Φάνης
Η μέρα ξημέρωσε μουντή, συννεφιασμένη. Η μαυρίλα έξω από το παράθυρο και μια μεγαλύτερη, που είχε χωθεί βαθιά στο στήθος του, τον έπνιγαν. Άπλωσε το χέρι του, έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα και άναψε ένα, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος. Ήξερε πως αν τον έκανε τσακωτό η μάνα του, θα του έβαζε και πάλι τις φωνές, μα λίγο τον ένοιαζε. Η ανάγκη να ποτίσει με δηλητήριο τα πνευμόνια του ήταν μεγαλύτερη.
Αφουγκράστηκε για λίγο και διαπίστωσε ότι το σπίτι είχε υπερβολική ησυχία. Συνήθως τέτοια ώρα, άρχιζαν οι απειλές, τα βρισίματα και οι φωνές, μα παραδόξως, εκείνο το πρωινό επικρατούσε μια παράξενη γαλήνη. Ήθελε να μείνει αδιάφορος, μα τελικά η περιέργεια του νίκησε.
Τράβηξε μια τελευταία τζούρα, σηκώθηκε και πέταξε τη γόπα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Κοίταξε την αντανάκλασή του και του φάνηκε πως το πρόσωπο του ήταν άγριο και θλιμμένο ταυτόχρονα, μα ίσως έφταιγε το τζάμι που ήταν λερωμένο.
Βγήκε με βήμα αργό και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Στάθηκε στην πόρτα κοιτώντας τον πατέρα του που ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα και σκυμμένος πάνω από ένα μπουκάλι βότκα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μισογεμάτο ποτήρι και με το άλλο γυρνούσε αργά το υπηρεσιακό του περίστροφο πάνω στο φθαρμένο τραπέζι.
-Νωρίς δεν ξεκίνησες σήμερα; του είπε ο Φάνης.
Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα. Σκούπισε τα χείλη του με την ανάποδη της παλάμης του. Δε μίλησε, παρά μόνο άδειασε το ποτήρι του. Το ξαναγέμισε αμέσως, ενώ ο Φάνης κοιτούσε γύρω του.
-Η μάνα; του είπε. Πού είναι;
-Στο διάολο, απάντησε σιγά.
Ένιωσε μια ανατριχίλα καθώς παρατηρούσε το περίστροφο. Τον κοίταξε στα μάτια.
-Δεν πιστεύω…, έκανε να πει μα δεν απόσωσε τη φράση του.
-Δε θα χαράμιζα ούτε μια σφαίρα για αυτή τη σκύλα, είπε μαντεύοντας τη σκέψη του.
Σηκώθηκε όρθιος κρατώντας το περίστροφο στο δεξί του χέρι. Στάθηκε με κόπο απέναντί του, το χνώτο του βρωμούσε αλκοόλ, το αξύριστο πρόσωπό του τον έκανε ακόμα πιο άγριο από ότι ήταν. Σήκωσε το όπλο ψηλά και του το κόλλησε στον κρόταφο. Ο Φάνης πάγωσε από τον φόβο του.
-Αυτή η ρουφιάνα που εσύ αποκαλείς μάνα σου, γρύλλισε, μας παράτησε! Τ’ ακούς;
Βλαστήμησε. Τον απώθησε με την κάνη κολλώντας τον στο τοίχο. Γύρισε τρεκλίζοντας και πήρε το μπουκάλι από το τραπέζι.
-Με παράτησε, είπε ξανά σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και έριξε ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Ο Φάνης προσπάθησε να συνέλθει από το σοκ, τα χέρια του έτρεμαν ακόμη.
-Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό, του είπε. Και πολύ άντεξε.
Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος, κατακόκκινος από θυμό. Οι φλέβες στο λαιμό του είχαν πρηστεί, στα χείλη του είχε σχηματιστεί αφρός. Όρμησε πάνω του και τον έπιασε από τον λαιμό. Τον κόλλησε στον τοίχο πίσω του και τον έσφιξε με δύναμη, τον έπνιγε.
-Δεν το έχω σε τίποτα να σε σκοτώσω εδώ και τώρα, κατάλαβες;
Ο Φάνης δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Προσπάθησε να αμυνθεί, μα ο πατέρας του υπερτερούσε σε δύναμη. Το πρόσωπό του είχε αρχίσει να μελανιάζει, προσπαθούσε απεγνωσμένα για λίγο αέρα. Τα μάτια του πατέρα του τον κοίταζαν με λύσσα, ανάσαινε βαριά.
Τα δάχτυλα του ξαφνικά χαλάρωσαν και το σώμα του γιού του έπεσε σαν άδειο σακί στο πάτωμα.
