Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 15 - Η μάχη των Όγκρε)

Τα Όγκρε άρχισαν να χτυπούν τους μπαλτάδες και τα βαριά σπαθιά τους μεταξύ τους, το ένα με το άλλο και ούρλιαζαν σα τρελά. Έσφιξα τα δόντια μου και ο Λαχάρ δίπλα μου έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά, σέρνοντας το δεξί του πόδι πάνω στο χώμα. Ξεροκατάπια και κοίταξα τον εχθρό μας. Δεν είχα πολεμήσει ποτέ Όγκρε, αλλά άκουγα τους θαμώνες στη ταβέρνα του Σαπιοδόντη που μιλούσαν για αυτά. Ήταν χαζά στο μυαλό, αλλά υπερβολικά δυνατά.
Είχαν σκοτωθεί πολλοί κυνηγοί, προσπαθώντας να πάρουν φιαλίδια με το αίμα τους. Στη μαύρη αγορά ήταν πολύτιμο, μιας και με αυτό φτιάχνονταν τα πιο ακριβά δηλητήρια. Και να που τώρα καλούμουν να παλέψω με όχι ένα, αλλά είκοσι από αυτά. Ήμασταν μόλις δέκα άτομα. Αυτό σήμαινε ότι θα έπαιρνε από δύο ο καθένας. Η μάχη αυτή θα ήταν από τις πιο δύσκολες. Το τελευταίο χτύπημα των σπαθιών τους σήμανε την αρχή της.

Τα Όγκρε όρμησαν άτακτα κατά πάνω μας, πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο και προσπαθώντας να βγουν πιο μπροστά. Με γρήγορες κινήσεις σπάσαμε τον κύκλο μας τρέχοντας ο καθένας προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Πέρασα ανάμεσα από τα πόδια ενός Όγκρε, τραβώντας το σπαθί μου και χαράσσοντας το κρέας των μηρών του. Μαύρο αίμα ξεπετάχτηκε λερώνοντας το καφέ έδαφος και το σπαθί μου. Το Όγκρε ούρλιαξε και γύρισε προς τα εμένα, μαζί με άλλα δύο να το ακολουθούν.

Ανάθεμα! Κοίταξα φευγαλέα γύρω μου μήπως βρω κάτι που θα με βοηθούσε και θα με έβγαζε από αυτή την κατάσταση. Δεν μπορούσα να αναλάβω τρία Όγκρε. Θα ήμουν σίγουρα νεκρή μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Όσο τα άλλα δύο Όγκρε μάλωναν για το ποιο θα με ξεκοιλιάσει, το λαβωμένο έτρεξε προς εμένα. Απέφυγα τον μπαλτά του, ο οποίος πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου και μαζεύοντας το χέρι μου, ανέβασα το σπαθί και το κατέβασα την ίδια στιγμή με φόρα πάνω στο χέρι του Όγκρε, αποκόβοντας το. Εκείνο έπεσε στο έδαφος με ένα γδούπο που ταρακούνησε τη γη κάτω από τα πόδια μας, βγάζοντας από την ανούσια διαφωνία τους τα άλλα δύο.

Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Γύρισα και έτρεξα προς το πληγωμένο Όγκρε, που ήταν πεσμένο ανάσκελα και ανεβαίνοντας πάνω του, κάρφωσα το σπαθί μου στον αυχένα του, αφήνοντας το ζεστό αίμα του να ξεχειλίσει. Τα μάτια μου έλαμψαν στη θέα του και ξεροέγλειψα τα χείλη μου. Η όρασή μου θόλωσε. Όχι τώρα! Πριν προλάβω να αντιδράσω, κάποιος χτύπησε με δύναμη την κοιλιά μου, στέλνοντάς με στον αέρα για να καταλήξω με δύναμη στο έδαφος. Σύριξα από τον πόνο και πιάνοντας την κοιλιά μου σηκώθηκα με κόπο όρθια. Η όρασή μου δεν έλεγε να καθαρίσει. Κάτι ερχόταν προς το μέρος μου και η κραυγή του Λαχάρ έφτασε στα αυτιά μου καθυστερημένα:

«Αλιάνα!». Έσκυψα ενστικτωδώς και ένα αεράκι χτύπησε το πρόσωπό μου, μαζί με τη μυρωδιά του αίματος. Ο χρόνος πάγωσε και όλοι οι ήχοι γύρω μου απομονώθηκαν. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό μου και το χέρι μου ανέβηκε στην καλύπτρα του ματιού μου, λύνοντάς τη. Με μια γρήγορη κίνηση την έβαλα στην τσέπη του κορσέ μου και πήρα μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια μου. Μετά όλα μαύρισαν.

