Όταν το μυαλό μου καθάρισε από συναισθήματα που τόλμησαν να τρυπώσουν σε αυτό. Έσπρωξα τον Λαχάρ και σηκώθηκα από πάνω του εκνευρισμένη. Πώς το είχα επιτρέψει να με ακουμπήσει και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο! Γύρισα και τον κεραυνοβόλησα με ένα μου βλέμμα. Ο Λαχάρ κοιτούσε τα δεμένα του πόδια και έλυσε το ύφασμα ελευθερώνοντάς τα. Ύστερα γύρισε σε μένα.
«Αλιάνα;» ρώτησε, φανερά έκπληκτος.
Έχασε η καρδιά μου ένα χτύπο και τσιτώθηκα.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» συνέχισε και έπειτα κοίταξε γύρω του.
Με κορόιδευε;
«Και πού ήμαστε; Γιατί είμαι στο πάτωμα;».
Πλησίασα τον μπερδεμένο πρίγκιπα και γονάτισα, ώστε να τον βλέπω καλύτερα. Εκείνος έπιασε λίγες τούφες από τα μαλλιά του και τις άφησε να πέσουν άχαρες πάνω στο στήθος του, με μια έκφραση αηδίας στο χλωμό πρόσωπό του.
«Θέλω επειγόντως ένα καλό λουτρό» κατέληξε.
«Δεν θυμάσαι τίποτα;» αναρωτήθηκα. Ο Λαχάρ στράφηκε σε μένα ξανά και αναστέναξε.
«Θυμάμαι να πέφτω από το άλογο και μετά, εσένα να τρέχεις προς το μέρος μου. Ύστερα, με πλάκωσε το σκοτάδι και κάλυψε τα πάντα. Τώρα μόλις ξύπνησα και είμαι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς να ξέρω πως και γιατί ήρθα εδώ. Τι έχασα;» αποκρίθηκε συνεχίζοντας να κοιτά γύρω του. Ακούμπησε την μισοπεθαμένη ηλιόπετρα και την πήρε στα χέρια του και την περιεργάστηκε. Έπειτα προσήλωσε το βλέμμα του επάνω μου «Εσύ τι κάνεις εδώ; Και γιατί είσαι τόσο κόκκινη στο πρόσωπο;».
Τα χέρια μου πετάχτηκαν στα μάγουλά μου και τα κάλυψαν. Έμεινα έκπληκτη από το πόσο ζεστά ήταν, σα να φλέγονταν. Δε γινόταν να μην θυμόταν τίποτα. Πριν λίγο ψιθύρισε το όνομά μου. Λίγες στιγμές πριν με... Με φίλησε! Δε μπορεί να μη θυμόταν! Η αλήθεια ήταν πως μου φαινόταν εντελώς αποπροσανατολισμένος, χαμένος σε ένα σύννεφο άγνοιας. Ίσως, πράγματι δε θυμόταν τίποτα. Είχε ξεχάσει τι προηγήθηκε. Και αντί να ξεφυσώ από ευγνωμοσύνη, ένα τσίμπημα στο στήθος μου με έκανε να νιώθω προδομένη. Στενοχωρημένη με αυτή την αδικία.
«Σε ακούμπησαν οι ομίχλες» είπα ξερά και με περίσσιο ενδιαφέρον, σταυρώνοντας τα χέρια μου. Καθόμασταν και οι δύο κάτω, αντικριστά ο ένας από τον άλλο και το κλίμα μεταξύ μας ήταν τεταμένο και ψυχρό, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
«Εγώ κατέληξα στη φυλακή, επειδή είχα προηγούμενα με τις Ασράι, πάλεψα στην Αρένα για να βγω ζωντανή και κλείσαμε τη συμμαχία με τις νεράιδες. Εσύ ήσουν επτά ημέρες και η σημερινή οκτώ, σε έναν άλλο κόσμο. Δεν ήσουν ο ίδιος και το μυαλό σου είχε κλαπεί από αυτά τα μυστήρια πλάσματα. Ο θεραπευτής των Ασράι προσπαθούσε - ανεπιτυχώς - να επιβραδύνει την οδύνη και το θάνατό σου και έτσι ανέλαβα εγώ».
«Περίμενε!» με διέκοψε ο Λαχάρ και έπιασε το μπράτσο μου γερά «Εσύ στη φυλακή; Πάλεψες σε Αρένα; Πότε έγιναν όλα αυτά; Είσαι καλά;».
Ακούμπησα το χέρι του και χαμογελώντας το απομάκρυνα από πάνω μου.
«Δεν ήσουν καλά, Λαχάρ. Όλη αυτή την εβδομάδα, ήσουν...ας πούμε διαφορετικός. Εγώ είμαι μια χαρά. Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι».
