«Πριν από δισεκατομμύρια χρόνια, ο Πατέρας έφτιαξε εμάς τους αγγέλους. Όπως ήδη γνωρίζεις, μας έδωσε, όπως σε όλα τα παιδιά Του, ελεύθερη βούληση. Πολλοί επαναστάτησαν εναντίον Του και εξέπεσαν από το φως Του». Τι μου λέει τώρα; Μάθημα ιστορίας θα κάνουμε; Τα γνωρίζω όλα αυτά. Δεν καταλαβαίνω πού θέλει να καταλήξει.
«Ο άνθρωπος αμάρτησε. Ο πρώτος πεσόντας πρότεινε στον Πατέρα να φυλακίσει το ανθρώπινος είδος εδώ, στη Γη. Ο Πατέρας ήξερε πως ο άγγελος αυτός ζήλευε πολύ τα παιδιά Του, τους ανθρώπους. Κι έτσι, παρόλο που φυλάκισε το είδος στη Γη, δεν επέτρεψε στον άγγελο να τους πλησιάσει. Σκοπός του αγγέλου ήταν να χρησιμοποιήσει τους ανθρώπους, για να τρέφεται από αυτούς, και αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει, έστειλε τα αδέρφια του, τους δαίμονες, αντ’ αυτού». Σιγά σιγά τα λόγια της αρχίζουν να λένε μια ιστορία που δε γνώριζα.
«Ο Πατέρας, επειδή ήθελε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στα παιδιά Του, δημιούργησε τον θάνατο. Μόλις τελείωσε με τη δημιουργία του κόσμου, δημιούργησε εσένα.
«Εσύ λοιπόν ήσουν υπεύθυνος για τη σωστή ισορροπία των πραγμάτων. Όταν όμως εξαφανίστηκες, η ανθρωπότητα έχασε τον έλεγχο» τελειώνει τη διήγησή της και εξαφανίζεται.
Οι εικόνες μπροστά μου αλλάζουν και επιστρέφω πίσω στους ουρανούς. Βλέπω εμένα τώρα, μέσα από τις αναμνήσεις της Spero. Κρατάω στα χέρια μου ένα δόρυ, το αγγελικό μου όπλο. Μπροστά μου η Spero κρατάει το τόξο της. Μου μιλάει επιβλητικά… Πιο πολύ μου φωνάζει δηλαδή. Εγώ στέκομαι προσοχή μπροστά της, αγέρωχος, με δυνατό ανάστημα και την ακούω καθαρά. Με διδάσκει. Μου μιλάει για τρόπους μάχης. Κάτι δεν έκανα καλά και προσπαθεί να μου το εξηγήσει. Μου βάζει μια κορδέλα στα μάτια και πάει μερικά μέτρα μακριά μου. Τεντώνει το τόξο της και σημαδεύει κατευθείαν στην καρδιά μου. Τι πάει να κάνει; Αφήνει τη χορδή του τόξου και με ταχύτητα, πιο μεγάλη και από όπλου, το βέλος εκτοξεύεται. Με μια κίνηση του χεριού μου το βέλος αποκρούεται από το όπλο μου. Δεύτερο και τρίτο βέλος έρχονται στη σειρά. Και τότε η Spero βγάζει ένα δόρυ από την πλάτη της, ίδιο με το δικό μου, και κάνει μερικές θεαματικές κινήσεις.
Νιώθω ότι κάπου το έχω ξανά δει αυτό… Πράγματι! Κάνει ακριβώς τις ίδιες κινήσεις με την Εχεκράτεια, όπως είδα στο όραμά μου ! Με χτυπάει ξανά και ξανά. Αποκρούω τις επιθέσεις της, αλλά δεν είναι αρκετό. Με ρίχνει κάτω και ετοιμάζεται να με καρφώσει. Κλείνω τα μάτια μου και μόλις τα ανοίγω ξανά τη βλέπω από πάνω μου να με κοιτάζει σχεδόν θυμωμένη.
«Πώς περιμένεις να νικήσεις έναν εκπεσών, εάν δε βγάλεις το πραγματικό σου όπλο;» μου φωνάζει και σηκώνομαι απότομα όρθιος. Τι εννοεί; Δηλαδή το δόρυ δεν είναι το αγγελικό μου όπλο; Με βλέπω να πηγαίνω προς το μέρος της και την πιάνω απαλά στα χέρια μου. Εκείνη ηρεμεί αλλά συνεχίζει να είναι εκνευρισμένη. Και τότε τη φιλάω. Και με φιλάει και εκείνη. Νιώθω τις ενέργειές μας να γίνονται ολόχρυσες αλλά κάτι τη σταματάει.