«Αλιάνα και οι δυο ξέρουμε ότι δεν θα γλιτώσεις από τα Όγκρε χωρίς τη βοήθειά μου. Δεν έφτασα ως εδώ για να χάσω το πολύτιμο σώμα μου» είπε η Κάλιντα και πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της.

Μπλε καπνός άρχισε να την καλύπτει και με ένα σιγανό γελάκι όρμησε στο Όγκρε που της επιτέθηκε πριν λίγο. Γλίστρησε κάτω από τα πόδια του και βρέθηκε πίσω του. Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε δυο στιλέτα από τα θηκάρια τους και άρχισε να ανεβαίνει στην πλάτη του Όγκρε καρφώνοντάς τα πάνω του. Κάθε τρύπημα και ουρλιαχτό. Κάθε μαχαίρωμα και ένα πλατύ χαμόγελό της. Το Όγκρε κουνιόταν μανιασμένο και προσπαθούσε με τα χοντρά του χέρια να φτάσει την πλάτη του. Μα η Κάλιντα ήταν πιο έξυπνη από αυτό και με ευλύγιστες κινήσεις απέφευγε το πιάσιμό του. Κάρφωσε τα δυο στιλέτα και πατώντας πάνω τους έδωσε μια μικρή ώθηση στον εαυτό της και πήδησε στο σβέρκο του τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από το λαιμό του Όγκρε. Εκείνο σταμάτησε να παλεύει και ένας γλυκός ήχος κουδούνισε στα αυτιά της, μόλις ο λαιμός του έσπασε και το τέρας άρχισε να πέφτει στο έδαφος. Έβγαλε τα στιλέτα από την πλάτη του και τα εξέτασε. Πέρασε ένα δάχτυλό της πάνω από τη λεπίδα, καθαρίζοντας λίγο από το αίμα και στη συνέχεια το έφερε στο στόμα της. Έγλειψε το λερωμένο τη δάχτυλο και με μια έκφραση αηδίας έφτυσε στο έδαφος.

«Τα σιχαμένα πλάσματα, έχουν και σιχαμένο αίμα» δήλωσε ξερά, προσπαθώντας να καθαρίσει τη γλώσσα της, φτύνοντας συνεχώς. Το πεδίο της μάχης είχε μετατραπεί σε αιματηρή αρένα. Αρκετά Όγκρε έστεκαν ακόμη, μα τα περισσότερα είχαν ήδη πάει στον Άλλο Κόσμο. Βέβαια, παρατήρησε πως ένας ιππότης ήταν ακίνητος στο έδαφος. Κρίμα.

Όσο καθάριζε το αίμα από τα στιλέτα, πάνω στο δερμάτινο παντελόνι του νεκρού Όγκρε, παρατήρησε πως δεν ήταν δέρμα ζώων, αλλά ανθρώπινο. Η υποψία της Αλιάνας είχε επιβεβαιωθεί. Γύρισε να κοιτάξει το άλλο Όγκρε που έστεκε λίγο πιο μακριά της, κοκαλωμένο. Μόλις είχε δει δύο από τους συντρόφους του να πέφτουν από το χέρι της και δεν ήθελε να είναι το τρίτο θύμα της. Η Κάλιντα διαβάζοντας τη σκέψη του έτρεξε προς εκείνο, για να εξαφανιστεί σε μια δίνη γαλάζιου καπνού, λίγο πριν τον φτάσει. Την ακριβώς επόμενη στιγμή, βρισκόταν καθισμένη στον δεξί του ώμο, με σταυρωμένα τα πόδια της.

Το Όγκρε δεν κουνιόταν και με την άκρη του ματιού του προσπάθησε να την κοιτάξει. Είχε ιδρώσει και η δυσωδία που απέπνεε το σώμα του ήταν απίστευτη. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Η Κάλιντα στριφογύριζε στο χέρι της το στιλέτο ελέγχοντας τη μυτερή άκρη του. Ξεφύσηξε και πέρασε το άλλο της πόδι στον αριστερό ώμο του Όγκρε, κλειδώνοντας το κεφάλι του ανάμεσα στους μηρούς της. Χαμογέλασε στραβά και το Όγκρε σήκωσε το βλέμμα μου στο πρόσωπό της. Μη χάνοντας στιγμή, εκείνη κάρφωσε τα στιλέτα μέσα στα αυτιά του Όγκρε και τα άφησε εκεί, ωσότου τα μάτια του γυρίσουν πίσω και έμεινε μόνο το λευκό κομμάτι τους. Πήρε πίσω τα πολύτιμα παιχνίδια της και χτυπώντας τα δάχτυλά της χάθηκε στον καπνό της και το Όγκρε έπεσε προς τα πίσω με δύναμη. Η Κάλιντα έστρωσε τα μαλλιά της και με μια χαριτωμένη στροφή, στράφηκε προς τα επόμενα Όγκρε. Δεν ήθελε να ασχοληθεί άλλο με τα κατώτερα σκυλάκια.

