Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 24 - Εκεί που ανήκω)

Στεκόμουν μπροστά από τον καθρέφτη του δωματίου μου και έσφιγγα τα λουράκια του κορσέ μου. Ο λαιμός δεν ήταν σφιχτός και το δερμάτινο λουράκι πάνω από το στήθος μου ήταν σταθερό. Το λευκό της πουκαμίσας μου, διακοπτόταν από τις καφέ επωμίδες του κορσέ, επενδυμένες με χρυσαφί βαμβάκι στο σχήμα λεπτών φύλλων. Ίσιωσα το μπούστο μου και κλείδωσα τις πέντε ασφάλειες που έτρεχαν κατά μήκος του υπόλοιπου σώματος.
Τράβηξα τα ζωνάκια που βρίσκονταν στις δυο πλαϊνές πλευρές της κοιλιά μου και στερέωσα τη ζώνη μου με τις μικρές δερμάτινες τσέπες της να πέφτουν στην αρχή των γοφών μου. Στη συνέχεια πέρασα το καφέ δερμάτινο παντελόνι, μέσα από τις μπότες που έφταναν ως τα γόνατα και αφού έμεινα ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα, πέρασα πάνω από τους ώμους μου τον μαύρο μανδύα. Χτένισα με τα δάχτυλά μου τα μαλλιά μου, τα οποία είχαν μακρύνει λίγο και περνούσαν τους ώμους μου. Τα έφερα στο ίδιο επίπεδο και με το μαχαιράκι μου τα έκοψα, φτάνοντας τα πάνω από τις επωμίδες.

Κοίταξα τον αντικατοπτρισμό μου στη γυάλινη επιφάνεια. Φαινόμουν τόσο κουρασμένη. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχα κοιμηθεί καλά. Η εβδομάδα στη φυλακή ήταν σκέτο μαρτύριο και η κατάσταση με την Κάλιντα δε βοηθούσε ιδιαίτερα. Έπειτα ήταν και ο Λαχάρ που κούρνιαζε στο μυαλό μου. Έλεγα πως έφταιγε το ότι τον είχαν πιάσει οι ομίχλες. Ότι έπαθε κάτι, εξαιτίας μου, σε μια αποστολή με σκοπό να σφραγίσουν μια άλλη ύπαρξη που ζει μέσα μου. Δεν του είχα μιλήσει για το τι έγινε μεταξύ μας και η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν να το ομολογήσω. Δεν μπορούσα καλά-καλά να πιστέψω πως τον βοήθησα να ξαναβρεί το μυαλό του. Εκτός και αν ο θεραπευτής είχε κάνει κάτι και δεν μου το είχε αποκαλύψει. Πολλά ερωτήματα έτρεχαν στο μυαλό μου και η πόρτα δεν τα απάντησε. Αντιθέτως, θα έλεγα πως μου φόρτωσε και άλλες σκοτούρες.

Άνοιξα την πλατιά θύρα και αντίκρισα τον πρίγκιπα Κάιν. Μόνο του. Στεκόταν ακριβώς μπροστά μου, φορώντας ένα χοντρό ύφασμα μαύρο και πολυποίκιλτο, με τα αστραφτερά κοσμήματα να σχηματίζουν στο στέρνο του το έμβλημα της Σεβέλ και τα μανίκια του ήταν βουτηγμένα στο χρυσάφι και ξεχώριζαν από τη λευκή πουκαμίσα που φορούσε από μέσα. Στους ώμους του είχε στηριγμένο ένα κατάμαυρο μανδύα με πορφυρή επένδυση και τα δάχτυλά του κοσμούσαν διάφορα δαχτυλίδια. Ανάμεσά τους και ένα δαχτυλίδι-σφραγίδα. Το μαύρο δερμάτινο παντελόνι του, έδενε με όλο το υπόλοιπο σύνολο και οι μπότες του ήρθαν να το τελειοποιήσουν. Το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του σμαραγδένιο και χαμογέλασε.

«Έτοιμη;» ρώτησε.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου «Ναι. Ο Λαχάρ και οι ιππότες;».

«Ο Λαχάρ έφυγε πριν από εμένα από το δωμάτιο και περιμένει μαζί με τους ιππότες μου, μπροστά από την αίθουσα του θρόνου» απάντησε και έκανε δυο βήματα προς τα πίσω «Πάμε;».

