Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 1)

Κίρα 

Ήταν η σειρά της Κίρα να πεθάνει.

Καθόταν μπροστά από τον καθρέφτη της, ολομόναχη μέσα στο τεράστιο δωμάτιο, όταν μια ξαφνική ριπή ανέμου έκανε τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες της ανοιχτής μπαλκονόπορτας να τιναχτούν με ορμή προς τα μέσα, παρότι απόψε δεν κουνιόταν ούτε φύλλο στη Ναβίντια.

Η Κίρα ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό.

Συνέχισε να περνάει την ασημένια βούρτσα μέσα από τα σκουροκάστανα μαλλιά της που έπεφταν σε απαλές μπούκλες μέχρι τη μέση της. Άλλη μια ριπή ανέμου έκανε τις φλόγες των κεριών να τρεμουλιάσουν, σαν πορτοκαλιές νεράιδες που χόρευαν στη νύχτα, και ένας ήχος τριξίματος, λες και κάτι αιχμηρό γρατζουνούσε την πέτρα, έσκισε τη σιωπή.

Δε γύρισε το κεφάλι της, μονάχα κάρφωσε τα γκρίζα μάτια της στον καθρέφτη. Το είδωλό της της ανταπέδιδε το βλέμμα, μια κοπέλα όχι μεγαλύτερη από δεκαεπτά ετών, με λεπτά χαρακτηριστικά και επιδερμίδα λευκή σαν το φεγγαρόφωτο.

Πίσω από την αντανάκλασή της μπορούσε να δει τις ανοιχτές, δίφυλλες αψιδωτές μπαλκονόπορτες και έξω από αυτές.

Το μπαλκόνι της ήταν πελώριο, ημικυκλικό και φτιαγμένο από μια γκριζόλευκη πέτρα που εξέδιδε μια ανεπαίσθητη λάμψη κάτω από το φως των αστεριών. Αιωρούταν πάνω από ένα φαράγγι, στην άκρη του οποίου ισορροπούσε το αρχαίο κάστρο. Η θέα της προκαλούσε δέος, τρομαχτική μα και μαγευτική ταυτόχρονα. Όμως δεν μπορούσε να την προσέξει απόψε.

Τα αστέρια έλαμπαν καθαρά σαν διαμάντια σκορπισμένα στον ουρανό, όμως ακόμα και χωρίς αυτά η Κίρα μπορούσε να διακρίνει τον μαύρο δράκο στη μέση του μπαλκονιού. Ίσως όχι τόσο να τον δει, αλλά να νιώσει την παρουσία του.

Αναστέναξε σιγανά και άφησε τη βούρτσα της πάνω στο τραπέζι μπροστά της. Σηκώθηκε αργά και πήγε στην ντουλάπα της, μέσα από την οποία έβγαλε ένα αντρικό παντελόνι και ένα πουκάμισο. Τα τελευταία χρόνια πάντα κρατούσε ένα ζευγάρι αντρικά ρούχα κοντά, τα συγκεκριμένα ανήκαν στον πατέρα της. Ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν βεβήλωση στη μνήμη του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Η λογική αντίδραση θα ήταν να ουρλιάξει από τον τρόμο, να τρέξει μακριά, να απομακρυνθεί από το τέρας. Εκείνη όμως το μόνο που έκανε ήταν να βγει στο μπαλκόνι. Οι μαύρες φολίδες του πλάσματος γυάλιζαν κάτω από το φως του φεγγαριού. Τα κεχριμπαρένια μάτια του, χωρισμένα στη μέση από μια κάθετη σχισμή αντί για κόρη, εστίαζαν στα γκρίζα δικά της. Οι ματιές τους συναντήθηκαν για μια στιγμή, προτού η Κίρα αφήσει τα ρούχα μπροστά του και κάνει μεταβολή.

Αυτό είναι λάθος, σκέφτηκε η κοπέλα, κλείνοντας τα μάτια της και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Μέσα της δεν υπήρχε ίχνος φόβου, παρόλο που ήξερε πως κάθε φορά που έβλεπε τον δράκο μπορούσε να σημαίνει το τέλος της. Όλη της η οικογένεια είχε δολοφονηθεί από τους δράκους, θύματα στον βωμό μιας βεντέτας αιώνων πριν εκείνη γεννηθεί. Πλέον η Κίρα ήταν η τελευταία της γενιάς της, η μόνη ζωντανή Σέλτιγκαρ που είχε απομείνει. Και τώρα είχε έρθει η σειρά της, μπορούσε να το νιώσει.

Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. Όταν γύρισε ξανά την πλάτη της, ο δράκος είχε χαθεί. Στη θέση του στεκόταν ένα ψηλό μελαχρινό αγόρι που φορούσε τα ρούχα του πατέρα της. Τα χρυσά του μάτια ήταν θλιμμένα. Ένιωσε την παρόρμηση να γελάσει. Από πότε οι δολοφόνοι ένιωθαν μεταμέλεια λίγο πριν τον φόνο;

«Σε έστειλαν για να με σκοτώσεις». Δεν ήταν ερώτηση.

Δε φοβόταν. Αν ήταν να πεθάνει, θα πέθαινε με το κεφάλι ψηλά κι όχι σαν φοβισμένο κοριτσάκι. Το μόνο που ένιωθε ήταν θλίψη, για όλα όσα έχασε και όλα δε θα μπορούσε ποτέ να έχει. Και αυτή ήταν μια πληγή που αιμορραγούσε καθημερινά μέσα της, και είχε αρχίσει να μεγαλώνει από τη μέρα που είχε πρωτοδεί τον μαύρο δράκο.

«Ναι» απάντησε το αγόρι καθώς έμπαινε στο δωμάτιο και διέσχιζε την απόσταση που τους χώριζε. Ήταν τόσο εύκολο να πάρει τη ζωή της. Εκείνος ήταν Μεταμορφιστής, ένα είδος μάγου που μπορούσε να πάρει μορφή ζώου, και μάλιστα δράκου, κι εκείνη ήταν μια μάγισσα χωρίς μαγεία. Συνέβαινε καμία φορά, ένα παιδί μάγων να γεννηθεί χωρίς δυνάμεις. Το παιδί συχνά οδηγούταν στο περιθώριο από την κοινότητα των μάγων και θεωρούταν ντροπή για τον Οίκο. Μόνο που η Κίρα δεν είχε οικογένεια. Δολοφονήθηκαν όλοι από τους Ντρόγκομιρ, την οικογένεια του αγοριού που βρισκόταν τώρα στο δωμάτιό της.

Παραδόξως η παρουσία του δεν την έκανε να αισθάνεται απειλή. Ήταν περισσότερο οικεία.

«Και τι περιμένεις τότε;» τον ρώτησε. Η μόνη απάντηση που πήρε ήταν το χαμηλωμένο βλέμμα του. Τι υπήρχε μέσα του; Θλίψη; Μεταμέλεια; Aπροθυμία; Είχε τίποτα από όλα αυτά πραγματική σημασία;

«Γιατί είμαι ακόμα ζωντανή, Ντέβαν; Γιατί δε με σκοτώνεις;»

«Ξέρεις γιατί»

«Όχι, δεν ξέρω τίποτα!» του φώναξε, με τον θυμό να φουντώνει όλο και περισσότερο μέσα της. Αλλά θυμό γιατί; Δεν ήταν καν ταραγμένη, το ήξερε πως η μέρα που οι Ντρόγκομιρ θα αποφάσιζαν να κάνουν τη Θυσία κάποτε θα ερχόταν. Ούτε πίστευε πως ο Ντέβαν θα την έβλαπτε. Είχε όλες τις ευκαιρίες και ποτέ δεν το έκανε. Η Κίρα τον ήξερε καλά, δε θα την άγγιζε. Πότε τον είχε μάθει; Η πληγή μέσα στο στήθος της μεγάλωνε από την προδοσία που διέπραττε απέναντι στην οικογένεια της, ακόμα και που ανέπνεε τον ίδιο αέρα με έναν Ντρόγκομιρ.

Επειδή τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες περίμενε τη στιγμή που θα τον ξαναδεί.

«Είσαι εδώ απόψε για να με πας σε αυτούς!» τον κατηγόρησε.

«Αυτό περιμένουν από εμένα» Η απόσταση που τους χώριζε διαρκώς λιγόστευε, καθώς διέσχιζε το δωμάτιο προς το μέρος της. Το περπάτημα του ήταν αρχοντικό και γεμάτο χάρη, σαν ενός πρίγκιπα.