Σηκώθηκα όρθια και το βλέμμα του με ακολούθησε. Ξαφνικά το δωμάτιο φωτίστηκε από το άνοιγμα της πόρτας. Η έξοδος.
«Πάμε» είπα και προχώρησα προς την πόρτα, όταν άκουσα ένα γδούπο πίσω μου. Γύρισα αστραπιαία πίσω και είδα τον Λαχάρ, πεσμένο με το πρόσωπο στο πάτωμα. Έτρεξα προς το μέρος του και έπιασα το χέρι του.
«Λαχάρ;» ρώτησα ανήσυχη. Τι είχε γίνει;
«Πεινάω..» μουρμούρισε και έκλεισε το χέρι μου μέσα στο δικό του «Νιώθω τόσο αδύναμος».
«Λογικό. Επί εφτά ημέρες δεν έτρωγες τίποτα» συμφώνησα και τον βοήθησα να σηκωθεί όρθιος. Όταν κατάφερε να στηθεί στα πόδια του, απομακρύνθηκα, μα το χέρι του με κράτησε με δύναμη ακίνητη.
«Πώς επανήλθα;» ρώτησε και τα γαλανά του μάτια, γεμάτα με τη σπιρτάδα τους και φωτεινά σαν τον ωκεανό, με πάγωσαν. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω κατάματα. Ένιωθα περίεργα.
«Απλά σου μίλησα και αυτό ήταν» είπα ψέματα. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ενοχές για αυτά που ξεστόμισα.
«Απλά μου μίλησες..» επανέλαβε, αφήνοντας την ερώτησή του μετέωρη. Συνέχισε να με κοιτά και η καρδιά μου βούλιαξε στο στήθος μου. Ο λαιμός μου ξεράθηκε και οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα μου. Κατάπια με δυσκολία και είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι.
«Ναι» είπα βεβιασμένα.
«Μάλιστα..».
Κατέβασε το βλέμμα του στα χέρια μας και με άφησε ελεύθερη. Μείναμε σιωπηλοί και δεν τολμούσα να κάνω ένα παραπάνω βήμα. Το έκανε άλλος για εμάς. Η φωνή του Κάιν και το γρήγορο βάδισμά του γέμισε το δωμάτιο.
«Αλιάνα! Είσαι καλά; Ο Λαχάρ; Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς να πάρει ανάσα. Αφού κέντραρε το βλέμμα του, μας είδε και τους δυο. Ίσιωσε τον κορμό του και περίμενε.
«Παλιόφιλε! Πριγκιπάκο! Σου έλειψα;» είπε γεμάτος μέλι ο πρίγκιπας της Ινάλ και έτρεξε προς τον Κάιν. Χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε πάνω στον πρίγκιπα της Σεβέλ και τον αγκάλιασε. Ο Κάιν έκανε λίγο πίσω, προσπαθώντας να μείνει όρθιος. Μετά έσπρωξε πέρα τον Λαχάρ και έφτιαξε τα ρούχα του. Με δυσκολία κρατιόταν να μη κόψει το κεφάλι του παλιόφιλού του.
«Θες επειγόντως πλύσιμο» σχολίασε και ο Λαχάρ γέλασε. Μα ακόμη και το μελωδικό και ζεστό του γέλιο δεν κατάφερε να σπάσει τον πάγο ανάμεσά μας. Τι ζητούσε από εμένα; Τι ήθελε να του απαντήσω; Ήταν καλύτερα να μην ξέρει. Το προτιμούσα έτσι. Ήταν πιο εύκολο.
Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τον Κάιν. «Καλό θα ήταν να τον παρακολουθούσαμε στενά, μέχρι να σιγουρευτούμε πως δεν αποτελεί κίνδυνο για τον εαυτό του. Δεν έχω ακούσει πάλι για κάποιον που ξέφυγε από τις ομίχλες και δε γνωρίζω τι παρενέργειες μπορεί να παρουσιάσει σε μετέπειτα στάδιο» ανέφερα.
«Ξέρεις ότι είμαι ακόμη εδώ;» ρώτησε ο Λαχάρ, χωρίς να με κοιτάξει
«Ναι. Έτσι αν παρατηρήσεις κάτι πάνω σου που άλλαξε, να μας το πεις αμέσως» απάντησα κοιτώντας τον Κάιν.
Ο πρίγκιπας της Σεβέλ στρεφόταν μια στον ένα και μια στον άλλο και ξεφύσηξε τελικώς.
«Πώς μπήκες μέσα;» αναρωτήθηκα «Η πόρτα πίσω σου ήταν σφραγισμένη και της εισόδου είχε εξαφανιστεί από τον τοίχο».
