Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Επίλογος)

«Ἒξελθε, μῆτερ…»

Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν, αμείλικτα κι αδυσώπητα. Ο Βασίλειος σημείωσε πολλές νίκες εναντίον των Βουλγάρων, μπαίνοντας πάντα ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του, και επιδεικνύοντας στη μάχη στιβαρότητα και γενναιότητα ασύγκριτη και τον βίο του διάγοντας με λιτότητα και εγκράτεια θαυμαστή. «Πόσοι είναι οι εχθροί, όχι πού είναι» ρώταγαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες πρόγονοι της μάνας του, κι αυτό εφάρμοζε ο αυτοκράτορας που είχε πάρει βρέφος στο κεφάλι του το χρίσμα του στρατηλάτη και αραβοφάγου Νικηφόρου Φωκά, κρατώντας από κείνον και τις συνήθειες της θρησκευτικότητας και της θεοσέβειας. Και παρότι δεν αγαπούσε τα γράμματα, όπως ο παππούς του ο Κωνσταντίνος, και θεωρούσε χάσιμο χρόνου και νωθρότητα επιβλαβή την περιπαθή ενασχόληση με τη φιλοσοφία, τη συγγραφή, τη θεολογία, ούτε ήταν ευφραδέστατος και δεινός συζητητής, εντούτοις τα στρατιωτικά του κατορθώματα αλλά και η μέριμνα για τον λαό του ήταν αυτά που τον έκαναν κοσμαγάπητο μες τη Ρωμανία και τον ανύψωσαν στη σφαίρα του μύθου για τις επόμενες γενεές. Ωστόσο και διοσημίες πολλές μελάνιασαν τη βασιλεία του, λιμοί, λοιμοί, σεισμοί και καταποντισμοί, ενόσω ήγγιζε και η στροφή της πρώτης μετά Χριστόν χιλιετίας στη δεύτερη, οι οποίες έκαναν τους ανθρώπους να πιστεύουν πως κόντευε η συντέλεια του κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία και η Αποκάλυψη. Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έγινε, αντιθέτως το 1001 συνοδεύτηκε από μια ευχάριστη για την αυτοκρατορία είδηση: ο εικοσιενάχρονος Όθωνας ο Τρίτος, ο νεαρός βασιλιάς των Γερμανών, ο μοναχογιός της βαφτισιμιάς της αυγούστας μητέρας του, έστειλε προξενιό στον Βασίλειο ζητώντας του για σύζυγο τη μία από τις ανιψιές του, και αφού ο αυτοκράτορας το συζήτησε με τον αδελφό του, διάλεξαν τη συνομήλικη του Όθωνα Ζωή για να μεταβεί στους Γερμανούς, εφόσον η Θεοδώρα αρνήθηκε κατηγορηματικά αυτόν τον γάμο. Είχε θέλγητρα η Ζωή, παρά τις παραξενιές του χαρακτήρα της (περνούσε ώρες ολάκερες κατασκευάζοντας πομάδες και αρώματα για να τα δοκιμάζει στο πρόσωπο και το σώμα της), και ο θείος της μαζί με τον πατέρα της πίστευαν ότι θα κατάφερνε να ελκύσει τον Όθωνα και να βασιλέψει αρκετά καλά στο πλάι του. Έφυγε λοιπόν ο δρόμωνας από τη Βασιλεύουσα αρχές Γενάρη του 1002, μα στα μισά της θαλασσοπορίας, ανοιχτά των ακτών της Σικελίας, ήρθε το μήνυμα πως ο υποψήφιος γαμπρός είχε δυστυχώς πρόωρα αποβιώσει, από ελονοσία όπως ο συνονόματος πατέρας του ή ευλογιά, ενώ βάδιζε απ’ τη Ραβέννα προς τη Ρώμη, κι έτσι ανέκρουσαν πρύμνα και σάλπαραν πίσω για το Βυζάντιο. Ταραγμένη ήταν η Ζωή, εκνευρισμένη από αυτήν την περιπέτεια, και μόλις βρέθηκε στο Παλάτι, όλη η ένταση τής βγήκε πάνω στην αδελφή της.

