Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 17 - Κάθαρσις)

Τον έκλαψε η Θεοδώρα τον Ιωάννη, κι ας μην της φέρθηκε τόσο καλά ως σύζυγος. Θρήνησε για τους τύπους, αλλά έκλαψε και για το ότι πρόωρα τον έχασε και την άφησε μ’ ένα πορφυρογέννητο ορφανό. «Μην ανησυχείς καθόλου, θεία, η μικρή σου Θεοφανώ θα είναι υπό την προστασία μου, όπως και εσύ» την καθησύχασε ο Βασίλειος, και πήρε η ψυχή της ανάσα. Για λίγο όμως, διότι μόλις πληροφορήθηκε την επάνοδο της Θεοφανούς, σκοτείνιασε, και οι άσχημες μνήμες ήρθαν να την κατακλύσουν…

Αντάμωσαν οι δυο γυναίκες και βασίλισσες στα δώματα της Θεοδώρας, με πρωτοβουλία της πάλαι ποτέ νύφης της, και εκείνη την υποδέχτηκε αγέλαστη, με ψυχρότητα, αποστρέφοντας το βλέμμα.

«Τι θες εσύ εδώ;» τη ρώτησε, βγάζοντας τις λέξεις με το ζόρι από το στόμα της. «Δε σε κάλεσα…»

«Το ξέρω, Θεοδώρα» αποκρίθηκε ήρεμη ωστόσο η Θεοφανώ. «Θέλω όμως να μιλήσουμε οι δυο μας…»

«Να μιλήσουμε; Τι να πούμε; Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να ειπωθεί αναμεταξύ μας πλέον… Ούτε είχα καμιά επιθυμία να αντικρίσω το πρόσωπό σου που τόσο πόνο μου προκάλεσε, άτιμη γυναίκα, οπότε φύγε κι άσε με ήσυχη!»

«Μη με διώχνεις, Θεοδώρα! Το ξέρω, το συναισθάνομαι πια κατάβαθα το πόσο πόνο σου προκάλεσα, αφού τώρα είμαι κι εγώ το ίδιο πονεμένη… Όμως θέλω, το θέλω ειλικρινά και μέσα απ’ την καρδιά μου να συμφιλιωθούμε, να με αφήσεις να σε πλησιάσω… Δεν έχουμε πια τίποτα να χωρίσουμε, αδελφή του άντρα μου του Ρωμανού, δυο γυναίκες χήρες και πονεμένες είμαστε, σε ηλικία ώριμη, και με το ράσο το μοναχικό να έχει βαρύνει έτη πολλά το κορμί αμφοτέρων μας!»

«Δεν είμαι έτοιμη να σε συγχωρέσω ακόμα, Θεοφανώ, και να τα βρούμε» δήλωσε έντιμα η Θεοδώρα, με κάποια ακαμψία να χαρακτηρίζει τη φωνή της, καθώς πρόφερε το όνομα της πρώην συζύγου του αδελφού της. «Ίσως και να μην είμαι ποτέ… Με το που έμαθα ότι γύρισες, ότι σε έφερε πίσω ο γιος σου, το μυαλό μου θόλωσε… Θυμήθηκα την ανηθικότητα και την απανθρωπιά σου, με την οποία διέταξες να μας διώξουν από το Παλάτι, και το πώς ο αδελφός μου στιγμή δε σου αντιστάθηκε… Αμφιβάλλω πάντα αν τον αγάπησες καθόλου, αν ένιωσες τίποτα για αυτόν ευγενικό κι ανώτερο, αν έχυσες έστω και μισό δάκρυ όταν πέθανε…»

«Άλλαξα, Θεοδώρα, πίστεψέ με» μίλησε πάλι η Θεοφανώ, και είχαν βουρκώσει οι οφθαλμοί της. «Με άλλαξε η ζωή… Ναι, τον αδελφό σου τον αγάπησα, και ας μην πρόλαβα να του το πω και να του το δείξω όσο έπρεπε, το συνειδητοποίησα μονομιάς με τρόπο σκληρό σαν τον έχασα, και έκλαψα και δάρθηκα και θρήνησα γοερά για κείνον, και χίλιες φορές μετάνιωσα κατόπιν για το σκάρτο αυτό το φέρσιμό μου απέναντί του και απέναντι στην οικογένειά του, εσένα και τις άλλες τέσσερις και τη μάνα σας, στ’ ορκίζομαι στο όνομα του Θεού! Κι ύστερα πήρα για άντρα μου τον Νικηφόρο τον Φωκά, πιέστηκα και τον έβαλα στο πλάι μου, προδίδοντας τη μνήμη του…»

«Έξι μήνες μοναχά αφότου χήρεψες… Νόμιζες δε θα το είχα ακούσει;» σχολίασε πικρόχολα η Θεοδώρα. «Δεν σου έκατσε άσχημα… Συνέχισες να είσαι αυγούστα, να έχεις όλα τα προνόμια…»

«Θαρρείς πως το χαιρόμουν δηλαδή; Πώς το έκανα ελαφρά τη καρδία; Όχι, αδελφή μου, κάνεις μεγάλο λάθος! Μπορεί να συνέχιζα να είμαι βασίλισσα, αλλά έζησα έξι χρόνια χωρίς να γλυκαίνει παρουσία ανδρική τις νύχτες μου και τις μέρες μου, και το άντεχα αυτό μόνο για τα παιδιά μου, που μαζί με αυτά λογιάζω και την ψυχοκόρη μου την Αναστασία, την οποία είχες μετά από μένα στη δούλεψή σου!»

«Εγώ δε γεύτηκα καμιά χαρά τέτοιου είδους για πολλά περισσότερα χρόνια» μουρμούρισε η Θεοδώρα. «Κι ο τι πήρα τελικά από τον Ιωάννη, ήταν λειψό και ανάξιο» πρόσθεσε στον λογισμό της. «Δε σε οικτίρω, Θεοφανώ, ο τι κι αν μου λες, και μη με αποκαλείς αδελφή σου» συμπλήρωσε φωναχτά, και έπειτα της ζήτησε να απέλθει. Αποδέχτηκε το θέλημα της κουνιάδας της η Λάκαινα, όμως δε σκόπευε να το βάλει κάτω. Είχε πρόθεση αυθεντική και ανιδιοτελή να συνδιαλλαγεί και να συγχωρεθεί μαζί της για όλα τα κακά του παρελθόντος, ρίχνοντας μάλιστα το φταίξιμο πιο πολύ στον εαυτό της για να τη βοηθήσει στην ταπείνωση, και, αν και εκείνη μαλάκωνε, ήθελε να πιστεύει ότι στο τέλος θα το κατάφερναν, και προσευχόταν για αυτό, να σταθούνε μπροστά στον θρόνο του δίκαιου Κριτή με καθαρή την ψυχή τους από αυτή την έχθρητα, όταν θα τις πρόφτανε η άδηλη τούτη ώρα για τον κάθε θνητό και ατελή άνθρωπο…



Η βασιλεία του παιδιού της η επίσημη ξεκίνησε με φουρτούνες. Ο συνονόματος μεγαλοθείος του, τον οποίο ο νεαρός Βασίλειος κρατούσε πλάι του ως προστάτη και οδηγό, σεβόμενος και τον δεσμό της συγγενείας του, και ο οποίος εκμεταλλευόμενος την κατάσταση φρόντιζε να παίρνει πάντοτε κεφάλι, νόμιζε καλό να περιορίσει την εξουσία του στρατηλάτη της Ανατολής Βάρδα Σκληρού, του κουνιάδου του συγχωρεμένου του Τσιμισκή που, όσο ζούσε και βασίλευε ο γαμπρός του, ήταν ο πρώτος μετά από κείνον, υποβιβάζοντάς τον σε στρατηγό της Μεσοποταμίας και αντικαθιστώντας τον με τον στρατοπεδάρχη Πέτρο, ενώ παράλληλα κατέστησε τον αδικημένο από τον Νικηφόρο Μιχαήλ Βούρτζη μάγιστρο και στρατηγό της Αντιοχείας την οποία είχε με τις δυνάμεις του καταλάβει. Ο Βάρδας Σκληρός εξοργίστηκε με τη μεταβολή αυτή της τύχης του που του εξύφανε ο πανούργος γέρο - εκτομίας, και αφού βρήκε τον στρατό του τους έπεισε να τον αναγορεύσουν αυτοκράτορα· ταυτόχρονα, συμμάχησαν μαζί του Άραβες, καθώς και αξιωματικοί των βασιλικών φουσάτων, και αντίθετα απ’ ο τι θα περίμενε κανείς, συντάχθηκε στο πλευρό του από μακριά και ο Βούρτζης. Πρώτη φορά συγκρούστηκαν Πέτρος και Βάρδας στα Λάπαρα της Καππαδοκίας μεσούντος του 976, όπου γρήγορα ο δεύτερος επικράτησε με τη συνδρομή και του Βούρτζη και άλλων, και τα στρατεύματα που υπάκουαν στον Λεκαπηνό έγιναν καπνός. Ωστόσο, εκείνος δεν καταπτοήθηκε, και με διάφορες μηχανορραφίες στις οποίες ωθούσε και τον μικρανεψιό του να συγκατανεύσει προσπάθησε εκ νέου να κατατροπώσει τον αντίπαλό του τον Σκληρό. Και ακολούθησαν τρία πολύ ταραγμένα χρόνια, με συγκρούσεις μεταξύ των δύο μερών, ώσπου το 979 ο Βάρδας Φωκάς, ο γιος του κουροπαλάτη Λέοντα και ανιψιός του Νικηφόρου, τον οποίο στρατολόγησε ο ευνούχος στην προσπάθειά του αυτή, προσβλέποντας στη στρατιωτική του αξιοσύνη, αφού τον ανακάλεσε από την εξορία του στη Λέσβο και του αφαίρεσε άρον άρον το σχήμα του κληρικού που είχε υποχρεωθεί να λάβει μετά την ανταρσία του κατά του Ιωάννη, ώσπου ο Βάρδας λοιπόν να καταπτοήσει τον ομώνυμό του Σκληρό, και να λήξει αυτός ο άκαιρος και πολυδάπανος και πολύνεκρος εμφύλιος, που εξουθένωσε το κράτος και ακόμη χειρότερα επέτρεψε στη Βουλγαρία να επαναστατήσει: ο πρώην τσάρος Βόρις και ο αδελφός του Ρωμανός δραπέτευσαν από την Κωνσταντινούπολη, ενώ παράλληλα εξεγέρθηκαν και τους βοήθησαν και οι επονομαζόμενοι «Κομητόπουλοι», οι γιοι δηλαδή του βοεβόδα Σισμάν του Τυρνόβου (κόμητες αποκαλούσαν οι Βυζάντιοι τους άρχοντες αυτούς), ο Δαυίδ, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Σαμουήλ. Από αυτούς οι τρεις πρώτοι σκοτώθηκαν, όπως και οι δύο γαλαζοαίματοι αδελφοί, όμως ο στερνός ο Σαμουήλ επιβίωσε, κι όχι μονάχα επιβίωσε και μονάρχησε, αλλά έμελλε σύντομα να γίνει επίσης ο φόβος και ο τρόμος των ελλαδικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία ως τη Στερεά και την Πελοπόννησο, και ο Βασίλειος επρόκειτο με τη σειρά του να δώσει σκληρούς αγώνες εναντίον του…

Η θεία του η Θεοδώρα έζησε κάπου δυόμισι χρόνια μετά τον θάνατο του άντρα της. Σ’ αυτόν τον καιρό μέσα, κατάφεραν και ήρθαν κοντά με τη μητέρα του και συμφιλιώθηκαν αρκετά, και η Θεοφανώ είχε πλέον συμπαθήσει μέσα από την καρδιά της τη μικρή θυγατέρα της ανδραδέλφης της. Ήταν ένα κοριτσάκι σκουρόξανθο και με μάτια γλαυκά η πριγκίπισσα Θεοφανώ η Κουρκούα, γαλαζοσμαραγδένια, έχοντας πάρει κι από τους δύο της γονείς, ντροπαλό και καλότροπο, και μπορεί με την εξ αγχιστείας θεία της να μην είχε πάρει τόσο θάρρος κι όποτε την έβλεπε να ζάρωνε με συστολή πλάι στη Θεοδώρα, αλλά η Λάκαινα αυγούστα δεν έπαυε να νιώθει αισθήματα τρυφερά για τούτο το παιδί, ας ήταν μισό γέννημα του ανθρώπου που την πρόδωσε και την εξευτέλισε…

