Summer Solstice (Κεφάλαιο 38)

ΣΕΛΕΣΤ

Στέκομαι στην αίθουσα των θρόνων στο πλάι του πρίγκιπα Γκασπάρντ και σφίγγω το στρίφωμα του φορέματός μου στις γροθιές μου. Ο πρίγκιπας Φρεντέρικο, ο βασιλιάς Κρίστομπαλ, η βασίλισσα και κάποιοι ευγενείς είναι είδη παρόντες. Η καρδιά μου κοντεύει, να εκτοξευτεί από το στήθος μου. Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε, που συγκεντρωθήκαμε στο σπίτι της βασίλισσας του Στάρενιθ, για να επαναστατήσουμε εναντίον του πρίγκιπα Φρεντέρικο. Είχαμε τον καιρό, να εξετάσουμε το σχέδιο ξανά και ξανά. Αν και θα έπρεπε, να νιώθω προετοιμασμένη για το καλύτερο, η ανησυχία δε λέει, να εγκαταλείψει το σώμα μου. Από την άλλη ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είναι η προσωποποίηση της ηρεμίας.

Χαϊδεύει το πάνω μέρος της παλάμης μου, για να με καθησυχάσει και χαμογελάει πείθοντάς με, πως τα έχει όλα υπό έλεγχο. Το ελπίζω δηλαδή. Με κάποιον τρόπο έπεισε τον αδερφό του, πως θα ήταν καλύτερα, να δοκιμάζαμε, να ενεργοποιήσουμε την Κρήνη μόνοι μας για αρχή, ώστε να μη γελοιοποιούταν μπροστά στον λαό, πριν γίνει η στέψη του. Μου κάνει εντύπωση, που δέχτηκε τόσο εύκολα, όμως σύμφωνα με το σχέδιο ο πρίγκιπας Φρεντέρικο έχει σκοπό, να μας δολοφονήσει αμέσως μετά.

«Άντε. Θα τελειώνουμε καμιά φορά;» γρυλίζει ανυπόμονα ο πρίγκιπας Φρεντέρικο και κάνει μια επιθετική κίνηση προς το μέρος μου. Λες και εγώ συντονίζω την τελετή.

Καταπίνω τον κόμπο, που μου κλείνει τον λαιμό και ζαρώνω κοντά στον Γκασπάρντ. Η Κρήνη είναι τοποθετημένη ανάμεσα σε μας και τον Φρεντέρικο και για να την ενεργοποιήσει εκείνος, θα πρέπει, να μας πληγώσει. Ο Γκασπάρντ απλώνει πρώτος το χέρι του και ο αδερφός του τον κόβει επίτηδες από τον καρπό ως τον αγκώνα κάνοντας το χέρι του, να ματώσει άσχημα πάνω από την Κρήνη. Ο Γκασπάρντ μορφάζει πονεμένα, αλλά δε δίνει σημασία. Η μια ζυγαριά της Κρήνης κοκκινίζει και γέρνει προς τα κάτω ενεργοποιώντας την καθαρή γενιά του αίματός του, ως τον απόγονο των Άργκρεθ. Έπειτα απλώνω διστακτικά το δικό μου χέρι και ο πρώτος πρίγκιπας του Στάρενιθ τραυματίζει την παλάμη μου ενεργοποιώντας το άλλο μέρος αποδεικνύοντας την ταυτότητά μου ως μια γνήσια Κίλμπορν.

Η Κρήνη του Σύμπαντος αρχίζει, να φωτίζεται και να πάλλεται λάμποντας δημιουργώντας γύρω της ένα πυρωμένο και ένα κρυστάλλινο δαχτυλίδι. Αλλά μετά σταματάει και τίποτα δεν προδίδει, ότι είναι ένα υπερφυσικό αντικείμενο με μεγάλη δύναμη. Αυτό σημαίνει, ότι απέτυχε η τελετή;

«Και τώρα τι;» ρωτάει κοιτάζοντας τριγύρω. «Θα πάρω καμία υπερδύναμη ή τίποτα τέτοιο; Πως χρησιμοποιείται αυτό το πράγμα; Εν πάση περίπτωση συλλάβετέ τους. Ο μικρότερος αδελφός μου κατηγορείται για τον θάνατο του πρίγκιπα Άλμπερτ». Λέει ο πρίγκιπας Φρεντέρικο με ένα στραβό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Είσαι τρελός;» αρπάζεται ο Γκασπάρντ δήθεν σοκαρισμένος. «Με ποιες αποδείξεις με κατηγορείς;»

Μια ντουζίνα στρατιωτών μας περικυκλώνουν και αρπάζουν τον Γκασπάρντ αφοπλίζοντάς και ακινητοποιούν τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. Οι στρατιώτες γραπώνουν και εμένα, όμως ο πρίγκιπας Φρεντέρικο τους σταματά.

«Εσύ θα μείνεις μαζί μου. Θα είσαι το δώρο μου από τον αδερφό μου. Σύντομα θα γίνω βασιλιάς και εσύ θα είσαι η πρώτη, που θα πάρω στο κρεβάτι μου με τον καινούριο μου τίτλο. Δε νιώθεις δέος;» σαρκάζει φέρνοντάς με κοντά του.

