Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 22 - Σε θυμάμαι)

Ανεβαίναμε γρήγορα τα σκαλιά, πολλές φορές και δύο-δύο με τον Χάρου να πετά μπροστά μας. Είχαμε βρει με τον Κάιν τον πύργο που μας είπε η Νάιδα και ριχτήκαμε στα σκαλοπάτια, περνώντας την λεπτή πόρτα και αφήνοντάς την ανοιχτή πίσω μας. Ήταν πολλά, μα δεν ένιωθα την κούραση. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε στο στήθος μου, μα όχι από το τρέξιμο. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω ούτε εγώ η ίδια αυτό το συναίσθημα. Ήθελα να δω τον Λαχάρ. Να σιγουρευτώ πως δεν τον κατέστρεφαν οι Ασράι και άλλο. Ήθελα να τον βοηθήσω να γυρίσει σε εμάς. Δεν θα έφευγα χωρίς εκείνον. Θα ξεπλήρωνα το χρέος μου απέναντί του και αυτό ήταν. Μου έσωσε τη ζωή, τότε και τώρα θα του το ανταπέδιδα με κάποιο τρόπο.


Πάτησα γερά το τελευταίο σκαλοπάτι και περίμενα τον Κάιν να έρθει δίπλα μου. Δεν πρόλαβα να πάρω ανάσα, όταν ανέβηκε ξεκούραστος και στηρίχτηκε στον τοίχο πίσω μας, ατάραχος. Αυτό δεν ήταν τίποτε για εκείνον. Ο Χάρου ήρθε και στάθηκε στον ώμου μου. Έκρωξε και χτύπησε απαλά το κεφάλι μου με το ράμφος του.

«Έι!» του είπα. Μα εκείνος το συνέχισε. Ξεφύσησα και χάιδεψα την κοιλιά του. Εκείνος κούνησε το κεφαλάκι του και φούσκωσε το σώμα του για να χτυπήσει τα φτερά του αμέσως μετά, τινάζοντας τα μαλλιά μου μέσα στο πρόσωπό μου. Έπειτα πέταξε μπροστά από την πόρτα και στηρίχτηκε στο γυάλινο πόμολο. Να και άλλος ένας που θέλει να δει τον Λαχάρ.

Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και του έκανα νόημα προς την πόρτα μπροστά μας. Ήταν διαφορετική από όλες τις άλλες. Αυτή ήταν ξύλινη με γυάλινες λεπτομέρειες που οδηγούσαν στο καθαρό γυαλί του πόμολου. Πλησιάσαμε την θύρα και κοιταχτήκαμε για μια στιγμή. Ο Κάιν άπλωσε το χέρι του και έστριψε το πόμολο. Η πόρτα άνοιξε προς τα έξω τρίζοντας και αντικρίσαμε το απόλυτο σκοτάδι. Μα δεν ήταν απλό σκοτάδι. Φαινόταν σα νυχτερινό πέπλο, στολισμένο από υγρή πίσσα. Ξεροκατάπια και έπιασα το ένα χέρι του Κάιν.

«Αν γίνει τίποτε, άσε με αμέσως» τον προειδοποίησα.

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και κάναμε δυο βήματα μπροστά. Άπλωσα το ελεύθερο χέρι μου προς τη μαυρίλα και το ένιωσα να σχίζει τον αέρα. Προχώρησα και άλλο, ώσπου το μισό μου κορμί είχε περάσει μέσα, όταν κάτι με τράβηξε απότομα μπροστά και το χέρι μου γλίστρησε από του Κάιν. Έκλεισα φευγαλέα το μάτι μου και πετάχτηκα μπροστά. Η πόρτα έκλεισε με ένα δυνατό θόρυβο και έμεινα να κοιτάζω ένα μικρό και στενό δωματιάκι. Παντού υπήρχαν πεταμένα βιβλία, άλλα γυρισμένα ανάποδα, άλλα σκισμένα με τις σελίδες τους απλωμένες σε όλο το πάτωμα. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν ράφια γεμάτα με μικρά και μεγάλα φιαλίδια, γεμάτα πολύχρωμα υγρά ή μάζες παράξενου υλικού. Δεν υπήρχε πουθενά κανένα παράθυρο και μόνο μια δάδα με γαλάζιο χρώμα έριχνε άπλετο φως εδώ μέσα. Γύρισα να κοιτάξω την πόρτα πίσω μου, μα είχε εξαφανιστεί. Ακούμπησα ταραγμένη τον πέτρινο τοίχο, μα το μόνο που κατάφερα ήταν να ξύσω το χώμα από πάνω τους.