-Στο διάολο, μούγκρισε. Στο διάολο όλοι σας!
Με μια κλοτσιά του τον δίπλωσε στα δύο έτσι όπως ήταν πεσμένος και έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Ο Φάνης σηκώθηκε με κόπο και έμεινε γονατισμένος. Τα μάτια του είχαν θολώσει, το σώμα του δεν έλεγε να συνηθίσει τα χτυπήματα, μα η θέληση του ατσάλωνε.
Έφτασε ως το μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπό του. Τα μαύρα του μάτια ήταν πρησμένα, τα σγουρά μαύρα μαλλιά έπεφταν άτακτα στο μέτωπό του. Ξεφύσησε αγριεμένος και έδωσε μια δυνατή γροθιά στο καθρέφτη μπροστά του. Τον διέλυσε. Τράβηξε απότομα το χέρι του πίσω, είχε γεμίσει αίματα και μικρά κομμάτια γυαλιού.
Καθάρισε την πληγή και το τύλιξε πρόχειρα με μια γάζα. Ντύθηκε και πήρε τον δρόμο για το σχολείο. Ήταν οργισμένος, περπατούσε σκυφτός με γοργά βήματα χωρίς να τον νοιάζει που σκόνταφτε πάνω στους περαστικούς.
Και ήταν εκεί, σε ένα πεζοδρόμιο που σταμάτησε, για να κοιτάξει σαν αποχαυνωμένος το αποτρόπαιο θέαμα. Ένα σκυλί, προφανώς αδέσποτο, έτρεμε ολόκληρο, σαν να είχε πάθει επιληπτική κρίση. Το σαγόνι του δύσμοιρου ζωντανού είχε φρενήρεις σπασμούς, το σάλιο του ανακατευόταν με τον αέρα και σχηματιζόταν αφρός στο στόμα του. Τα μάτια του είχαν μικρύνει, σαν κουκίδες είχαν γίνει, αδυνατούσε να σταθεί άλλο όρθιο και έπεφτε στο πλάι.
Πήγε κοντά του και γονάτισε δίπλα του. Κοιτούσε τη ζωή να φεύγει από το άμοιρο ζώο εκστασιασμένος, καθώς εκδήλωνε έντονους σπασμούς με μικρές παύσεις ηρεμίας. Σε αυτές τις παύσεις που ο σκύλος έδειχνε ήρεμος, είχε μεμονωμένα τινάγματα, μυϊκές συσπάσεις, σαν να διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα το δέρμα του.
Το δύστυχο ζώο έκανε εμετό, έπεσε στο πλάι και έμεινε ακίνητο με μάτια γυάλινα να κοιτά το κενό. Ο Φάνης ένιωσε μια διεστραμμένη ικανοποίηση, μια επικίνδυνη γοητεία, καθώς έβλεπε τη ζωή να στραγγίζεται από το σώμα του. Έμεινε για αρκετή ώρα παρατηρώντας το άψυχο κουφάρι και έφυγε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν πλέον νεκρό.
Το σκηνικό εκείνο παραδόξως κατάφερε να αποσυμπιέσει την οργή του, μια φυσική εκτόνωση του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει. Η φρίκη, το βάναυσο και το απεχθές δε σταματούν το κακό σκέφτηκε, απλά έκανε πιο ισχυρή την πεποίθησή του, ότι υπάρχει πιο έντονη ηδονή στο αίμα παρά στην αρετή, αυτή ήταν η γυμνή αλήθεια, η πραγματική ουσία της ζωής.
Έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό της μητέρας του. Μάταια όμως, η κλήση του προωθήθηκε. Εκείνη ήταν ίσως το μόνο του στήριγμα στο σπίτι, η μόνη θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι. Είχε φύγει όμως, είχε εξαφανιστεί χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Τον είχε εγκαταλείψει. Μόλις το συνειδητοποίησε, ένα θλιβερό συναίσθημα, μια αγανάκτηση ανέβηκε ως τον λαιμό του και τον έπνιξε. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και συνέχισε τρέχοντας.
Έφτασε στο προαύλιο του σχολείου. Το κομμένο χέρι του πονούσε, τον έκαιγε. Ένα κάψιμο που έφτανε ως το στέρνο του, στο στήθος του, στην καρδιά. Ξάφνου, απέναντί του σε κάποια απόσταση, είδε τον Άγγελο. Καθόταν στο τσιμεντένιο πεζούλι απορροφημένος από το βιβλίο του. Έκανε να γυρίσει και να φύγει, μα το μετάνιωσε. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ηρεμήσει, μα κάτι που έμοιαζε με πύρινο ρυάκι του έκαψε τα σωθικά.