«Α! Όταν άφησες το χέρι μου, η πόρτα χάθηκε από το σημείο που βρισκόταν και μάταια προσπάθησα να την αναζητήσω σε άλλο σημείο του τοίχου. Οπότε περίμενα καρτερικά έξω, ώσπου κάποια στιγμή, η πόρτα εμφανίστηκε από το πουθενά και άνοιξε απότομα, σα να την τράβηξε κάποιος με δύναμη. Μπήκα μέσα και δε βρήκα κανέναν άλλο. Έτρεξα προς τη δεύτερη πόρτα και έφτασα σε εσάς».
«Ο άντρας; Ο θεραπευτής δεν είναι εδώ;».
«Θεραπευτής; Όχι. Δεν είδα κανέναν άλλο μέσα στο δωμάτιο. Είδες εσύ;».
«Ήταν ένας παράξενος άντρας, ένας άνθρωπος που φρόντιζε τον Λαχάρ και τις Ασράι».
«Περίεργο..».
«Εγώ να μην σας χαλάω την κουβέντα. Θα ήθελα λίγο χρόνο να ξεκουραστώ και να πάρω δυνάμεις» δήλωσε ο Λαχάρ και βγήκε από την αίθουσα σέρνοντας τα βήματά του. Ο τόνος της φωνής του ήταν πικρός και κουβαλούσε μια δόση ειρωνείας μαζί του.
«Περίμενε να σε βοηθήσω» προσφέρθηκε ο Κάιν και έβαλε το ένα χέρι του Λαχάρ γύρω από τους ώμους του. Κατέβηκαν μαζί τα σκαλοπάτια και πριν βγω από το δωμάτιο γύρισα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο θεραπευτήριο. Ο άντρας δεν ήταν στο δωμάτιο. Ακούμπησα το πόμολο της πόρτας και τότε τον άκουσα ακριβώς από πίσω μου.
«Αυτό που κουβαλάς, θα το χάσεις..» ψιθύρισε στο αυτί μου και με μια σπρωξιά βρέθηκα έξω από το δωμάτιο. Η πόρτα χάθηκε ξανά και τα μάτια μου αντέκρουαν το κενό που έβλεπαν, με εκείνο μου ένιωθα μέσα μου.
Οι Ασράι μας είχαν παραχωρήσει δύο δωμάτια. Ένα που θα μοιραζόταν ο Κάιν με τον Λαχάρ για να τον ελέγχει και να τον έχει από κοντά και ένα που ήταν αποκλειστικά της Αλιάνας. Ο Κάιν άνοιξε την θύρα και την έσπρωξε με το πόδι του να ανοίξει εντελώς. Πέρασε μέσα με τον υποβασταζόμενο Λαχάρ και τον άφησε να κάτσει στο πιο κοντινό κρεβάτι. Σε σχέση με το υπόλοιπο βασίλειο, το δωμάτιο ήταν αρκετά γήινο και πιο σκούρα χρωματισμένο. Στην ευθεία των ματιών του υπήρχαν δύο μικρά, αλλά πολύ βολικά κρεβάτια, με σκεπάσματα στις αποχρώσεις του ξερού χώματος, ενώ από πάνω τους χυνόταν ένα πράσινο πέπλο που θύμιζε καταρράκτη βελούδινου νερού, γεμάτο με φρέσκα φύλλα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένη με φλοιούς ροζιασμένων δέντρων, ενώ σε κάθε πλευρά υπήρχαν δυο μεγάλες ντουλάπες στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος. Όφειλε να ομολογήσει πως οι νεράιδες είχαν γούστο. Ο Κάιν έπεσε στο άλλο κρεβάτι με φόρα και έτριψε τα μάτια του. Θα έπρεπε να μιλήσει με τους ιππότες του να συνεννοηθεί για το τι θα γινόταν αύριο με την υπογραφή της συμμαχίας και πως θα προχωρούσαν στην επόμενη φυλή.
Άφησε τα μάτια του να ξεκουραστούν και κοίταξε τον φίλο του. Ο Λαχάρ ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και από την ώρα που είχαν φύγει από το σκοτεινό δωμάτιο, δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη. Είχε παρατηρήσει πως κάτι έτρεχε με εκείνον και την Αλιάνα, αλλά το θεώρησε παιδιάστικο για να κάτσει να ασχοληθεί παραπάνω. Μα τώρα, κάτι άλλο είχε γίνει και δεν ήξερε τι.
Ξεφύσησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Τέντωσε τα δυνατά του χέρια πάνω από το κεφάλι του και είπε στον Λαχάρ τα σχέδιά του. Ο πρίγκιπας της Ινάλ, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, χωρίς να μιλά και ο Κάιν δεν συνέχισε την κουβέντα. Θα του μιλούσε ο φίλος του όταν ήθελε. Και έτσι, βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντάς τον μόνο του.