«Η πόρτα ανοίγει με δικιά μου βούληση» ακούστηκε μια βραχνή φωνή.

Στράφηκα προς αυτήν και διέκρινα έναν... Άνθρωπο. Αυτός ήταν ο θεραπευτής των Ασράι; Ένας άνθρωπος; Τα χέρια του μου τράβηξαν την προσοχή. Ήταν γαλάζια. Ο άντρας μπροστά μου, δε θα ήταν πάνω από τριάντα. Έσκυψε το μελαχρινό του κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του φέρνοντάς τα μπροστά. Η στενή πουκαμίσα του τσιτώθηκε και άλλο γύρω του. Από πότε είχε να φορέσει ρούχα στο μέγεθός του; Πόσα χρόνια τον είχαν κλεισμένο εδώ μέσα και του έκλεβαν σιγά-σιγά την ζεστασιά του;

«Ένα τίμημα που έπρεπε να πληρώσω» είπε γελώντας, καταλαβαίνοντας την έκπληξή μου «Με ενημέρωσαν πως θα ερχόσουν» συνέχισε και με κοίταξε με τα σχιστά μαύρα μάτια του.

«Άφησα κάποιον πίσω» είπα, δείχνοντας την πόρτα.

«Όλοι μας» αποκρίθηκε ξερά, μα η χροιά του κουβαλούσε αναμνήσεις μαζί της. Ύστερα χαμογέλασε και έτεινε το χέρι του σε μια πόρτα στο τέλος του τοίχου «Από εδώ είναι».

Κοιτούσα μία εκείνον και μια την πόρτα. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του και σοβάρεψε μονομιάς και τόσο απότομα που αναρίγησα.

«Θα προχωρήσω πρώτος τότε» είπε και μου γύρισε την πλάτη. Προχωρούσε αργά και τον έφτασα αμέσως. Βοηθούσε και ο μικρός χώρος. Ακούμπησε το πόμολο και χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, μονολόγησε:

«Ένα άνθος της χρυσαφένιας γης, παλεύει να μείνει ζωντανό».

Στένεψα το βλέμμα μου και τον ακολούθησα χωρίς να πω τίποτα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε σε ένα θεοσκότεινο δωμάτιο, όπου το μόνο φως προερχόταν από μια γαλάζια σφαίρα στο κέντρο του. Μέσα σε αυτή τη σφαίρα ήταν και ο Λαχάρ, γονατιστός. Τα μαλλιά του λυτά και ανακατεμένα, έπεφταν στην πλάτη του και γύρω από τους ώμους του. Κουνιόταν μπρος πίσω και κρατούσε τα χέρια του στο στήθος του, σα να φοβόταν πως κάποιος θα του τα κλέψει. Κάτι μουρμούριζε, μα δε μπορούσα να ακούσω καλά. Πλησίασα και άλλο, μα ο παράξενος άντρας με σταμάτησε.

«Δεν μπορείς να τον πλησιάσεις πολύ. Θα σπάσεις τη σφαίρα» ψιθύρισε.

Κοίταξα το μπράτσο μου, στο σημείο που με ακουμπούσε, το παγωμένο του χέρι. Η Ασράι τον είχαν ακουμπήσει, κλέβοντας τη ζεστασιά των χεριών του. Ανατρίχιασα και εκείνος με άφησε αμέσως. «Τι είναι αυτό;» ρώτησα στον ίδιο τόνο και κοίταξα πάλι τη σφαίρα.