Εντόπισε τον αρχηγό τους που πάλευε με τον πρίγκιπα Κάιν. Αρκετά ενδιαφέρον άντρας ο πρίγκιπας, αν και λίγο μικρός για τα γούστα της. Πριν κάνει ένα βήμα, της έκοψε τη φόρα ο άλλος, ο πρίγκιπας της Ινάλ. Κοίταξε πίσω του και είδε κάμποσα Όγκρε νεκρά και στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης. Με ένα βαθύ αναστεναγμό του χάρισε το πιο κρύο χαμόγελό της.

«Γύρνα πίσω και άσε την ήσυχη!» απαίτησε. Ο τόνος του δε της άρεσε. Σε ποια νόμιζε ότι μιλούσε;

Ανασήκωσε το ένα της φρύδι και ακούμπησε τον ένα του ώμο:

«Αν δεν βοηθήσω, είστε χαμένοι».

«Και από πότε σε ενδιαφέρει τι θα πάθουμε;» ρώτησε ειρωνικά.

«Δεν με ενδιαφέρετε εσείς, αλλά η Αλιάνα. Θέλω το κορμί της ολόκληρο και όχι πετσοκομμένο στα δύο από βρούτους. Τώρα κάνε στην άκρη. Έχω ένα Όγκρε να σκοτώσω».

Φυσικά θα το σκότωνε, αφού πάρει τις πληροφορίες που ήθελε. Κάποιος τα είχε στείλει εδώ, για εκείνη. Κάποιος τα είχε πληρώσει και μάλιστα πολύ καλά για να επιστρέψουν έτσι αυθαίρετα από την εξορία τους. Όλοι ήξεραν ότι κανείς δεν καταπατούσε τους άγραφους νόμους. Ποιος την ήθελε νεκρή και γιατί; Δεν θα άφηνε κανένα να της χαλάσει τα σχέδια.

Μα ο Λαχάρ δεν μετακινήθηκε από την θέση του. Την έπιασε από το σαγόνι αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. Πώς τολμούσε!

«Μετά από αυτό δε θα ξαναβγείς» ξέσπασε και τα μάτια του την έπιασαν απροετοίμαστη για λίγο.

«Γιατί νοιάζεσαι τόσο;» αναρωτήθηκε. Μα δεν χρειαζόταν να πάρει την απάντηση που ήδη γνώριζε. Γέλασε τσιριχτά και απομάκρυνε το χέρι του από πάνω της. Πριν συνεχίσει το δρόμο της, τον συμβούλεψε:

«Προσοχή, πρίγκιπα. Μέτρα τις μέρες».

Η Κάλιντα έσφιξε στις γροθιές της τα στιλέτα και κινήθηκε ανάμεσα στους μαχόμενους. Δεν την ενδιέφεραν τα φερέφωνα, αλλά το κεφάλι του φιδιού. Μόλις πλησίασε αρκετά, ξερόβηξε κάνοντας αισθητή την παρουσία της. Ο αρχηγός των Όγκρε άφησε το χέρι του με τον μπαλτά να αιωρείται και ο πρίγκιπας Κάιν κρατώντας το σπαθί του με τα δυο του χέρια, προσπάθησε να ηρεμήσει την ανάσα του. Μόλις την είδε, στένεψε τα μάτια του καταλαβαίνοντας τη διαφορά.

«Αυτός είναι δικός μου» αποφάσισε η Κάλιντα, κάνοντας αέρα με το χέρι της, δίνοντας στον Κάιν την εντολή να μην εμπλακεί στα πόδια της. Ο πρίγκιπας την κοίταξε σχεδόν έκπληκτος και ο αρχηγός των Όγκρε ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο φοβίζοντας μερικά άγρια πουλιά που πέταξαν μακριά στον ορίζοντα.

