Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 13)

Δεν ξέρω εάν είναι σωστό αυτό που πάμε να κάνουμε, όμως έχει σχέση με τον κεραυνό. Εάν είναι το έπαθλο σε αυτούς του αγώνες, κάτι μου λέει ότι δε θα τον πάρουμε εύκολα στα χέρια μας. Τρέχουμε προς την κατεύθυνση που έφυγε η κοπέλα με τα σανδάλια και σιγά σιγά βλέπουμε μπροστά μας έναν συνωστισμό από ανθρώπους.
Καθώς πλησιάζουμε, βλέπω πως όλοι μιλούν μεταξύ τους, όπως μιλούσαμε στο σχολείο όταν περιμέναμε να χτυπήσει το κουδούνι για μάθημα. Οι ηλικίες κυμαίνονται μεταξύ δεκαοκτώ και τριάντα. Οι περισσότεροι άντρες είναι γυμνασμένοι και όλες οι γυναίκες, παρότι εμφανώς λιγότερες, έχουν κορμοστασιά αγάλματος. Όλοι είναι γεροδεμένοι. Νιώθω σαν να μπήκα ξαφνικά στη γυμναστική ακαδημία. Όλοι φορούν άνετα, φυσικά σεμνά, ρούχα.
Κοιταζόμαστε με την Εχεκράτεια προβληματισμένοι και ψάχνουμε ένα σημάδι που θα μας δώσει απαντήσεις. Ένα χαρτί, μια συζήτηση, κάτι! Οι περισσότεροι είναι μαζεμένοι σε ομάδες και συζητούν μεταξύ τους συστήματα μάχης και τεχνικές ενέργειας. Για μισό λεπτό… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν ενεργειακά με την Εχεκράτεια. Αλλά εκείνη έχει πιο δυνατή ενέργεια. Πολύ πιο δυνατή. Άρα είναι όλοι φωτισμένα παιδιά. Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί εδώ πέρα; Τι συμβαίνει τέλος πάντων;
Οι ερωτήσεις μου, προς έκπληξή μου, δεν αργούν να απαντηθούν. Ξαφνικά οι ουρανοί ανοίγουν και έξι χρυσές δέσμες φωτός πέφτουν από τους ουρανούς. Ο ήχος είναι τρομερός και με κάνει να νιώσω ένα ρίγος βαθιά μέσα στα κόκαλά μου. Έξι άγγελοι, ντυμένοι στα χρυσά, εμφανίζονται περιμετρικά μας. Όλοι κοιτούν τους αγγέλους ήρεμα, εκτός από εμένα και την Εχεκράτεια δηλαδή, που μαζευόμαστε σε μια άκρη σαν να θέλουμε να ανοίξει η γη και να μας καταπιεί. Ο ουρανός σκοτεινιάζει και γεμίζει με άστρα και χρώματα από όλο το σύμπαν. Το στόμα μου χάσκει από αυτό που βλέπω! Είναι σαν το πλανητάριο, μόνο που αυτό είναι αληθινό. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω σε έναν άγγελο. Είναι ο ίδιος άγγελος που μίλησε στη Spero και την έκλεισε μέσα στη φυλακή της. Όλοι τους είναι γνωστοί. Είναι έξι από τους αγγέλους που καθόντουσαν στν μεγάλη τραπεζαρία στις αναμνήσεις της Spero! Αλλά λείπουν τέσσερεις, εκείνοι με τα ιερά όπλα. Η Spero με το τόξο της, ο άγγελος με τον κεραυνό, με την τρίαινα και την ασπίδα. Δεν είναι δέκα πλέον. Είναι μόνο έξι.

«Πριν πολλούς αιώνες, μια μεγάλη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό ξέσπασε» λέει με βροντερή φωνή ένας από αυτούς και ο ουρανός αλλάζει χρώματα και σχήματα και σχηματίζονται σκιές που μάχονται μεταξύ τους. Καλό εναντίον κακού. Άγγελος εναντίον αγγέλου.

«Οι τέσσερεις μεγάλοι άρχοντες των ουρανών έχασαν το φως τους εκείνη την μέρα» λέει ένας άλλος και ο ουρανός δείχνει τέσσερεις λαμπρές οντότητες με τέσσερα όπλα. Μέσα σε αυτές είναι και η Spero.

«Σώθηκαν όμως τα τρία από τα ιερά όπλα. Ο Κεραυνός του Δία, η Τρίαινα του Ποσειδώνα και η Ασπίδα της Αθηνάς!» συμπληρώνει ο επόμενος άγγελος και, καθώς ονομάζει ένα ένα τα όπλα, ο ουρανός παίρνει το σχήμα τους. Τι απέγινε το τόξο της Spero;

«Από τότε φυλάσσονται πίσω στους ναούς τους, από όπου και προήλθαν. Κανείς δεν τα άγγιξε ποτέ ξανά» είπε ο επόμενος άγγελος και ο ουρανός μαύρισε.

