Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 14)

Τι συνέβη; Πού βρίσκομαι; Τα αυτιά μου βουίζουν και το κεφάλι μου πονάει. Ακούω ήχους μακρινούς, αλλά δεν μπορώ να ανοίξω ακόμη τα μάτια μου. Σιγά σιγά η εικόνα μπροστά μου καθαρίζει, συνεχίζει βέβαια να είναι λίγο θολή. Βλέπω ένα τούνελ. Όχι, δεν είναι τούνελ. Δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς τι είναι. Μπροστά μου πέντε φιγούρες μαζεύονται.
Τα μάτια μου πλέον ανοίγουν εντελώς, αλλά τα αυτιά μου ακόμα βουίζουν. Είναι τα άλλα πέντε άτομα που ήταν μαζί μας στον ναό. Όλοι φαίνονται να είναι καλά. Ένας πόνος κοντά στο δεξί μου αυτί μου τραβάει την προσοχή. Βάζω το χέρι μου και βλέπω στα δάχτυλά μου αίμα. Ευτυχώς δεν είναι αρκετό για να με κάνει να χάσω τις αισθήσεις μου. Τα αυτιά μου ηρεμούν και ακούω τα άτομα μπροστά μου που προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο. Κοιτάζω καλύτερα γύρω μου. Φαίνεται πως είμαι σε έναν υπόγειο λαβύρινθο. Είναι σαν υπόγεια στοά εδώ κάτω. Κοιτάζω προς τα πάνω και κάπου πολύ ψηλά διακρίνω τον ουρανό. Είναι αδύνατον να φτάσουμε μέχρι εκεί με γυμνά χέρια. Η έξοδος βρίσκεται εδώ κάτω. Για μια στιγμή… Πού είναι η Εχεκράτεια; Σηκώνομαι απότομα όρθιος και κοιτάζω γύρω μου. Δεν τη βλέπω πουθενά. Λες να σώθηκε;
«Ει! Παιδιά! Η κοπέλα χρειάζεται βοήθεια!» ακούω μερικά μέτρα μπροστά μου να φωνάζει ένας άντρα γύρο στα εικοσιπέντε.
Με το που καταλαβαίνω ότι εννοεί την κοκκινομάλλα, τρέχω προς το μέρος του. Έχουν ξεκινήσει ήδη να βγάζουν μπάζα από μια μεριά και μόλις φτάνω εκεί βλέπω το σώμα της παγιδευμένο κάτω από τεράστιες πέτρες. Ω, Θεέ μου! Τα πόδια της έχουν γίνει ένα με το πάτωμα και φαίνεται σαν να μην μπορεί να πάρει ανάσα από τον πόνο. Στα χέρια και στο πρόσωπό της έχει αίμα και χώμα. Μάλλον προσπαθεί αρκετή ώρα να απεγκλωβιστεί ολομόναχη. Πάω κοντά της και τη σφίγγω πάνω μου για να της δείξω ότι είμαι εκεί. Έπειτα αρχίζω να βοηθάω με όλη μου τη δύναμη να βγάλουμε τις κοτρόνες από πάνω της. Δεν μπορεί να μιλήσει. Μόνο βογκάει και πιέζεται. Βγάζει μια δυνατή κραυγή μόλις βγάζουμε τον μεγάλο βράχο πάνω από το δεξί της πόδι και το σώμα της πέφτει πίσω πονεμένο και ανακουφισμένο ταυτόχρονα.

Όλοι την κοιτάζουν με τρόμο και ακολουθώ το βλέμμα τους. Τα πόδια της είναι σκισμένα και σπασμένα. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κουνηθεί. Ένας μελαχρινός τύπος με γένια κοιτάζει τους υπόλοιπους και τους κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Και μετά... Μετά απλώς γυρνάει την πλάτη του και φεύγει. Τι στο καλό κάνει; Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ μαζί του. Πιάνω σφιχτά το χέρι της Εχεκράτειας και την κοιτάζω στα μάτια. Βαριανασαίνει γρήγορα και με κοιτάζει τρομαγμένη.

«Μη με αφήσεις…» μου λέει και τα μάτια της είναι έτοιμα να κοκκινίσουν ξανά από τα δάκρυά της.

«Δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ» της λέω καθησυχαστικά.