«Άδικα με σηκώσανε και με γυρνούσανε στα πέλαγα», γκρίνιαζε, «να με πάνε στους βαρβάρους, κι ας λένε ότι η μάνα του μακαρίτη του Όθωνα, η βαφτισιμιά της μάμμης, τους είχε εκπολιτίσει… Καλύτερα να σου πω που πέθανε, όμως, και γλύτωσα…»

«Τι λες, Ζωή; Είσαι με τα καλά σου;» της φώναξε η Θεοδώρα. «Χαίρεσαι για τον θάνατο του παρά λίγο άνδρα σου; Αυτοκράτειρα της Γερμανίας θα γινόσουν, μωρή[1] κλώσα, βασίλισσα!»

«Χα! Σιγά την τιμή!» μυκτήρισε η άλλη. «Γιατί δεν τον έπαιρνες εσύ τότε τον Όθωνα;» την ειρωνεύτηκε κατόπιν, και λίγο έλειψε να μαλλιοτραβηχτούν, αν δεν τις χώριζε η Θεοφανώ, που αν και γριούλα πια υπερεξηκοντούτις, στεκότανε στα πόδια της.

«Ντροπή! Ντροπή, εγγονές μου, ολόκληρες γυναίκες, να τσακώνεστε σαν κοριτσάκια!» τις επέπληξε. «Τι συνέβη πάλι, γιατί τα βάλατε μεταξύ σας;»

«Τίποτα, μάμμη… Ανοησίες» μουρμούρισε η Θεοδώρα, ρίχνοντας ένα επιτιμητικό βλέμμα στη Ζωή, η οποία τίναξε με τη σειρά της υπεροπτικά το κεφάλι. Αναστέναξε η Λάκαινα, και σκέφτηκε με πίκρα πως καμιά από τις δύο εγγονές της που είχαν απομείνει στα εγκόσμια δε θα ήταν ικανή να φερθεί σαν πραγματική βασίλισσα, αφού έμοιαζαν η μία ακόμη και τώρα με κακομαθημένη παιδούλα και η άλλη ήδη από τώρα με μονόχνοτη γεροντοκόρη. Τουλάχιστον να φρόντιζε ο Κωνσταντίνος να τους βρει κάποιον άξιο σύζυγο, ώστε να υπάρξουνε απόγονοι και πιθανοί διάδοχοι αμφοτέρων τους, μιας και ο Βασίλειος δεν είχε θελήσει να νυμφευτεί και να αποκτήσει γνήσια τέκνα, αλλά αυτός μονάχα στον Ιππόδρομο, στο τζυκάνιο και στις διασκεδάσεις το είχε το μυαλό του· ο μόνος που δυνόταν η Θεοφανώ να ελπίζει ότι μπορούσε κάποτε να διαδεχθεί επάξια τον κανακάρη της στον θρόνο ήταν ο μικρός θετός της εγγονός, ο Θεόδωρος ο Βρανάς, ο Θοδωρίτζης της όπως τον έκραζε χαϊδευτικά, που πλέον ήταν δώδεκα χρονώ, αγόρι καλοκάμωτο που με την επικείμενη είσοδό του στην εφηβεία υποσχόταν να γίνει με βεβαιότητα άνδρας ρωμαλέος και τρισεύγενος (ή έστω έτσι ήθελαν να βλέπουν με στοργή και περηφάνια τα γερασμένα μάτια της), και τον οποίο θωρώντας την έπιανε καμιά φορά κάτι σαν θλίψη, σαν μελαγχολία, μόλις θυμόταν ότι δωδεκάχρονο παιδί είχε αφήσει κάποτε κι η ίδια πίσω με το ζόρι τον Βασίλη της, για να συρθεί μαυρόφορη στη μαύρη κι άραχλη εξορία του μοναστηριού…