Ύστερα, μες το 978 ήρθε η αρρώστια, κι έριξε τη Θεοδώρα στο κρεβάτι. Πονούσε, βόγγαγε συχνά, ίδρωνε και κοντανάσαινε, και οι βασιλικοί γιατροί κουνούσαν τις κεφαλές τους ανήξεροι και απαισιόδοξοι για το τέλος. Η Θεοφανώ την παρέστεκε ακοίμητη, στεναχωρημένη, έχοντας παράλληλα τον νου της και στη νύφη της την Ελένη, που πριν καλά – καλά συμπληρώσει τα δεκαέξι της είχε γεννήσει μες το πρώτο τρίμηνο του χρόνου την κανακάρα της την Ευδοκία, γεγονός που είχε συγκινήσει απίστευτα την τριανταεπτάχρονη πεθερά της, και όταν γύρεψε να αγκαλιάσει την εγγόνα της, δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της στις παρειές της και δόξασε τον Θεό που με την άπειρη ευσπλαχνία του την αξίωσε να είναι εκεί και να βιώσει ετούτη τη στιγμή. Πρόσεχε λοιπόν με αγωνία την ασθενή και κατάκοιτη Θεοδώρα, έτρεχε και πλάι στο λίκνο του μωρού με λαχτάρα, και παρά την κόπωση την τεράστια που ένιωθε, το λογάριαζε ανταμοιβή και εξιλέωση και ποτέ της δε γόγγυξε, μονάχα προσευχόταν αδιάλειπτα να σωθεί η κουνιάδα της και να ζήσει και να μεγαλώσει η πρώτη εγγονή της. Και για τη νεογέννητη Ευδοκία οι ευχές της γιαγιάς της έπιαναν και με το παραπάνω, μα για την αδελφή του παππού της του Ρωμανού φαίνονταν μάταιες και οι λιτές και οι εντεύξεις της στον παντοδύναμο Θεό. Όλο και χειροτέρευε η Θεοδώρα, και το ψυχανεμίστηκε πια με θλίψη και συντριβή η Θεοφανώ πως δε θα γλύτωνε. Ωστόσο, δεν έφυγε μιαν ώρα απ’ το πλευρό της, της μιλούσε γλυκά και τη στήριζε, της δρόσιζε το μέτωπο με πανιά βρεγμένα στο νερό και το ξίδι, κι όταν βυθιζότανε σε λήθαργο, της χάιδευε απαλά το χέρι κι αναστέναζε βαριά με έναν λυγμό…

«Κάλεσε τον πατέρα Θεόφιλο, αδελφή μου, να με εξομολογήσει και να μου μεταδώσει τα Άχραντα Μυστήρια» της παρήγγειλε κείνο το δείλι με φωνή σβησμένη, κι η Θεοφανώ της έγνεψε καταφατικά με ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ο πατήρ Θεόφιλος, ένας σεβάσμιος, ταπεινός και προσηνής λευκόμαλλος ιερέας των ανακτόρων, ήταν ήδη πνευματικός της Θεοδώρας, και έγινε και της Θεοφανούς, και τις είχε βοηθήσει πολύ με τις φωτισμένες συμβουλές του στο να τα βρούνε μεταξύ τους. Αυτόν γύρευε η ετοιμοθάνατη, και η άλλη γυναίκα πήγε και τον αντάμωσε σ’ ένα παρεκκλήσιο, ο τι είχε τελειώσει τον εσπερινό, και του μετέφερε την επιθυμία της.

«Ελήλυθεν η ώρα…» μουρμούρισε σοβαρός, και παίρνοντας το άγιο ποτήριο στα χέρια του ακολούθησε τη Θεοφανώ ως τον κοιτώνα της άρρωστης. Εισήλθε, και εκείνη έκλεισε τη θύρα πίσω του, οι στιγμές εκείνες ήταν και θα είναι πάντοτε ιερές και φοβερές για έναν πιστό χριστιανό και μια πιστή χριστιανή, και δεν έπρεπε να υπάρξει καμία όχληση…

«Θέλει να σ’ έχει δίπλα της, τέκνο μου, στην ψυχομαχία της» ανακοίνωσε ο Θεόφιλος στη Θεοφανώ, αφού ξαγόρευσε και κοινώνησε τη Θεοδώρα και εξήλθε. «Θάρσει, για όλους μας έρχεται αυτή η ώρα, αργά ή γρήγορα» πρόσθεσε, βλέποντάς την έτοιμη να κλάψει, και της έπιασε παρηγορητικά τον ώμο με το ελεύθερο χέρι του.

«Σ’ ευχαριστώ, πάτερ» ψέλλισε, ασπαζόμενη τη δεξιά του, και κατόπιν προχώρησε μες την κάμαρη. Το χλομό πρόσωπο της Θεοδώρας ήταν ελαφρώς στραμμένο προς το μέρος της, και κάτι σαν αχνό χαμογέλιο το φώτισε ισχνά, μόλις την είδε πάλι.

«Έλα, αδελφή μου, σίμωσε» την κάλεσε, και η λαλιά της έμοιαζε κιόλας απόκοσμη. Γονάτισε κοντά στο στρώμα της, της έπιασε το χέρι μες τις χούφτες της και την κοίταξε τρυφερά.

«Πρότερα δεν ήθελες καν να σε λέγω αδελφή μου, Θεοδώρα, και τώρα…»

«Τώρα όλα έχουν αλλάξει, Θεοφανώ… Και χαίρομαι και είμαι ήρεμη που φεύγω απ’ τη ζωή έχοντας καταλλαγεί μαζί σου κι έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν ήσουν κατά βάθος ένας δαίμονας…»

«Συγχώρα με, Θεοδώρα… Συγχώρα με για άλλη μια φορά, χρυσή μου, που τόσο πολύ σε πίκρανα και σε ατίμασα! Ήμουν άθλια, άθλια, τρισάθλια, και δεν ξέρω ακόμα αν συγχωρέθηκα κι από τον Θεό και αν αξίζω ποτέ μου τον Παράδεισο, ενώ εσύ τις πύλες του τις έχεις ορθάνοιχτες εμπρός σου, κι ας βάλθηκε να σε πάρει τόσο γρήγορα κοντά του…»

«Εγώ πρέπει να σου ζητήσω περισσότερη συγγνώμη, Θεοφανώ, που θεωρώντας σε παρακατιανή και άξεστη σε λοιδορούσα και σε παρόργιζα… Φταίξαμε κι οι δυο, καλή μου, φταίξαμε και τιμωρηθήκαμε η καθεμία με τον τρόπο που μας όρισε Εκείνος, μα είμαι σίγουρη ότι και για σένα η αγκαλιά Του είναι ανοιχτή πιότερο κι από μένα! Και σου εύχομαι να ζήσεις πολλά ακόμη χρόνια, να χαρείς κι άλλα εγγόνια και από τον Κωνσταντίνο και από τον Βασίλη σου επίσης κι απ’ την Άννα σου, τα παιδιά σου και ανίψια μου που τα αγάπησα κι εγώ και προσπάθησα να τα κηδεμονεύσω, όσο ήσουν μακριά τους, και να μην έχεις τη δική μου κακή μοίρα…»

Είπε η Θεοδώρα, κι απ’ τα θαμπά γαλανά της μάτια κατρακύλησαν δυο υγρά ρυάκια. Της τα σκούπισε η Θεοφανώ με τα χείλη της, φιλώντας της τα μάγουλα, και την αγκάλιασε με σπλάχνος.

«Θεοφανώ… Θέλω… θέλω κάτι ακόμα…» μίλησε ξανά η κουνιάδα της, και τώρα πάλευε να βγάλει την κάθε συλλαβή, λαχάνιαζαν τα σωθικά της.

«Τι; Τι θες από μένα, αδελφή μου;»

«Την κόρη μου τη μονάκριβη, τη Θεοφανώ μου… Να την προσέχεις, τώρα που φεύγω! Είναι έξι χρονώ παιδί, μικρούτσικο και άβγαλτο κι αθώο, και δε μπορώ να…»

«Ω, Θεοδώρα! Έγνοια σου, και σαν τέκνο δικό μου θα την έχω!» ψιθύρισε η Θεοφανώ, πνιγμένη στα δάκρυα. «Είναι ανιψιά μου, άλλωστε, κι έχω χρέος στον Θεό και σε σένα και στον Ρωμανό τον αδελφό σου να την προστατέψω…»

«Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ πολύ…» ανταπέδωσε η Θεοδώρα, σφίγγοντάς της τα δάχτυλα στα δικά της με τα βλέφαρα μισόκλειστα. «Φεύγω ευτυχισμένη, μετά από τούτη σου την υπόσχεση…»

Και χαμογελώντας πικρά πρόσθεσε:

«Είδες τελικά; Σε μισούσα, σε μισούσα, αλλά η κόρη μου το δικό σου το όνομα έλαβε, και στο εξής την εμπιστεύομαι στα χέρια σου…»

Η συγκίνηση της Θεοφανώς ξεχείλισε πλέον. Ένα πρώιμο αναφιλητό συνέσπασε την όψη της, καθώς η ανδραδέλφη της έπεφτε ήδη στον επιθανάτιο ρόγχο, και την κάλυψε με τις παλάμες της. Μια ριπή του ανέμου φύσηξε απ’ το παράθυρο, ήταν αναμερισμένο το βήλο του, και σκίρτησε η φλόγα στο καντήλι πάνω απ’ την κλίνη της Θεοδώρας, στέλνοντας μήνυμα κρυφό στη Θεοφανώ με μια αόρατη ενέργεια. Ανασήκωσε το βλέμμα, το έριξε ανάστατη στην κουνιάδα της, και αγγίζοντας τον λαιμό της κατάλαβε ότι είχε παραδώσει τη σαράντα δύο ετών ψυχή της.

«Αναπαύου εν ειρήνη, αδελφή μου» έκαμε, φιλώντας της το μέτωπο, πήρε τα χέρια της και της τα σταύρωσε στο στήθος. «Να με ενδυναμώσει ο Κύριος ώστε να γίνω μια καλή κηδεμόνας για τη θυγατερούλα σου που την αφήνεις πεντάρφανη, γιατί έτσι ορίσανε οι βουλές Του…»



Του χρόνου ο τροχός συνέχισε την αέναη περιφορά του. Η μικρή Θεοφανώ Κουρκούα μεγάλωνε υπό τη σκέπη και την προστασία της συνονόματης θείας της, που είχε καταφέρει να της μερώσει την καρδούλα της που σπάραξε και κομματιάστηκε όταν χάθηκε η μανούλα της. Δύο έτη αργότερα, το 980, η Ελένη έφερε στον κόσμο τη δεύτερη κόρη της από τον Κωνσταντίνο, που την ονόμασαν Ζωή και έμελλε η μορφή της να σημαδέψει τη δυναστεία των Μακεδόνων το ίδιο έντονα με της γιαγιάς της, αν όχι και περισσότερο. Και την επόμενη χρονιά, το 981, ο Βασίλειος, στα είκοσι τρία του πια, αποφάσισε ότι ήτανε ώρα να αποτινάξει τον ζυγό του ευνούχου μεγαλοθείου του και να φερθεί ως πραγματικός αυτοκράτορας και στρατιωτικός άνδρας, αντάξιος του νονού και πατριού του.

«Θα εκστρατεύσω εναντίον των Βουλγάρων, Λεκαπηνέ, μόνος μου, και δε λογαριάζω στιγμή πλέον τη γνώμη σου, διότι είμαι ο νόμιμος βασιλέας!» είχε βροντοφωνάξει με σθένος και κάποια οργή στον γέρο απαντώντας του, όταν πήγε να τον εμποδίσει[1]. Και μόνος του σήμαινε για τον Βασίλειο ότι δε ζήτησε ούτε τη συνδρομή των μεγαλοστρατηγών της Μικράς Ασίας, στους οποίους λίγο – πολύ θα είχε ανοίξει η όρεξη να επιδιώξουν ακόμα και τον θρόνο μετά τη βασιλεία του Νικηφόρου και του Ιωάννη. Συγκινήθηκε κατάβαθα η Θεοφανώ μόλις της το ανακοίνωσε, τον θαύμασε και τον καμάρωσε και τον επαίνεσε, που απεδείκνυε τόσο έμπρακτα την ενηλικίωσή του και την αξιοσύνη του την οποία ως μητέρα αφοσιωμένη πίστευε ακράδαντα ότι διέθετε ο κανακάρης της.