Ο Λαχάρ, σκεφτόταν όλη την ώρα τα λόγια της Αλιάνας. Του το είχε κρύψει. Το είχε κάνει πέρα και δεν το σχολίασε καθόλου. Ούτε είχε θυμώσει. Δεν ξέσπασε πάνω του και δεν τον έβρισε. Απλά τον παραμέρισε. Σηκώθηκε οργισμένος από το κρεβάτι και το μετάνιωσε αμέσως. Ένα κύμα ζαλάδας τον κατέλαβε και τον ανάγκασε να κάτσει πάλι όπως-όπως στο μαλακό στρώμα. Αναστέναξε και πήρε κοντά του ένα δίσκο με φρέσκα φρούτα, αδειάζοντας τον αμέσως. Μόλις έφαγε και το τελευταίο μήλο, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το πλευρικό δώμα που χρησίμευε ως λουτρό. Αισθανόταν κάπως καλύτερα τώρα που είχε βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και χάζεψε λίγο το δωμάτιο. Σερπεντίνης κάλυπτε όλο το πάτωμα και τους τοίχους, ενώ η οροφή ήταν από καθαρό λευκό μάρμαρο. Από το ίδιο υλικό ήταν και ένα μαρμάρινο λουτρό, βαθύ σα λίμνη και πλατύ σαν τη θάλασσα. Αχνιστό γαλάζιο νερό και τόσο καθαρό που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του χάιδευε τα τοιχώματά της, σε έναν ερωτικό σκοπό και μικρά άνθη κερασιάς έπλεαν ανάμεσά τους κάνοντας αισθητή την παρουσία τους στο χώρο και στη μύτη του. Μια γλυκιά μυρωδιά διαπέρασε τις κάθε αισθήσεις του και τον προσκάλεσε να ταξιδέψει μαζί της, φλερτάροντας με την κούρασή του.
Έλυσε το κορδόνι της σκισμένης πουκαμίσας του και την τράβηξε πάνω από το κεφάλι του. Οι μύες του στομαχιού του συσπάστηκαν και το κορμί του αναρρίγησε. Άφησε το ένδυμα να γλιστρήσει από το δυνατό του χέρι να πέσει αθόρυβα στο λείο πάτωμα. Έβγαλε τις μαύρες του μπότες και πάτησε ξυπόλητος στο σερπεντίνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τεντώθηκε. Έσυρε τα χέρια του πάνω στα πλευρά του. Είχε χάσει λίγα κιλά και φαινόταν πιο αδύνατος. Έπρεπε να αναπληρώσει το κρέας επάνω του. Κατέβασε την παντελόνα που κολλούσε επάνω του και την είχε σιχαθεί και έμεινε εντελώς γυμνός.
Περπάτησε προς το λουτρό και ανέβηκε τα λίγα σκαλοπατάκια που είχε. Βύθισε τα πόδια του στο ζεστό νερό και ανατρίχιασε από αυτή την επαφή. Το νερό τον περικύκλωσε αμέσως, διεκδικώντας έστω και λίγο από το κορμί του. Πήρε λίγο νερό στη χούφτα του και το έριξε πάνω στο υπόλοιπο σώμα του για να συνηθίσει λίγο στη ζέστη. Οι σταγόνες κυλούσαν καυτές επάνω του και αγκάλιαζαν τον κάθε μυ του, ρέοντας σε μονοπάτια ανεξερεύνητα. Βούτηξε ως την κοιλιά του και χάρηκε από το πόσο η ζέστη τον χαλάρωνε. Το νερό κάλυπτε τον στήθος του, πλέον και βούλιαξε το κεφάλι του μέσα στο καθαρό νερό. Τα μακριά του μαλλιά έπλεαν παντού ατίθασα και ακολουθούσαν το κεφάλι του με ρυθμικές κινήσεις.
Βγήκε ξανά στην επιφάνεια και άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες. Γιατί δεν την είχε πιέσει για να του απαντήσει; Γιατί δεν το ανέφερε εκείνος το φιλί τους; Μήπως το είχε μετανιώσει; Μα είχε ανταποκριθεί και δεν αποτραβήχτηκε. Είχε κάνει τόσο λάθος; Την είχε πληγώσει μήπως; Την είχε αφήσει να δει πως θα αντιδρούσε και τώρα αναθεμάτιζε για αυτή του την απόφαση. Δε θα παραδεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Και εκείνος ήθελε να την πλησιάσει και άλλο. Όταν άνοιξε πραγματικά τα μάτια του, την είδε να κλαίει και να του ζητά συγγνώμη. Δεν ήθελε να την βλέπει να δακρύζει, ούτε να την βασανίζουν όλα αυτά που κουβαλά μέσα της. Αναστέναξε πάλι και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στη μαρμάρινη εξοχή του λουτρού. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και κοίταξε τα δάχτυλά του. Την είχε αγγίξει, είχε νιώσει τη ζεστασιά του προσώπου της και των χειλιών της. Μα δεν του έφτανε. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, κάτι μέσα του ξύπνησε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Είχε αρχίσει να γίνεται πιο απαιτητικός και την είχε προειδοποιήσει. Αν ήθελε να παίξει εκείνη, το ίδιο θα έκανε και αυτός.