Η Εχεκράτεια ηρεμεί λίγο και τα δάκρυα που πήγαν να γεμίσουν τα μάτια της γίνονται λευκά. Ιδρώτας τρέχει στο μέτωπό της και σηκώνει το κεφάλι της για να κοιτάξει γύρω της. Ένας ακόμα έφυγε ενώ οι υπόλοιποι κοιτάζονται μεταξύ τους. Ένα νεαρό αγόρι γύρο στα είκοσι σκύβει δίπλα μου κοντά στην κοκκινομάλλα. Εξετάζει το πόδι της και με κοιτάζει πίσω ανήσυχος. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι χωρίς να μου μιλήσει. Τι σημαίνει αυτό τέλος πάντων; Την παρατώ και φεύγω; Δε βοηθάει με το κουταβίσιο βλέμμα του, δεν το καταλαβαίνει; Κανείς δε βοηθάει. Δεν πρόκειται να μείνω να την κοιτάζω χωρίς να κάνω κάτι. Σκίζω το ύφασμα γύρο από το πόδι της και εκείνη μορφάζει από τον πόνο, παρόλο που την κούνησα ελάχιστα. Με πονάει πολύ που τη βλέπω έτσι, αλλά δεν πρόκειται να την αφήσω να πεθάνει. Όχι έτσι.

Με το ύφασμα που έκοψα τυλίγω το πόδι της στη μέση του μηρού της, για να σταματήσω την αιμορραγία. Βγάζω την μπλούζα μου και την τοποθετώ πάνω στο μεγάλο τραύμα κάτω από το γόνατό της και την πιέζω ελαφρά. Συγγνώμη για αυτό. Μια κραυγή βγαίνει από μέσα της και το αγόρι δίπλα μου της πιάνει το χέρι.

«Επικαλέσου τον προστάτη σου και ίσως σε βοηθήσει…» της λέει και έπειτα σηκώνεται και φεύγει. Τον κοιτάζω που απομακρύνεται. Τι λέει; Ποιον προστάτη;

«Φίλε, αν θες να ζήσεις και εσύ πρέπει να την αφήσεις. Δεν έπρεπε να έρθει εδώ. Δεν είναι μέρος για γυναίκες. Είναι αδύναμες» Η Εχεκράτεια δίπλα μου δεν μπορεί να του απαντήσει, αλλά τη νιώθω να βράζει ολόκληρη από τα νεύρα της. Εγώ μέχρι τώρα στη ζωή μόνο δυνατές γυναίκες γνώρισα. Δεν ξέρω που βλέπουν το αδύναμο.

«Άλλωστε, γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι άρχοντες ήταν πάντα άντρες» λέει ο άλλος δίπλα του και τον κοιτάζω αγριεμένος.

Δε γνωρίζουν για τη Spero. Κανείς δεν αναφέρθηκε ποτέ σε εκείνη. Ήταν η αρχόντισσα του Απολλώνιου Τάγματος. Αλλά όλα διαγράφηκαν. Κανείς δε γνωρίζει την ύπαρξή της. Κανείς δεν αναρωτήθηκε ποτέ για τον δέκατο άγγελο. Όλοι φεύγουν μακριά. Θυμωμένος αφήνω το χέρι της Εχεκράτειας και σηκώνομαι όρθιος.

«Ει! Νομίζετε ότι είστε δυνατοί; Νομίζεται ότι μπορείτε να ηγηθείτε μιας στρατιάς, όταν δεν μπορείτε να σώσετε τον έναν; Πώς νομίζετε ότι θα καταφέρετε να ακουμπήσετε τα ιερά όπλα;» τους φωνάζω. Όλοι γυρνούν και με κοιτούν με μισό μάτι.

«Ο πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας είναι εμπόδιο και καταστροφή για όλη την ομάδα. Για αυτό καλύτερα να εξαφανιστεί» λέει ο άντρας με τα γένια, γυρνάει την πλάτη του και συνεχίζει μπροστά του.

«Δεν μπορούμε να διακινδυνέψουμε το μέλλον όλων για τον έναν» λέει ο τύπος που μίλησε πριν λίγο στην Εχεκράτεια και φεύγει. Οι υπόλοιποι τον ακολουθούν. Τι λογική είναι αυτή;

«Ηρέμησε. Θα τα καταφέρω μόνη μου». Η κοκκινομάλλα με σφίγγει από το παντελόνι για να την ακούσω.

