"Η Κόρη του Δάσους" είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς "Ο Υπέρμαχος των Λησμονημένων Θεών" και από το οπισθόφυλλο του μας υπόσχεται μια ιστορία γεμάτη περιπέτεια, μάχες και δύσκολες αποφάσεις για τον νεαρό ιπποκόμμο, τον Όλαφ. Η αλήθεια είναι πως με παραξένευσε η αναφορά στους μύες του αλλά θεώρησα πως θα έβγαζε νόημα όταν τον γνώριζα -κάτι που συνέβη, οπότε no worries there.
Ανοίγοντας το βιβλίο έπεσα πάνω σε έναν τρομερά όμορφο και λεπτομερή χάρτη που λόγω του βιογραφικού του συγγραφέα κατάλαβα πως τον ετοίμασε ο ίδιος και με ενθουσίασε ιδιαίτερα. Kudos! Ένα τέτοιο στοιχείο φανερώνει πλούσιο κόσμο και ανοίγει την όρεξη για περιπέτειες και περιπλανήσεις. Έριξα μια γρήγορη ματιά γνωρίζοντας πως σίγουρα θα επέστρεφα και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και μπήκα στον κόσμο του Αλέξανδρου Λειβαδιώτη.
Ξεκινώντας με το worldbuilding, λοιπόν, θα ήθελα πραγματικά να συγχαρώ τον συγγραφέα καθώς φαίνεται πως έχει σκεφτεί κάθε μικρή λεπτομέρεια για τον κόσμο του, την Χώρα του Ποταμού Έαρμαρκ, και δεν πετάει απλώς περιγραφές και ονόματα για να μας εκπλήξει. Οποιαδήποτε αναφορά σε κάποιο μέρος κουβαλούσε πάνω της μια ιστορία -μικρής ή μεγαλύτερης σημασίας για τους χαρακτήρες του βιβλίου- και μπροστά μου ξεδιπλωνόταν σιγά-σιγά αυτός ο απέραντος κόσμος. Έμαθα πολλές ιστορίες του παρελθόντος μέσα από τις ζωντανές περιγραφές και αφηγήσεις κάποιων χαρακτήρων και είμαι σίγουρη ότι δεν έχω δει ούτε την μύτη του παγόβουνου -ακόμα κι αν δεν είχα τον χάρτη ως αναφορά για να δω πως υπάρχουν ένα σωρό ακόμα μέρη που θα ήθελα να επισκεφτώ. Το ταξίδι του Όλαφ μονάχα ξεκινάει σε αυτό το βιβλίο και ο δρόμος μπροστά του απλώνεται μακρύς και δύσβατος.
Ο ενθουσιασμός μου, όμως, για τον κόσμο δεν σύναδε με τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η πλοκή του βιβλίου. Ένιωθα πως η δουλειά που είχε γίνει στο worldbuilding κατάπιε εύκολα τα υπόλοιπα στοιχεία του βιβλίου και όσο δυνατό και χορτάτο ήταν αυτό το κομμάτι, τόσο λεπτά και αδύναμα ήταν τα υπόλοιπα μέλη του.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για να μην κάνω σπόιλερ οπότε απλώς θα σχολιάσω κάποια γενικά στοιχεία. Από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια κατάλαβα ότι θα διαβάσω ένα coming of age story, κάτι που δεν με ενόχλησε προφανώς μιας και μου αρέσουν αυτές οι ιστορίες. Το πρόβλημα που είχα ήταν πως ο κεντρικός μας χαρακτήρας, ο Όλαφ, έμαθε από την αρχή πως ήταν σημαντικό για κάτι -άγνωστο σε εκείνον και σε εμάς- αλλά για να πάρει την γνώση έπρεπε να προετοιμάσει τον εαυτό του και η προετοιμασία αυτή διήρκησε πολύ περισσότερο από ότι θεωρώ πως χρειαζόταν. Πάλεψε πολλές φορές με σημαντικούς και ασήμαντους εχθρούς και όσο όμορφα δοσμένες κι αν ήταν οι σκηνές μάχης, με κούρασαν γιατί ήθελα απλώς να προχωρήσει παρακάτω. Πολλά σημεία μου θύμισαν DnD encounters απλώς για να expάρει ο χαρακτήρας ή να αποκτήσει loot για μελλοντικές μάχες με δυνατότερους εχθρούς. Η επανάληψη με έκανε να χάσω ελαφρώς τον ενθουσιασμό μου για τις επικείμενες μάχες και να μην αγχωθώ ιδιαίτερα για την τύχη του χαρακτήρα αφού ήξερα πως θα παλέψει, θα πέσει και θα σηκωθεί δυνατότερος.
Ανοίγοντας το βιβλίο έπεσα πάνω σε έναν τρομερά όμορφο και λεπτομερή χάρτη που λόγω του βιογραφικού του συγγραφέα κατάλαβα πως τον ετοίμασε ο ίδιος και με ενθουσίασε ιδιαίτερα. Kudos! Ένα τέτοιο στοιχείο φανερώνει πλούσιο κόσμο και ανοίγει την όρεξη για περιπέτειες και περιπλανήσεις. Έριξα μια γρήγορη ματιά γνωρίζοντας πως σίγουρα θα επέστρεφα και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και μπήκα στον κόσμο του Αλέξανδρου Λειβαδιώτη.