«Mortem… Θέλουν να σε στείλουν να καταστρέψεις μόνος σου το κακό στη Γη... Εάν δεν καταφέρεις να περάσεις την εκπαίδευσή μου, θα χαθείς…» μου λέει έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Βάζω τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά της και ακουμπάω το μέτωπό μου πάνω στο δικό της.
«Όσο είσαι δίπλα μου, δε θα χάσω ποτέ» της λέω και νιώθω ένα τρέμουλο στην καρδιά μου. Νιώθω σαν να το είπα μόλις τώρα. Τα λόγια… τα ένιωσα. Χτύπησαν βαθιά μέσα μου και μου ξύπνησαν συναισθήματα πανέμορφα και δυνατά. Πιο δυνατά από ό,τι ένιωσα ως θνητός.
Η εικόνα αλλάζει και βλέπω τη Spero μέσα στον πανέμορφο ναό του θεού Απόλλωνα. Μάλλον εκεί αναπαύεται ή παίρνει ενέργεια. Ακουμπάει το τόξο της στα πόδια του χρυσού αγάλματος, που βρίσκεται στο κέντρο του ναού, και μια λάμψη βγαίνει από μέσα της. Ένας ήχος ακούγεται και η Spero παίρνει πάλι την κανονική της μορφή και κοιτάζει γύρω της εξεταστικά.
«Φανερώσου!» προστάζει και ανάμεσα από τους κίονες βγαίνει αυτός… Ο άγγελος που τη φυλάκισε!
«Verum[1], τι γυρεύεις εδώ;» του λέει με απορία και βάζει πάνω της ένα πέπλο φτιαγμένο από τα άστρα του ουρανού. Εκείνος προχωράει αργά προς το μέρος της και γελάει καθώς την πλησιάζει. Φτάνει κοντά της και την ακουμπάει στο μάγουλο ερωτικά.
«Γλυκιά μου Spero… Αυτή η ομορφιά δεν υπάρχει πουθενά, ούτε σε ουρανό ούτε σε Γη. Και αφήνεις τον θάνατο να σε πάρει έτσι απλά…». Τα μάτια της στενεύουν και χτυπάει μακριά το χέρι του με δύναμη. Ο ήχος ακούγεται σε όλη την αίθουσα. Εκείνος κοιτάζει το χέρι του και συνεχίζει να γελάει σατανικά. Ξαφνικά εξαφανίζεται.
«Έτσι και αλλιώς θα πεθάνει. Δεν ανήκει στον ιερό στόλο των αγγέλων. Με εμένα στο πλάι σου θα είσαι ευτυχισμένη» ακούγεται η φωνή του αλλά ο ίδιος δε φαίνεται πουθενά. Η Spero αρπάζει το τόξο της και κοιτάζει γύρω της, έτοιμη να ρίξει.
«Δεν είσαι άγγελος εσύ! Δεν πράττουμε ποτέ έτσι εμείς!» φωνάζει ενώ προσπαθεί να τον βρει.
«Σε θέλω και ξέρω ότι με θες και εσύ… Έλα… Παραδέξου το…» της λέει ενώ περνάει από πίσω της και την αγγίζει προκλητικά στη μέση της.
Το αίμα μου βράζει από θυμό και νιώθω μια έντονη παρόρμηση να τον κάνω να υποφέρει. Τι σκοπό έχει; Ελπίζω να δω τη Spero να τον κάνει κομμάτια. Συνεχίζει να ψάχνει τον χώρο και για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της γίνονται χρυσά και ρίχνει. Τον είδε! Είναι απίστευτο! Το βέλος της φεύγει με τεράστια ταχύτητα και τον πετυχαίνει στον ώμο. Ο Verum εμφανίζεται. Από το τραύμα του ξεπροβάλει μαύρη ενέργεια. Τα μάτια της σοβαρεύουν και ετοιμάζεται να του ξανά ρίξει.
«Φανέρωσε το πραγματικό σου όνομα, δαίμονα!» φωνάζει και τον σημαδεύει στο κεφάλι.
«Κρίμα… Το όνομά μου είναι Mendacium[2]» της λέει και κάνει μία υπόκλιση για να συστηθεί. «Αφού δε θα σε έχω εγώ... Δε θα σε έχει κανείς!» της λέει γελώντας και η Spero καταρρέει απότομα.
Το μάγουλό της, εκεί που την ακούμπησε αυτός πριν λίγο, γίνεται μαύρο και της τραβάει όλη την ενέργεια. Εκείνος φεύγει μακριά και γελάει σε όλη τη διαδρομή!