Έμοιαζε σα να είχαν μπλεχτεί πολλές κλωστές μαζί και δημιουργούσαν μια σφαιρική φυλακή από αέρα. Γυρνούσε γύρω από τον Λαχάρ κλείνοντάς το μέσα της, απομονώνοντάς τον.

«Είναι η σφαίρα της Ντάλις. Της λατρείας των Ασράι και θεά του νερού. Οι Ασράι από νερό γεννιούνται και στο νερό καταλήγουν. Θεωρούν το δώρο αυτό της αναγέννησης πολύτιμο και πιστεύουν πως μπορεί να τα γιατρέψει όλα. Ή σχεδόν όλα. Δεν έχει γιατρευτεί κανείς που ήρθε σε επαφή με τις ομίχλες. Ο φίλος σου είναι καταδικασμένος σε μια ζωή που νομίζει ότι έχει. Τα όνειρά του τον ταλανίζουν ως εφιάλτες. Την πρώτη μέρα φώναζε και ρωτούσε που είναι η μητέρα του. Την δεύτερη με ξύπνησαν τα ουρλιαχτά του. Δεν ξέρω τι έβλεπε, μα δεν ήταν σίγουρα καλό. Είχε πέσει κάτω και κρατούσε το πρόσωπό του, γδέρνοντάς το από την πίεση των δαχτύλων του. Την τρίτη μέρα άρχισε να γελά και να τραβάει τα μαλλιά του, ενώ χτυπούσε την πλάτη του στο έδαφος. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο βίαιο. Την τέταρτη μέρα ζητούσε μια γυναίκα. Ίσως την ερωμένη του; Δεν γνωρίζω».

Όσο αφηγούνταν εκείνος, είχα ξεχάσει πως ανασαίνουν και πήρα μια βιαστική ανάσα πριν την αφήσω να βγει σπαστή από τα πνευμόνια μου. Κατάπια με δυσκολία και ένιωσα δάκρυα να σχηματίζονται στην άκρη του ματιού μου.

«Τι όνομα ζητούσε;» ρώτησα κάνοντας ένα βήμα μπροστά.

«Κάλιντα» απάντησε ο άντρας και κάγχασα.

«Διέλυσε τη σφαίρα» τον διέταξα «Διέλυσέ τη, αλλιώς θα το κάνω εγώ. Οι θεραπείες των Ασράι δεν πιάνουν σε όλα. Εσύ το είπες. Σπάσε τη».

«Αν την σπάσω, θα βγω από εδώ και θα σφραγίσω το δωμάτιο. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει. Αν αποτύχει αυτό που σχεδίασες, η επόμενη λύση είναι ο θάν-».

«Θα το κάνω εγώ αν χρειαστεί» τον διέκοψα.

«Όπως επιθυμείς. Το μυαλό του δεν είναι αυτό που γνωρίζεις. Δεν είναι εκείνος πια» συμπλήρωσε και στηρίχτηκε στην πόρτα.

Γύρισα προς τον Λαχάρ και κοιτούσα το πως κατάντησε. Ο περήφανος πρίγκιπας της Ινάλ, είχε χάσει τα πάντα. Και αυτά τα πάντα τα ζούσε από την αρχή, για να τα χάσει ξανά και να βασανίζεται ώσπου αφήσει την τελευταία του πνοή. Το σώμα του ήταν αδυνατισμένο και τα μαλλιά του είχαν χάσει την όμορφη λάμψη τους. Ένα αεράκι φύσηξε στο δωμάτιο και η σφαίρα διαλύθηκε, ενώ την ίδια στιγμή, τέσσερις μπλε δάδες φώτισαν το παχύ σκοτάδι. Η πόρτα πίσω μου έκλεισε και στο δωμάτιο έμεινα μόνο εγώ με τον Λαχάρ.

«Κάλιντα, θα σε χρειαστώ» είπα στην ψυχή μέσα μου.

«Το ξέρω» μου απάντησε και την ένιωσα να χαμογελά. Ήταν σα να χαμογελούσα εγώ η ίδια. Και ποιος μου έλεγε ότι δεν το έκανα.