Χειμώνας πια του 1004, κι άλλη μια εκστρατεία του βασιλέως Βασιλείου κατά του Σαμουήλ είχε λήξει ως επί το πλείστον νικηφόρα, παρά το δραματικό γεγονός που τη σημάδεψε. Διότι, ενώ ο αυτοκράτορας πολιορκούσε τη Βιδίνη, αυτό το σπουδαίο βουλγαρικό οχυρό το οποίο εν τέλει και κατέλαβε, ο αδίστακτος τσάρος επιτέθηκε με σφοδρότητα στην Αδριανούπολη, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, και καθώς οι κάτοικοι ήταν απασχολημένοι με το πανηγύρι. Σφαγές πολλές και λεηλασίες διέπραξαν οι στρατιώτες του εκεί, έκλαιγε και θρηνούσε βουτηγμένη στο αίμα η κραταιά βυζαντινή πόλη της Θράκης, μα υπολόγισε χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί ο Βασίλειος, άμα πληροφορήθηκε το γεγονός κι αφού πήρε το Βιδίνιο, έσπευσε να κυνηγήσει τον αντίπαλό του. Τον βρήκε στρατοπεδευμένο έξω από την τοποθεσία Σκόπια, στην αντίπερα όχθη του πλημμυρισμένου Αξιού, εκμεταλλεύτηκε την απρονοησία του και γρήγορα πέτυχε σαρωτική νίκη εναντίον του, εφάμιλλη μ’ αυτήν του Σπερχειού. Κατατροπωμένος λοιπόν ο Σαμουήλ το έβαλε στα πόδια, ενώ ο διοικητής των Σκοπίων Ρωμανός – Συμεών τα παρέδωσε στον Ρωμαίο άρχοντα. Στη συνέχεια, ο Βασίλειος προχώρησε να πολιορκήσει το Πέρνικον, ωστόσο εκεί λόγω της σθεναρής αντίστασης του φρουρού του, του Κρακρά, απέτυχε να το καταλάβει, και λόγω των καιρικών συνθηκών που αγρίευαν στράφηκε πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Τον υποδέχτηκαν όλοι με τιμές και εορτασμούς όπως πάντα, όμως πάνω στη δίνη της χαράς δέχτηκε και μια σκυθρωπή είδηση από έναν ιατρό του Παλατιού:

«Βασιλιά μου, η ευσεβεστάτη μητέρα σου ζήτησε να σε ιδεί επειγόντως. Είναι άρρωστη εδώ και λίγο καιρό, μα έχει βαρύνει πολύ, και φοβούμαι πως μπορεί να φθάνει το τέλος της επίγειας ζωής της…»

Παράτησε αμέσως ο Βασίλειος ο τι έκανε, και έτρεξε να βρει τη μάνα του στα δώματά της. Ήταν πλαγιασμένη πάντα η Θεοφανώ στο στρώμα, εδώ και μισό φεγγάρι, σπάνια σηκωνότανε, και τις στερνές ημέρες διόλου, γιατί δεν την κρατούσανε τα σκέλια της. Σαν είδε όμως τον γιο της να μπαίνει στο κουβούκλι, φωτίστηκε η γεροντική της όψη η σκαμμένη, φτερούγισε η αδυνατισμένη της καρδιά, και έκανε μια απόπειρα να ανασηκωθεί στα προσκεφάλια.

«Αγόρι μου…» τον προσφώνησε, τείνοντας το χέρι της προς τη μεριά του. «Αετέ μου εσύ, γεράκι μου… Έλα, έλα δίπλα μου, έλα και σε καρτερούσα!»

«Μητέρα μου…» άρθρωσε με σεβασμό και άπειρη συγκίνηση ο σαράντα έξι ετών δεσπότης της Ρωμανίας, και παίρνοντας στις χούφτες του το χέρι της το ασπάστηκε ευλαβικά. «Τι έχεις; Μου είπε ο ιατρός ότι δεν είσαι καλά…»

«Ξέρει ο ιατρός τι λέει» του απάντησε ψύχραιμα εκείνη, γαλήνια. «Κι έχω παρασκευαστεί… Εξομολογήθηκα τα κρίματά μου, κοινώνησα των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων του Κυρίου και Θεού ημών, και νιώθω την ψυχή μου ελαφριά, έτοιμη να την παραδώσω εις χείρας των αγγέλων Του…»

Αμίλητος ο Βασίλειος έσυρε τη δεξιά παλάμη του και της χάιδεψε τρυφερά τη γκριζόλευκη κορυφή της με την πλούσια κόμη, που ο χρόνος το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να της αλλάξει το χρώμα. Στα σοβαρά αλλά και καλοκάγαθα μαζί γαλάζια μάτια του λαμπύρισε ένα δάκρυ.