Ξεκινώντας με το worldbuilding, λοιπόν, θα ήθελα πραγματικά να συγχαρώ τον συγγραφέα καθώς φαίνεται πως έχει σκεφτεί κάθε μικρή λεπτομέρεια για τον κόσμο του, την Χώρα του Ποταμού Έαρμαρκ, και δεν πετάει απλώς περιγραφές και ονόματα για να μας εκπλήξει. Οποιαδήποτε αναφορά σε κάποιο μέρος κουβαλούσε πάνω της μια ιστορία -μικρής ή μεγαλύτερης σημασίας για τους χαρακτήρες του βιβλίου- και μπροστά μου ξεδιπλωνόταν σιγά-σιγά αυτός ο απέραντος κόσμος. Έμαθα πολλές ιστορίες του παρελθόντος μέσα από τις ζωντανές περιγραφές και αφηγήσεις κάποιων χαρακτήρων και είμαι σίγουρη ότι δεν έχω δει ούτε την μύτη του παγόβουνου -ακόμα κι αν δεν είχα τον χάρτη ως αναφορά για να δω πως υπάρχουν ένα σωρό ακόμα μέρη που θα ήθελα να επισκεφτώ. Το ταξίδι του Όλαφ μονάχα ξεκινάει σε αυτό το βιβλίο και ο δρόμος μπροστά του απλώνεται μακρύς και δύσβατος.
Ο ενθουσιασμός μου, όμως, για τον κόσμο δεν σύναδε με τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η πλοκή του βιβλίου. Ένιωθα πως η δουλειά που είχε γίνει στο worldbuilding κατάπιε εύκολα τα υπόλοιπα στοιχεία του βιβλίου και όσο δυνατό και χορτάτο ήταν αυτό το κομμάτι, τόσο λεπτά και αδύναμα ήταν τα υπόλοιπα μέλη του.
Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για να μην κάνω σπόιλερ οπότε απλώς θα σχολιάσω κάποια γενικά στοιχεία. Από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια κατάλαβα ότι θα διαβάσω ένα coming of age story, κάτι που δεν με ενόχλησε προφανώς μιας και μου αρέσουν αυτές οι ιστορίες. Το πρόβλημα που είχα ήταν πως ο κεντρικός μας χαρακτήρας, ο Όλαφ, έμαθε από την αρχή πως ήταν σημαντικό για κάτι -άγνωστο σε εκείνον και σε εμάς- αλλά για να πάρει την γνώση έπρεπε να προετοιμάσει τον εαυτό του και η προετοιμασία αυτή διήρκησε πολύ περισσότερο από ότι θεωρώ πως χρειαζόταν. Πάλεψε πολλές φορές με σημαντικούς και ασήμαντους εχθρούς και όσο όμορφα δοσμένες κι αν ήταν οι σκηνές μάχης, με κούρασαν γιατί ήθελα απλώς να προχωρήσει παρακάτω. Πολλά σημεία μου θύμισαν DnD encounters απλώς για να expάρει ο χαρακτήρας ή να αποκτήσει loot για μελλοντικές μάχες με δυνατότερους εχθρούς. Η επανάληψη με έκανε να χάσω ελαφρώς τον ενθουσιασμό μου για τις επικείμενες μάχες και να μην αγχωθώ ιδιαίτερα για την τύχη του χαρακτήρα αφού ήξερα πως θα παλέψει, θα πέσει και θα σηκωθεί δυνατότερος.

Σχετικά με τους κύριους χαρακτήρες, μπορώ να πω ότι συμπάθησα αρκετά τον Όλαφ και στήριζα τις προσπάθειες και τις πράξεις του, τον πονούσα όταν στεναχωριόταν και χαιρόμουν όταν κατάφερνε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Η δική του εξέλιξη σαν χαρακτήρα ήταν πολύ καλή, αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες και τους εχθρούς καθώς έρχονταν κατά πάνω του με θάρρος και πυγμή. Έβαζε πάντοτε τον εαυτό του μπροστά από τους άλλους, προστάτευε όποιον το είχε ανάγκη αλλά πάντοτε προσπαθούσε να μην χάσει τον εαυτό του. Ήταν δύσκολο το ταξίδι του μέχρι να βρει τον εαυτό του και ακόμα και μέχρι το τέλος του βιβλίου δεν καταφέρνει να φτάσει στον εσωτερικό ή εξωτερικό του προορισμό μα έχει ακόμα πολύ ταξίδι μπροστά του. Σίγουρα, όμως, ο νεαρός άνδρας που σμιλεύτηκε μέσα σε έναν περίγυρο που συνεχώς του ζητούσε να κάνει περισσότερα, να δώσει περισσότερα, να είναι κάτι περισσότερο εντός των ορίων που ο καθένας αποφάσιζε να του θέσει, ο Όλαφ διέπρεψε και αυτή ήταν η μεγαλύτερη νίκη σε όλο το βιβλίο για μένα (μαζί με το worldbuilding).
Γράφοντας την κριτική συνειδητοποιώ ότι ίσως ακούγομαι σκληρή ή αρνητική ενώ σχολιάζω κάποια κομμάτια αλλά ειλικρινά δεν είμαι. Θεωρώ πως αυτά τα σημεία πρέπει να αναφέρονται ώστε να γνωρίζει ο αναγνώστης τι θα συναντήσει μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Τώρα, αν ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης έχει εσκεμμένα δημιουργήσει έναν τέτοιον σεξιστικό κόσμο, θα το δεχτώ και απλώς δεν θα επιλέξω να τον επισκεφτώ ξανά. Αν όχι, θα περιμένω με ενθουσιασμό να επιστρέψω στην Χώρα του Ποταμού Έαρμαρκ, να συναντήσω ξανά τον Όλαφ και μαζί να γνωρίσω περισσότερους χαρακτήρες/συνοδοιπόρους, να παλέψω στο πλευρό δυνατών ανδρών και γυναικών, να ανακαλύψω περισσότερα κομμάτια του παρελθόντος και να φτάσω στον τελικό προορισμό ετοιμοπόλεμη και αποφασισμένη να εκπληρώσω τον σκοπό μου.
Χρύσα Αναστασίου