«Ο κόσμος μας όμως βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση και οι δαίμονες για μια ακόμα φορά έχουν πάρει τον έλεγχο στα χέρια τους» λέει ο άγγελος που φυλάκισε τη Spero πριν τόσους αιώνες.

«Για αυτό λοιπόν ήρθε η στιγμή να βρεθούν οι εκλεκτοί, αυτοί που θα είναι άξιοι να πάρουν τα όπλα και να καθοδηγήσουν το Τάγμα του Δία, του Ποσειδώνα και της Αθήνας» λέει ο τελευταίος άγγελος και ο ουρανός αστράφτει σαν μια μεγάλη έκρηξη που γίνεται στο διάστημα. Όλοι είναι ήρεμοι. Μόνο εγώ και η κοκκινομάλλα είμαστε άναυδοι από όλο αυτό!

«Για αυτό, παιδιά μου, προπονείστε τόσα χρόνια. Ήρθε η στιγμή να διεκδικήσετε μια θέση στους ουρανούς. Εσείς είστε οι εκλεκτοί. Η πρώτη δοκιμασία είναι απλή. Θα περάσετε από ένα τεστ ενέργειας. Ένας προς έναν. Όποιος περάσει θα συνεχίσει μαζί με τους υπόλοιπους στο επόμενο επίπεδο» λέει ο πρώτος άγγελος και οι ενέργειές τους ενώνονται, σχηματίζοντας έναν χρυσό κύκλο γύρω μας.

«Καλή επιτυχία!» φωνάζουν όλοι μαζί και εξαφανίζονται.

Μόλις τα φώτα τους φεύγουν, ο ουρανός γίνεται ξανά γαλανός. Ησυχία επικρατεί και ξαφνικά όλοι μαζί ζητωκραυγάζουν. Ένας εκκωφαντικός ήχος σταματάει τις φωνές και γυρνάμε όλοι προς τη μεριά από όπου έρχεται. Είναι ο άγγελος που μας βρήκε πριν από λίγο. Χτυπάει το αγγελικό του όπλο στο μάρμαρο για να μας τραβήξει την προσοχή.

«Από εδώ! Στον ναό του Απόλλωνα!» μας φωνάζει και κατευθείαν όλοι μαζί τον ακολουθούμε.

Κοιτάζω για μια στιγμή την Εχεκράτεια και παρατηρώ τα χείλη της. Έχουν ματώσει… Μάλλον τα δάγκωνε. Κάτι ψιθυρίζει ενώ κοιτάζει ευθεία μπροστά της. Κάτι έχει στο μυαλό της πάλι. Εάν θέλουμε την αστραπή, πρέπει να την κερδίσουμε, όχι να την κλέψουμε. Γιατί τώρα; Δε γίνεται να είναι τυχαίο. Μετά από τόσους αιώνες, τώρα πρέπει να βρεθούν οι διάδοχοι; Ένα κομμάτι του παζλ ενώνεται μέσα στο μυαλό μου. Η εικόνα της Spero μέσα στο μπουντρούμι έρχεται πάλι μπροστά μου.

«Γιατί έστειλαν εσένα; Πού είναι ο αρχηγός σας;» ακούω άλλη μία φορά τη Spero να φωνάζει.

«Είναι νεκρός».

Το μυαλό μου γυρίζει πίσω στο πρώτο μου όραμα, όταν με είδα για πρώτη φορά ως άγγελο. Μόνο που τότε δεν το ήξερα. Εννιά δέσμες φωτός έπεσαν τότε από τον ουρανό. Όλοι οι άγγελοι της μεγάλης τράπεζας ήταν εκεί, εκτός από τη Spero. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Η μάχη που λένε είναι η δική μας μάχη; Εγώ τους σκότωσα; Γιατί; Τι έγινε πραγματικά; Η κοκκινομάλλα με σπρώχνει με τον ώμο τη, καθώς νιώθει ότι σκέφτομαι διάφορα. Έχει δίκιο, πρέπει να συγκεντρωθώ στο τώρα,,