«Δωσ’ μου την ευχή σου, κυρά μάνα μου» της γύρεψε, γονατίζοντας ομπρός της, και η Λάκαινα αυγούστα που είχε πατήσει τώρα τα σαράντα έθεσε το χέρι της απαλά στο μαυρομάλλικο κεφάλι του, το χάιδεψε ανεπαίσθητα με λαχτάρα σαν να ήτανε αγοράκι και μισοκλείνοντας τα βλέφαρα να συγκρατήσουν τα δάκρυα της χαράς και της περηφάνειας της μουρμούρισε από μέσα της μια προσευχή για το παιδί της.

«Ύπαγε στο καλό, γεράκι μου, και υπερασπίσου την πίστη και την κοινή πατρίδα μας» τον κατευόδωσε τέλος, βαστώντας του τα χέρια στα δικά της. «Την Υπέρμαχο Στρατηγό τη Θεοτόκο να επικαλείσαι πάντοτε για βοήθεια, μα να φανείς και ισάξιος των αρχαίων Λακεδαιμονίων προγόνων σου, απ’ τους οποίους σεμνύνομαι ότι βαστώ το αίμα μου και το μετάγγισα σε σένα… Ή ταν ή επί τας, υγιέ μου και βασιλέα, θα σου πω κι εγώ, όπως εκείνες οι Λάκαινες γυναίκες και μανάδες, τουτέστιν να γυρίσεις κρατώντας την ασπίδα ανά χείρας σου ή να σε φέρουν πάνω της νεκρό! Η ευχή η δική μου και της μεγάλης μητέρας μας της Παναγιάς η χάρη μαζί σου…»

Ξεκίνησε λοιπόν ο Βασίλειος από τη Βασιλεύουσα, οπλισμένος υλικά και πνευματικά, ακολουθούμενος από τα στρατεύματα των ευρωπαϊκών θεμάτων υπό τον δομέστικο Κοντοστέφανο, να εισβάλει στη Βουλγαρία από το σημείο μεταξύ Ροδόπης και Έβρου και να προχωρήσει για τη Σαρδική ή Τριαδίτσα όπως λεγόταν τότε, τη σημερινή Σόφια. Όμως, η πρώτη του αυτή εξόρμηση κατέληξε σε αποτυχία, λόγω της προσωπικής εμπάθειας του Κοντοστέφανου προς τον στρατηγό Λέοντα Μελισσηνό, τον οποίο ο νέος αυτοκράτορας είχε ορίσει να φυλάει τα χερσαία στενά περάσματα. Ήρθε δηλαδή μια νύκτα στη σκηνή του ο καλός σου, και μια και δυο έπιασε να συκοφαντεί τον Μελισσηνό στον Βασίλειο, ότι τάχα άφησε το πόστο του και έσπευδε στην Κωνσταντινούπολη για να νοσφιστεί τον θρόνο, πιστεύοντας ο δόλιος πως έτσι θα εκμεταλλευόταν την απειρία του κανακάρη της Θεοφανούς προς όφελός του και ζημίαν του αντιπάλου του. Ταράχτηκε ωστόσο εκείνος με αυτή την τόσο πειστικά παρουσιασμένη ψευδή είδηση και ευθύς διέταξε να αναχωρήσουν κατεπειγόντως, όπως τον παρακίνησε ο Κοντοστέφανος. Κι ενώ κινούσαν να φύγουν τα βασιλικά φουσάτα, τους επιτέθηκε ο Σαμουήλ, που είχε στο μεταξύ επιστρέψει από τις λεηλασίες του στην Ελλάδα και είχε καταλάβει τις πέριξ βουνοκορφές. Αιφνιδιάστηκαν οι Ρωμαίοι, το βάλανε στα πόδια άτακτα, αφού ο Βούλγαρος τσάρος πλιατσικολόγησε ολόκληρο το στρατόπεδο, ακόμη και την ίδια τη βασιλική τέντα, και με πολλές απώλειες κατάφεραν να φτάσουν τελικά ξέπνοοι και ξέψυχοι στη Φιλιππούπολη. Αλλά, τι έκπληξη για τον Βασίλειο να βρει εκεί τον υποτιθέμενο αποστάτη Μελισσηνό να διοικεί ήρεμα και επιμελώς τις δυνάμεις του! Και μετά την πρώτη έκπληξη, οργίστηκε ο νεαρός βασιλιάς, αντιλήφθηκε πως κάποιο βρόμικο παιχνίδι ήθελε να παίξει ο Κοντοστέφανος, οπότε τον εγκάλεσε αμέσως, ως ψεύτη και υπαίτιο για τη συμφορά τους. Προσπάθησε να ξεγλιστρήσει ο δομέστικος της Δύσης ενώπιον του κυρίου του, θεωρώντας τον αρκετά απονήρευτο, «εγώ καλά σε συμβούλευσα, βασιλιά μου, γιατί είσαι μειρακίσκος και άπειρος και δεν ξέρεις τι κουμάσι είναι αυτός ο Μελισσηνός» ισχυρίστηκε με περισσή αλαζονεία και αυθάδεια, μα την αντίδραση του Βασιλείου δεν την περίμενε με τίποτα.

«Άτιμε!» γρύλισε το παλικάρι, αφρίζοντας, κι όπως τεντώθηκε το σώμα του, έδειξε ξαφνικά θεόρατος, γίγαντας. «Σκουλήκι της γης! Τώρα θα δεις πού είναι η θέση σου!»

Και αρπάζοντάς τον με βία απ’ τη γενειάδα, τον έριξε χαμαί. Αναστατώθηκαν οι παριστάμενοι, μα πιο πολύ δέος ένιωσαν, όταν ο Βασίλειος, αφού ξέσπασε το μένος του ενάντια στον μηχανορράφο στρατηγό, γύρισε και είπε σε όλους, με πρόσωπο κατακόκκινο και μάτια που πέταγαν κεραυνούς σαν του Νεφεληγερέτη:

«Ιδού τι θα παθαίνουν από τα χέρια μου οι επίβουλοι και άνανδροι και δόλιοι στο εξής, κι αυτό ήταν μονάχα η προτύπωση! Είμαι ο Βασίλειος ο Μακεδών, ο νόμιμος συνεχιστής της βασιλείας των Ρωμαίων και αρχηγός και αφέντης σας, και δε θα ανεχτώ να γίνομαι το άθυρμα κανενός εγωιστή μωροφιλόδοξου, που βάζει το συμφέρον του πάνω από την πίστη στον δεσπότη του και την τύχη του κράτους μας!»

Ήταν πάντως ταπεινωμένος και καταρρακωμένος από την ήττα αυτή στην πρώτη του επιχείρηση ο Βασίλειος, και απαυδημένος από το επεισόδιο αυτό σχετικά με τον Κοντοστέφανο και τον Μελισσηνό, και επιστρέφοντας στη Βασιλεύουσα έμεινε και ησύχαζε, χωρίς να επιχειρήσει ξανά εναντίον του Σαμουήλ για πολλά χρόνια, ας κατανίκησε το επόμενο έτος τον Όθωνα τον Β΄ των Γερμανών στον Τάραντα, ανακτώντας τις κτήσεις της αυτοκρατορίας σε Απουλία και Καλαβρία. Ο μικρός του αδελφός εν τω μεταξύ συνέχιζε να ζει άσωτα, συχνάζοντας «περί κύβους και πότους» και στο Τζυκανιστήριο καθ’ εκάστην, κόντρα στις προσδοκίες του πεθερού του του πατρικίου Αλύπιου και της μητέρας τους, και ο νεαρός αυτοκράτορας δυσφορούσε το ίδιο με κείνη, βλέποντας τον μικρό του αδελφό να μην έχει συνετιστεί στιγμή απ’ όταν νυμφεύτηκε κι απέκτησε παιδιά.

«Τι θα γίνει πια, Κωνσταντίνε, με σένανε;» τον επέπληξε κάποτε. «Πόσο ακόμα θα μεθοκοπάς και θα συναναστρέφεσαι τον κάθε καλοπερασάκια εκμαυλιστή; Είσαι ο αδελφός μου και συναυτοκράτορας στον θρόνο, είσαι σύζυγος και πατέρας! Ούτε τις συμβουλές μου ακούς, μα ούτε και τη συνευνή σου την Ελένη νοιάζεσαι που την ατιμάζεις πηγαίνοντας με… πάνδημες γυναίκες;»

«Ενώ εσύ είσαι καλύτερος, Βασίλειε, που έφερες την άμεμπτη αυτή γυναίκα η οποία αξιώνει ακόμα να ονομάζεται μάνα μας μες το Παλάτι;» τον ειρωνεύτηκε αιχμηρά ο Κωνσταντίνος. «Μη μου πεις ότι δε θέλησες κι εσύ να διασκεδάσεις στην εφηβεία σου…»

«Μεγάλωσα όμως, Κωνσταντή, και αν προσπάθησε να με λοξοδρομήσει ο θείος μας ο Λεκαπηνός, έδειξα σύνεση και προχώρησα στην ίσια στράτα! Εσύ γιατί εξακολουθείς να φέρεσαι σαν ανώριμο μειράκιο που τρεκλίζει όπου το φυσάει ο άνεμος;»

«Άσε μας εσύ, μεγάλε και ικανέ βασιλιά, που σε πτοήσανε πέντε Βούλγαροι και γύρισες πίσω σαν βρεγμένη γάτα!» πέταξε αναιδέστατα ο μικρότερος γιος της Θεοφανούς. «Όσο θέλω θα γλεντάω κι όσο θέλω θα πίνω και θα κυβίζω και θα ηδονίζομαι με τα κορμιά των εταίρων! Και αν θες να ξέρεις, μιας και την ανέφερες, αδιάφορη μου είναι η Ελένη στην κλίνη, εκτελώ μαζί της το καθήκον μου μόνο και μόνο για να μου δώσει κάναν γιο, αλλά πού…»

«Πώς τολμάς;..» ερυθρίασε ο Βασίλειος με τα λόγια του αδελφού του, τα οποία εκείνος πρόφερε ανερυθρίαστα - βαθιά θρησκευτική φύση και εγκρατής καθώς ήταν, κληρονομιά θα έλεγε κανείς από τον νονό του, να ακούει τέτοιες κουβέντες τον έθιγε άσχημα. «Είναι η γυναίκα σου και οφείλεις να την τιμάς, όχι να την εξευτελίζεις!»

«Σε σένα να λάχει καλύτερη, αδελφέ μου» έριξε πάλι τη μπηχτή του ο Κωνσταντίνος πριν αποχωρήσει. «Αν βρεις ποτέ, δηλαδή, τέτοιος μαλθακός που πας να γίνεις… Βρε, μπας κι είσαι τοιούτος και το κρύβεις, σκληρέ άντρα;»

«Πάψε! Ασεβέστατε!» φώναξε ο Βασίλειος, και ο αδελφός του βγήκε γελώντας πονηρά, απτόητος. Τον θύμωνε και τον στεναχωρούσε πάρα πολύ η συμπεριφορά του, το αχαλίνωτο της γλώσσας του, η απάθεια ενάντια στη νύφη του και τις ανιψιές του, η περιφρόνηση που εξακολουθούσε να επιδεικνύει στη μάνα τους, και για άλλη μια φορά τα μοιράστηκε με την Άννα την αγαπημένη του.