Ένας από αυτούς τότε σταματάει απότομα. Ενώ οι άλλοι φεύγουν, εκείνος γυρίζει και μας κοιτάζει. Δεν ξέρω γιατί σταμάτησε. Είναι αδύνατον να άκουσε τι είπε η Εχεκράτεια. Απλώς στέκεται εκεί ακίνητος. Και μας κοιτάζει… Περιμένει να δει τι θα κάνουμε. Τι πρόβλημα έχουν όλοι τους; Πάω πάνω από το μικροκαμωμένο της σώμα και προσπαθώ πολύ απαλά να τη σηκώσω καθιστή, για να καταφέρει να δει το πόδι της. Με τρεμάμενα χέρια και κοφτή ανάσα βάζει το χέρι της λίγο πιο κάτω από το σημείο που της το έδεσα πριν λίγο. Κλείνει τα μάτια της και, καθώς τα σφίγγει με δύναμη, ένα κόκκινο δάκρυ πέφτει από τα βλέφαρά της. Ο άντρας μπροστά μας μας πλησιάζει αργά με εξεταστικό βλέμμα. Τι; Δεν είναι συνηθισμένο για αυτούς να κλαίνε αίμα; Περίμενα ότι όλοι, που είναι σαν την Εχεκράτεια, είναι έτσι. Εκείνου όμως του φάνηκε πρωτόγνωρο και έτσι πλησίασε διστακτικά.

Το χέρι της βγάζει ένα πολύ ανοιχτό γαλάζιο φως, σαν το χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού. Η ανάσα της κόβεται απότομα. Δεν είναι όπως στα οράματά της. Κρατάει την αναπνοή της με δύναμη γιατί υποφέρει από τον πόνο. Τα δάκρυά της γίνονται και πάλι λευκά και το τραύμα της κλείνει. Απίστευτο! Θεραπεύει τον εαυτό της. Το αγόρι φτάνει σχεδόν δίπλα μου και την κοιτάζει άναυδος. Η Εχεκράτεια σταματάει. Το χέρι της πέφτει στο πλάι, όπως και το σώμα της πίσω. Χάνει τις αισθήσεις της από την κούραση. Βγάζω το κομμάτι ύφασμα από τον μηρό της και καθαρίζω με αυτό την περιοχή. Το αίμα αφήνει πίσω του ίχνη, αλλά δεν υπάρχει πλέον πληγή. Το αγόρι πιάνει το πόδι της, κλείνει για μια στιγμή τα μάτια και μετά με κοιτάζει έκπληκτος.

«Δεν έχει τίποτα» μου λέει καθώς σηκώνεται όρθιος. «Δεν μπορεί…» Γιατί είναι τόσο αναστατωμένος; «Δεν… Δεν καταλαβαίνω. Πώς το έκανε αυτό τόσο γρήγορα; Είναι αδύνατον! Αυτό θέλει μήνες από θεραπευτή και μόνο! Τι τρέχει με αυτή τη γυναίκα;» Με αρπάζει απότομα από τους γυμνούς μου ώμους και με χτυπάει στον τοίχο. Όλοι εδώ μέσα είναι τρελοί! Δεν εξηγείται αλλιώς!

«Σε ρώτησα κάτι! Πες μου τι ξέρεις για αυτή τη γυναίκα!» φωνάζει και μια γροθιά έρχεται απειλητικά κατά πάνω μου.

Ο εγκέφαλος μου μπαίνει σε εγρήγορση και τα νεύρα μου τσιτώνονται. Τον κοιτάζω βαθιά μέσα στα μάτια και η γροθιά του σταματάει. Το χέρι του τρέμει και βάζει όλη του τη δύναμη για να προσπεράσει αυτό που τον σταματάει. Νιώθω το αίμα μου να παίρνει φωτιά μέσα στις φλέβες μου. Ο χώρος γύρω μου σκοτεινιάζει και μια αίσθηση μίσους και αηδίας με κατακλύζει. Το αγόρι πετάγεται πίσω στο πάτωμα κοντά στην κοκκινομάλλα. Κοιτάζει μια εμένα και μια εκείνη τρομαγμένος. Σηκώνεται όρθιος και αρχίζει και τρέχει μακριά, κοιτάζοντας κάθε λίγο πίσω του. Ξαφνικά ένα βουητό ακούγεται πάλι στο κεφάλι μου και ο κόσμος ξανά έρχεται στο κανονικό του χρώμα. Η Εχεκράτεια αρχίζει να βήχει και νιώθω έναν τεράστιο πόνο στο χέρι μου, μέχρι και τη βάση του κρανίου μου. Τι έγινε; Χτύπησα καθώς έπεφτα; Μα πριν λίγο δεν ένιωθα κάτι.