Ρουθούνισε αγριεμένος, ο θυμός του θόλωνε το μυαλό. Με βήμα γοργό, τον πλησίασε χωρίς να τον καταλάβει. Μόνο σαν έφτασε από πάνω του αντιλήφθηκε την παρουσία του. Σήκωσε το κεφάλι του για διαπιστώσει έντρομος πως ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του, ο διώκτης του που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαδί.
Σηκώθηκε απότομα. Στάθηκε απέναντί του τρέμοντας και τακτοποίησε τα γυαλιά πάνω στη μύτη του.
-Σε παρακαλώ, ψέλλισε.
Ο Φάνης τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Το όμορφο πρόσωπό του είχε γίνει κάτωχρο, ενώ μικρές σταγόνες εμφανίστηκαν στο μέτωπό του.
-Τι τρέχει, αδερφάρα; Φοβάσαι;
Ο Άγγελος έμεινε ακίνητος. Ο τρόμος έτρεφε τη δίψα του Φάνη να του κάνει κακό. Του άρπαξε τα γυαλιά και τα πέταξε κάτω. Τον έπιασε από την μπλούζα και τον τράβηξε κοντά του. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια είχαν βουρκώσει, ήταν έτοιμος να κλάψει. Σήκωσε τα χέρια του σε αμυντική στάση. Τον έσπρωξε με δύναμη και σωριάστηκε στο χώμα.
-Ούτε να σε αγγίζω δε θέλω, σίχαμα! είπε και τον κλώτσησε με δύναμη στο στομάχι.
Έμεινε να τον κοιτά καθώς ήταν κουλουριασμένος κατάχαμα, κλαψουρίζοντας σαν κουτάβι στα πόδια του. Αισθάνθηκε άσχημα, το αγόρι εκείνο του προκαλούσε αισθήματα ανάμεικτα που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει και δεν ήθελε να αποδεχτεί. Το σιχαινόταν που κάποιος μπορούσε να τον κάνει να νιώσει κάτι και μάλιστα όταν αυτό που του έβγαζε ήταν κάτι τόσο αρρωστημένο, τόσο λάθος. Τον έφτυσε νιώθοντας αηδία. Όχι για εκείνον, μα για τον εαυτό του.
Ηλίας Στεργίου
Η μέρα ξημέρωσε μουντή, συννεφιασμένη. Η μαυρίλα έξω από το παράθυρο και μια μεγαλύτερη, που είχε χωθεί βαθιά στο στήθος του, τον έπνιγαν. Άπλωσε το χέρι του, έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα και άναψε ένα, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος. Ήξερε πως αν τον έκανε τσακωτό η μάνα του, θα του έβαζε και πάλι τις φωνές, μα λίγο τον ένοιαζε. Η ανάγκη να ποτίσει με δηλητήριο τα πνευμόνια του ήταν μεγαλύτερη.
Αφουγκράστηκε για λίγο και διαπίστωσε ότι το σπίτι είχε υπερβολική ησυχία. Συνήθως τέτοια ώρα, άρχιζαν οι απειλές, τα βρισίματα και οι φωνές, μα παραδόξως, εκείνο το πρωινό επικρατούσε μια παράξενη γαλήνη. Ήθελε να μείνει αδιάφορος, μα τελικά η περιέργεια του νίκησε.
Τράβηξε μια τελευταία τζούρα, σηκώθηκε και πέταξε τη γόπα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Κοίταξε την αντανάκλασή του και του φάνηκε πως το πρόσωπο του ήταν άγριο και θλιμμένο ταυτόχρονα, μα ίσως έφταιγε το τζάμι που ήταν λερωμένο.
Βγήκε με βήμα αργό και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Στάθηκε στην πόρτα κοιτώντας τον πατέρα του που ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα και σκυμμένος πάνω από ένα μπουκάλι βότκα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα μισογεμάτο ποτήρι και με το άλλο γυρνούσε αργά το υπηρεσιακό του περίστροφο πάνω στο φθαρμένο τραπέζι.
-Νωρίς δεν ξεκίνησες σήμερα; του είπε ο Φάνης.
Σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα. Σκούπισε τα χείλη του με την ανάποδη της παλάμης του. Δε μίλησε, παρά μόνο άδειασε το ποτήρι του. Το ξαναγέμισε αμέσως, ενώ ο Φάνης κοιτούσε γύρω του.
-Η μάνα; του είπε. Πού είναι;
-Στο διάολο, απάντησε σιγά.
Ένιωσε μια ανατριχίλα καθώς παρατηρούσε το περίστροφο. Τον κοίταξε στα μάτια.