«Μην κλάψεις για μένα, γιε μου, όχι τουλάχιστον πέρα απ’ όσο είναι το ορισμένο» τον συμβούλεψε η Θεοφανώ, γλιστρώντας κι αυτή αργά τα δάχτυλά της στην παρειά του. «Φεύγω ευτυχισμένη, ήρεμη και πλήρης, αφού με αξίωσε ο Θεός να δω τη δόξα σου ως αυτοκράτορος και να σε καμαρώσω έστω και νοερά στα πεδία των μαχών… Αυτός να σε κραταιώνει και να σε ενισχύει και στο εξής, μέχρι το τέλος της επίγειας βασιλείας σου, η οποία σου εύχομαι να είναι μακρά και αγλαής, και να σε στήσει εκ δεξιών της μεγαλοσύνης Του, όταν έρθει ο αναπόφευκτος για όλους μας καιρός να μεταστούμε απ’ αυτόν τον κόσμο, και μακάρι να αργήσει πολύ αυτός για σένα!»

Η φωνή της έτρεμε απ’ τη συγκίνηση και την προσπάθεια που έκανα για να τη βγάλει, το στήθος της που τον είχε θρέψει λαχάνιαζε τώρα να πάρει ανάσα. Δεν άντεξε κι ο Βασίλειος, έσκυψε κοντά της και την καταφίλησε θερμά στο χλομό της πρόσωπο.

«Μάνα μου! Γλυκιά μου μάνα… Όμορφη και ποθητή, τυραννισμένη και συκοφαντημένη! Ο τι και να ήσουνα για τους άλλους, ο τι όνομα και να σου δώσουν οι κατοπινοί, για μένα όμως θα είσαι πάντοτε κυρά και δέσποινα, η γυναίκα που με βάσταξε στη μήτρα της και με θήλασε το γάλα των μαστών της, που με κανάκεψε βρέφος και παιδί και είδα να την παίρνουνε δυο φορές μακριά μου στα δώδεκά μου χρόνια! Είσαι η βασίλισσα Θεοφανώ, η μητέρα μου, και η μνήμη σου στο νου και στην καρδιά μου είναι και θα παραμείνει αιωνίως άσπιλη, σεμνή και αμόλυντη…»

«Βασίλη μου, παλικάρι μου καλό… Έλα να σ’ αγκαλιάσω, να προλάβω, το νιώθω πως ζύγωσε το τέλος!» του παρήγγειλε η Θεοφανώ, με μια δόση αγωνίας στη φωνή της, και άπλωσε τους βραχίονές της για να τον κλείσει μέσα τους. Περιέβαλε κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο τον κορμό της, ανασηκώνοντάς την λίγο από το στρώμα, και σφάλισε τα μάτια του για να κρατήσει πιότερο τη θαλπωρή της αγκαλιάς της. Κι ύστερα, ένιωσε τα χέρια της να λύνονται, να λυγούν και να χαλαρώνουν και να πέφτουν, να παύει της καρδιάς της ο ζωτικός παλμός, το στόμα της να ρέγχει και το σώμα της να βαραίνει μες τα χέρια του. Αυτό ήταν, η εξηντατριάχρονη αυγούστα Θεοφανώ, η πεντάμορφη καπηλοπούλα Αναστασία από τη Σπάρτη που έφτασε τόσο ψηλά όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς στην εποχή της, η σύζυγος δύο βασιλιάδων και μητέρα άλλων δύο, που έσφαλε όντως στη ζωή της αλλά και λοιδορήθηκε αδίκως, είχε πεθάνει…

«Ἒξελθε, μῆτερ, καλεῖ σε ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων…» της απηύθυνε ο Βασίλειος την προσφώνηση της αυτοκρατορικής κηδείας, πλαγιάζοντάς την μαλακά πίσω στην κλίνη της, και μ’ αυτές τις λέξεις τής σφάλισε τα μαύρα της τα μάτια που ’χανε μείνει ανοιχτά στο ψυχορράγημά της. Και η ψυχή της Λάκαινας ανέβαινε στα ουράνια, χαρούμενη, γιατί έφυγε όπως θα το ’χε επιθυμήσει, έχοντας στο πλευρό της και στη μητρική αγκάλη της τον λατρεμένο της πρωτότοκο υιό, που με τη βιοτή του δόξασε εκείνη και το αίμα που του έδωσαν τα σπλάχνα της…

Λίνα Δώρου




[1] Με την έννοια της ανόητης