Ο ήχος σταματάει και πάω κοντά στην κοκκινομάλλα. Την παίρνω στα χέρια μου και ακολουθώ το μονοπάτι που ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Τυλίγει το αριστερό χέρι της γύρω μου, αλλά δεν έχει δύναμη για να στηριχτεί και έτσι την κρατάω όσο πιο καλά μπορώ. Το δεξί της χέρι κρέμεται στο πλάι. Τελικά τη βλέπω να το στηρίζει πάνω στην κοιλιά της. Φαίνεται σαν να μην μπορεί να το κουνήσει. Όσο προχωράμε έχει κλειστά τα μάτια της και φαίνεται να ξεκουράζεται πάνω μου. Είναι κρύα και κρατάει σφιχτά τη ματωμένη μπλούζα μου, με το χέρι που έχει βάλει πάνω από τον λαιμό μου. Δεν κάνει κρύο εδώ κάτω. Δεν είναι φυσιολογική η θερμοκρασία της.

Καθώς το σκοτάδι μέσα στα τούνελ βαθαίνει, παρατηρώ το ταλαιπωρημένο πρόσωπό της. Δεν μπορεί έτσι απλά να με συμπάθησε και να με ακολούθησε ως εδώ. Θυσίασε τόσα πολλά και συνεχίζει να πονάει για να με βοηθήσει. Δεν μπορώ να καταλάβω ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της. Καθώς αναλογίζομαι όλα αυτά, βλέπω μια τούφα από τα μαλλιά της να γυαλίζει. Είναι λευκή… Την επόμενη στιγμή η τούφα γίνεται πάλι κόκκινη. Μήπως το λιγοστό φως παίζει παιχνίδια με τα μάτια μου; Τι έγινε μόλις τώρα; Μετά από μερικές στιγμές, βλέπω μπροστά μου φως και η χαρά μου δεν περιγράφεται. Βρήκαμε την έξοδο! Η Εχεκράτεια ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάζει. Μου χαμογελάει και κουνάει το δεξί της χέρι. Το κουνάει με δυσκολία και το ακουμπάει πάνω στο στέρνο μου. Τελικά το φως που είδα ήταν απλώς μια δάδα μέσα στον μεγάλο λαβύρινθο. Τίποτα παραπάνω. Νιώθω το χέρι της ζεστό πάνω μου, παρόλο που το υπόλοιπο σώμα της είναι κρύο.

«Σε ευχαριστώ που έμεινες δίπλα μου» μου λέει γλυκά και κατεβάζει το χέρι της πάλι στην κοιλιά της. «Και που με βοηθάς».

«Δεν μπορούσα να σε αφήσω πίσω» της λέω ήρεμος καθώς φτάνουμε σε μια διακλάδωση και προσπαθώ να σκεφτώ προς τα πού να πάμε.

«Δεξιά πήγαινε» μου λέει και ακολουθώ κατευθείαν τη συμβουλή της. Παρόλο που προχωράμε αρκετή ώρα, δεν είμαι ακόμη κουρασμένος. Ίσα ίσα, νιώθω χαρά που η Εχεκράτεια είναι καλά και κανένα αρνητικό συναίσθημα δεν μπορεί να μου πάρει την ανακούφιση. Νιώθω ξαφνικά αυτοπεποίθηση πως θα βρούμε την άκρη.

Για αρκετή ώρα επικρατεί ησυχία. Αλλά τελικά δεν μπορώ να κρατήσω τις απορίες μου.

«Ποιος είναι ο προστάτης σου;» τη ρωτάω χωρίς καν να την κοιτάξω.

«Τι;» λέει με απορία καθώς σηκώνει το κεφάλι της.

«Ποιος είναι ο προστάτης σου;» επαναλαμβάνω πιο αργά και με επιβλητικό ύφος, αφού περιμένω μια ολοκληρωμένη απάντηση. Το κεφάλι της στηρίζεται ξανά πάνω στον ώμο μου για να βολευτεί.