«Αλιάνα;» ρώτησε, φανερά έκπληκτος.
Έχασε η καρδιά μου ένα χτύπο και τσιτώθηκα.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» συνέχισε και έπειτα κοίταξε γύρω του.
Με κορόιδευε;
«Και πού ήμαστε; Γιατί είμαι στο πάτωμα;».
Πλησίασα τον μπερδεμένο πρίγκιπα και γονάτισα, ώστε να τον βλέπω καλύτερα. Εκείνος έπιασε λίγες τούφες από τα μαλλιά του και τις άφησε να πέσουν άχαρες πάνω στο στήθος του, με μια έκφραση αηδίας στο χλωμό πρόσωπό του.
«Θέλω επειγόντως ένα καλό λουτρό» κατέληξε.
«Δεν θυμάσαι τίποτα;» αναρωτήθηκα. Ο Λαχάρ στράφηκε σε μένα ξανά και αναστέναξε.
«Θυμάμαι να πέφτω από το άλογο και μετά, εσένα να τρέχεις προς το μέρος μου. Ύστερα, με πλάκωσε το σκοτάδι και κάλυψε τα πάντα. Τώρα μόλις ξύπνησα και είμαι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς να ξέρω πως και γιατί ήρθα εδώ. Τι έχασα;» αποκρίθηκε συνεχίζοντας να κοιτά γύρω του. Ακούμπησε την μισοπεθαμένη ηλιόπετρα και την πήρε στα χέρια του και την περιεργάστηκε. Έπειτα προσήλωσε το βλέμμα του επάνω μου «Εσύ τι κάνεις εδώ; Και γιατί είσαι τόσο κόκκινη στο πρόσωπο;».
Τα χέρια μου πετάχτηκαν στα μάγουλά μου και τα κάλυψαν. Έμεινα έκπληκτη από το πόσο ζεστά ήταν, σα να φλέγονταν. Δε γινόταν να μην θυμόταν τίποτα. Πριν λίγο ψιθύρισε το όνομά μου. Λίγες στιγμές πριν με... Με φίλησε! Δε μπορεί να μη θυμόταν! Η αλήθεια ήταν πως μου φαινόταν εντελώς αποπροσανατολισμένος, χαμένος σε ένα σύννεφο άγνοιας. Ίσως, πράγματι δε θυμόταν τίποτα. Είχε ξεχάσει τι προηγήθηκε. Και αντί να ξεφυσώ από ευγνωμοσύνη, ένα τσίμπημα στο στήθος μου με έκανε να νιώθω προδομένη. Στενοχωρημένη με αυτή την αδικία.
«Σε ακούμπησαν οι ομίχλες» είπα ξερά και με περίσσιο ενδιαφέρον, σταυρώνοντας τα χέρια μου. Καθόμασταν και οι δύο κάτω, αντικριστά ο ένας από τον άλλο και το κλίμα μεταξύ μας ήταν τεταμένο και ψυχρό, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
«Εγώ κατέληξα στη φυλακή, επειδή είχα προηγούμενα με τις Ασράι, πάλεψα στην Αρένα για να βγω ζωντανή και κλείσαμε τη συμμαχία με τις νεράιδες. Εσύ ήσουν επτά ημέρες και η σημερινή οκτώ, σε έναν άλλο κόσμο. Δεν ήσουν ο ίδιος και το μυαλό σου είχε κλαπεί από αυτά τα μυστήρια πλάσματα. Ο θεραπευτής των Ασράι προσπαθούσε - ανεπιτυχώς - να επιβραδύνει την οδύνη και το θάνατό σου και έτσι ανέλαβα εγώ».
«Περίμενε!» με διέκοψε ο Λαχάρ και έπιασε το μπράτσο μου γερά «Εσύ στη φυλακή; Πάλεψες σε Αρένα; Πότε έγιναν όλα αυτά; Είσαι καλά;».
Ακούμπησα το χέρι του και χαμογελώντας το απομάκρυνα από πάνω μου.
«Δεν ήσουν καλά, Λαχάρ. Όλη αυτή την εβδομάδα, ήσουν...ας πούμε διαφορετικός. Εγώ είμαι μια χαρά. Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι».
Σηκώθηκα όρθια και το βλέμμα του με ακολούθησε. Ξαφνικά το δωμάτιο φωτίστηκε από το άνοιγμα της πόρτας. Η έξοδος.
«Πάμε» είπα και προχώρησα προς την πόρτα, όταν άκουσα ένα γδούπο πίσω μου. Γύρισα αστραπιαία πίσω και είδα τον Λαχάρ, πεσμένο με το πρόσωπο στο πάτωμα. Έτρεξα προς το μέρος του και έπιασα το χέρι του.
