ΣΕΛΕΣΤ
Ξυπνάω από την έκρηξη νιώθοντας τα πάντα, να γυρίζουν γύρω μου, ενώ αυξανόμενο βουητό καλύπτει οποιονδήποτε άλλο ήχο. Είμαι πεσμένη μπρούμυτα πάνω σε έναν βράχο και ο ψυχρός αέρας μαστιγώνει το πρόσωπό μου με μανία, σαν να θέλει, να το ξεσκίσει. Τα βλέφαρά μου είναι βαριά και λερωμένα με σκόνη και χώμα δυσκολεύοντάς με, να τα ανοίξω. Κοιτάζω το άγνωστο αναδιαμορφωμένο τοπίο και μετά την θάλασσα, που φουσκώνει και ξεφουσκώνει από κάτω μου προσπαθώντας, να με αρπάξει. Ξεροκαταπίνω και βογκάω παλεύοντας, να ανακαθίσω. Πονάω τόσο πολύ και το πόδι μου μοιάζει, να χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Τι συνέβη τέλος πάντων; Γιατί κάποιος να χτυπήσει τον ναό;
«Σελέστ!» ακούω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ, να ψιθυρίζει το όνομά μου και ταράζομαι στη θέα του τσακισμένου κορμιού του.
Είναι πεσμένος κάμποσα βράχια μακριά μου και χαμηλότερα απ’ όσο βρίσκομαι εγώ και δε φαίνεται καθόλου καλά. Το πρόσωπό του είναι καταματωμένο και πρησμένο και έχει ένα βαθύ σκίσιμο στο μέτωπό του. Γκασπάρντ…
«Περίμενε, έρχομαι για σένα». Λέω και αρπάζομαι από τις πέτρες, για να στηρίξω το βάρος μου πάνω τους, ώστε να καταφέρω, να κατέβω στο επίπεδό του. Πονάω τόσο πολύ και τα βήματά μου με το ζόρι είναι σταθερά.
Ο βράχος στον οποίο ακουμπάω το πόδι μου υποχωρεί κάτω από το βάρος μου και με γκρεμίζει σχεδόν σε εκείνον του Γκασπάρντ. Η πλάτη μου γδέρνεται στις πέτρες ματώνοντας κατά μήκος την περιοχή από τον ένα ώμο μου στον άλλον και αφήνω μια ταραγμένη κραυγή, καθώς βλέπω την θάλασσα, να έρχεται απειλητικά προς το μέρος μου. Το χέρι του Γκασπάρντ τινάζεται απότομα και αρπάζει το μπράτσο μου. Μουγκρίζει από τον πόνο και το αίμα του λερώνει το πρόσωπό μου, όταν προσπαθεί, να με τραβήξει προς το μέρος του. Δεν θα τα καταφέρει. Θα πεθάνουμε και οι δύο έτσι.
«Άφησέ με». Του φωνάζω με δάκρυα στα μάτια. «Σώσε τον εαυτό σου».
«Όχι! Η ζωή σου είναι δική μου πλέον. Δεν έχεις το δικαίωμα, να αποφασίσεις γι’ αυτήν».
Τα χέρια μας από το αίμα γλιστρούν και τα δάχτυλά μου αρχίζουν, να μουδιάζουν και να γίνονται άτονα, παρόλα αυτά ο Γκασπάρντ δε λέει, να με αφήσει. Το σώμα του παρασέρνεται από το βάρος μου και με αγκαλιάζει σφιχτά, καθώς πέφτουμε. Η θάλασσα μας επιτίθεται με ορμή και τα κύματα μας χωρίζουν βίαια. Το ρεύμα με δυσκολεύει, να βγω στην επιφάνεια και το αλμυρό νερό διεισδύει απρόσκλητο στους πνεύμονές μου παίρνοντας τις αισθήσεις μου μακριά.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Ξυπνάω από την έκρηξη νιώθοντας τα πάντα, να γυρίζουν γύρω μου, ενώ αυξανόμενο βουητό καλύπτει οποιονδήποτε άλλο ήχο. Είμαι πεσμένη μπρούμυτα πάνω σε έναν βράχο και ο ψυχρός αέρας μαστιγώνει το πρόσωπό μου με μανία, σαν να θέλει, να το ξεσκίσει. Τα βλέφαρά μου είναι βαριά και λερωμένα με σκόνη και χώμα δυσκολεύοντάς με, να τα ανοίξω. Κοιτάζω το άγνωστο αναδιαμορφωμένο τοπίο και μετά την θάλασσα, που φουσκώνει και ξεφουσκώνει από κάτω μου προσπαθώντας, να με αρπάξει. Ξεροκαταπίνω και βογκάω παλεύοντας, να ανακαθίσω. Πονάω τόσο πολύ και το πόδι μου μοιάζει, να χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Τι συνέβη τέλος πάντων; Γιατί κάποιος να χτυπήσει τον ναό;
«Σελέστ!» ακούω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ, να ψιθυρίζει το όνομά μου και ταράζομαι στη θέα του τσακισμένου κορμιού του.
Είναι πεσμένος κάμποσα βράχια μακριά μου και χαμηλότερα απ’ όσο βρίσκομαι εγώ και δε φαίνεται καθόλου καλά. Το πρόσωπό του είναι καταματωμένο και πρησμένο και έχει ένα βαθύ σκίσιμο στο μέτωπό του. Γκασπάρντ…
«Περίμενε, έρχομαι για σένα». Λέω και αρπάζομαι από τις πέτρες, για να στηρίξω το βάρος μου πάνω τους, ώστε να καταφέρω, να κατέβω στο επίπεδό του. Πονάω τόσο πολύ και τα βήματά μου με το ζόρι είναι σταθερά.
Ο βράχος στον οποίο ακουμπάω το πόδι μου υποχωρεί κάτω από το βάρος μου και με γκρεμίζει σχεδόν σε εκείνον του Γκασπάρντ. Η πλάτη μου γδέρνεται στις πέτρες ματώνοντας κατά μήκος την περιοχή από τον ένα ώμο μου στον άλλον και αφήνω μια ταραγμένη κραυγή, καθώς βλέπω την θάλασσα, να έρχεται απειλητικά προς το μέρος μου. Το χέρι του Γκασπάρντ τινάζεται απότομα και αρπάζει το μπράτσο μου. Μουγκρίζει από τον πόνο και το αίμα του λερώνει το πρόσωπό μου, όταν προσπαθεί, να με τραβήξει προς το μέρος του. Δεν θα τα καταφέρει. Θα πεθάνουμε και οι δύο έτσι.
«Άφησέ με». Του φωνάζω με δάκρυα στα μάτια. «Σώσε τον εαυτό σου».
«Όχι! Η ζωή σου είναι δική μου πλέον. Δεν έχεις το δικαίωμα, να αποφασίσεις γι’ αυτήν».
Τα χέρια μας από το αίμα γλιστρούν και τα δάχτυλά μου αρχίζουν, να μουδιάζουν και να γίνονται άτονα, παρόλα αυτά ο Γκασπάρντ δε λέει, να με αφήσει. Το σώμα του παρασέρνεται από το βάρος μου και με αγκαλιάζει σφιχτά, καθώς πέφτουμε. Η θάλασσα μας επιτίθεται με ορμή και τα κύματα μας χωρίζουν βίαια. Το ρεύμα με δυσκολεύει, να βγω στην επιφάνεια και το αλμυρό νερό διεισδύει απρόσκλητο στους πνεύμονές μου παίρνοντας τις αισθήσεις μου μακριά.
Ηλιάνα Κλεφτάκη