Έγνεψα και βγήκα έξω από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Ξεκινήσαμε να περπατάμε και τα ο ήχος των βημάτων μας καλυπτόταν από έντονες φωνές που της έφερνε ο άνεμος από το τέλος της διαδρομής μας. Στρίψαμε δεξιά και προχωρήσαμε όλο ευθεία. Οι μανδύες μας ψηλάφιζαν το κρύο και λείο έδαφος και τα χέρια μας έσκιζαν τον αέρα. Το βλέμμα μας σταθερό, καρφωμένο στον προορισμό μας και στο σκοπό της σημερινής ημέρας. Στο βάθος είδα τους ιππότες να έχουν σχηματίσει δυο γραμμές εκατέρωθεν της πόρτας και να περιμένουν με αυστηρότητα τον πρίγκιπά τους. Ο Λαχάρ στεκόταν στο κέντρο, ανάμεσα από την γραμμές, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του. Όσο πλησιάζαμε μπορούσα να διακρίνω την μορφή του καλύτερα.

Το πρόσωπό του είχε αποκτήσει ξανά πιο ζωντανό χρώμα και τα γαλανά του μάτια συνάντησαν στιγμιαία τα δικά μου πριν στραφούν στον Κάιν. Ένιωσα το στήθος μου βαρύ και ξαφνικά οι τοίχοι μου φάνηκαν ενδιαφέροντες προς παρατήρηση. Όταν φτάσαμε μπροστά του έκανε μια ελαφριά υπόκλιση προς τα εμπρός και άφησε την πλεξούδα του να χορέψει στον αέρα πριν καλύψει πάλι το αριστερό άκρο του στήθους του. Φορούσε μια κατάλευκη πουκαμίσα που την είχε περασμένη μέσα από το μαύρο δερμάτινο παντελόνι του, ενώ τη μέση του στόλιζε ένα πλούσιο πορφυρό ζωνάρι. Μέσα από αυτό είχε περασμένο ένα κυρτό μαχαίρι, με τη χρυσή και στολισμένη με πολύτιμα πετράδια λαβή του να εξέχει και να ακουμπά το στομάχι του. Ένας σκούρος καφέ μανδύας έδενε μπροστά από το λαιμό του με δυο χρυσούς γάντζους που είχαν την μορφή λεοντοκεφαλών και ήταν έτσι σκαλισμένες, ώστε να φαίνεται σα σκηνή μάχης μεταξύ των περήφανων ζώων, με τα στόματά τους ανοιχτά και τα κοφτερά δόντια τους έτοιμα να ξεσκίσουν το ένα το άλλο. Ο μανδύας του ήταν περασμένος πάνω από τον αριστερό του ώμο, ενώ η άλλη του άκρη κρεμόταν πίσω του. Χτύπησε την μύτη της μπότας του στο σκληρό πάτωμα και χαμογέλασε.

«Άκουσα πως οι Ασράι διοργανώνουν πλούσιες εκδηλώσεις. Μετά την υπογραφή της συνθήκης, θα ακολουθήσει μεγάλη γιορτή. Είναι τόσο κρίμα που δεν μπορώ να αγγίξω καμιά τους. Τόσες ευκαιρίες χαμένες» είπε και ξεφύσησε απογοητευμένος. Την ίδια στιγμή αναλογιζόμουν το πόσες γροθιές μπορούσε να φιλοξενήσει το πρόσωπό του.

«Λαχάρ, δεν ήμαστε εδώ για να επιδοθούμε στις χαρές που υμνείς σε κάθε περιοχή που πατάς. Επιπλέον, έχουμε χάσει αρκετό χρόνο εδώ. Διανύουμε την τρίτη εβδομάδα μακριά από το κάστρο και σε δυο μήνες η τελετή θα πρέπει να λάβει χώρα. Πριν δύσει ο ήλιος θα πρέπει να έχουμε φτάσει στο επόμενο χωριό» είπε ήρεμος ο Κάιν και κοίταξε τον φίλο του.

«Α, ξέχασα πως εσύ δεν τα κάνεις πλέον αυτά. Αν το μάθαινε η αδερφή μου..».

«Νομίζω πως μιλήσαμε αρκετά».

«Θα συμφωνήσω και εγώ σε αυτό» πετάχτηκα και η φωνή μου δεν ακούστηκε τόσο σταθερή όσο την ήθελα.

Τα έξυπνα μάτια του πρίγκιπα της Ινάλ ήρθαν και στάθηκαν στα χείλη μου πριν αγγίξουν το βλέμμα μου. Ήξερα ότι ήθελε κάτι να μου πει, μα τα λόγια του ποτέ δεν έφυγαν από το στόμα του, το οποίο κοιτούσα τώρα. Και εκείνος το κατάλαβε. Αρκέστηκε στο να χαμογελάσει ελάχιστα και γύρισε την πλάτη του σε εμάς. Ακούμπησε την πόρτα και με τα δυο του χέρια την έσπρωξε προς τα μέσα, ανοίγοντάς μας το δρόμο προς την αίθουσα του θρόνου.