«Δεν παίρνει από λόγια ο Κωνσταντής, Βασίλη μου» ξεφύσησε εκείνη, μόλις άκουσε τα καθέκαστα. «Η καημένη η Ελένη! Μπορεί να μη μου εκμυστηρεύεται τίποτα, αλλά εγώ το νιώθω πως δεν περνάει καλά μαζί του, δεν είναι ευτυχισμένη…»

Αλήθεια ήταν αυτό, και το είχε διαπιστώσει κι η Θεοφανώ. Πολλές φορές έβλεπε τη νύφη της μελαγχολική, βαρυμένη, το αντρόγυνο να μη μιλάει καθόλου μεταξύ του, και έμπαινε σε έγνοιες η μητρική καρδιά της. Ώσπου κάποια στιγμή έπιασε την Ελένη και τη ρώτησε διακριτικά:

«Κόρη μου, τι συμβαίνει με σένα και τον υγιό μου; Πώς πορεύεστε; Δε σας έχω δει μια φορά να ανταλλάσσετε ένα χαμόγελο, μια γλυκιά κουβέντα…»

Ξεροκατάπιε η κοπέλα, κόμπιασε και σταύρωσε αμήχανα τα λευκά χεράκια της σφίγγοντάς τα. Ντρεπόταν να ομολογήσει στην πεθερά της ότι με τον άντρα της ήταν σαν δυο ξένοι, είχε καιρό να πλησιάσει ακόμα και στο κρεβάτι τους για να κοιμηθεί πλάι της ο Κωνσταντίνος…

«Ελένη μου, μη με ντρέπεσαι… Γυναίκες είμαστε, ο τι και να μου πεις θα το ακούσω με απόλυτη εχεμύθεια και κατανόηση, μόνο πες το μου, λάλησε να ξέρω τι σε βαραίνει…»

«Αυτά που θα πω σε σένα, ευσεβεστάτη και μητέρα του αντρός μου, δεν τα ’χω πει ούτε στη μάνα μου τη φυσική» ψέλλισε η Ελένη και φανήκαν δάκρυα να λαμπυρίζουνε στα μάτια της. «Δεν τα πάμε καλά με τον Κωνσταντίνο… Εγώ προσπαθώ να τον αγαπήσω, να του φέρομαι τρυφερά, εκείνος όμως… Ούτε στις θυγατέρες μας δεν έχει δώσει ποτέ ένα χάδι, μιαν αγκάλη πατρική, μόνο τριγυρνάει συνέχεια μακριά απ’ τα δώματά μας και χαροκοπιέται…»

Στέναξε βαριά η κόρη του Αλυπίου, και ένας λυγμός γροικήθηκε μέσα απ’ το λαρύγγι της. «Άκου, παιδί μου» της είπε η Θεοφανώ, αγγίζοντας με την παλάμη της την παρειά της. «Με πικραίνουν κι εμένα όσα μου ομολογείς, αλλά μη χάνεις την ελπίδα σου… Να προσεύχεσαι με πίστη στον Θεό και να τον παρακαλείς να συνετίσει τον άντρα σου, έτσι έκανα κι εγώ όταν ο πεθερός σου ο βασιλέας Ρωμανός το είχε ρίξει στις ατασθαλίες και η ικεσία σ’ Εκείνον είχε γίνει το ύστατό μου καταφύγιο μες την απελπισία μου… Και πού ξέρεις, μπορεί κιόλας, αν το επόμενο παιδί που θα του χαρίσεις είναι γιος, να ενδιαφερθεί λίγο περισσότερο, έτσι είναι καμιά φορά οι άνδρες, βλέπεις…»

Πράγματι γέννησε και τρίτο παιδί στον Κωνσταντίνο η Ελένη, το 984, όμως κι αυτό ήταν θηλυκό, και στη γέννα του έχασε μαζί και τη ζωή της. Την έκλαψε και τη μοιρολόγησε με πόνο πολύ τη νυφάδα της η Θεοφανώ, και την πλήγωσε βαθιά που ο Κωνσταντίνος πένθησε μονάχα τυπικά και δεν τον είδε να χύνει μισό δάκρυ για λόγου της. «Είσαι απάνθρωπος, λειψόκαρδος, βλάσφημος! Η ίδια σου η γυναίκα πέθανε, οι κόρες σου ορφάνεψαν από μάνα, και εσύ είσαι έτοιμος να συνεχίσεις την άστατη ζωή σαν να μην τρέχει τίποτα! Ντροπή, γιε μου, δείξε πια λίγη αιδώ!» δεν άντεξε και τον κατσάδιασε με φωνές, όταν λίγες μέρες μετά τα σαράντα της Ελένης γύρισε από το Τζυκανιστήριο, αλλά μάταια. Τη στερνή του θυγατέρα τη βάφτισε ο Κωνσταντίνος Θεοδώρα, από τη θεία του στην οποία είχε προσκολληθεί, και η Σπαρτιάτισσα πικράθηκε που δε θα ακουγόταν ούτε σε αυτό το κορίτσι το όνομά της.

«Σιγά μην την πω Θεοφανώ, να κουβαλάει πάνω της το βάρος μιας φόνισσας!» την είχε αδειάσει κοφτά, σαν τόλμησε να του εκφράσει τη λαχτάρα της. «Η θεία μας η Θεοδώρα αξίζει να λογίζεται γιαγιά της, η Καλή, και όχι εσύ η αμφιβόλου ηθικής, γύναι!»

Έτσι την έκραζε, ποτέ μάνα, και συνεχώς τη μαχαίρωνε στα σπλάχνα της. Είχανε μάθει όμως κι αυτά πια να υπομένουν, να δέχονται το ξίδι το μεμιγμένο με τη χολή που την κέρναγε κάθε τόσο με τα λόγια και τις πράξεις του ο μικρός της, και η προσευχή της είχε γίνει το αποκλειστικό όπλο για να πολεμά την απαίσια γεύση του. Και διάβαινε ο καιρός…

Μες τον ίδιο χρόνο, συνέβη και ένα ευτυχές γεγονός. Ο επιστήθιος φίλος του Βασιλείου, ο Δημήτριος Βρανάς, στρατιωτικός είκοσι δύο ετών, πάντρεψε τη μικρή αδελφή του την Ειρήνη στα δεκαεννιά της με έναν σημαίνοντα νέο αξιωματούχο. Είχαν ο Δημήτριος με την Ειρήνη, για να το θυμηθεί ο αναγνώστης, μάνα τους την αδικοχαμένη Αγνή Ταρωνιτοπούλα, τη μικρότερη κόρη της κυρά – Ευφροσύνης που πνίγηκε στον κατακλυσμό του καλοκαιριού του 966, και πατέρα τους τον πατρίκιο Θεόδωρο Βρανά, τον εμπιστευμένο φίλο του Ρωμανού, ο οποίος μετά τον θάνατο της γυναίκας του δεν έζησε δυστυχώς πολύ. Έβγαλε κακό σπυρί από τη θλίψη, και σύντομα αυτό έστειλε το σώμα του στον τάφο και την ψυχή του πλάι στης αγαπημένης του, ενώ τα δύο πεντάρφανα παιδιά τους τα πήραν υπό την προστασία και την κηδεμονία τους στενοί τους συγγενείς. Μεγαλώνοντας, ο Δημήτριος συναναστράφηκε τον Βασίλειο, και παρότι τους χώριζαν τέσσερα έτη ηλικιακά, δέθηκαν με μια δυνατή φιλία όπως οι πατεράδες τους, και ο νεαρός αυτοκράτορας τον είχε στο πλάι του όταν κίνησε για την πρώτη του επιχείρηση εναντίον των Βουλγάρων. Αλλά και η Ειρήνη ήταν προσφιλής στην Άννα και τη Θεοφανώ, και όταν έμαθαν ότι θα παντρευόταν η αρχοντοπούλα, η πορφυρογέννητη πριγκίπισσα και η μητέρα της διέταξαν τις δούλες τους να υφάνουν στους αργαλειούς τους και να ξομπλιάσουν το καλύτερο νυφικό φόρεμα για χάρη της.

«Άμα δε με είχε βαφτίσει ο αοίδιμος πατέρας σου, Βασίλειε, και αν δε μου την είχε γυρέψει πρώτος ο άρχοντας Καλλέργης, μετά χαράς πολλής θα την έδινα σ’ εσένα την αδελφή μου» χαριτολόγησε ο Δημήτριος την ώρα του γάμου, σκύβοντας προς το μέρος του δεσπότη και φίλου του. «Πάντα ήθελα το καλύτερο για την ηλιογέννητή μου, και θα ήταν τιμή να την έβλεπα ακόμα και αυγούστα…»

«Κι εγώ θα χαιρόμουν πολύ να λάβω μια σεμνή και όμορφη κόρη για σύζυγό μου, όπως η αδελφή σου, Δημήτριε, αν δε μας συνέδεε και η πνευματική συγγένεια, και να υπάρξεις γυναικάδελφός μου» μειδίασε ο Βασίλειος. «Όμως γνώριζε ότι δε με ενδιαφέρει προς το παρόν ο γάμος και η τεκνοποίηση… Με ωθεί πλέον και η σεβαστή μητέρα μου προς αυτό, τώρα που συμπλήρωσα το εικοστό έκτο και διανύω ήδη το εικοστό έβδομο έτος της ηλικίας μου, αλλά δεν έχω σκοπό να την ικανοποιήσω σύντομα, όσο και να μην της το λέω για να μην τη δυσαρεστώ…»

Από το απέναντι κλίτος του ναού, η Άννα έριξε το γλυκό βλέμμα της απάνω τους, και τους έκανε ένα νόημα να σωπάσουν, γιατί ο παπάς διάβαζε τις ευχές. Την κοίταξε τρυφερά ο Βασίλειος και παραδέχτηκε πως, αν ήταν ξένος, θα του είχε κλέψει την καρδιά η μικρή τους. Ήταν πεντάμορφη η θυγατέρα της Θεοφανούς, εκμαγείο πιστό της τρισέμορφης γυναίκας που την κοιλοπόνεσε, με τα μαλλιά τα κορακάτα και τα μάτια τα αμυγδαλωτά και φωτεινά, τα ολόμαυρα κι αυτά, και τα γραμμένα φρύδια πινελιά τεχνουργική στο αλαβάστρινο πρόσωπό της…

«Πότε θα με παντρέψεις κι εσύ εμένανε, Βασίλη μου, όπως έκανε ο Δημήτριος με την Ειρήνη;» τον ρώτησε το ίδιο βράδυ, όταν σχόλασε το γαμήλιο δείπνο και αποτραβήχτηκαν να κοιμηθούν. «Τα είκοσι ένα έκλεισα πια, η μάνα μας είχε ήδη εσένα και τον Κωνσταντίνο σε αυτή την ηλικία, και την Ελένη που μου είπες ότι πέθανε πολύ μωρό…»

Πρόσθεσε, και σαν να έκλεινε παράπονο η φωνή της. Ο Βασίλειος την αγκάλιασε, της φίλησε το μέτωπο κι απιλογήθηκε:

«Εσένα, Αννίτζα μας, αδελφούλα μου ακριβή, δε θα σε δώσουμε όπου κι όπου… Είδες το φως του ήλιου στην Πορφύρα, κι αυτό σε κάνει θησαυρό για το κράτος μας! Βάρβαρος και αλλόθρησκος κανείς δε θα σε πάρει, μονάχα Ρωμαίος και χριστιανός, ο επιφανέστερος μάλιστα που θα υπάρχει στην αυτοκρατορία…»

Που να ήξερε τότε ο νεαρός βασιλιάς πόση τραγική ειρωνεία περιείχαν οι υποσχέσεις προς την αδελφή του!..