Μισούσε τον εαυτό της που ένιωθε προδομένη και πληγωμένη από αυτά τα λόγια. Από την αρχή γνώριζε τις προθέσεις του. Διακόσια χρόνια πριν, ο Μπράντον Σέλτιγκαρ είχε καταραστεί τον Νταίρον Σέλτιγκαρ και όλους τους αρσενικούς απογόνους της γενιάς του να μην μπορούν να πάρουν μορφή δράκου κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Ντρόγκομιρ να χάσουν ένα μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Κάθε ξόρκι όμως έχει ένα «παραθυράκι», και η κατάρα μπορούσε να σπάσει προσωρινά με τη θυσία ενός Σέλτιγκαρ, αίμα από το οποίο είχε δημιουργηθεί το ξόρκι. Κάθε φορά που γεννιόταν ένας νέος αρσενικός Ντρόγκομιρ, η κατάρα ενεργοποιούταν ξανά και έπρεπε να γίνει μια νέα Θυσία. Γι' αυτό οι Σέλτιγκαρ είχαν εξαφανιστεί. Γι' αυτό ο Ντέβαν είχε έρθει απόψε στο δωμάτιο της Κίρα.

«Τότε κάν' το!» του φώναξε και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη στο στήθος. Δάκρυα έκαιγαν στο πίσω μέρος των ματιών της, αλλά δε θα τα άφηνε να ξεσπάσουν. Τα δάκρυα ήταν σημάδι αδυναμίας και η Κίρα προτιμούσε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή παρά να είναι αδύναμη. Τον χτύπησε ξανά και με ικανοποίηση τον είδε να κάνει ένα μικρό βήμα προς τα πίσω.

«Είσαι ένας δειλός!» Ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει ξανά όμως εκείνος την έπιασε από τους καρπούς και την κράτησε ακίνητη.

«Νομίζεις ότι εγώ το θέλω;» της είπε. «Όμως είναι η οικογένειά μου. Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω;»

«Εγώ δεν έχω οικογένεια εξαιτίας σας!» αντιγύρισε καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τη λαβή του. «Τι περιμένεις λοιπόν; Σκότωσέ με τώρα ή εξαφανίσου και μη σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου!»

«Αυτό πιστεύεις για εμένα;» της είπε, με τα χρυσά του μάτια να παίρνουν μια πιο σκληρή όψη. «Το ξέρεις πως δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Δε θα σου έκανα ποτέ κακό».

«Μου κάνεις κακό κάθε μέρα που με αφήνεις να νομίζω πως νοιάζεσαι!» Δεν έπρεπε να το πει αυτό, αλλά οι λέξεις έφυγαν από τα χείλη της προτού προλάβει να τις συγκρατήσει. Πόσο ανόητη ήταν. Πώς μπόρεσε να αφήσει τον εαυτό της να νιώσει το παραμικρό για εκείνον; Ο Ντέβαν ήταν ένας Ντρόγκομιρ, και μάλιστα κάποιος που είχε σταλεί για να τη σκοτώσει. Ήταν ο εχθρός.

Και όμως η καρδιά της έχανε έναν χτύπο κάθε φορά που τον έβλεπε.

«Πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο σκληρός;» τον ρώτησε. «Εδώ και τρία χρόνια είσαι πάντα κοντά, σαν να με προσέχεις, μου μιλάς και με έκανες να νιώθω πως η παρουσία σου είναι κάτι φυσικό, κι εσύ το μόνο που ήθελες ήταν να με κατασκοπεύεις, μέχρι να σου πουν πως ήρθε η στιγμή να με θυσιάσουν για να σπάσει η κατάρα». Προσπάθησε ξανά να ελευθερωθεί, οι άκρες των ματιών της είχαν αρχίσει να θολώνουν. Τελικά μάλλον ήταν αδύναμη.

«Γιατί δεν μπορούσες απλά να με σκοτώσεις;» ψιθύρισε με τη φωνή της να βγαίνει σπασμένη. «Αν το είχες κάνει, δε θα πονούσα όσο πονάω τώρα»

«Κίρα...» είπε απαλά.

«Όχι!» τον σταμάτησε και πήγε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, αλλά τα χέρια του Ντέβαν έκλεισαν γύρω της και την κράτησαν ακίνητη πάνω στο σώμα του.

«Άφησέ με!» του φώναξε. Μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει κάτω από το δανικό πουκάμισο. Σπάνια την άγγιζε, πόσο μάλλον με τέτοιο τρόπο.