Προχώρησα και άλλο μπροστά. Ο Λαχάρ είχε σταματήσει να κουνιέται και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Το γαλάζιο φως έκανε τα μαλλιά του να μοιάζουν πιο ασημένια από ότι ήταν, μα χωρίς τη προηγούμενη ζωντάνια τους. Κοιτούσε τον τοίχο απέναντί του και μισάνοιξε το στόμα του.

«Λαχάρ;» τον φώναξα και πλησίασα επιφυλακτικά τον γονατιστό πρίγκιπα.

«Π-Ποιος..» απάντησε αδύναμα, χωρίς να ακολουθήσει τη φωνή μου.

Άπλωσα το χέρι μου να τον αγγίξω, μα το χέρι του έπιασε το καρπό μου στον αέρα, αιφνιδιάζοντάς με. Μα δε τραβήχτηκα. Αντιθέτως πλησίασα και άλλο, ώστε να καταφέρω να ακουμπήσω το πρόσωπό του. Έπιασα το πιγούνι του και έστρεψα το κεφάλι του προς την κατεύθυνσή μου. Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει, όταν αντίκρισα τα άδεια μάτια του. Το γαλανό τους χρώμα, είχε θολώσει και δεν είχε αυτή την πειραχτική λάμψη του. Για μια στιγμή το κράτημά του γύρω από τον καρπό μου χαλάρωσε, μα δεν τον αποχωρίστηκε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και έφερε το άλλο του χέρι, τρεμάμενο στο πρόσωπό μου. Με άγγιξε και ανατρίχιασα από το πόσο κρύο ήταν. Τον είχαν ακουμπήσει οι Ασράι; Μα δεν είχαν αλλάξει χρώμα τα χέρια του. Ίσως ευθυνόταν η άθλια κατάστασή του και το γεγονός ότι δεν έτρωγε.

Χάιδεψε το μάγουλό μου και χαμογέλασε «Εσύ..» είπε και αναστέναξα.

Με θυμόταν; Δεν πρόλαβα να του πω κάτι παραπάνω, όταν το βλέμμα του αγρίεψε και έχασε την προηγούμενη κενή ψύχρα του. Δεν κατάλαβα για πότε με χαστούκισε και πιάνοντάς με από τον λαιμό με κάρφωσε στο έδαφος, προσπαθώντας να με πνίξει. Το κεφάλι μου πόνεσε από τη σύγκρουση με το δάπεδο και ένας ενοχλητικός ήχος διαπέρασε τα αυτιά μου, ενώ το μάγουλό μου έκαιγε.

«Εσύ!» φώναξε ο Λαχάρ και πίεσε περισσότερο το λαιμό μου.

Τα χέρια μου τινάχτηκαν μπροστά και τα δάχτυλά μου προσπάθησαν να ανοίξουν το κράτημά του, για να καταφέρω να ανασάνω έστω και λίγο. Το είχα ξαναζήσει αυτό. Ο Λαχάρ από πάνω μου, είχε σφίξει τα δόντια του και μου μιλούσε σε μια άγνωστη γλώσσα. Η Κάλιντα δεν άντεξε άλλο αυτό το παιγνίδι και μου έδωσε μια μικρή ώθηση. Μαζεύοντας τα πόδια μου στην κοιλιά μου, τα τίναξα ψηλά, χτυπώντας τον Λαχάρ στο στομάχι και αναγκάζοντάς τον να πέσει πίσω. Σηκώθηκα αμέσως, όρθια και άρχισα να βήχω, ενώ έπαιρνα βιαστικές ανάσες. Δεν φάνηκε να τον ενοχλεί αυτή η επίθεση και ετοιμάστηκε να μου ορμήσει πάλι.

«Το φως» είπε η Κάλιντα και η φωνή της ταξίδεψε στο μυαλό μου «Οι δάδες, το γαλάζιο φως τους σε κάνει να μου μοιάζεις. Σβήστες και άσε με να σε καθοδηγήσω μέσα στο σκοτάδι. Όταν βρεις την κατάλληλη στιγμή, βγάλε την ηλιόπετρα. Μετά είναι στο χέρι σου όλα».