«Πρέπει να απαλλαγείς επιτέλους από τον μεγαλοθείο σου τον Λεκαπηνό, παιδί μου, δεν είναι σωστό για σένα τον άρχοντα της Ρωμανίας να σε χειραγωγεί ένας διεφθαρμένος σαπρόγερος» τον νουθετούσε συχνά η Θεοφανώ, βαρυμένη κι αυτή από την παρουσία του γέρου ευνούχου που ολοφάνερα επεδίωκε να ελέγχει την ίδια και τους γιους της, και ακούγοντάς την ο Βασίλειος, που ένιωθε κι αυτός ότι πολύ τον είχε ανεχτεί στο σβέρκο του, τον περιόρισε πρώτα στο σπίτι του και κατόπιν δήμευσε την περιουσία του και τον εξόρισε στο Στενό την αμέσως επόμενη χρονιά. Δεν έμελλε όμως να ησυχάσει για πολύ από τους αντιπάλους του ο πρωτότοκος γιος της Θεοφανούς, που ήταν πολύ περισσότεροι από τους φίλους του. Τον Δεκαπενταύγουστο του 987, στρατηγοί και μεγιστάνες της Μικράς Ασίας, άκρως δυσαρεστημένοι που δεν τους προτίμησε στην πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων και οι οποίοι βλέποντας τις επιτυχίες του Σαμουήλ να απειλούν το κράτος θεωρούσαν τον Βασίλειο ανεπαρκή, συνωμότησαν, συσπειρώθηκαν γύρω από τον Ευστάθιο Μαλεΐνο και ανακήρυξαν στον οίκο του αυτοκράτορα τον γνωστό μας Βάρδα Φωκά, τον ανιψιό του Νικηφόρου, που είχε παίξει σημαντικό ρόλο και στην πρωτύτερη ανώφελη στάση κατά του Ιωάννη Τσιμισκή προ δεκαεπτά ετών. Γρήγορα αναφάνηκε ως αντιδιεκδικητής και ο Βάρδας Σκληρός, ο κουνιάδος του Ιωάννη, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει έτσι με το κίνημα αυτό μια τεράστια αναταραχή στο Βυζάντιο που το συγκλόνισε ανώφελα και πελάγωσε τον Βασίλειο. Σαν να μην έφταναν όμως όλα τα εσωτερικά θέματα, ο νέος τσάρος του Κιέβου ο Βλαδίμηρος, ο γιος του Σβιατοσλάβ και εγγονός της Όλγας, που είχε επισκεφτεί για δεύτερη φορά τη Βασιλεύουσα όταν η Θεοφανώ εγκυμονούσε τον κανακάρη της και της είχε ευχηθεί, αφού την επαίνεσε για τις χάρες της, πολιόρκησε ξαφνικά τη Χερσώνα, τη φημισμένη αποικία των Βυζαντινών στην Κριμαϊκή χερσόνησο, και ζήτησε πανάκριβο αντάλλαγμα για να λύσει την πολιορκία και να στείλει στον Βασίλειο ναύτες ικανούς σε αριθμό ώστε να αντιμετωπίσει τη στάση και τις δολοπλοκίες των δύο Βάρδων, Φωκά και Σκληρού: το χέρι της αδελφής του της Άννας, της κόρης της Πορφύρας, αφού θα βαφτιζόταν χριστιανός, σύμφωνα και με τον όρο που του έθεσε ο Βασίλειος αλλά και τη δική του προσωπική επιθυμία…

«Τι να κάνω, μητέρα; Τι να κάνουμε;» απευθυνόταν εναγωνίως στη Θεοφανώ, φουρτουνιασμένος. «Θεωρείς τι μου ζητά ο Βλαδίμηρος; Είναι βέβαια ανάγκη να βάλω το συμφέρον της αυτοκρατορίας πάνω απ’ όλα, μα και πάλι… Την αδελφή μου την πορφυρογέννητη, τη λατρεμένη μου και λατρεμένη σου, να τη στείλω στους βαρβάρους Ρώσους, που ως τώρα προσκυνούσανε τα είδωλα; Πες μου κι εσύ, μάνα, λάλησέ μου τι να κάνω, γιατί κοντεύω να τρελαθώ! Δικό μου είναι το λάθος, θα έπρεπε να είχα φροντίσει ήδη για τον γάμο της…»

«Παιδί μου, ούτε εγώ θέλω να τη δώσουμε την αδελφή σου στον Βλαδίμηρο… Κάποτε, σαν ήσουνα μικρός και μας επισκέφτηκε ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας – τον θυμάσαι θαρρώ, γελούσατε κιόλας με τον Κωνσταντή για την αμφίεσή του! – , μας την είχε ζητήσει πάλι για λογαριασμό του κυρίου του του Όθωνα, να παντρευτεί τον υιό του τον συνονόματο που τελικά τον πήρε η βαφτισιμιά μου… Και ο νονός σου τότε αρνήθηκε κάθετα, και εγώ συναίνεσα στην άρνησή του, ήταν κι η Άννα μας πέντε χρονώ κοριτσάκι, πώς να το άντεχα να φύγει για τα ξένα; Τώρα όμως, γιε μου, η αδελφή σου είναι γυναίκα, και ο Βλαδίμηρος θα σε πιέσει, το βλέπω, θα σε στριμώξει όσο να πάρει αυτό που θέλει για να σου παράσχει την αρωγή του, και δε σε συμφέρει, παλικάρι μου καλό…»

Του απάντησε η Λάκαινα του κανακάρη της, και ενώ πάσχιζε να φανεί ψύχραιμη, τρέμιζε η φωνή της, κυμάτιζαν τα χείλια της και είχαν νοτίσει τα ματόκλαδά της. Σύντομα το πληροφορήθηκε και η Άννα, και έπεσε στα πόδια του βασιλέα όμαιμού της λωλή από την απελπισία.

«Ω, αδελφέ μου, Βασίλη μου! Πες μου ότι δε θα το κάνεις, πες μου ότι έχεις καρδιά στα στήθια σου, όπως πάντα ως τώρα σ’ ήξερα! Μη, αγαπημένε μου, μη με στείλεις εκεί στις παγωμένες στέπες, σε εκλιπαρώ… Για αυτό περίμενα τόσα χρόνια μες τον οίκο μας, για αυτό πάτησα τα είκοσι πέντε ανύπαντρη και κοντεύω να γεροντοκοριάσω, για να με πάρει γυναίκα του ένας βάρβαρος, ένας άπλυτος κι απολίτιστος, που λένε ότι έχει μία νόμιμη σύζυγο και οκτακόσιες παλλακίδες, και νόθα αρίφνητα; Όχι, Βασίλη, όχι, δεν τον καταδέχομαι για άντρα μου τον Βλαδίμηρο! Καλύτερα να πέθαινα, να με έσφαζες εδώ επιτόπου με τα χέρια σου, ή να αμπαρωνόμουνα στο μοναστήρι, παρά να τον παντρευτώ…»

«Καρδιά έχω, Άννα μου, μην αμφιβάλλεις, και την έκανα πέτρα και βράχο γρανιτένιο για να σου ξεστομίσω αυτά τα λόγια!» αναφώνησε ο Βασίλειος, την έπιασε απ’ τα μπράτσα μαλακά και την έστησε όρθια, καθώς συνέχιζε να κλαίει με αναφιλητά, και λυγμοί κρυφοί μπουκώνανε και πιέζανε και το δικό του στέρνο, τον λαιμό και τα ζυγωματικά του, μέχρι πάνω στους κροτάφους. «Ούτε εγώ θέλω να σε δώσω σε αυτόν τον άνθρωπο, ούτε η μάνα μας… Συλλογίσου όμως σε τι θέση δεινή βρισκόμαστε! Αν ο Βλαδίμηρος καταλάβει τη Χερσώνα, χάνουμε τον σιτοβολώνα μας, και αν πάλι δε μου στείλει δυνάμεις ναυτικές, οι στασιαστές μπορεί να με ανατρέψουν, και να βρεθούμε κι εγώ κι εσύ κι η μάνα από αυθέντες πομπεμένοι και ταπεινωμένοι! Δεν το θες αυτό, αδελφούλα μου, έτσι δεν είναι; Μίλα μου, σε παρακαλώ, και πάψε και ημέρωσε το κλάμα σου, που μου ραγίζει την καρδιά…»

Είπε, κι άπλωσε το χέρι του στο μάγουλό της τρυφερά, να της δώσει χάδι παρήγορο. «Κανέναν μας δε θέλω να δω να πέφτει και να εξευτελίζεται, Βασίλειε… Αλλά δε θέλω να γίνω και νύφη του Βλαδίμηρου επίσης!» επέμεινε η πριγκίπισσα, και κρύβοντας την όψη στις παλάμες της στράφηκε ευθύς και απομακρύνθηκε, να μην τη δει ο μεγάλος αδελφός της να ξεσπά εκ νέου. Σκοτισμένος ήταν ο Βασίλειος, σκοτισμένη και η Θεοφανώ, να θωρούν την Άννα χλομή και μαραμένη, ανόρεχτη κι αγέλαστη, να κλαίει συχνά και να απειλεί ότι θα σκοτωθεί αν τη δώσουνε στον ηγεμόνα των βαρβάρων, και συνεχώς ανέβαλε τον γάμο ο νέος αυτοκράτορας με δικαιολογίες ποικίλες προς τον Ρώσο ομόλογό του, αν και συμφώνησε και υποσχέθηκε να τον πραγματοποιήσει. Στο μεταξύ, με τις έξι χιλιάδες ανδρών που του έστειλε ο επίδοξος γαμπρός του, κατάφερε να αντιμετωπίσει τους στασιαστές: σκότωσε τον Καλοκύρη Δελφινά που φύλαγε τη Χρυσούπολη, κατόπιν εντολής του Βάρδα Σκληρού, μετά την άρνησή του να διαπραγματευτούν, και σε μάχη και ναυμαχία στην Άβυδο τον Απρίλιο του 989 εξουθένωσε τους συνεργάτες του ετέρου πρωταγωνιστή, του Βάρδα Φωκά, ο οποίος πέθανε αιφνίδια λίγο πριν τη σύγκρουση, έχοντας παραδόξως και τη συνδρομή του αδελφού του Κωνσταντίνου. Βλέποντας ωστόσο ο Βλαδίμηρος ότι ο Βασίλειος καθυστερούσε την υλοποίηση όσων του έταξε, αποφάσισε να πιέσει την κατάσταση και να χειρώσει πλέον τη Χερσώνα, την ώρα που ο Σαμουήλ επετίθετο κι αυτός στη Βέροια και ο γιος της Θεοφανούς ήταν έτοιμος να βγει να τον αντιμετωπίσει. Κλοιός ασφυκτικός στήθηκε γύρω του, «αν δε μου δώσεις άμεσα την αδελφή σου, όπως δεσμεύτηκες, μάθε ότι μπορώ να σου επιφέρω μεγάλες συμφορές, βασιλιά», λέγανε οι γραφές που του έπεμπε ο νεαρός τσάρος, και τελικά μόνη της η Άννα, μαθαίνοντας τη δεινή θέση στην οποία περιήλθε ο αδελφός της, υποχώρησε και προσφέρθηκε να γίνει θυσία:

«Θα τον παντρευτώ τον Βλαδίμηρο, αδελφέ μου, όπως συμφωνήσατε» του είχε πει ιστάμενη μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα, σοβαρή, ήρεμη και αδάκρυτη, κι ο Βασίλειος άλαλος το μόνο που έκανε ήτανε πρώτα να θαυμάσει το μεγαλείο της ψυχής της, ύστερα να την ασπαστεί ευλαβικά στο μέτωπο και στις παρειές, ωσάν εικόνισμα της Θεοτόκου. Μόνο μπροστά στη μάνα της άφησε λεύτερα τα δάκρυα η πορφυρογέννητη κόρη του Ρωμανού και της Θεοφανούς, όταν τη συνάντησε για τελευταία φορά στο κουβούκλι της μια μέρα πριν αναχωρήσει με τη συνοδεία όλη για τη Χερσώνα. Της χάιδεψε εκείνη τα μαλλιά, την κανάκεψε σαν κοριτσάκι, τη βάσταξε σφιχτά στην αγκαλιά της συγκινημένη και της μίλησε:

«Ώρα καλή σου, θυγατέρα! Να ’ξερες πόσο πονώ που φεύγεις, που θα σε τυλίξουνε τα κρύα του Βοριά και δε θα ξαναδούν τα μάτια σου τη Βασιλεύουσα και τον Βόσπορο… Σπάζει η καρδιά μου, λιογέννητή μου, χίλια κομμάτια γίνεται, περιστέρα μου, σαν συλλογιέμαι πως θα σ’ έχει στο κρεβάτι του ένας Ταυροσκύθης, κι ας ορκίστηκε πως θα τις λησμονήσει όλες τους για χάρη σου και θα γίνει σωστός χριστιανός σύζυγος! Έχε θάρρος κι εσύ, όμως, σκέψου πως έτσι σώζεις τον αδελφό σου και το βασίλειο, πως έχει νόημα υψηλό η θυσία σου… Κι εγώ, η μάνα σου η Ελληνίδα, όσο κι αν τώρα κλαίω και θρηνώ μέσα μου και έξω μου, θα είμαι περήφανη που γέννησα την πρώτη Ρωμιά τσαρίνα, και που εξ αφορμής της θα έρθουν στην πίστη την αληθινή οι ομοεθνείς του άντρα της! Να πας στο καλό, παιδί μου, κι οι ευχές οι δικές μου κι η ευλογία της Παναγίας μας και της αγίας μητέρας της, της οποίας φέρεις το όνομα, να σε προπέμπουν πάντοτε και να σε ενδυναμώνουν!»