«Άκουσέ με» της είπε. Τα κεχριμπαρένια μάτια του ήταν καρφωμένα μέσα στα γκρίζα δικά της. Θα μπορούσε να είναι ο πιο όμορφος άντρας του κόσμου, τουλάχιστον για την Κίρα. Λίγο μεγαλύτερος από είκοσι-ενός, ήταν ένας ψηλός, νεαρός άντρας με φαρδιούς ώμους και ίσια κορμοστασιά. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο γωνίες αλλά ταυτόχρονα απαλό, λόγω της νεαρής του ηλικίας. Ίσια μύτη, τέλεια σμιλεμένα χείλη και κατάμαυρα μαλλιά, με μερικές τούφες να πέφτουν στο μέτωπό του, και αυτά τα λαμπερά μελί μάτια σαν λιωμένο χρυσάφι.

Η Κίρα τον μισούσε. Δεν είχε δικαίωμα να αποφασίζει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Δεν είχε δικαίωμα να επιλέξει πότε και πώς θα τελείωνε η ζωή της. Δεν είχε δικαίωμα να πάρει την καρδιά της και στη θέση της να αφήσει μονάχα ματωμένα κομμάτια.

«Δε θέλω να ακούσω τίποτα!» ούρλιαξε καθώς χτυπιόταν μέσα στην αγκαλιά του. «Θέλω να χαθείς, παλιό...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Τα χείλη του Ντέβαν βρέθηκαν πάνω στα δικά της σταματώντας τα λόγια της. Στην αρχή ξαφνιάστηκε τόσο που έμεινε τελείως ακίνητη. Αυτό ήταν λάθος, πολύ λάθος. Παρά τη θέλησή της όμως, ένιωσε τον εαυτό της να χαλαρώνει. Τα χέρια του Ντέβαν τυλίχτηκαν γύρω της και την κράτησαν πάνω του. Η Κίρα μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να χτυπάει, όπως σίγουρα μπορούσε κι εκείνος να ακούσει τη δική της να χτυπάει γρήγορα και τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα εκραγεί μέσα στο στήθος της. Είναι λάθος, προσπάθησε να θυμίσει στον εαυτό της. Είναι ο εχθρός.

Τα χείλη της άνοιξαν κάτω από την πίεση των δικών του, και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν πάλευε πια, επειδή ήξερε πως ήταν πιο δυνατός και δε θα κατάφερνε να ελευθερωθεί ή επειδή δεν ήθελε, δεν ήταν σίγουρη. Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα μέσα στο μυαλό της, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν τα χείλη του Ντέβαν πάνω στα δικά της. Στην αρχή ξεκίνησε σαν κάτι απαλό και αβίαστο, καθώς όμως η Κίρα άνοιγε περισσότερο τα χείλη της, και παίρνοντας το ως σημάδι αποδοχής, ο Ντέβαν βάθυνε το φιλί ζητώντας περισσότερα. Η Κίρα ένιωσε τον εαυτό της να γίνεται ρευστός σαν νερό στα χέρια του, τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του για να στηριχτεί. Το στόμα του είχε μια γεύση σαν κρασί και μέλι, όσο κι αν είχε, δε θα ήταν ποτέ αρκετό. Δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος του και ένας χαμηλός ήχος ανέβηκε στον λαιμό του.

Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως δεν ανέπνεε μέχρι που ο Ντέβαν την άφησε για να πάρουν αέρα. Τα μάγουλα της ήταν αναψοκοκκινισμένα και τα χείλη της πρησμένα. Ο Ντέβαν την κοιτούσε λες και ήταν το πιο όμορφο θέαμα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Χάιδεψε το μάγουλο της με τον αντίχειρά του, πριν τη φιλήσει ξανά.

Υπερβολικά ζαλισμένη για να σκεφτεί λογικά, δεν έφερε αντίρρηση καθώς ο Ντέβαν την οδήγησε προς τα πίσω, προς το μεγάλο κρεβάτι με ουρανό, και την ξάπλωσε απαλά πάνω στο στρώμα. Μην το κάνεις, της φώναζε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της. Ήθελε μόνο να τη χρησιμοποιήσει πριν τη σκοτώσει, το ήξερε. Όμως ένα ανόητο κομμάτι του εαυτού της μπορούσε να αγνοήσει τη λογική και να προσποιηθεί ότι ο Ντέβαν την αγαπούσε.