«Τι!» σαστίζω και τρομάζω ταυτόχρονα. Δεν… αυτό δεν ήταν στο σχέδιο. Θα έπρεπε, να είχε πεθάνει ως τώρα, έτσι; Αυτό σημαίνει, ότι αποτύχαμε; «Γκασπάρντ!» φωνάζω και ο Φρεντέρικο με χαστουκίζει, για να μου κλείσει το στόμα.

«Σελέστ!» χτυπιέται ο Γκασπάρντ, για να ελευθερωθεί από τους δεσμώτες του. «Αν την αγγίξεις… θα σε σκοτώσω».

Με ρίχνει κάτω και ακινητοποιεί τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου, καθώς παλεύω, για να του ξεφύγω. Μα τι κάνει; Θα προσπαθήσει, να με βιάσει μπροστά στον πατέρα του και τους ευγενείς της χώρας του; Ο πατέρας του είναι αδύναμος, μαγεμένος ή και δηλητηριασμένος για να μην αντιδρά στις πράξεις του γιου του, αλλά οι αυλικοί… οι διεφθαρμένοι αυλικοί του, στέκονται και παρατηρούν τον νέο βασιλιά τους, να ασελγεί πάνω στην μέλλουσα γυναίκα του αδελφού του. Η βασίλισσα έχει ασπρίσει από το σοκ.

«Φρεντέρικο Ολιβάρες σταμάτα αμέσως αυτές τις άπρεπες πράξεις». Φωνάζει με καθαρή, δυνατή φωνή, όμως ο πρίγκιπας απλά ρίχνει τον κεφάλι του προς τα πίσω και ξεσπάσει σε δυνατά γέλια. «Σε διατάζω, να σταματήσεις».

«Εύχομαι, να καείς στην κόλαση για τις πράξεις σου. Η απληστία σου θα σε καταστρέψει». Ψιθυρίζω κοντά στο αυτί του πριν τα χείλη του ενωθούν με τα δικά μου. «Μόλις θυσιάστηκες για την Κρήνη του Σύμπαντος και χαίρομαι, που οι πρόγονοί μου θα σε κανονίσουν, μόλις το πνεύμα σου ελευθερωθεί».

Αρχίζει, να βήχει και να βήχει, ώσπου το στόμα και η μύτη του ματώνουν, ενώ τα μάτια του κοκκινίζουν, σαν να επρόκειτο, να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Με εγκαταλείπει και σέρνεται μακριά μου, το πρόσωπό του γεμάτο οδύνη. Προσπαθεί, να πει κάτι, αλλά καμία λέξη δεν εγκαταλείπει τα χείλη του. Οι ευγενείς του ταράζονται και τον πλησιάζουν τρομαγμένοι. Φλόγες τρεμοπαίζουν πάνω του λιώνοντας τα ρούχα και την σάρκα του και έπειτα από κάποια ώρα πανικού, το σώμα του ακινητοποιείται. Αρχίζει, να χλομιάζει και να παγώνει.

Πανικοβλημένη αλλά ικανοποιημένη για τον φρικτό θάνατό του, παρατηρώ τη ζωή, να εγκαταλείπει το σώμα του. Ο βαρύς γδούπος που ακούγεται, μου τραβάει την προσοχή και γυρνώντας προς την πηγή του, βλέπω τον βασιλιά, να έχει καταρρεύσει. Ο Γκασπάρντ ελευθερώνεται από τους έκπληκτους δεσμώτες του και τρέχει κοντά μου βοηθώντας με, να σηκωθώ, ενώ η βασίλισσα παίρνει στα χέρια της τον σύζυγό της.

«Αυτός που θα κάνατε βασιλιά σας δολοφόνησε τον αδερφό του και δηλητηρίασε τον πατέρα του, αλλά η Κρήνη απέδωσε δικαιοσύνη αναγνωρίζοντας την δολιότητά του». Λέει δυνατά ο πρίγκιπας στους παρευρισκόμενους δείχνοντας το παγωμένο πτώμα του Φρεντέρικο στους παρευρισκόμενους. «Ο πόλεμος πρέπει, να σταματήσει, πριν να είναι πολύ αργά».

Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ παίρνει την Κρήνη και με οδηγεί έξω από την αίθουσα. Οι κινήσεις του είναι νευρικές και το βήμα του βιαστικό, όμως στο πρόσωπό του διακρίνεται ένα αμυδρό, ανακουφισμένο χαμόγελο. Μπαίνω μπροστά και τον αγκαλιάζω σφιχτά θέλοντας, να τον καθησυχάσω. Τελείωσε σωστά;

«Ομολογώ, πως το περίμενα πιο θεαματικό». Αστειεύομαι θέλοντας, να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. «Έι! Τι συμβαίνει;»

«Έχουμε πολλά περισσότερα, να κάνουμε από δω και πέρα». Μουρμουρίζει σκεφτικός και μου χαμογελάει τρυφερά και όλο νόημα.


Ηλιάνα Κλεφτάκη