-Δεν πιστεύω…, έκανε να πει μα δεν απόσωσε τη φράση του.
-Δε θα χαράμιζα ούτε μια σφαίρα για αυτή τη σκύλα, είπε μαντεύοντας τη σκέψη του.
Σηκώθηκε όρθιος κρατώντας το περίστροφο στο δεξί του χέρι. Στάθηκε με κόπο απέναντί του, το χνώτο του βρωμούσε αλκοόλ, το αξύριστο πρόσωπό του τον έκανε ακόμα πιο άγριο από ότι ήταν. Σήκωσε το όπλο ψηλά και του το κόλλησε στον κρόταφο. Ο Φάνης πάγωσε από τον φόβο του.
-Αυτή η ρουφιάνα που εσύ αποκαλείς μάνα σου, γρύλλισε, μας παράτησε! Τ’ ακούς;
Βλαστήμησε. Τον απώθησε με την κάνη κολλώντας τον στο τοίχο. Γύρισε τρεκλίζοντας και πήρε το μπουκάλι από το τραπέζι.
-Με παράτησε, είπε ξανά σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή και έριξε ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Ο Φάνης προσπάθησε να συνέλθει από το σοκ, τα χέρια του έτρεμαν ακόμη.
-Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό, του είπε. Και πολύ άντεξε.
Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος, κατακόκκινος από θυμό. Οι φλέβες στο λαιμό του είχαν πρηστεί, στα χείλη του είχε σχηματιστεί αφρός. Όρμησε πάνω του και τον έπιασε από τον λαιμό. Τον κόλλησε στον τοίχο πίσω του και τον έσφιξε με δύναμη, τον έπνιγε.
-Δεν το έχω σε τίποτα να σε σκοτώσω εδώ και τώρα, κατάλαβες;
Ο Φάνης δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Προσπάθησε να αμυνθεί, μα ο πατέρας του υπερτερούσε σε δύναμη. Το πρόσωπό του είχε αρχίσει να μελανιάζει, προσπαθούσε απεγνωσμένα για λίγο αέρα. Τα μάτια του πατέρα του τον κοίταζαν με λύσσα, ανάσαινε βαριά.
Τα δάχτυλα του ξαφνικά χαλάρωσαν και το σώμα του γιού του έπεσε σαν άδειο σακί στο πάτωμα.
-Στο διάολο, μούγκρισε. Στο διάολο όλοι σας!
Με μια κλοτσιά του τον δίπλωσε στα δύο έτσι όπως ήταν πεσμένος και έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Ο Φάνης σηκώθηκε με κόπο και έμεινε γονατισμένος. Τα μάτια του είχαν θολώσει, το σώμα του δεν έλεγε να συνηθίσει τα χτυπήματα, μα η θέληση του ατσάλωνε.
Έφτασε ως το μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπό του. Τα μαύρα του μάτια ήταν πρησμένα, τα σγουρά μαύρα μαλλιά έπεφταν άτακτα στο μέτωπό του. Ξεφύσησε αγριεμένος και έδωσε μια δυνατή γροθιά στο καθρέφτη μπροστά του. Τον διέλυσε. Τράβηξε απότομα το χέρι του πίσω, είχε γεμίσει αίματα και μικρά κομμάτια γυαλιού.
Καθάρισε την πληγή και το τύλιξε πρόχειρα με μια γάζα. Ντύθηκε και πήρε τον δρόμο για το σχολείο. Ήταν οργισμένος, περπατούσε σκυφτός με γοργά βήματα χωρίς να τον νοιάζει που σκόνταφτε πάνω στους περαστικούς.
Και ήταν εκεί, σε ένα πεζοδρόμιο που σταμάτησε, για να κοιτάξει σαν αποχαυνωμένος το αποτρόπαιο θέαμα. Ένα σκυλί, προφανώς αδέσποτο, έτρεμε ολόκληρο, σαν να είχε πάθει επιληπτική κρίση. Το σαγόνι του δύσμοιρου ζωντανού είχε φρενήρεις σπασμούς, το σάλιο του ανακατευόταν με τον αέρα και σχηματιζόταν αφρός στο στόμα του. Τα μάτια του είχαν μικρύνει, σαν κουκίδες είχαν γίνει, αδυνατούσε να σταθεί άλλο όρθιο και έπεφτε στο πλάι.
Πήγε κοντά του και γονάτισε δίπλα του. Κοιτούσε τη ζωή να φεύγει από το άμοιρο ζώο εκστασιασμένος, καθώς εκδήλωνε έντονους σπασμούς με μικρές παύσεις ηρεμίας. Σε αυτές τις παύσεις που ο σκύλος έδειχνε ήρεμος, είχε μεμονωμένα τινάγματα, μυϊκές συσπάσεις, σαν να διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα το δέρμα του.
