Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 7)

20 Απριλίου 2019

Ο Τόμας, η κοπέλα του και εγώ κάθε μέρα μετά τη δουλειά αφιερώναμε χρόνο να βρούμε ένα σπίτι για αγορά, ώστε να μετακομίσουν εκεί οι δύο τους, μακριά από τους γονείς του Τόμας, που ήταν αντίθετοι σε αυτήν την σχέση. Η Ραφαέλλα προέρχεται από πενταμελή οικογένεια και μέχρι τώρα έμεναν όλοι μαζί σε ένα διώροφο σπίτι στην οδό Μέιφλάουερ.

Είδαμε πολλά σπίτια πριν καταλήξουν σε κάποιο. Τελικά, βρήκαν ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα στην οδό Χάκφορντ στο Βάσαλ, επτά λεπτά απόσταση με το αμάξι από το Στόκγουελ. Μόλις έμαθαν οι γονείς του τις προθέσεις του, καβγάδισαν πολύ άσχημα μαζί του. «Μην τολμήσεις να φύγεις με αυτό το βρομοθήλυκο! Αν το κάνεις, ξέχασέ μας. Δεν θα σε θεωρούμε πια παιδί μας, θα σε ξεγράψουμε.» ακούστηκε ο πατέρας του να λέει θυμωμένος.

Ξημερώματα έφτασα σπίτι του για να φορτώσουμε τις κούτες με τα πράγματά του και άκουσα φωνές, κλάμματα και προσβλητικά επίθετα. Η ένταση ήταν εμφανής στο πρόσωπό του, αλλά δεν τον σταμάτησε τίποτα. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, φόρτωσε όσα περισσότερα μπορούσε στο κόκκινο Νισσάν του και τα υπόλοιπα τα έβαλα στο δικό μου αμάξι. Μετά οδηγήσαμε ως το πατρικό της Ραφαέλλας. Στην εξώπορτα υπήρχαν κούτες και σακούλες. Από μέσα ακούγονταν φωνές για ακόμη μια φορά. «Θα δυστυχήσεις με αυτόν, σύνελθε. Πού πας μακριά από τη μάνα σου, παιδάκι μου;» Η Ραφαέλλα βγήκε μετά από μερικά κορναρίσματα με κλάμματα και ο Τόμας μπήκε μαζί της στο σπίτι. Είκοσι λεπτά αργότερα βγήκαν αγκαλιά με μερικές ακόμη κούτες και τα φόρτωσαν στο αμάξι μου.

Σύντομα φτάσαμε στο διαμέρισμα που είχαν αγοράσει και ξεφορτώσαμε σιγά σιγά όλα τα πράγματα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τα ανέβαζε ο Τόμας στον δεύτερο όροφο και τα τακτοποιούσε η Ραφαέλλα, όσο εγώ τα έβγαζα από το πορτ παγκάζ. Το απόγευμα είχαμε αδειάσει τα αμάξια, έτσι εγώ επέστρεψα σπίτι, ενώ εκείνοι άρχισαν να τοποθετούν στη θέση τους τα πράγματα από τις κούτες.

Ο Τόμας με πήρε τηλέφωνο εκείνο το βράδυ. «Σε ευχαριστώ, Πέιτζ, για την πολύτιμη βοήθειά σου. Σου έχω νέα. Αποφασίσαμε να κάνουμε πολιτικό γάμο κρυφά από τις δύο οικογένειες για να αποφύγουμε τις εντάσεις. Θα σε χρειαστώ, φίλη μου, να μας βοηθήσεις με τις ετοιμασίες, αλλά προσεκτικά να μην μαθευτεί τίποτα μέχρι να τελειώσει η τελετή» ανακοίνωσε. Εγώ στο άκουσμα της είδησης έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Με μεγάλη μου χαρά δέχομαι να βοηθήσω, Τόμας, σε ό,τι χρειαστεί» αναφώνησα ενθουσιασμένη. Ήταν σχετικά εύκολο, μιας και ο Τόμας με τη Ραφαέλλα πια θα έμεναν στο δικό τους διαμέρισμα και δεν μπορούσε κανείς να ελέγξει τις κινήσεις τους.

Την επόμενη μέρα έκλεισαν ημερομηνίες στο δημαρχείο για τις δεκαεπτά Μαΐου. Η Ραφαέλλα με τη βοήθειά μου κοίταζε για ανθοδέσμες και νυφικά. Ξαφνικά, εκεί που κοιτούσαμε καταλόγους, είπε με παράπονο «Δεν είχα ονειρευτεί έτσι τον γάμο μου. Ήθελα να είναι η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου και να με καμαρώνουν οι γονείς μου». Άρχισαν να δακρύζουν τα καστανά της μάτια. Ο Τόμας έσπευσε να την παρηγορήσει. «Δεν με νοιάζει, αγάπη μου, να έχουμε πολλά και ακριβά πράγματα στον γάμο μας, μα την οικογένειά μου θα την ήθελα εκεί» ψέλλισε εκείνη στην αγκαλιά του. «Μάτια μου, ούτε εμένα μου αρέσει αυτό που γίνεται, αλλά μόνο έτσι μπορούμε. Αν το μάθουν, θα προσπαθήσουν να μας σταματήσουν. Γι’ αυτό κρατήσαμε κρυφή τη μετακόμιση ως το τέλος και γι’ αυτό δεν ξέρουν που βρισκόμαστε». «Έχεις δίκιο. Όσο και αν δεν μ’ αρέσει, πρέπει να δεχτώ την κατάσταση όπως είναι. Θα διαλέξω ένα λευκό φόρεμα και θα πάμε να τελειώνει. Ούτε πολυτέλειες, ούτε περισσότερα έξοδα» ανακοίνωσε και βάλθηκε να μαζέψει τους καταλόγους που είχαμε ανοιχτούς. «Ραφαέλλα, σταμάτα, σε παρακαλώ. Δεν είπα να μην κάνουμε και τίποτα. Μην φτάνεις τα πράγματα στο άλλο άκρο. Ίσα ίσα θα ήταν πολύ όμορφο να σε δω με νυφικό. Βέβαια, οικονομικά είμαστε στενά τώρα, οπότε θα ψάξουμε για οικονομικές λύσεις, όμως πιστεύω πως θα είναι πολύ όμορφα, γιατί θα έχουμε ο ένας τον άλλον» είπε και την αγκάλιασε.




Δέσποινα Τ.