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου, και ο Λαχάρ ήρθε καταπάνω μου με φοβερή ταχύτητα. Στόχευε στο σημείο ανάμεσα από το λαιμό και τους πνεύμονές μου. Αν με χτυπούσε εκεί, θα πέθαινα ακαριαία. Ξέφυγα χάρη στην Κάλιντα που μου έδωσε λίγη από την ταχύτητά της και έριξα τον πρώτο δαυλό στο έδαφος, πατώντας τον να σβήσει.

Ο Λαχάρ φώναξε κάτι στη γλώσσα του που προοριζόταν για εμένα και ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν ευγενικό. Και άλλος δαυλός έπεσε στο πάτωμα και το σκοτάδι που έριξε με τύλιξε. Ο πρίγκιπας έφραξε το δρόμο μου προς τον επόμενο δαυλό και χωριστήκαμε αναμεταξύ του φωτός και του σκοταδιού. Πόσο τυχαίο που βρισκόμουν στο σκοτάδι. Το δεύτερό μου σπίτι.

Απέκρουσα το χτύπημα του Λαχάρ, μα δε στάθηκα τυχερή στο δεύτερο. Δεν ήξερα από που ήρθε, αλλά το ένιωσα στο στομάχι μου. Όσο αέρα κρατούσα, τον έδιωξα μεμιάς και έκανα μερικά γρήγορα και μικρά βήματα προς τα πίσω, πιάνοντας την κοιλιακή μου χώρα. «Αυτό πόνεσε» κατάφερα να ψελλίσω.

Δεν είχε νόημα να προσπαθήσω να του μιλήσω τώρα. Δεν θα με άκουγε. Την Κάλιντα δε μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω όπως ήθελα. Θα χανόμασταν και οι δύο. Οπότε, ένα πράγμα μου έμενε. Να πονέσω το Λαχάρ. Για το καλό του.

Όρμησα μπροστά και πέταξα μια από τις βελόνες μου προς τα εκείνον. Την απέφυγε με χάρη και ευκολία, μα όχι τις δυο επόμενες που πέταξα μαζί με την πρώτη. Εκείνη ήταν για αντιπερισπασμό και του οδήγησε την προσοχή αλλού. Καρφώθηκαν με ακρίβεια λίγο πιο πάνω από τα γόνατά του και τον ανάγκασαν να πέσει στο πάτωμα ουρλιάζοντας. Δεν είχα χτυπήσει σημείο που θα τον πλήγωνε πολύ, αλλά θα τον ακινητοποιούσε.

Βρίσκοντας την ευκαιρία έτρεξα και έσβησα τις άλλες δυο δάδες και άπλωσα το απόλυτο σκοτάδι γύρω μας. Με οδηγό την Κάλιντα εντόπισα το ξαπλωμένο του κορμί, ενώ προσπαθούσε να τραβήξει τις βελόνες από τα πόδια του. Έσκισα ένα κομμάτι από το μακρύ μανδύα μου και έδεσα σφιχτά τα πόδια του. Τα χέρια του πετάχτηκαν στα τυφλά και προσπάθησαν να με γραπώσουν, μα έπιασα τους καρπούς του και το τους έφερα δίπλα από τους μηρούς του, ενώ ανέβηκα ταυτόχρονα πάνω του, κλείνοντάς τον ανάμεσα στα πόδια μου. Πάτησα με το ένα μου γόνατο τον καρπό του και έβγαλα την ηλιόπετρα που φύλασσα στην τσέπη του κορσέ μου και την τοποθέτησα δίπλα από το κεφάλι του. Έσκυψα από πάνω του και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Είχε κοκαλώσει από κάτω μου, μα δεν έλεγε να πετάξει το θυμωμένο του βλέμμα. Δεν είχα άλλη λύση, παρά μόνο τα λόγια μου. Και ήξερα ποια θα τον ξυπνούσαν. Μαζί με τις παλιές ενθυμήσεις θα έσβηνα και τις δικές μου.

«Συγγνώμη..» ψιθύρισα και συνέχισα να ψιθυρίζω, χωρίς σταματημό.