Μπαίνουμε μέσα στον ναό και παρατηρώ ένα άγαλμα που δεν είδα πριν, όταν πρωτομπήκαμε σε αυτόν τον κόσμο. Είναι ένα χρυσό άγαλμα του Απόλλωνα. Ο γλύπτης τον απεικόνισε γεμάτο χάρη και ομορφιά. Το τόξο του σημαδεύει προς τον ουρανό! Το τόξο… Είναι ίδιο με αυτό της Spero... Ήταν το τέταρτο ιερό όπλο... Τι απέγινε; Όλοι γύρω μας πηγαίνουν περιμετρικά του αγάλματος και περιμένουν να μαζευτούμε όλοι για να ξεκινήσουμε. Ο Άγγελος που μας οδήγησε εδώ αλλάζει μορφή και γίνεται θνητός. Τα φτερά του χάνονται και η πανοπλία του γίνεται μανδύας, λευκός και πανέμορφος. Πηγαίνει μπροστά από το άγαλμα και ανάβει λιβάνι. Όλοι τον παρακολουθούν με ευλάβεια και σκύβουν τιμητικά το κεφάλι.

«Ένας ένας με τη σειρά θα έρχεστε και θα μου δίνετε το φωτισμένο σας όνομα. Τότε θα εξετάζω τη δύναμη της ενέργειάς σας. Μόνο οι πιο δυνατοί θα περάσουν!» φωνάζει με πάθος και παίρνει μια περγαμηνή στα χέρια του.

Τον ακούω από μακριά που ζητάει το όνομα μιας κοπέλας. Κανείς δε λέει το ονοματεπώνυμό του. Λένε ονόματα που δεν έχω ξανά ακούσει.

«Αρετή».

«Βορέας».

«Γαλάτεια».

«Ευρυσθεύς».

«Ιεροκλής».

Το ένα όνομα είναι πιο όμορφο από το προηγούμενο. Όλα έχουν μεγάλη ιστορία και νόημα πίσω τους. Εγώ δεν μπορώ να πάω και να τους πω χαίρω πολύ, Μαξ... Δεν έχει καμία σχέση με όλους τους υπόλοιπους! Άσε που δεν ξέρω τι θα δει μέσα μου. Μπορεί να με καρφώσει ο ίδιος μου ο εαυτός. Η Εχεκράτεια μου πιάνει το χέρι και με σφίγγει.

«Ηρέμησε. Όλα θα πάνε καλά. Λυσίμαχος. Αυτό θα είναι το όνομά σου» μου λέει και νιώθω μια ηρεμία να με κατακλύζει. Της κουνάω το κεφάλι μου και η σειρά μου έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Γιατί Λυσίμαχος;

Η Εχεκράτεια αφήνει τα χέρια μας και προχωράμε αργά στη σειρά για να περάσουμε στην επόμενη δοκιμασία. Ή στην καταδίκη μας. Ποιος ξέρει; Είμαι έτοιμος για όλα. Δε θα κάνω πίσω και θα βρω αυτό που ψάχνω. Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνομαι. Πίστη και θέληση. Μόνο αυτά τα δύο. Καθώς πλησιάζω νιώθω δύναμη, τη δική μου δύναμη, να με κατακλύζει και δε φοβάμαι πια. Ή τώρα ή ποτέ. Παρ’ το απόφαση, Μαξ. Η σειρά μου φτάνει και ο άγγελος μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Όταν φτάνω δίπλα του, με κοιτάζει και μου χαμογελάει όπως το πρωί

«Είδες τελικά που ξανά ήρθες εδώ; Πώς λέγεσαι, λοιπόν;» μου λέει ενώ γυρνάει το βλέμμα του προς το χαρτί μπροστά του.

«Λυσίμαχος, κύριε» του λέω ήρεμος και εκείνος γελάει, καθώς γράφει το όνομά μου.

«Αυτός που παύει οριστικά τη μάχη. Πολύ καλά. Έλα πιο κοντά». Πότε πρόλαβε η Εχεκράτεια να το σκεφτεί αυτό; Είναι απίστευτη.

Πάω κοντά στον άντρα και γονατίζω. Αυτός βάζει το χέρι του πάνω στο μέτωπό μου και τα μάτια του γίνονται χρυσά. Το φρύδια του σμίγουν περίεργα, καθώς επεξεργάζεται πλήρως την ενέργειά μου. Τα μάτια του επανέρχονται και με κοιτάζει εξεταστικά.

«Δεν είμαι σίγουρος, μικρέ. Αλλά εσύ δε θα πέσεις εύκολα στη μάχη. Ίσως να τη σταματήσεις κιόλας τελικά. Πήγαινε στη δεξιά ομάδα. Έχεις κάτι το διαφορετικό μέσα σου. Σχεδόν αγγελικό… Αλλά όχι τόσο ισχυρό» μου λέει και χαμηλώνω το κεφάλι με σεβασμό, ενώ αποχωρώ με αρά βήματα, καθώς θέλω να ακούσω τι θα πει για την κοκκινομάλλα πίσω μου.