Spero! Σήκω! Σε παρακαλώ... Τι σου έκανε; φωνάζω και συνειδητοποιώ ότι είναι μια ανάμνηση. Δεν μπορώ να αλλάξω το παρελθόν… Απομακρύνομαι λίγο και περιμένω να δω τη συνέχεια. Ο κόσμος γύρω μας μαυρίζει ξανά και μετά από λίγο φωτίζεται. Βλέπω θολές εικόνες... Βλέπω τη Spero να πασχίζει να φτάσει το τόξο της. Το ακουμπάει και αυτό χάνεται μέσα στον ναό, σαν να το απορρόφησε το μάρμαρο από κάτω του. Ποδοβολητά ακούγονται και κοιτάζω από τη μεριά απ’ όπου έρχονται. Βλέπω τους άλλους εννιά αγγέλους της τράπεζας μαζί με τον Mendacium να μπαίνουν μέσα.
«Είναι δαίμονας! Πήγε να με σκοτώσει, γιατί δεν ήθελε να στείλουμε τον «καλό» της στον πόλεμο για το καλό των ουρανών!» φωνάζει ο δαίμονας και δείχνει με απέχθεια τη μισοαναίσθητη κοπέλα στο πάτωμα. Ο άγγελος με την αστραπή την πλησιάζει και βγάζει τον κεραυνό από την πλάτη του θυμωμένος. Την αρπάζει από το πέπλο της και την τραβάει στο κέντρο του ναού. Η Spero φωνάζει, με τη λίγη φωνή που μπορεί να βγάλει. Ο άγγελος φαίνεται να πονάει που αναγκάζεται να το κάνει αυτό.
«Σε απαλλάσσω από τα καθήκοντά σου ως αρχάγγελος και ως φωτεινή οντότητα. Πηγαίνει να βρεις τα σκοτεινά αδέρφια μας!» λέει και σηκώνει την αστραπή του. Η Spero βάζει τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπό της και φωνάζει.
«Όχι, περίμενε, Princeps[3]!» προσπαθεί να πει μισόκοιμισμένη ακόμα. Δεν έχει νόημα. Η αστραπή τη χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά.
Μια απαίσια κραυγή βγαίνει από μέσα της, τόσο σπαρακτική που με σκίζει στα δύο. Τρέχω προς το μέρος της για να τη βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ να επέμβω... Μια τεράστια λάμψη βγαίνει από μέσα της και όλο το φως εξαφανίζεται από το σώμα της, καθώς η αστραπή το τραβάει μέσα της. Μόλις τραβάει το όπλο του μακριά, η Spero καταρρέει στο κρύο πάτωμα. Δεν το πιστεύω... Το χρυσό της φως τώρα είναι σχεδόν μαύρο. Δε θεωρείται πλέον άγγελος... Εξέπεσε… Πώς ένας δαίμονας ξεγέλασε ένα ολόκληρο Τάγμα αγγέλων; Η Spero κλαίει με αναφιλητά και όλοι φεύγουν από τον ναό. Μόνο ο Verum μένει. Την τραβάει με δύναμη από τα μαλλιά και τα μυρίζει με λιγούρα, καθώς ακουμπάει το πρόσωπό του πάνω στο δικό της. Με αηδιάζει απίστευτα. Αλλά δεν μπορώ ακόμα να τη δικαιώσω. Όχι με τις δυνάμεις που έχω τώρα. Την πετάει με δύναμη στο πάτωμα ξεφτιλισμένη από την κακομεταχείρισή της.
«Τώρα τι θα κάνεις, γλυκιά μου Spero; Ή να σε λέω Desperandum[4];» της λέει και αυτή τον φτύνει με μίσος. Γελάει με δύναμη και φεύγει, αφήνοντάς τη πίσω του να σπαράζει.
Βλέπω τη Spero να προσπαθεί απεγνωσμένα να βγάλει το τόξο της από το μάρμαρο αλλά δεν μπορεί. Το σφράγισε με τη δύναμη αρχάγγελου, ενώ τώρα είναι μια δαίμονας. Χτυπάει με μανία το πάτωμα και αρχίζει ξανά να κλαίει σπαρακτικά. Τότε μπαίνω μέσα εγώ και τρέχω προς το μέρος της. Την παίρνω αγκαλιά και τη σφίγγω πάνω μου, καθώς εκείνη είναι έτοιμη να πεθάνει από τη θλίψη της.
«Mortem! Σε καλούμε!» ακούγεται η φωνή του Princeps και, χωρίς να κάνω κάτι ο ίδιος, εξαφανίζομαι.
