Φοίνιξ (Κεφάλαιο 3)

Παρασκευή 24 Αυγούστου, 22:00

Ξεκλείδωσε την εξώπορτα του σπιτιού και μπήκε μέσα. Έβγαλε τα παπούτσια και προχώρησε προς το σαλόνι απ'όπου και ακουγόταν αχνά ο ήχος της τηλεόρασης. Χαιρέτησε τους γονείς του που έβλεπαν τηλεόραση και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έβγαλε το κινητό από την τσέπη του τζιν του.

Μετά το περιστατικό με την Ιωάννα, εκείνος και η Θάλεια είχαν πάει μία βόλτα στην πόλη, συζητώντας και κάνοντας πλάκα, ώσπου η κοπέλα έπρεπε να φύγει για μία δουλειά. Αλλά πριν φύγει, είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα, κάτι το οποίο θα έπρεπε να είχαν κάνει από το νησί, και βρήκαν ο ένας τον άλλον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Χαμογέλασε, βλέποντας το μήνυμα της Θάλειας στο κινητό του. Ήταν η θετική απάντηση που περίμενε για την έξοδο της επόμενης μέρας. Άφησε τη συσκευή πάνω στο γραφείο του και αφού πήρε πετσέτες και καθαρές πιτζάμες, κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Ακούμπησε το μέτωπό του πάνω στην κλειστή πόρτα και πήρε μία βαθιά ανάσα. Επιτέλους, μπορούσε να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο.

Στην παλάμη του δημιουργήθηκε μία κόκκινη φλόγα, ζεστή και λαμπερή. Έκλεισε τη γροθιά, με αποτέλεσμα η φλόγα να σβήσει και τη χτύπησε πάνω στα πλακάκια του μπάνιου. Αν χτυπούσε την πόρτα θα κινούσε υποψίες και δεν το ήθελε με τίποτα αυτό.
Ή είχε παραισθήσεις ή είχε αποκτήσει υπερφυσικές δυνάμεις. Ο Τζέιμς έκλινε προς τη δεύτερη εκδοχή περισσότερο, καθώς τον προηγούμενο μήνα αυτές οι φλόγες είχαν εμφανιστεί ενώ ήταν παρόν και ένας άγνωστος, ο οποίος μόλις τις είδε, άρχισε να τρέχει και να φωνάζει «Φάντασμα! Φάντασμα!».

Έβγαλε τα γυαλιά της μυωπίας του και τα εναπόθεσε μαλακά πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου, πριν επικεντρωθεί στα μάτια του. Τα μάτια του… Το χρώμα από τις ίριδές του είχε μετατραπεί από το ζεστό καστανό, σε ένα χρυσαφί. Την πρώτη φορά που του συνέβη αυτό, έτριβε και ανοιγόκλεινε συνέχεια τα μάτια του, νομίζοντας πως τον είχε πειράξει το κασέρι το οποίο είχε φάει πρωτίστως. Αλλά αυτό του συνέβη και δεύτερη και τρίτη φορά, ώσπου το αποδέχτηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο. Στη συνέχεια, είχαν κάνει και την εμφάνισή τους οι φλόγες. Εκεί παραλίγο να κάψει το σπίτι. Για τρεις μέρες η μυρωδιά του καμμένου πλανιόταν στον αέρα, όσος καθαρός αέρας κι αν είχε μπει, και αναγκάστηκε να πει ψέματα στους γονείς του πως έκαψε το τοστ στην τοστιέρα.

Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε τη φωτιά, δε τη δημιουργούσε μόνο. Ήταν σαν ένα ξεχωριστό κομμάτι της ύπαρξής του. Αναστέναξε, παρατηρώντας στον καθρέφτη πως τα μάτια του ήταν ακόμα χρυσαφί και δεν είχαν επανέλθει στο κανονικό τους χρώμα. Γενικότερα, η όλη κατάσταση τον προβλημάτιζε, καθώς δε γνώριζε σε ποιον να στραφεί για βοήθεια. Μία σκέψη πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του. Αν ο ίδιος είχε κάποιου είδους δύναμη, αυτό σήμαινε πως οι εκδικητές της πόλης, τα Φαντάσματα, δεν ήταν μόνο ένας απλός μύθος!