Κάθε συγγνώμη αντικατόπτριζε και έναν άδικο θάνατο. Το ελεύθερο μάτι μου δάκρυσε και έριξε τις αλμυρές σταγόνες του πάνω τη λερωμένη και σκισμένη πουκαμίσα του. Ένιωθα τόσο ένοχη και βλέποντάς τον έτσι με διέλυε. Πόσες ζωές είχε καταστρέψει η Κάλιντα. Και πόσες θα συνέχιζε να καταστρέφει αν την αφήναμε.

«Δεν ξέρω πόσες φορές πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη. Συγγνώμη για τον θάνατο της μητέρας σου, συγγνώμη για την μοναξιά και το κενό της καρδιάς σου. Συγγνώμη για τα δάκρυα που έριξες για μια ζωή που την ένιωθες μισή. Συγγνώμη για τις δυσκολίες που πέρασες. Λυπάμαι τόσο, μα τόσο πολύ. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο, θα το έκανα. Για να μπορέσεις να αποφύγεις τη θλίψη που σε τυραννά. Θα τα διέλυα όλα για να μην πονάς» ψιθύρισα και ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό μου και αντήχησε στο κλειστό δωμάτιο. Αυτά ήταν λόγια που ήθελα να ακούσω και εγώ. Ας έπαιρνε αυτό το βάρος από πάνω μου.

Η ηλιόπετρα άρχισε να αναβοσβήνει και το φως της γινόταν πιο αχνό. Δεν είχα πολύ χρόνο ακόμη. Ο Λαχάρ από κάτω μου είχε γουρλώσει τα μάτια του και σταμάτησε να κάνει σπασμωδικές κινήσεις. Άφησε τα χέρια του ελεύθερα.

«Γιατί ζητάς... Εσύ συγγνώμη;» αναρωτήθηκε ύστερα από λίγο. Σκούπισα τα δάκρυά μου, αφήνοντας τα χέρια του και τον κοίταξα έκπληκτη. Το φως της πέτρας δούλεψε; Με άκουσε; Με κατάλαβε; Γύρισε σε μένα;

«Τόσο θολό..» μονολόγησε και ακούμπησε το μάγουλό μου απαλά, σα να φοβόταν μήπως με σπάσει. Χρησιμοποίησε τον άλλο του αγκώνα για να ανασηκωθεί και με κοίταξε καλύτερα.

«Ακόμη... Δεν σε βλέπω» μουρμούρισε.

Άφησα τα χέρια μου να πέσουν στο πλάι των μηρών μου και περίμενα την επόμενη κίνησή του. Ο Λαχάρ σύρθηκε από κάτω μου και ανασήκωσε τον κορμό του καθισμένος στο πάτωμα πλέον. Έκλεισε το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια του και με ανάγκασε να τον κοιτάξω.

«Κάπως καλύτερα, αλλά όχι όπως το επιθυμώ» είπε και παραξενεύτηκα με τα λόγια του. Τι εννοούσε; Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ήμουν σίγουρη ότι την άκουγε.

Έκανε στην άκρη λίγα από τα μαλλιά μου. Τα μάτια του φωτίστηκαν και το γνώριμο γαλάζιο τους επανήλθε στα μάτια του, μα όχι ολοκληρωτικά. Ακούμπησα διστακτικά το πρόσωπό του με τα ακροδάχτυλα μου και σχημάτισα ένα μονοπάτι στο απαλό μάγουλό του. Κάτι με τσίμπησε μέσα μου και τινάχτηκα ελαφρώς. Οι ανάσες μας μιμήθηκαν η μια την άλλη και αργοπόρησαν να ακουστούν. Ήταν σε απόσταση αναπνοής τα χείλη του από τα δικά μου. Με αργές κινήσεις έκλεισε αυτά τα λίγα βήματα και άφησε ένα σύντομο φιλί πάνω τους. Απομακρύνθηκε ελάχιστα και χάιδεψε το μάγουλό μου. Η ανάσα του ταίριαζε με τη δική μου και παραδόθηκαν σε ένα δικό τους ψίθυρο και σκοπό.

«Σε θυμάμαι..» είπε σιγανά «Αλιάνα…»

Ella Sarlot