«Μάνα μου γλυκιά, πόσο σ’ αγαπώ!» αναφώνησε η Άννα, και ρίχτηκε ξανά στον κόρφο της Θεοφανούς, κι αγκαλιασμένες κλάψανε και ζεσταθήκαν για στερνή φορά οι δυο γυναίκες, η εικοσιεξάχρονη πριγκίπισσα και η σαρανταοκτάχρονη βασίλισσα. Την άλλη μέρα, κίνησαν οι γαλέρες οι βασιλικές αρματωμένες για τη Μαύρη Θάλασσα, και η Θεοφανώ συνόδεψε την κόρη της ως το λιμάνι και την κατευόδωσε, για να μείνει κατόπιν να ατενίζει βουρκωμένη, καθώς το πλοίο ξεμάκραινε και η φιγούρα της Άννας γινόταν μια κουκκίδα που όλο μίκραινε, μέχρι που χάθηκε τελείως απ’ τα μάτια της…



«Βασιλιά μου, τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα με τη στάση αλλά και με τους Ρως, θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι σοβαρό μεν, ευχάριστο δε, όπως ευελπιστώ, και για σένα» απευθύνθηκε ο Δημήτριος στον Βασίλειο την επομένη της αναχώρησης της Άννας.

«Σοβαρό και ευχάριστο;» απόρησε κάπως ο τριανταενάχρονος αυτοκράτορας. «Για πες λοιπόν, Δημήτριε, τι είναι αυτό για το οποίο επιθυμείς να μου κάνεις λόγο;»

«Φίλε Βασίλειε, άκου» ξεκίνησε να λέει ο λεβέντης στρατιωτικός, αφού καθάρισε τον λαιμό του. «Πρόκειται για την εξαδέλφη σου, τη δέσποινα Θεοφανώ την Κουρκούα, που την ανέθρεψε η σεβαστή μητέρα σου υπό τη σκέπη της μετά και τον θάνατο της θείας σου της βασιλίσσης Θεοδώρας… Εδώ και μερικούς μήνες, είχα αρχίσει να τρέφω αισθήματα για κείνη… την αγάπησα, κοντολογίς, Βασίλειε, και θέλω, με όλο το θάρρος που μου δίνει η μακρόχρονη φιλία μας, να ζητήσω εκ μέρους σου τη χείρα της…»

Είχε κοκκινίσει από την έξαψη την ερωτική ομολογώντας τα αυτά, μα και από την αγωνία του για την απόκριση του βασιλέα και φίλου του και πρωτεξάδελφου της αγαπημένης του, της οποίας εκείνος είχε χριστεί κηδεμόνας μαζί με τη Θεοφανώ την πρεσβύτερη, όταν το κορίτσι ορφάνεψε τελείως. Ένα τσίμπημα ένιωσε μες την καρδιά του ο Βασίλειος, ωστόσο το απέκρυψε επιμελώς.

«Την εξαδέλφη μου τη Θεοφανώ, τη γυρεύεις σε γάμο; Πράγματι, πολύ ευχάριστα όσα μου λες, Δημήτριε, έχει φτάσει άλλωστε σε κατάλληλη ηλικία, δεκαεπτά ετών γίνεται τώρα δα… Εκείνης όμως ποια είναι η γνώμη της; Σε επιθυμεί εξίσου για σύζυγο;»

«Ναι, βασιλιά και φίλε μου, γιατί όπως φάνηκε ήταν αμοιβαία τα αισθήματά μας! Ποτέ εξάλλου δε θα έπραττα κάτι ενάντια στη θέλησή της, είναι ένας άγγελος η εξαδέλφη σου, μια κοπέλα σεμνή και πανέμορφη με την οποία έχω πόθο ευγενικό να δέσω τη ζωή μου, και σύντομα μάλιστα…»

«Καλώς τότε, φίλτατε Δημήτριε! Χαίρομαι και αγαλλιάζω που έχεις σκοπό τίμιο και θεάρεστο για την πριγκίπισσα εξαδέλφη μου… Και γνώριζε ότι προτίθεμαι να υπάρξω κουμπάρος σας, εάν είναι και δικό σου θέλημα…»

«Και το ρωτάς, Βασίλειε; Από το στόμα μου το πήρες, μα την αλήθεια! Είσαι ο φίλος μου ο έμπιστος από τα μικράτα μου, ο μεγάλος μου αδελφός, και στο όνομα του δεσμού των πατεράδων μας και του δικού μας, σ’ το εγγυώμαι ότι εσύ και μόνο εσύ θα βάλεις στις κορυφή τη δική μου και της Θεοφανούς τα γαμήλια στέφανα, εφόσον εγκρίνεις και αδειοδοτείς με την εξουσία σου τη βασιλική και τη συμπάθεια τη φιλική τον γάμο μας…»

Βαρυκάρδισε ο Βασίλειος μετά από τη φαινομενικά χαρμόσυνη αυτή συζήτηση με τον μπράτιμό του, αν και την αιτία θα έπρεπε ήδη να την είχε ξεριζώσει από μέσα του άμα τη γεννήσει της. Διότι ο πρωτότοκος της Θεοφανούς, λες και ο νονός του ο Νικηφόρος Φωκάς τού έδωσε με το λάδι όχι μόνο τις στρατιωτικές του αρετές, αλλά και τη μοίρα να υποστεί παρόμοια παθήματα με κείνον, είχε κρυφά ερωτευτεί την πρωτεξαδέλφη του τη Θεοφανώ, τη συνονόματη της μάνας τους, και ας τους χώριζαν δεκατέσσεροι ενιαυτοί ολόκληροι και μισός… Είχε ανθίσει η μοναχοκόρη του Τσιμισκή και της Θεοδώρας, μια καλλονή ξανθούλα και γλαυκόματη είχε γίνει, με ομορφιά γλυκιά, παρθενική, και δίχως να συναισθανθεί το πώς ο αυτοκράτορας ξάδελφός της, μια μέρα κατάλαβε γεμάτος ταραχή ότι τη βλέπει διαφορετικά. Την είχε δει στο Μεσοκήπιο να περιδιαβάζει και να αγναντεύει τα δέντρα και τα λούλουδα, αφήνοντας την κεφαλή της ξέσκεπη και έχοντας το κορμί ντυμένο μια εσθήτα πιο ελαφριά.

«Χαίρε, Θεοφανώ» της είπε, και η κοπέλα στράφηκε.

«Χαίρε κι εσύ, Βασίλειε!» αποκρίθηκε χαμογελώντας ταπεινά, και τότε σαν να του φάνηκαν τα χείλη της πιο ρόδινα, τα μάτια της πιο λαμπερά, και σαν να είδε πρώτη φορά ότι οι κόρφοι της είχαν φουσκώσει πολύ και γυναικώσει. Θα ’κλεινε εκείνη τα δεκάξι τον Οκτώβριο, εκείνος είχε γίνει πια τριάντα, ήταν ξαδέλφια πρώτα και τους έδενε το αίμα το κοινό του Ρωμανού και της Θεοδώρας, μα τούτη τη στιγμή θόλωσαν όλα αυτά στο νου του Βασιλείου, και χαύνωση τον συνεπήρε, ζάλη, να ατενίζει τη μορφή και την κορμοστασιά της Θεοφανώς της νεώτερης, λες και θεότητα περιπαίχτρα τον όριζε…

«Είσαι καλά, Βασίλειε;» απόρησε με όλη της την αθωότητα η έφηβη κορασίδα, και ο μεστωμένος άνδρας μουρμούρισε καταφατικά και έκρινε σκόπιμο να απομακρυνθεί. Όμως, ο άνομος πειρασμός εισχώρησε βαθιά στα σπλάχνα του, εγκαταστάθηκε εκεί και τον πιλάτευε, έναν χρόνο πλέριο και έτι, και αν δε σκέφτηκε ποτέ πράγμα ανόσιο για την ξαδέλφη του, στη διάνοιά του η αιμομιξία είχε ήδη γίνει, τόσο που του ήταν βάσανο σχεδόν να αντικρίζει, κάπου – κάπου, την αγνή και απονήρευτη μορφή της κόρης…

«Κύριε, αμάρτησα και το ξέρω, έστω και κατά διάνοια… Αξίωσόν με ουν ίνα συγχωρεθώ ενώπιόν σου διά το ανόμημά μου, αρμόζοντας τη Θεοφανώ με τον Δημήτριο σε γάμο, όπως Εσύ θέσπισες τον καιρό της Δημιουργίας Σου για τον άνδρα και τη γυναίκα» προσευχόταν τώρα μπροστά στα εικονίσματα, αναλογιζόμενος το παράνομο του έρωτά του και το χρέος που δεσμεύτηκε να επωμιστεί ως κουμπάρος των δύο νέων. «Υπόσχομαι στο πάντιμο και μεγαλοπρεπές όνομά Σου να βαπτίσω και το πρωτότοκο τέκνο τους, ώστε να είναι η κρίση Σου δι’ εμέ επιεικέστερη, που τόλμησα να θελήσω τα αθέμιτα…»



«Θεία, έχω να σου ανακοινώσω κάτι» είπε η μικρή Θεοφανώ στη Λάκαινα, σκύβοντας με συστολή το βλέμμα και σμίγοντας τα δάχτυλά της κάτω από τα στήθη. «Κάτι ευχάριστο…»

«Σαν τι, δηλαδή, ανιψιά μου; Μίλα ελεύθερα!»

«Θεία... Παντρεύομαι!» ξεστόμισε τελικά η νεαρή πριγκίπισσα, και τα μάγουλά της τα απαλά ήτανε βαμμένα σαν ρόδα του Μαγιού. «Ο Δημήτριος Βρανάς, ζήτησε το χέρι μου…»

«Παντρεύεσαι; Και δεύτερη χαρά λοιπόν μετά της Άννας μου!» έκανε η ώριμη αυτοκράτειρα, και περιορίστηκε ο ενθουσιασμός της, μόλις συλλογίστηκε ότι της θυγατέρας της ο γάμος δε γιορτάστηκε στη Θεοφύλακτη με τις τιμές που θα έπρεπαν σε μια Βυζαντινή πορφυρογέννητη, με τη μάνα και τα αδέλφια της στο πλάι, αλλά κει μακριά στα ξένα, στη Ρωσία, με ανθρώπους άγνωστους και βάρβαρους να την περιστοιχίζουν – έτσι θα τους ένιωθε πάντα η αυγούστα τους ομοεθνείς του γαμπρού της, κι ας έμαθε ότι βαφτίστηκαν ομαδικά ορθόδοξοι στον Δνείπερο. «Και είπες, παίρνεις τον Δημήτριο Βρανά… Σας ένωσε η αγάπη, θαρρώ, αν και, αν με ρωτούσες, κι εγώ τον φίλο του υγιού μου τον καλόβλεπα για άντρα σου…»

«Ναι, τον Δημήτριο, με γύρεψε μάλιστα από τον Βασίλειο κι αυτός συγκατατέθηκε, και μου είπε ότι δέχτηκε να γίνει και κουμπάρος μας! Στα αλήθεια μας ένωσε η αγάπη, θεία, άλλον νιο σαν εκείνον δε θα έβρισκα, και δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βρίσκει κι εσένα σύμφωνη η εκλογή μου…»

«Η εκλογή σου είναι συνετή και πρέπουσα, κόρη μου, για τα μέτρα σου» χαμογέλασε η Θεοφανώ, σηκώθηκε και πήρε τα χέρια της κοπέλας στις χούφτες της. «Ξέρει ο Θεός ποιους συναρμόζει, με τον Δημήτριο είστε ταιριαστοί στα νιάτα και στην ομορφιά, και τον εκτιμώ απεριόριστα… Να έχεις την ευχή μου, και χαίρομαι διπλά που ο Βασίλειος θα σας στεφανώσει!»

Έγιναν οι γάμοι του Δημητρίου και της Θεοφανούς την πρώτη Κυριακή του Νοέμβρη, και ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Μακεδόνας άλλαξα τα γαμήλια στέφανα στις κεφαλές των νεονύμφων. Ήταν ερωτευμένο πολύ το νέο αντρόγυνο, και η νυφική του κλίνη δεν άργησε να φέρει τους καρπούς της. Δύο ή τρεις μονάχα μήνες ύστερα, στην εμπατή της άνοιξης, η ξαδέλφη του βασιλιά και γυναίκα του επιστήθιου φίλου του αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της, κι η είδηση αυτή χαροποίησε απίστευτα τόσο τον άντρα της όσο και τους κοντινούς συγγενείς αμφοτέρων τους, μια που γονείς δεν είχαν.