Οι χρυσαφένιες ίριδες ήταν ακόμα εκεί. Ο Τζέιμς άπλωσε διστακτικά το χέρι του και με τα ακροδάχτυλά του άγγιξε την αντανάκλασή του. Τα χείλη του είχαν γίνει μία λεπτή γραμμή.
Έκλεισε τα μάτια του, έγειρε όσο πιο κοντά του επέτρεπε ο νιπτήρας στον καθρέφτη και ακούμπησε το μέτωπό του στη δροσερή επιφάνεια του γυαλιού. Απομακρύνθηκε από τον νιπτήρα και αφού ξεντύθηκε, μπήκε στη μπανιέρα και άνοιξε το νερό στο κρύο. Έπρεπε να κατευνάσει τη φωτιά και το δροσερό νερό ήταν το ιδανικό μέσο.

Αφού ντύθηκε, στέγνωσε τα μαλλιά του με μία πετσέτα και στη συνέχεια κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έκατσε στην καρέκλα του γραφείου του και άνοιξε το φορητό υπολογιστή του. Συνδέθηκε στο διαδίκτυο και άρχισε να πληκτρολογεί στην μπάρα αναζήτησης. Στα μισά της αναζήτησης, θυμήθηκε πως ο Κρίστοφερ του είχε αναφέρει ότι η Μυρτώ είχε κάποτε ασχοληθεί με διάφορους μύθους που είχαν σχέση με το υπερφυσικό και το μαγικό στοιχείο. Άρπαξε το κινητό του και έψαξε στις επαφές του για τον αριθμό της κοπέλας.

Πέμπτη 24 Αυγούστου, 22:51

Η Μυρτώ καθόταν στον αναπαυτικό καναπέ του διαμερίσματος, στο οποίο έμενε μαζί με τον αδερφό της, τον Μαξ, και διάβαζε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, πίνοντας μία κούπα τσάι, όταν το κινητό της άρχισε να χτυπάει. Πριν απαντήσει, είδε πρώτα την αναγνώριση κλήσης.

«Γεια σου Τζέιμς!».

«Καλησπέρα, Μυρτώ και συγγνώμη που παίρνω τέτοια ώρα», ακούστηκε η φωνή του νεαρού από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Μην ανησυχείς, δεν έχω πρόβλημα με την ώρα! Έγινε κάτι;», ρώτησε και ήπιε μία γουλιά από το πράσινο τσάι της.

«Όχι! Απλά έτυχε να διαβάσω κάτι και θυμήθηκα πως ο Κρις μου είχε αναφέρει ότι είχες ασχοληθεί με το υπερφυσικό κάποια στιγμή».

«Ναι, είχα κάνει μία εργασία πάνω στον μύθο των Φαντασμάτων και διαβάζω και σχετικά βιβλία για άλλους μύθους. Ενδιαφέρεσαι για κάτι συγκεκριμένο;».

«Ε, όχι! Αλλά, θα σου ήμουν ευγνώμων αν μου πρότεινες μερικά βιβλία επί του θέματος!», δήλωσε ο Τζέιμς.

«Ωραία! Θα σου στείλω τους τίτλους των βιβλίων με μερικών άρθρων σε μήνυμα», τον διαβεβαίωσε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Έμεινε να κοιτάει τη συσκευή για μερικά δευτερόλεπτα, το μυαλό της να τρέχει με χίλια. Τι ήθελε ο Τζέιμς με αυτές τις πληροφορίες; «Κι αν υποψιάζεται τίποτα για τον αδερφό του; Ή τον Μαξ, τον Άγγελο και τη Χλόη;», μονολόγησε και αποφάσισε να ενημερώσει τον Κρίστοφερ.