«Λαχάρ;» ρώτησα ανήσυχη. Τι είχε γίνει;
«Πεινάω..» μουρμούρισε και έκλεισε το χέρι μου μέσα στο δικό του «Νιώθω τόσο αδύναμος».
«Λογικό. Επί εφτά ημέρες δεν έτρωγες τίποτα» συμφώνησα και τον βοήθησα να σηκωθεί όρθιος. Όταν κατάφερε να στηθεί στα πόδια του, απομακρύνθηκα, μα το χέρι του με κράτησε με δύναμη ακίνητη.
«Πώς επανήλθα;» ρώτησε και τα γαλανά του μάτια, γεμάτα με τη σπιρτάδα τους και φωτεινά σαν τον ωκεανό, με πάγωσαν. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω κατάματα. Ένιωθα περίεργα.
«Απλά σου μίλησα και αυτό ήταν» είπα ψέματα. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ενοχές για αυτά που ξεστόμισα.
«Απλά μου μίλησες..» επανέλαβε, αφήνοντας την ερώτησή του μετέωρη. Συνέχισε να με κοιτά και η καρδιά μου βούλιαξε στο στήθος μου. Ο λαιμός μου ξεράθηκε και οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα μου. Κατάπια με δυσκολία και είχα αρχίσει να ζεσταίνομαι.
«Ναι» είπα βεβιασμένα.
«Μάλιστα..».
Κατέβασε το βλέμμα του στα χέρια μας και με άφησε ελεύθερη. Μείναμε σιωπηλοί και δεν τολμούσα να κάνω ένα παραπάνω βήμα. Το έκανε άλλος για εμάς. Η φωνή του Κάιν και το γρήγορο βάδισμά του γέμισε το δωμάτιο.
«Αλιάνα! Είσαι καλά; Ο Λαχάρ; Τι έγινε;» ρώτησε χωρίς να πάρει ανάσα. Αφού κέντραρε το βλέμμα του, μας είδε και τους δυο. Ίσιωσε τον κορμό του και περίμενε.
«Παλιόφιλε! Πριγκιπάκο! Σου έλειψα;» είπε γεμάτος μέλι ο πρίγκιπας της Ινάλ και έτρεξε προς τον Κάιν. Χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε πάνω στον πρίγκιπα της Σεβέλ και τον αγκάλιασε. Ο Κάιν έκανε λίγο πίσω, προσπαθώντας να μείνει όρθιος. Μετά έσπρωξε πέρα τον Λαχάρ και έφτιαξε τα ρούχα του. Με δυσκολία κρατιόταν να μη κόψει το κεφάλι του παλιόφιλού του.
«Θες επειγόντως πλύσιμο» σχολίασε και ο Λαχάρ γέλασε. Μα ακόμη και το μελωδικό και ζεστό του γέλιο δεν κατάφερε να σπάσει τον πάγο ανάμεσά μας. Τι ζητούσε από εμένα; Τι ήθελε να του απαντήσω; Ήταν καλύτερα να μην ξέρει. Το προτιμούσα έτσι. Ήταν πιο εύκολο.
Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τον Κάιν. «Καλό θα ήταν να τον παρακολουθούσαμε στενά, μέχρι να σιγουρευτούμε πως δεν αποτελεί κίνδυνο για τον εαυτό του. Δεν έχω ακούσει πάλι για κάποιον που ξέφυγε από τις ομίχλες και δε γνωρίζω τι παρενέργειες μπορεί να παρουσιάσει σε μετέπειτα στάδιο» ανέφερα.
«Ξέρεις ότι είμαι ακόμη εδώ;» ρώτησε ο Λαχάρ, χωρίς να με κοιτάξει
«Ναι. Έτσι αν παρατηρήσεις κάτι πάνω σου που άλλαξε, να μας το πεις αμέσως» απάντησα κοιτώντας τον Κάιν.
Ο πρίγκιπας της Σεβέλ στρεφόταν μια στον ένα και μια στον άλλο και ξεφύσηξε τελικώς.
«Πώς μπήκες μέσα;» αναρωτήθηκα «Η πόρτα πίσω σου ήταν σφραγισμένη και της εισόδου είχε εξαφανιστεί από τον τοίχο».
«Α! Όταν άφησες το χέρι μου, η πόρτα χάθηκε από το σημείο που βρισκόταν και μάταια προσπάθησα να την αναζητήσω σε άλλο σημείο του τοίχου. Οπότε περίμενα καρτερικά έξω, ώσπου κάποια στιγμή, η πόρτα εμφανίστηκε από το πουθενά και άνοιξε απότομα, σα να την τράβηξε κάποιος με δύναμη. Μπήκα μέσα και δε βρήκα κανέναν άλλο. Έτρεξα προς τη δεύτερη πόρτα και έφτασα σε εσάς».