Ο Κάιν προχώρησε μπροστά και από πίσω του ακολούθησα εγώ μαζί με τον Λαχάρ και οι ιππότες του πρίγκιπα της Σεβέλ. Με την άκρη του ματιού μου ζύγιαζα τον πρίγκιπα της Ινάλ. Το χέρι του πέρασε ξυστά από το δικό μου και ένιωσα έστω και ελάχιστα τη ζεστασιά του. Έσφιξα σε μπουνιά την παλάμη μου και κοίταξα μπροστά μου. Η αίθουσα ήταν τόσο μαγευτική και πλούσια που για μια στιγμή σταμάτησα να αναπνέω.

Στο τέλος της ευθείας, ένα τεράστιο βιτρό είχε αντικαταστήσει τον τοίχο. Απεικονιζόταν το έμβλημα των Ασράι με τόσα χρώματα και τόση λεπτομέρεια, που νόμιζες πως η αρχαία αρχηγός τους θα ζωντάνευε ξανά. Λαμπρό γαλάζιο φως έμπαινε μέσα από το μοναδικό παράθυρο της αίθουσας και φώτιζε με τις παγερές του ακτίνες τον θρόνο της Βασίλισσας Νάιδα. Ένα σκαλισμένο στο χέρι θρόνο, από τον οποίο έτρεχαν μικρά ρυάκια και συγκεντρώνονταν σε μια λίμνη ακριβώς μπροστά από την κλίμακα του θρόνου. Το τρεχούμενο νερό σε συνδυασμό με τους ύμνους των νεράιδων, σε μάγευαν και δε μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από το υπέροχο αυτό θέαμα. Τεράστιοι κίονες χώριζαν σε περαιτέρω κλίτη την αίθουσα, ενώ τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους σε μετέφεραν σε άλλα δωμάτια και χώρους. Το πάτωμα του κεντρικού κλίτους, έμοιαζε εντελώς γυάλινο και κάτω από αυτό κολυμπούσαν διάφορα είδη ψαριών. Νόμιζες πως πετούσες και ταυτόχρονα κολυμπούσες στο κενό.

Οι νεράιδες είχαν συγκεντρωθεί όλες στην αίθουσα για την υπογραφή της συμμαχίας. Αρκετές δεν φαίνονταν ιδιαίτερα ευχαριστημένες με αυτό, μα οι υπόλοιπες μας κοιτούσαν με προσμονή και δέος. Πού είχε πάει ο θυμός και η επιθετικότητα της προηγούμενης εβδομάδας;

Η βασίλισσα Νάιδα σηκώθηκε από τον θρόνο της και έριξε πίσω από τον ίσιο κορμό της τα γαλάζια της μαλλιά τα οποία κολυμπούσαν ήρεμα πίσω από την πλάτη της. Ένα λεπτό διάδημα στερεωμένο στην κορυφή του κεφαλιού της, το χρησιμοποιούσε ως πολύτιμο στολίδι. Το στενό λευκό φόρεμά της τόνιζε το πλούσιο μπούστο της και μια γαλάζια ζώνη του έδινε περαιτέρω ώθηση. Μια φούστα ξεκινούσε από την μέση της ζώνης και κατέληγε λίγο πιο πάνω από τα γόνατά της, ενώ πίσω συνεχιζόταν σε μια μακριά ουρά που έφτανε ως τα πρώτα σκαλοπάτια. Άνοιξε τα πελώρια φτερά της που γυάλισαν στο φως και κατέβηκε την κλίμακα αργά-αργά. Μόλις μας έφτασε, πλησίασε τον πρίγκιπα Κάιν και υποκλίθηκε. Ο Κάιν την μιμήθηκε και την περίμενε. Εκείνη με ένα χτύπημα των δαχτύλων της, εμφάνισε μια μπάλα ύδατος που την διέλυσε για να φανεί μέσα της μια περγαμηνή. Ο πρίγκιπας της Σεβέλ, έβαλε το χέρι του μέσα σε ένα από τα τσεπάκια του ενδύματος του και έβγαλε μια χρυσή και αρκετά αιχμηρή πένα.

«Με αίμα θα δεθώ» είπε.

«Με αίμα θα με λύσουν» συμπλήρωσε η Νάιδα.