Μετά από δέκα λεπτά, το κινητό του κουδούνισε, σημάδι πως είχε εισερχόμενο μήνυμα.
Ήταν από τη Μυρτώ, η οποία του έστελνε τους τίτλους που του είχε υποσχεθεί.
Χωρίς να χάσει χρόνο, άρχισε να τους αναζητεί στο διαδίκτυο. Αποθήκευσε ό,τι μπόρεσε να βρει σε ηλεκτρονική μορφή και ξεκίνησε τη μελέτη. Ήταν αποφασισμένος να ξεδιαλύνει έστω και στο ελάχιστο το τοπίο.

Στις δώδεκα, τα μηνύματα και οι ειδοποιήσεις με τις ευχές από γνωστούς και φίλους για τα γενέθλιά του, είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Παρόλα αυτά, ο Τζέιμς ήταν τόσο απορροφημένος στο διάβασμα, που δεν έδωσε σημασία σε τίποτα και κανέναν. Δεν τον ένοιαξε ούτε που συμπλήρωσε το δέκατο ένατο έτος της ηλικίας του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βρει μία άκρη.

Παρασκευή 25 Αυγούστου, 9:55

Το διαμέρισμα του Κρίστοφερ είχε γίνει για ακόμα μία φορά κέντρο διερχομένων. Είχε μαζευτεί όλη η παρέα στο σαλόνι του σπιτιού και έτρωγαν το πρωινό τους. Στον έναν καναπέ είχαν στριμωχτεί ο Άγγελος, η Χλόη και η Ηλιάνα, ενώ στον άλλον ο Κρίστοφερ, η Μυρτώ και ο Μαξ.

«Ηλιαχτίδα μου», αναφώνησε ο Μαξ, απευθυνόμενος στην Ηλιάνα. «Θα έρθεις να κάτσουμε μαζί;».

Το χαμόγελό του ήταν μέχρι τα αυτιά και τα γαλανά του μάτια έλαμπαν.

«Θα ερχόμουν, αλλά δεν έχει χώρο», απάντησε η κοπέλα και δάγκωσε ένα από τα κρουασανάκια.

«Θα εκτοπίσουμε τον Κρίστοφερ και θα πάρεις τη θέση του».

Ο Κρίστοφερ γύρισε προς το μέρος του Μαξ και τα μάτια του στένεψαν. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Βρίσκεσαι σε δικό μου έδαφος».

«Τότε θα φύγει ο Άγγελος από τη θέση του για να έρθω δίπλα σου εγώ».

«Δεν υπάρχει περίπτωση, Μαξ! Θέλω να είμαι δίπλα στην κοπέλα μου!», δήλωσε ο Άγγελος και πέρασε προστατευτικά το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Χλόης. Τα μούτρα του νεαρού με τα γαλάζια μάτια έπεσαν ως το πάτωμα.

«Μπορείς να καθίσεις στην πολυθρόνα, Μαξ κι έτσι θα είσαι πιο κοντά στην Ηλιάνα», πρότεινε η Χλόη.

«Σε παρακαλώ, μην του δίνεις ιδέες», είπε μέσα από τα δόντια της η Ηλιάνα και η κοκκινομάλλα έγνεψε καταφατικά.

Ήταν έναν μήνα και κάτι στην παρέα τους και ακόμα δεν είχε καταλάβει τι παιζόταν μεταξύ του Μαξ και της κοπέλας με τα γυαλιά. Είχε ρωτήσει τη Μυρτώ μία φορά και της είχε απαντήσει πως απλά αυτή είναι η συμπεριφορά τους. Έκαναν σαν ζευγαράκι κι ας μην ήταν. Της είχε πει ότι και οι δύο έβλεπαν ο ένας τον άλλον αδελφικά και τίποτα παραπάνω, ασχέτως αν όλη η παρέα τους ήθελε μαζί ως κανονικό ζευγάρι.

«Παιδιά, λέω να τα αφήσουμε αυτά για αργότερα», πήρε το λόγο η Μυρτώ. «Σας μάζεψα εδώ για άλλο λόγο».