Η εικόνα αλλάζει και βλέπω τη Spero να τρέχει. Τρέχει μακριά από κάτι... ή κάποιον... Βρίσκεται σε ένα μέρος που δεν υπάρχει ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Η εικόνα πάλι αλλάζει και τη βλέπω να κοιτάζει προς μια κατεύθυνση και να περιμένει με τα χέρια της σταυρωμένα σαν να προσεύχεται. Κοιτάζει με αγωνία και τότε το πρόσωπό της φωτίζεται. Όχι πάλι… Ξέρω τι είναι, δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω. Είναι το πρώτο όραμα που μου έδειξε η Εχεκράτεια στο σπίτι μου... Μόνο που τώρα ακούω τι λέμε. Την παίρνω αγκαλιά και μετά της πιάνω απαλά τους ώμους για να της μιλήσω.
«Πρέπει να φύγεις. Θα σε βρω μόλις τελειώσω με αυτή την ιστορία. Θα τα καταφέρουμε» της λέω και εκείνη κλαίει. Φεύγει από τα χέρια μου και πέφτει μέσα στην αγκαλιά μου κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά. Δε θέλει να φύγω. Φοβάται πολύ. Όχι για την ίδια. Για εμένα…
«Τρέξε...» της λέω και την αναγκάζω να με κοιτάξει. Τότε γυρίζω την πλάτη μου στη Spero και εκείνη τρέχει προς την αντίθετη πλευρά.
Η εικόνα επανέρχεται στην έρημο που βρισκόμασταν πριν. Βλέπω τη Spero να με κοιτάζει τόσο μα τόσο θλιμμένα. Πάω να την πλησιάσω, αλλά κάνει ένα βήμα πίσω. Σταματάω και την κοιτάζω λυπημένος. Τι της έκαναν; Υπάρχει ένας δαίμονας στην ιεραρχία του ουρανού, ένας πολύ καλά καμουφλαρισμένος δαίμονας… Και το ξέρουμε μόνο εμείς αυτό... Ο δαίμονας έδιωξε μακριά το όπλο που θα μπορούσε να τον σκοτώσει και εκδικήθηκε τη γυναίκα που ποθούσε. Όλα πήγαν όπως τα ήθελε. Είναι πολύ χαρούμενος για αυτό. Μέχρι σήμερα κρατάει τα νήματα των ουρανών και παίζει μέσα στο σκοτάδι.
Κατάλαβα τι έγινε... Το παζλ είναι σχεδόν έτοιμο. Με έστειλαν για να κάνω μια αποστολή, για να καταστρέψω τους δαίμονες. Εγώ όμως αντί για αυτό προστάτεψα μια από αυτούς και σκότωσα τρεις αρχηγούς αγγέλους, τους πιο δυνατούς. Για αυτό τη διέγραψαν από την ιστορία. Για αυτό δε βρίσκουν το όπλο της. Κανείς δεν ξέρει πού είναι και κανείς δε θέλει να ξέρει μια ιστορία, όπου μία από τους πιο ισχυρούς αγγέλους έγινε δαίμονας για τον πόθο της για κάποιον άλλον.
«Βρες τη δύναμή σου... Μέχρι τότε αντίο. Το τέλος αυτής της ιστορίας πλησιάζει και θα ιδωθούμε ξανά από κοντά» μου λέει και ο αέρας τη σκορπάει σαν άμμο μέσα στη μεγάλη έρημο.
Τα μάτια μου ανοίγουν ξανά και πετάγομαι στον «ύπνο» μου. Η Εχεκράτεια βρίσκεται ακόμα μέσα στην αγκαλιά μου. Η ανάσα της είναι ήρεμη και ο ρυθμός της καθησυχάζει και τη δική μου ανάσα που είναι γρήγορη και ακανόνιστη. Χαϊδεύω τα μαλλιά της στοργικά και νιώθω ανακούφιση που βρίσκεται στην αγκαλιά μου. Κρύος ιδρώτας με λούζει και παίρνω μια βαθιά ανάσα για να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Τα μάτια της ανοίγουν και με κοιτάζει βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Σαν να μου λέει ότι καταλαβαίνει. Και ότι όλα θα πάνε καλά. Τόσο μα τόσο όμορφη και ήρεμη... Κλείνει τα μάτια της, κοιμάται ξανά και την ακολουθώ. Τα μάτια μου κλείνουν και τώρα δεν εμφανίζεται κανένα όνειρο. Κανένα όραμα. Εάν δεν είχα εσένα, όλα θα κατέρρεαν... Σε ευχαριστώ... Την τραβάω πάνω μου και τη σφίγγω καθώς με παίρνει σιγά σιγά ο ύπνος.
Παρασκευή Γκύζη
[1] Verum: αλήθεια
[2] Mendacium: ψέμα
[3] Princeps: ηγέτης
[4] Desperandum: απελπισία