Μετά την υπογραφή της συμμαχίας, η Βασίλισσα επέμεινε να μείνουμε στην γιορτή. Ήταν προσβολή προς το λαό της να μην δεχτούμε την φιλοξενία τους και να διασκεδάσουμε μαζί τους για αυτή τη νέα αρχή. Δεν εμπιστευόμουν τις νεράιδες, μιας και με πέταξαν στην φυλακή, δοκίμασαν να με δηλητηριάσουν και με άφησαν στην Αρένα για να γίνω τροφή των αγαπημένων τους κατοικίδιων. Παρόλα αυτά, δέχτηκα την πρόσκληση. Ο Κάιν, πάλι, δε φαινόταν τόσο ευχαριστημένος με αυτή την αλλαγή στα σχέδιά του, ενώ τον Λαχάρ δεν τον ενοχλούσε που θα αφιερώναμε μισή μέρα στο ποτό, τις αιθέριες παρουσίες και την καλή μουσική.

Είχα κρυφτεί ως συνήθως στο σκοτάδι, κάτω από ένα από τα τοξωτά θυρώματα της αίθουσας του θρόνου. Βρισκόμουν στην ευθεία της λίμνης, και το βλέμμα μου τριγύριζε τον κάθε παρευρισκόμενο χωριστά. Οι ύμνοι των Ασράι ήταν εύκολο να σε κοιμίσουν. Νομίζω πως οι νεράιδες δεν κατανοούν πλήρως την έννοια της γιορτής. Διάφοροι δίσκοι με παράξενα τρόφιμα ταξίδευαν από άτομο σε άτομο και άδειαζαν αμέσως. Οι οινοχόες διαδέχονταν η μια την άλλη και το κρασί έρρεε άφθονο. Τουλάχιστον οι Ασράι ήξεραν να πίνουν. Ο Κάιν συζητούσε με την Βασίλισσα Νάιδα, ενώ οι ιππότες του δεν έκαναν ούτε βήμα μακριά από την έξοδο. Άραγε δεν έτρωγαν τίποτε; Δεν διψούσαν; Ή το έκαναν κρυφά και με τέτοιο τρόπου που ακόμη και τότε να μην τους ξεφεύγει ούτε η παραμικρή ύποπτη κίνηση; Ξεφύσησα και ήπια μονορούφι το κρασί στο γυάλινο ποτήρι μου. Όλα στο Βασίλειο ήταν γυάλινα ή φτιαγμένα από πάγο. Παρατήρησα το άδειο ποτήρι μου καλύτερα και με βαριά καρδιά συνειδητοποίησα πως θα έπρεπε να αφήσω το σκοτάδι για να το γεμίσω ξανά. Είχα χάσει το μέτρημα ως τώρα. Ίσως αυτό ήταν το πέμπτο ποτήρι μου. Όλα φάνταζαν πιο ζωηρά και πιο θολά. Χαμογέλασα και προσπάθησα να εντοπίσω το σημείο ανεφοδιασμού. Μια Ασράι, κουβαλούσε μια οινοχόη με τα λεπτά της χέρια και πετούσε ανάμεσα στους καλεσμένους. Της έκανα νόημα να με πλησιάσει και εκείνη ήρθε αμέσως προς το μέρος μου. Μου χαμογέλασε και της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Άπλωσα το χέρι μου να πάρει ένα ακόμη σμιλεμένο ποτήρι γεμάτο με το σκούρο οίνο, μα κάποιος με σταμάτησε.

«Αλιάνα, πόσο έχεις πιει;» ρώτησε ο Λαχάρ.

Τον κοίταξα και ύστερα στράφηκα στο ταβάνι για βοήθεια.

«Δεν ήξερα ότι έπρεπε να τα μετράμε» απάντησα ειρωνικά.

«Δεν θα πάρει άλλο, ευχαριστούμε» δήλωσε στη νεράιδα εκείνος, χωρίς να αφήσει το χέρι μου.

Εκείνη πήγε να φύγει, μα για κακή του τύχη, είχα και άλλο χέρι και πρόλαβα να κλέψω το πιο γεμάτο ποτήρι. Χαμογέλασα στο Λαχάρ, ύψωσα το ποτήρι μου και ήπια μια γουλιά από το γλυκό κρασί. Άφησε το χέρι μου και άρπαξε το κύπελλο μου. Το έφερε στα χείλη του και ρούφηξε όλο το υγρό, χωρίς να αφήσει σταγόνα μέσα. Ακούμπησε το ποτήρι σε μια εξοχή του κίονα και σκούπισε τα χείλη του με τα δάχτυλά του. Κάγχασα και κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε. Ζεσταινόμουν, διψούσα και ο Λαχάρ μόλις είχε πιει το κρασί μου. Βγήκα στο φως για να ψάξω την Ασράι με την οινοχόη, αλλά δε φαινόταν πουθενά. Ο Λαχάρ με τράβηξε πάλι πίσω στο σκοτάδι.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σου;» ρώτησα νευριασμένη και τράβηξα το χέρι μου από το κράτημα του.

