ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ
Ξυπνάω από τον ξαφνικό γδούπο, που τραντάζει ολόκληρο το πλοίο και τινάζομαι ανήσυχος, όταν δεν βρίσκω την Σελέστ στο πλάι μου. Ντύνομαι βιαστικά με τα πεταμένα στο πάτωμα ρούχα μου και βγαίνω έξω στο κρύο πρωινό, για να βρω τους άντρες μου παραταγμένους απέναντι από τους άντρες του Μπράιντεν. Καταπίνω τον κόμπο, που μου φράζει τον λαιμό, όταν διακρίνω τη Σελέστ, να παλεύει στα χέρια του. Τι συμβαίνει; Πλησιάζω τον Φόστερ τρίβοντας τα μάτια μου από την έκπληξη και σφίγγω τη λαβή του ξίφους μου.
«Μπράιντεν». Φωνάζω πάνω από την οχλοβοή του πλοίου του, καθώς γδέρνει το Τίβερτον στα πλάγια. Το ξύλο ξεφλουδίζει και σε αρκετά σημεία ραγίζει. «Τι νομίζεις, ότι κάνεις; Ποιο το νόημα όλο αυτού;»
«Πρόκειται, να πάρω την Σελέστ. Λυπάμαι… όμως δεν μπορώ, να σου εμπιστευτώ την Κρήνη και την ασφάλειά της για τους άπληστους σκοπούς σου». Απαντάει βλοσυρός. «Δεν θεωρώ, ότι είσαι σαν τους αδερφούς σου, γι’ αυτό θα σε αφήσω, να ζήσεις. Επιθυμώ, να το λύσουμε αυτό χωρίς μάχη».
Σφίγγω τα χείλη μου και ξεφυσάω προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι γρήγορα. Τι τον έπιασε τώρα αυτόν τον ανόητο; Αφήνοντας τον Φόστερ και τους στρατιώτες μου πίσω, προσεγγίζω τις γραμμές τους και στέκομαι ακριβώς μπροστά από τον Μπράιντεν. Η Σελέστ παλεύει, να τον σπρώξει από κοντά της και να έρθει στο πλάι μου, παρόλα αυτά δεν κάνω καμία κίνηση, για να την βοηθήσω.
«Άσε με, να φύγω. Δεν έχεις το δικαίωμα, να αποφασίζεις για μένα». Τσιρίζει παρακλητικά. «Μπράιντεν…»
«Μπορούμε, να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;» ρωτάω, όμως εκείνος κουνάει το κεφάλι του αμέσως αρνητικά εκνευρίζοντάς με. «Εντάξει… θα σου πω, ότι έχω, να πω εδώ τότε». Δεν έχω σε τίποτα, να σε σκοτώσω μπροστά στους άντρες σου μπάσταρδε πειρατή. «Ο Φρεντέρικο θα κάνει τα πάντα, για να πάρει την Κρήνη και να την ενεργοποιήσει, για να εξαφανίσει τα υπόλοιπα κράτη. Μπορείς, να φύγεις μαζί της και να την κρύψεις, όμως πάντοτε θα είσαι κυνηγημένος. Δε θα σταματήσει, ώσπου να την πάρει και όταν το κάνει, θα σε σκοτώσει με τον χειρότερο τρόπο».
»Κρατώ την Σελέστ κοντά μου, επειδή έχω αισθήματα για εκείνη, όπως και αυτή για μένα. Το μόνο που επιθυμώ, είναι η ασφάλειά της και δε θα σε εμποδίσω, να την κλέψεις, αν νομίζεις, ότι θα την προστατέψεις καλύτερα από μένα. Έχω σκοπό, να εμποδίσω τον αδερφό μου, να ανέβει στο θρόνο του Στάρενιθ και χρειάζομαι τη στήριξή σου, για να το πετύχω. Δεν επιθυμώ, να κυβερνήσω σε ολόκληρο τον πλανήτη… απλά θέλω ο λαός μου, να αποκτήσει και πάλι την ειρήνη, που του αξίζει. Το μέλλον της Κρήνης δε με απασχολεί. Μπορείς, να κάνεις, ότι θες μαζί της από τη στιγμή, που δε βάλεις σε κίνδυνο κανέναν αθώο. Το υπόσχομαι».