Το δύστυχο ζώο έκανε εμετό, έπεσε στο πλάι και έμεινε ακίνητο με μάτια γυάλινα να κοιτά το κενό. Ο Φάνης ένιωσε μια διεστραμμένη ικανοποίηση, μια επικίνδυνη γοητεία, καθώς έβλεπε τη ζωή να στραγγίζεται από το σώμα του. Έμεινε για αρκετή ώρα παρατηρώντας το άψυχο κουφάρι και έφυγε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν πλέον νεκρό.
Το σκηνικό εκείνο παραδόξως κατάφερε να αποσυμπιέσει την οργή του, μια φυσική εκτόνωση του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει. Η φρίκη, το βάναυσο και το απεχθές δε σταματούν το κακό σκέφτηκε, απλά έκανε πιο ισχυρή την πεποίθησή του, ότι υπάρχει πιο έντονη ηδονή στο αίμα παρά στην αρετή, αυτή ήταν η γυμνή αλήθεια, η πραγματική ουσία της ζωής.
Έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό της μητέρας του. Μάταια όμως, η κλήση του προωθήθηκε. Εκείνη ήταν ίσως το μόνο του στήριγμα στο σπίτι, η μόνη θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι. Είχε φύγει όμως, είχε εξαφανιστεί χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Τον είχε εγκαταλείψει. Μόλις το συνειδητοποίησε, ένα θλιβερό συναίσθημα, μια αγανάκτηση ανέβηκε ως τον λαιμό του και τον έπνιξε. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και συνέχισε τρέχοντας.
Έφτασε στο προαύλιο του σχολείου. Το κομμένο χέρι του πονούσε, τον έκαιγε. Ένα κάψιμο που έφτανε ως το στέρνο του, στο στήθος του, στην καρδιά. Ξάφνου, απέναντί του σε κάποια απόσταση, είδε τον Άγγελο. Καθόταν στο τσιμεντένιο πεζούλι απορροφημένος από το βιβλίο του. Έκανε να γυρίσει και να φύγει, μα το μετάνιωσε. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ηρεμήσει, μα κάτι που έμοιαζε με πύρινο ρυάκι του έκαψε τα σωθικά.
Ρουθούνισε αγριεμένος, ο θυμός του θόλωνε το μυαλό. Με βήμα γοργό, τον πλησίασε χωρίς να τον καταλάβει. Μόνο σαν έφτασε από πάνω του αντιλήφθηκε την παρουσία του. Σήκωσε το κεφάλι του για διαπιστώσει έντρομος πως ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του, ο διώκτης του που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαδί.
Σηκώθηκε απότομα. Στάθηκε απέναντί του τρέμοντας και τακτοποίησε τα γυαλιά πάνω στη μύτη του.
-Σε παρακαλώ, ψέλλισε.
Ο Φάνης τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Το όμορφο πρόσωπό του είχε γίνει κάτωχρο, ενώ μικρές σταγόνες εμφανίστηκαν στο μέτωπό του.
-Τι τρέχει, αδερφάρα; Φοβάσαι;
Ο Άγγελος έμεινε ακίνητος. Ο τρόμος έτρεφε τη δίψα του Φάνη να του κάνει κακό. Του άρπαξε τα γυαλιά και τα πέταξε κάτω. Τον έπιασε από την μπλούζα και τον τράβηξε κοντά του. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια είχαν βουρκώσει, ήταν έτοιμος να κλάψει. Σήκωσε τα χέρια του σε αμυντική στάση. Τον έσπρωξε με δύναμη και σωριάστηκε στο χώμα.
-Ούτε να σε αγγίζω δε θέλω, σίχαμα! είπε και τον κλώτσησε με δύναμη στο στομάχι.
Έμεινε να τον κοιτά καθώς ήταν κουλουριασμένος κατάχαμα, κλαψουρίζοντας σαν κουτάβι στα πόδια του. Αισθάνθηκε άσχημα, το αγόρι εκείνο του προκαλούσε αισθήματα ανάμεικτα που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει και δεν ήθελε να αποδεχτεί. Το σιχαινόταν που κάποιος μπορούσε να τον κάνει να νιώσει κάτι και μάλιστα όταν αυτό που του έβγαζε ήταν κάτι τόσο αρρωστημένο, τόσο λάθος. Τον έφτυσε νιώθοντας αηδία. Όχι για εκείνον, μα για τον εαυτό του.
Ηλίας Στεργίου