«Θέλω να μιλήσουμε» απάντησε μαλακά, προσπαθώντας να διαχειριστεί το θυμό μου.

Πλατάγισα την γλώσσα μου και σταύρωσα τα χέρια μπροστά από το στήθος μου.

«Λοιπόν;»

«Αλιάνα, πως επανήλθα από το χάος; Πώς διέλυσες το άγγιγμα της ομίχλης;» ο Λαχάρ με κοίταξε και ήρθε πιο κοντά μου.

Ξαφνιάστηκα από την ερώτηση και προσπάθησα ανεπιτυχώς να κοιτάξω αλλού. Τα μάτια του ακολουθούσαν την οδό του βλέμματός μου και δεν με άφηναν να ξεφύγω.

«Δεν ξέρω» είπα ψιθυριστά.

«Δεν ξέρεις ή δεν θες να μου πεις;» ρώτησε.

«Δεν σου φτάνει που γύρισες πίσω σε εμάς; Γιατί πρέπει να μάθεις; Γιατί είναι τόσο σημαντικό για σένα;».

«Ανάθεμα τους Θεούς, Αλιάνα!» ξέσπασε ο πρίγκιπας και μου γύρισε την πλάτη. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και αφού άφησε μερικές εκπνοές, στράφηκε πάλι σε μένα

«Γιατί ξέρω τι έγινε. Τα θυμάμαι όλα».

Τα χέρια μου κρεμάστηκαν στο πλάι των γοφών μου και έκανα ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω.

«Τι... Tι εννοείς τα θυμάσαι όλα;».

«Όλα. Το τι μου είπες και με ξύπνησες από τον λήθαργο και έλυσες τα συναισθήματά εκδίκησης που κρατούσα μέσα μου. Τον τρόπου που εκφράστηκες και μου μίλησες. Το πως με άγγιξες και με άφησες να σε φιλήσω. Τα πάντα».

Ξεροκατάπια μη μπορώντας να πιστέψω αυτά που άκουγα. Ώστε θυμόταν; Και γιατί με ρωτούσε, γιατί ήθελε να μάθει, ενώ ήξερε αυτά που προηγήθηκαν; Ήθελε να με κοροϊδέψει;

«Αλιάνα..» μουρμούρισε και η φωνή του ακούστηκε πολύ κοντά σε εμένα. Τόσο ζεστή και ήρεμη. Οι θερμές του παλάμες έπιασαν το πρόσωπό μου και το γύρισαν προς εκείνον, τραβώντας με πίσω από την κολόνα, ώστε να κρυβόμαστε από όλους και όλα.

«Δεν μπορείς να αρνηθείς πως υπάρχει κάτι μεταξύ μας. Μια σπίθα, μια έλξη που δεν έχω ζήσει ξανά. Θέλω να σε γνωρίσω περισσότερο, θέλω να μάθω για εσένα τα πάντα. Να μην μείνει τίποτε κρυφό μεταξύ μας».

Τα γαλάζια μάτια του ήταν ικανά να σε υπνωτίσουν, εισέβαλαν μέσα σου και έβλεπαν την ψυχή σου. Με κοιτούσε με προσμονή. Περίμενε την επόμενη κίνησή μου, να τον αφήσω να προχωρήσει, να διεκδικήσει αυτό που ζητούσε. Μα δεν μπορούσα να τον αφήσω.

Έπιασα τα χέρια του και τα απομάκρυνα από το πρόσωπό μου, χωρίς να σπάσω την σύνδεση των βλεμμάτων μας.

«Συγγνώμη, Λαχάρ. Δεν νιώθω το ίδιο με εσένα».

Ο Λαχάρ άφησε ένα γελάκι να ξεφύγει από τα λεπτά και όμορφα χείλη του:

«Αλιάνα, ελπίζω μόνο να μη με κρατάς μακριά σου για τους λάθος λόγους».

Γύρισε και χωρίς να μου ρίξει δεύτερο βλέμμα, βγήκε από το σκοτάδι μου και άφησε το φως να τον στολίσει. Ήταν ο καθένας εκεί που ανήκε. Εγώ στο σκοτάδι και εκείνος στο φως που δεν ήξερα αν θα ακουμπούσα ποτέ, χωρίς να με κάψει.


Ella Sarlot