ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 10)

Δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από εκείνο το βιβλίο μέχρι που η φωνή μιας κοπέλας μας έκανε όλους να σταματήσουμε ό, τι κάνουμε και να πάμε κοντά της να δούμε τι έγινε. Η κοπέλα βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και στο μέτωπό της κάποιος είχε χαράξει με κάτι πολύ μυτερό μια πεντάλφα. Τα αίματα από εκείνο το σημείο δεν σταμάτησαν να πέφτουν στο υπόλοιπο σώμα της κοπέλας και σιγά-σιγά να κάνουν τα λευκά σεντόνια κόκκινα.
"Ήρθε αυτός", φώναξε και έκλαιγε με σπασμούς η κοπέλα, όταν φτάσαμε δίπλα της.
Η Έλεν Άρνχαουζ την πλησίασε, την πήρε μια αγκαλιά για να την ηρεμήσει και είπε σε εμάς: "Φωνάξτε έναν καθηγητή γρήγορα".
"Οχι", μου ξέφυγε εμένα. Όλοι με κοιτούσαν απορημένοι και μάλλον σκέφτονταν πώς γίνεται να είναι κάποιος τόσο ανεύθυνος όσο εγώ. Είχα αργήσει να κοκκινίζω από την ντροπή μου και τώρα δεν μπορούσα να πάρω αυτό που είχα πει πίσω.
"Καλά λέει η Λίλεν. Όχι κάποιον καθηγητή. Πρέπει να φωνάξουμε τον διευθυντή και να πάμε την κοπέλα στο ιατρείο", ακούστηκε ακριβώς από πίσω μου μια γαλήνια και τρυφερή φωνή. Μόλις γύρισα να δω ποιος μίλησε, είδα αυτόν. Ήταν ο Αλέξιους που με υπερασπιζόταν. "Σωστά δεν λέω, Λίλεν; Αυτό δεν ήθελες να πεις;".
"Εε..." τα έχασα λίγο όταν μου απηύθυνε τον λόγο. "Ναι, αυτό ήθελα να πω".
Οι κοπέλες κοιτούσαν τον Αλέξιους σαν να είχαν ξεχάσει τι συνέβη στην κοπέλα. Βέβαια, δικαιολογημένα κάποιος να χαθεί κοιτώντας τα καταγάλανα μάτια του. "Λοιπόν παιδιά, θα πάω να φωνάξω τον διευθυντή. Φροντίστε να καθαρίσετε λίγο τα αίματα και όταν έρθει θα πάμε την κοπέλα στα επείγοντα. Εντάξει;", είπε ο Αλέξιους μετά από λίγο.
"Εντάξει", απαντήσαμε όλοι μαζί σαν χορωδία.
"Λίλεν, θα έρθεις μαζί μου;", με πλησίασε και μου είπε ο Αλέξιους.

"Ν-α-ι", τραύλισα. Μάλλον τώρα από μέσα του θα με κορόιδευε.

"Πάμε στο γραφείο του κυρίου Μίμελον", είπε και με τράβηξε από το χέρι, γιατί μάλλον είχε καταλάβει ότι τα είχα χάσει από τότε που μου μίλησε.

Περπατούσαμε στους διαδρόμους για αρκετά λεπτά. Η σχολή ήταν τόσο μεγάλη που ήθελες λίγο χρόνο για να μεταφερθείς από ένα σημείο στο άλλο. Κάποια στιγμή όμως, ο Αλέξιους σταμάτησε να περπατάει και μου είπε: "Λίλεν, θέλω να σου πω".

Ήταν λίγο τρομακτικό που ήξερε το όνομά μου χωρίς καν να του έχω συστηθεί. Αλλά οι περισσότεροι εδώ μέσα με ήξεραν πριν καν καλά καλά μάθω εγώ τον εαυτό μου. "Πες μου", του είπα κάπως ντροπαλά και το πρόσωπό μου κοκκίνισε.

"Να... Δεν... Ξερω... Πώς να στο πω", είπε κάπως διστακτικά. "Όταν σε..." και πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση του, το ένα του χέρι έσφιξε απαλά την μέση μου και τα χείλη του ακούμπησαν τρυφερά τα δικά μου. Είχα μείνει άναυδη. Δεν περίμενα να γίνει αυτό. "Συγγνώμη", μου είπε ντροπιασμένος. Δεν κατάφερα να βγάλω ούτε λέξη όμως. Το φιλί του ήταν τόσο τρυφερό που δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο παρά αυτό. "Εδώ λίγο πιο κάτω είναι το γραφείο του κυρίου Μίμελον. Πάμε", είπε και αρχίσαμε παλι να περπατάμε.

Χτυπήσαμε απαλά την πόρτα και δεν ακούσαμε τίποτα από μέσα. "Κύριε Μίμελον. Κύριε Μίμελον", φώναξε ο Αλέξιους.

"Μισό", ακούστηκε μια φωνή μέσα από το γραφείο. Και αφού πέρασαν λίγα λεπτά, ο κύριος Μίμελον μισοκοιμισμένος βγήκε από το γραφείο του και είπε: "Τι θέλετε τέτοια ώρα; Αύριο έχετε μάθημα".

"Μια κοπέλα... χάραξε... πεντάλφα...", είπα χωρίς οι λέξεις να βγάζουν νόημα. Ήμουν σε ένα κόσμο δικό μου μετά το φιλί του Αλέξιους.

"Τι λες κοπέλα μου; Μιλά κανονικά", είπε αυστηρά ο διευθυντής.

"Καθώς καθόμασταν στο σαλόνι του οίκου μας, μια κοπέλα άρχισε να φωνάζει από το δωμάτιο και όταν πήγα με εκεί, την είδαμε ξαπλωμένη με μια πεντάλφα χαραγμένη στο μέτωπό της και μας είπε την φράση ‘Ήρθε Αυτός’", είπε ο Αλέξιους ήρεμα και με σωστή σύνταξη. Κάτι που δεν είχα καταφέρει να κάνω εγώ.

"Πάμε στον οίκο σας γρήγορα", είπε ο κύριος Μίμελον και άρχισε να περπατάει αρκετά γρήγορα.

Ο Αλέξιους και ο κύριος Μίμελον είχαν αρχίσει να περπατάνε, αλλά εγώ δεν το είχα καταλάβει και το χέρι του Αλέξιους με τράβηξε και μου είπε: "Τι έχεις πάθει;".

Κούνησα το κεφάλι μου σαν να του λέω “Καλά είμαι” και αρχίσαμε να περπατάμε πίσω από τον κύριο Μίμελον. Μετά από λίγο φτάσαμε στον οίκο μας και κατευθυνθήκαμε στο δωμάτιο. "Μα τα μάτια μου", είπε ο διευθυντής.

Η κοπέλα έκλαιγε με λυγμούς. "Δεν μπορούμε να την ηρεμήσουμε, κύριε", είπε η Νίνεμ. "Να την πάτε αμέσως στο ιατρείο", είπε ο διευθυντής "ΑΜΈΣΩΣ", φώναξε όταν δεν μας είδε να κάνουμε αυτό που είπε.


Γιάννης Θεοδωρόπουλος