Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 8)

Μετά απο πολλές προτάσεις και υποχωρήσεις, το ζευγάρι είχε καταλήξει στις λεπτομέρειες. Θα έκαναν έναν γάμο απλό, λιτό, οικονομικό και κυρίως κρυφό από τις οικογένειές τους. Ο Τόμας έκλεισε ένα μπλε κουστούμι το οποίο θα φορούσε για γαμπριάτικο και τα καλά μαύρα παπούτσια που είχε ήδη από πέρυσι. Η Ραφαέλλα έκλεισε να δει δύο τρία λευκά φορέματα και μπεζ ψηλές γόβες, που θα δοκίμαζε τις επόμενες μέρες. «Έκλεισα μια μικρή ανθοδέσμη στο Φορέβερ Ρόουζ και μονώροφη γαμήλια τούρτα στο Πέγκυ Πορσέν» είπε ενθουσιασμένη η Ραφαέλλα. «Πέιτζ, μετά το γάμο θα μας συνοδεύσεις ως το εστιατόριο του Τίτο; Έχουμε αποφασίσει να φάμε εκεί μαζί με εσένα, το αφεντικό της Ραφαέλλας και τον αρχηγό της αστυνομίας, μιας και εσείς μόνο θα είστε οι μάρτυρες στο γάμο μας» ρώτησε ο Τόμας. «Εννοείται θα έρθω μαζί να γιορτάσουμε τη χαρά σας» δήλωσα και ένιωσα μια συγκίνηση να με κατακλύζει.

Το βράδυ ένιωθα πολύ κουρασμένη μιας βοηθούσα δύο μέρες τώρα τον Τόμας και την Ραφαέλλα να ξεκινήσουν την καινούρια τους ζωή. Όμως ένιωθα απίστευτη χαρά που τους βοηθούσα έμπρακτα και όσο τους έβλεπα χαρούμενους και αγκαλιασμένους να κάνουν κοινά όνειρα για το μέλλον, ένιωθα συγκίνηση για τον κολλητό μου φίλο που βρήκε μια κοπέλα να τον νοιάζεται και να τον αγαπάει. Αλλά και εκείνος την λάτρευε πολύ. Την κοιτούσε και θαρρείς πως έλιωνε από αγάπη. Τους θαύμαζα που έμεναν ενωμένοι παρά τις αντίξοες συνθήκες, αλλά κατά ένα τρόπο ζήλευα, γιατί ήθελα και εγώ έναν άνθρωπο δίπλα μου να περνάμε τη ζωή μας μαζί.

Όταν έμεινα μόνη στο δωμάτιό μου άρχισε να με κατακλύζει ένα συναίσθημα μοναξιάς και λύπης. Δεν μπορούσα να ελέγξω τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου. Ένιωθα πόνο μέσα στην καρδιά μου, που δεν είχα έναν άνθρωπο στο σπίτι να μοιραστώ την χαρά του φίλου μου. Μα πιο πολύ με πονούσε που δεν είχα ακόμη βρει κάποιον σύντροφο να μοιραστώ την υπόλοιπη ζωή μου. Αυτό με στεναχωρούσε περισσότερο, με έκανε να μαραζώνω, καθώς το ήθελα με όλο μου το είναι να συμβεί, μα δεν είχα ποτέ τύχη στον έρωτα. Με αυτήν την σκέψη αναστέναξα και αποκοιμήθηκα με βουρκωμένα μάτια.


5 Μαΐου 2019


Σχεδόν δεν είχε ξημερώσει και εγώ καθόμουν στο γραφείο μου και απαντούσα σε τηλεφωνήματα. Είχε περάσει λίγη ώρα από την τελευταία φορα που χτύπησε το τηλέφωνο για παραβίαση κοινής ησυχίας. Καθόμουν ήρεμη και απολάμβανα τα πρώτα κομμάτια της σοκολάτας, που μόλις είχα ανοίξει. Χτύπησε το τηλέφωνο και μια κυρία πολύ αναστατωμένη ακούστηκε από την άλλη πλευρά «Τρέξτε γρήγορα αμέσως! Συνέβη κάτι τραγικό. Βρέθηκε νεκρός ο ζαχαροπλάστης μας. Κάποιος τον σκότωσε σίγουρα». «Κυρία, πρέπει να μου πείτε που βρίσκεστε και αμέσως το περιπολικό θα έρθει εκεί» είπα και ήμουν έτοιμη να σημειώσω. «Στο Πέγκυ Πορσέν, στην οδό Ελίζαμπεθ του Μπελγκράβιαν». Μόλις το άκουσα, πάγωσα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Μα εκεί... εκεί έχουν κλείσει τα παιδιά τη γαμήλια τούρτα τους. Τώρα πολύ πιθανόν να πρέπει να κλείσουν αλλού, αλλά ανησυχώ μήπως δεν θα προλάβουν.

Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, έδωσα σήμα στο περιπολικό και πήγα τρέχοντας στο γραφείο του Τόμας. «Τι έγινε; Γιατί τρέχεις; Φωτιά πιάσαμε;» απόρησε «Όχι, αλλά είμαστε κοντά. Στο ζαχαροπλαστείο που κλείσατε τη γαμήλια τούρτα έγινε φόνος. Κάποιος σκότωσε τον ζαχαροπλάστη» είπα με αγωνία «Πλάκα κάνεις! Και τώρα τι θα κάνουμε;» «Δεν ξέρω, Τόμας. Μακάρι να ήξερα». «Πάμε εκεί να δούμε τι έγινε. Θα...» «Μα ήδη έχει πάει περιπολικό» τον διέκοψα. «Η δουλειά μας είναι να διερευνάμε φόνους, όχι να απαντάμε στο τηλέφωνο, Πέιτζ. Θα μιλήσω εγώ στον αρχηγό, εσύ ετοιμάσου» δήλωσε και έτρεξε στο γραφείο του αρχηγού.

Μετά απο λίγα λεπτά είχαμε μπει ήδη σε περιπολικό και κατευθυνθήκαμε στο ζαχαροπλαστείο. «Γρήγορα ήρθατε» είπε ένας συνάδελφός μου που βρισκόταν εκεί. «Τι εννοείς; Εμείς πήραμε άδεια από τον αρχηγό για να έρθουμε» απόρησα καθώς έβαζα την ειδική στολή. «Ζητήσαμε ενισχύσεις πριν δυο λεπτά. Η κατάσταση μέσα είναι πολύ περίεργη. Χρειαζόμαστε περισσότερα μάτια και μυαλά» «Τι έχει συμβεί δηλαδή;» ρώτησε ο Τόμας. «Μπείτε μέσα και θα δείτε...».




Δέσποινα Τ.