«Πολλοί είναι αυτοί που παρακολουθούν το παιχνίδι σου για την κατάκτηση του θρόνου του Στάρενιθ πρίγκιπα Γκασπάρντ. Αν αποτύχεις, να φέρεις σε πέρας τα σχέδιά σου, η Μπουργκότζια και οι εναπομείναντες της Ραϊκούρια θα εκδικηθούν και θα αφανίσουν τον οποιονδήποτε. Θα τους καθυστερήσω για χάρη σου, αν όμως… δεν υπογραφεί καμία Συνθήκη Ειρήνης, εγώ θα είμαι αυτός, που θα τους οδηγήσω στον χαμό σου». Λέει αυστηρά και δεν αφήνει περιθώρια αντιρρήσεων.
Απλώνω το χέρι μου ελπίζοντας για το καλύτερο και ο Μπράιντεν το σφίγγει διστακτικά. Μου παραδίδει τη Σελέστ και οπισθοχωρεί ανέκφραστος.
«Σκέψου καλά, τι σου είπα». Γρυλίζει γυρνώντας στο πλοίο του.
Η Σελέστ με αγκαλιάζει τρέμοντας και την φιλώ στην κορυφή του κεφαλιού της αναστενάζοντας από ανακούφιση. Σηκώνω το βλέμμα μου στον ορίζοντα, όπου έχει αρχίσει, να φαίνεται η γη και το κάστρο του Στάρενιθ. Επιτέλους φτάνω στο σπίτι. Έπειτα από τόσες ημέρες απουσίας, γυρίζω πίσω και ο χρόνος έχει αρχίσει, να με πιέζει ασφυκτικά.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Ξυπνάω από τον ξαφνικό γδούπο, που τραντάζει ολόκληρο το πλοίο και τινάζομαι ανήσυχος, όταν δεν βρίσκω την Σελέστ στο πλάι μου. Ντύνομαι βιαστικά με τα πεταμένα στο πάτωμα ρούχα μου και βγαίνω έξω στο κρύο πρωινό, για να βρω τους άντρες μου παραταγμένους απέναντι από τους άντρες του Μπράιντεν. Καταπίνω τον κόμπο, που μου φράζει τον λαιμό, όταν διακρίνω τη Σελέστ, να παλεύει στα χέρια του. Τι συμβαίνει; Πλησιάζω τον Φόστερ τρίβοντας τα μάτια μου από την έκπληξη και σφίγγω τη λαβή του ξίφους μου.
«Μπράιντεν». Φωνάζω πάνω από την οχλοβοή του πλοίου του, καθώς γδέρνει το Τίβερτον στα πλάγια. Το ξύλο ξεφλουδίζει και σε αρκετά σημεία ραγίζει. «Τι νομίζεις, ότι κάνεις; Ποιο το νόημα όλο αυτού;»
«Πρόκειται, να πάρω την Σελέστ. Λυπάμαι… όμως δεν μπορώ, να σου εμπιστευτώ την Κρήνη και την ασφάλειά της για τους άπληστους σκοπούς σου». Απαντάει βλοσυρός. «Δεν θεωρώ, ότι είσαι σαν τους αδερφούς σου, γι’ αυτό θα σε αφήσω, να ζήσεις. Επιθυμώ, να το λύσουμε αυτό χωρίς μάχη».
Σφίγγω τα χείλη μου και ξεφυσάω προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι γρήγορα. Τι τον έπιασε τώρα αυτόν τον ανόητο; Αφήνοντας τον Φόστερ και τους στρατιώτες μου πίσω, προσεγγίζω τις γραμμές τους και στέκομαι ακριβώς μπροστά από τον Μπράιντεν. Η Σελέστ παλεύει, να τον σπρώξει από κοντά της και να έρθει στο πλάι μου, παρόλα αυτά δεν κάνω καμία κίνηση, για να την βοηθήσω.