Κάποια άγνωστη δύναμη είχε πάρει τον έλεγχο στο σώμα της, επειδή έκανε πράγματα που δε θα τολμούσε ούτε καν να σκεφτεί. Καθώς τα χείλη του Ντέβαν διεκδικούσαν ξανά τα δικά της, η Κίρα τον άφησε να καλύψει το σώμα της με το δικό του και να βολευτεί ανάμεσα στα πόδια της. Η καρδιά της σταμάτησε, ή χτυπούσε υπερβολικά γρήγορα. Έπρεπε να τον σταματήσει και να απομακρυνθεί από κοντά του. Το χέρι του Ντέβαν σήκωσε τον ποδόγυρο του νυχτικού της και έμεινε για μια στιγμή στο γόνατο της, πριν συνεχίσει προς τα πάνω, χαϊδεύοντας το εξωτερικό του μηρού της. Η ανάσα της Κίρα κόπηκε, καθώς ένιωθε τα δάχτυλά του πάνω στο δέρμα της. Ακούμπησε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, μην μπορώντας να χορτάσει τη γεύση των χειλιών του. Ο Ντέβαν έβαλε το χέρι του κάτω από τα γόνατα της και μια απότομη κίνηση τα σήκωσε και έβαλε τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Σταμάτησέ τον, είπε η φωνή μέσα στο κεφάλι της. Τον ένιωθε να την πιέζει και ήξερε πως σε λίγο θα έφταναν στο σημείο χωρίς επιστροφή. Δεν την ένοιαζε. Αν ήταν να πεθάνει τουλάχιστον ας είχε ζήσει κάτι πρώτα. Επειδή όσο κι αν το αρνιόταν στον εαυτό της, δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει τον τρόπο που ένιωθε για τον νεαρό Ντρόγκομιρ. Τι σημασία είχε να το παραδεχτεί τώρα, ούτως ή άλλως σύντομα θα ήταν νεκρή.

Έπιασε την άκρη του πουκαμίσου και το τράβηξε, σπάζοντας το φιλί για μια στιγμή καθώς το πέρασε πάνω από το κεφάλι του και το πέταξε μακριά, δίνοντας τους λίγο χρόνο να βρουν την ανάσα τους. Τα δάχτυλά της έτρεχαν πάνω στους δυνατούς μύες των ώμων και της πλάτης του, προσπαθώντας να αποτυπώσουν κάθε λεπτομέρεια στο μυαλό της. Ο Ντέβαν ανασηκώθηκε και άρχισε να λύνει τα κορδόνια στο μπροστινό μέρος του φορέματός της. Η Κίρα μπορούσε να δει τον πόθο στα μάτια του, όταν ξαφνικά το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Χωρίς προειδοποίηση σηκώθηκε από πάνω της.

«Δεν είναι σωστό» μουρμούρισε, περισσότερο στον εαυτό του, παρά στην κοπέλα. Η Κίρα ανακάθισε και προσπάθησε να ισιώσει βιαστικά το φόρεμα της. Ντροπή έκαιγε το δέρμα της βάφοντάς το κόκκινο.

«Εσύ με φίλησες πρώτος» είπε αμυντικά. Πώς μπόρεσε να φερθεί τόσο ανόητα;

«Δεν το εννοούσα έτσι» της είπε τρυφερά Ντέβαν και έκανε να αγγίξει το πρόσωπό της, αλλά η Κίρα έσπρωξε το χέρι του μακριά. Το αγόρι προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευσή του.

«Θα βρω μια λύση» είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήγε προς το μπαλκόνι, στην κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. Λίγο πριν βγει έξω γύρισε για να την αντικρίσει.

«Κανείς δε θα σε πειράξει, δε θα το επιτρέψω. Σου δίνω τον λόγο μου». Κούφια λόγια που η Κίρα αρνήθηκε να ακούσει. Νόμιζε ότι πονούσε πριν, όμως ο πόνος που ένιωθε εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα. Έφερε τα γόνατά της κοντά στο στήθος της και τα αγκάλιασε σφιχτά, προσπαθώντας να κρατήσει τον εαυτό της ολόκληρο, για να μη διαλυθεί σε κομμάτια.

Ο ήχος από φτερούγες που χτυπούσαν στον άνεμο ακούστηκε έξω, και τα δάκρυα που μάταια προσπαθούσε να συγκρατήσει ξεχείλισαν από τα μάτια της. Σύντομα το σώμα της άρχισε να τραντάζεται από δυνατούς λυγμούς.

Ήταν και πάλι μόνη. 

Φαίη