«Να και η κοπελιά μας» φώναξε πιάνοντας τα σκουλαρίκια στο αυτί του. Στερέωσε τον μπαλτά στον ένα του ώμο και την κοίταξε ζυγιάζοντάς τη. «Κρίμα να χαθεί τέτοια γυναίκα. Αν δεν είχαμε εντολές να σε σκοτώσουμε, θα μπορούσαμε να σε μοιραστούμε όλοι μας. Θα περνούσαμε καλά».

Εκείνη αρκέστηκε στο να χαμογελάσει.

»Αισθάνομαι τόσο κολακευμένη» είπε, φτύνοντας την πρόταση «Ποιος σε έστειλε;».

Ο αρχηγός δεν της απάντησε, παρά μόνο έριξε το κεφάλι του πίσω για να χασκογελάσει πιάνοντας τη χοντρή κοιλιά του.

«Όποιος και να ήταν, σε έχει πληρώσει πολύ καλά» συνέχισε η Κάλιντα «Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να σε βασανίσω. Και δεν έχω όρεξη για παιγνίδια».

Το αρχηγός σταμάτησε να γελά και χτύπησε τον μπαλτά του στο έδαφος, σηκώνοντας αρκετή σκόνη και κουνώντας τη γη. «Θα ευχαριστηθώ κάθε στιγμή με εσένα παλιοθήλυκο» απείλησε.

Ο Κάιν είχε πλέον απομακρυνθεί και εκείνη είχε το ελεύθερο των κινήσεων. Άρχισε να περπατά σε κύκλους γύρω από τον αρχηγό, σημειώνοντας αδύναμα και τυφλά σημεία του. Θα ήταν πρόκληση για αυτή, τούτος. Το μεγαλόσωμο Όγκρε δεν άντεξε άλλο και όρμησε στην Κάλιντα, μα εκείνη διαλύθηκε σε μια ομίχλη που άρχισε να περικυκλώνει τον αρχηγό. Το πλάσμα είχε αρχίσει να χτυπά τον αέρα άσκοπα. Εκείνη δε σπατάλησε άλλο χρόνο. Βρέθηκε πίσω του και έσκισε το ευαίσθητο σημείο του ποδιού, ανάμεσα στη φτέρνα και τη γάμπα. Το Όγκρε γρύλισε και έπεσε στο ένα γόνατο, κρατώντας το πόδι του και το αίμα που ξέφευγε από την πληγή. Πριν κάνει άλλη κίνηση, η Κάλιντα είχε βρεθεί μπροστά του και ετοιμάστηκε να του κόψει το χέρι, όταν ο αρχηγός έβγαλε αστραπιαία ένα λεπτό σα βελόνα στιλέτο και το κάρφωσε στο κορμί της. Παραπάτησε και συγκράτησε μια λεπτή κραυγή. Όσο βρισκόταν σε αυτή τη μορφή, δε μπορούσε κανείς να την πειράξει. Κοίταξε τη βελόνα και πάγωσε στη θέση της. Η κεφαλή της βελόνας ήταν στολισμένη με μια γαλάζια χάντρα που μέσα της κυλούσε ένα λευκό υγρό. Δε μπορεί.

«Που το βρήκες αυτό;» τον ρώτησε απειλητικά, βγάζοντας τη βελόνα από τον ώμο της.

Το Όγκρε σηκώθηκε όπως-όπως χαμογελώντας σαρδόνια, μα δεν της απάντησε. Αντίθετα δοκίμασε να της κόψει το κεφάλι θερίζοντας με τον μπαλτά τον αέρα της. Η Κάλιντα όρμησε προς εκείνον και λίγο πριν τον πετάξει στο έδαφος, είδε να γυαλίζουν και άλλες βελόνες στο χέρι του. Το σίχαμα! Τι δουλειά είχε με αυτές; Ανήκαν στην δικιά της φυλή! Έσφιξε τα δόντια της και προσπάθησε να αγνοήσει το τσίμπημα στον ώμο της. Μα δεν κρατήθηκε άλλο. Κλείστηκε σε ένα σύννεφο γαλάζιου καπνού, για άλλη μια φορά και όρμησε στον αρχηγό. Εκείνος της πέταξε μερικές βελόνες, μα η Κάλιντα της απέφυγε με επιτυχία. Αν την άγγιζαν θα την καθυστερούσαν και άλλο. Ήταν οι μόνες που μπορούσαν να την πληγώσουν.