«Θέλω να μας το βαφτίσεις εσύ το παιδί μας, Βασίλειε» παρακαλούσε με θέρμη η Θεοφανώ τον εξάδελφό της, ακουμπώντας τρυφερά το χέρι της στην κοιλιά της που ακόμα δεν είχε φανερώσει ότι έκλεινε μέσα της το έμβρυο. «Να είσαι και θείος και νονός του, αφού υπήρξες ο κουμπάρος μας…»

«Πρώτα ο Θεός, Θεοφανώ, να γεννηθεί και να είναι υγιές, και εγώ μετά χαράς θα το αναδεχτώ» μειδιούσε συγκρατημένα εκείνος, και κάπου εντός του τον πόναγε κρυφά. Την άνοιξη εκείνη του 990 και ως το θέρος, παίρνοντας μαζί του και τον Δημήτριο, ο οποίος τον ακολούθησε πρόθυμα παρά την κάποια στεναχώρια της Θεοφανούς, δίνοντάς της την υπόσχεση ότι θα βρισκόταν κοντά της όταν θα γεννούσε, ο Βασίλειος περιόδευσε τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου οχύρωσε τοποθεσίες ελεύθερες ακόμη από τα όπλα των Βουλγάρων, και φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη πραγματοποίησε ευχαριστήρια δοξολογία στον ναό του πολιούχου αγίου της και προστάτη του φίλου του, ζητώντας από τον Μυροβλύτη και εύκολο τοκετό για την ξαδέλφη του. Εγκατέστησε επιπλέον εκεί ως φρουρό και αρχηγό της πόλης τον αρμενικής καταγωγής μάγιστρο Γρηγόριο Ταρωνίτη (μακρινή συγγένεια με τον οποίο έλεγε ότι είχε και ο άνδρας της Ευφροσύνης, ο κυρ – Μεθόδιος, κάμποσα χρόνια μακαρίτης κι αυτός πια), και στράφηκε στην Κωνσταντινούπολη. Βρήκαν τη Θεοφανώ ετοιμόγεννη, Αύγουστος μήνας πλέον, και λίγες μέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου ειδοποιήθηκαν ο αυτοκράτορας και η μητέρα του ότι η κοπέλα κοιλοπονούσε, οπότε έσπευσαν στο ενδιαίτημα του ζεύγους, το οποίο έστεκε εγγύς σχετικά του Παλατιού. Η μαία που την ξεγεννούσε ωστόσο τους υποδέχτηκε προβληματισμένη και ανήσυχη.

«Το βρέφος έρχεται ανάποδα, δεσπότη μου και δέσποινά μου, το μήνυσα και του αυθέντη του Δημήτριου… Φοβάμαι πως δε μπορώ να τους σώσω και τους δυο» ψέλλισε, κι η Λάκαινα χλόμιασε, κέρωσε, το ίδιο κι ο γιος της και ο φίλος του.

«Κάνε ο τι περνάει από το χέρι σου, κυρά, σε εξορκίζω! Να ζήσει κι η ανιψιά μου και το παιδί της!» την ικέτεψε, και η γυναίκα ένευσε αδύναμα με το κεφάλι της. Πάνω στο στρώμα του τοκετού, η Θεοφανώ υπέφερε. Έχανε ποταμούς το αίμα, βόγγαγε, με δυσκολία έσπρωχνε και η ανάσα της γινόταν δύσκολη.

«Κυρά μαμή, το άκουσα τι είπες… Σε παρακαλώ, αν είναι να μην τη γλυτώσουμε κι οι δυο… σώσε το μωρό μου!» άρθρωσε σπαστά, ξεψυχισμένα. Τελικά, το έμβρυο κατέβηκε, αγοράκι ήταν, ήρθε στη ζωή στο φως των λύχνων που φώτιζαν το νυχτερινό σκοτάδι, και με την πρώτη του ανάσα και το κλάμα του, αφού το χτύπησε γερά η μαία, πήρε μαζί και την ψυχή της μάνας του· έσβησε η καρδιά της Θεοφανώς, που δεν είχε συμπληρώσει ακόμα δεκαοκτώ χρόνους στη γης απάνω, και η αναγγελία αυτή σπάραξε τον άνδρα της, τη θεία και τον ξάδελφό της.

«Θεοφανώ μου… Άστρο μου, τι δύεις;» τη μοιρολόγησε η αυγούστα, μόλις μπήκαν στην κάμαρη να την κλάψουν, και της χάιδεψε με συντριβή τα μαλλιά, που στις ρίζες τους στο μέτωπο είχε πετρώσει ο ιδρώτας της αγωνίας. Τη φίλησε στο μέτωπο, κι έκανε χώρο έπειτα με σεβασμό στον Δημήτριο, που έπεσε στα γόνατα και θρηνούσε τη γυναίκα του με λυγμούς δυνατούς και λόγια ματωμένα:

«Θεοφανώ μου, περιστέρα μου, αγάπη μου… Τι αμαρτίες πληρώνω, σε τι έφταιξα και μου στερεί ο Θεός τα μάτια σου; Ωχ, καλή μου, πώς θα μεγαλώσω τον υγιό μας μοναχός μου; Μακάρι την ώρα που ξεψύχησες να είχε βγει και η δική μου η πνοή!»

«Εγώ… Εγώ φταίω για τον θάνατο της Θεοφανούς!» στοχάστηκε γεμάτος τύψεις ο Βασίλειος. «Εγώ και το αμάρτημά μου, αυτό πλήρωσε η άμοιρη δίχως να το ξέρει… Α, Θεέ Μεγαλοδύναμε, γιατί δεν έριχνες πυρ να με κάψεις όταν έμπαινε μέσα μου ο πειρασμός; Τώρα πώς θα εξιλεωθώ ποτέ για το τεράστιο κρίμα μου;..»

«Δημήτριε, έταξε στη γυναίκα σου και ξαδέλφη μου όσο ζούσε να αναδεχθώ το παιδί σας, και θα το κάνω» αποκάλυψε πάντως στον φίλο του, αφού διάβηκαν οι μέρες του βαριού πένθους. «Εσύ να μου πεις τι όνομα θέλεις να λάβει…»

«Ευχαριστώ σε, Βασίλειε, εκ μέσης καρδίας για αυτή σου την προσφορά, που απαλύνει τον πόνο μου, και για όλη τη συνδρομή τη δικιά σου και της μητρός σου στη χηρεία μου» αποκρίθηκε βραχνός ο φρέσκος πατέρας. «Θεόδωρος επιθυμώ να ονομαστεί ο γιος μας, από τον παππού του και επειδή ήταν όντως δώρο του Θεού για μένα, να μου θυμίζει την αγαπημένη μου…»

Έτσι, ο ορφανός από μητέρα ανιψιός του Βασιλείου έγινε και αναδεξιμιός του, και ο αυτοκράτορας αγαπούσε και νοιαζόταν το βλαστάρι του φίλου του σαν να ήταν δικός του γιος. Και ήθελε να ’ρθει ένας καιρός που οι δυο τους θ’ αποκτούσαν ακόμα ισχυρότερο δεσμό…



Από τις εγγονές της Θεοφανούς, εγγύτερά της και πιο αγαπημένη της ήταν η πρωτότοκη, η Ευδοκία. Το λάτρευε η αυγούστα αυτό το ήσυχο, καλόκαρδο και νόστιμο κοριτσάκι, τη σπορά του μικρού της γιου, μα και η πριγκιποπούλα έτρεφε αδυναμία στη γιαγιά της. Όλο γύρω της ζουζούνιζε, σαν ήτανε πολύ μικρούλα, της γύρευε αγκαλιές και χάδια και παραμύθια και να της φτιάχνει πλαγγόνες, και στα έξι της χρόνια που η Ελένη απεβίωσε, πάλι στη μάμμη της βρήκε την παρηγοριά. Και τώρα που είχε πια μπει στην εφηβεία, αχώριστες παρέμεναν οι δυο τους· αντίθετα, η Ζωή και η Θεοδώρα δεν έχαναν ευκαιρία να τσακώνονται μεταξύ τους, και η Ζωή ως μεγαλύτερη πολλές φορές τραβούσε τα μαλλιά της Θεοδώρας και τη μπάτσιζε, και εκείνη έκλαιγε γκρινιάρικα. Όσο για τη μάμμη τους, ποτέ δεν την πλησίαζαν, κι όποτε προσπάθησε η Θεοφανώ να τις προσεγγίσει στους τσακωμούς τους ή στις στιγμές της ηρεμίας, η Ζωή την απέδιωχνε με περιφρόνηση. «Ο πατέρας μάς έχει πει να σε αποφεύγουμε» της πέταξε μια φορά με παιδιάστικο αυθορμητισμό αλλά και με τόση μικρομέγαλη καχυποψία, που τα ρήματα της γλώσσας της έμοιασαν πετριά στο στήθος της Λάκαινας. «Έτσι τις έχει δασκαλέψει λοιπόν ο Κωνσταντίνος, να με θεωρούνε μίασμα… Ξέρεις, Θεέ μου, όμως, γιατί με παιδεύεις» σκέφτηκε. «Και πάλι ξέρεις και Σε ευχαριστώ που μου έδωσες τουλάχιστον την Ευδοκία να με αγαπά και να με συμπαθεί, να μη νιώθω ξένη με τα ίδια μου τα εγγόνια…»

Θα ’τανε δεκαπέντε χρόνων η γλυκιά πρωτεγγόνα της, όταν τη βάρεσε ξάφνου η ευλογιά. Γέμισε έμπυα σπυριά το όμορφο προσωπάκι της και όλο της το σώμα, ψηνότανε στον πυρετό, και τρόμαξε η γιαγιά της. Νύχτες ολόκληρες ξαγρύπνησε στο προσκεφάλι της, χωρίς καμία σιχασιά, χωρίς κανένα φόβο, και ενώ φορές η Ευδοκία έδειχνε ότι κρατιόταν γερά από τη ζωή, άλλες φορές πάλι έμοιαζε να κατρακυλάει προς τον μαύρο Άδη…

«Παναγιά μου και Αγία Ευδοκία, σώσε την εγγονή μου! Μη με αφήσεις να δω κι άλλο κακό!» δεότανε γεμάτη δάκρυα στη Θεομήτορα και την προστάτιδα του κοριτσιού. «Τις αμαρτίες μου τις πλήρωσα σ’ αυτόν τον κόσμο, είδα να πεθαίνουν η κουνιάδα μου, η νύφη μου κι η ανιψιά μου, μη μου στερήσεις και την εγγονούλα μου…»

Ανέρρωσε εν τέλει η Ευδοκία, μετά από τεράστια πάλη με την αρρώστια, όμως αυτή φεύγοντας της άφησε κουσούρια. Όλη της η όψη είχε γεμίσει άσχημα στίγματα από τα σπυριά που την πλημμύρισαν, και μόλις αντίκρισε τον εαυτό της στον καθρέφτη, παρά το ότι η γιαγιά της με λύπη βαθιά πάσχιζε να την αποτρέψει, ούρλιαξε απ’ τον φόβο και την απέχθεια που της προξένησε το είδωλό της.

«Μάμμη μου! Μάμμη μου, πώς κατάντησα έτσι!» έκλαιγε, και η Θεοφανώ την πήρε αγκαλιά και την κανάκευε, προσπαθώντας μάταια να την παρηγορήσει:

«Σώπα, κόρη μου… Σώπα, πουλί μου! Για μένα είσαι έμορφη όπως και πριν, τίποτα δε χάλασε απάνω σου, καρδίτζα μου…»

«Τι λέγεις, μάμμη μου; Πώς τίποτα δε χάλασε; Πάει η μορφή μου, καταστράφηκε! Κανείς γαμπρός δε θα με θέλει πια εμένα, άτεκνη κι αγλύκαντη θα γεράσω μες του οίκου μας τα δώματα…»

Και δεν έπαυε η Ευδοκία στην αρχή τα κλάματα τα παραπονεμένα, ραγίζοντας χίλια κομμάτια την καρδιά της Θεοφανούς. Με τον καιρό, ωστόσο, μέρωσε το πένθος της, κατάπιε τη συμφορά την τόσο μεγάλη για ένα νεαρό κορίτσι, το αποδέχτηκε πως δεν της έμελλε ζωή γυναίκεια έτσι που ήτανε βλογιοκομμένη, και λίγα χρόνια αργότερα αποφάσισε να μπει σε μοναστήρι. Σαν να της ξεριζώνανε την καρδιά αισθάνθηκε η Θεοφανώ, όταν είδε την εγγόνα της κουκουλωμένη με το μαύρο πέπλο και το ράσο στο κορμί της, τη δική της εξορία από τον Τσιμισκή αναθυμήθηκε, μα έκανε κουράγιο και την αποχαιρέτησε χωρίς υστερίες και θρήνους, δεν ταίριαζαν αυτά εξάλλου στην νεαρή κόρη, που είχε διαλέξει αυτοπροαιρέτως να γίνει νύμφη του Χριστού, μιας και την εμπόδιζε η ατυχία της να ζήσει μες τον κόσμο. Δεν ήξερε η Ζωή κι η Θεοδώρα αν λυπήθηκαν για της αδελφής τους το πάθημα και την απόφαση να μονάσει, ήθελε όμως να πιστεύει ότι, κι ας μην ήτανε δεμένες μεταξύ τους, δεν είχαν μείνει ασυγκίνητες από το δράμα της.