«Όνομα;»

«Εχεκράτεια» λέει εκείνη ήρεμη. Μα καλά, γιατί είπε το αληθινό της όνομα; Ή μήπως δεν ήταν εξ αρχής αυτό το αληθινό της όνομα; Ο Άγγελος πιάνει το μέτωπο της κοκκινομάλλας και σε δύο δευτερόλεπτα το αφήνει.

«Δεν ξέρω γιατί συνεχίζουν αυτές τις εξετάσεις. Είναι τόσο δεδομένοι οι νικητές. Δε θα έχεις πρόβλημα εσύ να προσαρμοστείς. Η προστάτης σου σου έδωσε πολλά χαρίσματα» της μουρμουρίζει ενώ δείχνει τη μεριά που είπε και σε εμένα να πάω. Η Εχεκράτεια σκύβει το κεφάλι της και έρχεται σχεδόν τρέχοντας δίπλα μου.

Πάμε σε μια ομάδα με άλλα δύο παιδιά και περιμένουμε, μέχρι να τελειώσει με όλους. Είναι πολλά τα άτομα και η ώρα περνάει βασανιστικά αργά. Καθώς αναμένουμε, όλοι αρχίζουν να αγχώνονται. Η ομάδα απέναντί μας μεγαλώνει ενώ η δική μας απαρτίζεται μόλις από πέντε άτομα. Οι παρευρισκόμενοι τελειώνουν και είμαστε πια επτά. Ο τελευταίος υποψήφιος πάει στην αριστερή ομάδα και ο άντρας τεντώνεται για να ξεπιαστεί. Παίρνει πάλι τη μορφή αγγέλου και μεγαλώνει καθώς περπατάει μπροστά μας. Ανοίγει την περγαμηνή με τα ονόματα και, καθώς απομακρύνεται, σηκώνει το χέρι του.

«Εχεκράτεια! Άδμητος! Ηρακλής! Αμφιτρύων! Λυσίμαχος! Καλλικράτης και Αναξίμανδρος! Πάτε στον ναό του Άδη! Οι υπόλοιποι μαζί μου!» φωνάζει και αυτόματα οι υπόλοιποι πέντε πάνε προς μια κατεύθυνση. Εγώ και η κοκκινομάλλα τους ακολουθούμε.

Προχωράμε και αποχωριζόμαστε την άλλη ομάδα που πάει λογικά προς άλλον ναό. Δεν αργούμε πολύ. Σύντομα φτάνουμε σε έναν πανέμορφο ναό, χτισμένος περίπου με την ίδια αρχιτεκτονική. Μπαίνουμε μέσα αλλά κανείς δε βρίσκεται εκεί. Πάμε στο κέντρο του ναού και κοιτάζουμε γύρω μας με απορία. Μάλλον δεν έχουν έρθει ακόμα για να μας πούνε τι θα κάνουμε. Μια φωνή ακούγεται μέσα στην αίθουσα.

«Είστε οι μόνοι που απέμειναν από την πρώτη δοκιμασία. Η δεύτερη δοκιμασία ξεκινάει τώρα» ακούμε τη φωνή και κοιταζόμαστε μεταξύ μας έκπληκτοι.

Ξαφνικά παρατηρώ ότι η Εχεκράτεια είναι η μόνη κοπέλα. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε άντρες. Οι συμπαίκτες, ή μάλλον αντίπαλοί μας, φαίνονται πολύ έμπειροι σε ό,τι κάνουν. Αλλά αυτή τη στιγμή η απορία ζωγραφίζεται εξίσου στα βλέμματα όλων... Και μετά... Μετά φόβος... Η γη κάτω από τα πόδια μας τραντάζεται ολόκληρη και οι κίονες γύρω μας γκρεμίζονται. Κοιτάζω την έξοδο ,αλλά κανείς δεν κουνιέται από τη θέση του.

«Εγώ πάω να φύγω από εδώ» λέει ένας και πάει τρέχοντας προς την πύλη της εξόδου. Αλλά πολύ αργά. Το μάρμαρο στα πόδια μας σπάει και μια τεράστια τρύπα μας ρουφάει μέσα της. Πέφτουμε στο κενό και όλα γύρω μας γκρεμίζονται και πέφτουν απειλητικά μαζί μας.

«Εχεκράτεια!» φωνάζω και προσπαθώ να πιάσω το χέρι της ενώ πέφτουμε.

Ένας βαρύς πόνος στο κεφάλι και μόνο φωνές…

Τίποτα άλλο...

Σκοτάδι…




Παρασκευή Γκύζη