Έκανε μία παύση για να κεντρίσει την προσοχή των υπολοίπων και συνέχισε. «Λοιπόν, μπορεί να μην ακουστεί τόσο σοβαρό, όμως εγώ θα το αναφέρω. Χθες το βράδυ κατά τις έντεκα, με πήρε τηλέφωνο ο Τζέιμς και μου ζήτησε να του πω μερικούς τίτλους βιβλίων σχετικών με μύθους».

«Ωραία, και;», αναφώνησε ο Άγγελος. «Το παιδί προφανώς ενδιαφέρεται για το θέμα».

«Δήλωσε ο ζωντανός μύθος», σχολίασε η Χλόη, αλλά το αγόρι της την αγνόησε.

«Ναι, αλλά ο Τζέιμς ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για μύθους και μαγείες και τα σχετικά. Τι τον έπιασε τώρα στα ξαφνικά και θέλει να ασχοληθεί με αυτό;», είπε ο Κρίστοφερ σκεφτικός με το βλέμμα του καρφωμένο στην κούπα με τον καφέ του.

«Παιδιά, μη μεγαλοποιείτε τόσο πολύ το θέμα!», δήλωσε η Ηλιάνα, σηκώνοντας αμυντικά το ένα της χέρι. «Μπορεί, απλά, ο Τζέιμς να απέκτησε ένα ενδιαφέρον για μύθους. Δεν είναι δα και τόσο περίεργο!».

«Αποκλείεται! Ο αδερφός μου άκουγε τη λέξη μύθος και άλλαζε δρόμο! Είναι τέρας λογικής, δεν ασχολείται με τέτοια πράγματα!».

«Τότε ίσως να του συνέβη κάτι και να αναθεώρησε την άποψή του και να θέλει να το ψάξει περαιτέρω», δήλωσε η Χλόη. «Σε αυτή την πόλη όπου ζούμε, δεν είναι ανάγκη κάποιος να ψάξει και πολύ για να βρει κάτι το μη φυσιολογικό».

Οι τρεις νεαροί αλληλοκοιτάχτηκαν έντρομοι. Ο Κρίστοφερ είχε χλωμιάσει.

«Κρις, υπάρχει περίπτωση ο Τζέιμς να έχει καταλάβει πως δε δουλεύεις στο μπαρ τα βράδια;», ρώτησε ο Μαξ.

«Ειλικρινά δεν έχω ιδέα...».

«Ή μπορεί να είδε κανέναν άλλον από τα Φαντάσματα να τριγυρνάει στους δρόμους», έκανε μία απόπειρα να τους καθησυχάσει η Μυρτώ.

«Εκτός κι αν αυτή την όρεξη για μάθηση του τη δημιούργησε η δική μου υπόθεση, πριν από δύο μήνες», δήλωσε η Χλόη.

«Δε θυμάμαι να αναφέραμε τίποτα από την υπόθεση με το Μαύρο Ρόδο υπό την παρουσία του Τζέιμς, όμως», είπε ο Άγγελος.

«Δηλαδή, δε σου περνάει από το μυαλό ότι, ίσως, να άκουσε τίποτα;».

«Από πού, βρε Χλόη; Αφού ήμαστε πολύ προσεκτικοί!», της απάντησε. Η κοκκινομάλλα, όμως, δεν πείστηκε. Πήρε την κούπα της από το χαμηλό τραπέζι και ήπιε μία γουλιά από τον καφέ της, ο οποίος είχε κρυώσει πια.

«Μπορεί από αλλού!».

«Ηρεμήστε λίγο!», φώναξε σχεδόν η Ηλιάνα. «Χρησιμοποιείστε λίγο τη λογική σας! Ο Τζέιμς μπορεί να διάβασε κανένα σχετικό άρθρο και να ήθελε να το ψάξει περισσότερο!».

«Όντως», συμφώνησε ο Μαξ. «Δεν περιστρέφονται όλα γύρω από εμάς και τις μυστικές μας ταυτότητες».Χτύπησε φιλικά τον Κρίστοφερ στον ώμο. «Οπότε, δεν είναι ανάγκη να αγχωνόμαστε, Κρις. Και ιδιαίτερα εσύ».