«Άσε με, να φύγω. Δεν έχεις το δικαίωμα, να αποφασίζεις για μένα». Τσιρίζει παρακλητικά. «Μπράιντεν…»
«Μπορούμε, να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;» ρωτάω, όμως εκείνος κουνάει το κεφάλι του αμέσως αρνητικά εκνευρίζοντάς με. «Εντάξει… θα σου πω, ότι έχω, να πω εδώ τότε». Δεν έχω σε τίποτα, να σε σκοτώσω μπροστά στους άντρες σου μπάσταρδε πειρατή. «Ο Φρεντέρικο θα κάνει τα πάντα, για να πάρει την Κρήνη και να την ενεργοποιήσει, για να εξαφανίσει τα υπόλοιπα κράτη. Μπορείς, να φύγεις μαζί της και να την κρύψεις, όμως πάντοτε θα είσαι κυνηγημένος. Δε θα σταματήσει, ώσπου να την πάρει και όταν το κάνει, θα σε σκοτώσει με τον χειρότερο τρόπο».
»Κρατώ την Σελέστ κοντά μου, επειδή έχω αισθήματα για εκείνη, όπως και αυτή για μένα. Το μόνο που επιθυμώ, είναι η ασφάλειά της και δε θα σε εμποδίσω, να την κλέψεις, αν νομίζεις, ότι θα την προστατέψεις καλύτερα από μένα. Έχω σκοπό, να εμποδίσω τον αδερφό μου, να ανέβει στο θρόνο του Στάρενιθ και χρειάζομαι τη στήριξή σου, για να το πετύχω. Δεν επιθυμώ, να κυβερνήσω σε ολόκληρο τον πλανήτη… απλά θέλω ο λαός μου, να αποκτήσει και πάλι την ειρήνη, που του αξίζει. Το μέλλον της Κρήνης δε με απασχολεί. Μπορείς, να κάνεις, ότι θες μαζί της από τη στιγμή, που δε βάλεις σε κίνδυνο κανέναν αθώο. Το υπόσχομαι».
«Πολλοί είναι αυτοί που παρακολουθούν το παιχνίδι σου για την κατάκτηση του θρόνου του Στάρενιθ πρίγκιπα Γκασπάρντ. Αν αποτύχεις, να φέρεις σε πέρας τα σχέδιά σου, η Μπουργκότζια και οι εναπομείναντες της Ραϊκούρια θα εκδικηθούν και θα αφανίσουν τον οποιονδήποτε. Θα τους καθυστερήσω για χάρη σου, αν όμως… δεν υπογραφεί καμία Συνθήκη Ειρήνης, εγώ θα είμαι αυτός, που θα τους οδηγήσω στον χαμό σου». Λέει αυστηρά και δεν αφήνει περιθώρια αντιρρήσεων.
Απλώνω το χέρι μου ελπίζοντας για το καλύτερο και ο Μπράιντεν το σφίγγει διστακτικά. Μου παραδίδει τη Σελέστ και οπισθοχωρεί ανέκφραστος.
«Σκέψου καλά, τι σου είπα». Γρυλίζει γυρνώντας στο πλοίο του.
Η Σελέστ με αγκαλιάζει τρέμοντας και την φιλώ στην κορυφή του κεφαλιού της αναστενάζοντας από ανακούφιση. Σηκώνω το βλέμμα μου στον ορίζοντα, όπου έχει αρχίσει, να φαίνεται η γη και το κάστρο του Στάρενιθ. Επιτέλους φτάνω στο σπίτι. Έπειτα από τόσες ημέρες απουσίας, γυρίζω πίσω και ο χρόνος έχει αρχίσει, να με πιέζει ασφυκτικά.
Ηλιάνα Κλεφτάκη