«Ο άντρας; Ο θεραπευτής δεν είναι εδώ;».
«Θεραπευτής; Όχι. Δεν είδα κανέναν άλλο μέσα στο δωμάτιο. Είδες εσύ;».
«Ήταν ένας παράξενος άντρας, ένας άνθρωπος που φρόντιζε τον Λαχάρ και τις Ασράι».
«Περίεργο..».
«Εγώ να μην σας χαλάω την κουβέντα. Θα ήθελα λίγο χρόνο να ξεκουραστώ και να πάρω δυνάμεις» δήλωσε ο Λαχάρ και βγήκε από την αίθουσα σέρνοντας τα βήματά του. Ο τόνος της φωνής του ήταν πικρός και κουβαλούσε μια δόση ειρωνείας μαζί του.
«Περίμενε να σε βοηθήσω» προσφέρθηκε ο Κάιν και έβαλε το ένα χέρι του Λαχάρ γύρω από τους ώμους του. Κατέβηκαν μαζί τα σκαλοπάτια και πριν βγω από το δωμάτιο γύρισα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο θεραπευτήριο. Ο άντρας δεν ήταν στο δωμάτιο. Ακούμπησα το πόμολο της πόρτας και τότε τον άκουσα ακριβώς από πίσω μου.
«Αυτό που κουβαλάς, θα το χάσεις..» ψιθύρισε στο αυτί μου και με μια σπρωξιά βρέθηκα έξω από το δωμάτιο. Η πόρτα χάθηκε ξανά και τα μάτια μου αντέκρουαν το κενό που έβλεπαν, με εκείνο μου ένιωθα μέσα μου.
Οι Ασράι μας είχαν παραχωρήσει δύο δωμάτια. Ένα που θα μοιραζόταν ο Κάιν με τον Λαχάρ για να τον ελέγχει και να τον έχει από κοντά και ένα που ήταν αποκλειστικά της Αλιάνας. Ο Κάιν άνοιξε την θύρα και την έσπρωξε με το πόδι του να ανοίξει εντελώς. Πέρασε μέσα με τον υποβασταζόμενο Λαχάρ και τον άφησε να κάτσει στο πιο κοντινό κρεβάτι. Σε σχέση με το υπόλοιπο βασίλειο, το δωμάτιο ήταν αρκετά γήινο και πιο σκούρα χρωματισμένο. Στην ευθεία των ματιών του υπήρχαν δύο μικρά, αλλά πολύ βολικά κρεβάτια, με σκεπάσματα στις αποχρώσεις του ξερού χώματος, ενώ από πάνω τους χυνόταν ένα πράσινο πέπλο που θύμιζε καταρράκτη βελούδινου νερού, γεμάτο με φρέσκα φύλλα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένη με φλοιούς ροζιασμένων δέντρων, ενώ σε κάθε πλευρά υπήρχαν δυο μεγάλες ντουλάπες στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος. Όφειλε να ομολογήσει πως οι νεράιδες είχαν γούστο. Ο Κάιν έπεσε στο άλλο κρεβάτι με φόρα και έτριψε τα μάτια του. Θα έπρεπε να μιλήσει με τους ιππότες του να συνεννοηθεί για το τι θα γινόταν αύριο με την υπογραφή της συμμαχίας και πως θα προχωρούσαν στην επόμενη φυλή.
Άφησε τα μάτια του να ξεκουραστούν και κοίταξε τον φίλο του. Ο Λαχάρ ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και από την ώρα που είχαν φύγει από το σκοτεινό δωμάτιο, δεν είχε αρθρώσει ούτε λέξη. Είχε παρατηρήσει πως κάτι έτρεχε με εκείνον και την Αλιάνα, αλλά το θεώρησε παιδιάστικο για να κάτσει να ασχοληθεί παραπάνω. Μα τώρα, κάτι άλλο είχε γίνει και δεν ήξερε τι.
Ξεφύσησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Τέντωσε τα δυνατά του χέρια πάνω από το κεφάλι του και είπε στον Λαχάρ τα σχέδιά του. Ο πρίγκιπας της Ινάλ, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, χωρίς να μιλά και ο Κάιν δεν συνέχισε την κουβέντα. Θα του μιλούσε ο φίλος του όταν ήθελε. Και έτσι, βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντάς τον μόνο του.