Ο φίλος του απλά κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Έχετε δίκιο».

«Ωραία και τώρα που δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, πάμε να του κάνουμε εκείνη την έκπληξη που λέγαμε!», δήλωσε χαρούμενα η Ηλιάνα.

«Κι αν χρειαστεί οποιαδήποτε πληροφορία ο αδερφός σου, Κρις, μπορεί να ρωτήσει τον Άγγελο, μιας και είναι ένας ζωντανός μύθος!», σχολίασε περιπαιχτικά η Χλόη και χαμογέλασε.

«Ναι, είμαι, εντάξει;».

«Το ξέρουμε πως είναι το Λευκό Ρόδο, το παιδί από εδώ», σχολίασε ο Μαξ.

«Πόσων χρονών είπαμε, ότι είσαι, αγάπη μου;».

«Θα γίνω είκοσι το Νοέμβριο», απάντησε εκείνος και η κοπέλα ξερόβηξε.

«Δεν εννοούσα αυτή την ηλικία, Άγγελέ μου».

«Καλά καλά, νίκησες!», αναφώνησε ο Άγγελος, ο οποίος είχε γίνει κόκκινος σαν ντομάτα. «Είμαι πεντα-».

«Πόσο είσαι; Για πες πιο δυνατά, γιατί δε σε ακούω!», είπε ο Μαξ και τοποθέτησε την παλάμη στο αυτί του σαν χωνί.

«Είμαι πεντακοσίων ετών!», απάντησε γρήγορα και χαμηλόφωνα. «Το είπα! Ό,τι ακούσατε, ακούσατε!». Γύρισε προς την κοπέλα του και την αγριοκοίταξε. «Θα τα πούμε στο σπίτι εμείς».

«Είσαι τόσο μεγάλος;», φώναξε έκπληκτη η Ηλιάνα.

«Αυτό ούτε κι εμείς δεν το γνωρίζαμε!», αναφώνησε ο Κρίστοφερ.

«Και μετά έλεγες εμένα παππού! Μαθουσάλα!», έκανε θιγμένος ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. «Κανονικά εγώ θα έπρεπε να σε κοροϊδευω που είσαι μισή χιλετία!».

«Πω, πω... Μπορεί να μπεις και φυλακή που τα έχεις με ανήλικο», σχολίασε η Ηλιάνα.
Στο μεταξύ η Χλόη είχε σκάσει στα γέλια με την κατάσταση.

«Την αποπλάνησες ωραία και καλά και τώρα την εκμεταλλεύεσαι!», συμπλήρωσε ο Μαξ.

«Εκείνη το ήξερε πριν γίνουμε ζευγάρι, εντάξει!», δήλωσε ο Άγγελος.

«Όλοι έτσι λένε στο δικαστήριο», είπε ο Κρίστοφερ.

«Εντάξει, τέρμα η πλάκα, μην κοροϊδεύετε άλλο τον Άγγελο, έχει και μία άλφα ηλικία, δεν τα αντέχει αυτά!», έκανε η Χλόη και αγκάλιασε το αγόρι της.

«Εσύ το άρχισες, μικρέ δαίμονα, όλο αυτό και τώρα λες να σταματήσουν;».

«Ω, ναι», του απάντησε αθώα και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. «Η εκδίκηση είναι πιάτο που τρώγεται κρύο».

Χαμογέλασε διαβολικά και σηκώθηκε από τη θέση της με τον Άγγελο να τη μιμείται. «Λοιπόν, θα πάμε να πάρουμε τούρτα για την έκπληξη;».

«Δεν είναι ανάγκη να αγοράσουμε», είπε η Μυρτώ. «Του έφτιαξα εγώ μία χτες».

«Ο Άγγελος δε θα φάει από τη σπιτική και πεντανόστιμη τούρτα σου αδερφούλα μου, γιατί πρέπει να προσέχει το σάχαρό του!», σχολίασε ο Μαξ, με αποτέλεσμα να κερδίσει ένα δολοφονικό βλέμμα από τον φίλο του.




Ξανθίππη Γιωτοπούλου