Παρουσίαση: Σίλβερεϊκ

Το Σίλβερεϊκ είναι ένα ακόμη από τα βιβλία που ήθελα καιρό να διαβάσω καθώς πάντοτε έπεφτε το μάτι μου πάνω του σε φεστιβάλ. Χαίρομαι που έφτασε η ώρα να μοιραστώ τις σκέψεις μου πάνω στην ιστορία της Αναστασίας Σκούλη.
 
Συνήθως αποφεύγω να διαβάζω οπισθόφυλλα πέραν από 2-3 γραμμές αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση είχα μερικά hints για το τι πραγματεύεται το βιβλίο πριν φτάσει στα χέρια μου. Ο Άλεν, ένα 10χρονο αγόρι, εγκαταλείπεται στην πόλη της Σίλβερεϊκ και πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει. Το μέρος είναι όσο αφιλόξενο θα μπορούσε μπροστά στα μάτια ενός παιδιού αλλά από τις πρώτες κιόλας μέρες καταλαβαίνουμε πως η πόλη κρύβει ακόμα περισσότερο κακό. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για το τι συμβαίνει στον Άλεν, είναι καλύτερα να ανακαλύψετε τα πάντα μόνοι.

Ο Άλεν περνάει ένα συναισθηματικό και σωματικό roller coaster που σε βάζει σε διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κόσμο που ζει το παιδί αλλά και σχετικά με τον δικό μας κόσμο. Ποιον μπορείς να εμπιστευτείς, ποιος θα σε βοηθήσει χωρίς αντάλλαγμα, ποιος δεν θα προσπαθήσει να σε εκμεταλλευτεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο;

Τα σημεία όπου ο Άλεν μαθαίνει από πρώτο χέρι τι εστί να είσαι μόνος στον κόσμο, χωρίς βοήθεια από κανέναν, είναι αμέτρητα και τα περισσότερα τόσο κοντά στην πραγματικότητα που μοιάζουν ακόμη πιο τρομερά. Θα ήθελα κάποια σημεία να είναι πιο περιγραφικά αλλά υποθέτω πως η συγγραφέας δεν ήθελε να το παρουσιάσει όσο graphic περίμενα εγώ. Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στον αντίκτυπο που έχουν οι πράξεις μέσα στον Άλεν, τι στίγματα άφησαν και πόσο τον αλλάζουν σαν άνθρωπο. Όλες οι εμπειρίες του ξεδιπλώνονται ξανά στο βιβλίο όταν καλείται να τις αντιμετωπίσει, να τις παλέψει, ώστε να αποκτήσει κάτι νέο, κάτι καλό. Η πάλη που δίνει για να πετάξει από πάνω του το αίμα και να καταφέρει να χωρέσει στην ασφαλή γωνία που αποζητάει είναι απίστευτη.

Ένα από τα κυριότερα θέματα που με απασχόλησαν κατά την ανάγνωση ήταν η συμπεριφορά του Σέιν, του πατέρα του Άλεν. Από την αρχή βλέπουμε πως οι δυο τους θα βρεθούν ξανά. Κουβαλούσα αυτή τη σκηνή καθ’ όλη την ανάγνωση και περίμενα να δω τι ακριβώς σκόπευε αυτός ο άνδρας να κάνει έπειτα από τόσα χρόνια. Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου επιστρέφουν σε εκείνη τη σκηνή και την εξελίσσουν μέχρι να επιλυθεί αυτό το μεγάλο θέμα της εγκατάλειψης. Βλέπουμε τον πραγματικό Άλεν, τον έφηβο που πέρασε την παιδική του ηλικία υπό απάνθρωπες συνθήκες, και τον τρόπο που ειλικρινά φέρεται σε εκείνους τους δυο ανθρώπους που φταίνε για τα πάθη του. Δεν μπορείς παρά να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του Άλεν και να σκεφτείς εσύ τι θα έλεγες στην προκειμένη περίπτωση και πώς θα αντιδρούσες. Προσωπικά, θα είχαν την αντίθετη συμπεριφορά από τον Άλεν αλλά ο τρόπος που έχει εξελιχθεί σαν χαρακτήρας σου δίνει να καταλάβεις ότι είναι πάντοτε ειλικρινής, ότι δεν βγαίνει ψεύτικη λέξη από τα χείλη του και δεν μπορείς παρά να δεχτείς την απόφασή του.

Το στοιχείο του φανταστικού είναι αρκετά ελαφρύ για τα δικά μου γούστα αλλά έπειτα από τα πρώτα κεφάλαια μπήκα στο κλίμα της ιστορίας και έπαψα να το αποζητώ μιας και άλλα στοιχεία/θέματα μπήκαν στη θέση του. Εκείνο, όμως, το μοναδικό στοιχείο παραμένει μαζί μας μέχρι το τέλος και προσδίδει κάτι ιδιαίτερο στην εξέλιξη του βιβλίου. Θα προτιμούσα οι περιγραφές του συναισθηματικού κόσμου του Άλεν να είναι μικρότερες σε έκταση καθώς με τραβούσε λιγάκι έξω από τα δρώμενα. Καταλαβαίνω πως μέσα στο κεφάλι ενός δεκάχρονου αγοριού τα πράγματα είναι μπερδεμένα και οι σκέψεις επαναλαμβάνονται μόνο και μόνο από τον τρόμο που οι πράξεις του προκαλούν αλλά κάποιες φορές θα ήθελα να μην υπάρχουν, να κλείνει η σκηνή με ένα απλό μούδιασμα.

Ένα από τα πράγματα που αποκόμισα από το βιβλίο μοιάζει να βρίσκεται έξω από τις σελίδες, μέσα στις σκέψεις μου, και να με κάνει να θέλω να συζητήσω για τις ανθρώπινες συμπεριφορές, για την εγκατάλειψη, για τις υποχρεώσεις ενός γονέα, για τις απάνθρωπες πράξεις που συμβαίνουν στο όνομα της επιβίωσης, για το ποια είμαι εγώ και τι λένε οι πράξεις μου για μένα, για το αν υφίσταται η έννοια της εξιλέωσης και ένα σωρό άλλα θέματα. Αλλά το σημαντικότερο από όλα είναι για μένα το αίσθημα της ελπίδας που είχα μέσα μου καθώς έκλεινα το βιβλίο για τελευταία φορά. 
 
 
Χρύσα Αναστασίου