Ο Λαχάρ, σκεφτόταν όλη την ώρα τα λόγια της Αλιάνας. Του το είχε κρύψει. Το είχε κάνει πέρα και δεν το σχολίασε καθόλου. Ούτε είχε θυμώσει. Δεν ξέσπασε πάνω του και δεν τον έβρισε. Απλά τον παραμέρισε. Σηκώθηκε οργισμένος από το κρεβάτι και το μετάνιωσε αμέσως. Ένα κύμα ζαλάδας τον κατέλαβε και τον ανάγκασε να κάτσει πάλι όπως-όπως στο μαλακό στρώμα. Αναστέναξε και πήρε κοντά του ένα δίσκο με φρέσκα φρούτα, αδειάζοντας τον αμέσως. Μόλις έφαγε και το τελευταίο μήλο, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το πλευρικό δώμα που χρησίμευε ως λουτρό. Αισθανόταν κάπως καλύτερα τώρα που είχε βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και χάζεψε λίγο το δωμάτιο. Σερπεντίνης κάλυπτε όλο το πάτωμα και τους τοίχους, ενώ η οροφή ήταν από καθαρό λευκό μάρμαρο. Από το ίδιο υλικό ήταν και ένα μαρμάρινο λουτρό, βαθύ σα λίμνη και πλατύ σαν τη θάλασσα. Αχνιστό γαλάζιο νερό και τόσο καθαρό που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του χάιδευε τα τοιχώματά της, σε έναν ερωτικό σκοπό και μικρά άνθη κερασιάς έπλεαν ανάμεσά τους κάνοντας αισθητή την παρουσία τους στο χώρο και στη μύτη του. Μια γλυκιά μυρωδιά διαπέρασε τις κάθε αισθήσεις του και τον προσκάλεσε να ταξιδέψει μαζί της, φλερτάροντας με την κούρασή του.
Έλυσε το κορδόνι της σκισμένης πουκαμίσας του και την τράβηξε πάνω από το κεφάλι του. Οι μύες του στομαχιού του συσπάστηκαν και το κορμί του αναρρίγησε. Άφησε το ένδυμα να γλιστρήσει από το δυνατό του χέρι να πέσει αθόρυβα στο λείο πάτωμα. Έβγαλε τις μαύρες του μπότες και πάτησε ξυπόλητος στο σερπεντίνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τεντώθηκε. Έσυρε τα χέρια του πάνω στα πλευρά του. Είχε χάσει λίγα κιλά και φαινόταν πιο αδύνατος. Έπρεπε να αναπληρώσει το κρέας επάνω του. Κατέβασε την παντελόνα που κολλούσε επάνω του και την είχε σιχαθεί και έμεινε εντελώς γυμνός.
Περπάτησε προς το λουτρό και ανέβηκε τα λίγα σκαλοπατάκια που είχε. Βύθισε τα πόδια του στο ζεστό νερό και ανατρίχιασε από αυτή την επαφή. Το νερό τον περικύκλωσε αμέσως, διεκδικώντας έστω και λίγο από το κορμί του. Πήρε λίγο νερό στη χούφτα του και το έριξε πάνω στο υπόλοιπο σώμα του για να συνηθίσει λίγο στη ζέστη. Οι σταγόνες κυλούσαν καυτές επάνω του και αγκάλιαζαν τον κάθε μυ του, ρέοντας σε μονοπάτια ανεξερεύνητα. Βούτηξε ως την κοιλιά του και χάρηκε από το πόσο η ζέστη τον χαλάρωνε. Το νερό κάλυπτε τον στήθος του, πλέον και βούλιαξε το κεφάλι του μέσα στο καθαρό νερό. Τα μακριά του μαλλιά έπλεαν παντού ατίθασα και ακολουθούσαν το κεφάλι του με ρυθμικές κινήσεις.
Βγήκε ξανά στην επιφάνεια και άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες. Γιατί δεν την είχε πιέσει για να του απαντήσει; Γιατί δεν το ανέφερε εκείνος το φιλί τους; Μήπως το είχε μετανιώσει; Μα είχε ανταποκριθεί και δεν αποτραβήχτηκε. Είχε κάνει τόσο λάθος; Την είχε πληγώσει μήπως; Την είχε αφήσει να δει πως θα αντιδρούσε και τώρα αναθεμάτιζε για αυτή του την απόφαση. Δε θα παραδεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Και εκείνος ήθελε να την πλησιάσει και άλλο. Όταν άνοιξε πραγματικά τα μάτια του, την είδε να κλαίει και να του ζητά συγγνώμη. Δεν ήθελε να την βλέπει να δακρύζει, ούτε να την βασανίζουν όλα αυτά που κουβαλά μέσα της. Αναστέναξε πάλι και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στη μαρμάρινη εξοχή του λουτρού. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και κοίταξε τα δάχτυλά του. Την είχε αγγίξει, είχε νιώσει τη ζεστασιά του προσώπου της και των χειλιών της. Μα δεν του έφτανε. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, κάτι μέσα του ξύπνησε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Είχε αρχίσει να γίνεται πιο απαιτητικός και την είχε προειδοποιήσει. Αν ήθελε να παίξει εκείνη, το ίδιο θα έκανε και αυτός.
Ella Sarlot