«Όλα τα φωτισμένα παιδιά έχουν έναν προστάτη που τους καθοδηγεί, αλλά εμένα δε με επέλεξε ποτέ κανείς. Κανείς δεν ήθελε ένα παιδί σαν εμένα». Γιατί τι έχεις εσύ; Για ποιο λόγο να μην προστατέψει κάποιος ένα παιδάκι;

«Το αγόρι πριν, μόλις είδε το αίμα στα μάτια σου και τη θεραπευτική σου ικανότητα… μου επιτέθηκε. Είπε ότι δεν μπορεί κάποιος να το κάνει αυτό. Ή κάτι τέτοιο. Θέλω να ακούσω την αλήθεια αυτή τη φορά» της λέω καθώς στρίβω αριστερά σε μια γωνία. Δε μου είπε να πάω αλλού, οπότε το ένστικτό μου ήταν σωστό. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνει ξανά το κεφάλι της.

«Δεν... Δεν μπορώ να σου εξηγήσω γιατί κλαίω αίμα. Είναι πολύ μπερδεμένο έτσι και αλλιώς. Δεν έχει σημασία…» Μασάει τα λόγια της και δε μου αρέσει... «Όσο για την αυτό-ίαση υπάρχει λόγος που έμεινε έκπληκτος. Λίγοι έχουν το χάρισμα του θεραπευτή. Οι πληγές μου ήταν θανατηφόρες και χρειάζεται πολύς καιρός για να θεραπευτεί κάτι τέτοιο» μου απαντάει και κοιτάζει μπροστά μας.

«Η Mater μου έμαθε τα μυστικά της ιατρικής και της θεραπείας. Σε συνδυασμό με τη μεγάλη δύναμή μου, μπόρεσα να μάθω πολλά. Δεν είναι κάτι κακό. Σπάνιο ναι. Αλλά τίποτα παραπάνω» συνεχίζει αμήχανα και σταματάω.

Πρώτα ο άγγελος, τώρα το αγόρι. Γιατί σε όλους φαίνεται περίεργη η δύναμή της; Πόσο μεγάλη είναι; Δεν μπορώ να καταλάβω τι τρέχει μαζί της. Όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότερα μυστικά της εμφανίζονται. Όλο και μεγαλύτερα προβλήματα δημιουργούνται. Ελπίζω να τελειώνουμε σύντομα με αυτή την ιστορία.

Άλλο ένα φως φαίνεται μπροστά μας και περιμένω να δω την επόμενη διασταύρωση, αλλά όχι. Ο λαβύρινθος έφτασε στο τέλος του. Μια τεράστια μεγαλοπρεπής αίθουσα εμφανίζεται και είναι όλοι εκεί. Όλοι είναι καλά και μας παρακολουθούν που πλησιάζουμε. Το αγόρι που μου επιτέθηκε νωρίτερα πρέπει να μίλησε στους άλλους, γιατί όλοι κοιτάζουν εξεταστικά την Εχεκράτεια. Κάποιοι με έκπληξη, κάποιοι με φόβο και μόνο ένας την κοιτάζει με φθόνο ή ίσως μισός. Ίσως και τα δύο… Είναι ο άντρας που έφυγε πρώτος, αυτός που την είπε αδύναμη επειδή είναι γυναίκα. Η Εχεκράτεια μου κάνει νόημα να την αφήσω, νιώθει έτοιμη να σταθεί μόνη της στα πόδια της. Τα πρώτα βήματα είναι δύσκολα, αλλά γρήγορα περπατάει χωρίς πρόβλημα. Τους προσπερνάει με το κεφάλι ψηλά. Όλοι συνεχίζουν να την κοιτάζουν άναυδοι. Ο άντρας με τα γένια μπαίνει μπροστά της.

«Εχεκράτεια είπαμε, ε; Έχεις κρυμμένους άσους στο μανίκι σου, μικρή;» τη ρωτάει καθώς της κόβει τον δρόμο και η φωνή του στάζει ειρωνεία.

«Εσύ είσαι ο Ηρακλής, εάν δεν κάνω λάθος. Κρίμα. Δεν αξίζεις τέτοιο όνομα» του απαντάει και βάζω τα γέλια. Ήμουν έτοιμος να μπω ανάμεσα, αλλά φαίνεται να τα πηγαίνει καλά και μόνη της.

