζίνα. Εξαιτίας της παρουσίας σας στο αρχοντικό μου δεσποινίς Κίλμπορν και της μυστικότητας που πρέπει, να μείνει η παρουσία σας, έδιωξα τους υπηρέτες μου». Ο Μπράιντεν σηκώνεται και υποκλίνεται κωμικά σε όλους μας, όμως προτού φύγει κοντοστέκεται απέναντί μου. «Περίμενα λίγη περισσότερη εμπιστοσύνη». Το βλέμμα του είναι απογοητευμένο.

Ο Φόστερ ακολουθεί λίγο αργότερα και αφήνει τον πρίγκιπα και εμένα μόνους. Τι συμβαίνει με τους άντρες, που νομίζουν, ότι θα τους υπακούει η κάθε γυναίκα; Και δεν είναι, ότι εγώ δεν εμπιστεύτηκα τον Μπράιντεν, αλλά αυτός εμένα. Σουφρώνω τα χείλη μου αναστατωμένη και εκνευρισμένη ταυτόχρονα και η παρουσία του Γκασπάρντ δε βοηθάει καθόλου. Ε, λοιπόν δεν έχω ανάγκη κανέναν τους. Αν επιμένουν, να περιμένουμε, ας περιμένουν. Εγώ δεν πρόκειται, να κάτσω με σταυρωμένα χέρια. Δε θα επιτρέψω , να χρησιμοποιηθεί η Κρήνη και θα πάρω εκδίκηση για τον θάνατο των γονιών μου από τον Φρεντέρικο Ολιβάρες, ακόμα και αν είναι το τελευταίο πράγμα, που θα κάνω. Χτυπάω το κουτάλι μου με θυμό στο τραπέζι και τινάζομαι όρθια μαζεύοντας το πιάτο μου. Ο Γκασπάρντ αρπάζει το χέρι μου εμποδίζοντάς με, να αποχωρήσω.

«Μη!» είναι το μόνο, που λέει. Σμίγω τα φρύδια μου.

«Μη τι;»

«Μην είσαι θυμωμένη». Με τραβάει κοντά του και περνάει τα δάχτυλα των χεριών του μέσα από τα κοντά μου μαλλιά. «Το μόνο που δε θέλω, είναι να σε δω να παθαίνεις κακό».

«Με άφησες ελεύθερη, σωστά; Δε σε αφορούν οι πράξεις μου». Οι λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου, με πονούν πολύ περισσότερο, απ’ όσο στοχεύουν, να πονέσουν τον πρίγκιπα και η αρπαγή του σφίγγει ολόγυρά μου. «Άφησέ με!»

«Παντρέψου με». Ψιθυρίζει διστακτικά. Γουρλώνω τα μάτια μου από έκπληξη και τον παρατηρώ επίμονα προσπαθώντας, να καταλάβω, αν μου κάνει πλάκα. Τι είναι τώρα αυτό; «Γίνε γυναίκα μου».

«Δεν… δεν σε καταλαβαίνω καθόλου. Πριν…» σωπαίνω και κατσουφιάζω. Παίζει μαζί μου; «Γιατί θέλεις, να με παντρευτείς έτσι στα ξαφνικά; Η Κρήνη δεν συμπεριλαμβάνεται στην προίκα μου, για να χρειάζεσαι την άδεια, για να την πάρεις. Ποιος ο λόγος να με παντρευτείς μυστικά;»

«Πρέπει, να σε κάνω δική μου. Πρέπει, να πάρω την τιμή σου, πριν τ’ αδέρφια μου σε αναγκάσουν, να ενεργοποιήσεις την Κρήνη». Απαντάει σοκάροντάς με. Τι! «Οι Κίλμπορν με το δικαίωμα στην Κρήνη ήταν πάντοτε γυναίκες. Μεγάλες Ιέριες με στόχο την προστασία της. Οι ιστορίες λένε, πως ήταν παρθένες και αν κάποια έχανε την τιμή της, έχανε και το δικαίωμα του Φύλακα».

«Οπότε πιστεύεις, ότι αν χάσω την τιμή μου μαζί σου, θα ελευθερωθώ από αυτό το καθήκον και ως η τελευταία Κίλμπορν δε θα υπάρξει καμία άλλη, για να την ενεργοποιήσει». Σκέφτομαι φωναχτά και η ντροπή πλημμυρίζει τα μάγουλά μου.

Δεν είναι αυτό, που σκεφτόμουν για την πρώτη νύχτα του γάμου μου, αλλά και πάλι δεν έχω ιδέα, τι να σκεφτώ. Έτσι και αλλιώς από την αρχή μου ξεκαθάρισε, πως ο γάμος μας αφορά μόνο πολιτικούς σκοπούς. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια συμφωνία, για να ανέβει στον θρόνο και εγώ να προστατέψω το σπίτι μου. Το στήθος μου σφίγγεται σε αυτές τις σκέψεις. Ήλπιζα, ότι έπειτα από τον καιρό, που περάσαμε μαζί, τα συναισθήματά είχαν αλλάξει και των δύο. Προφανώς αυτό συμβαίνει μόνο με τα δικά μου. Πόσο ανόητη είμαι, που σκέφτηκα έστω και λίγο ότι μπορεί, να με ποθεί. Ανόητη! Ανόητη! Ανόητη!

«Ε…εντάξει… θα το κάνω». Ψελλίζω αβέβαιη και κάπως απογοητευμένη, που θα χαραμίσω την πρώτη μου φορά σε μια σχέση δίχως αγάπη.

«Μην κάνεις αυτό το πρόσωπο». Αγγίζει τα θλιμμένα μου χείλη. «Ότι και αν γίνει στο μέλλον, δε θα σε αφήσω μόνη. Το μόνο που με νοιάζει, είναι, να είσαι ασφαλής».


Ηλιάνα Κλεφτάκη