Προστατευμένη μέσα στην ομίχλη, τραυμάτιζε τον αρχηγό σε λεπτά σημεία και έσκιζε το δέρμα του διαρκώς, κάνοντας λεπτές τομές. Είχε χαράξει όλο του το κορμί και εκείνος πάλευε να πάρει ανάσα. Η Κάλιντα του πλήγωσε και το άλλο πόδι, αναγκάζοντάς τον να γονατίσει μια και καλή. Πήρε τη μορφή της πάλι και στάθηκε πίσω του. Τον κλότσησε στην πλάτη και τον ανάγκασε να λυγίσει, πέφτοντας μπροστά. Με δυο απλές κινήσεις, κάρφωσε με τα δυο της στιλέτα τα χέρια του στο έδαφος και το Όγκρε βρυχήθηκε. Προσπάθησε να κάνει πέρα τα βρώμικα μαλλιά του, κουνώντας το κεφάλι του βίαια, μα δεν τα κατάφερε. Η Κάλιντα γονάτισε στο πλάι του και έβαλε μια τούφα πίσω από το αυτί του. Του χάρισε ένα χαμόγελο που δε διήρκεσε πολύ πριν μπήξει στο ένα του μάτι τη βελόνα με την οποία την τραυμάτισε. Ο αρχηγός ούρλιαξε και ανάμεσα στα αγκομαχητά του την έβριζε.

«Ποιος σου τα έδωσε αυτά; Ποιος σας έστειλε εδώ;» τον ρώτησε γλυκά «Ξέρεις ότι μπορώ να κάνω τα πράγματα πολύ χειρότερα γι' αυτό μίλα».

Το τέρας, γέλασε πικρά και έφτυσε το έδαφος μπροστά της. Εκείνη, αναστέναξε και πάτησε το ένα του χέρι, ακριβώς πάνω στην πληγή, ενώ σήκωσε το κεφάλι του όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ήταν σίγουρη ότι τον πονούσε και η στάση αυτή τον δυσκόλευε να ανασάνει καλά. Το Όγκρε έσφιξε τα χείλη του. Η Κάλιντα έπιασε μια βελόνα από το έδαφος αφήνοντάς του το κεφάλι ελεύθερο για λίγο και την εξέτασε. Αμέσως μετά, έκατσε στο έδαφος, δίπλα από το δεξί χέρι του και έπιασε τα βρώμικα δάχτυλά του ανασηκώνοντας τον αντίχειρα. Χωρίς προειδοποίηση, επιδόθηκε στο να σκίζει το δέρμα του αντίχειρα και να το αφαιρεί λίγο-λίγο. Ο αρχηγός ούρλιαξε από τον πόνο. Πλέον κάθε άλλος θόρυβος είχε σταματήσει και το μόνο ζωντανό πεδίο μάχης ήταν το δικό της. Οι επιζώντες της πρεσβείας τους είχαν μαζευτεί λίγο πιο πέρα κοιτάζοντάς τους.

«Οι δικοί σου είναι όλοι νεκροί και εσύ συνεχίζεις να μη μιλάς. Σχεδόν σε θαυμάζω» του είπε, καρφώνοντας μια άλλη βελόνα, ελάχιστα δάχτυλα πριν τον λάρυγγά του. Λίγο αίμα έσταξε από τα χείλη του και το κεφάλι του άρχισε να τρέμει.

«Δεν είσαι η μόνη που περιφέρεται στον κόσμο των ζωντανών, καταραμένη σκύλα» γρύλισε.

«Δώσε μου ένα όνομα!» τα μάτια της άστραψαν.

«Τράβα στο Διάολο».

Σταμάτησε να επιδίδεται στην αφαίρεση του δέρματος των δαχτύλων του και έπιασε το κεφάλι της. Είχε κουραστεί ήδη αρκετά. Έβγαλε το στιλέτο από το χέρι του και πριν εκείνος το σηκώσει για να την πιάσει από το λαιμό, έσκισε το δικό του στα δύο. Το κεφάλι του έπεσε με ένα απαλό γδούπο στο έδαφος και τα νεκρά μάτια του, κοιτούσαν την άβυσσο των δικών της.

Δεν ήταν μόνη στην κόσμο αυτό. Κάποιος είχε ακολουθήσει. Κάποιος της είχε στήσει ενέδρα. Και ήταν κάποιος που γνώριζε ότι θα μετακινούνταν εκτός του Βασιλείου. Ανάμεσά τους είχαν ένα προδότη και μια αθάνατη ψυχή.







Ella Sarlot