«Δεν ανήκεις εδώ. Δεν είσαι σαν και εμάς. Δεν ξέρω που τη βρήκες αυτή τη δύναμη, αλλά είμαι σίγουρος πως από κάπου την έκλεψες. Εδώ δεν παίζουμε, κοπελιά» της λέει απειλητικά και την πλησιάζει πολύ. Το σώμα μου είναι σε εγρήγορση και περιμένω να τολμήσει να την αγγίξει…

«Δε γεννηθήκαμε όλοι αδύναμοι σαν και εσένα. Εάν νομίζεις ότι μπορείς να κρατήσεις κάποιο ιερό όπλο με τόσο αξιολύπητη ενέργεια και ανύπαρκτο θάρρος, τότε παράτα τα καλύτερα από τώρα» του λέει και σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος της.

«Σκρό… Ααα!» Η βρισιά του μένει στη μέση, αφού μόλις ο Ηρακλής πήγε να σηκώσει το χέρι του για να τη χτυπήσει, η Εχεκράτεια τον έπιασε από τον καρπό και τον έριξε κάτω. Δεν πρόλαβα ούτε να αντιδράσω, δε χρειάστηκε κιόλας. Με το γόνατό της πάνω στο ωμοπλάτη του, και γυρισμένο το χέρι προς τα πίσω, τον τραβάει και εκείνος μορφάζει από τον πόνο.

«Άκουσε, αγοράκι. Εάν τολμήσεις να προσπαθήσεις να με αγγίξεις ξανά, θα σε σκοτώσω... Κατάλαβες;» του λέει απειλητικά και κάπως γλυκά ταυτόχρονα. Βλέπω μια νέα Εχεκράτεια. Μπορώ να πω ότι μου αρέσει πολύ αυτό που βλέπω.

«Καλώς ήρθατε. Βλέπω καταφέρατε να βγείτε έγκαιρα από τον λαβύρινθο» ακούμε μια γυναικεία φωνή πίσω μας και γυρνάμε όλοι να κοιτάζουμε από πού έρχεται.

Η Εχεκράτεια σηκώνεται απότομα πάνω από τον Ηρακλή και σκουπίζει το μέτωπό της. Έπειτα, χαμηλώνει το κεφάλι. Μπροστά μας βρίσκεται μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά και βαθύ μπλε μάτια. Φοράει ένα χρυσό φόρεμα ενώ χρυσά κοσμήματα διακοσμούν το σώμα της. Ένα χρυσό τατουάζ βρίσκεται στο μέτωπό της και καταλήγει στο κέντρο του, όπου υπάρχει ένας κόκκινος κρύσταλλος. Είναι πανέμορφη. Μάλλον είναι άγγελος, αλλά πήρε πιο θνητή μορφή. Όλοι την κοιτάζουν με θαυμασμό.

«Εχεκράτεια, Λυσίμαχε, ελάτε κοντά μου» μας λέει και απλώνει στοργικά τα χέρια της. Πλησιάζουμε με σκυμμένα τα κεφάλια και, όταν φτάνουμε δίπλα της, μας επεξεργάζεται.

«Φαίνεστε ταλαιπωρημένοι. Δεν είναι ανάγκη να κυκλοφορείτε χωρίς ρούχα». Τι; Ποιος σκέφτεται τα ρούχα τέτοια ώρα; Με μια κίνηση το γυμνό μου στέρνο σκεπάζεται από μια απλή λευκή κοντομάνικη μπλούζα. Τα αιματοβαμμένα ρούχα της Εχεκράτειας μετατρέπονται σε ένα λευκό μακρύ φόρεμα.

«Γιατί φόρεμα;» παραπονιέται η ίδια. Η γυναίκα μπροστά της χαμογελάει.

«Μια γυναίκα δε χρειάζεται παντελόνια για να δείξει τη δύναμή της» της εξηγεί και μας κάνει νόημα να πάμε πίσω στη θέση μας.

«Ποιος είναι έτοιμος για την επόμενη δοκιμασία;»

Κιόλας; Αυτό ήταν. Εάν στη δεύτερη δοκιμασία πήγε να σκοτωθεί η Εχεκράτεια, δε θέλω να φανταστώ τι θα συμβεί μετά…


Παρασκευή Γκύζη