«Θα μας λείψει η Ευδοκία» άκουσε τη Θεοδώρα να μουρμουράει, την επομένη της εκούσιας φυγής της, και σαν να της φάνηκε πως ρουθούνισε με τρόπο ως να ήταν στα όρια να κλάψει.

«Θα είναι καλά η αδελφή σας, Θεοδώρα… Εκείνη το επέλεξε, μονάχη της, κι αυτό λέει πολλά» της αποκρίθηκε η Θεοφανώ, και τόλμησε να τη χαϊδέψει απαλά στον ώμο. Η Θεοδώρα την ατένισε κάπως αιφνιδιασμένη, εντούτοις η Λάκαινα, αν και το κατάλαβε, χαμογέλασε ενθαρρυντικά στη μικρότερη εγγονή της.

«Θεοδώρα, εγώ είμαι πλάι σας. Έστω και τώρα, μπορούμε να επανορθώσουμε…»

«Πλάι μας; Δε νομίζω ότι σε χρειαζόμαστε, μάμμη» επενέβη η Ζωή αδιάλλακτη. «Εγώ τουλάχιστον δε θέλω κανακέματα ούτε φροντίδες από σένα! Κι εσύ, Θεοδώρα, καλά θα έκανες να αποστασιοποιηθείς, όπως πράττεις μέχρι τώρα, πιστή στις συμβουλές του πατέρα μας…»

«Ο πατέρας μας δεν είναι αλάνθαστος, Ζωή, και θαρρώ πως μας την έχει παρουσιάσει πολύ μονόπλευρα και άδικα τη μάμμη μας… Αλλά εγώ δεν πρόκειται να επηρεαστώ άλλο, θα χτίσω τη σχέση μου μαζί της όπως επιθυμώ εγώ, και όχι όπως θέλεις εσύ ή εκείνος!»

Έριξε ένα άγριο βλέμμα στην αδελφή της η Ζωή, σχεδόν μίσους, που την αμφισβητούσε, μολονότι από σεβασμό στη Θεοφανώ δεν είπε τίποτα το χοντρό μπροστά της. Έτσι θα συνδιήγαν ως τα γεράματά τους οι δύο νεώτερες θυγατέρες του Κωνσταντίνου, οπότε οι συγκυρίες τις έφεραν στον θρόνο, ευτυχώς όμως η γιαγιά τους δε ζούσε φυσικά για να τις βλέπει, διότι σίγουρα θα αποκόμιζε μεγάλη στεναχώρια που οι εγγονές της δεν έστεργαν η μια την παρουσία της άλλης…



Ο γιος της ο μεγάλος συνέχιζε να βασιλεύει, και από το 996 αποφάσισε πια να τσακίσει τον Σαμουήλ, ο οποίος την περασμένη μόλις χρονιά πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη, και στις συμπλοκές που διεξήχθησαν κατάφερε να αιχμαλωτιστεί ο Ασώτιος Ταρωνίτης, ο γιος του Γρηγόριου τον οποίο ο Βασίλειος είχε εγκαταστήσει τοπάρχη της, αλλά να πέσει νεκρός και ο ίδιος ο Αρμένιος διοικητής, όταν έσπευσε να ελευθερώσει το παιδί του. Παρακινημένος από το κατόρθωμα αυτό, ο Βούλγαρος χάνος άφησε κατόπιν τη Θεσσαλονίκη και πορεύτηκε ακάθεκτος εναντίον των Ελλαδικών μερών. Θεσσαλία, Βοιωτία, Αττική, όλες βίωσαν τη φρίκη των δηώσεών του, και αφού διάβηκε τον Ισθμό σειρά έλαβε η Πελοπόννησος. Κινδύνευαν τα θέματα της Ελλάδος και της Πελοποννήσου να γίνουνε κτήματα του Σαμουήλ, μιας και πολλοί τους άρχοντες φανερά ή κρυφά φιλοβουλγάριζαν και ήταν συνεννοημένοι με τους εισβολείς. Ο Βασίλειος κατάλαβε ότι πλέον είχε φτάσει η ώρα της δράσης, και δίχως να χασομερήσει κάλεσε τον διακεκριμένο στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Πιστός εκείνος στον δεσπότη του, κατέβηκε ως τον Σπερχειό ποταμό, και εκεί στρατοπέδευσε απέναντι από τον Σαμουήλ, έχοντας στο πλευρό του αξιωματικό επίλεκτο και τον Δημήτριο Βρανά, τον φίλο του αυτοκράτορα. Είχαν ανοίξει πρόσφατα οι ουρανοί, και το Φθιωτικό ποτάμι ξεχείλιζε και κυλούσε τα νερά του φουσκωμένα και ορμητικά. Απελπίστηκε προς στιγμήν ο Ουρανός και οι άντρες του, πως δε θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Βουλγάρους, μα τη νύχτα, ενώ κοιμόντουσαν, βολιδοσκόπησε καλά τον Σπερχειό, τον ερεύνησε απ’ όλες τις μεριές, και τελικά του φανερώθηκε ένα πέρασμα βολικό και επιτήδειο. Δίχως να χάσει χρόνο, διέσχισε τον ποταμό, και όλες μαζί οι βυζαντινές δυνάμεις επέπεσαν ως χειροπιαστός εφιάλτης στους κοιμισμένους Βούλγαρους, που απροετοίμαστοι καθώς ήταν δεκατίστηκαν, λαβώθηκε κι ο Σαμουήλ με τον υιό του τον Ρωμανό και σώθηκαν μονάχα προσποιούμενοι τους νεκρούς, για να διαφύγουν κατόπιν μες το σκοτάδι της νυκτός προς την ορεινή Αιτωλία. Ελάχιστες απώλειες θα μετρούσε το ρωμαϊκό στρατόπεδο, όμως ανάμεσα σ’ αυτές ήταν δυστυχώς και ο Δημήτριος, που πολέμησε γενναιότατα και διαπέρασε με τη σπάθη του πλήθος αντιπάλων, αλλά την ύστατη στιγμή ένας Βούλγαρος στρατιώτης, αμυνόμενος, του κάρφωσε το όπλο του στην καρδιά και τον επτόησε μοιραία…

Έφτασαν στον βασιλιά τα νέα της νίκης του Σπερχειού και οι δάφνες του Νικηφόρου Ουρανού, και συνάμα το μαντάτο του θανάτου του συντρόφου του. Χάρηκε και δοξολόγησε τον Θεό ενώπιον πάντων για το πρώτο, δάκρυσε κι αναστέναξε μόνος του για το δεύτερο, και συναισθάνθηκε πως είχε έρθει η ώρα να αναλάβει μια βαριά και βαρυσήμαντη ευθύνη, που θα του χάριζε πιότερο την εξιλέωση. Το μικρό αγόρι του Δημήτριου και της αδικοχαμένης Θεοφανούς, ο Θεόδωρος, ήταν έξι χρονώ μόλις, ο Βασίλειος το είχε πονέσει από την ώρα που το πρωτοείδε και πιο πολύ ακόμα απ’ όταν τα χέρια του τού άλειψαν το κορμάκι του με το λάδι του βαπτίσματος, και ένιωθε χρέος του τώρα να τον προστατέψει.

«Θα τον υιοθετήσω» αποφάσισε με τον νου του. «Θα τον κάνω τέκνο μου, τον ανιψιό μου εξ αίματος και γιο του καλού μου φίλου, αναπεπαυμένες να είναι οι ψυχές των αγαθών γονέων του, και θα τον αναθρέψω στο εξής σαν να το είχα γεννήσει εγώ από γυναίκα μου νόμιμη…»

Πράγματι έτσι έγινε. Υιοθέτησε ο αυτοκράτορας το αγοράκι, που έκλαιγε απαρηγόρητο μετά και του κύρη του τον χαμό, κι αυτό, αφού μέρωσε πια η ψυχούλα του λιγάκι, «πατέρα» άρχισε να τον κράζει πλέον, εκτός από θείο και νονό του, και το πνεύμα του εκείνος το αισθανόταν πια πιο ήρεμο. Συγκινήθηκε απέραντα και η Θεοφανώ, στα πενήντα πέντε με πενήντα έξι της τώρα, έχοντας καβαλήσει τα γηρατειά, που έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο απέκτησε ένα εγγόνι από τον κανακάρη της, δεν άφηνε τον μικρό Θεόδωρο από τα μάτια της, τα οποία βούρκωσαν και δάκρυσαν από χαρά, τη μέρα που δειλά - δειλά την πρωταποκάλεσε «μάμμη», γιαγιά… Κι ήταν αυτή η πράξη η φιλάνθρωπη προς τον ανιψιό του η αρχή μιας μεγάλης αλυσίδας υιοθεσιών που θα έκανε ο Βασίλειος ο Μακεδόνας, ο πρωτότοκος γιος της Θεοφανούς της Λάκαινας, τον οποίο οι άνθρωποι της γενιάς του αρχικά από στόμα και στόμα και κατόπιν η Ιστορία στα τεφτέρια της θα ονόμαζε Βουλγαροκτόνο, με παιδιά αξιωματικών του που θα έπεφταν ηρωικά στις αμέτρητες μάχες που διεξήγε εναντίον των σοβαρών αυτών εχθρών της Ρωμανίας, καθότι σύντομα ο ηττημένος στον Σπερχειό Σαμουήλ ανέκαμψε. Όμως, η αρχική αυτή υιοθεσία είχε για κείνον συμβολισμό ιερό, αφού το ένιωσε πως εξαγνίστηκε απέναντι στον Θεό, για το αμάρτημα της διανοίας του που είχε αντικείμενό του τη μάνα του Θεόδωρου και πρώτη εξαδέλφη του…

«Ευχαριστώ σε, Κύριε, τον αμαρτωλό, που φώτισες τον νου και την καρδία μου να λάβει αυτή την απόφαση» έλεγε γονατιστός στον Παντοδύναμο. «Ενίσχυέ με και από του νυν ούτως ώστε να αποδεικνύομαι καλός και άξιος θετός πατέρας για τον Θεόδωρο, και έχω τα θάρρη μου στους οικτιρμούς σου, ότι η κρίση Σου δι’ εμέ ήδη έχει καταστεί ελαφρύτερη…»

Πλέον, μάνα και γιος, Θεοφανώ και Βασίλειος, γροικούσαν τις ψυχές τους πιο καθαρές, πιο ελεύθερες. Σε ο τι και να ’φταιξε ο καθένας τους, πραγματικά ή επειδή έτσι πίστευε, θωρώντας γύρω η αυγούστα τις εγγονές της, την ψυχοκόρη της την Αναστασία που τελικά είχε μείνει γεροντοκόρη κι ήταν κι αυτή μια ώριμη γυναίκα, και τον μικρανεψιό και θετό εγγονό της, και ο Βασίλειος ειδικά τον Θεόδωρο, γαλήνευαν αμφότεροι, κι ένα χαμόγελο ιλαρό και ξάστερο ανέτελλε στα πρόσωπά τους σαν ατένιζαν όλα αυτά τα αγαπημένα τους πρόσωπα ή κοιτιόντουσαν μεταξύ τους. Είχαν πετύχει κι οι δυο τη δική τους κάθαρση, και ήταν βέβαιοι πως οι νεκροί τους τούς έβλεπαν από κάπου ψηλά, και όλοι, για κάποιο λόγο που γνώριζαν καλά, τους ανταπέδιδαν ευχαριστημένοι το χαμόγελο…

Λίνα Δώρου




[1] Υπάρχει και η άποψη ότι η πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου έλαβε χώρα το 986, καθότι οι πηγές δεν είναι ξεκάθαρες. Επέλεξα συνεπώς την εκδοχή που ένιωθα ότι εξυπηρετούσε καλύτερα το έργο μου.